Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος

E-mail Εκτύπωση PDF
Σχόλιο τοῦ  ᾿Αλκαίου: Πολλοί θά πᾶνε αὐτές τίς μέρες ὀλιγοήμερες διακοπές. ῎Αλλοι ἔχουν ἤδη φύγει. ῾Η ῾Αγία Παρασκευή μᾶς δίνει τήν ὄψη μιᾶς ἀσυνήθιστης γιά μᾶς τούς πολλούς πόλης. ῾Αγία Παρασκευή: μιά ἔρημη πολιτεία, θά ἦταν ὁ τίτλος πού θά ταίριαζε σέ μιά τέτοια περίπτωση. ᾿Ελάχιστες οἱ εἰδήσεις τοπικοῦ ἐνδιαφέροντος. ᾿Ελάχιστη ἡ κίνηση. ῾Η πόλη εἶναι τώρα  περισσότερο ἀνθρώπινη. ᾿Αλλά μιᾶς καί μιλήσαμε γιά ἐρημιά, ἄς δοῦμε μιά ἄλλη ἐρημιά, ἡ ὁποία "βοᾷ ἐν τῇ σιωπῇ της".  Τήν ἐρημιά τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Μιά βραδιά, λοιπόν,  στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἕνα μικρό προσκύνημα  στό περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας, πού αὐτές τίς ἡμέρες δοκιμάζεται μέ τήν λαίλαπα τῶν πυρκαγιῶν...
agioreitis
Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ

Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Add this to your website

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος

E-mail Εκτύπωση PDF
Σχόλιο τοῦ  ᾿Αλκαίου: Πολλοί θά πᾶνε αὐτές τίς μέρες ὀλιγοήμερες διακοπές. ῎Αλλοι ἔχουν ἤδη φύγει. ῾Η ῾Αγία Παρασκευή μᾶς δίνει τήν ὄψη μιᾶς ἀσυνήθιστης γιά μᾶς τούς πολλούς πόλης. ῾Αγία Παρασκευή: μιά ἔρημη πολιτεία, θά ἦταν ὁ τίτλος πού θά ταίριαζε σέ μιά τέτοια περίπτωση. ᾿Ελάχιστες οἱ εἰδήσεις τοπικοῦ ἐνδιαφέροντος. ᾿Ελάχιστη ἡ κίνηση. ῾Η πόλη εἶναι τώρα  περισσότερο ἀνθρώπινη. ᾿Αλλά μιᾶς καί μιλήσαμε γιά ἐρημιά, ἄς δοῦμε μιά ἄλλη ἐρημιά, ἡ ὁποία "βοᾷ ἐν τῇ σιωπῇ της".  Τήν ἐρημιά τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Μιά βραδιά, λοιπόν,  στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἕνα μικρό προσκύνημα  στό περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας, πού αὐτές τίς ἡμέρες δοκιμάζεται μέ τήν λαίλαπα τῶν πυρκαγιῶν...
agioreitis
Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ

Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Add this to your website

ΤΟΥ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13



Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13
Έ­χω γρά­ψει πολ­λές φο­ρές σε βι­βλί­α και έ­χω μι­λή­σει σε διά­φο­ρα α­κρο­α­τή­ρια για το Ά­γιον Ό­ρος και την ζω­ή του, α­πό την α­να­το­λή έ­ως την δύ­ση. Σε μια ο­μι­λί­α μου και συ­ζή­τη­ση που έ­γι­νε σε ορ­θο­δό­ξους φοι­τη­τές και ε­πι­στή­μο­νες στην Δα­μα­σκό της Συ­ρί­ας και κρά­τη­σε πε­ρί­που μια ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα (9 ώ­ρες) στο τέ­λος κά­ποιος α­ρα­βό­φω­νος ορ­θό­δο­ξος εί­πε με δυ­να­τή φω­νή: «Μάς μέ­θυ­σες α­πό το κρα­σί του Α­γί­ου Ό­ρους».
Πράγ­μα­τι, το Ά­γιον Ό­ρος δια­θέ­τει έ­να δυ­να­τό κρα­σί, ά­κρα­τον οί­νον, α­νέ­δει­ξε μο­να­χούς που ή­ταν με­θυ­σμέ­νοι α­πό την νη­φά­λια μέ­θη και γι’ αυ­τό ως με­θυ­σμέ­νος μπο­ρεί κα­νείς να γρά­ψη, να μιλήση και να α­κού­ση για το Ά­γιον Ό­ρος.
Σε έ­να άλ­λο τρι­ή­με­ρο σε­μι­νά­ριο στην Τα­κό­μα του Σιάτλ της Α­με­ρι­κής ά­κου­σαν για τρεις η­μέ­ρες πε­ρί­που 200-300 προ­σή­λυ­τοι στην Ορ­θο­δο­ξί­α για την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά με εν­δια­φέ­ρον, προ­σευ­χή και κα­τά­νυ­ξη, σε συ­σχε­τι­σμό με την σύγχρο­νη ζω­ή του Α­γί­ου Ό­ρους και εί­παν ό­τι ο­σφράν­θη­καν την α­τμό­σφαι­ρα Α­γί­ου Ό­ρους.
Πα­ντού ο λό­γος πε­ρί του Α­γί­ου Ό­ρους προ­κα­λεί εν­δια­φέ­ρον και προ­σευ­χή.
Η συγ­γρα­φή του τρί­το­μου έρ­γου του π. Μω­ϋ­σή με τίτ­λο «Μέ­γα Γε­ρο­ντι­κό ε­να­ρέ­των α­γιο­ρει­τών του ει­κο­στού αι­ώ­νος» μου δί­νει την ευ­και­ρί­α για μια α­κό­μη φο­ρά να εκ­φρά­σω την α­γά­πη μου για το Ά­γιον Ό­ρος που γνώ­ρι­σα και την ση­μα­σί­α του για την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α γε­νι­κό­τε­ρα, αλ­λά και την αν­θρω­πό­τη­τα, για­τί πα­ρου­σιά­ζει έ­ναν τρό­πο ζω­ής που εί­ναι δυ­σεύ­ρε­τος.
Για να κα­τα­λά­βη κα­νείς το Ά­γιον Ό­ρος χρειά­ζε­ται να το προ­σεγ­γί­ση με τα μά­τια της καρ­δι­άς, με τον έ­σω άν­θρω­πο, την ορ­μή του πνεύ­μα­τος, για­τί το φώς του εί­ναι τό­σο δυ­να­τό που τυ­φλώ­νει τον άρ­ρω­στο ο­φθαλ­μό και η α­κο­ή τό­σο ι­σχυ­ρή που σπά­ζει τα τύ­μπα­να, τα ο­ποί­α εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­να να α­κού­νε συμ­βα­τι­κές φω­νές.
1. Η προ­σω­πι­κή μου προ­σέγ­γι­ση του Α­γί­ου Ό­ρους
Ά­κου­γα γε­νι­κά για το Ά­γιον Ό­ρος α­πό την μι­κρή μου παι­δι­κή η­λι­κί­α, α­φού ο πα­τέ­ρας μου πριν πα­ντρευ­τή εί­χε ι­σχυ­ρά ε­πι­θυ­μί­α να μο­νά­ση στο Ά­γιον Ό­ρος και έ­κτο­τε ζού­σε συ­νε­χώς με την α­να­φο­ρά του σε αυ­τό. Διά­βα­ζε βι­βλί­α που ε­ξέ­φρα­ζαν το Ά­γιον Ό­ρος και την α­γιο­ρεί­τι­κη ζω­ή και μας με­γά­λω­σε με α­για­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες και ι­στο­ρί­ες α­σκη­τών. Α­πό μι­κρός γνώ­ρι­σα έ­ναν α­γιο­ρεί­τη Μο­να­χό που μό­να­ζε στα Ζα­γο­ρο­χώ­ρια, τον π. Ι­ά­κω­βο Βο­λο­δή­μο, που μου μί­λη­σε πρώ­τη φο­ρά για την ευ­χή.
Την δε­κα­ε­τί­α του ’­60 γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά το Ά­γιον Ό­ρος. Η προ­ε­τοι­μα­σί­α μου έ­γι­νε στο Πα­νε­πι­στή­μιο με την ε­κμά­θη­ση της πα­λαιο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή δι­δά­χθη­κα να δια­βά­ζω τους κώ­δι­κες με τα βι­βλι­κά και πα­τε­ρι­κά κείμενα.
Μέ αυ­τό το κί­νη­τρο ε­ξω­τε­ρι­κά, αλ­λά και με την καρ­δια­κή μου α­να­ζή­τη­ση πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος για να με­λε­τή­σω μα­ζί με ο­μά­δα συμ­φοι­τη­τών μου και Κα­θη­γη­τών στις Βι­βλιο­θή­κες των Μο­νών του Α­γί­ου Ό­ρους, μό­λις εί­χε γιορ­τα­σθή η χι­λε­τη­ρί­δα του (1963), και τό­τε υ­πήρ­χαν κο­σμι­κοί άν­θρω­ποι που πε­ρι­έ­γρα­φαν τις γιορ­τές ε­κεί­νες ως τον ε­πι­θα­νά­τιο ρόγ­χο του.
Ό­μως το Ά­γιον Ό­ρος δεν πε­θαί­νει εύ­κο­λα, για­τί δια­θέ­τει άλ­λους ρυθ­μούς, και τό­τε που φαί­νε­ται ό­τι τε­λει­ώ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­λειού­ται, α­να­σταί­νε­ται και ζω­ο­γο­νεί­ται.
Πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος έ­να πρω­ϊ­νό –βα­θύ όρ­θρο– του Ι­ου­νί­ου του έ­τους 1966. Τα μά­τια του σώ­μα­τος μου μα­γεύ­ο­νταν α­πό το καταπληκτικό το­πί­ο που έ­βλε­παν και τα μά­τια της καρ­δι­άς μου προ­σπα­θού­σαν να συλ­λά­βουν αυ­τό που δεν φαι­νό­ταν ε­ξω­τε­ρι­κά, να αι­σθαν­θούν τον τό­πο του μυ­στη­ρί­ου εκ­στα­τι­κά.
Ξε­κί­νη­σα α­πό τις βι­βλιο­θή­κες των Ι­ε­ρών Μο­νών, σε συν­δυ­α­σμό με τις α­γιο­ρεί­τι­κες α­κο­λου­θί­ες, που μου φαί­νο­νταν σaν μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη ζω­ή κου­βέ­ντια­ζα με τους μο­να­χούς και κα­τα­λά­βαι­να ό­τι εί­χαν άλ­λο ή­θος και χρη­σι­μο­ποιού­σαν άλ­λη γλώσ­σα ά­κου­γα τις συ­νο­μι­λί­ες τους, που εί­χαν μια ι­διαί­τε­ρη χά­ρη και α­να­φέ­ρο­νταν σε άλ­λα ζη­τή­μα­τα έ­βλε­πα έ­ναν κό­σμο που ερ­χό­ταν α­πό πα­λαιά και ε­ξέ­φρα­ζε μια άλ­λη πα­ρά­δο­ση πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τον στο­χα­στι­κή-α­κα­δη­μα­ϊ­κή νο­ο­τρο­πί­α και την η­θι­κί­στι­κη γνώ­ση που συ­να­ντού­σα έ­ως τό­τε έ­βλε­πα μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη πο­λι­τεί­α.
Σάν να ξυ­πνού­σα α­πό έ­ναν ύ­πνο και έ­βλε­πα άλ­λους αν­θρώ­πους, που έρ­χο­νταν α­πό κά­ποιο άλ­λον πλα­νή­τη, με άλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, άλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, άλ­λη βιο­τή.
Α­πό τις βι­βλιο­θή­κες και τους κώ­δι­κες, πέ­ρα­σα στην ζω­ή των κοι­νο­βια­κών και ι­διορ­ρύθ­μων Μο­νών –πού τώ­ρα ε­ξέ­λει­παν α­νοί­χτη­κα στην σκη­τι­ώ­τι­κη ζω­ή και την έ­ρη­μο περ­πά­τη­σα ώ­ρες ο­λό­κλη­ρες μέ­σα στα ή­συ­χα και α­για­σμέ­να μο­νο­πά­τια του Α­γί­ου Ό­ρους, που συν­δέ­ουν ό­λες τις Ι­ε­ρές Μο­νές πέ­ρα­σα α­πό α­πό­το­μους, κρη­μνώ­δεις βρά­χους γνώ­ρι­σα σο­φούς και α­πλούς μο­να­χούς, λο­γά­δες και σι­ω­πη­λούς, κα­τά Χρι­στόν σα­λούς, α­νυ­πό­δυ­τους και μο­νο­χί­τω­νες, αλ­λά και σο­φούς και ευ­παι­δεύ­τους, που στέ­κο­νταν θαυ­μά­σια σε κο­σμι­κά α­κρο­α­τή­ρια εί­δα μά­τια έ­ντο­να και δι­εισ­δυ­τι­κά, α­γνά, ή­ρε­μα, γλυ­κά, αλ­λά και με­ρι­κά πο­νη­ρά που α­πο­τε­λού­σαν την πα­ρα­φω­νί­α του Ό­ρους μοι­ρά­στη­κα το φα­γη­τό και το πο­τό τους, αλ­λά και τον γλυ­κύ­τα­το λό­γο τους ά­κου­γα λό­γους για τον θά­να­το και την ζω­ή α­γά­πη­σα την νύ­κτα και τον όρ­θρο, τις α­γρυ­πνί­ες με το παι­χνι­διά­ρι­κο ψάλ­σι­μο προ­σευ­χή­θη­κα στα μο­νο­πά­τια και κά­τω α­πό τα δέν­δρα, στους βρά­χους και τις σπη­λι­ές ξα­γρύ­πνη­σα σε ο­λο­νύ­κτι­ες α­κο­λου­θί­ες, αλ­λά και σε μι­κρά εκ­κλη­σά­κια, και μά­λι­στα στις α­πλω­τα­ρι­ές, σε κα­λο­και­ρι­νές ο­λό­φεγ­γες βρα­δυ­ές.
Το κυ­ρι­ό­τε­ρο εί­ναι ό­τι στις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις μου ά­κου­σα την μυ­στι­κή κραυ­γή του Α­γί­ου Ό­ρους, τον ε­σω­τε­ρι­κό κτύ­πο της καρ­δι­άς του, τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής μυ­στι­κής ζω­ής του.
Εί­δα το Ά­γιον Ό­ρος ως έ­ναν ζω­ντα­νό άν­θρω­πο, που έ­χει πνευ­μό­νια με τα ο­ποί­α α­να­πνέ­ει το ο­ξυ­γό­νο της αι­ω­νι­ό­τη­τας στό­μα για να κραυ­γά­ζη α­κα­τά­παυ­στα και να βρυ­χά­ται α­πό πεί­να και δί­ψα για Θεό καρ­διά που έ­χει τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής νο­ε­ράς προ­σευ­χής, μέ­σα α­πό την ο­ποί­α βγαί­νει μια δυ­να­τή φω­νή με την ε­πέν­δυ­ση της σι­ω­πής σώ­μα πο­λυ­όμ­μα­το, σaν τα Χε­ρου­βείμ, που βλέ­πουν μα­κρυά.
Ό­λα αυ­τά αν και φαί­νο­νται α­ντί­θε­τα με­τα­ξύ τους, εν τού­τοις εί­ναι αρ­μο­νι­σμέ­να.
Σε ό­λες τις με­τέ­πει­τα ε­πι­σκέ­ψεις μου, στις δε­κα­τί­ες του '­60, '­70, '­80, εί­χα κέ­ντρο την Νέ­α Σκή­τη, μια ευ­λο­γη­μέ­νη α­πό κά­θε πλευ­ρά πε­ριο­χή, μέ­νο­ντας στο κα­λύ­βι του Αρ­χι­μαν­δρί­του Σπυ­ρί­δω­νος (Ξέ­νου), που τον εί­χα Δι­ευ­θυ­ντή στο οι­κο­τρο­φεί­ο του Α­γρι­νί­ου, κα­τά τα μαθητικά μου χρό­νια, μια ι­σχυ­ρή φυ­σιο­γνω­μί­α, που ε­ξέ­φρα­ζε την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα των α­γιο­ρει­τών Πα­τέ­ρων, με τον αυ­θόρ­μη­το, δι­εισ­δυ­τι­κό, ε­λε­γκτι­κό λό­γο, αλ­λά και την μη­τρι­κή καρ­διά, ό­ταν χρεια­ζό­ταν. Α­πό την Νέ­α Σκή­τη, ό­που α­σκού­νταν ευ­λο­γη­μέ­νοι Πα­τέ­ρες και δια­τη­ρώ συ­γκι­νη­τι­κές α­να­μνή­σεις στην καρ­διά μου, ως πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, ξα­νοι­γό­μουν, ως σε ορ­μη­τή­ριο πνεύ­μα­τος, στην έ­ρη­μο του Α­γί­ου Ό­ρους.
Στο Ά­γιον Ό­ρος γνώ­ρι­σα έ­ναν άλ­λον κό­σμο, μια άλ­λη Ή­πει­ρο, γύ­ρι­σα στο πα­ρελ­θόν και αι­σθα­νό­μουν το μέλ­λον, εί­δα πώς πε­ρί­που ζού­σε ο Α­δάμ προ της πτώ­σε­ως, πώς θρη­νού­σε με­τά την έ­ξο­δο α­πό τον Πα­ρά­δει­σο, πώς ζού­σε μέ­σα στον ά­δη και πώς ζή τώ­ρα στον Πα­ρά­δει­σο. Γνώ­ρι­σα πολ­λούς α­γιο­ρεί­τες που ζού­σαν ό­λες τις φά­σεις της α­δα­μι­κής ζω­ής, δη­λα­δή της προ­πτω­τι­κής, της με­τα­πτω­τι­κής, και της ε­σχα­το­λο­γι­κής. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι σε σμι­κρο­γρα­φί­α ο­λό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­βιο­γρα­φί­α της αν­θρω­πό­τη­τας, με τις πτώ­σεις και τις α­να­στά­σεις, την κοι­νω­νι­κό­τη­τα και την α­ναρ­χί­α, την η­θι­κή και την α­σκη­τι­κή, την λο­γι­κή και την υ­περ­λο­γι­κή, τον βί­ο και την ζω­ή.
2. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς για το Ά­γιον Ό­ρος
Α­πό φοι­τη­τής α­σχο­λή­θη­κα ι­διαί­τε­ρα με τον βί­ο και την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε αυ­τό ο­φεί­λω με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη στον μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γη­τή μου Πα­να­γι­ώ­τη Χρή­στου και τους τό­τε συ­νερ­γά­τες του, για­τί μας ά­νοι­ξαν τα μά­τια σε αυ­τή την δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι η καρ­διά της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας, αλ­λά και του Α­γί­ου Ό­ρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.
Στις πε­ρί­φη­μες τριά­δες του, το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του πε­ρί των ι­ε­ρώς η­συ­χα­ζό­ντων, υ­πάρ­χει και μια θαυ­μά­σια α­να­φο­ρά για το Ά­γιον Ό­ρος. Α­να­φε­ρό­με­νος ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς στον ό­σιο και ο­μο­λο­γη­τή Νι­κη­φό­ρο γρά­φει: «Βί­ον αι­ρεί­ται και α­κρι­βέ­στε­ρον, δη­λα­δή τον μο­νή­ρη, τό­πον δε προς κα­τοι­κί­αν τον της α­γι­ω­σύ­νης ε­πώ­νυ­μον, εν με­θο­ρί­ω κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων (Ά­θως ού­τός ε­στιν, η της α­ρε­τής ε­στί­α), εν­διαι­τά­σθαι προ­θυ­μη­θείς».
Α­πό το χω­ρί­ο αυ­τό και τα ό­σα προ­η­γού­νται και έ­πο­νται μπο­ρού­με να σχο­λιά­σου­με δύ­ο ση­μεί­α.
Το πρώ­τον ό­τι ο Ά­θως εί­ναι το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ω­σύ­νης, δη­λα­δή το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι ο α­για­σμέ­νος τό­πος, α­φού εί­ναι το με­θό­ριον με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, η ε­στί­α της α­ρε­τής. Εί­ναι ε­πώ­νυ­μος της α­γι­ό­τη­τος, για­τί ε­κεί κα­τοι­κούν μο­να­χοί που α­γιά­ζο­νται. Άλ­λω­στε, γνω­ρί­ζου­με α­πό την ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α ό­τι η Χά­ρη του Θε­ού α­πό την ψυ­χή δια­πορθ­μεύ­ε­ται στο σώ­μα και α­πό ε­κεί σε ο­λό­κλη­ρη την κτί­ση. Τα πά­ντα α­γιά­ζο­νται α­πό την Χά­ρη του Θε­ού δια του α­για­σμέ­νου αν­θρώ­που.
Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι έ­νας τό­πος με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, α­φού σε αυ­τό μέ­νουν ε­πί­γειοι άγ­γε­λοι και ου­ρά­νιοι άν­θρω­ποι.
Εί­ναι με­τα­ξύ του κό­σμου και του Πα­ρα­δεί­σου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι ο προ­θά­λα­μος, ο πρό­να­ος της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, που τε­λεί­ται στον ου­ρα­νό, ό­πως την πε­ρι­γρά­φει το βι­βλί­ο της Α­πο­κα­λύ­ψε­ως του Ευ­αγ­γε­λι­στού Ι­ω­άν­νου. Εί­ναι ε­στί­α των α­ρε­τών, για­τί ε­κεί ε­ξα­σκεί­ται η πρα­κτι­κή φι­λο­σο­φί­α, η ά­σκη­ση με την νη­στεί­α, την α­γρυ­πνί­α και την προ­σευ­χή, που εί­ναι η ε­πί­βα­ση της θε­ω­ρί­ας.
Το δεύ­τε­ρον εί­ναι ό­τι στο χω­ρί­ο αυ­τό του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε ό­λη αυ­τήν την ε­νό­τη­τα κα­τα­γρά­φε­ται σα­φέ­στα­τα η δια­φο­ρά της θε­ο­λο­γί­ας και του τρό­που ζω­ής με­τα­ξύ του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και του δυ­τι­κό­φρο­νος Βαρ­λα­άμ.
Ο Νι­κη­φό­ρος ήλ­κε το γέ­νος «εξ Ι­τα­λών», κα­τέρ­ρι­ψε την κα­κο­δο­ξί­α τους και προ­σε­χώ­ρη­σε στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α ορ­θο­το­μεί τον λό­γο της α­λη­θεί­ας.
Πή­γε στο Ά­γιον Ό­ρος, υ­πο­τά­χθη­κε στους ε­γκρί­τους των Πα­τέ­ρων, δεί­χνο­ντας για πο­λύ χρό­νο την τα­πεί­νω­σή του, προ­σέ­λα­βε α­πό ε­κεί­νους την τέ­χνη της ει­ρή­νης, δη­λα­δή την πεί­ρα της η­συ­χί­ας, και έ­γι­νε αρ­χη­γός αυ­τών που α­γω­νί­ζο­νται με τον κό­σμο της δια­νοί­ας, δη­λα­δή τους λο­γι­σμούς και τις φα­ντα­σί­ες, και πα­λεύ­ουν με τα πνευ­μα­τι­κά της πο­νη­ρί­ας, ο­πό­τε έ­γι­νε δι­δά­σκα­λος των μο­να­χών στην η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση.
Ε­πει­δή έ­βλε­πε ό­τι πολ­λοί αρ­χά­ριοι δεν μπο­ρού­σαν να συ­γκρα­τή­σουν ού­τε με­τρί­ως την α­στά­θεια του νού τους, ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος πρό­τει­νε τον τρό­πο με τον ο­ποί­ον ή­ταν δυ­να­τόν να συ­στεί­λουν με­τρί­ως «τό πο­λυ­πό­ρευ­τον και φα­ντα­σι­ώ­δες» του νού.
Σε άλ­λο ση­μεί­ο ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, α­να­φε­ρό­με­νος στον ό­σιο Νι­κη­φό­ρο, γρά­φει ό­τι για πο­λύ και­ρό πέ­ρα­σε «εν η­ρε­μί­α και η­συ­χί­α», έ­πει­τα ει­σήλ­θε στα ε­ρη­μι­κό­τε­ρα μέ­ρη του Α­γί­ου Ό­ρους, και α­φού συ­γκέ­ντρω­σε διά­φο­ρα πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α «τήν νη­πτι­κήν η­μίν αυ­τών πα­ρέ­δω­κεν πρά­ξιν».
Α­πό τις α­να­φο­ρές αυ­τές του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μά φαί­νε­ται η μέ­θο­δος της ευ­σε­βεί­ας και της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής. Προ­η­γεί­ται η υ­πα­κο­ή στους πε­πει­ρα­μέ­νους Πα­τέ­ρας, μέ­σα σε ζω­ή υ­πα­κο­ής, η­συ­χί­ας και η­ρε­μί­ας, και α­κο­λου­θεί η πα­ρα­λα­βή της τέ­χνης της ει­ρή­νης των λο­γι­σμών. Μέ την ει­δι­κή αυ­τή τέ­χνη της νο­ε­ράς η­συ­χί­ας οι μο­να­χοί συ­στέλ­λουν τον νού α­πό τις φα­ντα­σί­ες και την διά­χυ­σή του στο πε­ρι­βάλ­λον, και με τον τρό­πο αυ­τόν νι­κούν τα πνεύ­μα­τα της πο­νη­ρί­ας και λαμ­βά­νουν το στε­φά­νι της νί­κης.
Α­ντί­θε­τα, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ, ε­νώ ήλ­θε και ε­κεί­νος α­πό την Ι­τα­λί­α, εν τού­τοις κρά­τη­σε την «κα­κο­δο­ξί­α».
Και «ο φι­λό­σο­φος ού­τος την ε­αυ­τού φα­ντα­σι­ώ­δη πο­λύ­νοιαν ε­πα­φή­κεν, οί­όν τι πύρ, τώ κω­λύ­ο­ντι κα­θά­περ ύ­λη χρη­σά­με­νον» ε­να­ντί­ον του Νι­κη­φό­ρου και της δι­δα­σκα­λί­ας του. Δεν σε­βά­σθη­κε την ο­μο­λο­γί­α του και την ε­ξο­ρί­α του, δεν σε­βά­σθη­κε ε­κεί­νους που εκ­παι­δεύ­θη­καν α­πό αυ­τόν στα θεί­α, δια των ο­ποί­ων ο Θε­ός στό­λι­σε και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α Του.
Έ­τσι, ε­νώ ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος α­κο­λού­θη­σε την η­συ­χα­στι­κή μέ­θο­δο, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ στη­ρί­χθη­κε στην φι­λο­σο­φί­α και τον φα­ντα­σι­ώ­δη νού ε­νώ ο Νι­κη­φό­ρος υ­πο­τά­χθη­κε στους Πα­τέ­ρας, πα­ρα­λαμ­βά­νει την τέ­χνη της η­συ­χί­ας και γεν­νά λα­μπρούς μα­θη­τάς, ο Βαρ­λα­άμ προ­σβάλ­λει και α­τι­μά­ζει τα συγ­γράμμα­τα των α­γί­ων και την μέ­θο­δο με την ο­ποί­α ο άν­θρω­πος α­πο­κτά την γνώ­ση του Θε­ού. Δύ­ο κό­σμοι διά­φο­ροι με­τα­ξύ τους, ο έ­νας κό­σμος εί­ναι της ορ­θό­δο­ξης ζω­ής, ο άλ­λος κό­σμος εί­ναι της ζω­ής της στο­χα­στι­κής και σχο­λα­στι­κής.
Ο π. Μω­ϋ­σής στο τρί­το­μο έρ­γο του πε­ρι­γρά­φει τους α­γιο­ρεί­τες Πα­τέ­ρες του ει­κο­στού αι­ώ­νος, οι ο­ποί­οι α­κο­λού­θη­σαν την ζω­ή και την μέ­θο­δο του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και ό­χι του Βαρ­λα­άμ. Και αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό για­τί αυ­τήν την δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύ­ο αυ­τών αν­θρώ­πων την συ­να­ντά­με και σή­με­ρα στην εκ­κλη­σια­στι­κή μας ζω­ή. Υ­πάρ­χουν μο­να­χοί και λα­ϊ­κοί που α­γα­πούν την ορ­θό­δο­ξη η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση και άλ­λοι που α­κο­λου­θούν την βαρ­λα­α­μι­κή πα­ρά­δο­ση, η ο­ποί­α εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η σύγ­χρο­νη λε­γό­με­νη με­τα­πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α.
Γι’ αυ­τό το έρ­γο του π. Μω­ϋ­σή εί­ναι ση­μα­ντι­κό, α­φού μας δεί­χνει το Ά­γιο Ό­ρος ως το με­θό­ριο με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, ως ε­στί­α της α­ρε­τής και ως το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ό­τη­τος, που συ­νε­χί­ζει την πα­ρά­δο­ση των με­γά­λων α­σκη­τών της Εκ­κλη­σί­ας.
3. Το Ά­γιον Ό­ρος με τα μά­τια του π. Μω­ϋ­σή
Τόν π. Μω­ϋ­σή τον γνώ­ρι­σα στο Ά­γιον Ό­ρος, στην Μο­νή της Σί­μω­νος Πέ­τρας. Ε­κεί­νος μου εί­πε ό­τι με συ­νά­ντη­σε για πρώ­τη φο­ρά στο κα­ρά­βι που πη­γαί­να­με στο Ά­γιον Ό­ρος ε­γώ ή­μουν Κλη­ρι­κός και ε­κεί­νος λα­ϊ­κός. Δεν θυ­μά­μαι αυ­τήν την σκη­νή ού­τε και τον π. Μω­ϋ­σή.
Ό­μως ή­μουν στην Ι­ε­ρά Μο­νή Σι­μω­νό­πε­τρας το έ­τος 1979, ό­ταν την ε­πι­σκέ­φθη­κε ο π. Πα­ΐ­σιος για να μι­λή­ση με τους μο­να­χούς. Την ε­πο­χή ε­κεί­νη α­να­ζη­τού­σα τον π. Πα­ΐ­σιο για να συ­ζη­τή­σω μα­ζί του κά­ποιο θέ­μα και τον βρή­κα στην Ι­ε­ρά Μο­νή του ο­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου.
Α­νέ­βη­κα μα­ζί του στην Σι­μω­νό­πε­τρα και ε­πει­δή δεν μπο­ρού­σε να με δη ε­κεί, με προ­σέ­λα­βε στην συ­νο­δεί­α του, βα­δί­ζο­ντας πε­ρί­που τέσ­σε­ρεις ώ­ρες για να πά­με στο Κελ­λί του, την Πα­να­γού­δα, και να μι­λή­σου­με ε­κεί, ό­που και δια­νυ­κτέ­ρευ­σα και α­ξι­ώ­θη­κα να γί­νω αυ­τή­κο­ος μάρ­τυ­ρας του τρό­που της νυ­κτε­ρι­νής προ­σευ­χής του.
Στην Σι­μω­νό­πε­τρα, λοι­πόν, ά­κου­σα την δι­ή­γη­ση του π. Πα­ϊ­σί­ου για τον πει­ρα­σμι­κό νυ­κτε­ρι­νό ε­πι­σκέ­πτη, το «τα­γκα­λά­κι» που ε­νό­χλη­σε τον π. Πα­ΐ­σιο, που κοι­μό­ταν δί­πλα α­πό το κελ­λί του π. Μω­ϋ­σή.
Έ­κτο­τε ο π. Μω­ϋ­σής εί­χε πολ­λούς πει­ρα­σμούς και ό­λους τους α­ντι­με­τω­πί­ζει με θάρ­ρος, υ­πο­μο­νή, σι­ω­πή, η­συ­χί­α και προ­σευ­χή. Μι­λά και γρά­φει μέ­σα α­πό πό­νο και χα­ρά, με ποί­η­ση και λό­γο, με ε­πι­χει­ρή­μα­τα σο­βα­ρά και α­πο­φα­τι­κά, πά­ντως, ό­μως, μέ­σα α­πό την μυ­στι­κή α­κρό­α­ση του ε­σω­τε­ρι­κού σφυγ­μού του Α­γί­ου Ό­ρους. Α­ξι­ώ­θη­κε και αυ­τός να γνω­ρί­ση τον κτύ­πο της καρ­δι­άς του Α­γί­ου Ό­ρους, την μυ­στι­κή και α­πόρ­ρη­τη α­γρυ­πνί­α του, το δυ­να­τό του κρα­σί.
Δεν πα­ρα­μέ­νει στο ε­ξω­τε­ρι­κό πε­ρί­βλη­μα, που μπο­ρεί να εί­ναι σaν το σκλη­ρό κα­ρύ­δι, αλ­λά ει­σέρ­χε­ται φι­λάν­θρω­πα στην ψύ­χα, τον καρ­πό, που τρώ­γε­ται ευ­χά­ρι­στα, θερ­μαί­νει και ζω­ο­γο­νεί.
Ο λό­γος του εί­ναι ποι­η­τι­κός και εκ­φα­ντι­κός, βγαλ­μέ­νος μέ­σα α­πό τον δι­κό του πό­νο, την μυ­στι­κή του προ­σευ­χή, τον α­λά­λη­το στε­ναγ­μό, την α­να­ζή­τη­ση την καρ­δια­κή, την α­γω­νί­α και την η­συ­χί­α του νο­σο­κο­μεί­ου, το άγ­γιγ­μα του θα­νά­του και την βί­ω­ση της α­να­στά­σι­μης ζω­ής, την δεύ­τε­ρη ζω­ή που του χά­ρι­σε ο Θε­ός με την συ­νέρ­γεια των για­τρών, αλ­λά και την άλ­λη ζω­ή της αι­ω­νί­ου α­παρ­χή.
Εί­ναι μια μαρ­τυ­ρί­α ζω­ντα­νή και ευ­ερ­γε­τι­κή. Θαυ­μά­ζω την δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, την κι­νη­τι­κό­τη­τά του, τον λό­γο του και την μαρ­τυ­ρί­α του, τα πε­τάγ­μα­τα και την ι­σορ­ρο­πί­α του, την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα και την μη­τρι­κό­τη­τά του. Έ­τσι ε­ξη­γεί­ται και η συγ­γρα­φή, που την ε­κλαμ­βά­νει ως ευ­λο­γί­α θε­ϊ­κή.
Στο τρί­το­μο αυ­τό έρ­γο μου ά­ρε­σαν πολ­λές εκ­φρά­σεις και χα­ρα­κτη­ρι­σμοί που δί­νει σε διά­φο­ρους α­γιο­ρεί­τας που βιο­γρα­φεί. Πα­ρα­θέ­τω με­ρι­κούς α­πό αυ­τούς: «Ε­ξα­σκών την νο­ε­ράν ερ­γα­σί­αν και ε­σθί­ων της θεί­ας α­γά­πης το μέ­λι, γε­νό­με­νος και εις άλ­λους ω­φέ­λι­μος». «Η προ­σευ­χή τον α­νέ­βα­ζε σε θεί­ες θε­ω­ρί­ες». «Ι­ε­ρός βλα­στός και ευ­ώ­δης αν­θός… την ευ­ω­δί­α του ευ­φράν­θη­σαν πολ­λοί». «Δό­θη­κε με­τά δα­κρύ­ων στην φί­λη προ­σευ­χή». «Υ­πέ­τα­ξε τον α­ντάρ­τη νού, την δέ­σποι­να κοι­λί­α και α­πέ­κτη­σε χρη­στο­ή­θεια» «Γέ­ρα­σε μό­νος και δεν εί­χε κα­μιά βο­ή­θεια». «Ήλ­θε στο Ά­γιον Ό­ρος στην πε­ρι­βό­τη­τη Χερ­σό­νη­σο των α­γί­ων.
Η τρι­ε­τής φοί­τη­σή του στο α­θω­νι­κό φρο­ντι­στή­ριο της ο­σι­ό­τη­τος… του έ­δω­σε ι­σχυ­ρή δύ­να­μη, για ν’ αρ­χί­σει ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο» «Τίς α­σθέ­νει­ες του σώ­μα­τος θε­ω­ρού­σε υ­γεί­α της ψυ­χής και πη­γή τα­πει­νώ­σε­ως» «Έ­να σπά­νιο ευ­ώ­δες άν­θος του Πε­ρι­βο­λιού της Πα­να­γί­ας. Ε­πί 70 έ­τη μού­ντζω­νε την κο­σμι­κή μα­ται­ό­τη­τα, κά­θε αν­θρώ­πι­νη πα­ρη­γο­ριά» «Ά­δο­λος, α­πλός, ευ­θύς, πρά­ος, υ­πά­κου­ος, α­κτή­μων, σπά­νιος α­γω­νι­στής, ευ­λα­βέ­στα­τος, ει­λι­κρι­νής, α­πο­νή­ρευ­τος» «Ε­κού­σια και α­κού­σιος πεί­να, φτώ­χεια, στέ­ρη­ση, κα­κου­χί­α, και τα­λαι­πω­ρί­α. Πυ­κνές α­σθέ­νει­ες και πολ­λοί πει­ρα­σμοί τον κού­ρα­σαν αλ­λά δεν τον α­πο­γο­ή­τευ­σαν.
Τα δε­χό­ταν ό­λα ως α­πό Θε­ού» «Υ­πήρ­ξε α­σκη­τι­κός και βια­στής στην κα­λο­γη­ρι­κή του». «Οι έν­θε­ες α­ρε­τές στό­λι­ζαν την α­γνή του καρ­διά…. Το νού του εί­χε μό­νι­μα στραμ­μέ­νο στα ου­ρά­νια. Εί­χε χά­ρη το προ­σω­πό του. Γα­λή­νευ­ε κα­νείς μό­νο που τον έ­βλε­πε. Εί­χε παι­δι­κή ψυ­χή, α­πλό­τη­τα, α­κα­κί­α, α­γα­θό­τητ­τα. Την α­ρε­τή του την έ­κρυ­βε ε­πι­στα­μέ­νως. «Ζεί α­πλά, λι­τά, κα­λο­γε­ρι­κά, α­να­πτύσ­σο­ντας την α­ρε­τή της φι­λο­ξε­νί­ας». «Έ­ως της κοι­μή­σε­ώς του δια­τή­ρη­σε α­κμαί­α τη φι­λο­θε­ΐ­α, τη φι­λα­γι­ό­τη­τα, το φι­λά­ρε­το, το φι­λά­δελ­φο, φι­λά­ρε­το και φι­λο­α­θω­νι­κό πνεύ­μα».
Πρίν τε­λει­ώ­σω αυ­τήν την σύ­ντο­μη ει­σή­γη­σή μου δεν μπο­ρώ να α­γνο­ή­σω την ά­πο­ψη του π. Μω­ϋ­σή για το Ά­γιον Ό­ρος, ό­πως την δια­τύ­πω­σε με ποι­η­τι­κό τρό­πο.
«Κα­ρά­βι που τα­ξι­δεύ­ει το Ά­γιον Ό­ρος με κα­τάρ­τι τον Ά­θω­να, ση­μαί­α την Με­τα­μόρ­φω­ση κι ά­γκυ­ρα την Πα­να­γί­α, στ’ α­μπά­ρια κου­βα­λά­ει νά­μα, μέ­λι, κε­ρί και λι­βά­νι για τους πει­να­σμέ­νους του νάρ­θη­κα, για τους λα­βω­μέ­νους των στα­σι­δι­ών».
Κα­ρά­βι εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος σaν την Εκ­κλη­σί­α –ναύς– που πλέ­ει μέ­σα στην νε­κρά θά­λασ­σα του βί­ου τού­του, για να α­πο­βι­βά­ση τους ε­πι­βά­τες του στο εύ­διο λι­μά­νι, την θε­ω­ρί­α του Θε­ού. Αυ­τό το ζω­ντα­νό και ζω­η­φό­ρο κα­ρά­βι δέ­χε­ται πολ­λούς πει­ρα­σμούς, α­πό πει­ρα­τές και δια­φό­ρους ε­σμούς, α­πό κύ­μα­τα και ο­νει­δι­σμούς, βρά­χια και πά­θια και ό­μως αυ­τό πο­ρεύ­ε­ται για να ελ­λι­με­νι­σθή στον προ­ο­ρι­σμό του, στο πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου.
Κα­τάρ­τι του εί­ναι ο πε­ρι­ώ­νυ­μος Ά­θως, τον ο­ποί­ο στο­λί­ζει το α­γιο­ρεί­τι­κο Θα­βώρ, που κρύ­βει με­τα­μορ­φω­μέ­νους α­γιο­ρεί­τας, φα­νε­ρούς και α­φα­νείς, γνω­στούς και α­γνώ­στους, θε­α­τούς και α­θε­ά­τους, εν­δε­δυ­μέ­νους και γυ­μνούς.
Ά­γκυ­ρα εί­ναι η Πα­να­γιά, η ά­γκυ­ρα της πί­στε­ως και της ελ­πί­δας, τα μη­τρό­θε­α σπλά­χνα που α­γκα­λιά­ζουν ό­λον τον κό­σμο, που πα­ρα­μέ­νει σι­ω­πη­λή και εύ­λα­λη μη­τέ­ρα, η ο­ποί­α α­γα­πά ό­λους τους αν­θρώ­πους, ι­διαι­τέ­ρως ό­σους γί­νο­νται πνευ­μα­τι­κές μη­τέ­ρες του Υι­ού της.
Στά α­μπά­ρια του αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο κα­ρά­βι, ως πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς δεν κου­βα­λά­ει α­πλώς τους καρ­πούς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, της α­γιο­γρα­φί­ας, της πα­λαιο­γρα­φί­ας, αλ­λά ό,τι πιο τα­πει­νό, φτω­χό και γλυ­κό δια­θέ­τει η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α και εί­ναι πέ­ρα α­πό τα α­πο­κυ­ή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας, τους στο­χα­σμούς και τους ευ­σε­βι­σμούς. Εί­ναι το νά­μα, που γλυ­καί­νει και τρελ­λαί­νει το μέ­λι, που γί­νε­ται α­πό τις μέ­λισ­σες της η­συ­χί­ας και προ­σφέ­ρε­ται γι’ αυ­τούς που α­γα­πούν τα γλυ­κέ­α τώ λά­ρυγ­γι, τα άρ­ρη­τα ή και ρη­τά ρή­μα­τα το κε­ρί, που φω­τί­ζει κε­νω­τι­κά και πα­ρη­γο­ρεί ι­λα­ρά, ό­πως ι­λα­ρό εί­ναι το Φως του κό­σμου το λι­βά­νι, που ευ­ω­διά­ζει ου­ρα­νό και α­νε­βαί­νει ως ο­σμή ευ­ω­δί­ας θα­νά­του και ζω­ής, ευ­λο­γη­μέ­νης θα­να­το­ζω­ής.
Και τους θη­σαυ­ρούς αυ­τούς τους φυ­λά­ει κρυ­φά, μυ­στι­κά για να τους δώ­ση με α­πλο­χε­ριά σ’ αυ­τούς που το α­γα­πούν και την μυ­στι­κή φω­νή του α­κούν, σε ό­σους έ­χουν πο­νέ­σει ε­σχα­το­λο­γι­κά και έ­χουν πλη­γω­θή βα­θειά, σ’ αυ­τούς που κά­θο­νται στον Νάρ­θη­κα και πει­νούν για άλ­λη δι­καιο­σύ­νη και πο­νούν α­πό τις πλη­γές που κα­νέ­να Νο­σο­κο­μεί­ο δεν θε­ρα­πεύ­ει και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να α­κου­μπή­ση πα­ρά μό­νον ο αι­ώ­νιος για­τρός που αγ­γί­ζει τρυ­φε­ρά.
Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι τό­πος λό­γου και σι­ω­πής, μυ­στη­ρί­ου και φα­νέ­ρω­σης, ά­σκη­σης και θε­ο­πτί­ας, αν­θρω­πι­άς και θε­ϊ­κής φο­ράς, πα­ρελ­θό­ντος και ε­σχά­του.
Ό­λο το Ά­γιον Ό­ρος βρί­σκε­ται μέ­σα στην καρ­διά του και το κα­τα­λα­βαί­νει αυ­τός που α­κού­ει τον μυ­στι­κό κτύ­πο της, που λέ­γει α­κα­τά­παυ­στα την ευ­χή, την ου­ρά­νια ω­δή. Το ε­ξω­τε­ρι­κό πλη­σί­α­σμα του Α­γί­ου Ό­ρους εί­ναι οι λα­μπρές α­κο­λου­θί­ες του, αλ­λά το ε­σω­τε­ρι­κό του άγ­γιγ­μα εί­ναι τα τερ­ρι­ρέμ, ό­χι της ψαλ­τι­κής, αλ­λά της ζω­ής της καρ­δια­κής. Άν μπο­ρού­σε κα­νείς να πλη­σιά­ση την καρ­διά ε­νός Α­θω­νί­του μο­να­χού, που κά­θε­ται στο στα­σί­δι του σε στά­ση ύ­πνου και ξύ­πνιου, ό­ταν ψάλ­λο­νται τα τερ­ρι­ρέμ, αυ­τός μπο­ρεί να δη τί εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος.
Αυ­τήν την στά­ση του α­γρυ­πνού­ντος κε­κοι­μη­μέ­νου μο­να­χού και την ε­σω­τε­ρι­κή κραυ­γή του, που ορ­μά προς τον ά­ναρ­χο Τρια­δι­κό Θε­ό, σε μια α­ει­κί­νη­τη στά­ση και σε μια στά­σι­μη κί­νη­ση πε­ρι­γρά­φει στο τρί­το­μο έρ­γο του ο π. Μω­ϋ­σής.
Έ­τσι το διά­βα­σα και αυ­τήν την αί­σθη­ση δι­έ­κρι­να. Αυ­τό εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος. Ό­ποιος γνώ­ρι­σε κά­ποιο άλ­λο Ά­γιον Ό­ρος, έ­χει σφα­λε­ρή αί­σθη­ση και γνώ­μη που προ­σφέ­ρε­ται για τα­χύ­τα­τη α­να­θε­ώ­ρη­ση, για να προ­σεγ­γί­ση κά­ποιον ζω­η­φό­ρο ε­ρη­μί­τη. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι γε­μά­το α­πό πνεύ­μα και ζω­ή, α­γά­πη και θαλ­πω­ρή, κο­μπο­σχοί­νι και προ­σευ­χή, α­να­μο­νή και προ­σμο­νή, ό­νει­ρο και κραυ­γή, λά­δι και κρα­σί, ώ­σμω­ση κα­τα­πλη­κτι­κή και αι­ώ­νια ευ­λο­γη­τή.
Για να μι­λή­σης για το Ά­γιον Ό­ρος πρέ­πει να εί­σαι καρ­δια­κός α­να­ζη­τη­τής, νη­φά­λια με­θυ­σμέ­νος και οι­νο­χό­ος κα­λός, πο­νε­μέ­νος ε­ρα­στής και ευ­αί­σθη­τος ποι­η­τής, ό­πως εί­ναι ο π. Μω­ϋ­σής.
Ευ­χα­ρι­στώ για την δική σας προσοχή.–

Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα

Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα
Μωυσή Μοναχού Αγιορείτου

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν κυρίως Αγιορείτης. Στη θεοφώτιστη διδασκαλία του διδάσκει αυτό που συνάντησε και βίωσε στο Άγιον Όρος. Ο άγιος Γρηγόριος ήταν Αγιορείτης πριν γίνει Αγιορείτης, αφού είχε συνεχή τον σύνδεσμο με την ασκητική, ησυχαστική, αθωνική ζωή. Όταν αναγκάσθηκε να εξέλθει του φίλτατου Αγίου Όρους προς υπεράσπιση του ησυχασμού, παρέμεινε ακραιφνής Αγιορείτης παρά τις πολεμικές, τις διώξεις, τις τιμές και τις δόξες, μέχρι τη μακαρία κοίμησή του1.
Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά συμπύκνωση όλης της παλαιότερης διδασκαλίας της Εκκλησίας, στη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που συναντούμε στην Αγία Γραφή, στους Αποστολικούς Πατέρες, στους Καππαδόκες Πατέρες, ιδίως στον Μ. Βασίλειο και κατόπιν στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Η παλαμική διδασκαλία παρουσίασε θαυμάσια τις διαστάσεις και τις συνέπειες της σωτήριας αυτής διδασκαλίας2.
Ο Βαρλαάμ αποτελεί τον κανονάρχη των ορθολογιστών φιλοσόφων, που αμφισβητούσαν βάναυσα την ησυχαστική ζωή των νηπτικών πατέρων του παραδοσιακού αθωνικού Ορθόδοξου μοναχισμού. Η τυχόν επικράτηση των αιρετικών βαρλααμικών απόψεων θα σήμαινε κατάργηση του μοναχισμού και της νηπτικής του εργασίας. Ο άγιος Γρηγόριος σταθερά επέμενε ότι ο αληθινός δρόμος της θεογνωσίας είναι η καθαρότητα της καρδιάς κι όχι η έξαρση της λογικής που οδηγεί στον αγνωστικισμό. Ένα από τα πρώτα έργα του αγίου το «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» αναφέρεται με σαφήνεια στην παιδεία κι ότι η φιλοσοφία δεν οδηγεί στη γνώση του Θεού, καθώς επίσης στη νοερά προσευχή και στο άκτιστο φως3.
Ο άγιος Γρηγόριος μετέβη στο Άγιον Όρος ως μαθητής και όχι ως διδάσκαλος. Η πολυετής προσευχή του ήταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος!». Διετέλεσε υποτακτικός θεοφώτιστων Γερόντων, παρέμεινε σιωπηλός και μόνο όταν υπήρξε απόλυτη ανάγκη μίλησε και έγραψε κι εξήλθε του Όρους, για να μεταφέρει την Παράδοση της Εκκλησίας, που μελέτησε και διδάχθηκε, και το καθαρό βίωμα της εμπειρίας του. Ο ησυχασμός είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το βασικό γνώρισμα της αγιοπατερικής διδασκαλίας και αυτό μετέφερε, καθώς αναφέρει ο άριστος βιογράφος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο επίσης νηπτικός και ησυχαστής4. Ας δούμε τις ιερές μορφές Αθωνιτών όσιων και τη νοερά εργασία τους την εποχή του αγίου Παλαμά και μετά από αυτόν:
 
Ο άγιος Φιλόθεος ως Λαυριώτης μοναχός υπογράφει τον Αγιορείτικο Τόμο του 1339. Πήρε μέρος στις ησυχαστικές έριδες, στο πλευρό του αγίου Παλαμά. Το 1346, ενώ ήταν ακόμη στη Μ. Λαύρα, έγραψε δύο λόγους περί του Θαβωρείου Φωτός και κατά του Ακινδύνου. Πήρε μέρος στη Σύνοδο του 1351 ως μητροπολίτης Ηρακλείας για το ησυχαστικό ζήτημα και συνέταξε τον Τόμο των Πρακτικών της. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα του Παλαμά και καθώρισε τη μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών συνθέτοντας την ακολουθία του. Στα πολλά έργα του ο άγιος Φιλόθεος χρησιμοποιεί με χάρη τη χαρακτηριστική ησυχαστική ορολογία ως γνήσιος ησυχαστής.
Γέροντας του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος τον ενέπνευσε και μύησε στα καλά της ησυχαστικής ζωής, είναι ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, ο οποίος ασκήθηκε στα ερημικώτερα μέρη του Αγίου Όρους και διέδωσε τις ησυχαστικές αντιλήψεις μεταξύ των Αγιορειτών. Καρπός της αθωνικής ησυχίας είναι η σοφή πραγματεία του «Περί νήψεως και φυλακής καρδίας», που βρίσκεται στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. Εκτός της μελέτης και της συγγραφής μόνιμο μέλημά του ήταν η άσκηση της νοεράς προσευχής, που έχοντας πηγή τους λόγους των αγίων Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου Αιγυπτίου, Ιωάννου της Κλίμακος, Διαδόχου Φωτικής και Συμεών του Νέου Θεολόγου, έγινε κτήμα της φωτισμένης καρδιάς του. Γι’ αυτό μπορεί να μιλά τόσο καθαρά περί νήψεως στα έργα του: «Την μεν προσοχήν τινές των αγίων νοός τήρησιν έφησαν, άλλοι δε καρδιακήν φυλακήν, έτεροι δε νήψιν και άλλοι νοεράν ησυχίαν και άλλοι άλλως. Τα δε πάντα εν και το αυτό δηλούσιν ως αν τις είποι άρτον και είποι και τεμάχιον και είποι και βουκίον, Ούτω και περί τούτων νόει. Τι δε εστί προσοχή και τι τα ταύτης ιδιώματα, ακριβώς μάνθανε. Προσοχή εστί μετανοίας ακραιφνούς γνώρισμα, προσοχή εστίν αθέτησις αμαρτίας και αρετής επανάληψις, προσοχή εστίν συγχωρήσεως αμαρτιών ανενδοίαστος, πληροφορία· προσοχή εστίν αρχή θεωρίας, μάλλον δε υπόθεσις θεωρίας· δια ταύτης γαρ ο Θεός, παρακύψας, εμφανίζεται τω νοΐ· προσοχή εστίν αταραξία νοός, ή μάλλον, στάσις αυτής, δι' ελέους Θεού τη ψυχή βραβευθείσα· προσοχή εστί καθαίρεσις μεν λογισμών, Θεού δε μνήμης ανάκτορον και της των επερχομένων υπομονής ταμειούχος· προσοχή εστί πίστεως, ελπίδος και αγάπης παραίτιος»5. Ο ησυχαστής όσιος Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους πρώτους και σημαντικούς προδρόμους της μεγάλης ησυχαστικής κινήσεως του 14ου αιώνα6.
Επίσης Γέροντας του αγίου Παλαμά υπήρξε ο όσιος Νικόδημος ο Ησυχαστής (1322), ο οποίος κατά τον άγιο Φιλόθεο υπήρξε «ανήρ θαυμαστός κατά τε πράξιν και θεωρίαν», ασκητής έξω της μονής Βατοπαιδίου, τον οποίο ανακάλυψε ο θείος Παλαμάς, θαύμασε τον βίο του κι έζησε πλησίον του εν νηστεία και αγρυπνία και νήψει και αδιαλείπτω προσευχή επί μία τριετία (1319-1322) και από αυτόν έλαβε το μέγα και αγγελικό των μοναχών σχήμα7.
Ο άγιος Παλαμάς συνδεόταν επίσης με τον Αθωνίτη φιλοησυχαστή κι αντιλατινόφρονα άγιο Θεόληπτο, μητροπολίτη Φιλαδέλφειας (1324/26)8. Είναι γεγονός και πρέπει να τονισθεί πως όλοι οι οπαδοί της ησυχαστικής κινήσεως ήταν και πρόκριτοι της ανθενωτικής, γι' αυτό και είχαν πρώτους αντιπάλους τους λατινόφιλους. Ο άγιος Θεόληπτος σε λόγο του «Περί του μοναδικού επαγγέλματος» γράφει προς μοναχό: «Την οδό της διανοίας οδεύων, τα ρήματα της ευχής αναλέγου· και διαλέγου τω Κυρίω αεί βοών και μη εκκακών πυκνά δεόμενος και την αναίδειαν μιμούμενος τής τον αμείλικτον κριτήν δυσωπησάσης χήρας. Τότε πνεύματι περιπατείς και σαρκικαίς επιθυμίαις ου προσέχεις και λογισμοίς κοσμικοίς ου διατέμνεις της ευχής την συνέχειαν ναός δε Θεού χρηματίζεις, απερισπάστως τον Θεόν εξυμνών. Ούτω κατά διάνοιαν ευχόμενος, αξιούσαι και εις μνήμην Θεού διαβαίνειν και εν τοις αδύτοις του νου εισιέναι και μυστικαίς θεωρίαις τον αόρατον κατοπτεύειν και γνωστικώς ενιαίως και αγαπητικαίς εκχύσεσι, μόνος τω Θεώ μόνω κατά μόνας λειτουργών»9. Ο άγιος Θεόληπτος υπήρξε συμμαθητής του αγίου Παλαμά του ιερού «φροντιστηρίου» του οσίου Νικηφόρου Περί φυλακής της καρδίας και της τέχνης της προσευχής. Ο άγιος Θεόληπτος μαθητή είχε τον λόγιο μητροπολίτη Εφέσου Ματθαίο και τη μοναχή Ευλογία, πρώην αυτοκράτειρα Ειρήνη Χουμναίνα Παλαιολογίνα. Θεωρείται πρωτεργάτης ενός αναγεννητικού πνεύματος στο Βυζάντιο, βασισμένο στην πατερική παράδοση. Πρόκειται για λαμπρό εισηγητή του ησυχαστικού πνεύματος στις κοινωνίες του κόσμου και συνεχιστή του έργου του Αθωνίτη Οικουμενικού Πατριάρχη Αθανασίου, που έγινε φορέας των ησυχαστικών ιδεών μέσω των μαθητών του στον κόσμο και η προσευχή του Ιησού έγινε κτήμα πολλών, φτερουγίζοντας από τις έρημους και τις μονές, για να σκηνώσει σε όλη την Εκκλησία, ακόμη και στα αυτοκρατορικά δώματα, αφού ο άγιος Αθανάσιος υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β' του Παλαιολόγου και στην εποχή του πραγματοποιείται μια θεοκρατία στην πόλη του, στην καλύτερη μορφή της10.
Την ίδια εποχή στο Άγιον Όρος εργάζεται ο μεγάλος νηπτικός πατήρ και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (+1346), ο οποίος διέδωσε τον ησυχασμό σε όλα τα Βαλκάνια δια των αγίων μαθητών του. Ο βιογράφος και μαθητής του άγιος Κάλλιστος γράφει περί αυτού: «Πάσαν σχεδόν την των μοναχών πληθύν και νύκτωρ και μεθημέραν εδίδαξε και εφώτισε, και δια της καθαράς ησυχίας και προσευχής τω Θεώ μετά σπουδής πάντας τους προσερχόμενους προσωκειώσατο»11. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην παράφραση του ωραιότατου βίου του Καλλίστου αναφέρει πώς ο όσιος Γρηγόριος «είχε διαπαντός έργον περισπούδαστον να δράμη Αποστολικώς όλην την Οικουμένην, και να σύρη όλους τους Χριστιανούς εις την θείαν ανάβασιν με την διδασκαλίαν του, εις τρόπον όπου με το μέσον της πρακτικής αρετής να τους ανεβάση, ωσάν και τον εαυτόν του, εις το ύψος της θεωρίας με την συχνήν δέησιν της νοεράς προσευχής, καθώς και έγινε με το έργον τη αλήθεια δια της θείας χάριτος»12.
Αξιόλογοι μαθητές του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και θερμοί ακόλουθοι της ησυχαστικής παραδόσεως ήταν Μάρκος ο νηπτικός από τις Κλαζομενές, Ιάκωβος Επίσκοπος Σερβίων, Ααρών ο διορατικός, Μωυσής, Κλήμης από τη Βουλγαρία, Λογγίνος, Κορνήλιος και Ησαΐας. Οι τρεις τελευταίοι είναι αυτοί που βρήκε ο Γρηγόριος ασχολούμενους με τη θεωρητική ζωή στη σκήτη του Μαγουλά. Απέκτησαν και αυτοί αρκετούς μαθητές και τους μύησαν στα μυστικά της ιεράς ησυχίας: «Τη μελέτη και σπουδή των κρειττόνων προστετηκότες και μέχρι τελευτής τη νοερά και σωτηριώδει εργασία εμμελετώντες και ασχολούμενοι» κατά τον άγιο Κάλλιστο.
Ο άγιος Κάλλιστος (+1363) συνδέεται στενά, εκτός του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, και με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, του οποίου υπήρξε ενθουσιώδης ακόλουθος, τον συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη, υπέγραψε τον Αγιορείτικο Τόμο (1339), συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα των Βλαχερνών, που επικύρωσε την παλαμική διδασκαλία13. Αναδείχθηκε και σημαντικός συγγραφέας14, όπου καθαρά φαίνεται η καθαρή καρδιά και η αγάπη της ησυχίας: «Νους καθαρθείς δια της νήψεως, ραδίως σκοτίζεται, ει μη τη συνέχει μνήμη του Ιησού απασχολείται πάντη των έξωθεν. Ο δε την πρακτικήν συναρμόσας τη θεωρία, οιονεί τη του νοός τηρήσει, ψόφους ουκ απαναίνεται κτύπους ανάρθρους ή και ενάρθρους ουκ αποσείεται, τρωθείσα γαρ η ψυχή τω θείω έρωτι του Χριστού, ως αδελφιδώ τούτω γε κατακολουθεί15
Οι άριστα βιογραφούμενοι από τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο Αγιορείτες όσιοι· Γερμανός ο Μαρούλης (1336) ο λάτρης της ησυχίας, ο ισόβιος υποτακτικός, ο θεωρητικός16, Σάββας ο Βατοπαιδινός (+1394), ο δια Χριστόν σαλός, ο «λιμώ τε και δίψει και παννύχοις προσταλαιπωρών αγρυπνίαις, ώσπερ άσαρκος τις και άυλος ων η πτηνός μάλλον και ουκ άνθρωπος, μηδέν έχων μεθ' εαυτού το παράπαν, ει μη το σώμα», ο αγωνισθείς κατά του Ακίνδυνου17, Ισίδωρος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1350), του οποίου ο βίος είναι γεμάτος από θεοφάνειες, αγγελοφάνειες κι αγιοφάνειες, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον έστειλε στον κόσμο και στάθηκε ένας από τους πρωτοστάτες του αντιβαρλααμικού αγώνος, μεταλαμπαδευτής της νοεράς προσευχής σε περισσότερα στρώματα ανθρώπων, το μοναχικό σχήμα έλαβε από τον άγιο Παλαμά, του οποίου υπήρξε συνοδοιπόρος στους αντιαιρετικούς αγώνες και ως Πατριάρχης τον αποκατέστησε και τον χειροτόνησε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης18.
Ορισμένοι των μαθητών του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου μετέφεραν το ησυχαστικό αθωνικό πνεύμα στα Βαλκάνια και πέραν αυτών, όπως οι όσιοι Ρωμύλος (+1375), που μετέφερε στον σερβικό μοναχισμό την ασκητική και μυστική παράδοση του διδασκάλου του, με τους δικούς του μαθητές Νέστορα, Δανιήλ, Σισώη, Μαρτύριο και Γρηγόριο κι έχουμε μια μεγάλη εξάπλωση του ησυχασμού στη Σερβία και Βουλγαρία19, Θεοδόσιος (+1362), που στη μονή που ίδρυσε στο Κελιφάρεβο Τυρνόβου, καλλιέργησε τα γράμματα και τη νήψη και την έκανε κέντρο ησυχασμού, παιδείας και πολιτισμού, σε δύο συνόδους που κλήθηκε υπεράσπισε σθεναρά την αλήθεια των ήσυχαστών20, ως και ο μαθητής του Ευθύμιος Τυρνόβου (+1401/2), σημαντικός Βούλγαρος συγγραφέας, ο οποίος έγραφε στον συνέκδημό του άγιο Κυπριανό Κιέβου περί των καλών της ησυχίας: «Η έρημος είναι μήτηρ της ησυχίας, νηστείας διδάσκαλος, σύζυγος πνευματική, κλίμαξ προς ουρανόν φέρουσα, οδός προς Θεόν απλανής, άλυσις ευεργετική, ησυχία και νηστεία, αγνεία παρακλητική, σοφίας καθηγητής»21. Φίλος των παραπάνω αγίων ήταν ο άγιος Νικόδημος της Τισμάνα (+1406) ως και των αγίων Φιλόθεου Κόκκινου και Γρηγορίου του Παλαμά. Καλλιέργησε μακροχρόνια τη νοερά προσευχή κι αξιώθηκε χαρισμάτων. Στις μονές που ίδρυσε στη Βουλγαρία και Ρουμανία, μετέφερε τις ησυχαστικές ιδέες. Θεωρείται πατέρας του ρουμάνικου μοναχισμού22. Παρόμοιο έργο επιτελεί στη Ρωσία ο Αθωνίτης ησυχαστής άγιος Κυπριανός μητροπολίτης Κιέβου (+1406) με τις μεταφράσεις ασκητικονηπτικών κειμένων και την εδραίωση της περί τον άγιο Σέργιο του Ραντονέζ ησυχαστικής κινήσεως και της προς το Άγιον Όρος στροφής των Ρώσων. Η μυστική ζωή ήρεμα γίνεται δεκτή, παρά τις κάποιες αντίθετες ιδέες, υιοθετούνται οι παλαμικές αντιλήψεις και δημιουργείται η σημαντική κίνηση των πέρα του Βόλγα σπουδαίων στάρετς23.
Μεγάλη μορφή ησυχαστή είναι του οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (+1365), του οποίου η συνομιλία με τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη αποτελεί σταθμό στη νηπτική γραμματεία. Αναφέρει λοιπόν πώς με τη βοήθεια της Θεοτόκου «άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν, και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου, και της Θεοτόκου μου, και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμησιν αυτών, και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου… Εποθούσα την ησυχίαν πάντοτε, δια να απολαύσω πλέον περισσότερον τον καρπόν της προσευχής ο οποίος είναι μία αγάπη υπερβολική εις τον Θεόν, και μία αρπαγή του νοός προς τον Κύριον… Όταν έλθη η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον δια μέσου της προσευχής, τότε παύει η προσευχή· επειδή και ο νους κυριεύεται όλος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και δεν ημπορεί πλέον να ενεργήση τας δυνάμεις του, αλλά μένει αργός, και υποτάσσεται εις το Άγιον Πνεύμα, και όπου θέλει το Άγιον Πνεύμα τον πηγαίνει, ή εις αέρα άυλον θείου φωτός, ή εις άλλην θεωρίαν ανεκδιήγητον ή και πολλάκις εις ομιλίαν θεϊκήν και εν συντομία, καθώς θέλει το Πνεύμα το Άγιον, έτσι παρηγορεί τους δούλους του καθώς πρέπει εις τον καθένα, έτσι του δίδει και την χάριν του»24.
Βλαστός της αθωνικής ησυχαστικής χορείας είναι και ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (1380), μαθητής των σπουδαίων ησυχαστών Γρηγορίου και Μωυσή της σκήτης του Μαγουλά, των οποίων το πνεύμα μετέφερε στη μοναστηριούπολη των Μετεώρων25. Επίσης ο άγιος Κάλλιστος ο Β', ο Παντοκρατορινός και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1397), ο οποίος μαζί με τον όσιο Ιγνάτιο τον Ξανθόπουλο έγραψαν περί των καλών της θεοποιού ευχής: «Αδιαλείπτως τοίνυν παράμεινον τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, ίνα καταπίη η καρδία τον Κύριον και ο Κύριος την καρδίαν και γένηται τα δύο εις εν. Και αύθις μη χωριζέτω την καρδίαν υμών από του Θεού, αλλά προσμένετε και φυλάσσετε αυτήν μετά της μνήμης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε έως ου εμφυτευθή το όνομα του Κυρίου έσω εν τη καρδία και μηδέν έτερον εννοή, ίνα μεγαλυνθή Χριστός εν υμίν»26. Ο άγιος Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης συνεχίζοντας θα πει: «Όταν το του νοός πρόσωπον νεύον είσω καρδίας, δρα την του πνεύματος έλλαμψιν εξ αυτής αείβλυτα πηγάζουσαν, τότε πάνυ καιρός του σιγάν»27.
Παρατηρούμε πώς κεντρική μορφή του 14ου αιώνα αναδείχθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359). Τα έργα του τον κατατάσσουν μεταξύ των μεγάλων θεολόγων και πατέρων της Εκκλησίας. Ύστερα από τις γνωστές ησυχαστικές έριδες μας άφησε δωρεά ανεκτίμητη, ογκώδη μυστική γραμματεία. Ο Αθωνίτης ασκητής, ύστερα από πολλούς και μακρούς αγώνες, δικαιώθηκε από τρεις συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως 1341,1347 και 1351. Ο σοφός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης ανανέωσε με το έργο του τις περί του ακτίστου φωτός θείες εμπειρίες της Εκκλησίας. Το έργο του αυτό επηρέασε βαθειά τη μετέπειτα θεολογία και τη μοναστική ζωή. Η νίκη του αγίου Παλαμά κατά των αιρετικών, ήταν νίκη του Αγίου Όρους, κατά των ρευμάτων του ουμανισμού και της κυριαρχίας του ορθού λόγου και της γνώσεως, που έθεταν την πίστη σε δεύτερη μοίρα και αλλοίωναν το νόημα της ευαγγελικής αγάπης, προσευχής και ασκήσεως. Ο 14ος αιώνας με την παρουσία εμπνευσμένων μορφών και με κορυφαίο τον άγιο Παλαμά δύναται να χαρακτηρισθεί ως ο λαμπρότερος στην ιστορία της αθωνικής αγιότητος. Η πνευματική ζωή είχε φθάσει σε υψηλό βαθμό και η αρετή των μοναχών κυριαρχούσε28.
Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η δόξα του 14ου αιώνα ήταν μια πλούσια δωρεά, που θα έπρεπε να φυλαχθεί στις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν. Όμως και μέσα στους αιώνες της δουλείας ο Άθωνας δεν υστερήθη οσίων ησυχαστών: Νήφων ο Καυσοκαλυβίτης (+1411) μαθητής των οσίων Νείλου του Εριχιώτη, Θεογνώστου και Μαξίμου του Καυσοκαλύβη με υπερθαύμαστη άσκηση και υψηλή θεωρητική ζωή29, Νείλος της Σόρας (+1508), ο οποίος χρησιμοποίησε στα συγγράμματά του την ησυχαστική ορολογία των Αθωνιτών, την οποία παρουσίασε σε μοναχούς και λαϊκούς, γιατί η άσκηση και η προσευχή ως μέθοδος τελειοποιήσεως του πνεύματος είναι εξ ίσου απαραίτητη σε όλους30, ως και ο ομόφρονας μαθητής του Ιννοκέντιος τού Βολογκόντσκυ (+1521)31, Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+1541), ο λάτρης της ησυχίας και νήψεως32, Θεωνάς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (+1542), όπου κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «ησύχαζεν εκεί (στο ασκητήριό του) μόνος, μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και πάλιν συνήρχετο με τους μαθητάς του, παρήγορων αυτούς πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του… συνομιλεί με τον Θεόν, και εις την αγάπην αυτού ανεφλέγετο, είναι απόδειξις, ότι ηγάπησε τον Θεόν εξ όλης ψυχής του, και εξ όλης καρδίας του, και εξ όλης ισχύος του, και εξ όλης της διανοίας του»33.
Φορέας των παλαμικών ιδεών στη Ρωσία ήταν και ο Βατοπαιδινός μοναχός Μάξιμος ο Γραικός (+1556), ο οποίος παρά τις πικρές του περιπέτειες, μέσα στη φυλακή έγραψε με κάρβουνο στον τοίχο κανόνα στο Άγιον Πνεύμα, κι αναδείχθηκε για το αναμορφωτικό του έργο το πιο λαμπρό ελληνικό όνομα στη Ρωσία34.
Ο όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης (+1651) «καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερμημικώτερον και εύρων σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπάθειας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ει μη μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος… πόσας δε αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις»35.
Πράγματι ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»36. Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας υποτακτικός του παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως πρότυπο ασκητή-ησυχαστή, νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής, όταν προσευχόταν «έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»37. Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+1745), περί του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, γράφει περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και προσευχών του «μετά δακρύων πολλών και στεναγμών (έλεγε) το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Είχεν έργον παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν ήτον τρόπος, και δεν εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη, ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του»38. Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779), μετά εικοσαετή άσκηση στη μονή Φιλόθεου και εσωτερική πληροφορία εξήλθε στον κόσμο και κατά τις εθνοσωτήριες και ψυχωφελείς ιεραποστολικές του περιοδείες μοίραζε σταυρούς και κομποσχοίνια, μιλώντας απλά αλλά μεστά, για τη δύναμη της νοεράς προσευχής: «Να πάρετε όλοι από ένα κομπολόγιον, και το κομπολόγιόν σας να έχη τριάντα τρία σπυρία, και να προσεύχεσθε να λέγητε το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων σου των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου. Μέσα εις το Κύριε Ιησού Χριστέ, αδελφοί μου, τι θεωρεί; θεωρεί η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας. Και πάντες οι Άγιοι με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ επήγαν εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και κάμνει και τον Σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ ιατρεύονται κάθε αρρωστείες. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ, οι Απόστολοι αναστούσαν νεκρούς και ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις τον παράδεισον, να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι Άγγελοι»39.
Μια τετράδα οσίων θα σταθεί στην κορυφή της δημιουργικής πνευματικότητας του 18ου και 19ου αιώνος και θα μας δώσει ένα λαμπρό αναγεννητικό έργο, του οποίου τους ευχύμους καρπούς γευόμαστε μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τους ομόφρονες νεοησυχαστές Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (+1794), Μακάριο Νοταρά (+1805), Νικόδημο Αγιορείτη (+1809) και Αθανάσιο Πάριο (+1813). Οι τρεις τελευταίοι είναι και οι πρωτοστάτες του λεγόμενου κινήματος των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό μιλούσε ζωηρά για επιστροφή στη ζωντανή πατερική παράδοση, περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως, συνειδητής συμμετοχής του λαού στη λατρεία, νήψεως και ασκητικότητος. Μάλιστα οι όσιοι αυτοί ασχολήθηκαν με τη ζωή και το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Γέροντα είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών έργων. Μετά πολυετή παραμονή στον Άθωνα επέστρεψε στη Ρουμανία, όπου στις μονές που προΐστατο, έτρεφε τους πολλούς μοναχούς του κυρίως με τα νηπτικά έργα, που μετέφραζαν συνέχεια, όπως τη Φιλοκαλία το 1793, και πολλά άλλα, που στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και στη Ρωσία και δημιούργησαν ησυχαστική αναγέννηση με πλουσίους καρπούς. Μεταξύ των έργων αυτών διακρίνονται και έργα του αγίου Παλαμά. Περί της νοεράς προσευχής γράφει ο όσιος Παΐσιος: Οι άγιοι ονομάζουν την προσευχή αυτή τέχνη τεχνών. Ποιος μπορεί ν' ασχοληθεί μ' αυτή χωρίς να διδαχτεί από έναν τεχνίτη, δηλαδή από έναν έμπειρο καθοδηγητή; Η προσευχή αυτή είναι μάχαιρα του πνεύματος, δοσμένη απ' τον Θεό για να συντρίψουμε τον εχθρό των ψυχών μας. Για κείνον όμως που δεν τη χρησιμοποιεί σωστά, υπάρχει φόβος να στραφεί εναντίον του. Η προσευχή αυτή έλαμψε σαν ήλιος ανάμεσα στους μοναχούς40.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γνώρισε τον μοναχισμό και τη νοερά άθληση από τους ενάρετους εξόριστους Κολλυβάδες Γρηγόριο, Νήφωνα, Αρσένιο και Σίλβεστρο τον Καισαρέα στην Ύδρα. Η γνωριμία του και συνεργασία του με τον άγιο Μακάριο Κορίνθου τον Νοταρά έφερε ως μεστό καρπό τη συλλογή και έκδοση της περίφημης Φιλοκαλίας, το 1782, η οποία αποτέλεσε σταθμό για την Ορθόδοξη πνευματικότητα και είχε μεγάλη απήχηση στον μοναχισμό και στον πιστό λαό, ώστε αργότερα να χαρακτηρίζει την εποχή αυτή41. Η απώλεια των χειρογράφων του οσίου της εκδόσεως των Απάντων του Αγίου Παλαμά μετά δικών του σχολίων τον έκανε κατά τον βιογράφο του «κλαίοντα και οδυρόμενο». Κατά τον άγιο Νικόδημο: «Ο Παλαμάς εις τον ακρότατον ανελθών και ταις θεοπτικαίς λάμψεσι καταυγαζόμενος την διάνοιαν, σοφώτατα και θεολογικώτατα συγγράμματα τη Εκκλησία καταλείπει». Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης εύστοχα παρατηρεί για τον όσιο Νικόδημο: «Τον Παλαμάν εθεώρει ως τον εκφραστικώτερον θεολόγον του Ησυχασμού, υπέρ ου τόσον εμόχθησε και τόσα έπαθεν επί δεκαπενταετίαν δια την Συνοδικήν του δικαίωσιν. Εις τα έργα του ο θειος Πατήρ περισσότερον παντός άλλου επικαλείται τον Παλαμάν, ον μνημονεύει μετά πολλού σεβασμού και αγάπης, οσάκις πρόκειται να υποστηρίξη μίαν άποψίν του θεολογικήν, αναφερομένην εις την Ορθόδοξον πνευματικότητα»42. Θ' αρκεσθούμε μόνο σε μια φράση του οσίου από το αριστουργηματικό του Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον επί του θέματός μας· «Συνεργούντος σοι του συνεχώς εν τη καρδία σου μελετωμένου γλυκύτατου Ιησού, θέλεις αναβή και εις τα υπέρ φύσιν διότι ανασκαλεύων δια της νοεράς ταύτης εργασίας και εξάγων τον χουν, και την τέφραν των παθών, και πονηρών λογισμών και προλήψεων από της καρδίας σου, η οποία έχει εν εαυτή συγκεχωσμένον τον σπινθήρα της υπερφυσικής χάριτος του Θεού, θέλεις εύρη και αυτόν τον ίδιον σπινθήρα ον ήλθεν ο Χριστός βαλείν επί της γης της καρδίας, και θέλεις χαρή επί τη ευρέσει αυτού χαράν ανεκλάλητον, και από της χαράς σου θέλεις χύση γλυκύτατα δάκρυα43.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος στο προοίμιο της παραφράσεως του βίου του αγίου Παλαμά, μεταξύ άλλων, αναφέρει πώς γράφει: «από ένα θερμότατον πόθον, όπου αισθάνομαι εις την καρδίαν μου, προς τον μέγαν εν ιεράρχαις Γρηγόριον, τον θαυμάσιον ποιμένα της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης, τον λαμπρότατον φωστήρα, όλου του νοητού στερεώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας… Εφρόνει (μετά της Καθολικής Εκκλησίας δηλονότι) και όχι μόνον εφρόνει, αλλά και πολλά έγραψε, και με όλας τας δυνάμεις ηγωνίσθη να απόδειξη και απέδειξεν ότι πάσα θεία ενέργεια και η θεία και θεοποιός χάρις και το φως όπου έλαμψεν ο Κύριος εις την θείαν του μεταμόρφωσιν ήσαν και είναι άκτιστα, και δυσσεβείς και κακόφρονας απέδειχνεν εκείνους, όπου τα εδογμάτιζαν κτιστά44.
Παραλείποντες θαυμαστά στοιχεία βίων ιερών μορφών νεοησυχαστών Αγιορειτών του 19ου και 20ου αιώνος, που υπάρχουν σε πολλά σύγχρονα Γεροντικά45, θα σταθούμε σε τέσσερις αρκετά γνωστές μορφές των ημερών μας, μακαριστούς πλέον και μακάριους, οι οποίοι πολλούς πολύ ωφέλησαν.
Πρόκειται για τον πολύτεκνο και καλλίτεκνο ασκητή Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (+1959)46 περί του οποίου γράφει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου αρχιμανδρίτης Εφραΐμ ως πνευματικός εγγονός αυτού: «Μελετώντας κανείς τις επιστολές του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ, το πρώτο που επισημαίνει είναι τον πόθο του, τη νοσταλγία του, την πολλή μεγάλη επιθυμία του να πείση το συνάνθρωπό του να ασχοληθή με την ευχή του Ιησού. Γιατί όταν ήλθε στον Άθωνα έθεσε σαν στόχο του να ζήσει όπως οι παλαιοί ασκητές»47. Γράφει ο Γέρων Ιωσήφ προς νέο σ' επιστολή του ενδιαφερόμενο για την ευχή του Ιησού: «η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια. Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ' ευθείας τους ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί πριν σαράντα χρόνια όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής. Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμε οδηγούς. Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσης τον εαυτό σου να λέγης συνεχώς την ευχήν με το στόμα, αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα να μην προφθάνη ο νους να σχηματίζη λογισμό μετεωρισμού. Να προσεχής μόνον στα λόγια: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Όταν αυτό πολυχρονίση, το συνηθίζει ο νους και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχης μέλι στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης, στενοχωρείσαι πολύ. Όταν το συνηθίση ο νους και χόρταση -το μάθη καλά- τότε το στέλνει εις την καρδίαν48.
Ο διακριτικός και διορατικός Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991), παρ' ότι έζησε πολλά έτη στην Αθήνα, ζούσε ζωηρά τη νοερά εργασία και συμβούλευε «θα λες το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του Ζώντος, ελέησόν με, με πολύ ηρεμία, απαλότητα και γλυκύτητα. Να μη ταράζεσαι από τις διάφορες εικόνες που θα σου φέρνει ο πονηρός, ούτε να βιάζεσαι όταν λες τις λέξεις αυτές, και να προσέχεις καλά το νόημά τους»49. Ζώντας αδιάλειπτα τη νοερά προσευχή συχνά έλεγε πώς να λένε την προσευχή: «Χωρίς βία και άγχος, θα τα λέτε ήρεμα, ταπεινά, με αγάπη, με γλύκα»50 κι άλλοτε «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθής να προσεύχεσαι»51.
Αν θα προσθέταμε κεφάλαια στη Φιλοκαλία, οπωσδήποτε θα έπρεπε να θέσουμε τα έργα του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ (+1994) μαθητού του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη (+1938) και εξαίρετου βιογράφου του. Ο καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης το βιβλίο του «Περί προσευχής» χαρακτηρίζει ανεκτίμητο θησαυρό στην Ορθόδοξη θεολογική και εκκλησιαστική γραμματεία52. Πράγματι το βιβλίο αυτό είναι αποκαλυπτικό των βιωμάτων του συγγραφέως: «Η απόκτησις της προσευχής δια του Ονόματος του Ιησού σημαίνει απόκτησιν της αιωνιότητος. Εις τας πλέον θλιβεράς στιγμάς της καταρρεύσεως του φυσικού ημών οργανισμού η προσευχή, Ιησού Χριστέ, αποβαίνει το ένδυμα της ψυχής. Όταν η δραστηριότης του εγκεφάλου ημών παύη, πάσα δε άλλη προσευχή καθίσταται δύσκολος δια την μνήμην και την προφοράν, τότε το φως της θεογνωσίας, όπερ εκπορεύεται από του Ονόματος και το οποίον ενδομύχως έχομεν αφομοιώσει, θα παραμείνη αναφαίρετον από του πνεύματος ημών…53.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994) ζώντας στα βάθη της καθαρής του καρδιάς την προσευχή κι αγαπώντας θερμά την ησυχία μιλούσε συχνά στους πολλούς επισκέπτες του περί προσευχής, ως συνέχεια της προσευχής του: «Ο άνθρωπος να συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του και να έχει εμπιστοσύνη κι ελπίδα στο έλεος του Θεού, διότι αυτό θα τον σώσει. Έτσι συγκεντρώνεται ο νους του κι αισθάνεται την ευχή ως ανάγκη. Έτσι αρχίζει να λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελθέ»… και η καρδιά ξεκουράζεται»54.
Η ησυχαστική παράδοση σε όλη την ιστορία του Αγίου Όρους ήταν και είναι ζωντανή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι λίαν επίκαιρος σήμερα. Η γνήσια μοναχική ζωή, είναι η εμπνευσμένη μυστική ζωή, με πλούσια και μοναδική δημιουργία και προσφορά για όλη την Εκκλησία και τον κόσμο. Με τη νοερά άθληση ο Ορθόδοξος μοναχός βιώνει στην εντέλεια την ενότητα της Εκκλησίας και συνεργεί στη σωτηρία του κόσμου.
Η κύρια εργασία των μοναχών είναι η προσευχή, της οποίας η ευεργετική δύναμη έχει απεριόριστη αξία για όλο τον κόσμο. Η αγάπη αυτών που παρέμειναν κρυμμένοι σε σπήλαια και χαράδρες δεν ήταν λιγότερη από αυτών που εργάσθηκαν εκτός του Όρους.
Μέσα από τις κρύπτες τους προσεύχονταν νυχθήμερα υπέρ της σωτηρίας παντός του κόσμου. Η προσωπική τους τελείωση ήταν δύναμη για το ένα σώμα της Εκκλησίας, του οποίου αποτελούσαν δυναμικά μέλη. Οι προσευχές τους ήταν ανυπολόγιστης αξίας για όλη την ανθρωπότητα κι επηρέαζαν τις εκβάσεις της ιστορίας. Οι άσημοι ασκητές βίωναν στα βάθη της καρδιάς τους τα μυστήρια του Θεού, ήσαν οι όντως θεολόγοι. Ο άγιος Μάξιμος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας από τη Θεοτόκο στην κορυφή του Άθωνα. Οι θείες ελλάμψεις του ακτίστου και ενυποστάτου φωτός, που χαρίζεται στους κατά χάριν αξίους, ένωναν μυστικά τους νέους μαθητές του Κυρίου, τους ησυχαστές, καθώς θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ζωή των όσιων του Άθω Πατέρων υπογραμμίζεται από την αναγκαιότητα της πρακτικής αρετής και ασκήσεως για να καθαρισθεί ο νους και η καρδιά και να γίνουν δεκτικοί των θείων θεωρημάτων. Αποκορύφωμα όλων των πρακτικών ασκήσεων η προσευχή, η αγάπη, η οποία αντικαθιστούσε την ιεραποστολή, τη διδασκαλία και τη φιλανθρωπία. Μόνη η προσευχή καταξίωνε τον σκοπό της αναχωρήσεως από τον κόσμο. Θεολογία και προσευχή δεν αποτελούν κάτι ανεξάρτητο. Υπάρχει ενότητα πλήρης στην πράξη ως μία θεωρητική ζωή προσιτή σε όλους. Η Εκκλησία σήμερα καλείται να μελετήσει ιδιαίτερα την πλούσια ησυχαστική της παράδοση και πρώτος ο μοναχισμός και μάλιστα ο αθωνικός.
Κλείνω με τα θεόπνευστα λόγια του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Εγώ εγνώρισα ότι η προσευχή είναι εύκολος, επειδή βοηθεί η χάρις του Θεού. Ο Κύριος αγαπά ημάς υπερβαλλόντως, και δια της προσευχής καταξιοί ημάς να συνομιλώμεν μετ' Αυτού και να μετανοώμεν και να δοξολογώμεν Αυτόν. Αδυνατώ να περιγράψω οπόσον πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος. Δια του Πνεύματος του Αγίου γνωρίζεται η αγάπη αυτή, και η ψυχή του προσευχομένου γνωρίζει το Άγιον Πνεύμα»55