Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ

 

 

 

Τω 1872, εικοσαετής ων, έτυχε να μεταβώ και να διατρίψω επί τινας μήνας εν Μακεδονία.Εγνώρισα εκεί έντιμον συμπατριώτην από πολλών ετών αποδημούντα. Μετ’ αφελείας και άνευ στόμφου ο ανήρ ούτος μ’ εδίδαξε πολλά, μοι εδιηγήθη δε και πολλάς αρχαίας παραδόσεις του τόπου της γεννήσεώς μας.Ενθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός, όστις είχεν αγιάσει πλησίον των Τριών Σταυρών· μοι εδιηγήθη δε τα εξής.Εγερθείς περί όρθρον βαθύν ο πτωχός Τσόμπανος, ο βόσκων ολίγας αίγας και μανδρίζων εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, ήμελξε τας αίγας του, και αφυπνίσας τον παραγυιόν του, τον έστειλε να φέρει την καρδάραν πλήρη εις το χωρίον, προς τον κολλήγαν του, τον προεστόν, και να γυρίσει γρήγορα οπίσω. Εάν ιδεί και αργούν ν’ ανοίξουν την γέφυραν, του είπε να κράξει τον φύλακα, τον πυλωρόν, και ν’ ανεβάσει το γάλα με το παλάγκο εις το Κάστρον επάνω. Αλλά να μη φύγει πριν λάβει είδησιν από τον κυρ Αναγνώστην, τον προεστόν, τον κολλήγα του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλει τίποτε. Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν κι έφυγε τρέχων.Είτα, αφού ενέβαλε το πολύ γάλα εις μέγαν λέβητα και έρριψεν άφθονον άλας εντός, εξ εκείνου το οποίον μόνος του εμάζευεν από ακρογιαλιά εις ακρογιαλιά, τρέχων επάνω εις τους βράχους, όπου έβγαζε κογχύλια και πεταλίδας, ο αιπόλος ήναψε πυρ και ησχολείτο να το βράσει,

 

 

καθότι επρόβλεπεν ότι θα ευρίσκετο εις την ανάγκην να γευματίσει ο ίδιος με γάλα, πράγμα δυσάρεστον, εάν, ως ήτο λίαν πιθανόν, ο κολλήγας του ωλιγώρει να του στείλει «κανένα αρμυρό ψάρι». Διότι αυτός ο αιπόλος δεν ήτο από εκείνους οπού γίνονται φόρτωμα εις τους άλλους, και αν ο κολλήγας δεν είχε την καλήν διάθεσιν, αυτός δεν θα έρριχνε την υπόληψίν του, διά να τον κάμει στανικώς να τον φιλέψει ή αρμυρό ή άλλο τίποτε, ας πούμε. Άλλοι όμως ευρίσκουν, τρόπον τινά, το μέσον να τα έχουν καλά με τον κολλήγα, κι ενώ τα αρνάκια τα μισακά, κατά κανόνα, ο αετός τα τρώγει, αν και τα ιδικά τους τίποτε δεν παθαίνουν, αυτοί και πάλιν, να ’χουμε καλή ψυχή, τα καταφέρνουν μια χαρά! Και να ήτο τουλάχιστον αρκετόν το γάλα, διά να πήξει τυρόν ή μυζήθραν, υπομονή. Αλλ’ οργή Θεού είχε πέσει το έτος εκείνο εις τα βοσκήματα. Τα πράματα τα μισά του είχαν ψοφήσει· ολίγες μόνον γαλάρες του έμειναν· όλο και στέρφες. Δεν έκαμεν ο Θεός καλόν καιρό να βγάλει χορταράκι, να βοσκήσουν τα πράματα. Τι-σε κάμουν τα καημένα τα πράματα.Είτα ο πτωχός Τσόμπανος ήρχισε να σοβεί το αιπόλιον, εξάγων τα ζώα προς νομήν εις την παρακειμένην κοιλάδα.-         Τσου! τσου! Στέρφα! ε! Ψαρή! όι! όι!Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι άγριον αλλ’ οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον.Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο εις των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην, είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσα.-         Εσύ μπελλέκ ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ;Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ.Ο ξένος επανέλαβε, συνοδεύων τας λέξεις δι’εκφραστικών χειρονομιώ.-         Μπελλέκ, πού πάει ντρόμο… πολλοί, πολλοί, ελέφ ελεφίν.

 
            

 

Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοεί ότι τον ηρώτων τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.Χωρίς να υποπτεύσει τίποτε, τους έδειξε τον κυριώτερον δρόμον, τον φέροντα εις το φρούριον, όστις άλλως ήτο και ο μόνος ορατός, και διά νευμάτων τους έδωκε να εννοήσωσιν ότι, αν επροχώρουν ακόμη εκατοστύας τινάς βημάτων, θα έβλεπον μακρόθεν το Κάστρον προκύπτον εκεί εις τον αιγιαλόν μεταξύ γης και θαλάσσης.Οι ξένοι έκαμαν νεύμα αποχαιρετισμού και απεμακρύνθησαν. Αλλά μετά τινας στιγμάς βλέπει και άλλους τέσσαρας, με όμοια ενδύματα, εξερχομένους από της γείτονος λόχμης και βαδίζοντας μετά προφυλάξεως προς συνάντησιν των πρώτων.Ούτοι μόλις επί μίαν στιγμήν έγιναν ορατοί, άμα εξελθόντες είς τινα αλωήν, και έστρεφον οπίσω τας κεφαλάς ως να ανησύχουν μη τυχόν παρετηρήθησαν, και πάλιν εχώθησαν πάραυτα εις το δάσος.Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ηξεύρει το διατί, έσπευσε προλαβών κι εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθεί αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε.Τέλος και οι έξι έγιναν άφαντοι.Ο βοσκός εστάθη επί του όχθου της γης, εφ’ου ευρίσκετο, υψηλός, ευθυτενής, με αγριόξανθον την ταχείαν στοιβωτήν κόμην, εστάθη ακουμβών επί της ράβδου του της μακράς και ήρχισε να σκέπτηται, και υποψίαι και φόβοι τον εκυρίευσαν. Κατ’ εκείνην την στιγμήν η πρώτη ακτίς του ανατέλλοντος ηλίου εφώτισε το προώρως ερρυτιδωμένον μέτωπόν του και τους χαρακτήρας του ισχνού προσώπου του, προσώπου μόλις τεσσαρακονταετούς, και η μορφή του εφάνη μυστηριωδώς θελγήτρου μετέχουσα, και δεν εφαίνετο άμοιρος ψυχικού ή και αισθητού κάλλους ο τραχύς και άξεστος Τσοπάνος, ο υψηλός και σκληραγωγημένος και ηλιοκαής, ο βόσκων τας ολίγας αίγας του εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών.Ολίγαι παρήλθον στιγμαί και ακούει όπισθέν του, όχι και πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν.Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμού ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα.  Κι άλλοι, κι άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ’ είναι τάχα, Θεέ μου!Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφλαλμούς της ψυχής του και οιονεί μυστηριώδης επίπνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του. Θα είναι κλέφτες! είπε.

 

Και χωρίς να χάσει καιρόν πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχει επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον.-         Εις όνομα Κυρίου! εψιθύρισε μόνον.Περί τας αρχάς της προλαβούσης εκατονταετηρίδος πειρατικόν πλοίον πλήρες αγρίων και αιμοχαρών Βαρβαρέζων προσωρμίσθη διά νυκτός εις τον όρμον Ασέληνον, κατά το νοτιοδυτικόν της νήσου.Πάνοπλος συμμορία εκ δεκαπέντε ή είκοσιν ανδρών, αποβιβασθείσα περί το λυκαγεύς, ήρχισε ν’ανέρχηται τας κλιτύας του Αναγύρου, γραφικωτάτου βουνού εις πολλάς ράχεις τεμνομένου, προφυλαττομένη και βαίνουσα από στενωπού εις στενωπόν.Ως διά να ψεύσει το όνομα του λιμενίσκου, ωχρά μήνη φθίνουσα είχεν ανατείλει αρτίως, φέγγουσα τον νυκτερινόν δρόμον των πειρατών.Η αγκάλη εκείνη, μυστηριώδης και σκοτεινή, εθεωρείτο απαίσιος διά τους τιμίους θαλασσοπόρους· εχρησίμευε μόνον διά να εκβράζει η θάλασσα τα πτώματα των πνιγομένων, όσους ο αντικρύ κείμενος Λευτέρης –η περίφημος αύτη ύφαλος, ην ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί, ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθεί υψηλόν σήμα επ’ αυτής –, όσους, λέγομεν, ο Λευτέρης ηλευθέρωνε κατά καιρούς, απαλλάττων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής. Ο Σολμάν βεν-Μεϊμέτ, ο πρεσβύτερος της συντροφίας, εβεβαίου ότι είχεν επισκεφθεί άλλοτε το φρούριον και ήξευρε πού κατώκουν οι άπιστοι. Άλλως, είχον παρέλθει, έλεγε, χρόνοι πολλοί, και δεν ενθυμείτο καλώς τον δρόμον.Καθ’ ον χρόνον ο Σολμάν είχεν ανδραγαθήσει κατά των απίστων, ο μακρός στριμμένος και αγκιστροειδής μύσταξ του ήτο παμμέλας ως κόρακος πτερόν· και τώρα η χιών του γήρατος είχε λευκάνει δαψιλώς την πλουσίαν χαίτην του.Εν τούτοις ο γερο-Σολμάν είχε σημάδι, φαίνεται, την κορυφήν του βουνού της Καραφιλτζανάκας, και υπ’ αυτής οδηγούμενος εβάδιζε προς βορράν. Εκεί ήτο η φωλεά των νησσών, τας οποίας ήθελον να μαδήσωσι.Το σχέδιον των Αφρικανών δεν ήτο πολύ πεπλεγμένον. Όσον μικρά και αν ήτο η τριήρης των δεν είχε τόσους μόνον επιβάτας. Τα δύο τρίτα του πληρώματος είχον μείνει επί της νηός.Προσωρμίσθησαν νύκτα εις τον Ασέληνον διά να μη προδοθώσιν. Αν έπλεον υπ’ αυτό το φρούριον, ήτο ως να έδιδον είδησιν εις τους απίστους να κλείσωσι τας σιδηράς πύλας και να σηκώσωσι την γέφυραν. Οι δεκαπέντε ή δεκαοκτώ ούτοι άνδρες προεπορεύοντο πρόσκοποι, όπως εξαφνίσωσι τους απίστους, και μη προλάβωσιν εκείνοι να φυλαχθώσιν.

 

Εν τω μεταξύ, το πλοίον μετά του λοιπού πληρώματος, άμα τη ανατολή του ηλίου, υπήνεμον εκ μεσημβρίας, θα έπλεεν εις τον Άγιον Σώστην, καταντικρύ του φρουρίου, και όλη η μικρά στρατιά θα εκυρίευεν εξαπίνης την πόλιν.Οι θησαυροί των Βενετών, των Τούρκων, τα λάφυρα των Ελλήνων κλεφτών, όσοι είχον πατήσει κατά καιρούς τον πόδα εις την μικράν νήσον, την γενομένην πολλάκις ορμητήριον πολέμων και εκστρατειών και ούσαν αληθή δρόμον μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας, εφημίζοντο πόρρωθεν ως κεκρυμμένοι εις άγνωστα άντρα και υπόγεια του Κάστρου και όλης της νήσου. Αι γυναίκες του τόπου δεν ήσαν μεν ως αι χανούμισσαι μαλθακαί, αλλ’ εργατικαί, μελαγχροιναί και νόστιμαι εκρίνοντο άξιαι να στολίζωσι τα χαρέμια των αληθών πιστών ως σκλάβαι. Όταν οι πρόσκοποι έφθασαν εις την κορυφήν του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε πορφυρώσει την ανατολήν με την ροδίνην αλουργίδα της, και αι δύο θάλασσαι εφαίνοντο ένθεν και ένθεν εξαπλούμεναι, η μία ως οθόνη με κυανούν στήμονα και με άλικην κρόκην, δεχομένη τας ανταυγείας της παμφαούς ανατολής, η άλλη ως υπόσκιος μελανή άρουρα, φέρουσα την σκωρίαν του σκότους ακόμη εγκατεσπαρμένην.Τότε οι βάρβαροι εστάθησαν εις μίαν στενωπόν, αόρατοι, υπό τα πεύκα, εξ ων ήτο κατάφυτον το βουνόν, και ο αρχηγός τους διέταξε να μοιρασθώσιν εις τρεις ομάδας και να βαδίσωσιν εκάστη χωριστά, εις πεντακοσίων βημάτων απόστασιν η μία από της άλλης, διά να μη φανώσιν ύποπτοι εις πάντα αγροδίαιτον, όστις τυχόν ορθρίζων από της αυγής εις το βουνόν θα τους παρετήρει μακρόθεν. Είχον κρύψει επιμελώς τα όπλα υπό τα πλατέα βουρνούζια των, είχον αφαιρέσει τα σαρίκια από τα φέσια των τα μακρά, ορθά και υποστρόγγυλα, και ωμοίαζον με Ανατολίτας ζωεμπόρους ή με περιπλανωμένους πραγματευτάς.Η οδός διά το Κάστρον, εάν εκατηφόριζαν κατ’ ευθείαν από της κορυφής του Αγίου Κωνσταντίνου εις την κοιλάδα την καλουμένην «τ’Αρβανίτη», ήτο πολύ συντομωτέρα, αλλ’ ο γερο-Σολμάν, επειδή είχε βάλει σημάδι την υψηλοτέραν κορυφήν, την Καραφιλτζανάκαν λεγομένην, τους ωδήγησεν ανατολικώτερον προς τα δεξιά, και κατήλθον εις την ωραίαν γραφικήν τοποθεσίαν του Προφήτου Ηλιού, όπου έπιον ύδωρ δροσερόν εκ της κρήνης της διαυγούς, υπό την αμφιλαφή σκιάν γιγαντιαίων πλατάνων.

 

Ήτο ήδη περί τα τέλη Απριλίου, και με όλην την επικρατούσαν δρόσον, ήτο άκρα νηνεμία, και η ημέρα προηγγέλλετο λίαν θερμή, ει και ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει ακόμη.Εκείθεν στραφέντες προς τα βορειανατολικά, διέτρεξαν μέγα επικλινές οροπέδιον, οπόθεν η θέα εκτείνεται ανά το Αιγαίον αχανής μεταξύ του υψηλού Άθω, της Ευβοίας και των νήσων, και όταν έφθασαν εις την ρίζαν του βουνού της Καραφιλτζανάκας, ήρχισαν ν’ ανέρχωνται προς τα αριστερά βορειδυτικώτερον.Εισήλθον εις το σύνδενδρον σκιερόν ρεύμα, εις θέσιν καλουμένην «Κρύο Πηγάδι», γείτονα των «Τριών Σταυρών», όπου το παμπάλαιον φρέαρ είναι στοιχειωμένον, και παρά το χείλος αυτού ουχί σπανίως εξέρχονται φαντάσματα, συν τοις άλλοις εις αράπης με την τσιμπούκα, ουχί Άραψ μελαψός, όπως αυτοί, αλλ’ Αιθίοψ παμμέλας, ως εξ εβένου. Ο γερο-Σολμάν, όστις εγνώριζε το πράγμα, τους επρότεινε κι έκαμαν όλοι, ανατέλλοντος ήδη του ηλίου, ευσεβή προσευχήν, κροτήσαντες τρις τα μέτωπα εις το λιθόστρωτον, επικαλούμενοι ίλεων την σκιάν του αρχαίου ομοθρήσκου των, όστις τις οίδε διά ποίαν αμαρτίαν, είχε μείνει έξω του παραδείσου και το φάσμα του εξηκολούθει μετά τόσα έτη να περιπλανάται εις την μελαγχολικήν εκείνην τοποθεσίαν.Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχεν καιρόν να τας οδηγήσει οπίσω εις την μάνδραν και να τας ασφαλίσει. Βοσκόν άλλον ν’ αφήσει αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παλιόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον. Τις οίδεν αν δεν επώλησε το ήμισυ της καρδάρας, της προωρισμένης διά τον κολλήγαν, αντί ημισείας δωδεκάδος ιχθυδίων παστών;Ο βοσκός ολίγα μόνον βήματα έτρεξεν επί της μεγάλης οδού και είτα εστράφη προς αριστερά και εχώθη εν μέσω συστάδος θάμνων. Δεν ήτο μωρός αυτός να υπάγει εις το Κάστρον διά της μεγάλης οδού, την οποίαν είχε δείξει αρτίως εις τους κλέπτας. Εγνώριζε παμπόλλας πλαγίας οδούς και μονοπάτια γνωστά μόνον εις τους ανθρώπους του επαγγέλματός του. Εκεί μεταξύ των θάμων, ήρχιζεν ένα μονοπάτι γνωστότατον αυτώ· χιλιάκις το είχε διατρέξει. Δια του μονοπατίου τούτου θα προελάμβανε τους πειρατάς κατά χίλια τουλάχιστον βήματα. Είχε καιρόν να υπάγει, να έλθει, κι εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη!Ήτο μονοπάτι και ήτο κρημνός. Ωμοίαζε με τον κρημνόν και με το μονοπάτι του δημώδους άσματος. Αλλ’ εγνώριζεν αυτός από κρημνούς, καθώς και από μονοπάτια. Από τέτοια «δεν ίδρωνε το μάτι του».

 

Επάτει τόσον ελαφρά εις την γην, ώστε δεν άφηνε σχεδόν ίχνος. Εις το επίπεδον οι πόδες του έκοπτον ως τροχοί, εις το κρημνώδες προσεκολλώντο ως αρπάγαι. Οι καλώς εσφιγμένοι περί τα σφυρά και φολιδοειδώς ανερχόμενοι εις την κνήμην ιμάντες των πεδίλων του ήσαν ως πτερά εις τους πόδας.Έτρεχεν, έτρεχεν, αναρριχώμενος εις βράχους, υπερπηδών χάνδακας, κατερχόμενος την κρημνώδη ακτήν, ταλαντευόμενος επί του πρανούς, όπου άγρια ανθύλλια και θάμνοι άζωοι και άφυλλοι ασφοδελοί εφύοντο μόνον, αιωρούμενος υπεράνω του πελάγους, προσπαίζοντος μαλθακώς προς τους βράχους της απορρώγος ακτής, έτρεχε και συχρόνως εμελέτα νοερώς το σχέδιόν του. Οι εν τω φρουρίω είχον την συνήθειαν, υπό της ανάγκης υπαγορευθείσαν, ν’ αναβιβάζωσι την γέφυραν καθ’ εκάστην μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, να την καταβιβάζωσι δε το πρωί άμα τη ανατολή. Εάν εύρισκε την γέφυραν υψωμένην ακόμη, αν και προ πολλού είχεν εξημερώσει ήδη, θα εφώνει εις τον φύλακα της πύλης του φρουρίου να μη την καταβιβάσει, δι’ όνομα Θεού· εάν την εύρισκε καταβιβασμένην, ως ήτο πιθανόν, θα τον εξώρκιζε να την σηκώσει, να την υψώσει, να την μεταρσιώσει, κόπτων πάσαν συγκοινωνίαν με την ξηράν, αν αγαπά τον Θεόν, άλλως το Κάστρον χάνεται.Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι.Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού κι επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξει, να μη ψεύσει το όνομά του.Είτα διά το ασφαλέστερον κατήλθεν ακόμη χθαμαλώτερον προς τον αιγιαλόν και πάλιν ήρχισεν ελαφρά και γοργά πατών ν’ανέρχηται προς την γέφυραν του Κάστρου. Ευρίσκετο ενώπιον του φρουρίου.Φοβερόν βραχώδες βάραθρον, όπου ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπον, άβυσσος ξηρά, αιωρουμένη υπεράνω της υγράς αβύσσου, χάσκει υπό την γέφυραν.Η γέφυρα ήτο υψωμένη ακόμη, αν και ο ήλιος είχεν ανατείλει προ μικρού.Ο βοσκός δεν ηδυνήθη την ώραν εκείνην να μη ενθυμηθεί τον παραγυιόν του και ηπόρει τι να έγινε. Μην έπαθε τυχόν τίποτε, μην έπεσε (Θεός φυλάξει) εις τας χείρας των κορσάρων, μήπως τον συνέλαβον ούτοι περιπλανώμενον και τον επήραν σκλάβον; Διότι ο βοσκός ενόει αμυδρώς ότι, αν αυτού εφείσθησαν οι βάρβαροι, το έκαμαν εκ περισσής προφυλάξεως, διά να μη προδοθώσι πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον.

 

Αλλ’ όχι, ο παραγυιός του δεν είχε πάθει (σίδερο στη μέση του!) τίποτε. Εκ της απορίας έμελλε να εξαχθεί ο βοσκός πριν μάλιστα ερωτήσει.Ασμαίνων ο πτωχός Τσομπάνος εστάθη αριστερόθεν, κρυπτόμενος παρά την βάσιν του υψηλού πετρίνου θριγκού, και ήρχισε μεγαλοφώνως να καλεί τον πυλωρόν του φρουρίου:  Ε! απ’ το Κάστρο! ε! πορτάρη!Ουδεμία φωνή απήντησεν.Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής το Ε! πορτάρη! ε! απ’ την Ταράτσα! ε! απ’ το Κιόσι!Ταράτσα ήτο υψηλός ακρόδομος υπεράνω της σιδηράς πύλης κτισμένος, με τας πολεμίστρας και με την απαραίτητον ζεματίστραν του, την ύπερθεν της πύλης μακράν οπήν, δι’ ης ως τελευταίον όπλον και καταφύγιον , ηπείλουν να ζεματίσωσι πάντα επιδρομέα κατορθώσαντα να ζυγώσει εις την σιδηράν πύλην κι επιχειρούντα να την βιάσει. Κιόσι (κιόσκι) ήτο το μικρόν περίπτερον, όπου συνερχόμενοι εβουλεύοντο ή απλώς ηργολόγουν οι προεστοί με την μακράν τσιμπούκαν, με τας ποικιλτάς μανίκας και τας κεντητάς ζώνας των. Και πάλιν εκ τρίτου επανέλαβεν.  Ε! πορτάρη! ε! σεις οι προεστοί!Την φοράν ταύτην ηκούσθη βραχνός ο βαρύς και οξύς τριγμός των σιδηρών μοχλών. Αλλ’ ουχ ήττον παραδόξως η πύλη έμεινε κλειστή, ως να μετενόησεν εκείνος, όστις έμελλε να την ανοίξει.Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας από του ύψους του ακροδόμου ηκούσθη φωνή:Ε! συ, πώς βιάζεσαι τόσο, Τσόμπανε; Έχε υπομονή να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή θέλεις να σ’ ανεβάσω και σε με το παλάγκο, καθώς ανέβασα τον παραγυιό σου την αυγή;Τον ανέβασες με το παλάγκο; είπεν αυτομάτως ο βοσκός. Έφερε το γάλα του κυρ Αναγνώστη του προεστού, και ο κυρ Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ κατέβασα το παλάγκο, για να περάσει την καρδάρα στον γάντζο, κι η αφεντιά του εδέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου πει. Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ’ εκοίταζε και γελούσε σαν μαϊμού. Είπα να του παίξω καμμιά δουλειά, ν’ αφήσω μια το σκοινί, που να του φανεί ο ουρανός σφοντύλι… να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή… Μα ας έχει χάρη, λυπήθηκα το γάλα του κυρ Αναγνώστη, ειδεμή, ένα τσομπανόπουλο ολιγώτερο, ένα περισσότερο, θελά χάσει, κατάλαβες, η Πόλη...Δε με μέλει εμένα γι’ αυτά, του εφώνησεν απ’ αντικρύ ο βοσκός αρχίσας να δυσφορεί επί τη πολυλογία του φύλακος, όστις αόρατος όπισθεν του τοίχου, διά της πολεμίστρας βλέπων τον βοσκόν, ευχαριστείτο να τον πειράζει, καπνίζων το βραχύ τσιμπούκι του, έχων αξιώσεις δημογεροντικάς και τρέφων περιφρόνησιν προς το γένος των ποιμένων.

 

Και για τι πράματα εσένα σε μέλει; απήντησεν ο πυλωρός μιμούμενος την επίρρινον φωνήν του αιπόλου.Άκουσε να σου πω! πού είσαι! έκραξεν ανυπόμονος ούτος, τρέχα να πεις στους προεστούς, το καλό π’ σας θέλω, να μην κατεβάσετε σήμερα το γεφύρι! Το καλό π’ σας θέλω! Ακούς; Να μην κατεβάσουμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικώς ο πυλωρός όπισθεν της πολεμίστρας. Να μην το κατεβάσετε! εφώνησεν εμφαντικώτερον ο βοσκός.Και γιατί; Εσύ θα μας προστάξεις; Να μην ωνειρεύτηκες τίποτε;Και ήτο έτοιμος, όπως πρότερον ανέβαλε ν’ ανοίξει τας πύλας του φρουρίου, απλώς διά να βασανίσει τον βοσκόν, διότι τον ενόμισε θέλοντα να εισέλθει εις το φρούριον δι’ ιδιαιτέραν του υπόθεσιν, ούτω τώρα ν’ ανοίξει την πύλην και να σηκώσει διά του αρχετύπου μοχλού την γέφυραν μίαν ώραν αρχύτερα, εις το πείσμα του αιπόλου, κελεύοντος να μείνει υψωμένη η γέφυρα.Ο μπαρμπα-Δήμος (ούτως εκαλείτο ο πυλωρός του φρουρίου) ήτο η παραξενιά και η αντιλογία εμπρόσωπος.Ήρθαν κλέφτες! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου! Κλέφτες; Κορσάροι; επανείπε και ο μπαρμπα-Δήμος. Σύρε να πεις στους προεστούς, πες και του κυρ Αναγνώστη του κολλήγα μου χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν’ στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν’ από δέκα-δωδεκα. Θα είναι κι άλλοι κρυμμένοι. Δεν ξέρω πού έχουν αραμένο το καΐκι τους… Ως τόσο τους είδα. Ήρθαν να ερωτήσουν το δρόμο του Κάστρου από μένα...Ο μπαρμπα-Δήμος ήρχισε να λαμβάνει υπό σπουδαιοτέραν όψιν το πράγμα. Εν τούτοις όπως μη αφήσει εξ ολοκλήρου την αντιλογίαν του: Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; εφώναξε. Πού θελά βρεθούν οι κορσάροι; Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. Όπου κι αν είναι έφτασαν! Μην κατεβάζεις το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδεια οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια και στο Πρεγάδι κι αλλού, για να μη σας πατήσουν νύχτα!Και ταύτα λέγων, ο βοσκός ήρχισε ν’ απομακρύνεται από την γέφυραν. Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπαρμπα-Δήμος.Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδείς.Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.Εγώ έχω τα γίδια μου και ξέρω κι όλες τις σπηλιές να κρυφτώ, απήντησεν ο βοσκός.Τω όντι, την τελευταίαν στιγμήν του ήλθε του μπαρμπα-Δήμου η απορία: διατί, αν πράγματι είχαν έλθει πειραταί, ο Τσόμπανος δεν εφρόντιζε και περί της προσωπικής ασφαλείας του. Αλλ’ ο βοσκός εξηκολούθησε ν’ απομακρύνεται και μετ’ ολίγον έγινεν άφαντος.

 

Ο μπαρμπα-Δήμος ήρχισε να σταυροκοπήται αφειδώς όπισθεν της πολεμίστρας, είτα έσπευσε να καταβεί από την Ταράτσαν και εισήλθεν εις το Κιόσκι και μετέδωκε την είδησιν εις τους δημογέροντας του φρουρίου.Τω όντι, ούτε η ιδέα δεν του ήλθε του πτωχού  αιπόλου του βόσκοντος ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, να ζητήσει παρά του μπαρμπα-Δήμου να του ρίψει την σχοινίνην κλίμακα ή να του καταβιβάσει τον κάλων με την αρπάγην και την θηλειάν, δι’ ης ανήλθεν εις την Ταράτσαν του φρουρίου ο παραγυιός του, κατά την αφήγησιν του πυλωρού· αλλά πρώτον ήλπιζεν ότι οι πειραταί δεν θα υπωπτεύοντο το παρ’ αυτού γενόμενον διάβημα, έπειτα αυτός, όστις εγνώριζεν όλους τους κρημνούς και όλα τα μονοπάτια, εγνώριζεν επίσης και όλα τα σπήλαια και τας κρύπτας, τας ανοιγομένας ανά τας βραχώδεις βορεινάς εσχατιάς της νήσου. Ελυπείτο δε το πτωχόν αιπόλιόν του, το οποίον εθεώρει ως παρακαταθήκην εμπιστευθείσαν αυτώ υπό της φειδωλής μοίρας του προς φύλαξιν.Ο κολλήγας του ο κυρ Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήτο άνθρωπος με ανοιχτό χέρι, βλέπεις, και αν ο πτωχός Τσόπανος έχανε τας αίγας του, ήτο κατεστραμμένος, και πολλάς ελπίδας δεν είχε να εύρει σερμαγιά διά ν’ αγοράσει άλλας. Έπειτα όλοι θα τον ωνόμαζαν ανάξιον. Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κι αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνον «σου κάνουν πρόσωπο», κι απ’ οπίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι, πάλιν «τύφλα!» σου φωνάζουν όλοι. Και ούτε ωνειροπόλει αμοιβήν ή μισθόν τινα, διότι, κατά το φαινόμενον, προσέφερε μεγάλην εκδούλευσιν εις τους συμπατριώτας του, αναγγέλλων τον επικρεμάμενον φοβερόν κίνδυνον και σώζων εκ φόνου και διαρπαγής ολόκληρον χωρίον. Αυτά είναι (πώς να είπει τις;) «ιερά πράγματα», και αν υπάρχει αμοιβή τις, θα είναι αλλού κάπου· είχεν αμυδράν την συναίσθησιν ταύτην.Τοιαύτά τινα ανελογίζετο ο πτωχός αιπόλος, ο βοσκών ολίγας αίγας εις το κατάμερον των Τριών Σταυρών, και ανήρχετο δρομαίος την ιδίαν ατραπόν, δι’ ης είχε κατέλθει εις το φρούριον.Αλλ’ όταν έφθασεν εις το ύψος του κρημνού, οπόθεν αρχίζει η ατραπός να διαχαράττηται, τρεις άνδρες κεκρυμμένοι εις τους θάμνους αναπηδήσαντες τον συνέλαβον. Ο βοσκός αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν. Οι ένοπλοι άνδρες εν ακαρεί τον εφίμωσαν και τον έδεσαν. Τον μετέφεραν δε πλησίον των συντρόφων των.

 

Ήτο η οπισθοφυλακή των Αγαρηνών, ήτις, φθάσασα εις την κοιλάδα την εκτεινομένην κάτω του ζυγώματος των Τριών Σταυρών, εύρε καλόν έρμαιον τας αίγας του πτωχού αιπόλου. Οι βάρβαροι έσφαξαν πάραυτα τρεις παχείς τράγους, και όσα ερίφια υπήρχον τα έγδαραν και τα εσούβλισαν.Επερίμεναν το σημείον των πέντε τουφεκισμών, το οποίον είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτών και των προπορευθέντων συντρόφων των. Άμα επατείτο το Κάστρον, είχον καιρόν να ψήσωσι τα σφάγια και να ευωχηθώσιν. Ουχ ήττον είς τούτων ήναψε πυρ και κατεγίνετο να ψήσει το τρυφερώτερον των εριφίων.Τρεις ή τέσσαρες αυτών είχον τοποθετηθεί παρά τον κρημνόν επισκοπούντες προς τον Άγιον Σώστην. Επερίμεναν οσονούπω την εμφάνισιν του πλοίου των.Αυτοί ούτοι ήσαν οι συλλαβόντες τον πτωχόν αιπόλον.Τον εκράτησαν εν ασφαλεία και δεν τον ενώχλησαν άλλως. Προφανώς ούτοι ευρίσκοντο εν αγνοία της καθόδου του βοσκού προς το φρούριον, και ουδ’ υπώπτευσαν ότι αυτός είχε φέρει εις τους συμπατριώτας του την είδησιν της αφίξεώς των.Παρήλθε μακρά ώρα και οι πειραταί ήρχισαν ν’ ανησυχώσι. Το μεν πλοίον εφάνη πλέον δειλώς πέραν του ακρωτηρίου της Αγίας Ελένης και ελθόν προσωρμίσθη ου μακράν του Αγίου Σώστη. Εκ του φρουρίου όμως ουδέν σημείον ηκούσθη.Τέλος, περί ώραν τετάρτην της ημέρας, όταν ο ήλιος είχεν ανέλθει ήδη πολύ υψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί των κάθιδροι και πνευστιώντες έφθασαν άπρακτοι πλησίον των.Ο πτωχός Τσόμπανος, ο δεσμώτης, ενόει εκ των οργίλων βλεμμάτων και εκ της θηριώδους εκφράσεως του προσώπου των (χωρίς να εννοεί τίποτε εκ της βαρβαροφώνου γλώσσης των), ότι εύρον τας πύλας του φρουρίου κλειστάς και την γέφυραν υψωμένην. Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του. Αίφνης είς των βαρβάρων διαπρεπής και μεγαλόσωμος, όστις εφαίνετο εξασκών εξουσίαν τινά επί τους άλλους, υψώσας τους οφθαλμούς προς ανατολάς είπεν αραβιστί: Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέσει ο προδότης εις τας χείρας μου, να τον θυσιάσω ως αυτούς τους τράγους!Ποίος προδότης; ηρώτησεν είς των συντρόφων του.Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γερο-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον. Τι είν’ αυτό; είπε.Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.Ιδού ο προδότης! σύντροφε, απήντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος προς τον ερωτήσαντα προηγουμένως.Και είτα ήρχισε να εξηγεί εν συντόμω προς τους πειρατάς, ότι εκ της κινήσεως ην παρετήρησεν εντός του Κάστρου με το εξησκημένον όμμα του, εκ των βλεμμάτων τα οποία εμάντευεν όπισθεν των πολεμιστρών επί του ακροδόμου, είχεν υποπτεύσει ότι κάποιος έδωκεν είδησιν εις τους απίστους περί της αφίξεως του μουσουλμανικού στρατεύματος.Ακολούθως τους ηρώτησε πού ηύραν τον άπιστον αυτόν. Οι σύντροφοι του διηγήθησαν ότι τον συνέλαβον αναρριχώμενον εις τον κρημνόν, εκεί κάτω, όπου τινές των ανδρών είχον κρυβεί παραμονεύοντες.Και τότε ηλήθευσε διά μυριοστήν φοράν η δεσποτική πρόρρησις, και είς περιπλέον ενώμοτος βάρβαρος έδοξε λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ.Απήχθη μεταξύ των ερεικών και σχοίνων, όπου δειλά ανθύλλια εποίκιλλον τον πράσινον εαρινόν της γης τάπητα· εκεί τον έσυραν οι Αγαρηνοί αλαλάζοντες κι εκεί έλουσε με το αίμα του τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους, και ζέον ρείθρον εκοκκίνισε την γην, ήτις ευμενής το εδέχθη, η δε αύρα πραεία ανέλαβεν επί πτίλων την πνοήν του, κι εκεί εκοιμήθη τον ύπνον τον παραδείσιον, πτωχός αιπόλος! μιμηθείς τον Ποιμένα τον καλόν, τον τιθέντα την ψυχήν υπέρ των προβάτων.Και ύστερον, πώς να μη μοσχοβολά το χώμα;

     

1891                                                                                                                       

ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΤΟ ΔΟΞΑΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

 

 

Μοιάζει η ώρα εκείνη,να είναι σαν μεγάλη,στρωμένη τράπεζα,που μετέχουν σιωπηρά,προσευχόμενοι,χωμάτινοι,ταπεινοί Ταξιάρχες,που εναγκαλίζονται τρις,στην αναστάσιμη χαρά αυτής της  επαναστατημένης,πνευματικής βραδιάς,κάθε νύχτα είναι ανάσταση και κάθε ανάσταση μετέχει του Φωτός,που οσονούπω θ' ανατείλλει,δεν χορταίνεις,να μιλάς για προσευχή,είναι κι αυτή συστημένο δώρο του Χριστού στους Ορθοδοξάζοντες,ταπεινούς ανθρώπους,που χαμηλώνουν το κεφάλι στην ανόητη,κατάσχημη,υποβολιμιαία έπαρση και πατούν το πόδι στο Εγώ τους,έτσι,που να το λιώσουν κατάχαμα σαν γλειώδες,συρόμενο στην γη σκουλήκι,που απομυζεί το χαροποιό πένθος και την αναστάσιμη ελπίδα,ένα κερί αναμμένο είναι η ζωή μας,που λιώνει λίγο-λίγο ανεπαίσθητα,μέχρι που εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει,πως υπήρχε...


 
 
Η προσευχή είναι απροκάλυπτη χαρά στα μάτια των νηπίων,νεογνών ανθρώπουν,που θωρούν στην  πεφιλημένη εικόνα του ουράνιου Πατρός,τον φυσικό τους,άχρονο,βιολογικό Πατέρα,Τον αγαπούν, ως ανασφαλή,απροστάτευτα,μπουσουλώντα βρέφη,η διαβαθμισμένη αγάπη τους απολυτοποιείται  στην εφήμερη,βιοπαλαιστικήΧριστοφόρα βιωτή τους,η μελισσοκέρινη προσευχή τους είναι το δοξάρι της αμετάκλητης,εκλογικευμένης Πίστης τους,που σταυρώνεται θυσιαστικά στις μετέωρες, αρπαχθείσες νύχτες μπροστά στο φεγγοβολών,ευταξιακό εικόνισμα,μες στο σκοτάδι η λύπη αποκαθηλώνεται από την ακάνθινη,προσευχητική χαρά τους,αυτό το πλάκωμα στα στήθη εκμηδενίζεται από υμνικά,σταυρωμένα επιθέματα,πανδαισία χρωμάτων,γονυκλισιών και αρωμάτων είναι η απρόσκοπτη,κατά μόνας προσευχή,που η δίψα της είναι ανέκφραστα ατελείωτη, και λογικά μη εξηγήσιμη,μετά τον Εσπερινό,το Απόδειπνο και μετά το Μεσονυκτικό,άντε και λίγο από τον Όρθρο,να γευθείς όλα τα γλυκά,μεθυστικά αρώματα των ιερών γραμμάτων,σαν μοναστικά μοσχοθυμυρισμένα θυμιάματα,η ηδύτητα του κυππαρισιού,η απογείωση της γαρδένιας,η Άνοιξη του γιασεμιού κι ο επιβλητικός μύρος του νυχτολούλουδου,η Προσευχή Θεέ μου είναι χορεία αγγέλων που κρατούν τον ίσο στην ταπεινά εκπέμπουσα υμνωδία του πιστού,το δωμάτιο αίφνις μένει ασκεπές,το ασημένιο χρώμα των μετέωρων αστέρων προσφέρει την φωτεινή παρηγορία του και εκείνο το μυστήριο του φεγγραριού εκλύεται μπροστά στον αναδυόμενο Τριαδικό ύμνο,που εναρμονίζει   τα σύμπαντα και εξαγνίζει τις πάσχουσες,παθολογικές ψυχές,μοιάζει η ώρα εκείνη,να είναι σαν μεγάλη,στρωμένη τράπεζα,που μετέχουν σιωπηρά,προσευχόμενοι,χωμάτινοι,ταπεινοί Ταξιάρχες,που εναγκαλίζονται τρις,στην αναστάσιμη χαρά αυτής επαναστατημένης,πνευματικής βραδιάς,κάθε νύχτα είναι ανάσταση και κάθε ανάσταση μετέχει του Φωτός,που  οσονούπω   θ' ανατείλλει,δεν χορταίνεις να μιλάς για προσευχή,είναι κι αυτή συστημένο δώρο του Χριστού στους ορθοδοξάζοντες,ταπεινούς ανθρώπους, που χαμηλώνουν το κεφάλι στην ανόητη,κατάσχημη,υποβολιμιαία έπαρση και πατούν το πόδι στο Εγώ τους,έτσι,που να το λιώσουν κατάχαμα σαν γλειώδες,συρόμενο στην γη σκουλήκι,που απομυζεί το χαροποιό πένθος και την αναστάσιμη ελπίδα,ένα κερί αναμμένο είναι η ζωή μας,που λιώνει λίγο-λίγο ανεπαίσθητα,μέχρι που εξαφανίζεται και κανείς δεν ξέρει,πως υπήρχε,η Πατρίδα περιμένει εκεί στους απόκοσμους,ετοιμασμένους ουρανούς,η προσευχή και πάλι είναι το δοξάρι της μετανοημένης,αισθαντικής,βασανισμένης παρουσίας μας,τα βράδυα αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας,ζωγραφίζουν την Πίστη,ως έκθαμβο,αγιοπρεπές θήλυ,που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη,πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων,πορφυροφορούσα κόρη,που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδακινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών,η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας,δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων,σουλατσάρει σε χλοερούς,φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών,,βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων,λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα,που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής,η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού,που μικρά,βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγάθια του αγρού,το ανταριασμένο βουιτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων,που στέκονται πάντα όρθια,νοικοκύρηδες,φρεσκοπλυμμένοι χωρικοί,που τις Κυριακές παίρνουν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών,βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο,εκείνον τον ταπεινό,ολιγογράμματο ιερέα,που έβγαινε στον άμβωνα,να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης,ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα,που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια,σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα,ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο,ταιριαστό μπαχτσέ,με τις ντάλιες,τους κατιφέδες και τους κρίνους,η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών,κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβύθια,τις ελιές και το αχνισμένο,ζυμωτό ψωμί,χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου,σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών,η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών,παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή,στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και ανυπόκριτες,παιδικές προσευχές,είναι το θεικό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής,το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού,η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού,μακάριοι αυτοί που την βρήκαν,να τους περιμένει με το πρωινό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου!
 
 

 

 

Η Πίστη πάλι,κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών,κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβύθια,τις ελιές και το αχνισμένο,ζυμωτό ψωμί,χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου,σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών,η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών,παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή,στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς και σε ανυπόκριτες,παιδικές,αγαπημένες προσευχές...

 

 

                                                                                                     ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

 

 

 

Γεννᾶται μὲν ἀκριβῶς ἐκ κόρης μιαρᾶς, ἀλλὰ δὲν σαρκοῦται τοιουτοτρόπως. Θά ἔλθῃ δὲ ὁ παμμίαρος ἐν σχήματι τοιούτω, ὡς κλέπτης, διὰ νὰ ἀπατήσῃ τὰ σύμπαντα. Θά ᾖναι ταπεινός, ἥσυχος, θὰ μισῇ τὴν ἀδικίαν, θὰ ἀποστρέφηται τὰ εἴδωλα, θὰ προτιμᾷ τὴν εὐσέβειαν, ἀγαθός, φιλόπτωχος, εὐηδὴς καθ' ὑπερβολήν, εὐκατάστατος, ἱλαρὸς εἰς ὅλους, θὰ τιμᾷ πολὺ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ προσμένουσι τὴν ἔλευσιν ἐκείνου.Μεταξὺ δὲ πάντων τούτων, θὰ ἐκτελῇ σημεῖα καὶ τέρατα, φόβητρα μὲ πολλὴν ἐξουσίαν, θὰ προσπαθῇ δολίως νὰ ἀρέσῃ εἰς ὅλους, διὰ νὰ ἀγαπηθῇ ταχέως ἀπὸ πολλούς, δὲν θὰ λάβῃ δῶρα, δὲν θὰ λαλήσῃ μεθ' ἡμῶν, θὰ φαίνηται κατηφής, θὰ ἐξαπατᾷ τὸν κόσμον ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εὐταξίας, ἕως οὗ βασιλεύσῃ. Ὅταν λοιπὸν ἴδωσι λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τοιαύτας ἀρετὰς καὶ δυνάμεις, ἑννοῦνται ὅλοι συγχρόνως μὲ μίαν γνώμην, καὶ μὲ χαρὰν μεγάλην κηρύσσουσι αὐτὸν βασιλέαν, λέγοντες μεταξύ των.

 

 
Πολλῶν προσευχῶν καὶ δακρύων ἔχομεν ἀνάγκην ἀγαπητοί, διὰ νὰ εὑρεθῶμεν ἀκλόνητοι εἰς τοὺς πειρασμούς. Διότι πολλά εἶναι τὰ φαντάσματα, τὰ ὁποία γίνονται ἀπό τὸ θηρίον. Διότι ἐπειδὴ εἶναι Θεόμαχον θέλει ὅλοι ν' ἀπολεσθῶσι διότι τοιοῦτον τρόπον μεταχειρίζετα ὁ Τύραννος, ὥστε ὅλοι νὰ βαστάζωσι τὴν σφραγίδα τοῦ Θηρίου ὅταν θὰ ἔλθῃ ν' ἀπατήσῃ τὰ σύμπαντα.Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολήν τοῦ θηρίου διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας. Ἄρχεται ἀπό τὴν γαστέρα ἵνα ὅταν τις στενοχωρηθῇ μὴ ἔχων φαγητά, ἀναγκασθῆ νὰ λάβῃ τὴν σφραγίδα ἐκείνου, ὄχι ὡς ἔτυχεν, εἰς πᾶν μέρος τοῦ σώματος,ἀλλ' εἰς τὴν δεξιάν χείρα καὶ εἰς τὸ μέτωπον, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ ἐξουσίαν ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμῃ μὲ αὐτήν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, μήτε πάλιν εἰς τὸ μέτωπον νὰ σημειώσῃ τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου. Διότι γνωρίζει ὁ ἄθλιος, ὅτι ὅταν ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου σφραγισθῇ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου λύει πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ Ἐχθροῦ καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιάν τοῦ ἀνθρώπου.Λοιπόν, ἀδελφοί μου, φρικτὸς εἶναι ὁ ἀγὼν εἰς ὅλους τοὺς φιλοχρίστους ἀνθρώπους, ἵνα μέχρις ὥρας τοῦ θανάτου μὴ δειλιάσωσι, μηδὲ ἀμελήσωσιν, ὅταν χαράσσῃ ὁ Δράκων τὴν σφραγῖδά του, ἀντὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Διότι πάντα τρόπον μεταχειρίζεται, ἵνα οὐδόλως ὀνομάζηται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος εἰς τὸν καιρόν τοῦτον. Τοῦτον δὲ κάμνει φοβούμενος καὶ τρέμων τὴν ἁγίαν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν. Διότι ἐὰν τις δέν σφραγίζηται μὲ τὴν σφραγῖδα ἐκείνου, δὲν γίνεται αἰχμάλωτος εἰς τὰ φαντάσματα ἐκείνου, οὔτε ὁ Κύριος ἀπομακρύνετα ἀπ' αὐτοῦ, ἀλλὰ τὸν φοβίζει καὶ τὸν σύρει, πρὸς ἑαυτόν. Πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, ὅτι τὰ φαντάσματα τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἀποτρόπαια. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται μὲ γαλήνην διὰ ν' ἀποκρούση δι' ἡμᾶς τὰ τεχνάσματα τοῦ Θηρίου. Τὴν στερεὰν πίστιν τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινώς βαστάζοντες, θὰ κάμωμεν τὴν δύναμιν τοῦ τυράννου εὐκλόνιστον. Ἄς ἀποκτήσωμεν λογισμόν ἀμετάθετον καὶ σταθερότητα, καὶ τότε ἀπομακρύνεται ἀφ' ἡμῶν ὁ ἀσθενής ἐχθρός, μὴ ἔχων τὶ νὰ κάμῃ. Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί φιλόχριστοι, ἄς μὴ γινώμεθα μαλθακοί, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπαραίτητος ἀγὼν εἶναι ἐπὶ θύρας· ἄς ἀναλάβωμεν λοιπόν τὸν θυρεόν τῆς πίστεως. Ἕτοιμοι λοιπόν γίνεσθε καθώς πιστοὶ οἰκέται, μὴ δεχόμενοι ἄλλον· ἐπειδὴ ὁ κλέπτης, καὶ ἀλάστωρ, καὶ ἄσπλαγχνος μέλλει νὰ ἔλθῃ πρῶτος εἰς ὡρισμένους καιρούς, θέλων νὰ κλέψῃ, νὰ θύσῃ, καὶ νὰ ἀπολέσῃ τὴν ἐκλεκτὴν ποίμνην τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ, καὶ ἐπὶ τούτω ἀναλαμβάνει σχῆμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος.Ἄς μάθωμεν, ὦ φίλοι, μὲ ποῖον σχῆμα ἔρχεται εἰς τὴν γῆν ὁ ἀναίσχυντος ὄφις. Ἐπειδὴ ὁ Σωτήρ, θέλων νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἐτέχθη ἐκ Παρθένου, καὶ ἐν σχήματι ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν ἐχθρόν μὲ τὴν ἁγίαν δύναμιν τῆς Θεότητος Αὐτοῦ, ἠθέλησε καὶ οὗτος ν' ἀναλάβῃ τὸ σχῆμα τῆς αὐτοῦ παρουσίας διὰ νὰ μᾶς ἀπατήσῃ. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν γῆν ἐν νεφέλαις φωτειναῖς ὡς ἀστραπὴ φοβερά, ὁ δὲ ἐχθρὸς δὲν θὰ ἔλθῃ τοιουτοτρόπως, διότι εἶναι ἀποστάτης. Γεννᾶται μὲν ἀκριβῶς ἐκ κόρης μιαρᾶς, ἀλλὰ δὲν σαρκοῦται τοιουτοτρόπως. Θά ἔλθῃ δὲ ὁ παμμίαρος ἐν σχήματι τοιούτω, ὡς κλέπτης, διὰ νὰ ἀπατήσῃ τὰ σύμπαντα. Θά ᾖναι ταπεινός, ἥσυχος, θὰ μισῇ τὴν ἀδικίαν, θὰ ἀποστρέφηται τὰ εἴδωλα, θὰ προτιμᾷ τὴν εὐσέβειαν, ἀγαθός, φιλόπτωχος, εὐηδὴς καθ' ὑπερβολήν, εὐκατάστατος, ἱλαρὸς εἰς ὅλους, θὰ τιμᾷ πολὺ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ προσμένουσι τὴν ἔλευσιν ἐκείνου.Μεταξὺ δὲ πάντων τούτων, θὰ ἐκτελῇ σημεῖα καὶ τέρατα, φόβητρα μὲ πολλὴν ἐξουσίαν, θὰ προσπαθῇ δολίως νὰ ἀρέσῃ εἰς ὅλους, διὰ νὰ ἀγαπηθῇ ταχέως ἀπὸ πολλούς, δὲν θὰ λάβῃ δῶρα, δὲν θὰ λαλήσῃ μεθ' ἡμῶν, θὰ φαίνηται κατηφής, θὰ ἐξαπατᾷ τὸν κόσμον ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εὐταξίας, ἕως οὗ βασιλεύσῃ. Ὅταν λοιπὸν ἴδωσι λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τοιαύτας ἀρετὰς καὶ δυνάμεις, ἑννοῦνται ὅλοι συγχρόνως μὲ μίαν γνώμην, καὶ μὲ χαρὰν μεγάλην κηρύσσουσι αὐτὸν βασιλέαν, λέγοντες μεταξύ των. Μήπως ἆρα εὑρίσκεται ἄνθρωπος ἄλλος τόσον ἀγαθὸς καὶ δίκαιος; Ἀνορθοῦται δὲ εὐθέως ἡ βασιλεία ἐκείνου, καὶ θὰ παρατάξῃ μεθ' ἡμῶν τρεῖς βασιλεῖς μεγάλους. Ἔπειτα ὑψοῦται ἡ καρδία του καὶ θὰ ἐμέσῃ ὁ Δράκων τὴν πικρότητά του. Ταράσσων δὲ τὴν οἰκουμένην κινεῖ τὰ πέρατα, θλίβει τὰ σύμπαντα, καὶ μιαίνει τὰς ψυχάς. Ὄχι πλέον ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πολὺ αὐστηρὸς εἰς ὅλα· Ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, ἀκατάστατος, φοβερός, ἀηδής, καὶ προσπαθῶν νὰ έμβάλῃ εἰς τὸν βόθρον τῆς ἀσεβείας ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος. Πληνθύνει σημεῖα ψευδῶς, καὶ ὄχι ἀληθῶς· καὶ ἐνῷ παρίσταται, πολὺς λαὸς καὶ εὐφημεῖ αὐτόν, βάλλει φωνήν ἰσχυράν, ὥστε νὰ σαλευθῇ ὁ τόπος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἴστανται οἱ ὄχλοι, λέγων. Γνωρίσατε ὅλοι οἱ λαοὶ τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν ἐξουσίαν· μεταθέτει ὄρη, καὶ ἀνάγει νήσους ἀπό τὴν θάλασσαν μὲ πλάνην καὶ φαντασίαν καὶ ἐνῷ πλανᾷ τὸν κόσμον καὶ φαντάζει τὰ σύμπαντα, πολλοὶ θὰ δοξάζωσι καὶ θὰ πιστεύωσιν αὐτὸν θεὸν ἱσχυρόν.Τότε θὰ θρηνῇ δεινῶς καὶ θὰ στενάζῃ πᾶσα ψυχή· τότε ὅλοι θὰ ὑποφέρωσι θλῆψιν ἀπαραμύθητον, ἡ ὁποία θὰ κατέχῃ αὐτοὺς νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ δὲν θὰ εὑρίσκωσιν οὐδαμοῦ παρηγορίαν. Τότε θὰ ἀποθνήσκωσι τὰ νήπια εἰς τοὺς κόλπους τῶν μητέρων, καὶ πάλιν ἡ μήτηρ θὰ ἀποθνήσκῃ ἐπάνω εἰς τὸ παιδίον· καὶ ὁ πατὴρ μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων τοῦ θ' ἀποθνήσκῃ εἰς τὰ αγοράς, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τις νὰ θάψῃ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς βάλῃ εἰς μνῆμα. Ἀπό τὰ πολλὰ δὲ θνησιμαῖα, τὰ ὁποῖα θὰ ρίπτονται εἰς τὰς πλατείας, θὰ ὑπάρχῃ παντοῦ δυσωδία, ἡ ὁποία θὰ στενοχωρῇ πολὺ τοὺς ζῶντας. Τὸ πρωῒ ὅλοι θὰ λέγωσι μετ' ὀδύνης καὶ στεναγμῶν πότε θὰ γίνῃ ἑσπέρα νὰ ἀναπαυθῶμεν ὀλίγον; ὅταν δὲ θὰ ἔλθῃ πάλιν ἡ ἑσπέρα θὰ λέγωμεν μὲ πικρότατα δάκρυα, πότε ἆρα θὰ φώτισῃ διὰ ν' ἀποφύγωμεν τὴ θλίψιν, ἡ ὁποία μᾶς κυριεύει; Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τόπος νὰ φύγῃ τις καὶ νὰ κρυβῇ, διότι τὰ πάντα θὰ ταραχθῶσι καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά.Διὰ τοῦτο εἶπεν εἰς ἡμᾶς ὁ Κύριος: Γρηγορεῖτε δεόμενοι ἀδιαλείπτως νὰ διαφύγητε τὴν θλῖψιν· θὰ ἦναι δυσωδίᾳ ἐν θαλάσσῃ, δυσωδίᾳ ἐπὶ τῆς γῆς, λιμοί, σεισμοί, ἐν θαλάσσῃ σύγχυσις, ἐπὶ τῆς γῆς σύγχυσις, ἐν θαλάσσης φόβητρα, φόβητρα ἐπὶ τῆς γῆς. Χρυσὸς πολύς καὶ ἄργυρος, καὶ μεταξωτά ἱμάτια, ἀλλὰ δέν θέλουσιν ὠφελήσει εἰς τὴν θλίψιν ἐκείνην, καὶ πάντες οἱ ἄνθρωποι μακαρίζουσι τοὺς ὅσοι ἀπέθανον πρίν ἔλθῃ ἡ μεγάλη θλῖψις ἐπὶ γῆς. Διότι ρίπτεται καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος εἰς τὰς πλατείας, καὶ οὐδείς ἐγγίζει αὐτά· ἐπειδὴ ὅλα εἶναι βδελυκτά. Πάντες σπουδάζουσι νὰ διαφύγωσι καὶ νὰ κρυβῶσιν, ἀλλ' οὐδαμοῦ εὑρίσκουσι τόπον διὰ νὰ κρυβῶσιν ἐκ τῆς θλίψεως. Πρὸς δὲ τούτοις μετὰ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς θλίψεως, καὶ τοῦ φόβου, εὑρίσκονται θηρία καὶ ἑρπετά δάκνοντα, ἔσωθεν φόβος καὶ ἔξωθεν τρόμος· καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρα θνησιμαῖα κεῖνται εἰς τὰς πλατείας. Εἰς πλατείας δυσωδία, εἰς τὰς οἰκίας δυσωδία, εἰς τὰς πλατείας πεῖνα καὶ δίψα, εἰς τὰς οἰκίας πεῖνα καὶ δίψα· εἰς τὰς πλατείας φωνὴ κλαυθμοῦ, εἰς τὰς πλατείας θόρυβος, εἰς τὰς οἰκίας θόρυβος· εἰς ἕκαστος μετὰ κλαυθμοῦ συναντᾷ τὸν ἕτερον· πατὴρ τὸ τέκνον καὶ υἱὸς τὸν πατέρα, μήτηρ τὴν θυγατέρα, φίλοι μετὰ φίλων ἐναγκαλισθέντες ἐκλείπουσι καὶ ἀδελφοί μετὰ ἀδελφῶν ἐναγκαλισθέντες ἀποθνήσκωσιν. Ἐμαράνθησαν καὶ τὰ κάλλη τοῦ προσώπου πάσης σαρκός. Γίνονται δὲ αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων ὡς νεκροῦ. Γίνεται βδελυκτὸν καὶ μισητὸν τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν. Θέλει μαρανθῇ πᾶσα σάρξ, καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι δὲ ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὸ φοβερόν θηρίον, καὶ ἔλαβον τὴν σφραγῖδα ἐκείνου, τὸν δυσεβῆ χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ, προστρέχοντες πρὸς αὐτὸν θὰ λέγωσι μετ' ὀδύνης. Δὸς εἰς ἡμᾶς νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν, διότι πάντες ἀποθνήσκομεν τῆς πείνης, καὶ ἀποδίωξον ἀφ' ἡμῶν πάντα τὰ ἰοβόλα θηρία. Καὶ μὴ ἔχων ὁ ἄθλιος ἀποκρίνεται πολὺ ἀποτόμως λέγων "πόθεν ἐγὼ θὰ δώσω εἰς ὑμᾶς νὰ φάγητε καὶ νὰ πίητε, ὦ ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς δέν θέλει νὰ δώσῃ βροχήν εἰς τὴν γῆν· ἡ γῆ πάλιν δέν ἔδωκε διόλου θέρος ἤ γεννήματα. Ἀκούοντες δὲ ταῦτα οἱ λαοί, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι, μὴ ἔχοντες παντελῶς παραμυθίαν θλίψεως, ἀλλὰ θὰ γίνῃ εἰς τὴν θλίψιν αὐτῶν θλίψις ἀπερίγραπτος, διότι τόσον προθύμως ἐπίσπευσαν εἰς τὸν Τύραννον. Διότι ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος δὲν δύναται οὐδὲ ἑαυτὸν νὰ βοηθήσῃ, καί πῶς θὰ ἐλεήσῃ αὐτούς;Εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας θὰ γίνῃ μεγάλη ἀνάγκη ἐκ τῆς πολλῆς στενοχώριας τοῦ Δράκοντος καὶ τοῦ φόβου, καὶ τοῦ σεισμοῦ, καὶ τοῦ ἤχου τῆς θαλάσσης, καὶ τοῦ λιμοῦ, καὶ τῆς δίψης, καὶ τῶν δηγμάτων τῶν θηρίων. Πάντες δὲ οἱ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντίχριστου, καὶ προσκύνησαντες αὐτόν, ὡς τὸν ἀγαθὸν Θεόν, δέν θέλουσιν ἔχει μερίδα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μετὰ τοῦ Δράκοντος θὰ βληθῶσιν εἰς τὴν γέενναν. 
 
 

 

Θέλει μαρανθῇ πᾶσα σάρξ, καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι δὲ ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὸ φοβερόν θηρίον, καὶ ἔλαβον τὴν σφραγῖδα ἐκείνου, τὸν δυσεβῆ χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ, προστρέχοντες πρὸς αὐτὸν θὰ λέγωσι μετ' ὀδύνης. Δὸς εἰς ἡμᾶς νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν, διότι πάντες ἀποθνήσκομεν τῆς πείνης, καὶ ἀποδίωξον ἀφ' ἡμῶν πάντα τὰ ἰοβόλα θηρία. Καὶ μὴ ἔχων ὁ ἄθλιος ἀποκρίνεται πολὺ ἀποτόμως λέγων "πόθεν ἐγὼ θὰ δώσω εἰς ὑμᾶς νὰ φάγητε καὶ νὰ πίητε, ὦ ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς δέν θέλει νὰ δώσῃ βροχήν εἰς τὴν γῆν· ἡ γῆ πάλιν δέν ἔδωκε διόλου θέρος ἤ γεννήματα. Ἀκούοντες δὲ ταῦτα οἱ λαοί, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι, μὴ ἔχοντες παντελῶς παραμυθίαν θλίψεως, ἀλλὰ θὰ γίνῃ εἰς τὴν θλίψιν αὐτῶν θλίψις ἀπερίγραπτος, διότι τόσον προθύμως ἐπίσπευσαν εἰς τὸν Τύραννον.

 
 
 

                                                                                                   Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 



Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδέστατου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξη πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανόν κτίσιν, καὶ νὰ ἐμβάλῃ δειλίαν, καὶ ὁλιγωρίαν, καὶ δεινήν ἀπιστίαν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποίηση τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, νὰ πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσῃ πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν ν' ἀπατήσῃ τὸν κόσμον· διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακά πράττοντα.

 

Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραίμ, καὶ πλήρης πλημμελημάτων, θέλω δυνηθῇ νὰ διηγηθῶ τὰ ὑπὲρ τὴν δύναμίν μου! Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς εὐσπλαγχνίας του, τοὺς ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε, καὶ δι' αὐτῶν τοὺς πανταχοῦ πιστοὺς κατεφώτισε, θέλει ἐνδυναμώσει καὶ ἡμῶν τὴν γλῶσσαν πρὸς ὠφέλειαν καὶ οἰκοδομήν, καὶ ἐμοῦ τοῦ λέγοντος καὶ πάντων τῶν ἀκροατῶν. Θὰ λαλήσω δὲ μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδέστατου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὅστις μέλλει νὰ ταράξη πᾶσαν τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανόν κτίσιν, καὶ νὰ ἐμβάλῃ δειλίαν, καὶ ὁλιγωρίαν, καὶ δεινήν ἀπιστίαν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ποίηση τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν δυνηθῇ, νὰ πλανήσῃ καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσῃ πάντας διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φαντασμῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων. Διότι κατὰ συγχώρησιν τοῦ ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσίαν ν' ἀπατήσῃ τὸν κόσμον· διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ πανταχοῦ διάφορα κακά πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἠθέλησαν νὰ ἀπομακρυνθῶσιν ἀπό τοῦ Θεοῦ, καὶ ν' ἀγαπήσωσι τὸν Πονηρόν, διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης συνεχώρησε.Μέγας εἶναι ὁ ἀγών, ἀδελφοὶ, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς πιστοὺς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνωνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ' αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσία·

 

ὅταν πάλιν δεικνύῃ ἑαυτόν ὡς Θεόν διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἵπταται εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πάντες οἱ δαίμονες σηκώνονται εἰς τὸν ἀέρα, ὡς ἄγγελοι, ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου· διότι φωνάζει μετὰ δυνάμεως, ἀλλάσσων μορφάς· καὶ ἐκφοβίζων καθ' ὑπερβολήν ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους· τότε, ἀδελφοί, τίς θέλει εὑρεθῇ τετειχισμένος, καὶ μένων ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχῃ τὸ σημεῖον ἐν τῇ ψυχῇ του, δηλαδὴ τὴν ἁγίαν παρουσίαν τοῦ μονογενοὺς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν; ὅταν ἴδῃ τὴν ἀπερίγραπτον ἐκείνην θλίψιν, ἥτις γίνεται πανταχοῦ εἰς πᾶσαν ψυχήν, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τελείως παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν ἐν γῇ καὶ θαλλάσσῃ· ὅταν ἴδῃ ὅτι συνταράσσεται ὁ σύμπας κόσμος, καὶ φεύγει ἕκαστος διὰ νὰ κρυβῇ εἰς τὰ ὄρη, καὶ ἄλλος μὲν ἀποθνήσκει τῆς πείνης· ἄλλος δὲ ἀναλύεται ὡς κηρὸς ἐν δεινῇ θλίψει, καὶ οὐδεὶς ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν· ὅταν ἴδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα, καὶ μετὰ πόθου ἐρωτῶντας τοὺς ἀνθρώπους, μήπως ἀκούεται λόγος Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; καὶ ἀκούει οὐδαμοῦ. Τὶς θέλει ὑποφέρει τὰς ἡμέρας ἐκείνας; Τὶς δὲ θὰ ὑπομείνῃ τὴν θλίψιν τὴν ἀφόρητον; ὅταν ἴδῃ σύγχυσιν τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν θέαν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἰδῆ ὅτι πολλοὶ προσκυνοῦσιν ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου, καὶ κράζουσι μετὰ τρόμου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Σωτὴρ ἡμῶν· ὅταν ἰδῇ ὅτι ἡ θάλασσα ταράσσεται, καὶ ἡ γῆ ξηραίνεται, οἱ οὐρανοί δὲν βρέχουσι, τὰ φυτὰ μαραίνονται· ἅπαντες δὲ οἱ ὄντες πρὸς ἀνατολάς, φεύγουσι πρὸς δυσμάς, ἐκ τῆς πολλῆς δειλίας καὶ πάλιν δὲ οἱ ὄντες πρὸς δυσμάς, φεύγουσι πρὸς ἀνατολάς μετὰ τρόμου, ὁ δὲ ἀναιδὴς εἰς πάντα τὰ πέρατα, ὥστε νὰ κηρύξῃ παρρησία, ὅτι βασιλεύς μέγας ἐφάνη μετὰ δόξης, ἔλθετε καὶ ἴδητε αὐτόν. Τὶς εἶναι ὁ ἔχων οὕτω ἀδαμαντίνην ψυχήν, ὥστε νὰ ὑποφέρῃ γενναίως ἅπαντα τὰ σκάνδαλα; Τὶς ἄρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὡς προεῖπον, ὥστε νὰ μακαρίσουσιν αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι;Ἐγὼ φιλόχριστοι καὶ τέλειοι ἀδελφοί, ἐφοβήθην ἐξ αὐτῆς τῆς ἐνθυμίσεως τοῦ Δράκοντος, μελετῶν καθ' ἑαυτόν τὴν θλίψιν, ἥτις μέλλει νὰ γίνῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους· διότι αὐτὸς ὁ Δράκων εἶναι μιαρός, καὶ φοβερὸς εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα γίνεται πικρότερος εἰς τοὺς δυναμένους νὰ νικῶσι τὰ φαντάσματα αὐτοῦ. Διότι τότε θὰ εὑρεθῶσι πολλοί εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεόν, δυνάμενοι νὰ σωθῶσιν εἰς τὰ ὄρη, καὶ εἰς τὰ βουνά, καὶ εἰς τοὺς ἐρήμους τόπους μετὰ πολλῶν δεήσεων καὶ ὑπερβολικῶν κλαυθμῶν. Διότι ὁ ἅγιος Θεός, θεωρῶν αὐτοὺς εἰς τοιοῦτον ἀπερίγραπτον κλαυθμόν, καὶ εἰλικρινὴ πίστιν, εὐσπλαγχνίζεται αὐτοὺς· ὡς φιλόστοργος πατήρ, καὶ διατηρεῖ αὐτοὺς ὅπου ἐκρύβησαν· διότι ὁ παμμίαρος δὲν παύει τοῦ νὰ ζητῇ τοὺς ἁγίους κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν, νομίζων, ὅτι θέλει βασιλεύσει τοῦ λοιποῦ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πάντας ὑποτάσσει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ὅτι θὰ ἀντισταθῇ κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν φοβεράν, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, μὴ γινώσκων ὁ ἄθλιος τὴν ἀσθένειαν καὶ ὑπερηφάνειαν αὐτοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐξέπεσεν.

 
 
Κατὰ τὸν καιρόν δὲ ἐκεῖνον, ὅταν ἔλθῃ ὁ Δράκων, δὲ ὑπάρχει ἄνεσις ἐπὶ τῆς γῆς· ἀλλὰ θλίψις μεγάλη, ταραχή, καὶ σύγχυσις, θάνατοι, καὶ πεῖνα εἰς πάντα τὰ πέρατα· διότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν διὰ τοῦ θείου αὑτοῦ στόματος εἶπεν· ὅτι τοιαύτα δὲν ἔγειναν ἀπ' ἀρχῆς τῆς κτίσεως.Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοί, πῶς θὰ παρομοιάσωμεν τὸ ὑπέρμετρον καὶ άνέκφραστον αὐτῆς, άφού τοιουτοτρόπως τὴν ώνόμασεν ὁ Θεός;Ἄς συλλογισθεί δὲ ἕκαστος ἀκριβῶς τὰς ἁγίας λέξεις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος πῶς διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ τὴν θλίψιν τὴν μεγάλην, κολοβώνει τὰς ἡμέρας τῆς θλίψεως...
 
 
 

                                                                                                  Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

 

 

ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, ΖΩΝ ΚΑΙ ΕΥΩΔΙΑΖΩΝ

ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, ΖΩΝ ΚΑΙ ΕΥΩΔΙΑΖΩΝ

 
 
 
 

Πολλοί, όσοι τον είχαν γνωρίσει προσωπικά ή μετά την ανάγνωσιν των βιβλίων, περί του Γέροντος και πού συνεκλονίσθησαν και τον ηγάπησαν, οσάκις κατακλύζονται από οδύνη και πόνο και τον επικαλούνται, έχουν ευεργετηθεί και εν γένει έχουν γίνει δέκται της αγιαστικής του στοργής και παρρησίας.Διηγούνται πολλά θαύματα, ιάσεις ασθενών επιτυχίες στα παιδιά τους, είτε σε σπουδές είτε σε αποκαταστάσεις και πού οπωσδήποτε τα αποδίδουν στην μεσιτεία, αγάπη και στοργή του Γέροντος.Παρατίθενται, ενδεικτικώς μόνον, ώρισμένα εκ των πολλών θαυμάτων και θαυμάσιων πού είχεν επιτελέσει εν ζωή ό Γέροντας καθώς και δύο εμφανίσεις του Γέροντος μετά την κοίμησίν του, χωρίς δι' ευνόητους λόγους να αναφερθούν τα ονόματα αυτών πού τα διηγήθηκαν, τα οποία όμως υπάρχουν εις το αρχείο «περί του Γέροντος», πού κρατείται.Γράφει ή μακαριστή Ξένη μοναχή:«Φεύγοντας (ό Γέροντας μετά από επίσκεψη στο Ησυχαστήριο μου, σε εξοχικό Προάστιο.) και βγαίνοντας τελείως έξω από την πόρτα του κήπου, μου λέει με μιαν έκφραση λύπης και απογοητεύσεως:-Πω πω! μεγάλη αμαρτία γίνεται εις τούτον τον τόπον (δάσος, βουνό). Μια φωτιά όμως, όλα γύρω απ' εδώ θα τα φτιάξη αυτά.....Την ίδια χρονιά, μετά λίγους μήνες, μετά την επίσκεψη του Γέροντος, έπιασε χωρίς να το γνωρίζουμε πώς, μια τεράστια φωτιά πού την βοήθησε και ό αέρας ν' απλωθεί, πολύ περισσότερο. Περί τα 400 στρέμματα κάηκαν.Ούτε θάμνοι έμειναν, ούτε δένδρα, όλα έγιναν στάκτη.

 

Ακόμη και σήμερα, φαίνεται όλος αυτός ό τόπος πού τον «έφτιαξε» ή φωτιά. Κάθε φορά πού τον βλέπω, βλέπω και τον Γέροντα στο ίδιο σημείο, να μου δείχνει τον τόπον αυτόν και να προφητεύει. «Μία ημέρα, εις την Αίγινα, τον συνάντησα στην παραλία. Μου λέει: «Καλογραία, έχω μια δουλειά. Πήγαινε και άρχομαι. Εσύ να πάρεις ταξί δια να πάς και εγώ έχω μια δουλειά και άρχομαι. Στάσου να σε βρω ένα ταξί». Πέρασαν ένα, δύο, τρία, μέχρι 6 περίπου ταξί άδεια. Φαίνεται δεν ήταν εκείνο πού ήθελε, γιατί έλεγε: »όχι αυτό, ούτε κι' αυτό». Μετά, δεν πειράζει Καλογραία, μου λέει, πήγαινε με τα πόδια».Αμέσως ξεκίνησα και κατευθυνόμουν για το ησυχαστήριο του. Μετά από δυο - τρία βήματα, στράφηκα πίσω να τον ιδώ, δεν τον είδα πουθενά. Και πάλι, καθώς προχωρούσα, ξανάβλεπα πίσω μου, τίποτα. Πολύ σύντομα έφθασα. Μόλις μπήκα όμως μέσα στην αυλή, δεν πρόλαβα να κλείσω την πόρτα, κτυπά, ανοίγουμε, ήταν ό Γέροντας!Δεν μπορώ να καταλάβω, φρικιών, αλλά απ' τον κανονικό δρόμο πήγα, έβλεπα πίσω μου πότε-πότε, πότε και από που και πώς είχε φθάσει ό Γέροντας εκεί; Ένοιωσα δέος και συντριβή και δεν τον ρώτησα καθόλου....Άλλοτε, μπαίνοντας εις το κελί του, παραμονές πού θα έφευγε απ' την Αίγινα δια την Αθήνα, νοσοκομείο κ.λ.π., τον βρήκα καθιστό εις την κλίνην του και ετοιμαζόταν ν' αναπαυθεί. Φορούσε μια φανέλα και από πάνω το ράσο του. Όταν το τράβηξε για να πέσει, είδα το χέρι του κάτασπρο σαν το χιόνι, νεανικό και μια άρρητη εύωδία ένοιωσα να είναι διάχυτη εις το κελί του.Το χέρι του, τόσο λευκό ήτο, πού δεν έμοιαζε να είναι σάρκα.Έτρεμα, κατάλαβε και μου λέει, την ώρα πού πήγα να το ασπασθώ και ενώ είχε κλειστά τα μάτια:Δεν είναι τίποτα, καλογραία, δεν είναι τίποτα αυτά πού βλέπεις.... Υπάρχουν ανώτερα.

 

                                                                                      

                                                                                        Γέρων Ιερώνυμος της Αίγινας

  

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ

 

Ως ανασηκωμένη ποδιά ωραίας χωριατοπούλας, οπού πλύνει τα ρουχάκια της, τα πουκαμισάκια της, σιμά εις το πηγάδι, ανέρχεται και αναρριχάται και βαίνει προς τα άνω η λευκή εσχατιά της πολίχνης, εις το βράχον τον ανατολικόν, τα Κοτρώνια, τον πετρώδη τριπλούν λόφον με τας τρεις κορυφάς, όπου το βράδυ, ενώ η δύσις χρυσά και πορφυρά βάφει τα σύννεφα αντικρύ, αναβαίνει παμμιγής ο βόμβος και ο ψίθυρος και το μινύρισμα μυρίων φωνών, φωνών γυναικείων, φωνών παιδικών, με ήχον μελωδικόν, ρεμβώδη, μυστηριώδη. Και αι γυναίκες φορτωμέναι την στάμναν των, ανά δύο ή τρεις, επιστρέφουν φλυαρούσαι από την βρύσιν και τα παιδιά με τα τόπια των κυνηγούνται γύρω εις τα Λιβάδια ή τρέχουν και παίζουν το σκλαβάκι εις τα Αλώνια.Σιμά εις την τρίτην, την χαμηλοτέραν κορυφήν, την παραθαλάσσιον, αναρριχώνται εις τον βραχώδη λόφο αι λευκαί οικίαι. Και η οικία του μακαρίτου του Μπονά, οπού την είχεν αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Γιωργής ο Παμφώτης, και την είχεν επισκευάσει και καλλωπίσει, ήτο κτισμένη επάνω εις πέτραν ριζιμιάν, σύρριζα εις τον βράχον, και προς τα κάτω εξετείνετο αυλή με σαράντα σκαλοπάτια, το κάθε σκαλοπάτι πλατύ όσον διά να πατήσει τις δύο βήματα και υψηλόν όσον διά να χρειασθεί τις άλμα να το αναβεί.

 

 

 

Δύο χαμηλά ισόγεια σπιτάκια, κάτω, δεξιόθεν και αριστερόθεν της αυλείου θύρας. Το έν ήτο πατητήριον ελαιών, το άλλο πλυσταρείον. Μία απλωταριά και ηλιακωτόν από το έν μέρος της ανωφερούς αυλής, παμμεγέθης αμυγδαλιά ανθούσα ήδη από το άλλο μέρος, στέρνα και πηγάδιον και κηπάριον με γάστρας ανθέων και ροιάς και λεμονέας, με κάγκελα φραγμένον. Και άνω ο πάλλευκος άσπιλος οικίσκος, αρχαϊκόν κτίριον, εμπνέον σέβας, επέστεφε την ανωφερή μαρμαίρουσαν αυλήν.Το έβλεπες μακράν και το εχαίρεσο κι εζήλευες κι έπιπτες εις ρέμβην κι έλεγες: Ας κοιτούσα εκεί!Χειμερινός θάλαμος με την εστίαν του, τα μεντέρια του και τα ράφια του, αρματωμένος με παλαιά ωραία πιάτα, δύο μικροί θαλαμίσκοι, όλοι γεμάτοι οθόνας και έπιπλα, το μαγειρείον, ο διάδρομος, όλα αστράπτοντα και πλουσίως ευτρεπισμένα. Η «καλή κάμαρη» προς το μεσημβρινόν μέρος με ωραία στιλβωμένα έπιπλα, με οθόνια λειομέταξα και τάπητας πολυχρόους.Βλέπουσα εις τον λιμένα, θεωρούσα όλην την λευκήν πολίχνην κάτω και αντικρύ, αγναντεύουσα την θάλασσαν, μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών, και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων, εκάθητο η κόρη του σπιτιού, η Σειραϊνώ, λευκή και ασθενής ως το κρίνον, λεπτοφυής, πραεία και άχολος ως η περιστερά. Είχε το κέντημά της επί των γονάτων. Ειργάζετο ανενδότως, νυχθημερόν∙ εκέντα τα προικιά της.Εταξίδευεν ο πατήρ της με το καράβι, έπλεεν εις μακρινά, βαθιά, μαύρα πέλαγα. Πρώιμα απέπλευσεν εφέτος, μόλις είχαν φωτισθεί τα νερά. Άμα θα επέστρεφε με το καλόν «να δέσει» (δηλαδή να δέσει το καράβι δι’ όλον τον χειμώνα), θ’ απεφάσιζε τέλος ν’ αρραβωνίσει την κόρην του. Τοιαύτην υπόσχεσιν έδωκεν «εξωδίκως», καθώς λέγουν οι δικολάβοι, πριν αναχωρήσει.Γαμβροί υποψήφιοι υπήρχον όχι δύο ή τρεις, αλλά δωδεκάς ολόκληρος. Η κόρη είχε καλόν όνομα, ήτον μεγαλοπροικούσα, ήτο λευκή και άχολος ως περιστερά, ήτον προκομμένη και «ομορφοδούλα». Εκέντα τα προικιά της μόνη της, χωρίς καμίαν ανάγκην, μόνον διά ν’ ακολουθήσει το έθιμον του χωρίου. Ποίον από τους τόσους γαμβρούς να εκλέξει ο πατήρ της; Εν τη αμηχανία του ανέβαλλε. Τέλος υπεσχέθη ότι θ’ απεφάσιζε να εκλέξει ένα, άμα θα εγύριζε, συν Θεώ, από το ταξίδι. Δεν ήσαν πλέον οι μυθολογικοί χρόνοι. Αγώνα και άθλον δεν ηδύνατο να προβάλει εις τους μνήστορας, και να δώσει την κόρην γέρας εις τον νικητήν. Αλλ’ υπήρχον αγώνες και άθλοι βιοτικοί, και ο πλέον προκομμένος, όστις θα ενίκα τους άλλους εις το στάδιον του βίου, εκείνος θα ήτο ο εκλεκτός γαμβρός.Εκάθητο η κόρη και ηύχετο να γυρίσει γρήγορα ο πατήρ της, και είχε πίστιν και ελπίδα εις την καρδίαν της, και εκοπίαζε και εκέντα τα προικιά της. Αντίκρυ, εις μίαν οικίαν, μακράν, εις απόστασιν μιλίου ίσως, ήτον ένα μπαλκόνι.

 

Υπήρχον πολλά μπαλκόνια εδώ κι εκεί, τριγύρω και παντού, αλλά το μπαλκονάκι εκείνο εφείλκυε της Σειραϊνώς τα βλέμματα.Προσήλου η κόρη το όμμα εκεί, επιμόνως και αποκλειστικώς. Ήτο περί τα τέλη Φεβρουαρίου, Παρασκευή ημέρα, της Καθαράς Εβδομάδος, παραμονή του Αγίου Θεοδώρου. Αρχαί της ανοίξεως, ήλιος, Θεού χαρά.Έξω εις το μπαλκονάκι εκείνο εκάθητο έν πρόσωπον και έκυπτεν επί των γονάτων του, καθώς έκυπτεν η Σειραϊνώ, και κάτι είχεν επί της ποδιάς του, καθώς αυτή είχε το κέντημά της.Δεν ηδύνατο να διακρίνει τίποτε. Ήτο τόσον μακράν! Αλλ’ εφαίνετο να έχει πολύ ενδιαφέρον, μεγάλην επιθυμίαν. Ας είχεν όμματα αετίνας, ας ημπορούσε να ιδεί καθαρά εις τόσην απόστασιν.Πλην δεν ήτο αετίνα. Ήτο λευκή περιστερά, άχολος… και όμως είχε και αυτή τους πόθους, τας αδυναμίας και την περιέργειαν της Εύας.Έβλεπεν, έβλεπεν. Αλλά δεν διέκρινε τίποτε. Έτεινε τας κόρας των οφθαλμών. Εις μάτην, δεν ημπορούσε να ίδει.Μία, όχι πικρία αλλ’ οξινίλα, εφάνη εις τα χείλη της. Πώς να κάμει διά να μπορέσει να ιδεί!Αίφνης εσηκώθη, άφησε το κέντημά της επί του καναπέ. Έτρεξεν εις έν έπιπλον, το ήνοιξεν, έψαξεν εις το βάθος, και εξήγαγε πράγμα τι μακρόν, κυλινδροειδές, ογκώδες, το οποίον εφαίνετο εκ μαύρου χαρτονίου. Αφήρεσε το κάλυμμα και ανέσυρεν από μέσα δεύτερον κύλινδρον, μετάλλινον τούτον. Τον έλαβε, διευθέτησεν όλον τον σκελετόν, τον εξέσυρε και επλησίασε το άκρον εις το όμμα της, και εγύρισε το στόμιον, το άλλο άκρον κατά το μπαλκονάκι, το αντικρινόν εκείνο.Ήτο το παλαιόν οκιάλι, το ναυτικόν τηλεσκόπιον του πατρός. Το είχεν αντικαταστήσει, φαίνεται, διά νεωτέρου ο καπετάν Γιωργής και διά τούτο το παλαιόν το είχεν αφήσει εις το σπίτι.Η νεάνις το εκράτησε σιμά εις το όμμα της επί μακρόν και έβλεπεν, έβλεπεν αχόρταγα.Δεν ήτο ανήρ, όχι, το υποκείμενον της τόσης μερίμνης της. Ήτο γυνή ή μάλλον κόρη, ως αυτή. Ήτο το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη. Η αντίζηλός της εις το χωρίον.Αντίζηλός της εις τα κεντήματα, εις τα προικιά, εις την αρχοντιάν. Εφημίζετο ως πολύ ευφυής και εφευρετική εις τα κεντήματα. Εν ώρα γάμου κι εκείνη, καθώς αυτή, δεν έπαυε καθημερινώς να ετοιμάζει τα προικιά της.Έως τώρα, παραδεδεγμένα κεντήματα διά τας κόρας όλου του χωρίου ήσαν οι κλάρες, τα λουλούδια, τα πουλάκια, τα ρόιδα, τ’ αστεράκια, το φεγγάρι και ο ήλιος.Αλλά πώς να φθάσει τις ν’ ανέλθει εις το ιδεώδες των παραμυθιών; Πώς να ζωγραφίσει κεντητά «τον ουρανό με τ’ άστρα, τη γης με τα λουλούδια, τη θάλασσα με τα καράβια»;Εσχάτως είχε διαδοθεί ότι το Μαλαμώ του παπα-Γιαννάκη έβαινε προς το ιδεώδες τούτο, και αν δεν ημπορούσε να κεντά όλον τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν, με όλα τα άστρα, τα λούλουδα και τα καράβια, κατόρθωσε τουλάχιστον να κεντήσει γωνίαν ουρανού με άστρα, γωνίαν γης με λούλουδα και γωνίαν θαλάσσης με ολίγα καράβια.Ας ήτο και τόση μόνον γωνία ουρανού, όσην ανατείνουσα αυτή το όμμα εθεώρει από το μπαλκονάκι της, τόση γωνία γης, όση κατήρχετο εις τον κρημνόν κάτω από το σπιτάκι της και τόση γωνία θαλάσσης, όσην περιέκλειε το μικρόν λιμανάκι, με τα δύο ή τρία καραβάκια του, με τας τέσσαρας βρατσέρας, τα τρία κότερα και την εικοσάδα των λέμβων των αλιευτικών.

 

Το κατόρθωμα ήτο μέγα. Και το Σειραϊνώ, η λευκή άσπιλος περιστερά, έτεινε το όμμα, έτεινε το οπτικόν όργανον του θαλασσινού πατρός της διά να ιδεί, όπως εφαντάζετο, τι εκέντα η Μαλαμώ, και δεν ησύχαζεν εάν δεν εύρισκε τρόπον ν’ αντιγράψει ή να κλέψει το κέντημα της αντιζήλου της.Αίφνης αφήκε βραχείαν κραυγήν χαράς. Ήτο και αυτή Εύα. Δεν ημπορούσε να διακρίνει με όλον το παλαιόν οκιάλι του πατρός της, τίποτε ευκρινές από το κέντημα το οποίον υπέθεσεν, ή μάλλον ήτο βεβαία, ότι είχε το Μαλαμώ εις την ποδιάν της, αλλ’ ημπόρεσε να διακρίνει, καίτοι αμυδρώς και συγκεχυμένως, το πρόσωπον και τους χαρακτήρας της Μαλαμώς.Δεν την είχεν ιδεί από οκταετίας, όταν ήσαν ακόμη μαθήτριαι, και αντεφέροντο εις το σχολείον. Κι εμάλωναν καθημερινώς, ως ήτο επόμενον. Αντίζηλοι εξ αντιζήλων, όχι μόνον κατά τας αξιώσεις της ευγενείας και αρχοντιάς, αλλά και από συνοικίας και ενορίας αντιζήλους.Ήσαν τότε και αι δύο ασχημοκόριτσα ισχνά και αναιμικά, και δεν ηδύνατο κοινόν βλέμμα να διακρίνει κατά πόσον έμελλε να ξετρίψει ύστερον το Μαλαμώ, και κατά πόσον έμελλε να ξασπρίσει το Σειραϊνώ.Έκτοτε εμεγάλωσαν. Εκλείσθησαν. Εμανδαλώθησαν, κατά το έθιμον του τόπου. Δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι, ειμή πέντε φοράς τον χρόνον: Την Μεγάλην Παρασκευήν, άμα ενύχτωνε, διά να ασπασθώσι τον Επιτάφιον κρυφά εις την μοναξίαν του ναού και εις το λυκόφως των κανδηλίων και κηρίων, έν Σάββατον της Μεγάλης Σαρακοστής και τρεις καθημερινάς εκάστης των άλλων Σαρακοστών, διά να πάγουν να μεταλάβουν κρυφά εις εξωκκλήσιον.Και τώρα, διά πρώτην φοράν, μετά οκτώ χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς με το οκιάλι του πατρός της. Και είδεν ότι δεν ήτο ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως χαράν.Είτα ευθύς, την έτυψεν η συνείδησις διατί να χαίρει και μέσα της βαθιά ελυπήθη διά την χαράν οπού ησθάνθη. Και πάλιν ευθύς, μέσα, βαθύτερα εις την συνείδησίν της, εχάρη διά την λύπην οπού ησθάνετο.«Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αυτή μήτηρ πάντων των ζώντων». Αυτή είναι η αληθής ζωή.Εκράτει ακόμη το οκιάλι εις την χείρα το Σειραϊνώ, όταν αίφνης, σιγά-σιγά πατούσα ξυπόλυτη, αφήσασα τας εμβάδας της εις το έμβα της οικίας, εισήλθεν εις την κάμαρα την καλή η θεια-Ζήσαινα.-Πήγα πλιο, παιδάκι μ’ … τι κόσμους, τι κουσμάκης, μαθές… Πήρα δυο κόλλυβα… Παπα-Νικόλας μ’ τα ’δωσε πλιο… Κείνους Δημητρός!… Τι καυγάς, τι πόλεμους, παιδάκι μ’, πλιο. Τα, τι λογάτε.; Να και του λόου σ’ δυο, Σειραϊνάκι μ’, πλιο.

 

Τα πήρα για τ’ Γιαννούλα μ’, για να διει, πλιο, του σαστικό τς στουν ύπνου τς, πότε θα ’ρθεί… Παπανικόλας μ’ τα ’δωσε. Τούνε βλέπ’νε στουν ύπνου τς, ακούς, κι του Γηρακώ του Μπαλάκι, κι του Μιλαχρώ του Σακαράκι, τουν είδιαν, ακούς… ουλουφάνερα, τ’ ακούς. Αϊς-Θόδωρας κάνει του θάμα… «Άι μ’ Θόδωρε καλέ, κι καλέ κι ταπεινέ…Θ α ημπορούσε να εξακολουθήσει ούτω επ’ άπειρον η θεια-Ζήσαινα, χωρίς να ημπορεί κάθε άλλος να την εννοήσει. Ευτυχώς η Σειραϊνώ εγνώριζε πολύ καλά την γλώσσαν της και εμάντευσεν αμέσως περί τίνος επρόκειτο.Ήτο Παρασκευή της Α΄ εβδομάδος των Νηστειών, η προτεραία του Αγίου Θεοδώρου. Την πρωίαν εκείνην, εις την λειτουργίαν των Προηγιασμένων, προσεφέρετο αφθονία κολλύβων εις τους ναούς.Τα προσφερόμενα κόλλυβα ήσαν όχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εις μνήμην των νεκρών, αλλά και εορτάσιμα κόλλυβα, προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δεν είναι η ημέρα, αλλά μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ’ όλα δε τα Σάββατα εν γένει γίνονται μνείαι των νεκρών μετά κολλύβων. Προσέτι, δεν είναι μνήμη «των Αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και όχι πάλιν η μνήμη αυτού, ήτις τελείται κατά την 17 Φεβρουαρίου, όπως η του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου τη 8 του αυτού, αλλά μόνον «Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος», ότε ο ασεβής τύραννος Ιουλιανός ο Παραβάτης ηθέλησε να μολύνει τους χριστιανούς, κατά την πρώτην εβδομάδα των Νηστειών, διά των ειδωλοθύτων, εμφανισθείς δε ο Άγιος εις τον επίσκοπον παρήγγειλε να δώσει κόλλυβα εις τους πιστούς να φάγουν, εξηγήσας άμα τι είναι τα κόλλυβα.Εις τας μνήμας όλων των Αγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, εξαιρέτως δε κατά την εορτήν ταύτην του Αγίου Θεοδώρου, εις ανάμνησιν του θαύματος. Τα κόλλυβα δε ταύτα του Αγίου Θεοδώρου είχον και θαυματουργόν ιδιότητα διά τας κόρας του λαού. Εάν είχε πίστιν εις τον Θεόν και ευλάβειαν εις τον Άγιον, ήρκει πάσα κόρη να λάβει μίαν δράκα εξ αυτών των αγίων κολλύβων και την νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατον να τα βάλει υποκάτω εις το προσκέφαλόν της, διά να ίδει καθ’ ύπνον ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγόν της.Εβασίζετο η δοξασία επί της παραδόσεως… Ο άγιος Μάρτυς Θεόδωρος εθεωρείτο ανέκαθεν ως ο ευρετής των απολωλότων και ο αποκαλυπτής των κρυφίων. Διηγούνται τα συναξάρια πώς είς άρχων είχε χάσει τον δούλον του, πώς προσήλθεν ικετεύων εις τον ναόν του Μάρτυρος, ο δε Άγιος συνέβη να λείπει την νύκτα εκείνην, διότι είχεν υπάγει, μεθ’ όλων των ταγμάτων των Αθλοφόρων, εις προϋπάντησιν της ψυχής του οσίου Ιωσήφ του υμνογράφου (ούτος είναι ο ποιητής του κατά τας ημέρας ταύτας ηχούντος εν τοις ναοίς «Χριστού βίβλον έμψυχον»), εξ ευγνωμοσύνης, διότι είχε τιμήσει δι’ ύμνων και εγκωμίων όλους τους Μάρτυρας∙ πώς την άλλην ημέραν επέστρεψεν ο Άγιος Θεόδωρος και αφού εξήγησε τον λόγον της απουσίας του και της βραδύτητος, απεκάλυψεν εις τον αιτούντα πού ευρίσκετο ο εξαφανισθείς δούλος.

 

 

Η θεια-Ζήσαινα είχεν υπάγει το πρωί εκείνο, σύνταχα, εις τον ναόν των Τριών Ιεραρχών. Μετά τον Όρθρον και τας Ώρας, ήρχισεν η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων. Εις την απόλυσιν εψάλη το τροπάριον και το κοντάκιον του αγίου Θεοδώρου και το «Τη πρεσβεία Κύριε», ο δε ιερεύς ελθών εις το προσκυνητάριον μετά θυμιατού ήρχισε να απαγγέλλει την ωραίαν και μεγαλοπρεπή ευχήν των εορτασίμων κολλύβων:«Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου, Κύριε, και κελεύσας τη γη παντοδαπούς εκφύειν καρπούς εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν, ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας, αυτός, πανάγαθε Βασιλεύ, και τα σπέρματα ταύτα συν τοις διαφόροις καρποίς ευλόγησον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους σου αγίασον∙ ότι εις δόξαν  σην, Κύριε, και εις τιμήν και μνήμην του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ταύτα προετέθησαν παρά των σων δούλων και εις μνημόσυνον των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων». Απήγγελλεν ακόμη ο παπα-Ζαχαρίας την ευχήν και δεν είχεν αρχίσει ακόμη το «Μετά πνευμάτων δικαίων», διά να διαβασθούν και τα άλλα κόλλυβα, τα νεκρώσιμα, τα οποία ευρίσκοντο ολόγυρα, υπό την εικόνα του Χριστού, δεξιά, επί των βαθμίδων του τέμπλου, και τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας είχον συσπειρωθεί τριγύρω εις τας βαθμίδας και εθορύβουν και ησθάνοντο ακάθεκτον ορμήν ν’ αρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν αρκετά μεγάλην εκράτει εις την χείρα ο κυρ Προκόπης, ο επίτροπος, και την άλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, νυν νεωκόρος, όστις εφώναζε κι εχειρονόμει, προσπαθών να κατασιγάσει το απειθάρχητον και αχαλίνωτον στίφος των παιδίων.-Ήσυχα, βρε παιδιά, εψιθύριζε μαλακά ο κυρ Προκόπης. Όλοι θα πάρετε.-Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες; έκραζεν ο μπαρμπα-Δημητρός. Θα σπάσετε τα ξένα πιάτα, κακό χρόν’ να ’χετε! Μη χύνετε τα κόλλυβα κάτω, φωτιά να σας κάψει!… Ήσυχα… σταθείτε… δε θα πάρει κανένας εδώ… Θα κάμετε τις πλάκες της εκκλησιάς σαν τα μούτρα σας… βρε, πανούκλες! όξου! όξου-Όξου! έκραξε κι ο κυρ Προκόπης ο επίτροπος∙ όξου θα μοιρασθούν.Ο μπαρμπα-Δημητρός έκυπτεν εν αγωνία κι επάσχιζε ν’ αδειάσει τα πιάτα δύο δύο εις την ζεμπίλαν και οι πανούκλες έπεφταν με τα μούτρα κι άρπαζαν με τες φούχτες των κι εγέμιζαν τους κόλπους των υποκαμίσων των, προέχοντας ως πανιά τα οποία ο άνεμος φουσκώνει.-Κακό μπουρίνι αυτό, μπαρμπα-Δημητρό, είπεν ο Γιάννης ο Ντάτσος, κύψας και αυτός ν’ αρπάσει μίαν φούχταν κόλλυβα από την μεγάλην ζεμπίλαν.-Μπουρίνι, καλά λες, Γιάννη, είπεν ο γερο-Δημητρός, συλλαβών την χείρα του Γιάννη και πιέζων αυτήν σφιχτά μέσα εις την ζεμπίλαν, διά ν’ αφήσει τα κόλλυβα. Καλά το παρομοίασες.

 

Σαν τη βάρκα που θα πέσει μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψει, το τιμόνι να μαντζαριστεί ή το κουπί να δουλέψει.Κι ενώ ηγωνίζετο ν’ αποκρούσει την έφοδον του Γιάννη, από το άλλο μέρος τα παλιόπαιδα και τα φτωχοκόριτσα άρπαζαν ολόκληρα πιάτα κι εγέμιζαν τους κόλπους των ή τας ποδιάς των.-Όξου! όξου! εφώναξε πάλιν ο κυρ Προκόπης, συλλαβών δύο μάγκας από το αυτί.Ωφεληθείς από τον αντιπερισπασμόν, ο Αποστόλης ο Κακόμης, του ήρπασεν από την χείρα το δεύτερον ζεμπίλι, το μικρότερον, τάχα διά να τον ξελαφρώσει.-Εγώ τα μοιράζω, κυρ-Προκόπη, έκραξεν, εγώ∙ ησύχασε του λόγου σου.Τριγύρω εις το προσκυνητάρι, αφού ετελείωσεν η ευχή των κολλύβων των προς τιμήν του Αγίου, οι παπάδες έδωκαν από μίαν φούχταν κόλλυβα εις πολλές ενορίτισσες, οπού έκαμναν καρτέρι εκεί, θέλουσαι να λάβωσι κόλλυβα κατ’ απαίτησιν των θυγατέρων των ή των νεανίδων αδελφών των, όσαι επεθύμουν να ίδωσι την μοίραν των διά της θαυματουργού δυνάμεως των κολλύβων. Έτρεξαν εκεί και μάγκες και παλιοκόριτσα, αλλ’ ο παπα-Νικόλας, αφού έδωκεν ανά έν απλόχερον εις όσας επρόφτασαν και εκενώθη η μία σουπιέρα, έλαβε την άλλην σουπιέραν και την απεκόμισεν εις το ιερόν βήμα, με σκοπόν να στείλει κατ’ οίκους και εις άλλας ενορίτιδας.Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κι εγύριζαν, κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή.

 

Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα.-Κι εμένα μπάρμπα!-Τώρα πήρες εσύ!-Εγώ δεν επήρα.-Κι εγώ δεν επήρα.Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρεΠολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κι έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.Κι έλεγον.-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.-Εγώ δεν επήρα!-Μα το ναι και μα το ο;-Μα το ψέμα π’ σε γελώ.ο νέφος των παιδίων έβρεμεν ακόμη γύρω εις την ζεμπίλαν του μπαρμπα-Δημητρού, όταν εξήλθεν από τον ναόν η θεια-Ζήσαινα, διά να ζητήσει και αυτή ολίγα κόλλυβα πεθαμένα, διά να σχωρέσει. Εκείνα τα οποία της είχε δώσει, από τα κόλλυβα τα πανηγυρικά, ο παπα-Νικόλας, τα είχε δέσει καλά εις την μίαν άκρην της μεγάλης μανδήλας της. Είτα είχεν υπάγει προς το μέρος του τέμπλου, κι εκεί ευρέθη μία φίλη της κρατούσα έν πιάτον μισογεμάτον κόλλυβα. Της έδωκε κι εκείνη μίαν φούχταν.Τα κόλλυβα ταύτα η θεια-Ζήσαινα τα εξέλαβεν επίσης ως άγια, όχι ως νεκρώσιμα, και ηθέλησε να τα δέσει εις την ιδίαν άκρην της μανδήλας της, μαζί με τα άλλα. Τότε η γυνή της λέγει ότι ήσαν πεθαμένα τα κόλλυβα αυτά και δεν έπρεπε να βάλει μαζί άγια και πεθαμένα, διότι τότε εκείνη η κόρη, οπού θα τα έβαλλεν εις το προσκέφαλόν της, διά να ιδεί την μοίραν της, θα έβλεπεν εις το όνειρόν της μόνον αποθαμένα πρόσωπα, αντί να ιδεί τον πολυπόθητον μέλλοντα αρραβωνιαστικόν.Η θεια-Ζήσαινα τα είχεν εκλάβει ως άγια, διότι ήσαν με αρτυμήν παρεσκευασμένα, δηλαδή με μείγμα μέλιτος και σεμιγδάλεως. Διότι μόνον τα εορτάσιμα κόλλυβα παρασκευάζονται κατά τον τρόπον τούτον. Τα νεκρώσιμα είναι καθαρόν βρασμένον σιτάρι, στολισμένα μόνον με ολίγους σταυρούς από σταφίδας, με κοφέτα ή με λοβιά από ρόδι, εις την επιφάνειαν. Κάποια όμως ξένη, λιμενάρχαινα ίσως ή ειρηνοδίκαινα, μη γνωρίζουσα το γνήσιον έθιμον του τόπου, είχε κατασκευάσει με τοιούτον άρτυμα τα νεκρώσιμα κόλλυβα, τα οποία είχε στείλει εις την εκκλησίαν.

 

Και εκ των κολλύβων εκείνων της έδωκεν της θεια-Ζήσαινας η πτωχή γυνή, ήτις είχεν επιφορτισθεί από την αρχόντισσαν ξένην το κουβάλημα της προσφοράς και των κολλύβων και την επιστροφήν του πιάτου και του προσοψίου εις την οικίαν.Λοιπόν η Ζήσαινα τα έδεσε χωριστά τα κόλλυβα ταύτα, εις άλλην άκρην της μανδήλας της, λέγουσα ότι θα εφίλευε τα πτωχά εγγονάκια της, και αυτή εξήλθεν εις τον πρόναον διά να λάβει και ολίγα άλλα απλά νεκρώσιμα κόλλυβα, διά να φάγει και να είπει Θε-σχωρές και αυτή. Όταν όμως έφθασεν εις την οικίαν της και ηθέλησε να δώσει τα άγια κόλλυβα εις την ανύπανδρον κόρην της, διά να ιδεί την μοίραν της αύτη, είχε συγχύσει τους δύο κόμβους και δεν εγνώριζε πλέον ποίον κομπόδεμα περιείχε τα άγια και χαρμόσυνα κόλλυβα και ποίον τα πένθιμα και πεθαμένα. Διότι και τα δύο ήσαν παρεσκευασμένα με αρτυμήν.Και μισήν ώραν ύστερον, όταν ήλθε προς την Σειραϊνώ (ήτις ήτο όχι απλώς γειτονοπούλα αλλ’ αρχοντοπούλα και προστάτις δι’ αυτήν), φέρουσα και δι’ αυτήν ολίγους κόκκους, αυθορμήτως, χωρίς να παρακληθεί προς τούτο, αλλ’ απλώς διά να φανεί υποχρεωτική, δεν ήτο πλέον βεβαία αν τα κόλλυβα τα οποία έδιδεν ήσαν πράγματι άγια ή ήσαν πεθαμένα.Το Σειραϊνώ δεν είχε φροντίσει διά κόλλυβα. Δεν είχε την τόλμην των πολλών κορασίδων, διά να περιεργάζεται και να πολυπραγμονεί εις τα τοιαύτα, πλην, αφού αυθορμήτως της έφεραν κόλλυβα, τα εδέχθη και αυτή.Δεν ήτο ικανή να κάμει εκείνο το οποίον ήκουεν ότι έκαμναν άλλαι ομήλικές της και το οποίον πολύ ομοίαζε με μάγια, ας είχε και ευλαβείας επίχρισμα. Να εξέλθει διά νυκτός εις την αυλήν, κρατούσα μαυρομάνικον μαχαίριον, ν’ αυλακώσει δι’ αυτού την γην, να σπείρει τα κόλλυβα, και τα περιέλθει τρεις γύρες ψιθυρίζουσι.Άι μ’ Θόδωρε καλέ καλέ κι ταπεινέ απ’ την έρημο περνάς κι τις μοίρες χαιρετάς.Αν βρεις κι εμέ τη μοίρα μου, να μου την χαιρετίσεις.Αλλά θα εφήρμοζε την απλουστέραν μέθοδον.

 

Θα έβαλλε τα κόλλυβα υποκάτω από το προσκέφαλόν της και ίσως έβλεπε κανέν όνειρον.Είδεν όνειρα.Πρόσωπα, προσωπάκια πολλά, χλωμά, μικρούτσικα, με σφαλιστά μάτια. Είδε κοράσια μικρά, αδελφάς της, εξαδέλφας της, θυγάτρια γειτονισσών, όλας αποθαμένας. Είδε στεφάνους από νεκρολούλουδα, στεφάνους παρθενικούς, με θυμιάματα και με ακτίνας. Και ένα στεφάνι, το στεφάνι το ιδικόν της, της έφευγεν από την κόμην την καστανήν και ανέβαινε προς τον ουρανόν, εν μέσω αίγλης και μαρμαρυγής και δόξης αφάτου.Τα κόλλυβα, τα οποία της είχε δώσει η Ζήσαινα, μη ήσαν πεθαμένα.Τέλος, είδε και έν πρόσωπον ζωντανόν∙ ένα νέον, περί του οποίου είχεν εκφρασθεί άλλοτε ότι θα τον επροτίμα ως γαμβρόν ο πατήρ της.Είδε το πρόσωπον τούτο, αλλ’ ωσάν εις ταξίδι και ως να ήσαν έτοιμοι προς χωρισμόν. Αυτή τάχα ήτον έτοιμη να φύγει κι εκείνος έμενεν∙ έλεγεν ότι ήθελε μείνει δι’ ολίγον καιρόν. Και της έδιδε μαζί της ως εφόδιον έν μαραμμένον και φυλλοροούν γαρόφαλον από την ιδίαν γάστραν της. Και αυτή έγινε περίεργη να μετρήσει τα μαραμένα φύλλα του και τα εύρε σαράντα.Τον Ιούνιον του επιόντος έτους ετελείτο ο γάμος της Σειραϊνώς μετά του νέου τον οποίον είχεν ιδεί εις τον ύπνον της.Τον επόμενον Ιούλιον, μετά σαράντα ακριβώς ημέρας, η Σειραϊνώ, η λευκή και άχολος περιστερά, έφευγεν από τον κόσμον τούτον φθισική και μαραμένη.Τα κόλλυβα του Αγίου Θεοδώρου της είχαν αποκαλύψει την μοίραν της. Είθε ο νυμφικός στέφανος, τον οποίον δεν επρόφθασε να χαρεί, είθε ο στέφανος ο παρθενικός, τον οποίον της ηρνήθησαν επί της νεκρικής κλίνης οι άνθρωποι, να την στέφει διπλούς και αμάραντος εις τον άλλον κόσμον.

 

1896

  
Πηγή. Νεκτάριος 

                                                                                          Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης