Η ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Συχνά – πυκνά στήν
ζωή μας ἀπελπιζόμαστε, τά χάνουμε καί νομίζουμε ὅτι δέν κάνουμε τίποτα.
Ἐν τῷ μεταξύ καί ὁ
τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε εἶναι ὑποτονικός. Ξεκινάει ἀπ’ τήν διατροφή -πού
θέλουμε νά εἶναι “light”, “0%,,- μέχρι
καί τά θεάματα, τά ἀκούσματα, τήν διασκέδαση, τήν ἐνδυμασία, τήν φιλία, τόν
τρόπο συμπεριφορᾶς μας. Ἐπικρατεῖ γενικά μία κουφότητα καί ἐλαφρότητα.
Ἀλλά καί στήν
πνευματική μας ζωή, μᾶς καταλαμβάνει μία χαλαρότητα καί ραθυμία. Δέν θέλουμε νά
κουραστοῦμε, νά κακοπαθήσουμε, νά
κάνουμε τίς λίγες μετάνοιες, νά ἐπιμείνουμε στήν προσευχή, νά ἐμβαθύνουμε στό
λόγο τοῦ Θεοῦ, νά πᾶμε νωρίς τό πρωί στήν ἐκκλησία, νά συμπάσχουμε στόν πόνο τοῦ
ἄλλου, μέ ἀποτέλεσμα νά αἰσθανόμαστε ἕνα συναισθηματικό κενό. Κι ὅταν μᾶς ἔρχονται
πειρασμοί, τά χάνουμε καί ὀλιγοπιστοῦμε. Μᾶς διακατέχει μία προχειρότητα.
Ἓνας νέος ὁμολόγησε:
«Δέν αἰσθάνομαι τίποτα. Ἔχω μία ἀπέραντη
θλίψη. Δέν μέ ἱκανοποιεῖ τίποτα. Μέ ἐνδιαφέρει μόνο ὁ ἑαυτός μου καί πῶς θά τόν
τελειοποιήσω ἐξωτερικά».
Γιατί ἄραγε αἰσθανόμαστε
ἔτσι;
Ὁ βασικότερος
λόγος εἶναι γιατί ἔχουμε ἐπηρεασθεῖ ἀπό:
α) Τό μηδενιστικό
πνεῦμα, πού ἀρνεῖται ὅλες τίς παραδεδεγμένες ἀξίες.
β) Τόν σκεπτικισμό,
πού θέτει σέ ἀμφισβήτηση τήν αὐθεντικότητα καί τήν ἰσχύ τῶν