Ο Άδης και οι
κακοδοξίες γύρω από αυτή την έννοια
Μέρος 1ο
Μιχάλης Μαυροφοράκης
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής
Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄
Βιβλικού και των συνεργατών του.
(Εκφωνήθηκε
για πρώτη φορά:
18-9-1992).
1. Σύνδεση με τις προηγούμενες μελέτες
Σε
προηγούμενες εκπομπές ασχοληθήκαμε
εκτενώς με την έννοια της ψυχής, για το πώς αυτή
παρουσιάζεται στα ιερά κείμενα της Παλαιάς και της Καινής
Διαθήκης, αλλά και στην υπόλοιπη διδασκαλία της Εκκλησίας
και για το πώς αυτή κακοπαρουσιάζεται και διαστρέφεται από
διαφόρους αιρετικούς.
Αυτοί ισχυρίζονται ότι η έννοια της ψυχής
δεν έχει κανένα μεταφυσικό και πνευματικό περιεχόμενο και
χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόνον την φυσική, τη
βιολογική ζωή και ύπαρξη του ανθρώπου και των ζώων
αδιακρίτως, με φυσικό επακόλουθο την πλήρη εξαφάνισή της,
όταν ο άνθρωπος ή το ζώο πεθαίνει.
Εξετάζοντας λεπτομερώς όλους αυτούς τους
αυθαίρετους και αβάσιμους ισχυρισμούς, αλλά και τα
επιχειρήματα και τα χωρία της Αγίας Γραφής που χρησιμοποιούν
πολλοί για να τους υποστηρίξουν, διαπιστώσαμε ότι τέτοιου
είδους διδασκαλίες είναι παντελώς εσφαλμένες και τελείως έξω
από το πνεύμα της Χριστιανικής Εκκλησίας και των Αγίων
Γραφών.
Παράλληλα, μέσα από αυτή τη μελέτη
αναδείχθηκε η γνήσια και αναλλοίωτη διαμέσου των αιώνων
χριστιανική διδασκαλία περί ψυχής, ότι δηλαδή η ψυχή
του ανθρώπου είναι το δεύτερο και ουσιαστικότερο συστατικό
της ύπαρξής του, που μαζί με το σώμα αποτελούν τον όλον
άνθρωπο. Και ενώ το σώμα έχει συνάφεια με τον υλικό κόσμο
και προέρχεται από αυτόν, η ψυχή συνδέεται με τον πνευματικό
κόσμο και με αυτόν συγγενεύει. Έτσι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει
βιολογικά, μόνο το ένα, το φθαρτό συστατικό του, δηλαδή το
σώμα επιστέφει στη γη από όπου και ελήφθη και φθείρεται,
δηλαδή διαλύεται, αποσυντίθεται. Αντίθετα, το άλλο του
συστατικό, η ψυχή του, απλώς αποχωρίζεται το οικείο της σώμα
και αναμένει την επανένωσή της με αυτό, όταν αυτό θα έχει
μετασχηματιστεί πλέον σε άφθαρτο και αιώνιο κατά την κοινή
Ανάσταση στη Δευτέρα Παρουσία.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν οδεύει στην
ανυπαρξία κατά τον βιολογικό του θάνατο, αλλά μάλλον γίνεται
χωρισμός των δύο συστατικών του, της ψυχής και του σώματος.
Ο χωρισμός αυτός είναι αφύσικος, γιατί ο άνθρωπος καταρχήν
πλάστηκε να είναι αιώνιος και αθάνατος, με την ψυχή του να
είναι άρρηκτα και μόνιμα συνδεμένη με το οικείο της σώμα,
που είναι και η οικία της και ο εκφραστής της. Όταν όμως ο
άνθρωπος εξέπεσε από το ύψος που βρισκόταν δια της αμαρτίας,
τότε με σοφία ο Θεός παρεχώρησε τον βιολογικό θάνατο, τον
θάνατο δηλαδή του σώματος, ώστε ο άνθρωπος να μην παραμένει
αιωνίως ενωμένος με το σώμα που διέπραξε την αμαρτία. Κι
αυτό το έκανε όχι σαν τιμωρία, αλλά παρέχοντας ταυτόχρονα
και την ελπίδα της αναστάσεως, δηλαδή της επανένωσης της
ψυχής με το ίδιο, οικείο της ανθρώπινο σώμα, όμως πλέον
καινούριο, ανακαινισμένο, άφθαρτο και αθάνατο.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, αποτελείται από δύο
συστατικά : την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή είναι νοερή, άυλη
και συγκεντρώνει τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την
προσωπικότητα, την βούληση, τη διάθεση και τον ψυχισμό του
ανθρώπου, δηλαδή με άλλα λόγια η ψυχή αποτελεί το κέντρο του
εαυτού μας, του είναι μας, του θεμέλιου της ύπαρξης μας, την
βάση της υπόστασης μας και είναι φτιαγμένη να έλκεται προς
τον άυλο και νοερό Πλάστη της, κατ’ εικόνα του Οποίου και
επλάστη. Από την άλλη μεριά, το σώμα είναι πλασμένο με τα
στοιχεία του υλικού κόσμου και αποτελεί κατοικία και μέσο
εκφράσεως της ψυχής, που το ζωογονεί και το κατευθύνει.
Δυστυχώς βέβαια, αντί να ελκύει και να κατευθύνει η ψυχή το
σώμα από τα υλικά στα νοερά και πνευματικά, δηλαδή προς τον
Δημιουργό και Κτίστη, εξαιτίας της Πτώσεως ελκύει και
κατευθύνει το σώμα την ψυχή προς υλικά και κτιστά. Αντί το
ανώτερο να ανεβάζει και το κατώτερο προς τα ανώτερα,
δυστυχώς το κατώτερο κατεβάζει και υποδηλώνει το ανώτερο
προς τα κατώτερα. Έτσι αντί ο άνθρωπος μέσω της υλικής
Κτίσεως να οδηγείται στο να λατρεύσει τον Κτίστη, δυστυχώς
απομακρύνεται από τον Κτίστη και σύρεται προς τα κάτω, στο
να λατρεύσει την υλική Κτίση.
Όπως και στο παρελθόν τονίσαμε, πολλοί
παρατηρώντας αυτές τις διαφορές μεταξύ ψυχής-σώματος, πολλές
βεβαίως από τις οποίες οφείλονται αποκλειστικά στην πτώση
του ανθρώπου λόγω της αμαρτίας, οδηγούνται στο αντίθετο άκρο
και εξυψώνουν την ψυχή σε θεϊκά ύψη, ενώ θεωρούν το σώμα σαν
ανασταλτικό και αποβλητέο παράγοντα. Αυτό είναι επίσης
μεγάλο λάθος και αποτελεί σημαντική κακοδοξία, διότι
αλλοιώνει την εικόνα της Δημιουργίας και διαστρέφει το
Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Τα άκρα είναι πάντοτε, ένα γνήσιο και
χαρακτηριστικό διακριτικό των αιρέσεων. Οι αιρετικοί όλων
των εποχών δεν γνωρίζουν και δεν αρέσκονται στην απλότητα
και την μεσότητα του Χριστιανικού Ευαγγελίου, αλλά
εκσφενδονίζονται και ταλαντεύονται όπως το εκκρεμές στο ένα
ή στο άλλο άκρο, άλλοτε υπερθεματίζοντας και άλλοτε
υποτιμώντας τμήματα της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Έτσι πολλοί θεώρησαν και θεωρούν το σώμα
σαν φυλακή της ψυχής, από την οποία η ψυχή πρέπει να
απαλλαγεί και ανεβάζουν την ψυχή στο επίπεδο του Ακτίστου,
προσδίδοντας της εκ φύσεως αθανασία η θεότητα, θεωρώντας την
μέρος της φύσεως του Ανάρχου και Ακτίστου Θεού. Η διδασκαλία
της Εκκλησίας μας είναι ότι η ψυχή είναι βεβαίως κτιστή,
δημιούργημα του Θεού εν χρόνω και επομένως όχι φύσει
αθάνατη, αλλά μόνον χάριτι. Ταυτόχρονα το σώμα και η ψυχή
του ανθρώπου είναι ισοδύναμα συστατικά του ανθρώπου, άρρηκτα
και κατά φυσικό τρόπο συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο δε χωρισμός
τους κατά τον βιολογικό θάνατο, είναι μόνον προσωρινός και
μερικός και αφύσικός και συμβαίνει μόνο κατά παραχώρηση Θεού
και κατ’ οικονομίαν, με σκοπό την τελική και μόνιμη
αποκατάσταση του ανθρώπου.
Μετά την Ανάσταση τα δύο αυτά συστατικά
δεν θα ξαναχωρίσουν ποτέ, αλλά θα είναι πάντοτε άρρηκτα
ενωμένα. Για αυτό η Εκκλησία μας τα χαρακτηρίζει ως
συστατικά του ανθρώπου και όχι ως ανεξάρτητα και αυτόνομα
μέρη, δηλαδή δεν χωρίζει τον άνθρωπο σε τμήματα, άλλο
πολύτιμο και άλλο άχρηστο ή βλαβερό και επιζήμιο. Ολόκληρος
ο άνθρωπος με ψυχή και σώμα εισέρχεται στη Βασιλεία του Θεού
και όχι ένα τμήμα του μόνο. Και τα δυο αυτά συστατικά,
δηλαδή και η ψυχή άλλα και το σώμα αγιάζονται με τη Χάρη του
Αγίου Πνεύματος ήδη από αυτή τη ζωή. Όπως και προηγουμένως
αναφέραμε, πολλοί είναι αυτοί που ξέφυγαν από τη μέση και
ισόρροπη οδό της Χριστιανικής Αλήθειας και γύρω από την ψυχή
διδασκαλία της Εκκλησίας. Έτσι οι περισσότεροι, προτίμησαν
να ακολουθήσουν το ένα άκρο με το να εκτινάξουν σε θεϊκά ύψη
την ψυχή και να υποτιμήσουν το ανθρώπινο σώμα, ακολουθώντας
τα αρχαίες ελληνικές, ειδωλολατρικές διδασκαλίες περί ψυχής
και κυρίως του Πλάτωνα, ότι δήθεν η ψυχή είναι φύσει αθάνατη
και φυλακισμένη στην παρούσα ζωή από το σώμα.
Άλλοι όμως πάλι, πετάχτηκαν στο άλλο άκρο
και μιμούμενοι πιο πρωτόγονους ειδωλολάτρες υιοθέτησαν την
κακοδοξία ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει καμιά απολύτως
μεταφυσική και πνευματική έννοια, αλλά μονάχα υλιστική. Έτσι
παντελώς εσφαλμένα και κακόδοξα, υποστηρίζουν ότι η ψυχή δεν
έχει την έννοια του αόρατου και πνευματικού συστατικού του
ανθρώπου, αλλά ότι είναι αυτός ο άνθρωπος. Λένε λοιπόν, ότι
όταν πεθαίνει ο άνθρωπος βιολογικά, αφανίζεται και
μηδενίζεται ολοκληρωτικά και δεν επιβιώνει η ψυχή του από
τον βιολογικό θάνατο, μια και σημαίνει αποκλειστικά και
μονοσήμαντα το άτομο. Με άλλο λόγια, προωθούν την κακοδοξία,
ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως ουσιαστική συγγένεια του
ανθρώπου με τον πνευματικό χώρο, με τον κόσμο των νοερών και
αΰλων ασωμάτων δυνάμεων, δηλαδή των αγγέλων, αλλά ότι οι
μοναδικοί τους συγγενείς είναι τα ζώα και όλα όσα
προέρχονται από τον υλικό και αισθητό κόσμο.
Είναι φυσικό, λοιπόν, και αναμενόμενο να
καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να απογυμνώσουν κάθε
έννοια που σχετίζεται με την ψυχή από το πνευματικό και
μεταφυσικό περιεχόμενό της. Και βεβαίως μια τέτοια έννοια
είναι αυτή που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια της σημερινής
εκπομπής, δηλαδή η έννοια του Άδου.
2. Οι θέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά περί
Άδου
Ο Άδης είναι κατά την ορολογία της Αγίας
Γραφής και κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης ο χώρος που δέχεται
-ή μάλλον που δεχόταν, όπως θα αναφέρουμε λεπτομερέστερα στη
συνέχεια- όλους τους νεκρούς του ανθρωπίνου γένους. Επειδή
είναι λοιπόν επόμενο η έννοια αυτή να έχει μεταφυσικό
χαρακτήρα, όλοι όσοι υιοθετούν την καθαρά υλική υπόσταση του
ανθρώπου, διαστρέφουν και αυτήν την έννοια και της
προσδίδουν καθαρά υλιστικό περιεχόμενο.
Για να γίνουμε όμως πιο σαφείς και
συγκεκριμένοι, ας αναφερθούμε και σε ένα σύγχρονο και
συγκεκριμένο παράδειγμα τέτοιων κακοδοξιών. Το παράδειγμα θα
το αντλήσουμε από την περί Άδου δογματική τοποθέτηση των
αυτοαποκαλουμένων «Μαρτύρων του Ιεχωβά», οι οποίοι αποτελούν
σύγχρονο και χαρακτηριστικό δείγμα αιρέσεως με καθαρά
υλιστικό υπόβαθρο, αλλά και περιεχόμενο διδασκαλιών και
επαγγελιών. Όπως και σε προηγούμενες εκπομπές αναφέραμε, οι
άνθρωποι αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει τίποτα που να
επιβιώνει από τον βιολογικό θάνατο, αλλά ο άνθρωπος σαν
ολότητα καταλήγει στον τάφο και ολόκληρη η προσωπικότητά του
αφανίζεται και μηδενίζεται. Έτσι ο Άδης, που η Παλαιά
Διαθήκη κυρίως χαρακτηρίζει ως τόπο συγκεντρώσεως όλων των
νεκρών, κατ’ ανάγκη από την αίρεση αυτή ερμηνεύεται ως ο
τάφος ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους.
Ας δούμε όμως, τι λένε επακριβώς για το
ζήτημα αυτό παραθέτοντας κατά λέξη από το βιβλίο «Πώς να
συζητάτε λογικά από τις Γραφές» εκδόσεως «Μαρτύρων του
Ιεχωβά», σ. 43 κάτω από τον τίτλο «Άδης (Κόλαση)». Ακριβώς
από κάτω έχει τον υπότιτλο Ορισμός, από όπου
ακολουθούν κατά λέξει τα εξής :
«Η λέξη Άδης βρίσκεται σε πολλές
μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Στα ίδια εδάφια, άλλες
μεταφράσεις λένε ο τάφος, ο κόσμος των νεκρών κ.ά. . Άλλες
μεταφράσεις της Αγίας Γραφής σε διάφορες γλώσσες απλώς
αντιγράφουν από την αρχική γλώσσα τις λέξεις που μερικές
φορές αποδίδονται Άδης. Δηλαδή τις εκφράζουν με γράμματα του
αλφαβήτου τους, αλλά αφήνουν τις λέξεις αμετάφραστες. Ποιες
είναι αυτές οι λέξεις; Η εβραϊκή «σιεόλ» και η ελληνική
ισοδύναμη της «Άδης», οι οποίες αναφέρονται όχι σε έναν
μεμονωμένο τόπο ταφής, αλλά στον κοινό τάφο του νεκρού
ανθρώπινου γένους».
3. Η σύγχυση των ξενόγλωσσων στις έννοιες
του Άδη και της Κόλασης
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως με σαφήνεια αλλά
και τελείως αυθαίρετα ορίζουν -όχι απλώς ερμηνεύουν- τον Άδη
ως τον κοινό τάφο του νεκρού ανθρώπινου γένους. Πριν όμως
προχωρήσουμε στην βαθύτερη και αναλυτικότερη εξέταση αυτής
της κακοδοξίας, ας μας επιτρέψετε με την αφορμή του παραπάνω
κειμένου που μόλις παραθέσαμε, να κάνουμε μερικές
γενικότερες παρατηρήσεις που αφορούν εν γένει τις
περισσότερες αιρέσεις που πλήττουν την Χριστιανική Εκκλησία
γενικότερα, αλλά και ειδικότερα την Εκκλησία στη χώρα μας.
Όπως είναι γνωστό, το έθνος μας έχει την ιδιαίτερη τιμή να μιλεί τη γλώσσα, στην οποία γράφηκε το σύνολο της Καινής
Διαθήκης και στην οποία έγινε η αρχαιότερη, και ίσως
σοβαρότερη και ακριβέστερη μετάφραση του εβραϊκού κειμένου
της Παλαιάς Διαθήκης, η μετάφραση των Ο’, από την οποία
παρέθεταν και οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι. Έχουμε
δηλαδή ως Έλληνες το μεγάλο προνόμιο να μιλούμε την ελληνική
γλώσσα και επομένως να διαβάζουμε την Αγία Γραφή από το
πρωτότυπο και σχεδόν χωρίς μεγάλη δυσκολία να την
καταλαβαίνουμε. Όσοι για παράδειγμα μιλούν Αγγλικά, Γαλλικά
κτλ δεν έχουν αυτό το προνόμιο, αλλά πρέπει να διαβάζουν την
Αγία Γραφή αναγκαστικά από μετάφραση. Και όπως γνωρίζουμε
κάθε μετάφραση δεν είναι 100% ακριβής, επειδή περιέχει και
τις προσωπικές ερμηνευτικές αντιλήψεις του μεταφραστού, τις
προκαταλήψεις του, ακόμα και τα κενά και τις ατέλειες, που
πιθανόν να έχει στη γλώσσα του πρωτοτύπου.
Το σχόλιο αυτό το κάναμε με αφορμή τον
τίτλο, αλλά και το υπόλοιπο περιεχόμενο του κειμένου που
παραθέσαμε. Στον τίτλο του άρθρου για τον Άδη, οι Μάρτυρες
του Ιεχωβά δίπλα στην λέξη Άδης βάζουν την λέξη (Κόλαση). Με
άλλα λόγια, τις προβάλλουν σαν ισοδύναμες. Γιατί αλήθεια το
κάνουν αυτό; Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η λέξη Άδης στα
ελληνικά δεν είναι ισοδύναμη ή συνώνυμη με τη λέξη Κόλαση.
Τότε γιατί παρουσιάζονται οι δυο λέξεις κατά τέτοιο τρόπο σε
ένα ελληνικό βιβλίο; Η απάντηση είναι απλούστατη: Διότι το
ελληνικό βιβλίο των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι κατά γράμμα
μετάφραση του αντίστοιχου αγγλικού. Και στα αγγλικά, όπως
σωστά γράφηκε το κείμενο, δεν υπάρχει αμέσως αντίστοιχη λέξη
στη λέξη Άδης και έτσι πολλοί κατ’ ανάγκη και κατά περίσταση
τη μεταφράζουν ως κόλαση, δίνοντας ταυτόχρονα και μια
ερμηνευτική διάσταση. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι ενώ στο
πρωτότυπο ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής η λέξη Άδης και
Κόλαση είναι δυο διαφορετικές λέξεις με δύο διαφορετικές
σημασίες και χρησιμοποιούνται και οι δύο ξεχωριστά και
ανεξάρτητα, εντούτοις στα αγγλικά αποδίδονται και οι δύο
συνήθως με μία λέξη: τη λέξη «Hell»,
που στα ελληνικά σημαίνει «Κόλαση».
Είναι επομένως φανερό πως στην παρανόηση
και παρεξήγηση των αγγλικών ή και άλλων μεταφράσεων, την
μεταφέρουν στα ελληνικά και με αυτόν τον τρόπο παρασύρουν
τους Έλληνες οπαδούς τους. Αυτό του είδους το φαινόμενο
είναι πολύ συνηθισμένο και διαδεδομένο ανάμεσα στις
αιρετικές ομάδες που δρουν ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο και
μοιάζουν με ένα παιχνίδι που παίζουν τα μικρά παιδιά και
λέγεται σπασμένο τηλέφωνο ή αραβικό τηλέφωνο. Σύμφωνα με
αυτό, ο πρώτος λέει στο δεύτερο ψιθυριστά μια λέξη. Εκείνος
ό,τι άκουσε το λέει πάλι ψιθυριστά στον επόμενο κοκ. Έτσι,
όπως είναι φυσικό, η αρχική λέξη όταν κάνει τον κύκλο και
επιστρέψει στον πρώτο, φτάνει τελείως παραφρασμένη και
αλλαγμένη χωρίς καμία σχέση με εκείνη από την οποία προήλθε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση
των αιρετικών, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι
ξενόφερτοι και κυρίως εξ Αμερικής προερχόμενοι. Μεταφράζουν
την Αγία Γραφή ή τμήματά της ή λέξεις της στην Ελληνική,
ξεκινώντας όχι από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από κάποιο
αγγλικό κείμενο, που και αυτό καμιά φορά δεν έχει προέλθει
απευθείας από το πρωτότυπο. Και βεβαίως όπως είναι πολύ
φυσικό, τα λάθη και οι αβλεψίες είναι σωρό, έστω και αν
εξετάσουμε το ζήτημα από το πρίσμα της καθαρά ανθρώπινης
γνώσης και παραβλέψουμε προς στιγμή το στοιχείο του θείου
φωτισμού, που είναι απαραίτητος σε τέτοιου είδους
εγχειρήματα.
Εμείς, λοιπόν, οι Έλληνες φέρουμε μεγάλη
την ευθύνη, πολύ μεγαλύτερη από άλλους λαούς, επειδή αν και
μας ενεπιστεύθησαν τέτοιες παρακαταθήκες και θησαυροί, δηλαδή
της γνησιότητας των πρωτοτύπων της Αγίας Γραφής, αλλά και
της Χριστιανικής Πίστης, εντούτοις δείχνουμε πλήρη αδιαφορία
προς αυτά και προτιμούμε να δεχόμαστε αβασάνιστα τα φώτα των
ετερόφωτων, που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στη γνησιότητα και
ακεραιότητα των πηγών, αλλά η γνώση τους είναι από δεύτερο ή
τρίτο χέρι.
4. Η συκοφαντία από τους
Μάρτυρες του Ιεχωβά
Μέχρι τώρα, με αφορμή το άρθρο περί Άδου,
ενός βιβλίου των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που αποσπασματικά
διαβάσαμε, διαπιστώσαμε τα τραγικά σφάλματα στα οποία
υποπίπτουν πολλοί Έλληνες αιρετικοί, απλώς και μόνο επειδή
προτιμούν να μην έχουν οι ίδιοι επαφή με το γνήσιο κείμενο
της Αγίας Γραφής, που είναι στη μητρική τους γλώσσα, αλλά
αντίθετα να εμπιστεύονται μεταφράσεις μεταφράσεων, με τις
οποίες τους τροφοδοτούν οι ξένοι ηγέτες τους και αυτές στη
συνέχεια να μεταφράζουν στα ελληνικά, διατηρώντας και
πολλαπλασιάζοντας τα σφάλματα που εμπεριέχουν. Δυστυχώς,
όμως το κακό δεν σταματά εδώ. Χρησιμοποιούν αυτές τις
εσφαλμένες και άστοχες μεταφράσεις και προχωρούν σε μια
άδική και παράλογη κατασυκοφάντηση χωρίς διάκριση.
Ας δούμε αναλυτικά το πώς, διαβάζοντας τη
συνέχεια του άρθρου «Περί Άδου» των Μαρτύρων του Ιεχωβά που
κατά γράμμα έχει ως εξής:
«Εντούτοις, και στο λεγόμενο
χριστιανικό κόσμο και σε πολλές μη χριστιανικές θρησκείες
διδάσκεται ότι ο Άδης είναι ένας τόπος όπου κατοικούν
δαίμονες και όπου οι κακοί μετά θάνατο τιμωρούνται και
μερικοί πιστεύουν ότι αυτό γίνεται με βασανισμό».
Όπως παρατηρούμε και στο σημείο αυτό, και
σε άμεση συνέχεια του τίτλου «Άδης (Κόλαση)», οι Μάρτυρες
του Ιεχωβά κατηγορούν ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο
αδιακρίτως και βεβαίως και την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία
στους πιστούς της οποίας κατά κύριο λόγο το βιβλιάριο αυτό
απευθύνεται, ότι δήθεν θεωρούν τον Άδη ισοδύναμο με την
Κόλαση και ότι δήθεν είναι ο τόπος της κατοικίας των
δαιμόνων και των ψυχών των κακών. Αυτό σαφέστατα αποτελεί
κατάφορη συκοφαντία εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η
οποία ποτέ δεν ταύτισε τον Άδη με την Κόλαση και ποτέ δεν
χαρακτήρισε ως τον τόπο της κατοικίας των δαιμόνων, όπως και
στη συνέχεια θα δούμε αναλυτικά.
Γιατί όμως άραγε το κάνουν αυτό; Γιατί
μια παρανόηση δική τους, και η οποία προέρχεται από τη
γλωσσική τους σύγχυση, την φορτώνουν στην Χριστιανική
Εκκλησία κατασυκοφαντώντας την; Η απάντηση και εδώ είναι
απλή και έχει δύο σκέλη: Το πρώτο είναι η άγνοια και το
δεύτερο ο δόλος. Πιστεύουμε –όχι επιπόλαια και χωρίς
αποδείξεις- ότι και τα δύο υφίστανται στην προκειμένη
περίπτωση. Και το μεν πρώτο, δηλαδή η άγνοια κατά ανάγκη
συντρέχει, διότι οι άνθρωποι των Μαρτύρων του Ιεχωβά που
είναι υπεύθυνοι για το συγγραφικό έργο της εταιρείας Σκοπιά
και που βρίσκονται στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, ούτε
πρόσβαση και άμεση γνώση έχουν της Ορθόδοξης Χριστιανικής
Εκκλησίας, αλλά περιορίζονται σε συγγράμματα αλλόδοξων
κριτικών περί αυτής ούτε ευρύτερες και βαθύτερες θεολογικές
ή έστω γλωσσολογικές γνώσεις διαθέτουν στην πλειοψηφία τους,
ώστε να προσεγγίσουν έγκυρα και αντικειμενικά ένα τέτοιο
ζήτημα. Εύλογα βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος.
Πράγματι μπορεί να έχουν άγνοια της γλώσσα και της
Ορθοδοξίας οι Αμερικανοί ηγέτες και συγγραφείς των Μαρτύρων
του Ιεχωβά. Οι Έλληνες όμως οπαδοί και μεταφραστές τους, πώς
τα ανέχονται και τα υποστηρίζουν αυτά;
Όσο για το ζήτημα του δόλου, έχουμε δει
αρκετά παραδείγματα σε προηγούμενες εκπομπές, όπου δεν
διστάζουν να αλλοιώνουν άμεσα και οφθαλμοφανώς ακόμα και
το
ίδιο το κείμενο της Αγίας Γραφής, προκειμένου να προωθήσουν
τις δογματικές τους θέσεις ή να καλύψουν τα δογματικά τους
σφάλματα και αντιφάσεις. Ύστερα από αυτά τα γενικά σχόλια
που κάναμε με αφορμή το κείμενο αυτό που διαβάσαμε από το
βιβλιάριο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ας επανέλθουμε στο ζήτημα
του Άδου για να εξετάσουμε τις ιδεολογικές θέσεις τους πάνω
σε αυτό. Παραθέτουμε πάλι κατά λέξη το τμήμα εκείνο που
περιέχει τις απόψεις τους για τον Άδη:
«Η εβραϊκή λέξη «σιεόλ» και η ελληνική
ισοδύναμη της «Άδης», οι οποίες αναφέρονται όχι σε ένα
συγκεκριμένο τόπο ταφής, αλλά στον κοινό τάφο του νεκρού
ανθρωπίνου γένους».
5. Η παραπλάνηση με τον ορισμό
Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε μια
πάγια τακτική που χρησιμοποιούν μονίμως οι Μάρτυρες του
Ιεχωβά, για να παραπλανούν τους οπαδούς τους, αλλά και όλους
όσους διαβάζουν τα έντυπά τους. Είναι φανερό όπως και
άλλωστε οι ίδιοι το δηλώνουν στον τίτλο της παραγράφου που
παραθέσαμε, ότι παρουσιάζουν δήθεν στον αναγνώστη, τον
επιστημονικό ορισμό της λέξης Άδης, ότι είναι ο κοινός τάφος
του νεκρού ανθρώπινου γένους. Αποκρύπτουν εσκεμμένα το
γεγονός, ότι αυτό δεν είναι επιστημονικός ορισμός του Άδου,
αλλά μονάχα η δική τους ερμηνεία, την οποία μάλιστα δεν
υποστηρίζει και δεν προωθεί κανένα σοβαρό λεξικό και κανείς
σχετικός επιστήμονας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Με άλλα λόγια θρασύτατα και χωρίς κανένα
ενδοιασμό ντύνουν τις ακραίες και ατεκμηρίωτες και
ανυπόστατες ερμηνείες τους με ένα πλαστό κάλυμμα δήθεν
αντικειμενικότητας και επιστημονικότητας, μόνο και μόνο για
να πείσουν τους αδαείς και αφελείς αναγνώστες τους για την
βαρύτητα και ορθότητα των θέσεων τους. Αυτό στη γλώσσα μας
λέγεται απάτη. Γιατί άραγε δεν παραθέτουν έστω και μια
επίσημη επιστημονική πηγή, από όπου άντλησαν αυτόν τον
ορισμό της λέξης «Άδης», τη στιγμή μάλιστα που κάνουν σωρεία
παραθέσεων για άλλα πολύ πιο ασήμαντα θέματα στο ίδιο
κεφάλαιο; Γιατί δεν μας λένε πού τον βρήκαν αυτόν τον ορισμό
ή ποιο λεξικό τον υποστηρίζει; Απλούστατα, διότι είναι
αποκλειστικά και μόνον δικό τους εφεύρημα και κανείς άλλος
σοβαρός γνώστης της ιστορίας της γλώσσας δεν τον
υποστηρίζει.
6. Αναίρεση του παραπλανητικού ορισμού
Ας προχωρήσουμε όμως, λίγο βαθύτερα στην
ουσία τού κατ’ επίφαση ορισμού του Άδου κατά τους Μάρτυρες
του Ιεχωβά, ότι δήθεν είναι ο κοινός τάφος του νεκρού
ανθρώπινου γένους. Τι άραγε εννοούν είναι με αυτό που
ονομάζουν όρο κοινό τάφο; Τον ομαδικό τάφο; Μα κάτι τέτοιο
είναι εντελώς παράλογο και αδιανόητο, μιας και δεν έχει
υπάρχει κοινός τάφος, δηλαδή κοινός τόπος ταφής όλων των
νεκρών του ανθρωπίνου γένους από την εποχή του Αδάμ μέχρι
και σήμερα. Γνωρίζουμε ομαδικούς τάφους, στους οποίου
θάπτονται τριάντα, πενήντα, εκατό ή και περισσότεροι νεκροί
ιδίως κατά την περίοδο πολέμων, αλλά ένας κοινός τάφος για
όλους τους ανθρώπους δεν υπάρχει και είναι έξω από κάθε
φαντασία και λογική.
Εάν όμως με τη φράση «κοινός τάφος» δεν
εννοούν ένα κοινό τόπο ταφής, τότε τι λοιπόν εννοούν;
Προφανώς, θέλουν να χαρακτηρίσουν τον Άδη σαν ένα αφηρημένο
τόπο, όπου οδηγούνται οι νεκροί του ανθρώπινου γένους, όπως
λένε, αλλά αυτόν τον τόπο θέλουν να τον απογυμνώσουν από
κάθε μεταφυσική έννοια. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει
να χαρακτηρίζουν τον Άδη σαν τόπο συγκεντρώσεως των
ανθρωπίνων ψυχών, που αναχωρούν από τα σώματά τους. Κι αυτό
διότι οι ίδιοι αρνούνται με πείσμα την ύπαρξη νοεράς
πνευματικής ψυχής, που εγκαταλείπει το σώμα κατά τον θάνατο.
Τι άραγε περιέχει ο Άδης κατά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά;
Αυτός ο κοινός τάφος του νεκρού ανθρώπινου γένους, όπως οι
ίδιοι τον ορίζουν; Άραγε περιέχει τα σώματα των νεκρών
ανθρώπων; Μα κάτι τέτοιο είναι μεγάλη ανοησία και να το
διανοηθούμε, μιας και αυτά βρίσκονται σε διαφορετικούς
τάφους θαμμένα, όσα έχουν ταφεί, διότι πολλά δεν έχουν καν
ταφεί, αλλά έχουν για παράδειγμα καεί, κατασπαραχθεί από
θηρία κτλ.
Τότε λοιπόν, ο Άδης μήπως περιέχει τις
ψυχές των νεκρών ανθρώπων; Όμως αυτό είναι εκείνο που με
σθένος αρνούνται. Για αυτό και στον κατ’ επίφαση ορισμό
τους, δεν χρησιμοποιούν τη φράση «τόπος των νεκρών» ή
«βασίλειο των νεκρών» ή εν πάση περιπτώσει κάποια
αντίστοιχη για να περιγράψουν τον χώρο όπου βρίσκονται οι
νεκροί, έστω και αν αυτές χρησιμοποιούνται πράγματι από
διάφορα λεξικά κάτω από τον ορισμό του Άδου. Ο λόγος είναι
απλός και ο ίδιος όπως και προηγουμένως. Αυτές οι φράσεις ή
δηλώνουν φανερά και άμεσα ή έμμεσα και αλληγορικά ότι οι
προσωπικότητες των νεκρών εξακολουθούν και υφίστανται σε
κάποιο άλλο χώρο, σε κάποια άλλη διάσταση και επομένως δεν
εξαφανίζονται και εκμηδενίζονται, όπως υποστηρίζουν με πάθος
οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για αυτό άλλωστε και χρησιμοποιούν
τη λέξη τάφος για να περιγράψουν τον Άδη. Μια λέξη που δεν
επιδέχεται αλληγορικές ερμηνείες και δηλώνει το συγκεκριμένο
τόπο που δέχεται το νεκρό ανθρώπινο σώμα. Είναι φανερό,
λοιπόν, πως με τον ορισμό που δίνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά
για τον Άδη, οδηγούνται σε ολοκληρωτικό αδιέξοδο.
Επιπρόσθετα, αυτή η διατύπωση του ορισμού
του Άδη από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά αν μη τι άλλο,
φανερώνει τη γλωσσική άγνοια και την αδυναμία εκφράσεως που
τους διακρίνει στη διατύπωση έστω και των εσφαλμένων τους
θέσεων. Εντούτοις, οι οπαδοί τους έχουν υποστεί τέτοια πλύση
εγκεφάλου και τέτοια συστηματική καλλιέργεια ενός συστήματος
υπεροψίας και αλαζονείας, ότι δήθεν αυτοί κατέχουν την
απόλυτη και ολοκληρωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση
της αλήθειας, ώστε όχι μόνο δε δέχονται να ακούσουν έστω και
από ενδιαφέρον μια αντίθετη άποψη, αλλά με τόλμη και θράσος
πολλές φορές και με ύφος ειδήμονος και επαΐοντος δεν
διστάζουν να διδάσκουν και να κηρύττουν δημόσια αυτές και
άλλες παρόμοιες ανοησίες, όπως το ότι ο Άδης είναι ο κοινός
τάφος όλων των νεκρών. Και ενώ στερούνται παντελώς
οποιουδήποτε λογικού περιεχομένου, να τις παρουσιάζουν ως
τις πλέον ουσιαστικές και βαθυστόχαστες σοφίες, αλλά και
σωτηριώδεις αλήθειες. Ας καταβάλουμε, όμως, μια ακόμη
προσπάθεια να κατανοήσουμε τι προσπαθούν να μας πουν οι
Μάρτυρες του Ιεχωβά με αυτόν τον –κενό σε περιεχόμενο και
ατυχή- ορισμό που δίνουν στη λέξη Άδης.
Όπως και προηγούμενα τονίσαμε, οι
Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν δέχονται επουδενί την ύπαρξη νοεράς
και ενσυνείδητης ψυχής, η οποία αποχωρίζεται το σώμα, στο
οποίο κατοικεί, όταν ο άνθρωπος πεθαίνει. Επειδή λοιπόν, ο
Άδης χαρακτηρίζεται εμφανώς στην Αγία Γραφή, αλλά και
γενικότερα ως ο τόπος της κατοικίας των νεκρών ή με άλλα
λόγια το βασίλειο των νεκρών μέχρι την Ανάσταση, δηλαδή
μέχρι τότε που οι νεκροί θα αναστηθούν πάλι με τα σώματά
τους, είναι φανερό πως η αποδοχή μιας τέτοιας θεώρησης του
Άδου από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, εκθέτει ανεπανόρθωτα την
περί ψυχής θεωρία τους. Διότι είναι αδιανόητο οι ανύπαρκτες,
όπως λένε, ψυχές των ανθρώπων μετά θάνατον να υπάρχουν κάπου.
Και πώς είναι δυνατό, αφού ο άνθρωπος ως πρόσωπο, κατά τους
ισχυρισμούς τους, εξαφανίζεται κατά το θάνατο, ταυτόχρονα να
υπάρχει σε έναν τόπο που καλείται Άδης και να περιμένει την
ανάστασή του;
Για να αποφύγουν, λοιπόν, αυτήν την
φανερή και ανυπέρβλητη κακοτοπιά, προτίμησαν να έρθουν
αντιμέτωποι με κάθε θεολογικό, ιστορικό ή γλωσσικό
προηγούμενο, να αλλοιώσουν πλήρως την έννοια του Άδου και να
βαφτίσουν την απογυμνωμένη από κάθε μεταφυσική έννοια
σημασία του, ως ορισμό. Παρατηρούμε σαφέστατα πως δε
διστάζουν να ανατρέψουν τα πάντα, ως και τη σημασία βασικών,
πασίγνωστων και ξεκάθαρων εννοιών, προκειμένου να μην
αλλάξουν την εσφαλμένη δογματική τους τοποθέτηση.
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι εκείνο που τους
ενδιαφέρει δεν είναι η κατανόηση των διδασκαλιών της Βίβλου
και η άνευ όρων συμμόρφωση και εφαρμογή τους, αλλά μάλλον η
προώθηση των έστω και εσφαλμένων δογμάτων τους με κάθε μέσο,
έστω και αν αυτό απαιτεί την αλλοίωση και διαστρέβλωση και
παραχάραξη της ιστορίας, της γλώσσας, ακόμα και αυτού του
λόγου του Θεού. Αυτό βέβαια δεν αφορά όλους τους Μάρτυρες
του Ιεχωβά, αλλά μόνον εκείνους που είναι υπεύθυνοι της
κατασκευής και προώθησης τέτοιων κακοδοξιών, στο βαθμό που ο
καθένας τους συμμετέχει σε αυτό.
7. Η απάτη αναίρεσης ψευδών θέσεων στη θέση
της αληθινής
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, για να
οδηγήσουν τους αναγνώστες των βιβλίων τους στην αποδοχή
αυτού του αλλοπρόσαλλου και παράλογου ορισμού περί Άδου,
εκτός από τη διαστρέβλωση ή παρερμηνεία ορισμένων χωρίων της
Αγίας Γραφής που χρησιμοποιούν για αυτόν τον σκοπό,
κατασκευάζουν επιδέξια και ένα άλλοθι. Αυτό το άλλοθι είναι
η σύγχυση που έχει πάνω στο ζήτημα αυτό ο αντίποδας, κυρίως
προτεσταντικές ομολογίες που έχουν υιοθετήσει και
προεκτείνει κακοδοξίες περί Άδου του παπισμού. Αφού λοιπόν,
παρουσιάσουν στον αναγνώστη την απαράδεκτη και εσφαλμένη
θέση ορισμένων, ότι ο Άδης ταυτίζεται με την κόλαση και αφού
την γενικεύσουν, ώστε η κατηγορία να συμπεριλάβει ολόκληρο
τον χριστιανικό κόσμο, αμέσως μετά προτείνουν τη δική τους
δογματική άποψη περί Άδου, την οποία και θριαμβευτικά
επιδεικνύουν ως τη μόνη φωτεινή εξαίρεση, αλλά και
ταυτόχρονα τη μοναδική επιστημονικά τεκμηριωμένη.
Πιστεύουμε ότι βάζοντας τα
πράγματα στη σειρά και εξετάζοντας τα ένα προς ένα,
βοηθήσαμε στο να αφαιρεθεί το πέπλο της απάτης, με το οποίο
περίτεχνα συνεχίζουν να ντύνουν τις κακοδοξίες τους οι
Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Έρευνα
- ομιλία: Μιχάλης Μαυροφοράκης