ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ. ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ. ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Πρωΐ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Θεῖο ἀνοιξιάτικο πρωΐ!... Ἡ νυχτερινὴ ὑπνοβατικὴ
καὶ μυστηριώδης ἀτμόσφαιρα τῆς μονῆς τῆς Λαύρας ἔχει διαλυθεῖ σὰν
καταχνιά. Ὅλα εἶναι φῶς, εἰρήνη καὶ καλωσύνη. Ἀκύμαντο, κατάχρυσο κι
ἀτέρμονο, κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας, τὸ Αἰγαῖο. Καταπράσινες, γελαστὲς καὶ
κατάστικτες ἀγριολούλουδα οἱ πλαγιές. Βαθὺς καὶ καταγάλανος ὁ οὐρανός.
Κανεὶς ἦχος ζωῆς δὲν ταράζει τὴ μαγεμένη σιγή. Δὲν ἀκούεται ἐδῶ οὔτε
τρουγκάνι προβάτου, οὔτε κὰν ἡ διάτορη κραυγὴ τοῦ πετεινοῦ. Ἡ γαλήνη
ἔχει κάτι τὸ ἐξώκοσμο. Ὁ γλυκὸς πρωϊνὸς ἀέρας δὲ φέρνει ὡς τὸν πανοπτικὸ
ἐξώστη τοῦ ξενῶνα μας παρὰ ἀρώματα μόνο...Ποτισμένο φῶς, τὸ μεγάλο
αἰωνόβιο μοναστήρι προσθέτει στὴ γενικὴ εἰρήνη καὶ τὴ δική του. Οἱ
περισσότεροι μοναχοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ὁλονυχτία στὴν ἐκκλησία, θὰ
κοιμοῦνται ἀκόμα.
Δυό-τρεῖς
μόνο μαῦρες σιλουέτες, ἀκίνητες σὰν κουρνιασμένα κοράκια στὰ ξύλινα
μπαλκόνια τους, τὰ κρεμασμένα ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς μονῆς, κοιτᾶν τὸ
φωτεινὸ ὄνειρο τοῦ πελάγου. Φῶς καὶ εἰρήνη. Ἡ ἀπέραντη ἐσωτερικὴ αὐλή
τῆς μονῆς εἶναι ἐντελῶς ἔρημη. Ἔρημη σὰν τὴν ἔρημο. Οἱ πλάκες της
γυαλίζουν στὸν ἥλιο, κι ἀνάμεσά τους ἔχουν φυτρώσει χορτάρια. Δὲ βλέπει
κανεὶς οὔτε μιὰ γάτα νὰ τεντώνεται ρᾴθυμα μέσα στὸ φῶς, οὔτε ἕνα πουλὶ
ποὺ νὰ σπαθίζει τὸ φῶς μὲ τὸ γοργό του ἴσκιο. Στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς, ἡ
μικρὴ βυζαντινὴ ἐκκλησία μὲ τοὺς κατακόκκινους τοίχους καὶ τοὺς
μολυβένιους τρούλους εἶναι κλειστὴ καὶ κοιμισμένη. Στὴ Φιάλη –τὸ μικρὸ
ὀκτάγωνο κτίσμα μὲ τοὺς λευκοὺς κίονες καὶ τὴ μαρμάρινη στὴ μέση
δεξαμενή, ὅπου ἁγιάζονται τὰ νερὰ τῶν Ἐπιφανίων- δὲν ἀκούγεται ὁ
παραμικρότερος ψίθυρος τρεχούμενου νεροῦ. Ἀκίνητες κ’ οἱ κορφὲς τῶν δύο
πανύψηλων κυπαρισσιῶν ποὺ φύτεψε, πρὶν χίλια χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ
ἱδρυτὴς τῆς μονῆς. Καὶ ὅμως, καμιὰ μελαγχολία σ' αὐτὴ τὴν ἀταραξία τῶν
πάντων. Στὶς μολυβένιες σκεπὲς τῶν γέρικων ἐξαρτημάτων τῆς μονῆς ὁ
καιρὸς ἔχει ἐναποθέσει κατάχρυση πατίνα• τὰ σαθρὰ ξύλινα μπαλκόνια τῶν
κελλιῶν, ποὺ στηρίζονται μὲ πατάρια στὰ τείχη καὶ φαντάζουν σὰν
περιστεριῶνες, ἔχουν γλάστρες μὲ λουλούδια καὶ πράσινα φεστόνια
κληματαριᾶς• ἀπ' τὴν ταράτσα τοῦ ξενῶνα κρέμονται τὰ διακοσμητικὰ μὼβ
τσαμπιὰ τῶν σαλκιμιῶν• οἱ μισοσβησμένες βυζαντινὲς τοιχογραφίες στὴν
πρόσοψη τῆς ἀρχαίας Τράπεζας, ὅπου συνέτρωγαν, ἄλλους αἰῶνες, οἱ
μοναχοί, συνθέτουν μπουκέτα ζωηρῶν πρόσχαρων χρωμάτων.
Τίποτα
δὲν ἀναδίνει τὴ θλίψη ἐκείνη ἀπ' τὰ γέρικα πράματα ποὺ τὰ ἀποσυνθέτει
ὅλο καὶ περισσότερο ὁ καιρός. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ πέτρινοι τάφοι τῶν
πατριαρχῶν καὶ τῶν ἐπισκόπων περασμένων ἐποχῶν, ποὺ εἶναι σὲ μιὰν ἄκρη
τῆς αὐλῆς κάτω ἀπὸ μικρὲς καμάρες, κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ τάφοι δὲ γεννοῦν
σκέψεις θανάτου. Ἡ εἰρήνη ποὺ περίλουζε, μαζὶ μὲ τὸ φῶς, τὰ πάντα, εἴταν
ἐκείνη πού, ξεπερνώντας τὸ θάνατο, σμίγει μὲ τὴν αἰωνιότητα... Ὅλες τὶς
ὧρες ποὺ περάσαμε στὴ Λαύρα, εἴταν ἡ ἴδια εἰρήνη κ’ ἡ ἴδια σιωπή.
Κάποτε-κάποτε βλέπαμε ἕνα μοναχὸ πού 'βγαινε νὰ καθήσει στὸν
περιστεριῶνα του ἤ ἕναν ἄλλο ποὺ περνοῦσε ἀργὰ κι ἀθόρυβα τὴν ἀπέραντη
χορταριασμένη αὐλή. Ἀλλὰ εἴταν σὰ νὰ μὴν εἶχαν ἀντιληφθεῖ τὴν παρουσία
μας - ἤ σὰ νὰ μὴν ἐνδιαφέρονταν γι' αὐτήν. Κανεὶς δέ μᾶς πλησίασε νὰ μᾶς
μιλήσει, νὰ μᾶς ρωτήσει γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὴ ζωή. Δὲν εἴταν ὁ
κανονισμὸς ποὺ τοὺς ὑποχρέωνε—ὅπως στὰ μοναστήρια τῶν λευκῶν
Βενεδικτίνων, ὅπου σ' ὅλους τοὺς τοίχους, σ' ὅλες τὶς πόρτες, παντοῦ,
εἶναι γραμμένη μὲ μεγάλα μαῦρα γράμματα ἡ ἐπιταγή: Silentio! Σιωπή!...
Ἀλλὰ θά 'ταν, φαντάζομαι, ἡ ἀπόλυτη πιὰ ἀδιαφορία γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ τὸν
εἶχαν ἐγκαταλείψει ἀπὸ χρόνια καὶ χρόνια κ' εἶχαν κόψει μαζί του κάθε
δεσμό. Ζώντας σ’ ἕνα στενὸ κύκλο παμπάλαιων θρησκευτικῶν τύπων, μὲ
ἀποκλειστικὴ ἀπασχόληση τὰ εἰρηνικὰ ἔργα τῆς γῆς, μὲ μόνο θέαμα τὶς
ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν τοῦ χρόνου γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι τους, μὲ μόνα
γεγονότα τοὺς θανάτους τῶν γερόντων τους, εἴταν φυσικό νά 'χουν πιὰ
ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀπὸ τὶς φροντίδες τους καὶ τὰ
ζητήματά τους.
Ἡ
σκέψη τους θά 'χε ἀποκτήσει τὸ νυσταγμένο, τὸ μηχανικὸ καὶ μονότονο
βάδισμα τοῦ μουλαριοῦ τοῦ δεμένου σὲ μαγγανοπήγαδο: θὰ γύριζε ὁλοένα
γύρω ἀπὸ τὰ ἴδια πράματα πάντα...Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ προϊστάμενοι τῆς
μονῆς, μ' ὅλο ποὺ εἴταν πιὸ ἀναπτυγμένοι, δὲν εἶχαν νοιώσει—θυμᾶμαι—τὴν
ἀνάγκη νὰ μᾶς ρωτήσουν τίποτα, ὅταν, τὴν ὥρα ποὺ φθάσαμε, μᾶς ὁδήγησαν
στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ ξενῶνα, γιὰ νὰ μᾶς τρατάρουν τὸ γλυκὸ καὶ τὸν
καφέ τοῦ καλωσορίσματος. Εἶχαν καθήσει μὲ σοβαρότητα Ρωμαίων συγκλητικῶν
σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ καθίσματα, μᾶς ἔβαλαν νὰ καθήσομε σὲ μιὰν ἄλλη σειρὰ
ἀντίκρυ τους, κι ἀφοῦ πληροφορήθηκαν τυπικὰ ἂν κάναμε καλὸ ταξίδι καὶ
πόσο σκοπεύαμε νὰ μείνομε στὴ μονή τους, σώπασαν ἱκανοποιημένοι κι
ἀπόμειναν χαϊδεύοντας τὶς πατριαρχικὲς γενειάδες τοὺς κ' ἐξετάζοντάς μας
μὲ τὰ μάτια, ὅπως οἱ πελάτες ἑνὸς γιατροῦ, ποὺ περιμένουν στὸν
ἀντιθάλαμο τὴ σειρά τους, ἐξετάζουν αὐτοὺς ποὺ μπῆκαν καὶ κάθησαν
τελευταῖοι... Ἄρχισε τότε γιὰ μᾶς τὸ ἐξαίσιο ξετύλιγμα τῶν κάβων, τῶν
ὅρμων, τῶν πλαγιῶν καὶ τῶν μοναστηριῶν τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τοῦ Ἄθω.
Ἕνα-ἕνα τὰ μοναστήρια τοῦ Καρακάλου, τοῦ Φιλοθέου, τῶν Ἰβήρων, τοῦ
Σταυρονικήτα, τοῦ Παντοκράτορα, πέρασαν ἀπὸ τὰ μάτια μας—Ἄλλα στὸ ὕψος
καταπράσινων λόφων, ἄλλα πάνω σὲ κοκκινόμαυρους βράχους τῆς ἀκτῆς, κι
ἄλλα κοντὰ στὶς ἀμμουδιὲς μικρῶν γραφικῶν κόλπων.
Βλέπαμε
τοὺς μεσαιωνικοὺς πύργους τους, τοὺς μολυβένιους τρούλους, τ'
ἀναρίθμητα μπαλκόνια τῶν κελλιῶν τους, τὰ ψηλὰ φρουριακὰ τείχη—τὴ λευκὴ
κι ἀπέραντη γαλήνη τους. Περνοῦσαν σὰν ὁράματα καὶ χάνονταν πίσω ἀπὸ
τοὺς κάβους—ποὺ τοὺς διαδέχονταν ἄλλοι κάβοι. Διαφορετικά τὸ ἕνα ἀπὸ τ'
ἄλλο στὸν ὄγκο καὶ τὴν ἀρχιτεκτονική, περικλείνανε τὶς ἴδιες χαυνωμένες
ζωές, τὰ ἴδια παλιὰ χειρόγραφα, τὶς ἴδιες βυζαντινὲς τοιχογραφίες, τὴν
ἴδια ἀτμόσφαιρα παρελθόντος...Ἡ βενζινόβαρκα τοῦ Μιαούλη γλιστροῦσε ὧρες
πάνω στὴ φωτεινὴ καὶ γαλήνια θάλασσα. Ἐπὶ τέλους, περνώντας τὸ
παραπέτασμα ἑνὸς τελευταίου κάβου, εἴδαμε ν' ἀνοίγεται ἕνας μεγάλος
κόλπος, ποὺ στὴ μέση του ὑψωνόταν ἕνα πλῆθος κόκκινες καὶ μολυβένιες
σκεπές, τροῦλοι, πύργοι καὶ τείχη: εἴταν τὸ Βατοπέδι, ἡ πλουσιότερη καὶ
μεγαλύτερη μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
* Κώστας Ουράνης,Πρωί στο Άγιον Όρος. Ἀπὸ τὸ: «Ταξίδια: Ἑλλάδα»,Ἑστία 1949.
agiokiprianitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου