Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

ΟΨΩΜΕΘΑ ΤΩ ΑΠΡΟΣΙΤΩ ΦΩΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΟΨΩΜΕΘΑ ΤΩ ΑΠΡΟΣΙΤΩ ΦΩΤΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

 
 
 

 Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί.Σήμερα μᾶς κράζει ὁ θεόγλωσσος ὑμνωδός, ὁ ἅγιος ωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγοντας Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα καὶ χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ἄδοντες.Μᾶς κράζει λοιπὸν νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ τὸν ἀναστημένο ἀπὸ τὸν τάφο. Νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, γιατὶ εἶναι ἀκάθαρτες, βρωμισμένες, ἐπειδὴ τὶς μεταχεριζόμαστε γιὰ σαρκικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα. Καὶ πῶς ἄραγε καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις μας καὶ θὰ γίνουνε ἀπὸ σαρκικές, πνευματικές;Ὁ ὑμνωδὸς τὸ λέγει αὐτὸ γιατὶ τὸ διδάχθηκε απὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα του ποὺ εἶπε στοὺς Μακαρισμούς: Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.

 

 

Κι᾿ ἂν καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας, λέγει πὼς θὰ δοῦμε τὸν Χριστὸν ἐξαστράπτοντα μὲ ἀστραπή, ὄχι θαμπά, ἀλλὰ καθαρώτατα, ἀστραφτερὸν ἀπὸ τὸ ἀζύγωτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως. Κι᾿ ὅχι μονάχα θὰ τὸν δοῦμε τηλαυγῶς, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν ἀκούσουμε κιόλας (γι᾿ αὐτὸ πρέπει νἆναι καθαρὲς ὅλες οἱ αἰσθήσεις μας). Κι ἡ φωνή του δὲν θἄρχεται ἀπὸ μακρυά, νὰ ἀμφιβάλλουμε ἂν τὸν ἀκούσαμε ἢ δὲν τὸν ἀκούσαμε, ἀλλὰ τρανῶς, δυνατά.Τὶς αἰσθήσεις μας δὲν τὶς μολεύουμε μονάχα σὰν κάνουμε μ᾿ αὐτὲς σαρκικὰ ἔργα κι᾿ ἐνέργειες, δηλαδὴ σὰν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ κορμιοῦ, ἀλλὰ κι᾿ ὅταν τὶς μεταχειριζόμαστε γιὰ κάποια ἔργα ποὺ τὰ λέγει ὁ κόσμος «πνευματικά», ἐνῶ εἶναι κι᾿ αὐτὰ σαρκικά, καὶ μάλιστα αὐτὰ εἶναι συχνὰ πιὸ πονηρὰ ἀπὸ τἄλλα ποὺ φαίνονται φανερὰ πὼς εἶναι σαρκικά. Αὐτὰ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα εἶναι οἱ πονηρὲς σκέψεις ποὺ κάνει ὁ νοῦς μας ψάχνοντας τὰ θεϊκὰ πράγματα, καὶ ποὺ εἶναι ἀσεβέστατες καὶ σ᾿ αὐτὲς μᾶς σπρώχνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καὶ ἡ ἀφοβιά μας μπροστὰ στὸν Θεό, γιατὶ δίνουνε τροφὴ στὴν ματαιοδοξία μας, ἐπειδὴ φαινόμαστε πολύξεροι στοὺς ἄλλους, ἐνῶ ὁ σοφὸς Σολομὼν εἶπε: Ἀρχὴ τῆς σοφίας (δηλ. τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας) εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου.Μ᾿ αὐτὰ τὰ ψαξίματα καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ὁ χριστιανὸς ἀληθινὰ μολύνει τὶς αἰσθήσεις του, τὶς στομώνει καὶ ἀντὶ νὰ τὶς κάνει πνευματικές, τὶς κάνει ὄργανα χονδροειδῆ, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὲς ἐρευνᾶ χονδροειδῆ, ὑλικὰ πράγματα, καὶ ὄχι πνευματικά. Γιατί, ὅπως εἶπα πρίν, μὲ ὅλο ποὺ αὐτὲς οἱ ἐνέργειες φαίνονται πνευματικές, στ᾿ ἀλήθινὰ εἶναι σαρκικές, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ λέγει πὼς τὶς κάνει ὁ νοῦς τῆς σαρκός, γράφοντας στοὺς Κολοσσαεῖς: Μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκεία τῶν Ἀγγέλων, ἅ μὴ ἑώρακεν ἐμβατεύων, εἰκῇ φυσιούμενος ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ (Κολ. β´ 18). καὶ στοὺς Ἐφεσίους γράφει: Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖν ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν, ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν. (Ἐφ. δ,18).Ποιὰ λοιπὸν λέγει ματαιότητα τοῦ νοὸς τῶν ἐθνῶν; Δὲν λέγει τὰ μάταια ψαξίματα ποὺ κάνανε οἱ φιλόσοφοι, ἂς ἤτανε κι ἐκεῖνοι ποὺ φαινόντανε οἱ πιὸ πνευματικοί; Αὐτὰ ποὺ λέγανε ἤτανε σάρξ, (γιατὶ τὸ ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι) ἀφοῦ ὅ,τι κάνανε τὸ κάνανε ὄντας ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὸ κάνανε μὲ πνεῦμα σαρκικό. Ὅποιος ψάχνει κι᾿ ἐρευνᾶ μ᾿ αὐτὸ τὸ σαρκικὸ πνεῦμα, πρῶτα χάνει τὴν παρθενικὴ ἁπλότητα τῆς διάνοιας, γιὰ τὴν ὁποία πρωτομακάρισε (αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος μακαρισμός) ὁ γλυκύτατος Χριστός μας ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουνε, λέγοντας μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Ὕστερα αὐτὸς ποὺ σκαλίζει μὲ τὸ μυαλὸ του τὰ θεῖα, πειράζει τὸν Θεὸ ποὺ κρύβεται ἀπὸ τὶς ἀδιάκριτες διάνοιες καὶ χώνεται μέσα στὸ γνόφο, κι᾿ αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, λέγοντας: Φανερὸς ἔγινα σὲ ἐκείνους ποὺ δὲ μὲ ρωτᾶνε, καὶ γνωρίσθηκα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ζητᾶνε μὲ πονηρία.Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει: Πίστις οὐκ ἔστι τὸ ζητούμενον· ὃν τρόπον γὰρ ἐλπὶς βλεπομένη οὐκ ἔχουσα τὸ ἀζήτητον, πίστις οὐκ εἴη, κατὰ τὸν ἴσον τῇ ἐλπίδι λόγον. Κι᾿ ὁ μέγας Βασίλειος λέγει: Τὸ ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερόν ἐστι τῶν λογικῶν ἀποδείξεων.Καὶ μολαταῦτα πλῆθος χριστιανοὶ καταγίνονται ἀκόμα σήμερα, καὶ πιὸ πολὺ μάλιστα, μὲ τέτοιου εἴδους ψαξίματα καὶ ἔρευνες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ θεοῦ ὅπως ἔλεγε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς ἐθνικούς, κι᾿ ἀνακατεύουνε μὲ τὴν πίστη, ποὺ δὲν γνωρίσανε οἱ δυστυχεῖς τὶ λογῆς πράγμα εἶναι, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς φιλοσοφίες, καὶ ψυχραίνουνε μ᾿ αὐτὰ ποὺ λένε τὴν πίστη τῶν πολλῶν, κ᾿ ἐνῶ ὁ μάταιος λογισμός τους καταγίνεται μὲ μάταια καὶ ψευδῆ καταργοῦνε ἀπὸ ἀλαζονεία κι᾿ ἀπὸ κουφότητα τὴν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε ὁ χριστιανισμὸς νὰ καταντήσει ἕνα σύστημα ἐπίγειας ζωῆς, χωρὶς ἀποκαλύψεις Ἀθανασίας, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Κι᾿ αὐτοὶ θέλουνε νὰ διδάξουνε τὰ ἁπλοϊκὰ κι᾿ ἀθῷα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὰ μακάρισε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλους τοὺς Μακαρισμούς, μὰ ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο καὶ στὸν ὄγδοο.Τοῦτοι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι πῶς γιορτάζουνε Χριστὸν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν! Ξένον καὶ παράδοξον!Φιλοσοφοῦντες καὶ ἐπιστημοῦντες πιστεύουν;Μὰ ποιὸς πίστεψε ποτὲ φιλοσοφώντας; Ρωτῶ νὰ μάθω.Μὲ τὸν Χριστό, ἡ φιλοσοφία τελείωσε καὶ θάφτηκε γιὰ ὅποιον πίστεψε σ᾿ Αὐτόν. Ἂς ἀκούσουνε τὸν Παῦλο ποὺ φωνάζει τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα. Φωνὴ ἐλπιδοφόρα τοῦ εὐλογημένου Παύλου, ποὺ ξαναλέγει στὴν καρδιά μας, ὅ,τι λέγει καὶ τὸ χαίρετε ποὺ εἶπε ὁ Ἀναστημένος Κύριός του καὶ Κύριός μας! Νά, τὰ πάντα γινήκανε καινούρια! Γινήκανε καινούρια γιατὶ εἶναι καινὸν καὶ ξένον ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ αὐτὸ τὸ καινούριο τὰ ἔκανε ὅλα καινούρια, ἐπειδὴ κατήργησε τὰ παλιά. Κατήργησε τὰ παλιὰ ὁ καταργήσας τὸν θάνατον, γιατὶ ὅπου δὲν βρίσκεται ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς βασιλεύει ὁ θάνατος.Κατήργησε τὴν κατάρα τῆς σαρκός, κι ἔφερε τὴν εὐλογία τοῦ Πνεύματος. Κατήργησε τὴ γνώση κι ἔφερε τὴν Πίστη (Δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται). Τὸ παλιὸ ἤτανε ἡ Γνώση, τὸ ψάξιμο, τὸ νὰ ψηλαφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὰ τυφλὰ καὶ νὰ μὴ βρίσκει τίποτα. Τὸ καινούριο εἶναι ἡ Πίστη ποὺ ἀνοίγει τὰ πνευματικὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου καὶ βλέπει τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης Χριστὸν ἐξαστράπτοντα τῶ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ἐκεῖνος φτάνει γιὰ ὅλα, δὲν χρειάζεται πιὰ διόλου νὰ ψάχνει τὸ μυαλό μας σὰν τῶν ἐθνικῶν φιλοσόφων, ἀφοῦ βρέθηκε ἡ ὁδός, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε καθαρὰ καὶ σύντομα: Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰμὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι. (Ματθ. ια,2 7).Σ᾿ ὅποιον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ φανερώσει, νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα. Ποῦ πᾶς, λοιπόν, χριστιανέ, νὰ γνωρίσεις τὸν Θεὸν καὶ τὸν Χριστὸν ἐσύ, ὁ τυφλός, ὁ ἀδύνατος, ὁ ἀκάθαρτος, μὲ τὴ δική σου δύναμη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε πὼς μονάχα ὁ Πατέρας φωτίζει τὴ διάνοιά σου γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Χριστό, κι᾿ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ γνωρίσεις τὸν Πατέρα; καὶ δὲν πέφτεις σὲ προσευχὴ νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ σὲ φωτίσει, ἀλλὰ καταγίνεσαι μὲ ἀσεβῆ ψαξίματα, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ ἀρχαῖοι ποὺ δὲν εἴχανε ἀκούσει ἀκόμα τὸν Χριστὸ νὰ λέγει μὲ ἐξουσία αὐτὰ τὰ λόγια; Κι᾿ ἀλλοῦ ποὺ λέγει Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός, ἐγὼ εἶμαι ὁ καθηγητής, ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, ἐγὼ εἶμαι ὁ γιατρός, ὁ μεσίτης (Τιμ. Α, β,2), ὁ ποιμήν, ὁ ραββί. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρωτότοκος τῆς καινῆς κτίσεως, ποὺ ἔκανε καινὰ τὰ πάντα κι ἔκανε καὶ καινοὺς ἀνθρώπους, τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.Ναί, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅλα γινήκανε καινούργια. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ ὑμνωδὸς λέγει μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση Δεῦτε πόμα πίωμεν καινὸν οὐκ ἐκ πέτρας ἀγόνου (τῆς φιλοσοφίας) τερατουργούμενον, ἀλλ᾿ ἀφθαρσίας πηγὴν ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ, ἐν ᾧ στερεούμεθα καὶ Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος τῆς θείας εὐφροσύνης ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρα τῆς ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν, ὑμνοῦντες Αὐτὸν ὡς Θεὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.Ἀδελφοί μου Χριστιανοὶ ἐσεῖς ποὺ καταγινόσαστε μὲ τὶς ἐπιστῆμες καὶ μὲ τὶς φιλοσοφίες, ἀκούστε τὸν Κύριο ποὺ λέγει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. Ἐμένα μὲ ἀφήσανε, ποὺ εἶμαι πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σκάψανε κάποιους ξερόλακκους ποὺ δὲν ἔχουν νερό.

 

 

Καὶ ποὺ λέγει μὲ τὸ δικὸ του στόμα τὸ Εὐαγγέλιο ὅποιος βάλει τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι μου καὶ βλέπει πίσω, δηλ. δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν κοσμικὴ γνώση ποὺ καταγινόταν οἱ ἄνθρωποι πρίν νὰ ἔλθω ἐγὼ στὸν κόσμο, δὲν εἶναι δεκτὸς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. (Λουκ. θ´ 62). Καὶ ποὺ εἶπε παλι ἄλλη φορά: Δὲν βάζουνε καινούργιο κρασὶ σὲ παλιὰ ἀσκιά.Ἂς καθαρίσουμε λοιπὸν τὴ διάνοιά μας ἀπὸ τὴν θολούρα τῆς πολύπλοκης γνώσεως, γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ δοῦμε τὸ Χριστὸ ἐξαστράπτοντα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως, κι᾿ οὔτε θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέγει τρανῶς τὸ Χαίρετε. Μάτια νὰ τὸν δοῦμε κι᾿ αὐτιὰ νὰ τὸν ἀκούσουμε δὲ μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει μὲ κανένα τρόπο ἡ γνώση, ἡ καινὴ ἀπάτη, ἀλλὰ μονάχα ἡ εὐλογημένη Πίστη στὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι δοξασμένος στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.

 
 
 
 
 
 

                                                                                                                  Φώτης Κόντογλου

 

ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ:
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Πρωτοπρ. Ἰωάννης Φωτόπουλος


δελφοί μου ὀρθόδοξοι Χριστιανοί,
Χριστός Ἀνέστη!
Θά ἤθελα μέσα στήν πασχαλινή περίοδο, κατά τήν ὁποία δέν παύει ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους νά βυσσοδομεῖ κατά τῆς Ἐκκλησίας μας νά σᾶς ἐνημερώσω γιά τά νέα ἀντορθόδοξα σχέδια τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν.
Οἱ ἐν Βόλῳ ἀνανεωτές μετά τόν καταιγισμό κακοδιδασκαλιῶν σχετικῶν μέ τήν  τῆς ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Παράδοση, ἐπιδίδονται τελευταῖα στήν ἐκρίζωση τῶν ἱερῶν Κανόνων ἀπό τόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
δελφοί μου,
Πρέπει νά γνωρίζουμε καί πάντοτε νά θυμόμαστε ὅτι οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες Πνεύματι Ἁγίῳ συνελθόντες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὄχι μόνο διετράνωσαν τά ὀρθόδοξα δόγματα, ἀλλά καί ἐρρύθμισαν μέ τούς Ἱερούς Κανόνες ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή τοῦ καθενός μας. Φροντίζοντας πατρικῶς γιά τήν μετά τοῦ Χριστοῦ ἕνωσή μας καί γνωρίζοντας τήν ἀσθένειά μας καί τίς πολλαπλές πτώσεις μας μᾶς ἄφησαν αὐτούς τούς ὁδοδεῖκτες, τούς Ἱ. Κανόνες ὡς παρακαταθήκη γιά νά μή χάνουμε ἤ γιά νά ξαναβρίσκουμε τήν Ὁδό, τήν Ἀλήθεια τή Ζωή, δηλ. τόν Χριστό.
Γι΄αὐτό οἱ Πατέρες δεχόμενοι σέ κάθε Οἰκουμενική Σύνοδο μέ χαρά τούς Κανόνες τῶν προγενεστέρων Συνόδων ὡς πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας, τούς ἐπικύρωσαν καί ἀπαγόρευσαν κάθε παραχάραξή τους, ἀθέτησή ἤ διαστροφή τους. Ἔτσι στόν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄Οἰκουμ. Συνόδου διαβάζουμε τούς ἀκολούθους λόγους τῶν Πατέρων : «...ὅπως κάποιος πού βρίσκει πλούσια λάφυρα, ἔτσι καί ἐμεῖς ἀγαλλόμεθα καί μέ πολλή χαρά ἐναγκαλιζόμαστε τούς θείους Κανόνες...  ....Τό σύνολο τῶν Κανόνων τόσο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅσο καί τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων Πατέρων τό ἐπικυρώνουμε», ενῷ στό Β΄τῆς ΣΤ΄ διαβάζουμε :«σέ κανένα δέν ἐπιτρέπεται νά κάνει παραχάραξη τῶν Ἱ. Κανόνων, νά τούς ἀθετήσει ἤ νά βάλει ἄλλους στή θέση τους». Τέλος ἀπείλησαν μέ φρικτά ἐπιτίμια  ὁποιονδήποτε ἐγγίζει τόσο τό γράμμα ὅσο καί τό πνεῦμα τῶν Ἱ. Κανόνων.  
Ὅλοι ὅμως οἱ ἐμπλεκόμενοι στόν Οἰκουμενισμό βλέπουν τούς Ἱ. Κανόνες, αὐτό τό θεοΐδρυτο τεῖχος πού ἀσφαλίζει τούς πιστούς ἀπό κάθε ἔκπτωση στήν πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὡς ἐμπόδιο γιά τήν παγκοσμιοποίηση, τήν προώθηση ἑνός «παγκοσμίου ψυχισμοῦ»  καί τήν ἄμβλυνση τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ λεγόμενη Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐμπροσθοφυλακή τῶν άντορθοδόξων πρωτοβουλιῶν, συστράτευσε σχεδόν ὅλα τά μέλη τοῦ Δ.Σ. της καί μέρος τοῦ οἰκουμενιστικοῦ δυναμικοῦ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τοῦ περιοδικοῦ «Σύναξη», τοῦ «Καιροῦ» καί ἄλλους ἐντός καί ἐκτός εἰσαγωγικῶν διανοουμένους γιά νά συμμετάσχουν σέ τετραήμερο διεθνές συνέδριο (8-11 Μαΐου) στό Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας μέ θέμα «Κανόνες τς κκλησίας καί σύγχρονες προκλήσεις».
Παραθέτουμε λίγα δικά μας σχόλια  στά ὅσα ἐγράφησαν στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἀκαδημίας γιά νά ἀντιληφθοῦμε τί κακοποίηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων θά ἀκολουθήσει.
Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα λόγῳ τῆς σοβαρότητος τοῦ ζητήματος τήν αὐξημένη προσοχή σας.
Α΄Θέση τς καδημίαςπως κάθε πατερικό κείμενο που αποτελεί στοιχείο της εκκλησιαστικής παράδοσης, έτσι και ο κάθε κανόνας προέρχεται από μια συγκεκριμένη εποχή και απηχεί, εκτός από τη διαχρονική σωτηριώδη εμπειρία της Εκκλησίας, και τα συγχρονικά χαρακτηριστικά του τόπου και χρόνου διαμόρφωσής του.
Σχόλιο : Κάθε Ἱερός Κανόνας εἶναι ἕνα ὁποιοδήποτε πατερικό  κείμενο; Πλήρης σύγχυση τῶν μεταπατερικῶν σοφιστῶν!   κάθε Κανόνας ὡς συγγραφείς μέ τήν ἐπιστασία τοῦ Αγίου Πνεύματος ἔχει πρωταρχικά περιεχόμενο ἁγιοπνευματικό, ὅπως καί τά πατερικά κείμενα, ἀλλά ἐπιπλέον, λόγῳ τῆς φύσεώς του εἶναι ρυθμιστικοῦ χαρακτήρα καί χει στ συνείδηση τς κκλησίας καθολική καί ποχρεωτική σχύ γιά κάθε συλλογική κφραση τς κκλησίας καί γιά κάθε μέλος της.  Ἀκόμη κι ἄν χωρεῖ οἰκονομία στήν ἐφαρμογή κάποιου Κανόνος, ἐφόσον αὐτός «ἀπηχεῖ τή διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας» ἡ διαχρονική ἀξία καί ἐφαρμογή του παραμένει ἀδιαμφισβήτητη καί ἀμετακίνητη.  Ὅσο γιά τάσυγχρονιστικά χαρακτηριστικάεἶναι εὔκολα ἀναγνωρίσιμα καί δέν ἐπηρεάζουν τό πνεῦμα καί τό μήνυμα τοῦ  Κανόνος.  Ὅταν ὁ κάθε πιστός, λαϊκός ἤ κληρικός καί κάθε τοπική Ἐκκλησία ἔχει βαθύ σεβασμό στόν κάθε Κανόνα, ὡς ἐμπνεόμενο ἀπό τήν θεία Χάρη, θά κατανοήσει μέ τήν βοήθεια αὐτῆς ταύτης τῆς Χάριτος τί ζητεῖ ὁ Χριστός μέσα ἀπό τόν συγκεκριμένο Κανόνα καί δέν θά θελήσει νά «διορθώσει» τόν Χριστό καί τούς θεράποντές του Ἁγίους Πατέρες.
Β΄Θέση:  Το κεντρικό ζήτημα που τίθεται για μια ακόμη φορά είναι εάν υπάρχει η δυνατότητα η Ορθόδοξη θεολογία, όσον αφορά ειδικά στην κανονική της παράδοση, να κατανοηθεί και να λειτουργήσει όχι μόνο ως «παραδοσιακή», μένοντας αμετακίνητα πιστή στο γράμμα μιας υποτιθέμενης «παράδοσης», αλλά και ως συναφειακή, υπερβαίνοντας τις συντεταγμένες ενός προ-νεωτερικού κοσμοειδώλου,το οποίο αποτελεί τελεσίδικα παρελθόν για τον χρόνο της Εκκλησίας.
Σχόλιο : Ζητοῦν ἐδῶ οἱ νεοεποχῆτες σοφιστές μιάν ἄλλη θεολογία πού θά ἀποτελεῖ  ἕνα μεταμοντέρνο ἐργαλεῖο κατεδαφιστικῶν ἀλλαγῶν μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Μιλοῦν μέ περιφρόνηση γιά τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς τώρα ἀποτελεῖ ἀσφαλῆ βάση ἑρμηνείας τῶν ἱ. Κανόνων, ὀνομάζοντάς την «ὑποτιθέμενη» καί βάζοντας τή λέξη παράδοση καί παραδοσιακή  σέ εἰσαγωγικά.
Ἐδῶ, ἀδελφοί μου, εἶναι φανερό το ἀντορθόδοξο πνεῦμα τῶν μετανεωτερικῶν παραδοσιομάχων, ἀφοῦ κατά τόν μέγα Βασίλειο περιφρόνηση τς Παραδόσεως, «τό παραιτεῖσθαι»,  γκυμονε τόν κίνδυνο νά ζημιώσουμε «εἰς αὐτά τά καίρια τό Εὐαγγέλιον», δηλ. διατρέχουμε τόν κίνδυνο νά πομακρυνθομε πό τή σωτηρία.
Ἀσφυκτιοῦν μέσα στά στενά, κατ΄αὐτούς, πλαίσια τῆς Παραδόσεως καί στίς χωρο-χρονικές συντεταγμένες τῆς συγγραφῆς τῶν Κανόνων, πού δῆθεν δημιουργοῦν πρόβλημα στήν ἑρμηνεία τους, καί ζητοῦν «συναφειακή»  ἑρμηνεία τῶν Κανόνων.  Δέν μᾶς λένε ἐδῶ μέ ποιούς χώρους, ἀνθρώπους, θρησκεῖες, αἱρέσεις,  ἰδεολογίες, νοιώθουν ὅτι ἔχουν συνάφεια, δηλ. ἐπαφή καί συνείδηση ἐγγύτητος, ὥστε νά ἑρμηνεύσουν ἔτσι τούς Κανόνες καί νά ρίξουν γέφυρες ἐπικοινωνίας καί κοινωνίας μέ ὅλους καί μέ ὅλα.  Ἀπό τήν πρόσκληση πάντως στό Βόλο ποικιλωνύμων αἱρετικῶν, ἀπό τίς ἀπόψεις τῆς Ἀκαδημίας γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί τήν ἐν γένει δράση της ἀντιλαμβάνεται κανείς τί εἴδους συναφειακή ἑρμηνεία τῶν Κανόνων φαντάζονται οἱ μεταπατερικοί ὀνειροπόλοι.
Ἄρα ἡ διακήρυξη τῶν ἁγίων Πατέρων περί μή παραχαράξεως καί ἀθετήσεως τῶν ἱ. Κανόνων ἀνήκει κατά τούς μετανεωτερικούς θεολογοῦντες σέ μιά προνεωτερική ἀντίληψη τήν ὁποία πρέπει νά ξεπεράσουμε.  Σκέπτονται καί λένε μέ ἄλλα λόγια ὅτι τά σύγχρονα κοσμοθεωριακά δεδομένα  καλοῦν τήν θεολογία και τήν παράδοση, τούς ἱ. Κανόνες ἐν προκειμένῳ σέ μιά  διαλεκτική σύνθεση. Στήν πραγματικότητα τό ἐπιδιωκόμενο εἶναι μιά μίξη ἀπαράδεκτη τῶν κανονικῶν ἐνταλμάτων τῶν Συνόδων μέ τίς καινούργιες ἰδέες ἀπόψεις καί νοοτροπίες.  Οἱ ἰδέες αὐτές γινόμενες ἀποδεκτές τελικά θά διαστρέψουν καί θά καταστρέψουν τόν ἀκριβό ἁγιοπνευματικό θησαυρό τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί θά ὁδηγήσει τούς ὀρθοδόξους σέ σύγχυση καί ἀποστασία ἀπό τό Εὐαγγέλιο.
Ἀλλά μήπως καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί είς τούς αἰῶνας» πρέπει καί Αὐτός ὡς ζήσας στό «προ-νεωτερικό κοσμοείδωλο» κατά τό ἀνθρώπινο, νά ἐνταχθεῖ στό σημερινό μετανεωτερικό κοσμοείδωλο καί νά ἑρμηνευθεῖ σύμφωνα μέ αὐτό; Μήπως τό ἴδιο πρέπει νά γίνει καί μέ τή διδασκαλία Του;
Σύμφωνα μ΄αὐτή τήν τοποθέτηση τῆς Ἀκαδημίας τό «προ-νεωτερικό κοσμοείδωλο» καί ἡ συνακόλουθη σήμερα βιουμένη Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μέ τό παρελθόν, ὄχι βέβαια «γιά τό χρόνο τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως διατείνονται οἱ μεταπατερικοί ἐρασιτέχνες τοῦ θεολογικοῦ λόγου, ἀλλά γιά τήν κατεδαφιστική τους προοπτική.
Γ΄ΘέσηΤίθεται, λοιπόν, το αγωνιώδες ερώτημα κατά πόσο, μέσα στο αναμφισβήτητο κύρος που τους περιβάλλει, οι κανόνες αυτοί διατηρούν την υπαρκτική δυναμική τους, για να ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου.
Μέ τά ἀνωτέρω οἱ κενολογοῦντες μεταπατερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ἀναγνωρίζουν ὡς ἀναμφισβήτητο τό κῦρος τῶν ἱ. Κανόνων. Κῦρος εδῶ σημαίνει τή σοβαρότητα καί βαρύτητα τοῦ  περιεχομένου τῶν ἱ. Κανόνων πού ἐπιβάλλει στή συνείδηση ὅλων ἕνα σεβασμό πρός αὐτούς, λόγῳ τῆς ἱστορικότητος καί τῆς παλαιότητός τους.
Κῦρος διαθέτουν ὅλα τά μνημεῖα, ὅλες οἱ ἱστορικές πηγές κλπ. καί κανείς ἐχέφρων δέν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει.
Ἀλλά τί γνώμη ἔχουν οἱ μεταπατερικοί ταχυδακτυλουργοί γιά τήν, ἐδῶ καί τώρα, «ὑπαρκτική δυναμική» τῶν Κανόνων, δηλ. γιά τή  δύναμη πού διαθέτει τό περιεχόμενό τους γιά νά συμβάλει καθοριστικά στήν κυβέρνηση  τῆς Ἐκκλησίας καί τήν κατά Θεόν ρύθμιση  τῆς ὑπάρξεως καί τῆς καθόλου ζωῆς τῶν Χριστιανῶν;
Ἀφοῦ πιστεύουν ὅτι οἱ Κανόνες καί ἡ παραδοσιακή ἑρμηνευτική τους ἀπηχοῦν τό παρελθόν, μέ τό ρητορικό τους ἐρώτημα σαφῶς ὑπονοοῦν ὅτι ἡ ὑπαρκτική δυνατότητα τῶν Κανόνων εἶναι...ἀνύπαρκτη γιατί δέν μποροῦν νά ἐνωτισθοῦν τά ...ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ τρελλά, ἄναρχα καί ἀντίχριστα μεταβαλλόμενου κόσμου.
δελφοί μου χριστιανοί,
στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται να τοποθετηθοῦμε σέ ὀρθόδοξη βάση γιά νά φανοῦν καί οἱ ἀληθινές προθέσεις τῶν ἀκαδημαϊκῶν τοῦ Βόλου.
Ὅσο κι ἄν μεταβάλλεται ὁ κόσμος λόγῳ τῶν τεχνολογικῶν ἐξελιξεων ἤ τῆς ἀλλαγῆς νοοτροπιῶν, ἰδεῶν καί πρακτικῶν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πολύτιμη θεολογία της δηλ. τήν εὐαγγελική διδασκαλία, ὅπως ἐξηγεῖται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί τούς Ἱ. Κανόνες, ὡς ἀπάντηση.  
σο κι ν εναι ρευστή πιστήμη, σο κι  ν τά θη το κόσμου μεταβάλλονται, νθρώπινη φύση δέν μεταβάλλεται καί ς κ τούτου ρθόδοξη περί νθρώπου διδασκαλία λλις ρθόδοξη νθρωπολογία σέ λες τίς κφάνσεις της, ς θεόπνευστη, παραμένει μετακίνητη. Τό διο συμβαίνει καί μέ τούς . Κανόνες, ο ποοι χι αθαιρέτως, νομικς καί καιρικς, λλά παξ καί διαπαντός ρυθμίζουν θεοπνεύστως τά τς κκλησίας μέ βάση τήν ρθόδοξη διδασκαλία. 
  • Μήπως ἔπαυσαν τά πάθη νά καταδυναστεύουν τόν ἄνθρωπο καί πρέπει νά καταργηθοῦν τά ὑπό τῶν Κανόνων προβλεπόμενα ἐπιτίμια γιά τά σαρκικά ἁμαρτήματα;
  • Μήπως ἐπειδή ἡ ἀχαλίνωτη σαρκολατρία κυριαρχεῖ στόν «μεταβαλλόμενο κόσμο», θά  καταργήσουμε τά κωλύματα ἱερωσύνης πού προβλέπουν οἱ ἱεροί Κανόνες;
  • Μήπως θά ἀνεχθοῦμε ὡς φυσιολογική τήν ὁμοφυλοφιλία, τίς ἐλεύθερες συμβιώσεις ;
  • Μήπως καί τίς λεσβίες παπαδίνες στά πλαίσια τῆς φεμινιστικῆς λαίλαπας; 
  • Μἠπως θά πρέπει νά καταργήσουμε ἤ νά μειώσουμε τίς προβλεπόμενες ὑπό τῶν Κανόνων νηστεῖες, ἐπειδή «κανείς δέν νηστεύει», ὅπως εἶπε ἀφελῶς κάποτε στό Σαμπεζύ ἕνας ταλαίπωρος ἐπίσκοπος;
  • Μήπως ἐπειδή οἱ μεγαλόσχημοι οἰκουμενιστές τρῶνε, πίνουν καί συμπροσεύχονται μέ τούς αἱρετικούς θά καταργήσουμε τήν προβλεπόμενη ὑπό τῶν Κανόνων ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν;
Νομίζω, ἡ ἀπάντηση ὅλων μας ὡς ὀρθοδόξων εἶναι, «ὄχι, βέβαια!»
Ἀλλά δυστυχῶς οἱ μεταπατερικοί κατεδαφιστές δέν θέλουν νά ἀκολουθοῦν τήν ἐκκλησιαστική ἀλήθεια «σύν πᾶσι τῆς ἁγίοις». Ἔχουν τό ἴδιον θέλημα ὡς δόγμα τους καί τούς δικούς τους ἀνόμους σχεδιασμούς ὡς ἀνεκπλήρωτο ὄνειρο.  Φοβοῦμαι λοιπόν ὄχι ἀβάσιμα, ὅτι  μετά τό Συνέδριο «Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί σύγχρονες προκλήσεις» θά βρεθοῦμε μπροστά σέ σὐνολο προτεινομένων καινοτομιῶν ἀντιθέτων ὄχι μόνο μέ τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀλλά καί μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ἡ ὑπερβολικά μεγάλη συστράτευση ὁμιλητῶν (27 εἰσηγητές), ἴσως καί ἐν ὄψει τῆς σχεδιαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου, ὀφείλεται  στή σημασία πού δίνουν ἄδηλα καί κρύφια κέντρα στή μελετωμένη παραχάραξη τῶν Ἱ. Κανόνων.  Πιθανόν  ἐπίσης νά ἐπιδιώκονται παρόμοιες συμμαζώξεις ὥστε οἱ συμμετέχοντες νά νοιώθουν ἀσφάλεια μαντρωμένοι στή νοοτροπία καί τούς στόχους  τοῦ ἰσοπεδωτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ καθένας πάντως γι΄ αὐτή καθ΄αὑτή τή συμμετοχή του στό Συνέδριο αὐτό καί τίς τυχόν ἀντορθόδοξες ἀπόψεις του διατηρεῖ ἀκέραιες τίς εὐθῦνες του ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας του Ἐκκλησίας.
σο γιά μᾶς ἀδελφοί μου,
Ὁ Χριστός πού μένει εἰς τόν αἰῶνα ἔχει δώσει διά τῆς Θείας Του Οἰκονομίας καί τοῦ κηρύγματός Του ἀμετακίνητες καί ἀσφαλεῖς βάσεις στήν πορεία τοῦ Σώματός Του. 
Οἱ ἱεροί Κανόνες εἷναι, ὅπως εἴπαμε, πολύτιμοι ὁδοδεῖκτες γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τή ζωή ἑνός ἑκάστου ἡμῶν.
Δέν ἀθετοῦμε, δέν «διορθώνουμε», δέν καταργοῦμε ὅσα οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους εἴτε ἀφορᾶ τήν πίστη (Ὅροι) εἴτε ἀφορᾶ τή ζωή καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας (Ἱ. Κανόνες;
Ἄς μένουμε ἑδραῖοι στήν Ὀρθόδοξη Πίστη καί Παράδοσή μας καί ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριό μας νά φυλάττει ἀλώβητη τήν Μία Αγία Καθολική Ἐκκλησία Του,  ἀπό κάθε ἐπιβουλή καί πλάνη τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν τοῦ Σταυροῦ.


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 

Read more: http://www.egolpion.com/28A27704.el.aspx#ixzz30OIThMne

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως

εικ. ΑναληψεωςAνθρωποι, απογειωθητε!
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»
(θ. Λειτουργία)

ΕΧΟΥΝ περάσει, ἀγαπητοί μου, σαράντα μέρες ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀκούστηκε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶνε τὸ μεγαλύτερο γεγονός, τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Εἶνε ἀλήθεια τετραγωνική, ποὺ βεβαιώθηκε μὲ πολλὲς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητάς. Ἕνδεκα (11) ἐμφανίσεις ἱστοροῦν τὰ εὐαγγέλια. Τελευταία δὲ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἔγινε σήμερα, ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως.
Ποῦ ἔγινε ἡ Ἀνάληψις; Ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα εἶνε ἕνα μικρὸ προάστιο, ἕνα χαριτωμένο χωριό, ἡ Βηθανία (ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου).
Ἐκεῖ εἶνε ἕνας λόφος, τὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν ἡ Παναγία, οἱ μαθηταὶ καὶ οἱ μυροφόρες, καὶ ἐκεῖ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστὸς γιὰ τελευταία φορά.
Τοὺς μίλησε γιὰ τὴ βασιλεία του. Ἀλλὰ οἱ μαθηταί, ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν λάβει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, παρεξηγοῦσαν τὰ λόγια του. Αὐτοὶ ἐφαντάζοντο, πὼς ὁ Χριστὸς θὰ ἵδρυε μιὰ μεγάλη Ἰουδαϊκὴ αὐτοκρατορία, πιὸ ἔνδοξη κι ἀπὸ τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ρωτοῦν· Ἦρθε λοιπὸν ἡ ὥρα; Εἶχαν λάθος. Τὸ διο λάθος, ποὺ κάνουν μέχρι σήμερα οἱ Ἑβραῖοι ὀπαδοὶ τοῦ σιωνισμοῦ· κι αὐτοὶ φαντάζονται, ὅτι μιὰ μέρα θὰ σβήσουν τὰ ἄλλα κράτη καὶ ἐπὶ τῶν ἐρειπίων ὅλων τῶν κρατῶν θὰ ἱδρυθῇ μία παγκόσμιος Ἑβραϊκὴ αὐτοκρατορία μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἰερουσαλήμ. Λάθος αὐτό. Ὅπως λάθος ἔχουν καὶ οἱ χιλιασταί, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθῃ πάλι γιὰ χίλια χρόνια στὴ γῆ, νὰ ἱδρύσῃ τὴ δική του βασιλεία. Πλάνη. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ βασιλεία, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Καὶ τὴν ἵδρυσε. Καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχῃ τέλος. Ἐνῷ οἱ ἄλλες βασιλεῖες τοῦ κόσμου; Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία νὰ δῆτε. Ἡ μία βάσταξε 300 χρόνια, ἡ ἄλλη 100, ἄλλη 50, ἄλλη 200, ἄλλη 1000 χρόνια· καὶ μετὰ σβήσανε, κ᾿ ἔμειναν ἐρείπια. Ἔτσι καὶ τὰ σημερινὰ κράτη· ἔτσι καὶ τὰ ἐφήμερα κόμματα, ποὺ οἱ ὀπαδοί τους φωνάζουν καὶ ξελαρυγγιάζονται γιὰ χάρι τους· θὰ καταργηθοῦν. Μία βασιλεία, ἕνα κράτος θὰ μείνῃ, ἕνα ὄνομα δὲ᾿ θὰ λησμονηθῇ· ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του!
Ἔσφαλλαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ ποὺ φαντάστηκαν κοσμικὴ αὐτοκρατορία. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ἱδρύσῃ βασιλεία πνευματική. Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἀπήντησε στὸ ἐρώτημά τους, ἔγινε τὸ θαῦμα. Ποιό θαῦμα; Τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ εὐλογημένα πόδια ποὺ ἐπὶ 33 χρόνια πατοῦσαν τὴ γῆ καὶ ἐπὶ 3 χρόνια περπάτησαν στὴν Παλαιστίνη γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τὰ πόδια ποὺ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καρφώσαμε στὸ Γολγοθᾶ, τὰ ματωμένα πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ξεκόλλησαν ἀπὸ τὴ γῆ. Ἔγινε ἀπογείωσις, ὅπως στὰ ἀεροπλάνα. Ὁ Χριστὸς ―γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ σύγχρονη γλῶσσα― ἀπογειώθηκε. Ἄφησε πλέον τὴ γῆ καὶ ἀνέβαινε στὰ οὐράνια ἐπάνω σὲ νεφέλη. Καὶ οἱ μαθηταὶ ἔκθαμβοι παρατηροῦσαν τὸ ἔξοχο θέαμα, ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ οὐράνια!
Τότε παρουσιάστηκαν δύο ἄγγελοι. Ὅπως ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὁ Χριστὸς ἄγγελοι ἔψαλλαν στὴ γέννησί του τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14), ἔτσι καὶ τώρα ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ γῆ, ἄγγελοι τὸν συνοδεύουν. Καὶ λένε στοὺς μαθητάς· Τί σταθήκατε καὶ βλέπετε; Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο. Ὅπως τώρα βλέπετε τὸ Χριστὸ ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ οὐράνια, ἔτσι θὰ τὸν δῆτε νὰ ἔρχεται πάλι γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο.
Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἀναλήψεως. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς δὲν χωρίστηκε ποτέ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἀλλὰ τώρα μὲ τὴν Ἀνάληψι ἀνῆλθε καὶ ὡς ἄνθρωπος στὰ οὐράνια καὶ ἐκεῖ πλέον κάθεται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός».

* * *

Τί μᾶς διδάσκει ἡ ἑορτὴ αὐτή; Πολλὰ πράγματα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ εἶνε τὸ ἑξῆς. Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» βλέπουμε ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἀρχὴ εἶνε ἡ Γέννησί του· μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα ὑπάρχει ἡ ἁγία πρόθεσι, ποὺ εἰκονίζει τὴ φάτνη. Ἐν συνεχείᾳ ἡ εσοδός του στὸν κόσμο καὶ τὸ κήρυγμα ποὺ γίνεται μὲ τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ εὐαγγελίου. Ἔπειτα εἶνε ἡ Θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ποὺ εἰκονίζει ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ τὸ θυσιαστήριο, ἡ ἁγία τράπεζα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Ἀνάστασι, μὲ τὴ θεία κοινωνία. Καὶ τέλος οἱ πιστοὶ ζοῦν τὴν Ἀνάληψί του μὲ τὰ λόγια «Ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου» (Ψαλμ. 56,6,12). Ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιὰ τῆς θείας λειτουργίας, ἂν ἔχουμε προσοχή, ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», μιὰ προτροπὴ ποὺ ταιριάζει μὲ τὴν Ἀνάληψι. Σὰ᾿ νὰ μᾶς λέῃ ἡ Ἐκκλησία· Ἄνθρωποι, ἀπογειωθῆτε! Μὴ μένετε κολλημένοι στὰ γήινα ὅπως τὰ στρείδια στὸ βράχο. Ἡ γῆ αὐτὴ δὲν εἶνε πατρίδα σας. Πατρίδα σας εἶνε ὁ οὐρανός, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ Χριστός, οἱ ἄγγελοι, οἱ ψυχὲς καὶ τὰ πνεύματα τῶν προγόνων σας.
Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε τὴ σκέψι μας, τὰ αἰσθήματά μας καὶ τὴ βούλησί μας στραμμένα διαρκῶς στὰ χαμηλά. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Σὰν τὰ τετράποδα, ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι κάτω. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος εἶνε τὸ μόνο πλάσμα ποὺ στέκει ὀρθό. Γιατί μᾶς ἔκανε ὄρθιους ὁ Θεός; Γιὰ νὰ βλέπουμε τὸν οὐρανό. Κατὰ μία ἐτυμολογία αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ λέξι ἄν-θρωπος. Ἐν τούτοις ἐμεῖς δὲν τιμοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Τὸν ὑποβιβάζουμε στὴν τάξι τῶν ζῴων. Μοιάζουμε μὲ τοὺς χοίρους, ποὺ ἔχουν τὸ ῥύγχος καὶ τὰ μάτια συνεχῶς κάτω, στὴ λάσπη, καὶ ποτέ δὲν ὑψώνουν τὸ βλέμμα ἐπάνω παρὰ μόνο μιὰ φορά. Πότε; Ὅταν τοὺς πᾶνε στὸ σφαγεῖο καὶ τοὺς ἀναποδογυρίζουν γιὰ νὰ μπῇ τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό· τότε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ μάτια τους ἀντικρύζουν οὐρανό. Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Λησμονοῦμε ποιά εἶνε ἡ πατρίδα μας κι ὅτι ἐδῶ στὴ γῆ εμεθα πρόσκαιροι καὶ παρεπίδημοι· καὶ μόνο ὅταν πλέον ἔρθῃ ἡ μάχαιρα τοῦ ἀρχαγγέλου, τὴν τελευταία στιγμή, βλέπουμε ἔκπληκτοι ποιός ἦταν ὁ προορισμός μας. Μὰ τότε εἶνε ἀργά.
Ἄνθρωπος εἶνε αὐτὸς ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἄνω, αὐτὸς ποὺ σκέπτεται τὸ Θεό, αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον, αὐτὸς ποὺ ἔχει εὐγενῆ αἰσθήματα· πίστι, ἐλπίδα, εὐσυνειδησία, στοργή, δικαιοσύνη, πατριωτισμό, αὐτοθυσία… Ὤ τί ὡραῖο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος! ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. Τώρα ὅμως κατήντησε σὰν τὰ κτήνη καὶ χειρότερα, ἀφοῦ τὰ πάθη του τὸν ἀποκτηνώνουν, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Καὶ ὄχι μόνο κτῆνος κατήντησε ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ θηρίο, τὸ ἀγριώτερο θηρίο. Μὴ φοβηθῆτε τὰ λιοντάρια καὶ τὶς τίγρεις. Ἕνα θηρίο πόσους μπορεῖ νὰ φάῃ; 100; 200; παραπάνω ὄχι. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, ἀντὶ νὰ γίνῃ ἄγγελος, γίνεται ἐπιστημονικὸ θηρίο. Ἀνεβαίνει στὰ «μαυροπούλια», ὅπως λέει τὰ πολεμικὰ ἀεροπλάνα ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, καὶ ῥίχνει βόμβες τρομερές, ποὺ ἀφανίζουν πολιτεῖες ὁλόκληρες. Αὐτὸ ἔγινε στὴν Ἰαπωνία. Εἶνε λοιπὸν ἢ δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος τὸ ἀγριώτερο θηρίο; Τὸν πρῶτο ἀεροπόρο ποὺ πῆγε καὶ ἔρριξε ἀτομικὴ βόμβα στὴν Ἰαπωνία καὶ ἔσβησε μιὰ ὁλόκληρο πόλι, μετὰ τὸν κάνανε ἥρωα στὴν Ἀμερική. Ἀλλ᾿ αὐτὸς εἶχε μέσα του κάρβουνο τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως ποὺ τὸν ἔκαιγε καὶ τοῦ φώναζε· Ἂς ἔχῃς τὰ παράσημα ὅλου τοῦ κόσμου· εἶσαι κακοῦργος… Ἔχασε τὸν ὕπνο του. Προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἡσυχάσουν· τέλος αὐτοκτόνησε, δὲ᾿ μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ.
Ἐνῷ λοιπὸν ἡ ἀνθρωπότης βρίσκεται σὲ τέτοια κατάπτωσι, ἔρχεται ἡ Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· Ἄνθρωποι, κοιτάξτε ψηλά, στὰ ἄστρα. Ὑψῶστε τὸ νοῦ στὰ οὐράνια· «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ἀπογειωθῆτε· ξεκολλῆστε ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὰ πάθη, ἐλευθερωθῆτε ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα, ἀπαλλαγῆτε ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὴν πλεονεξία, ἀποδεσμευθῆτε ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή, τὸ φανατισμὸ καὶ τὴν προσωπολατρία, τὸν κομματισμὸ καὶ τὴ φατρία, τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια. Μὴ μοιράζεστε. Ὁ Χριστὸς δὲν διαιρεῖ, ὁ Χριστὸς ἑνώνει. Ἑνωμένοι ὅλοι, σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς μιᾶς ἁγίας του Ἐκκλησίας.
Πατρίδα μας δὲν εἶνε ἡ γῆ ἐδῶ κάτω, τὰ οἰκόπεδα καὶ τὰ κτήματα. Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός· καὶ ἀρχηγός μας εἶνε ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, εις τον ιερό ναὸ Ἀναλήψεως Πέρδικα – Ἑορδαίας Πέμπτη Ἀναλήψεως 27-5-1982)

Πέμπτη της Αναλήψεως! Ποιος είναι Αυτός που Αναβαίνει τόσο Ψηλά;

Πέμπτη της Αναλήψεως! Ποιος είναι Αυτός που Αναβαίνει τόσο Ψηλά;

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, εἶνε δεσποτικὴ ἑορτή. Γιατί ὀνομάζεται δεσποτική; Διότι ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ποιός δεσπότης, ἡ ἀφεντιά μου; Κ᾿ ἐγὼ δεσπότης λέγομαι, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία μου εἶνε μικρά. Ἔχω κάποια ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεό· καὶ πρέπει κλῆρος καὶ λαὸς νὰ ὑπακούῃ στὰ λόγια μας, ὅταν αὐτὰ εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Μικρὰ ὅμως εἶνε ἡ ἐξουσία μας· σήμερα εἶμαι δεσπότης, αὔριο δὲν εἶμαι. Αἰώνιος δεσπότης εἶνε ὁ Χριστός, ὁ
βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ἡ βασιλεία του εἶνε αἰώνιος· «καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33· Σύμβ. πίστ.). Εἶνε βασιλεὺς τῶν «ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀξίζει νὰ λέγεται Δεσπότης. Καὶ ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εἶνε πρὸς τιμήν του.
Δεσποτικὲς ἑορτὲς ὑπάρχουν ἀρκετές, ὅπως λόγου χάριν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις ποὺ ἑωρτάσαμε σαράντα ἡμέρες – χθὲς τὸ βράδυ σταμάτησε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Σήμερα εἶνε ἡ Ἀνάληψις, δεσποτικὴ κι αὐτὴ ἑορτή, ἡ τελευταία ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μιλώντας στὴν ἑορτὴ αὐτή, εἶπε ὅτι δὲ᾿ βρίσκει λέξεις νὰ ἐκφράσῃ τὸ μεγαλεῖο της. Ἐμεῖς τί νὰ ποῦμε; Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε τὸ νόημά της.

* * *

Ὁ Θεὸς δημιούργησε ὅλα ὅσα βλέπουμε, καὶ τελευταῖο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶνε ἡ κορωνίδα, τὸ ἄριστο δημιούργημά του. Καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπῆρχε στὸν κόσμο, ἔφτανε ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός· ὑπάρχει ἄνθρωπος; ἄρα ὑπάρχει Θεός. Θεῖο μεγαλούργημα ὄχι μόνο ὡς πνεῦμα ἀλλὰ καὶ ὡς σῶμα. Ὅλη ἡ ἐπιστήμη νὰ μαζευτῇ, δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μιὰ καρδιὰ νὰ κτυπάῃ, ―τί λέω;― δὲ᾿ μπορεῖ νὰ φτειάσῃ ἕνα κύτταρο τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ. Κάθε κύτταρο εἶνε ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο, ἕνα θαῦμα, ἕνα μυστήριο. Ὁ Θεὸς ἔφτειαξε τὸν ἄνθρωπο, τὸ τέλειο δημιούργημα. Καὶ ὄχι μόνο τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔδωσε ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσῃ εὐτυχής. Δὲν τὸν ἔῤῥιξε σ᾿ ἕνα ἄλλο ἀστέρι· τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γῆ, ποὺ εἶνε ὁ ὡραιότερος πλανήτης. Ἐδῶ ὑπάρχουν ποτάμια, θάλασσες, βρύσες, βλάστησι, δέντρα, πουλιά, δάση, ζῷα, ἀέρας μὲ ὀξυγόνο ποὺ δὲν ὑπάρχει σ᾿ ἄλλο πλανήτη. Σκεφθῆτε· λίγα λεπτὰ νὰ λείψῃ ὁ ἀέρας, δὲ᾿ θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας ζωντανὸς πάνω στὴ γῆ. Εἶνε ὁ πλανήτης μας ἕνας μικρὸς παράδεισος, μία Ἐδέμ.
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε τὸν διάβολο καὶ παρήκουσε τὸ Θεό. Ἀπὸ τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη του συμφορά. Ἔπεσε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο σὲ μία διαφθορά. Ἔπαυσε νὰ λατρεύῃ τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ ἔκανε θεοὺς τὰ είδωλα, ἀγάλματα ἀπὸ ξύλο, σίδερο, μπροῦντζο, μάρμαρο· ἀλλοῦ λάτρευαν τὰ ζῷα, κι ἀλλοῦ τὸν ἥλιο ἢ ἄλλα στοιχεῖα τῆς φύσεως· «ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ῥωμ. 1,25). Καὶ διέπραττε πλῆθος ἁμαρτήματα ὁ ἄνθρωπος· ἔγινε ἡ γῆ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Ξέρετε πῶς ἔμοιαζε ὁ ἄνθρωπος; Σὰ᾿ νὰ περπατάῃ κάποιος καὶ νὰ μὴν προσέχῃ, καὶ αίφνης νὰ πέσῃ σ᾿ ἕνα πηγάδι. Μπορεῖ νὰ βγῇ μόνος του; Ἀδύνατον. Οὔτε ἡ φωνή του δὲ᾿ φτάνει ν᾿ ἀκουστῇ ἀπὸ ᾿κεῖνο τὸ βάθος. Πῶς νὰ σωθῇ; Θὰ μείνῃ ἐκεῖ, ἐκτὸς ἂν τοῦ ῥίξῃς σχοινὶ καὶ τὸ πιάσῃ. Ἔτσι ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Γλίστρησε μὲ τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, κ᾿ ἔπεσε σ᾿ ἕνα πηγάδι, σ᾿ ἕναν ᾅδη ἀπωλείας. Καὶ ποιός τὸν ἔσωσε; Ὁ Χριστός. Ἂν μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθῇ μόνος του, δὲ᾿ θὰ ᾿ρχόταν ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος ἦταν πάνω στὰ οὐράνια, καὶ χαμήλωσε σὰν ἀετός. Εἶδα ἐγὼ στὰ Γρεβενὰ ἀετὸ-χρυσάετο, ποὺ διέγραφε κύκλους κ᾿ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾿ ἕνα βράχο – ὡραῖο, μεγαλοπρεπὲς θέαμα!. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς χαμήλωσε χαμήλωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ᾿ ἐμᾶς, καὶ πῆρε σάρκα ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἔζησε φτωχός. Κανείς ἄλλος δὲν ἔζησε τόσο φτωχά. Ἀκτήμων ἦταν. Ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτας, ποὺ λένε ὅτι ἀγαποῦν τάχατες τοὺς ἐργάτες, ποὺ νὰ ἔζησε ἔτσι; Ψέματα λένε. Στὴ Ῥωσία γκρεμίσανε ἕνα τσάρο, καὶ φτάσανε αὐτοὶ νὰ ζοῦν ἐκεῖ πλουσιώτερα. Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι κανείς δὲν ἔχει νὰ δείξῃ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Ἔζησε μὲ ἁπλότητα. Περπατοῦσε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Διψοῦσε, πεινοῦσε, κοιμόταν στὰ χορτάρια σὰν τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο. Δίδαξε τὰ ὡραιότερα καὶ ὑψηλότερα λόγια. Ἔκανε θαύματα ἀναρίθμητα. Τέλος σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ τίμιό του αἷμα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κατόπιν ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Σαράντα μέρες ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, καὶ μετὰ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε. Ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τοὺς μαθητάς του ἔξω σ᾿ ἕνα ὕψωμα· ἦταν καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τοὺς μιλοῦσε γλυκὰ – γλυκά, ξαφνικά, ὅπως τὸ ἀεροπλάνο βάνει μπροστὰ τὴ μηχανὴ καὶ μὲ τὸν ἕλικα ξεκολλάει ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πετάει στὰ ὕψη, ἔτσι κι ὁ Χριστός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τρόπο νὰ ὑψώνῃ ἕνα ἀεροπλάνο, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶχε τὴ δύναμι αὐτή; Ἔτσι λοιπὸν ὑψώθηκε. Σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ τρυπημένα πόδια τοῦ Θεανθρώπου δὲν πατοῦσαν πλέον τὴ γῆ· ὑψώθηκε, ὑψώθηκε μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ, καὶ οἱ μαθηταὶ κοίταζαν. Πέρασε τὰ σύννεφα, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς γῆς, τὰ φεγγάρια καὶ τὰ ἄστρα, πέρασε τὸν ἥλιο, καὶ ἔφθασε – ποῦ; Πέρα ἀπὸ τὸν ὑλικὸ οὐρανό, στὸν πνευματικὸ οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ «τρίτος οὐρανός» (Β΄ Κορ. 12,2).
Τότε, λέει ἡ Γραφή, ὅταν οἱ ἄγγελοι εἶδαν τὸ Θεάνθρωπο, εἶδαν ἀνθρώπινο σῶμα στὰ ὕψη, ἀπόρησαν· Ἄνθρωπος στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε βαθειὰ μέσ᾿ στὸ πηγάδι τῆς ἀθλιότητος, τώρα ἀνεβαίνει στὰ οὐράνια; Σήμανε συναγερμός. Ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ ἀνεβαίνει τόσο ψηλά; Καὶ γιατί φορεῖ κόκκινα ῥοῦχα; Αὐτὰ λέει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας (βλ. Ἠσ. 63,1-2). Καὶ ποιά ἡ ἀπάντησι στὴν ἀπορία τῶν ἀγγέλων; Αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου· καὶ εἶνε κόκκινα τὰ ροῦχα του, διότι εἶνε βαμμένα στὸ αἷμα τῆς Σταυρώσεως.
Ἔτσι ὁ Χριστός, κατὰ τὴν πίστι μας, ἀνῆλθε στὰ οὐράνια καὶ κάθισε «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» (Σύμβ. πίστ.). Καὶ θὰ ἔρθῃ πάλι. Ὅσο βέβαιο εἶνε ὅτι ὑπάρχει γῆ, τόσο εἶνε βέβαιο ὅτι μιὰ ἡμέρα ὁ διος θὰ ἐπιστρέψῃ ἐδῶ, γιὰ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο σὲ θεῖο δικαστήριο.

* * *

Ἡ ἔνδοξος ἀνάληψις τοῦ Κυρίου διδάσκει, ὅτι ὁ Θεὸς πῆρε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶχε πέσει χαμηλά, καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὰ οὐράνια, τὸν κάθισε στὰ δεξιὰ τῆς Θεότητος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος.
Λέει ἀκόμα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ μαθηταὶ εἶχαν τὰ μάτια τους καρφωμένα στὸ Χριστὸ ποὺ ἀνυψώνετο. Κοίταζαν ψηλὰ στὸν οὐρανό. Κ᾿ ἐμεῖς ψηλὰ νὰ κοιτάζουμε. Ὄχι σὰν τὰ τετράποδα νὰ κοιτάζουμε κάτω. Εἶδα στὸ Ξηρόμερο τῆς Ἀκαρνανίας ἕνα κοπάδι χοίρων. Τοὺς ἔβαλαν σ᾿ ἕνα δάσος βελανιδιᾶς καὶ τρώγανε ἀπλείστως τὰ βελανίδια πού ᾿ταν στρωμένα κάτω. Κανένας χοῖρος δὲν ὕψωσε τὸ μάτι στὴ βελανιδιὰ νὰ δῇ ἀπὸ ποῦ πέφτουν τὰ βελανίδια. Κ᾿ ἐμεῖς ζοῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ βελανιδιά· βελανιδιὰ εἶν᾿ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας. Ὑψώνουμε ποτὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ νὰ ποῦμε στὸ Θεὸ ἕνα εὐχαριστῶ; Ὅταν ἔρθῃ ὁ ἀρχάγγελος νὰ πάρῃ τὴν ψυχή μας, τότε πλέον θὰ εἶνε ἀργά. Λοιπὸν «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. λειτ.), ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ πατρίδα μας.
Γι᾿ αὐτὸ ἂς ἑτοιμαστοῦμε. Πρέπει ὅλα μας νὰ εἶνε καθαρά, ψυχὴ καὶ σῶμα. Καθαρὰ τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὰ αὐτιά, τὰ μάτια, ἡ γλῶσσα … Νὰ μείνουμε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι στὸ Θεό. Τὰ ζῷα μᾶς διδάσκουν σ᾿ αὐτό. Εἶδα ἐγὼ σκυλὶ πιστὸ σ᾿ ἕνα χωριό· τὸ ἀφεντικὸ πέθανε, ἡ γυναίκα του πρὶν τὰ σαράντα ἔκανε δεύτερο γάμο, τὸ σκυλί του ὅμως δὲν τὸν ξέχασε· πῆγε στὸν τάφο κ᾿ ἔκλαιγε, κ᾿ ἐκεῖ πάνω ψόφησε! Ἐμεῖς γίναμε χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῷα; Νὰ συναισθανθοῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ αὐτὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Δὲ᾿ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲ᾿ μετανοοῦμε. Χίλιες φορὲς νὰ ἁμαρτήσῃς, χίλιες φορὲς νὰ πῇς Μετανοῶ! Κι ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε ἄλλους ἁμαρτωλούς, θὰ δεχθῇ κ᾿ ἐσένα καὶ θὰ σὲ ὑψώσῃ κοντά του.
Ταῦτα, ἀγαπητοί μου. Καὶ εὔχομαι, πάντοτε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἔνδοξο ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό  ναὸ της Ἀναλήψεως  Ἁγίου Ἀθανασίου (χωριόν Ἐδέσσης) 23-5-1985

Πατρίδα μας ο Ουρανός!

Πατρίδα μας ο Ουρανός!

http://www.robratkowski.com/oddsends/o20.jpg
ΜΕΓΑΛΗ, ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινὴ ἑορ­τή. Δὲν εἶνε ἑορτὴ ἑνὸς ἁγίου. Ὀνομάζε­­ται δεσποτικὴ ἑορτή. Ἕνας εἶνε ὁ Δεσπό­της, ὁ Κύριος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ὁ Ἀ­φέντης ὅπως τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός· ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε πράγματι ἀ­φέν­της. Ὅσοι ἄλλοι παρουσιάζονται μὲ κάποια ἐξ­ουσία, εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑ­παπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, κορυφαία δεσπο­τικὴ ἑορτὴ ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἐ­πιστέγασμα τοῦ κύκλου τῆς θείας οἰκονομίας ἡ Ἀνάληψις.
Τί εἶνε ἡ Ἀνάληψις; Οἱ Χριστι­ανοί μας ἔ­χουν ἄγνοια. Στὴν Ἀθήνα σὲ μιὰ συγ­κέντρωσι παιδιῶν τὰ ρωτοῦ­σα πόσες εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Κανένα δὲν τὶς εἶπε. Ἐμεῖς, μικρὰ παι­διὰ κοντὰ στὴ γιαγιά μας, μετρούσαμε τὶς ἐν­τολὲς μὲ τὰ δάχτυλα· πρώτη…, δευτέρα…, τρί­τη…, μέχρι τὴ δεκάτη. Τὸ «Πιστεύω» τὸ ξέρα­με ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπ᾽ ἔξω. Τώρα ἄγνοια! Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον σ᾽ αὐτὴ τὴν πατρίδα, ποὺ εἶ­νε ποτισμένη μὲ αἵματα μαρτύρων καὶ ἁγίων.


Τί εἶνε λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις; ποιό γεγονὸς ἑ­ορτάζουμε; Συντόμως θὰ τὸ ἀναπτύξω.

* * *

eik. AναληψΚαὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει, ἀδελφοί μου, ὅτι ἦ­ταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἀθάνατη· εἶνε φθαρτή, καὶ ὡς φθαρ­τὴ δὲν ἔχει αἰωνία προέ­λευσι. Ἦ­ταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, ἄ­στρα, γαλαξί­ες· δὲν ὑπῆρχαν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες, ὠ­κεα­νοί· δὲν ὑ­πῆρχαν βουνὰ καὶ κάμποι, δέντρα καὶ λουλού­δια, ζῷα καὶ πουλιά· ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ποτέ ἐ­ποχὴ ―αὐτὸ διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστε­ως― ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός! Αἰώνιος ὁ Χριστός, ἄναρχος· αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπῆρχε πάν­τοτε, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» (Σύμβ. πίστ.).


Ὁ Υἱὸς ἦταν στοὺς οὐρανοὺς περιβαλλόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἔπεσε καὶ διεφθάρη καὶ καμμία ἄλλη δύναμι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, τότε τὸ δεύ­τερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦρθε στὴ γῆ.


Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Εἶδα ἐγὼ ἀετὸ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Πρὸ τοῦ ἐνδόξου ἀλβανι­κοῦ πολέμου τοῦ ᾽40, ἕνας τσοπᾶνος μοῦ λέει· Κοίταξε τὸν οὐρανό. Κοιτάζω ἐπάνω· δὲν ἔβλεπα παρὰ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία. Ἄ, αὐτὸ εἶνε ἀετός, μοῦ λέει, τὸ διακρίνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν κίνησί του. Τὸ στίγμα πράγματι μεγά­λωσε, διέγραψε κύκλους – κύκλους, καὶ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ ἦταν χρυσάετος παρακαλῶ, προμήνυμα τῆς ἐνδόξου νί­­κης ποὺ στεφάνωσε τὰ ἑλληνικά ὅπλα! Σὰν ἀετὸς λοιπὸν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―εἶνε ἐπίσης δόγμα τῆς πίστεώς μας―, ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρουσιάστηκε πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος.


Ταπεινὸς ἄνθρωπος! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τόσο ταπεινός. Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δυσοσμία ζῴων. Τριάντα χρόνια ἔζησε ἄγνωστος, κι ὅταν ἐμ­φανίσθηκε δη­μοσίως ἔζησε ὡς ὁ πιὸ φτωχός. Σὲ κάποιον, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἀ­κολουθήσῃ, τοῦ εἶπε· Τὰ πουλιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κε­φαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ἂς ἔρθουν αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σοσιαλιστὴ καὶ τὸν κομ­μουνιστὴ νὰ δοῦν ποιόν ἔ­χουν ἀρχηγὸ οἱ Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλίνῃ», καὶ τέλος ἔκλινε τὴν κεφαλὴ ὄχι σὲ μα­ξιλάρια ἀλλὰ σὲ ἀγκάθινο στεφάνι πάνω στὸ σταυρό. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀρ­χηγὸς τῆς σωτη­ρίας ἡμῶν» (Παρακλ. ἦχ. πλ. α΄, Σάβ. ἑσπ., στιχ. ἀνατ.).


Οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔβλεπαν τὸ Ναζωραῖο ὡς ἕνα ἀ­σήμαντο ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια του κι ὅταν εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων ἔλεγαν μὲ θαυμα­σμό· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;» (Ματθ. 21,10)· αὐτὸς δι­αφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησε κατόπιν ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάστασί του. Καὶ ὅταν μετὰ σαράντα μέρες, σὰν σήμερα, ἀ­νελήφθη, δὲν ἀποροῦσαν μόνο οἱ ἄνθρωποι· ἀποροῦσαν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς κ᾽ ἔλεγαν τὸν ἴδιο λόγο, ἐκεῖνο πού ᾽χε ἀκούσει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας· «Τίς οὗτος;» (Ἠσ. 63,1).


Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποχαιρετοῦσε τοὺς μα­θητὰς στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, τὰ πόδια του, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄ­ξιοι νὰ τὰ φιλήσουμε, τὰ πόδια ποὺ περπάτησαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ βάφτηκαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, τὰ γυμνὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νὰ μὴ πατοῦν πλέον πάνω στὴ γῆ.
―Μὰ πῶς ὑψώθηκε ἐπάνω;… Ἄνθρωπε, ἂν ἐμεῖς βρήκαμε τρόπους νὰ πετᾶμε στὸν ἀ­έρα, ἦταν δύσκολο αὐτὸ στὸ Χριστό;


Τὸν παρέλαβε νεφέλη καὶ τὸν ἀνέβαζε ἐπά­νω, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἐκεῖ νὰ κοιτάζουν ἔκθαμβοι. Τότε ἕνας ἄγγελος τοὺς εἶπε· Τί κά­θεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς, ἔτσι θὰ ξαναέρθῃ. Θὰ ξαναέρθῃ! – ἄλλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας αὐτή. 

Ὅσο εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι αὔ­ριο ξημερώνει Παρασκευή, τόσο νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός. Θὰ ἔρθῃ ὄχι πλέον ὡς ἀδύναμος ἄνθρω­πος, ἀλλὰ μὲ δόξα μεγάλη, μετὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία ὄχι πλέον γιὰ νὰ διδάξῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικάσῃ. Ναί, θὰ δικάσῃ. Ἐκεῖ θὰ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξε­ών μας ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Δικαστηρίου.

* * *

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μᾶς βάζει σὲ σκέψι. Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοι­κοῦ­με, γιὰ τὴν ὁποία γίνονται τόσοι πόλεμοι μετα­ξὺ τῶν λαῶν; Φανταστῆτε νὰ παλεύουν δύο με­ταξύ τους. Τοὺς ρωτᾶτε, Γιατί σκοτώνε­στε; καὶ σᾶς ἀπαντοῦν· Γιὰ ἕνα κόκκο ἄμμου. Αὐ­τὸ γίνεται τώρα. Ἡ γῆ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ σύμ­παν τί εἶνε; ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἀξίζει λοι­πὸν γιὰ τὸν κόκκο αὐτὸ νὰ σκοτωνώμεθα;


Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ γῆ. Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μό­νιμη κατοικία μας. Ἐδῶ εἴμεθα προσωρινοί. Ἡ γῆ εἶνε ξενοδοχεῖο. Ὅταν πᾶς σ᾽ ἕνα ξενο­δοχεῖο καὶ μείνῃς μία – δύο μέρες, δὲ λὲς Τὸ ξενοδοχεῖο εἶνε δικό μου. Κάποιος φιλόσοφος μοναχὸς ἔγραψε γιὰ τὸ κελλί του· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος». Φιλοξενούμεθα δωρεὰν στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ λέγεται γῆ, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ γιὰ τὴν πατρίδα μας.


Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο πρὸ Χριστοῦ· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει· κι ὅ­ταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα, τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν οὐρανό. ―Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧ­δε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζη­τοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14), ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.


Στὴ θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὑψῶστε τὶς καρδιές σας πρὸς τὰ ἄνω. Τὴν ὥρα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ μέσ᾽ στὴν ἐκ­κλησία δὲν πατοῦν στὸ γήινο ἔδαφος· ὁ τόπος εἶνε ἱερός. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ποθεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό. Μὴ μένουμε λοιπὸν στραμμένοι πρὸς τὰ κάτω ὅπως οἱ χοῖροι ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι συνεχῶς στὴ γῆ. Εἴμεθα ἄνθρωποι, μὴ γινώμεθα κτήνη.


Ὑπάρχει οὐρανός, ὑπάρχουν ἄστρα, ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα. Οἱ φιλόσοφοι εἶ­παν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πολυδιάστατος· εἶ­νε καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικὸ καὶ κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ὄν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ―πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε― ἄν­θρω­πος ἴσον· μεταφυσικὸ ὄν. Ἔχει ῥίζα μεταφυσική, νοσταλγεῖ τὸν οὐρανό. Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, τὸν ρώτησαν· ―Τί νὰ κά­νουμε τὸ σῶμα σου; Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· ―Τὸ σῶμα δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης· ὁ Σωκράτης τώρα πηγαίνει ἀλλοῦ, σ᾽ ἕνα κόσμο ἀθάνατο.


Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στρέφει τὸ νοῦ μας καὶ μᾶς προετοι­μάζει γιὰ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ψηλά ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς, σὰν ἀετοὶ καὶ ὄχι σὰν σαῦρες καὶ χοῖροι. «Τὸ πολί­τευμα ἡ­μῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20).


Στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας κανείς ἄθεος, κανείς βλάσφημος, κανένα διαζύγιο, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, καμμιά κλοπὴ καὶ ἀ­πάτη. Ὅλοι ἑνωμένοι ―μιὰ ψυχή, ἕνας λαός!― πάντοτε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ὅ­λοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ συγκεντρωνώμεθα, ν᾽ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ σὰν μιὰ κιθάρα νὰ ὑμνοῦμε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρω­μένον, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα εἰς τοὺς οὐρανούς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Της Αναλήψεως
ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ της Ἀναλήψεως Ἀμυνταίου 8-6-1989)

Πέμπτη της Αναλήψεως στους Ουρανούς.....

Πέμπτη της Αναλήψεως στους Ουρανούς.....


ΣΗΜΕΡΑ, αγαπητοί μου, είναι δεσποτική εορτή, εορτάζει ό δεσπότης, ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός τον έλεγε «ό γλυκύτατος αυθέντης και Δεσπότης» (διδ. Α') - τι ωραία φράσης! Αυτός κρατεί στα χέρια του τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου. Αυτός είναι «το Α (άλφα) και το Ω (ωμέγα), ή αρχή και το τέλος» (Απ. 21,6). Αυτός είναι το πάν, ό δεσπότης Χριστός.

Δεσποτική εορτή λοιπόν σήμερα. Μετά τα Χριστούγεννα, την Περιτομή, την Υπαπαντή, τη Σταύρωση και την Άνάστασι, ήρθε ή Ανάληψης.

Τι είναι ή Ανάληψης; Ό Χριστός μετά την ανάστασί του έμεινε σαράντα μέρες εδώ στη γη και τότε άνελήφθη στους ουρανούς. Χθες τελευταία ήμερα ακούσαμε το «Χριστός ανέστη», πού άλλοτε αντικαθιστούσε στο διάστημα αυτό κάθε άλλο χαιρετισμό. Τώρα σβήνουν δυστυχώς τα ωραία ήθη και έθιμα μας.

Στο τέλος των σαράντα ήμερων ό Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητάς του να πάνε σ' ένα βουνό, πού ονομαζόταν όρος των Ελεών γιατί ήταν κατάφυτο από ελιές. Εκεί όρισε τόπο συναντήσεως. Μαζεύτηκαν στην κορυφή σαν σήμερα, την αγία αυτή ήμερα, εκατόν είκοσι πιστοί. Τόσοι ήταν όλοι• άλλ' όσο ζύγιζε ό καθένας άπ' αυτούς, δέ' ζυγίζει σήμερα ολόκληρος ό ντουνιάς. Μέσα σ' αυτούς πρώτη ήταν ή Υπεραγία Θεοτόκος, μετά οι έντεκα απόστολοι (ό Ιούδας αυτοκτόνησε), μετά οι μυροφόρες γυναίκες, και τέλος όλοι οι άλλοι, εν όλο εκατόν είκοσι. Αυτή ήταν ή πρώτη Εκκλησία ψυχές ανεκτίμητες.

Ό Χριστός συναντήθηκε εκεί μαζί τους. Είπε τα τελευταία λόγια και τους έδωσε εντολές. και μετά τι έκανε; Ευλόγησε. Ω ή ευλογία του Χριστού! μεγάλο πράγμα. Έλα στην εκκλησιά και πάρε την ευλογία. Την ώρα πού λειτουργεί ό Ιερεύς δεν είναι ό παπα-Γιώργης παπα-Σταύρος, ό παπα-Πέτρος ή ό Αυγουστίνος- αμαρτωλοί είμεθα εμείς. Την ώρα πού φορεί το πετραχήλι είναι ό Χριστός! Πάρε αντίδωρο, πάρε την ευλογία, και περνά ποτάμια, έρημους, φωτιές, πελάγη και ωκεανούς. Όσο αξίζει ή ευλογία του Χριστού, δεν αξίζουν όλα τα πλούτη. Να είσαι κοντά σε ευλογία.

Τους ευλόγησε ό Χριστός. Και μετά έγινε κάτι καταπληκτικό. Ας μην πιστεύουν οι άπιστοι, δικαίωμα τους• οί πιστοί πιστεύουμε. τι έγινε; Τα πόδια του Χριστού τα ευλογημένα, με τα οποία τρία ολόκληρα χρόνια βάδισε χιλιόμετρα από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία, από βουνό σε βουνό, τα πόδια πού τέλος καρφώθηκαν στο σταυρό, σε λίγο δεν πατούν τη γη. Υψώνεται ό Χριστός, απογειώνεται...

Φαίνεται περίεργο; Άλλα γιατί αμφιβάλλετε; 'Αφού και ό άνθρωπος και όλα τα πουλιά μπορούν να πετάνε. Βλέπεις λ.χ. τον αετό πάνω σ' ένα βράχο, και ξαφνικά αρχίζει να υψώνεται και να φτάνει τόσο ψηλά, ώστε μόλις βλέπεις το στίγμα του, σαν τελεία φαίνεται. Εάν λοιπόν ό Χριστός έδωσε δύναμη στον αετό να πετάει, γιατί είναι δύσκολο να υψωθεί ό ίδιος, πού είναι χρυσάετος; Αν διαβάσετε την Αποκάλυψη του Ιωάννου, θα δείτε ότι ό Χριστός ονομάζεται «αετός μέγας» ('Απ. 12,14). Έτσι ό Χριστός υψώθηκε, και οί μαθηταί με καρφωμένα τα μάτια τον έβλεπαν να πορεύεται προς τα ουράνια.

Τότε παρουσιάστηκαν δυο λευκοντυμένοι άγγελοι και τους είπαν τι στέκεστε κοιτάζοντας στον ουρανό; Μη λυπάστε. Να είστε βέβαιοι ότι, όπως τον είδατε το Χριστό ν' ανεβαίνει στον ουρανό, έτσι θα ξανάρθει πάλι στη γη... Αυτό πιστεύει ή Εκκλησία μας και αυτό λέμε στο Σύμβολο της πίστεως μας• «...Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός. Και πάλιν ερχομένον μετά δόξης κρίνοι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος».

Αυτό είναι το ιστορικό της αγίας αυτής εορτής.
Τι διδασκόμεθα; Πολλά.

Πρώτα - πρώτα, αγαπητοί μου, διδασκόμεθα τι είναι ή Γη. είναι ένα κουκί άμμου. Αν βλέπατε δυο ανθρώπους να σκοτώνονται για ένα κουκί άμμου, τι θα λέγατε; Πόσο ανόητοι είμαστε! Έπειτα, ή Γη αυτή δεν είναι ή μόνιμη κατοικία μας. Ένα ξενοδοχείο είναι. Στο ξενοδοχείο κοιμάσαι κατ' ανάγκην, και λαχταράς πότε να πάς στο σπίτι σου. Έτσι και στη Γη αυτή. Φιλοξενούμενοι είμαστε. Και το ξενοδοχείο είναι σήμερα του ενός, αύριο του άλλου. Φεύγουμε. Κανείς δέ' μένει εδώ. Προσωρινή είναι εδώ ή κατοικία μας. «Ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Έβρ. 13,14)• «πάροικοι και παρεπίδημοι» έσμεν επί της γης(Δ' Πέτρ. 2,11).

Λοιπόν τι περιμένουμε; Μόνιμη κατοικία μας είναι ό ουρανός. Δεν πλαστήκαμε για τα επίγεια και μάταια, τα μικρά και ασήμαντα, αλλά για τον ουρανό. Μια απόδειξης ή στάσης του ανθρώπου. Ενώ τα ζώα περπατούν με τα τέσσερα κ' έχουν το κεφάλι προς τα κάτω, ό άνθρωπος στέκει όρθιος κ' έχει το κεφάλι ψηλά. Γιατί; Για να βλέπει τον ουρανό. Ή ωραία αρχαία ελληνική λέξης άνθρωπος σημαίνει αυτόν πού βλέπει προς τα άνω, προς τον ουρανό. Ρώτησαν κάποτε ένα φιλόσοφο• —Ποια είναι ή πατρίδα σου; Όλη μέρα τους κούρασε λέγοντας• —Περιμένετε. Αυτός ήθελε να νυχτώσει. Όταν βγήκαν τα άστρα, τους έδειξε τον ουρανό και είπε- —Να ή πατρίδα μου!... Για 'κει είμαστε πλασμένοι. Γι' αυτό ό άνθρωπος έχει τα μάτια του προς τα πάνω, για να βλέπει το μεγαλείο του Θεού και να λέει «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).

Άλλ' όταν λέμε ουρανό τι εννοούμε; Ουρανός δεν είναι μόνο αυτός πού βλέπουμε. Υπάρχει και «ό ουρανός του ουρανού» (Δευτ. 10,14• Ψαλμ. 67,34' 112,24- Σ. Σειρ. 16,18) ή «οι ουρανοί των ουρανών» (Ψαλμ. 148,4). Ένας ουρανός είναι ό γαλανός φυσικός ουρανός, όπου υπάρχει ό ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα, οι κομήτες, οι γαλαξίες... 'Αλλ' αυτός ό ουρανός μια μέρα θα σβήσει. Υπάρχει ένας άλλος ουρανός αθάνατος, με κάλλος απερίγραπτο. Ποιος είναι αυτός; είναι ό πνευματικός ουρανός, ό «τρίτος ουρανός» όπου ανέβηκε ό απόστολος Παύλος (Β' Κορ. 12,2). Και όπως στον φυσικό ουρανό υπάρχει ήλιος σελήνη άστρα, έτσι στον πνευματικό ουρανό υπάρχει ήλιος άδυτος, ό Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, υπάρχει σελήνη - πανσέληνος ή Παναγία μας, υπάρχουν αστέρια λαμπερά οι άγιοι. Εκεί κατευθυνόμεθα, αδελφοί μου.

Αγαπητοί μου! Ή θεία λειτουργία, πού τελούμε, είναι μία αναπαράστασης όλου του μυστηρίου της θείας οικονομίας. Θυμούμεθα τη γέννησι του Χριστού, την είσοδο του στον κόσμο ως διδασκάλου, το μυστικό δείπνο, τη σταυρική θυσία, την Ανάστασι, τέλος δε —σε κάθε θεία λειτουργία— και την ανάληψη του. Ποια σημεία θυμίζουν την ανάληψη; Όταν, μετά τη μεγάλη είσοδο και το Πιστεύω, ό Ιερεύς βγαίνει και λέει «Άνω σχώμεν τάς καρδίας». Εκεί εννοεί το εξής. Δεν είναι πια ό Χριστός στον κόσμο, είναι στον ουρανό• λοιπόν κ' εμείς εκεί πρέπει να 'χουμε τις καρδιές μας. Κι όπως όταν έχουμε κάποιον δικό μας στην Αυστραλία ή στην Αμερική τον σκεπτόμεθα μέρα - νύχτα, έτσι και τον ουρανό όπου είναι ό Κύριος μας. «Ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3,20). Προς το τέλος επίσης της λειτουργίας, μετά τη θεία κοινωνία, ό ιερεύς λέει• «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ό Θεός, και επί πάσαν την γην ή δόξα σου» (Ψαλμ. 56,6,12), πού εννοεί πάλι την ανάληψη.

Χρειάζεται απογείωσης. Να υψωθούμε κ' εμείς με φτερά αετού, να πετάξουμε στον πνευματικό ουρανό, γιατί «θα μας φάει ό κάμπος», όπως λέει ένας ποιητής. Άλλοτε μέσ' στις φτωχικές καλύβες κατοικούσαν τίμιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι. Τώρα, μέσα στα πολυτελή μέγαρα κατοικούν άλογα ζώα και μοχθηροί δαίμονες. Ό χοίρος έχει το κεφάλι προς τα κάτω• αγαπά τα βελανίδια και περιφρονεί τα διαμάντια, όπως είπε ό Χριστός (βλ. Ματθ. 7,6). τι θέλει; Λάσπη και βρώμα.
Έτσι κ' εμείς περιφρονούμε τ' ανεκτίμητα λόγια του Κυρίου και σαν το χοίρο κινούμεθα μέσα στο βόρβορο της ηθικής ακαθαρσίας. Και όπως ό χοίρος μόνο μια φορά βλέπει τον ουρανό, όταν ό χασάπης τον αναποδογυρίζει για να τον σφάξει. Έτσι κι ό κτηνάνθρωπος. Όταν έρθει ό αρχάγγελος με τη μαχαιρά του να τον πάρει, τότε για πρώτη φορά υψώνει το νου του και βλέπει ότι πέρα από το μάταιο τούτο κόσμο υπάρχει και άλλη ζωή.

Αδελφοί μου, όσο είστε βέβαιοι ότι υπάρχει αυτός ό κόσμος, τόσο να είστε βέβαιοι ότι υπάρχει ό άλλος κόσμος. Σ' εκείνο τον κόσμο πηγαίνουμε. «Άνω σχώμεν τάς καρδίας».

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ιερό Ναό Άγιου Αθανασίου της ομωνύμου κοινότητας Αμυνταίου την 12-06-1986. Καταγραφή και σύντμησης 9-6-2005
ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Τους έδειξε τον ουρανό και είπε: Να η πατρίδα μου!..

Τους έδειξε τον ουρανό και είπε: Να η πατρίδα μου!..

http://www.robratkowski.com/oddsends/o20.jpg
Λοιπόν τι περιμένουμε; Μόνιμη κατοικία μας είναι ο ουρανός. Δεν πλαστήκαμε για τα επίγεια και μάταια, τα μικρά και ασήμαντα, αλλά για τον ουρανό. Μια απόδειξης ή στάσης του ανθρώπου. Ενώ τα ζώα περπατούν με τα τέσσερα κ' έχουν το κεφάλι προς τα κάτω, ο άνθρωπος στέκει όρθιος κ' έχει το κεφάλι ψηλά. Γιατί; Για να βλέπει τον ουρανό. Ή ωραία αρχαία ελληνική λέξης άνθρωπος σημαίνει αυτόν πού βλέπει προς τα άνω, προς τον ουρανό. 

Ρώτησαν κάποτε ένα φιλόσοφο: 
-Ποια είναι ή πατρίδα σου; 
Όλη μέρα τους κούρασε λέγοντας: -Περιμένετε. 

Αυτός ήθελε να νυχτώσει. Όταν βγήκαν τα άστρα, τους έδειξε τον ουρανό και είπε:
-Να ή πατρίδα μου!... Για 'κει είμαστε πλασμένοι. Γι' αυτό ο άνθρωπος έχει τα μάτια του προς τα πάνω, για να βλέπει το μεγαλείο του Θεού και να λέει «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18,2).

Άλλ' όταν λέμε ουρανό τι εννοούμε; Ουρανός δεν είναι μόνο αυτός που βλέπουμε. Υπάρχει και «ο ουρανός του ουρανού» (Δευτ. 10,14. Ψαλμ. 67,34' 112,24- Σ. Σειρ. 16,18) ή «οι ουρανοί των ουρανών» (Ψαλμ. 148,4). Ένας ουρανός είναι ο γαλανός φυσικός ουρανός, όπου υπάρχει ο ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα, οι κομήτες, οι γαλαξίες. 

Αλλ' αυτός ο ουρανός μια μέρα θα σβήσει. Υπάρχει ένας άλλος ουρανός αθάνατος, με κάλλος απερίγραπτο. Ποιος είναι αυτός; είναι ο πνευματικός ουρανός, ο «τρίτος ουρανός» όπου ανέβηκε ο απόστολος Παύλος (Β' Κορ. 12,2). 

Και όπως στον φυσικό ουρανό υπάρχει ήλιος σελήνη άστρα, έτσι στον πνευματικό ουρανό υπάρχει ήλιος άδυτος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, υπάρχει σελήνη - πανσέληνος ή Παναγία μας, υπάρχουν αστέρια λαμπερά οι άγιοι. Εκεί κατευθυνόμεθα, αδελφοί μου.

Αγαπητοί μου! 
Ή θεία λειτουργία, πού τελούμε, είναι μία αναπαράστασης όλου του μυστηρίου της θείας οικονομίας. Θυμούμεθα τη γέννηση του Χριστού, την είσοδο του στον κόσμο ως διδασκάλου, το μυστικό δείπνο, τη σταυρική θυσία, την Ανάσταση, τέλος δε -σε κάθε θεία λειτουργία- και την ανάληψη του. Ποια σημεία θυμίζουν την ανάληψη; Όταν, μετά τη μεγάλη είσοδο και το Πιστεύω, ό Ιερεύς βγαίνει και λέει «Άνω σχώμεν τάς καρδίας».

Εκεί εννοεί το εξής. Δεν είναι πια ο Χριστός στον κόσμο, είναι στον ουρανό, λοιπόν κ' εμείς εκεί πρέπει να 'χουμε τις καρδιές μας. Κι όπως όταν έχουμε κάποιον δικό μας στην Αυστραλία ή στην Αμερική τον σκεπτόμεθα μέρα - νύχτα, έτσι και τον ουρανό όπου είναι ό Κύριος μας. «Ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3,20). Προς το τέλος επίσης της λειτουργίας, μετά τη θεία κοινωνία, ό ιερεύς λέει: «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ό Θεός, και επί πάσαν την γην ή δόξα σου» (Ψαλμ. 56,6,12), πού εννοεί πάλι την ανάληψη.

Χρειάζεται απογείωσης. Να υψωθούμε κ' εμείς «με φτερά αετού», να πετάξουμε στον πνευματικό ουρανό, γιατί «θα μας φάει ο κάμπος», όπως λέει ένας ποιητής. Άλλοτε μέσ' στις φτωχικές καλύβες κατοικούσαν τίμιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι. Τώρα, μέσα στα πολυτελή μέγαρα κατοικούν άλογα ζώα και μοχθηροί δαίμονες. 

Ό χοίρος έχει το κεφάλι προς τα κάτω, αγαπά τα βελανίδια και περιφρονεί τα διαμάντια, όπως είπε ο Χριστός (βλ. Ματθ. 7,6). τι θέλει; Λάσπη και βρώμα. Έτσι κ' εμείς περιφρονούμε τ' ανεκτίμητα λόγια του Κυρίου και σαν το χοίρο κινούμεθα μέσα στο βόρβορο της ηθικής ακαθαρσίας. Και όπως ο χοίρος μόνο μια φορά βλέπει τον ουρανό, όταν ο χασάπης τον αναποδογυρίζει για να τον σφάξει. Έτσι κι ο κτηνάνθρωπος. Όταν έρθει ο αρχάγγελος με τη μάχαιρα του να τον πάρει, τότε για πρώτη φορά υψώνει το νου του και βλέπει ότι πέρα από το μάταιο τούτο κόσμο υπάρχει και άλλη ζωή.

Αδελφοί μου, όσο είστε βέβαιοι ότι υπάρχει αυτός ο κόσμος, τόσο να είστε βέβαιοι ότι υπάρχει ο άλλος κόσμος. Σ' εκείνο τον κόσμο πηγαίνουμε. «Άνω σχώμεν τάς καρδίας.

Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

Της Αναλήψεως. Πατρίδα μας ο Ουρανός!

Της Αναλήψεως. Πατρίδα μας ο Ουρανός!

ΜΕΓΑΛΗ, ἀγαπητοί μου, ἡ σημερινὴ ἑορ­τή. Δὲν εἶνε ἑορτὴ ἑνὸς ἁγίου. Ὀνομάζε­­ται δεσποτικὴ ἑορτή. Ἕνας εἶνε ὁ Δεσπό­της, ὁ Κύριος ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ὁ Ἀ­φέντης ὅπως τὸν ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός· ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶνε πράγματι ἀ­φέν­της. Ὅσοι ἄλλοι παρουσιάζονται μὲ κάποια ἐξ­ουσία, εἶνε μπροστά του πελώρια μηδενικά. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, ἡ Περιτομή, ἡ Ὑ­παπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, κορυφαία δεσπο­τικὴ ἑορτὴ ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἐ­πιστέγασμα τοῦ κύκλου τῆς θείας οἰκονομίας ἡ Ἀνάληψις.
Τί εἶνε ἡ Ἀνάληψις; Οἱ Χριστι­ανοί μας ἔ­χουν ἄγνοια. Στὴν Ἀθήνα σὲ μιὰ συγ­κέντρωσι παιδιῶν τὰ ρωτοῦ­σα πόσες εἶνε οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Κανένα δὲν τὶς εἶπε. Ἐμεῖς, μικρὰ παι­διὰ κοντὰ στὴ γιαγιά μας, μετρούσαμε τὶς ἐν­τολὲς μὲ τὰ δάχτυλα· πρώτη…, δευτέρα…, τρί­τη…, μέχρι τὴ δεκάτη.

Τὸ «Πιστεύω» τὸ ξέρα­με ὅλοι ἀπ᾽ ἔξω, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπ᾽ ἔξω. Τώρα ἄγνοια! Δὲν ὑπάρχει
πλέον ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον σ᾽ αὐτὴ τὴν πατρίδα, ποὺ εἶ­νε ποτισμένη μὲ αἵματα μαρτύρων καὶ ἁγίων.
Τί εἶνε λοιπὸν ἡ Ἀνάληψις; ποιό γεγονὸς ἑ­ορτάζουμε; Συντόμως θὰ τὸ ἀναπτύξω.

* * *

eik. AναληψΚαὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ λέει, ἀδελφοί μου, ὅτι ἦ­ταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἡ ὕλη δὲν εἶνε ἀθάνατη· εἶνε φθαρτή, καὶ ὡς φθαρ­τὴ δὲν ἔχει αἰωνία προέ­λευσι. Ἦ­ταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἥλιος, σελήνη, ἄ­στρα, γαλαξί­ες· δὲν ὑπῆρχαν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες, ὠ­κεα­νοί· δὲν ὑ­πῆρχαν βουνὰ καὶ κάμποι, δέντρα καὶ λουλού­δια, ζῷα καὶ πουλιά· ἦταν ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ποτέ ἐ­ποχὴ ―αὐτὸ διακηρύττουμε στὸ Σύμβολο τῆς πίστε­ως― ποὺ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ὁ Χριστός! Αἰώνιος ὁ Χριστός, ἄναρχος· αὐτή εἶνε ἡ πίστις μας. Ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπῆρχε πάν­τοτε, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων» (Σύμβ. πίστ.).
Ὁ Υἱὸς ἦταν στοὺς οὐρανοὺς περιβαλλόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἄνθρω­πος ἔπεσε καὶ διεφθάρη καὶ καμμία ἄλλη δύναμι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σώσῃ, τότε τὸ δεύ­τερο πρόσωπο τῆς Θεότητος ἦρθε στὴ γῆ.
Ἔχετε δεῖ ποτὲ ἀετό; Εἶδα ἐγὼ ἀετὸ πάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Πρὸ τοῦ ἐνδόξου ἀλβανι­κοῦ πολέμου τοῦ ᾽40,
ἕνας τσοπᾶνος μοῦ λέει· Κοίταξε τὸν οὐρανό. Κοιτάζω ἐπάνω· δὲν ἔβλεπα παρὰ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία. Ἄ, αὐτὸ εἶνε ἀετός, μοῦ λέει, τὸ διακρίνω ἐγὼ ἀπὸ τὴν κίνησί του. Τὸ στίγμα πράγματι μεγά­λωσε, διέγραψε κύκλους – κύκλους, καὶ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ ἦταν χρυσάετος παρακαλῶ, προμήνυμα τῆς ἐνδόξου νί­­κης ποὺ στεφάνωσε τὰ ἑλληνικά ὅπλα! Σὰν ἀετὸς λοιπὸν ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἐδῶ στὴ γῆ ―εἶνε ἐπίσης δόγμα τῆς πίστεώς μας―, ἔλαβε σάρκα ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρουσιάστηκε πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὡς ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος.
Ταπεινὸς ἄνθρωπος! Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τόσο ταπεινός. Γεννήθηκε ἀπὸ πτωχὴ μητέρα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δυσοσμία ζῴων. Τριάντα χρόνια ἔζησε ἄγνωστος, κι ὅταν ἐμ­φανίσθηκε δη­μοσίως ἔζησε ὡς ὁ πιὸ φτωχός. Σὲ κάποιον, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἀ­κολουθήσῃ, τοῦ εἶπε· Τὰ πουλιὰ κ᾽ οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές, «ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κε­φαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20· Λουκ. 9,58). Ἂς ἔρθουν αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σοσιαλιστὴ καὶ τὸν κομ­μουνιστὴ νὰ δοῦν ποιόν ἔ­χουν ἀρχηγὸ οἱ Χριστιανοί. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶ­χε «ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλίνῃ», καὶ τέλος ἔκλινε τὴν κεφαλὴ ὄχι σὲ μα­ξιλάρια ἀλλὰ σὲ ἀγκάθινο στεφάνι πάνω στὸ σταυρό. Αὐτὸς εἶνε «ὁ ἀρ­χηγὸς τῆς σωτη­ρίας ἡμῶν» (Παρακλ. ἦχ. πλ. α΄, Σάβ. ἑσπ., στιχ. ἀνατ.).
Οἱ γραμματεῖς, οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἔβλεπαν τὸ Ναζωραῖο ὡς ἕνα ἀ­σήμαντο ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἄκουσαν τὰ λόγια του κι ὅταν εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα τῶν βαΐων ἔλεγαν μὲ θαυμα­σμό· «Ποιός εἶν᾽ αὐτός;» (Ματθ. 21,10)· αὐτὸς δι­αφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἀκολούθησε κατόπιν ἡ σταυρικὴ θυσία καὶ ἡ ἀνάστασί του. Καὶ ὅταν μετὰ σαράντα μέρες, σὰν σήμερα, ἀ­νελήφθη, δὲν ἀποροῦσαν μόνο οἱ ἄνθρωποι· ἀποροῦσαν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς κ᾽ ἔλεγαν τὸν ἴδιο λόγο, ἐκεῖνο πού ᾽χε ἀκούσει προφητικῶς ὁ Ἠσαΐας· «Τίς οὗτος;» (Ἠσ. 63,1).
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀποχαιρετοῦσε τοὺς μα­θητὰς στὸ Ὄρος τῶν ἐλαιῶν καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, τὰ πόδια του, ποὺ δὲν εἴμαστε ἄ­ξιοι νὰ τὰ φιλήσουμε, τὰ πόδια ποὺ περπάτησαν ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὸ ἀπολωλὸς καὶ τέλος καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ βάφτηκαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, τὰ γυμνὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισαν νὰ μὴ πατοῦν πλέον πάνω στὴ γῆ.
―Μὰ πῶς ὑψώθηκε ἐπάνω;… Ἄνθρωπε, ἂν ἐμεῖς βρήκαμε τρόπους νὰ πετᾶμε στὸν ἀ­έρα, ἦταν δύσκολο αὐτὸ στὸ Χριστό;
Τὸν παρέλαβε νεφέλη καὶ τὸν ἀνέβαζε ἐπά­νω, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἐκεῖ νὰ κοιτάζουν ἔκθαμβοι. Τότε ἕνας ἄγγελος τοὺς εἶπε· Τί κά­θεστε κοιτάζοντας στὸν οὐρανό; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ποὺ τώρα ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς, ἔτσι θὰ ξαναέρθῃ. Θὰ ξαναέρθῃ! – ἄλλη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας αὐτή. Ὅσο εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι αὔ­ριο ξημερώνει Παρασκευή, τόσο νὰ εἴμαστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός. Θὰ ἔρθῃ ὄχι πλέον ὡς ἀδύναμος ἄνθρω­πος, ἀλλὰ μὲ δόξα μεγάλη, μετὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία ὄχι πλέον γιὰ νὰ διδάξῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ δικάσῃ. Ναί, θὰ δικάσῃ. Ἐκεῖ θὰ εἶμαι κ᾽ ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶστε κ᾽ ἐσεῖς, ἐκεῖ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξε­ών μας ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Δικαστηρίου.

* * *

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μᾶς βάζει σὲ σκέψι. Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ γῆ ποὺ κατοι­κοῦ­με, γιὰ τὴν ὁποία γίνονται τόσοι πόλεμοι μετα­ξὺ τῶν λαῶν; Φανταστῆτε νὰ παλεύουν δύο με­ταξύ τους. Τοὺς ρωτᾶτε, Γιατί σκοτώνε­στε; καὶ σᾶς ἀπαντοῦν· Γιὰ ἕνα κόκκο ἄμμου. Αὐ­τὸ γίνεται τώρα. Ἡ γῆ μας ἐν σχέσει μὲ τὸ σύμ­παν τί εἶνε; ἕνα κουκκὶ ἄμμου. Ἀξίζει λοι­πὸν γιὰ τὸν κόκκο αὐτὸ νὰ σκοτωνώμεθα;
Δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ γῆ. Δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μό­νιμη κατοικία μας. Ἐδῶ εἴμεθα προσωρινοί. Ἡ γῆ εἶνε ξενοδοχεῖο. Ὅταν πᾶς σ᾽ ἕνα ξενο­δοχεῖο καὶ μείνῃς μία – δύο μέρες, δὲ λὲς Τὸ ξενοδοχεῖο εἶνε δικό μου. Κάποιος φιλόσοφος μοναχὸς ἔγραψε γιὰ τὸ κελλί του· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καὶ οὐδέποτέ τινος». Φιλοξενούμεθα δωρεὰν στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ λέγεται γῆ, καὶ σήμερα – αὔριο φεύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο πρὸ Χριστοῦ· ―Ποιά εἶνε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει· κι ὅ­ταν νύχτωσε καὶ βγῆκαν τὰ ἄστρα, τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν οὐρανό. ―Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ὁ οὐρανὸς εἶνε ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧ­δε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζη­τοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14), ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Στὴ θεία Λειτουργία ἀκοῦμε· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ὑψῶστε τὶς καρδιές σας πρὸς τὰ ἄνω. Τὴν ὥρα αὐτὴ οἱ Χριστιανοὶ μέσ᾽ στὴν ἐκ­κλησία δὲν πατοῦν στὸ γήινο ἔδαφος· ὁ τόπος εἶνε ἱερός. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἄνθρωπος σημαίνει τὸ ὂν ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω καὶ ποθεῖ νὰ δῇ τὸν οὐρανό. Μὴ μένουμε λοιπὸν στραμμένοι πρὸς τὰ κάτω ὅπως οἱ χοῖροι ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι συνεχῶς στὴ γῆ. Εἴμεθα ἄνθρωποι, μὴ γινώμεθα κτήνη.
Ὑπάρχει οὐρανός, ὑπάρχουν ἄστρα, ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα. Οἱ φιλόσοφοι εἶ­παν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πολυδιάστατος· εἶ­νε καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικὸ καὶ κοινωνικὸ καὶ οἰκονομικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ὄν, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ―πάρτε κιμωλία καὶ γράψτε― ἄν­θρω­πος ἴσον· μεταφυσικὸ ὄν. Ἔχει ῥίζα μεταφυσική, νοσταλγεῖ τὸν οὐρανό. Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, τὸν ρώτησαν· ―Τί νὰ κά­νουμε τὸ σῶμα σου; Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· ―Τὸ σῶμα δὲν εἶνε ὁ Σωκράτης· ὁ Σωκράτης τώρα πηγαίνει ἀλλοῦ, σ᾽ ἕνα κόσμο ἀθάνατο.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ἀλλ᾽ ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στρέφει τὸ νοῦ μας καὶ μᾶς προετοι­μάζει γιὰ τὸν οὐρανό. Ἐκεῖ νὰ πιστεύουμε κ᾽ ἐ­μεῖς. Ψηλά ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς, σὰν ἀετοὶ καὶ ὄχι σὰν σαῦρες καὶ χοῖροι. «Τὸ πολί­τευμα ἡ­μῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20).
Στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας κανείς ἄθεος, κανείς βλάσφημος, κανένα διαζύγιο, καμμιά μοιχεία, καμμιά πορνεία, καμμιά κλοπὴ καὶ ἀ­πάτη. Ὅλοι ἑνωμένοι ―μιὰ ψυχή, ἕνας λαός!― πάντοτε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖ ὅ­λοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ συγκεντρωνώμεθα, ν᾽ ἀνοίγουμε τὰ στόματά μας καὶ σὰν μιὰ κιθάρα νὰ ὑμνοῦμε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρω­μένον, ἀναστάντα καὶ ἀναληφθέντα εἰς τοὺς οὐρανούς· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦ­τε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(Oμιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ της Ἀναλήψεως Ἀμυνταίου 8-6-1989)
 http://www.augoustinos-kantiotis.gr