Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά



Επεξεργασμένο κείμενο από την Στρογγυλή Τράπεζα του Β Διεθνοῦς Επ.Συνεδρίου 
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν»
Λεμεσός 5-7 Νοεμβρίου 1999
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στην δεύτερη ομιλία του για τα Εισόδια, όπου παρουσιάζει το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ησυχαστικής ζωής, ομιλεί αναλυτικά περί των πέντε δυνάμεων της ψυχής· αίσθησης, φαντασίας, δόξας, διάνοιας, νου [1].

Εκεί ο μεγάλος αυτός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής διευκρινίζει ότι διάνοια είναι η λογική δύναμη που ολοκληρώνει με διάφορους διεξοδικούς συλλογισμούς την δόξα δηλαδή την γνώμη [2], και έχει ως έδρα της τον εγκέφαλο [3]. Ο νους είναι αυτοτελής ουσία που έχει ως κύρια ενέργειά του, την νοερά· όταν όμως εκπίπτει από αυτή την κίνηση, περιορίζεται στην διανοητική και μόνο ζωή [4].

Ο άνθρωπος έχει δύο ψυχικούς οφθαλμούς [5]. Ο πρώτος είναι η διάνοια που έχει ως επιστητό της την κτιστή γνώση. Όμως με την διάνοιά του ο άνθρωπος μπορεί να μελετά και το Άκτιστο, να ενασχολείται, κάτω από προϋποθέσεις, με διάφορες πνευματικές “θεωρίες”[6]. Η διάνοια δεν αποτελεί τον κύριο οφθαλμό της ψυχής, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει εμπειρικά τους επουράνιους θησαυρούς· αυτή «τα αισθητά και τα νοερά επίσης διανοητά δι’ εαυτής ποιεί»[7].

Ο δεύτερος ψυχικός οφθαλμός είναι ο νους, δηλαδή η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με την οποία επιτυγχάνεται η θεία εποψία και η εμπειρική γνώση του Θεού δια των ακτίστων θεοποιών ενεργειών του Θεού[8]....

Η άσκηση των αρετών έχει ως σκοπό την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό δια της ακτίστου Χάριτός Του. Με τις αρετές μπορούμε να οδηγηθούμε στην προς τον Θεόν ομοίωση· δίχως όμως την επίτευξη της αισθητής, οντολογικής[9] κατά Χάριν ενώσεως δεν πετυχαίνουμε, δεν “πάσχομεν” την θέωση[10].

Μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων διαταράχθηκαν και διασπάσθησαν οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου[11]. Οι δυνάμεις αυτές, και ιδιαίτερα η νοερά, πρέπει τώρα με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου να αποκατασταθούν και να ενοποιηθούν μέσα στον χώρο της καρδίας, που αποτελεί το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου, τον θρόνο της Θείας Χάριτος[12]. Με τον τρόπο αυτόν ξαναβρίσκει ο άνθρωπος «το αρχαίο εκείνο κάλλος»[13] και θεραπεύεται το ανθρώπινο πρόσωπο[14].

Κατά τον Παλαμά ο νους του ανθρώπου έχει ουσία και ενέργεια όπως και ο Θεός[15]. Η ουσία του νου, που εδρεύει στην καρδιά[16], στο «πρώτον σαρκικόν λογιστικόν όργανον»[17], είναι αμετάβατη «μηδέποτε εαυτήν απολείπουσα»[18]. Η ενέργεια όμως του νου μεταβαίνει[19] και διαχέεται έξω δια των αισθήσεων και των λογισμών. Την ενέργεια αυτή προσπαθεί να επαναφέρει στην ουσία ο ασκητής με την νοερά προσευχή, ώστε ο νους να επιστρέψει στον εαυτό του και κατόπιν να ενωθεί με τον Θεό[20].

Μπορεί σε κάποιον να λειτουργεί αυτή η νοερά ενέργεια, αλλά επειδή δεν γνωρίζει την Πατερική διδασκαλία, να μην έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει ακριβώς στον χώρο της καρδίας του· έχει όμως σίγουρα την αίσθηση καρδιακών θείων βιωμάτων.

Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» στήν πατερική θεολογία


Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου»
 κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία (Απόσπασμα)
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος

Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μετα­φέρεται από μερικούς στην θεολογία.

Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.


 Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία

Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.

Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις...

Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.

Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».

Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.

Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.

Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».

Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση, 
ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.

Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.

''Η πνευματική ιερωσύνη...'' Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου, Ιεροθέου


 ''Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία''

 Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου, Ιεροθέου
Έχουμε ήδη διατυπώσει την σκέψη ότι ο ιερεύς εκτελεί διπλό έργο. Το ένα είναι η λειτουργία των θείων Μυστηρίων και το άλλο η θεραπεία των ανθρώπων, ώστε αξίως να προσέλθουν και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων.

Έχουμε ακόμη υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, οι οποίοι εξωτερικά έχουν ακώλυτη την ιερωσύνη, αλλά ουσιαστικά έχουν μολύνει την ιερωσύνη, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν. Τελούν μεν τα Μυστήρια και αγιάζονται τα δώρα δι’ αυτών, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους ούτε να σώσουν την δική τους ψυχή.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν λαϊκοί και μοναχοί οι οποίοι δεν έχουν την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, γιατί έχουν την πνευματική ιερωσύνη.

Ακριβώς σ’αυτό το σημείο θέλουμε να επιμείνουμε για λίγο....

Με το άγιο Βάπτισμα και την προσπάθεια να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού όλοι οι Χριστιανοί ενδυόμαστε τον Χριστό και κατ’ αυτόν τον τρόπο μετέχουμε του Βασιλικού, Προφητικού και Αρχιερατικού αξιώματος του Χριστού.

Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης διασώζεται αυτή η διδασκαλία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του γράφει: «τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού, και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού» Αποκ. α’, 5-6). Ο Απόστολος Πέτρος λέγει: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Α’ Πέτρ. β’, 9). 

Και ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών» (Ρωμ. Ιβ’, 1).

Αυτήν την διδασκαλία συναντούμε και σε πολλούς Πατέρας, ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος είναι ιερεύς του Χριστού, με την έννοια που καθορίσαμε προηγουμένως και θα αναπτύξουμε περισσότερο πιο κάτω. 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τον Αβραάμ τον παρουσιάζει και ως ιερέα, γιατί όπου υπάρχει πυρ, θυσιαστήριο και μαχαίρι «τι αμφιβάλλεις υπέρ της ιερωσύνης;» Η θυσία του Αβραάμ ήταν διπλή. Προσέφερε και τον μονογενή του υιό και το πρόβατο, «μάλλον δε προ πάντων την εαυτού γνώμην». Με το αίμα του προβάτου αγίασε την δεξιά του χείρα, με την σφαγή του παιδίου (που είχε την απόφαση να κάνη) αγίασε την ψυχή. «Ούτως εχειροτονήθη ιερεύς, αίματι μονογενούς, θυσία αμνού». 

Ακριβώς μετά από αυτό ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τους ακροατάς του: «Ούτω και συ γίνη Βασιλεύς και ιερεύς, και προφήτης εν τω λουτρώ∙ Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός»[79].

''Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει..'' Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου


Σεβ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου

Απομαγνητοφώνηση εισηγήσεως στο Διορθόδοξο Συνέδριο της Θεσσαλονίκης: «Οικουμενισμός: Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις» (20-24 Σεπτεμβρίου 2004).

''Η επίδραση ξένων θρησκειών και αιρέσεων, είναι εμφανής στους τρόπους και στις εκφράσεις ακόμα και Ορθοδόξων θεολόγων. Και αυτό το άρθρο του σεβ. Ιεροθέου, βάζει πολλά πράγματα στη θέση του, για να διορθώνουμε όλοι μας τις ελλείψεις μας, και να συγχρονιζόμαστε με τους αγίους Πατέρες, και όχι με πλάνες...''

Η εισήγηση την οποία ανέλαβα να αναπτύξω στην αγάπη σας, είναι «Ο Οικουμενισμός εν τη πράξει». Και την προσδιόρισα «εν τη πράξει», ήτοι στην θεολογία και στην άσκηση.

Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και λέγεται «Οικουμενική» διότι απλώνεται σε ολόκληρη την οικουμένη και έχει όλη την καθολική αλήθεια. Ο όρος «Οικουμενική» συνδέεται με τον όρο «Καθολική» αφού, όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική». 

Ο όρος, όμως, «Οικουμενική» δεν ταυτίζεται με τον όρο «Οικουμενιστική» και επομένως υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ «Οικουμενικής Εκκλησίας» και λεγόμενης «Οικουμενιστικής Εκκλησίας» αφού η τελευταία διακρίνεται από τις λεγόμενες και γνωστές αρχές του Οικουμενισμού...

Δηλαδή γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν, εν συντομία, μερικές θεωρίες που χαρακτηρίζουν το τι είναι Οικουμενισμός, όπως είναι η πρώτη θεωρία, η λεγομένη «θεωρία των κλάδων», μια άλλη είναι η θεωρία του Οικουμενισμού που λέγεται «βαπτισματική θεολογία», μια άλλη θεωρία που εκφράζει τον Οικουμενισμό είναι η λεγόμενη «περιεκτικότητα», είναι ακόμη ο «διαχριστιανικός δογματικός συγκρητισμός» και επίσης είναι και ο λεγόμενος «διαθρησκευτικός συγκρητισμός».

Είναι φανερό ότι με τέτοιες θεωρίες επιδιώκεται η δημιουργία μιας Οικουμενιστικής Εκκλησίας και στη πραγματικότητα εκφράζεται ένας δογματικός μινιμαλισμός και μια σχετικοποίηση της Ορθοδόξου Πίστεως και βέβαια αναιρείται η αποκαλυπτική αλήθεια του Χριστού, που παραμένει στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που είναι το αληθινό Σώμα του Χριστού και Κοινωνία Θεώσεως.

Στη συνέχεια, αφού παρακάμψω όλα αυτά, θα ήθελα να παρουσιάσω ένα σοβαρό σημείο, ήτοι, πώς βιώνεται χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους πολλούς στην πράξη ο Οικουμενισμός, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία με μία ενιαία θεολογία, κατ’ αρχάς, και με μία ενιαία ασκητική, έπειτα, που στη βάση τους δεν είναι ορθόδοξη, ησυχαστική, πατερική αλλά σχολαστική, νοησιαρχική και ηθικιστική.

1) Ο Οικουμενισμός στη θεολογία.

Κόλαση και Παράδεισος, τόπος ή τρόπος; ~ Μητρ. Ιερόθεος Βλάχος




Η ΚΟΛΑΣΗ  ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ~ ΤΟΠΟΣ  Ή  ΤΡΟΠΟΣ ;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ  ΙΕΡΟΘΕΟΥ

Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση

Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας.

Οι φορείς της αμιάντου Παραδόσεως, και γι' αυτό η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Θεόπνευστη διδασκαλία τους.

Άλλωστε, η Εκκλησία, που είναι το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, γράφει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει. Η γενική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Βεβαίως, υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση σαν δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Θεός που τους δημιούργησε.

Στην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς...

Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Θεό. Πουθενά στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται ότι Θεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο Χριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό....

Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Παράδοση ότι Θεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Αυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού και όχι ο Θεός του ανθρώπου. Ο άνθρωπος με την αμαρτία που διαπράττει βλέπει τον Θεό οργισμένο και εχθρικό. Αυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Πατέρων της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, ο οποίος κάνει λόγο για το τι είναι Παράδεισος και τι είναι Κόλαση. 

Μιλώντας για τον Παράδεισο λέγει ότι Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Και, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Γράφει: «Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν η η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Αλλά αναφερόμενος και στην Κόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Γράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;».

Έτσι, η Κόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Θεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, που έγινε σε βάρος της αγάπης του Θεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης». Πραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Είναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Αυτό αν το συγκρίνουμε με την αγάπη του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Κολάσεως.

Και συνδέεται με εκείνο που λέγει πάλι ο άγιος Ισαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού». Επομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Θεού. Ο Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη. 

Πάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Κόλαση είναι η απουσία του Θεού. Από αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Θεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Στον καθένα θα δοθεί από τον Δεσπότη Χριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Γιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος που θα δώσει την Χάρη Του προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους.

Η αγάπη του Θεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατά διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει. 

                                                                                 
Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου· τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή».

Επομένως, η ίδια η αγάπη του Θεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πως όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; Ο Θεός είπε στον Μωυσή: «ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω» (Εξ. λγ', 19). Ο Απόστολος Παύλος, αναφέροντας αυτό το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ', 18). Χρειάζεται να ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Πως ο Θεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; Υπάρχει προσωποληψία στον Θεό;

Κατά την ερμηνεία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Θεού. Λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ' εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού· έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πως σκληρύνει». Επομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους.

Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και ο Μ. Βασίλειος. ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός. Η φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι' αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν». 

Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Παίδες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Στην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ που ετοιμάσθηκε από τον Θεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή του Κυρίου». 

Το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, 
γι' αυτό και καίει και φωτίζει. 
Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της
και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός.

Γι' αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι».

Επομένως, το πυρ της Κολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Θεού. Οπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η ερμηνεία αυτή περί του Παραδείσου και της Κολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ισαάκ του Σύρου και του Μ. Βασιλείου,  αλλά είναι γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής. 

Όταν μιλούμε για αποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Πατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων.

Και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Ορθοδόξων - Ρωμηών Πατέρων από τους Φραγκολατίνους, οι οποίοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές.

Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν αλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. 

Συνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Εκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Και πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε Βασιλεία των Ουρανών, και σκότος «τοις τυφλώττουσι το ηγεμονικόν», που είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Θεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας». 

Η αιώνια ζωή είναι φως γι' αυτούς που καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι' αυτούς που είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι' αυτούς που δεν φωτίσθηκαν από την ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. Ο ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν αμαυροί δε την ασθενούσαν». Οπότε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού.

Το ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ένας είναι ο Χριστός «άλλ' εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι». Ο ίδιος και Αυτός Λόγος του Θεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις». 

Γι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ' ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως». Ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Θεού. 

Επομένως, και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος και Κόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Θεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Γι' αυτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ω Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ω Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει».

Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. Ο λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός. Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία.

Αναφερόμενος στον λόγο του Ιωάννου του Προδρόμου περί του Χριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανερώση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20.

Βέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Χάριτος του Θεού.

Ο άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό. 
   
                                                                                 

Έτσι, η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξή της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ' εν ον τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ενιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται... ει και μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21.

Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο που επιτελεί. 

Εάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. 

Επίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Επομένως, όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά διαφοροτρόπως. Και γι' αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Χάριτος που μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Χάρη του Θεού στην αιώνια ζωή. Οι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Θεού.

Αυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Πρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, που είναι η Χάρη του Θεού. Η Χάρη του Θεού, που δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι ελλειπές της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας». 

Βέβαια, η Χάρη του Θεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό που λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συμβαίνει τώρα. Και είναι βεβαιωμένο από την ασκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται την Χάρη του Θεού σαν φωτιά που κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως.

Σύγχρονοι θεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Χάριτι βιώνει την κόλαση κατά την πορεία της ασκήσεώς του, τόσο και αυτή (η Χάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Φως.

Πρόκειται για την ίδια Χάρη του Θεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως.

Επομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού.

Γι' αυτό, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα που έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο που διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε...

Στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
-----------------------------------------------------------------------------------
 

Πηγή: agapienxristou.blogspot.gr

Το πνευματικό κίνημα των Αγιορειτών «Κολλυβάδων» και η προσφορά του.


Η περί Μνημοσύνων και θ. Ευχαριστίας έρις
Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη Δρ. Θεολογίας

Ο μοναχισμός υπήρξε πάντοτε σθεναρός πρόμαχος της Ορθοδοξίας και θεματοφύλακας των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων.

Ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους πρόσφεραν ανεκτίμητες προς την Ορθοδοξία υπηρεσίες και πολλοί αναδείχτηκαν μεγάλες θρησκευτικές προσωπικότητες (άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Κοσμάς ο Αιτωλός, ο όσιος Νικόδημος Αγιορείτης κ.ά.).

Στην ιστορία του Αγ. Όρους αναφέρονται πολλές προσπάθειες αγιορειτών Πατέρων για εμβάθυνση στο πνεύμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τις οποίες δύο διακρίνονται περισσότερο.
 
Η πρώτη είναι ο Ησυχασμός, που κύριος υπέρμαχος υπήρξε ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη, λιγότερο γνωστή, είναι η προσπάθεια των Κολλυβάδων μοναχών για την αναγέννηση της λειτουργικής και πνευματικής εν γένει ζωής της Εκκλησίας, με βάση την αποστολική και πατερική παράδοσή της.
 
Και τα δύο αυτά «κινήματα» συνδέονται, αν όχι χρονικά (14ος αι. το πρώτο, 18-19ος αι. το δεύτερο), τοπικά (Άγιον Όρος) και κυρίως πνευματικά...

Οι «Κολλυβάδες», όπως χλευαστικά ονομάστηκαν από τους αντιπάλους τους, ήσαν λόγιοι μοναχοί και σπουδαίοι θεολόγοι, ησυχαστές και αγωνιστές της νοερής – καρδιακής προσευχής, που με δύναμη και θάρρος αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της γνήσιας και υγιούς παράδοσης της Εκκλησίας σε θέματα λατρείας από οποιαδήποτε προσπάθεια αλλοίωσης.

Το «κίνημα» αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνος, απασχόλησε ζωηρά τη διοίκηση της Εκκλησίας και μπορεί να θεωρηθεί, κατά το Γερμανό θεολόγο N. Bonwtsch, ''ως ενα ακόμη δείγμα της αφυπνιζομένης πνευματικής ζωής του ελληνικού έθνους κατά τον 18ο αι.

Μεταξύ των αρχηγών αυτού του «κινήματος» αναφέρονται τρεις μεγάλες μορφές του νεοελληνικού χριστιανισμού, ο άγ. Μακάριος Νοταράς, Επίσκοπος Κορίνθου, ο σοφός διδάσκαλος του Γένους άγ. Αθανάσιος ο Πάριος, ο πολυγραφότατος επίσης διδάσκαλος, άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. 
Τους τρεις αυτούς ακολούθησαν και άλλοι, όπως ο Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Αγάπιος ο Κύπριος, Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης. Χριστόφορος Προδρομίτης κ.α.

Η αφορμή για να ιδρυθεί αυτό το «κίνημα» δε φαίνεται κατ΄ αρχάς τόσο σημαντική. Ας τη δούμε, όπως μας την περιγράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσάτης στο βιβλίο του «Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης».

«Τω 1754 οι της εν Αγίω Όρει Ιεράς Σκήτεως της Αγ. Άννης μοναχοί ήρξαντο ανοικοδομούντες τον Καθολικόν Ναόν αυτής, τον λεγόμενον Κυριακόν, δια δαπάνης και συνδρομής των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών. Κατά καθήκον, αι προσφοραί θα έπρεπε δια τελέσεως μνημοσύνων των κεκοιμημένων συγγενών των να ανταποδοθούν… Επειδή, όμως, οι απασχολούμενοι εις την οικοδομήν πατέρες Σκοπίων δι΄ όλης της εβδομάδος και δεν ήτο εύκολος η εν Σαββάτω τέλεσις των μνημοσύνων… Εσκέφθησαν να τελούν ταύτα εν τη κατά την Κυριακήν γινομένη αγρυπνία… Εντεύθεν ηνήφθη η φλοξ της έριδος… των μεν φρονούντων, ότι «παράνομον εστί το εν Κυριακή επιτελείν τα μνημόσυνα», των δε υποστηριζόντων, ότι «η Κυριακή ήτο προσφορωτέρα, ως του θανόντος – κοιμηθέντος επ ελπίδι αναστάσεως (Κυρίου) και συνεπώς δεν αντιβαίνει η τέλεσις μνημοσύνων εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα της ημέρας».
 
Οι πρώτοι όμως επέμεναν και δεν δέχονταν τη μετάθεση, ως αντίθετη προς την τάξη της Εκκλησίας. Οι αντιφρονούντες προς αυτούς τους αποκάλεσαν περιφρονητικά «Κολλυβάδες», «Κολλυβιστάς» και «Σαββατιανούς». Όμως, το περιφρονητικό αυτό όνομα έγινε αργότερα τιμητικός τίτλος, ενώ τότε υπήρξε γι΄ αυτούς αιτία διωγμών και ύβρεων. 
 
Η έριδα αυτή έγινε επικίνδυνη για την ειρήνη. Και σκανδάλιζε τις ψυχές μοναχών και λαϊκών. Για τη λύση του ζητήματος αποτάθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιο Β΄(1772), ο οποίος τους απάντησε: «οι μεν εν Σαββάτω τελούντες τα των (κοιμηθέντων) μνημόσυνα καλώς ποιούσιν, ως την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας φυλάσσοντας, οι δε εν Κυριακή ουχ υπόκεινται κρίματι». Το ίδιο συναινετικά τους απάντησε και ο διαδεχθείς το Θεοδόσιο, Πατριάρχης Σαμουήλ Χαντζερής (1773).

Επίσης, για το ίδιο θέμα συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη το 1774 στη Μονή Κουτλουμουσίου και η δεύτερη στην Κων/πολη επί Πατριάρχου Σωφρονίου Β΄, που τελικά δεν έλυσαν το ζήτημα. Η πρώτη τάχθηκε υπέρ των Κολλυβάδων, ενώ η δεύτερη τους καταδίκασε!

Τέλος, ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έλυσε το ζήτημα το 1819 με την περίφημη εγκύκλιό του, η οποία έλεγε, μεταξύ άλλω!!. Τα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαραιτήτως και εν Κυριακή και εν Σάββασιν, ως και ταις λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος προς τελείαν εξάλειψιν της πάλαι αναφυείσης εκείνης διενέξεως». 
 
Και οι μεν διωκόμενοι Κολλυβάδες, ευσεβέστατοι και ησυχότατοι μοναχοί, για να μην σκανδαλίζουν και από πνεύμα υπακοής τελούσαν τα μνημόσυνα και την Κυριακή. Οι αντίπαλοί τους όμως, παρανοούντες το πνεύμα της εγκυκλίου, προσπαθούσαν να επιβάλουν την Κυριακή, ως ημέρα που έπρεπε να τελούνται τα μνημόσυνα. 
 
Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του «Ομολογία πίστεως» αναφέρει και τα εξής: «… δύο είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία. Και το μεν πρώτο είδος ονομάζεται Ακρίβεια, το δε άλλο Οικονομία… Εάν συ, αδελφέ, θέλεις να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή, φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας και συγκατάβασιν, ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια τούτο… Εάν ημείς ποιώμεν τα μνημόσυνα εν τω Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν και την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν, εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρής και να μας κατηγορής δια τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής…».

Το ζήτημα λοιπόν, των μνημοσύνων και ο χρόνος τελέσεώς τους υπήρξε η πρώτη αφορμή της έριδας μεταξύ «Κολλυβάδων» και αντιφρονούντων. Και η υπόθεση αυτή δεν ήταν και η μόνη προσπάθειά τους για την πνευματική αναγέννηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
 
Νεώτερος θεολόγος, ερευνητής του «κινήματος» αυτού αναφέρει: 
 
«Οι Κολλυβάδες ήσαν άκρως μορφωμένοι θεολογικώς, φιλοσοφικώς, εγκυκλοπαιδικώς, εγνώριζαν δε την αρχαίαν ελληνικήν, την λατινικήν και άλλας νεωτέρας γλώσσας, ως καταφαίνεται και εκ των πολλών περισπουδάστων συγγραμμάτων των αρχηγών αυτών.
 
Υποστήριζον ούτοι δια του λόγου και δια των συγγραμμάτων των την επαναφοράν εις την αγνότητα ζωής και τους σεβασμίους θεσμούς της αρχαίας Εκκλησίας, τους οποίους εξαφάνισαν μεταγενέστερες παραδόσεις».
 
 
Συγχρόνως με τη φιλονικεία γύρω από τα μνημόσυνα υπήρχε και η «περί συχνής θείας Κοινωνίας έρις».
 
Πρόβλημα ίσως σοβαρότερο του πρώτου, που μέχρι και σήμερα απασχολεί πολλούς χριστιανούς.
 
Οι Κολλυβάδες, πιστοί στο αρχαιοπαράδοτο της Εκκλησίας, ήσαν υπέρ της συχνής Θ. Μεταλήψεως, αντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι οποίοι δίδασκαν για δύο ή τρεις φορές το χρόνο! 
 
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοδόσιος Β΄ για το ζήτημα τούτο έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Έγραψε: «Περί δε του πυκνότερον ή βραδύτερον προσέρχεσθαι τη μεταλήψει των αχτράντων μυστηρίων, φαμέν, ότι χρόνος μεν ουχώρισται, αναγκαία δε πάντως η δια της θείας μετανοίας και εξομολογήσεως προετοιμασία…».

Η φιλονικία όμως και γι΄ αυτό το ζήτημα εξακολουθούσε ν΄ αναστατώνει μοναχούς και χριστιανούς, γι΄ αυτό και πάλι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ το έλυσε με την εγκύκλιό του στην οποία τονίζει: «Χρέος έχουσιν οι ευσεβείς εν εκάστη ιερά μυσταγωγία να προσέρχωνται και να μεταλαμβάνουσι του ζωοποιού Σώματος, δια τούτο και προσκαλούνται υπό του ιερέως εν τω «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Αντικρούει δε τις αντίθετες απόψεις περί της θείας μεταλήψεως δύο ή τρεις φορές το χρόνο ή «εν διαστήματι τεσσαράκοντα ημερών».

Αφορμή και γι΄ αυτό το ζήτημα, δηλ. «περί συχνής θ. μεταλήψεως», υπήρξε το εξής γεγονός: Το έτος 1777 εκδόθηκε στη Βενετία βιβλίο με τον τίτλο: «Εγχειρίδιον ανωνύμου τινός αποδεικτικόν περί του ότι χρεωστούσιν οι χριστιανοί συχνότερον να μεταλαμβάνωσι τα θεία μυστήρια». 
 
Στο βιβλίο αυτό υποστηρίζεται με πολυάριθμα χωρία από την αγ. Γραφή και τους πατέρες η υποχρέωση των χριστιανών να μεταλαμβάνουν συχνά «εις κάθε εορταστικήν Λειτουργίαν».

Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη του βιβλίου τούτου εξετιμήθη η αξία υπό του αγ. Νικοδήμου (Αγιορείτου), όστις, βλέπων την παραθεώρησιν της «χαριτωμένης συνηθείας να μεταλαμβάνουν οι πιστοί συχνότερον» ανέλαβε να το εκδώσει….». και συνεχίζει ο π. Θεόκλητος: 
 
«Αφού ο θείος Διδάσκαλος μετά μεγάλης ευκολίας και ανέσεως ανατρέπει τα σαθρά ταύτα επιχειρήματα (εν. των αντιφρονούντων), κάμνει εν τω επιλόγω αυτού μίαν θαυμασίαν αποστροφήν προς τους χριστιανούς και τους εχθρούς των Κολλυβάδων πλήρη αγάπης και συγκαταβάσεως…».

Το βιβλίο αυτό μόλις εκδόθηκε προκάλεσε μεγάλο θόρυβο και πολλές διαμαρτυρίες από τους αντιφρονούντες. Έτσι, το περί των μνημοσύνων και συνεχούς θ. μεταλήψεως ζήτημα έφτασε ώστε να εγερθεί σφοδρός πόλεμος κατά των Κολλυβάδων. Καταδιώχτηκαν απηνώς από το Άγ. Όρος.
 
Έτσι, «ηναγκάσθησαν πολλοί από τους ευσεβείς εκείνους ανθρώπους να αφήσουν τας αγαπημένας τους σκήτας… και να διασκορπιστούν εις διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ο διωγμός όμως αυτός είχεν ευχαρίστους συνεπείας, διότι ούτοι διέδωσαν το αναμορφωτικόν κήρυγμά των εις τον λαόν. Εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου έκτισαν μονάς και ανεζωπύρησαν τη θρησκευτικότητα των πιστών…» (Σπυρ. Μακρής, Θρησκ. και Ηθική Εγκυκλ.). 
 
Και ο π. Θεόκλητος Διονισιάτης συμπληρώνει: Οι Κολλυβάδες «διασπαρέντες εις διαφόρους τόπους, απετέλεσαν την «μικράν ζύμην» της αναζωπυρήσεως του θρησκευτικού αισθήματος του δούλου ορθοδόξου λαού, δια των ιδρυθέντων παρ΄ αυτών μοναστηρίων, εντός των οποίων εκαλλιεργείτο … τόσον ο μυστικός, όσον και ο μυστηριακός βίος, δια της συμμετοχής του λαού εις την ορθόδοξον λατρείαν και την συχνοτέραν θείαν Ευχαριστίαν…» (Ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης). Και ο Γ. Βερίτης σε άρθρο του «Το αναμορφωτικόν κίνημα των Κολλυβάδων και οι δύο Αλέξανδροι της Σκιάθου» (περ. «Ακτίνες» 1943), σημειώνει: «… Ένα από τα νησιά (που δέχθηκαν το κήρυγμα των Κολλυβάδων) ήταν και η Σκιάθος, το πολυτραγουδισμένο νησί δύο Αλεξάνδρων. Πού να το ήξεραν οι διώκτες των Κολλυβάδων, πως ο διωγμός αυτός θα χάριζε στην Ελλάδα έναν Παπαδιαμάντη και έναν Μωραϊτίδη!…».

Στα βαθύτερα αίτια του κινήματος των Κολλυβάδων αναφέρεται και ο Κ. Μπαστιάς στο βιβλίο του «Ο Παπαδιαμάντης», όταν γράφει: «… η συνεχής Μετάληψις και η τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο και όχι την Κυριακή, δεν ήταν στενόκαρδη προσήλωση σε τύπους. 
 
Πίσω από τα δύο τούτα αιτήματα κρυβότανε το σοβαρότερο αίτημα της Ορθοδοξίας, η παράδοση!
 
Οι Κολλυβάδες εκφράζανε τον αγώνα της Ορθοδοξίας να κρατήσει την ιερά της παράδοση ανόθευτη από συμβιβασμούς που θα νοθεύανε την μορφή και την ουσία της… Στη Σκιάθο, λοιπόν, προσφεύγουνε οι Κολλυβάδες μοναχοί, τα γνήσια τέκνα δύο αγίων, του από Κορινθίας Μακαρίου Νοταρά και του Νικοδήμου του Αγιορείτου…». Και ο Ιωάννης Φουντούλης, στο βιβλίο του. «Παράδοση και Λατρεία» γράφει: «Στο σκότος της Τουρκοκρατίας έλαμψε το καθαρό παραδοσιακό πνευματικό «κίνημα» των Κολλυβάδων. 
 
Το τι πρόσφερε αυτό στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας… είναι σ΄ όλους γνωστό.
 
Σ΄ αυτό οφείλεται η προβολή του αιτήματος της συχνής προσελεύσεως στη θ. Κοινωνία, η έξαρση του νοήματος του εβδομαδιαίου Πάσχα, η συνεχής προσπάθεια της αναστάσιμης Κυριακής να απαλλαγή από τα νεκρώσιμα στοιχεία».


Όπως είναι γνωστόν οι Κολλυβαδικές έριδες εκφράζουν τη διάσταση ανάμεσα στους παραδοσιακούς και τους φιλελεύθερους , οι οποίοι σπουδασμένοι στη Δύση ακολουθούσαν τις ουμανιστικές της τάσεις. Στο βιβλίο της «Αθανάσιος ο Πάριος» η Αθηνά Καραμπέτη, φιλόλογος και θεολόγος, σημειώνει «…το ζήτημα (των Κολλυβάδων) δεν είναι τόσον απλούν όσον εξ αρχάς φαίνεται. Τα βασικά αίτια είχον βαθυτέρας ρίζας. Ο 18ος αιώνας δια την δυτικήν Ευρώπην, είναι ο αιών των κοινωνικών αναστατώσεων και επιστημονικών ζυμώσεων…
 
Επίσης, εις την Δύσιν η θρησκεία είχεν υποστή κλονισμόν λόγω της ενδοεπαναστάσεως της Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως και των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού. Εις την Ανατολήν, όμως, την επί τρεις αιώνας περίπου υπό στεγνήν και βάρβαρον δουλείαν ευρισκομένην, υπήρχε σταθερά καταφυγή εις την Ορθοδοξίαν, την οποίαν συνιστούν δύο ισότιμοι και ισοδύναμοι πηγαί, ο γραπτός λόγος (Αγ. Γραφή) και ο προφορικός λόγος, τα ήθη και έθιμα που περιεβλήθησαν με συνοδική απόφασιν (παράδοσις). Το οιονδήποτε πλήγμα εις το ένα ή το άλλο μέρος, επέφερε σεισμόν εις την πίστιν, την μόνην ασφαλή δύναμιν εις κάθε εποχήν, πολλώ μάλλον των υποδούλων τότε ορθόδοξων Ελλήνων.
 
Φυσικόν τυγχάνει ότι η παράδοσις ευκολώτερα βάλλεται. Εις αυτόν τον αγώνα, της διατηρήσεως των παραδόσεων, που συνιστά συγχρόνως ανακαινιστικήν και αναμορφωτικήν δύναμιν, απεδύθησαν οι «Κολλυβάδες». Υποστηρίζοντες την ακρίβειαν της Εκκλησίας, συνήργουν εις την διατήρησιν της Ορθοδοξίας ολοκληρωμένης και ανοθεύτου».

Στο έργο του Αθανασίου Πάριου « Έκθεσις είτε ομολογία της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως…», διαβάζουμε τις απόψεις των «Κολλυβάδων», που είναι πράγματι βιβλικές και πατερικές δηλαδή οι σωστά παραδοσιακές.
 
Αυτές είναι: «Η σημασία και η δύναμη των αγίων εικόνων…, ο μικρός και ο μεγάλος αγιασμός, που έχουν την δύναμιν του λουτρού της παλιγγενεσίας και ιαματική χάρη σε κάθε ασθένεια σωματική και ψυχική, το αντίδωρο, που διαφέρει από τα Τίμια Δώρα, γιατί αυτό μετέχει σε κάποια χάρη, ενώ στα Τίμια Δώρα βρίσκεται ο ίδιος ο Χριστός και τέλος οι θέσεις τους για τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους».

Όπως διαπιστώθηκε από τα παραπάνω, το «κίνημα» των Κολλυβάδων υπήρξε ένα «κίνημα» παραδοσιακό και συγχρόνως ανακαινιστικό. Κινήθηκε μέσα στα όρια της Ορθόδοξης παράδοσης με σκοπό να την διαφυλάξει από τυχόν ξένες αλλοιώσεις και συγχρόνως προσπάθησε να ανακαινίση της λειτουργική πράξη και ζωή της Εκκλησίας επαναφέροντας τις αρχαίες αποστολικές και πατερικές παραδόσεις. Γιατί, όπως σημειώνει σύγχρονος θεολόγος, «στην Ορθοδοξία και ιδιαίτερα στη λατρεία της, τίποτε δεν είναι άσχετο και αδιάφορο. Το κεράκι που ανάβουμε, ο σταυρός που κάνουμε, τα κόλλυβα που διαβάζουμε, όλα έχουν αγιασθεί από την πράξη της Εκκλησίας μας και προσφέρουν άρρητη χαρά στον πιστό».

Γι΄ αυτό πολύ σωστά ο π. Ηλίας Μαστρογιαννόπουλος στο βιβλίο του «Θεολογικές Παρουσίες» σημειώνει: «… οι παραδοσιακοί Κολλυβάδες άδικα παρεξηγήθηκαν αγωνιζόμενοι για την ορθόδοξη παράδοση. Δεν ήσαν στενοκέφαλοι καλόγεροι «μεθυσμένοι από έναν αρρωστημένο οίστρο Ορθοδοξίας».

Τελειώνοντας τίθεται το ερώτημα: Έχουν περάσει περίπου δύο και πλέον αιώνες από τη λατρευτική και πνευματική γενικότερα ανακαίνιση των «Κολλυβάδων» Αγιορειτών πατέρων. Μήπως έφτασε η ώρα για μία δεύτερη ανάλογη κίνηση από μέρους της Εκκλησίας; Όλοι σήμερα μιλάμε για την οικονομική κρίση που μαστίζει την πατρίδα μας. Συγχρόνως διαπιστώνουμε ότι η κρίση αυτή στο βάθος της είναι κυρίως πνευματική. Αλλά και η λατρεία μας χρειάζεται και τη δική μας ανανέωση.

Άραγε υπάρχουν οι προϋποθέσεις και οι ανάλογες μορφές και προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο έργο; 
 
Χωρίς φανατισμούς, με σύνεση, για να μη πληγωθεί το θρησκευτικό αίσθημα του πιστού λαού, και με βάση πάντοτε την αποστολική και πατερική παράδοση να προχωρήσουμε σ΄ ένα νέο πνευματικό και λατρευτικό «κίνημα».

kantonopou’s blog-Θεολογικό ιστολόγιο

Ο γνωστός μου - άγνωστος Ιερέας...


Ο Λευίτης που έκανε άλμα 
πιο γρήγορο από την φθορά… 

Κι αφού έλειπε ο Γιώργης, «Θα βοηθήσετε εσύ με τον Νικηφόρο το σαββατοκύριακο», είπε ο πάτερ…

Και είδα τον παπά, που ήξερα τρία χρόνια τώρα ως πνευματικό μου, μα ακόμα ο ανάξιος δεν γνώριζα, να έρχεται στην εκκλησία, στις 3 τα μεσάνυχτα…
Και να διαβάζει όλα τα ονόματα, των εκατοντάδων ζώντων και κεκοιμημένων, υπέρ υγείας και αναπαύσεως…

Είδα να ξεκινά την εξομολόγηση ώρα 10 πρωινή, με το τέλος της λειτουργίας, και όταν ξαναπήγα στις 4, πάλι εκεί τον βρήκα τον παπά...
Είδα με το πέρας του εσπερινού, να λέει πως έχει τα «ραντεβού»… 

Και μείναμε να βοηθήσουμε – μην είναι έρημη η εκκλησία – να βρίσκουν κάποιον οι ερχόμενοι…
Και μέχρι αργά τη νύχτα, φόρτωνε ο Ιερέας στο πετραχήλι του, καημούς και βάσανα από αμαρτωλούς και ασώτους, ηθικολόγους φαρισαίους, που πάσχιζαν να γίνουν τελώνες, κι αλαφιασμένους απόκληρους…

Κι έφτασε πάλι 10 βραδινή, να τελειώσει ο παπάς, να μαζευτεί γοργά… Το ράσο του, το σημειωματάριό του…

Και είχε περάσει 19 ολόκληρες ώρες μέσα στην εκκλησία εκείνος ο παπάς…
Και ερχόταν – έφευγε ο κόσμος, και όλο εκεί τον έβρισκε…

Και κανείς δεν είχε καταλάβει, πως ακόμα δεν είχε πάει σπίτι του ούτε αν δίψασε, αν έφαγε, αν ξεκουράστηκε… Και ξημέρωσε Κυριακή και στις 3 την νύχτα πάλι ξανά-μανά τα ίδια… (πότε ξεκουράστηκε; πότε πρόλαβε να κοιμηθεί...)

Και μνημόνευε πάλι τα ονόματα ο αφανής λειτουργός του Θεού, μέχρι ν’ αρχίσει λειτουργία…
                                          
«Βρε πόσα δεν νογάει ο κόσμος για τον παπά της ενορίας του...»

συλλογίστηκα κουτουλώντας από την νύστα…

Και σκέφτηκα τη μωρία του Σταυρού, την σαλότητα των Αγίων, τον Άγιο παπά-Νικόλαο Πλανά, τα κομποσκοίνια των μοναχών, την πίστη στην Ανάσταση.

Κόντρα σε μία εποχή που όλα μυρίζουν θάνατο… τούτος ο σύγχρονος Λευίτης και απλούς Ιερομόναχος ευωδίαζε, χαράζοντας Αναστάσιμη πορεία…

Ο ταπεινός και «ασήμαντος» π. Γαβριήλ, ως ακάματος λειτουργός του Θεού, έκανε άλμα πιο γρήγορο από την φθορά…

Βάσταγε Θεέ μου τους σύγχρονους παπά - Πλανάδες του κόσμου τούτου. Δεν νογάμε εμείς το έργο τους. Συγχώρεσέ μας…
Συγγραφή κειμένου, Δημήτρης Ρόδης για Πνεύματος κοινωνία

Μεσογαίας Νικόλαος: Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σε ύπουλο διωγμό



''Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σε ύπουλο διωγμό...''
Μητρ. Μεσογαίας Νικόλαος


ΛΙΑΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
 

Α. Ὅλοι πλέον ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πορεύεται σὲ μία θάλασσα πρωτοφανοῦς ἀσεβείας, συντονισμένης ὕβρεως, ἰσχυρῶν ἀμφισβητήσεων, ἀθεϊστικῆς μανίας, συστηματικῆς προσπάθειας ἀπόρριψης κάθε ἔννοιας μυστηρίου καὶ ἱερότητος, ὕπουλου διωγμοῦ κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀποκαλυπτικοῦ διαμετρήματος, μάλιστα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χριστιανικὰ συστήματα.

Ἐκτιμᾶται ὅτι σὲ λίγα χρόνια, σὲ κάποιες μεγάλες Εὐρωπαϊκὲς πόλεις, οἱ μουσουλμάνοι θὰ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὸ πραγματικὸ ὅμως πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοὶ θὰ εἶναι λιγότεροι, ἀλλὰ ὅτι ἤδη εἶναι λιγότερο χριστιανοὶ καὶ ἀκόμη περισσότερο ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροὶ τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί.
 

Β. Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ.

Γ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.

Δ. Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεΐκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας!
 

Ε. Ἡ ἔμφαση στὴν αὐθαίρετη μονομερῆ ἑρμηνεία τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γενετικῆς τεχνολογίας, ὑπερτονίζει τὴ βιολογικότητα καὶ ζωικότητα τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ μηδενισθεῖ κάθε στοιχεῖο ἱερότητός του.

ΣΤ. Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν «θεωρίας τῶν πάντων» ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια.

Ζ. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ τεχνολογίες τῆς γενετικῆς καὶ ἐγκεφαλικῆς ἐνδυνάμωσης (Gene enhancement καὶ Brain enhancing (pills and boosters), τὰ ἐγκεφαλικὰ ἐμφυτεύματα, ἡ μεταμόσχευση προσώπου, οἱ τολμηρὲς τεχνολογικὲς παρεμβάσεις στὸ νευρικὸ καὶ γενετικὸ κύτταρο, ἡ προσπάθεια νευροβιολογικῆς ἑρμηνείας τῶν ψυχικῶν φαινομένων κ.λπ. ἐπιδιώκουν τὴν τεχνολογικὴ αὐθυπέρβαση τοῦ ἀνθρώπου (transhumanism), ἀγνοῶντας καὶ ἀπορρίπτοντας ταυτοχρόνως τὴν αὐτεξούσια κίνησή του πρὸς τὸν Θεό καὶ τὴν κατὰ χάριν εἴσοδό του στὴν ὑπὲρ φύσιν κατάσταση (θέωσις).
 
 
Σχόλιο Π. κοινωνίας: Σύμφωνα με την "Boston Globe", η αμερικανική κυβέρνηση θα δαπανήσει το ποσό των 70 εκατομμυρίων δολαρίων μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια για την έρευνα εγκεφαλικών εμφυτευμάτων. 

Η ΙΒΜ έχει δηλώσει πως εργάζεται πυρετωδώς στόν τομέα αυτό, και έτοιμη τα επόμενα 20 χρόνια να προσφέρει τσίπ ''αναβάθμισης'' του εγκεφάλου. 
 
Στόχος της κυβέρνησης της Ουάσινγκτον είναι η τελειοποίηση τσιπ που θα εμφυτεύονται στον εγκέφαλο και θα ''παρακολουθούν'' την υγεία των ανθρώπων. Στην αρχή το τσιπ θα είναι προαιρετικό, μετά όμως όταν θα πηγαίνετε σε δουλειά θα σας λένε "αυτοί με το τσιπ εργάζονται γρηγορότερα από εσάς χωρίς το τσιπ, γιατί τα κανουν όλα με τη σκέψη". Και έτσι σιγά-σιγά θα επιβληθεί σε όλους...
]
 

Αποτέλεσμα εικόνας για τσιπ στον εγκεφαλο
 

Η. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ φύλου, ὄχι ὡς διόρθωση ὑφιστάμενης ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς δυσαρμονίας, ἀλλὰ ὡς ἐπιλογὴ ἀφύσικης ἀπαίτησης καὶ νοσηροῦ θελήματος, ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς ταυτότητος τοῦ φύλου μὲ τὸν λεγόμενο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ὡς ἐπιλογή, καὶ ἡ μὲ κάθε τρόπο δικαιολόγησή της, μάλιστα στὴ βάση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῆς ἀντιρατσιστικῆς ἀντίληψης... συντρίβοντας τὴν ἱερότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀπομακρύνουν βάναυσα ἀπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ» παρακαταθήκης του.

 
Θ. Ὁ ἐκφυλισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὲ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας ἢ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀντικατάσταση τῆς φιλανθρωπίας στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἕναν ἀποστεωμένο χωρὶς Θεὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ ἔννοιες ὅπως ἀλληλεγγύη, ἀλληλοβοήθεια, φιλία, εἰρηνικὴ συνύπαρξη κ.λπ., στὴν οὐσία καταργεῖ τὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν καὶ τὴν μεταμορφώνει σὲ μηχανισμὸ ἐπίλυσης κοινωνικῶν προβλημάτων ἐντελῶς ἐπίγειας προοπτικῆς.

Ι. Ἡ μεθοδευμένη ἐπιδίωξη εἴτε νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς αὐτοαποκαλούμενους μυθικιστὲς εἴτε νὰ συκοφαντηθεῖ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς Του καὶ ἡ αὐθεντικότητα τῶν ἱερῶν κειμένων, καὶ ἡ παράλληλη προσπάθεια ἀποχριστιανοποίησης τῶν κοινωνιῶν μας μὲ τὴν κατάργηση τῶν συμβόλων καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῆς παιδείας, τελικὰ ἐπισφραγίζουν τὴν προσπάθεια ἀποδόμησης τῆς πίστεως. 
 
Ἡ παγκόσμια ἀνασφάλεια, ἡ μαζικὴ καταστροφὴ ἀρχαιότατων πολιτισμῶν καὶ ἡ βίαιη μετακίνηση ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους καὶ ἀνακάτωμα ὁλόκληρων λαῶν συμπληρώνουν τὸ ὅλο σκηνικό.
 
Ἕνας κόσμος δίχως Θεό! «Οἱ ἄνθρωποι λησμόνησαν τὸν Θεό∙ ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχονται ὅλα τὰ κακά» (Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, 1983).

 
ΙΑ. Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο.

 
ΙΒ. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσεις, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. 
 
Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ...

 
ΙΓ. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος καταντάει μιὰ ἐπίπεδη, μονοδιάστατη ὀντότητα, μιὰ βιολογικὴ μηχανὴ ποὺ ἡ ζωή της ἐκτυλίσσεται ἀπρόβλεπτα μέσα σὲ μία πολὺ στενὴ ζώνη χρόνου, ὁ δὲ θάνατος προσδιορίζει τὴν ὁριστικὴ ἐπιστροφὴ στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας. Χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα εἶναι ἡ συνειδητοποίησή της ὡς περιορισμένης παροδικότητος. Τότε ἡ λογικὴ καὶ ἡ σκέψη ἀποτελοῦν τιμωρία καὶ ὄχι δῶρο. Καὶ ἡ ἐλευθερία τραγικὴ παρακαταθήκη∙ ἀνάμεσα στὸν αἰώνιο καὶ θεωμένο ἄνθρωπο νὰ ἐπιλέγεις τὸν ζωικό καὶ μηδενιστικό.

 
ΙΔ. Ἡ Ὀρθόδοξη μαρτυρία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διατυπωμένη καὶ ἐμπειρικὰ τεκμηριωμένη μέσα στοὺς ναούς μας καὶ τὰ μοναστήρια μας, στὰ μυστήρια καὶ τὴ ζωή μας πρέπει νὰ κατατεθεῖ ὡς στεντόρεια πανορθόδοξη κραυγή στὴν ἐποχή μας.  
 
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ φωτίσει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα,
 
καὶ γι’αὐτὸ ὀφείλει νὰ καταθέσει τὸν λόγο της καὶ πρὸς ἐπιστηριγμὸν τῶν πιστῶν καὶ ὡς μαρτυρία στὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο.

Γιὰ ὅλους τοὺς προαναφερθέντες λόγους, σᾶς καλῶ ὅλους μαζὶ ὡς τοπικὴ Ἐκκλησία, νὰ ξεκινήσουμε τὸ Νέο Ἐκκλησιαστικὸ Ἔτος ἐπαναλαμβάνοντας μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν λόγο μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως αὐτὸ ἔχει ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὅπως ὁμολογεῖται ἔκτοτε καὶ γιὰ δεκαεπτά αἰῶνες ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων ἀπαράλλακτο.
 
Ἀνάγκη νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καθημερινὰ μέσα στὸ σύγχρονο πλαίσιο προβλημάτων, τάσεων, νοοτροπιῶν, καὶ ὡς ἔνδειξη τῆς διαχρονικότητος τῆς Ἐκκλησίας.
 
 Αὐτὴ ἡ ὁμολογία ἀποτελεῖ καὶ ἀπάντηση στὸν σύγχρονο κόσμο.
____________________________
 
 Μητρ. Μεσογαίας Νικόλαος
''Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σε ύπουλο διωγμό...''
 
Πηγή: trelogiannis.blogspot.gr