Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Ιωάννης Πλεξίδας: H ανθρωπολογία του κακού του Γρηγορίου Νύσσης,


H ανθρωπολογία του κακού - Μια ανάγνωση του Γρηγορίου Νύσσης, φιλοσοφία, Ιωάννης Πλεξίδας, Εκδόσεις Λογείον 2013

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε όλη τη χώρα στις 20 Νοεμβρίου 2013

Ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖται μόνο ὡς ἔνσαρκη, ἐνδόκοσμη παρουσία. Τὸ σῶμα εἶναι ἡ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Τὸ νὰ ὑπάρχω ὡς ἄνθρωπος σημαίνει ὅτι πάντοτε ὑφίσταμαι σωματικά. Τὰ σωματικὰ ἐκφραστικὰ συμπτώματα, ἡ σωματικὴ λεκτικὴ συμπεριφορά, εἶναι αὐτὴ ποὺ καθιστᾶ δυνατὴ τὴ συνάντηση μὲ τὴν ἑτερότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ ἔνσαρκη ὑποκειμενικότητα εἶναι τὸ μέσο γιὰ τὴν πρόσβαση στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄλλον, ἡ μοναδικὴ δυνατότητα τῆς ὕπαρξής μου - τὸ σημεῖο μηδέν, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Husserl. Τὸ ἐδῶ τῆς ὕπαρξης, δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ σώματος στὸν κόσμο. Τὸ σῶμα δὲν εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι ξένο πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, καθὼς εἶναι πάντοτε παρὸν καὶ ἡ ἀπουσία του εἶναι ἀδιανόητη, δεδομένου ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὑπάρξουμε καὶ νὰ ἐνεργήσουμε χωρὶς σῶμα. Ὑπάρχω, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχω σῶμα. Ὡστόσο, ἡ ἔννοια τῆς κατοχῆς τοῦ σώματος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἐσφαλμένες κρίσεις σχετι¬κὰ μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῶν βυζαντινῶν γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σωματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σῶμα ὅπως ἔχει ἕνα αὐτοκίνητο ἢ ἕνα σπίτι. Τὸ σῶμα δὲν ὑπάρχει ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ κανένα ἀντικείμενο τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὴ σχέση ποὺ ἔχει μὲ τὸ σῶμα του. Ἡ ἀπώλεια ἑνὸς μέλους τοῦ ἀνθρώπινου σώματος θὰ σήμαινε τὴν ἀλλοίωση καὶ τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς ἀνθρώπινης ὁλότητας. Ἡ ἀπώλεια ἑνὸς χεριοῦ, γιὰ παράδειγμα, ἀποτελεῖ συνθήκη ἱκανὴ καὶ ἀναγκαία γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῆς σύνολης δομῆς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἐὰν χάσω κάποιο μέλος τοῦ σώματός μου, δὲν εἶμαι πλέον ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τόσο ψυχικὰ ὅσο καὶ σωματικά. Αὐτὴ ἡ στενὴ συνάφεια τοῦ ψυχικοῦ μὲ τὸ σωματικὸ στοιχεῖο γίνεται ἰδιαίτερα αἰσθητὴ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἀσθενῶν ποὺ ἔχουν χάσει κάποιο μέλος τοῦ σώματός τους. Σὲ αὐτὲς τὶς περι-πτώσεις, οἱ ἀσθενεῖς δὲν ἀποδέχονται τὴν ἀπώλεια τοῦ χαμένου μέλους καὶ προσπαθοῦν νὰ περπατήσουν μὲ τὸ ἀκρωτηριασμένο πόδι ἢ προσπαθοῦν νὰ πιάσουν κάποιο ἀντικείμενο μὲ τὸ κομμένο χέρι. Σὲ κάποιες περιπτώσεις νιώθουν πόνο καὶ ἐνόχληση στὸ ἀκρωτηριασμένο μέλος. Ἡ κατάσταση αὐτὴ, ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ ὡς μέλος φάντασμα [phantom limb effect], καθιστὰ σαφὲς ὅτι ὀφείλουμε νὰ ξανασκεφτοῦμε τὴ σχέση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, ἀκυρώνοντας τὴν ὅποια δυαλιστική, συγκρουσιακὴ προσέγγιση ποὺ προϋποθέτει και συγχρόνως νοηματοδοτεῖ τὸν ἐξαντικειμενισμὸ τοῦ σώματος, τὴν κατανόησή του ὡς ἀντικειμένου, ὡς ἑνὸς ἀκόμη ἀντικειμένου σὰν τὰ ὑπόλοιπα ἀντικείμενα τοῦ κόσμου. Ἡ σχέση, ἐξάλλου, τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ σῶμα του εἶναι σχέση καθαρῆς ἐσωτερικότητας, δεδομένου ὅτι τὸ σῶμα εἶναι πάντοτε τὸ δικό μου σῶμα, μὲ ἕναν τρόπο μοναδικό. Ὅλα τὰ ἄλλα ἀντικείμενα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ γίνονται γνωστὰ μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα, καθὼς τὸ σῶμα εἶναι ἡ συνθήκη δυνατότητας τοῦ πράγματος , εἶναι πάντοτε ξένα ὡς πρὸς ἐμένα. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, κολλήσει ἕνα ἀντικείμενο στὸν λαιμό μας, ὅταν βρεθεῖ, δηλαδή, ἐντὸς τοῦ σώματός μας, ἐξακολουθεῖ νὰ χαρακτηρίζεται ὡς ξένο. Σύμφωνα μὲ ὅσα προαναφέρθηκαν καθίσταται σαφὲς ὅτι τὸ σῶμα δὲν ὑφίσταται ὡς καθαρὴ συνθήκη ἐξωτερικότητας, ὡς διαφορετικὸ τῆς ψυχῆς καὶ ξένο πρὸς αὐτή. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀνήκει στὸ Εἶναι  τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σῶμα καὶ ψυχὴ μαζί. Ἡ σύγκραση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα δὲν εἶναι ἕνας συγχρωτισμὸς δύο ἀμοιβαίων, ἐξωτερικῶν ὅρων, ἑνὸς ὑποκειμένου (ψυχὴ) καὶ ἑνὸς ἀντικειμένου (σῶμα), ποὺ συνυπάρχουν ἀπὸ κάποια αὐθαίρετη ἀπόφαση, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται, κάθε στιγμή, στὴν κίνηση τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἄρνηση εἴτε τοῦ σώματος εἴτε τοῦ πνεύματος, σημαίνει τὴν ἄρνηση ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θετικὴ αὐτὴ στάση τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, καὶ εἰδικότερα τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἑδράζεται σὲ ἕναν παραλογισμὸ γιὰ τὸν κοινὸ νοῦ, τὴ σωματικὴ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ βυζαντινὴ φιλοσωματία, ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ὑλικὴ ἔκφρα-ση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, εἶχε μάλιστα ὡς συνέπεια νὰ κατηγορηθοῦν οἱ χριστιανοὶ ὡς γένος ὑλιστικὸ καὶ φιλοσώματο. Τὸ σῶμα, στὴ σκέψη τῶν χριστιανῶν συγγραφέων, ἀνατιμᾶται καὶ ἀξιολογεῖται θετικά, ἐπειδὴ εἶναι καὶ αὐτὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.

Η ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΗΝ ΔΙΔΑΧΗΝ


          Ἡ μελέτη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κκ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ εἰς τόν ἐκδοθησόμενον Τιμητικόν Τόμον ἐπί τῇ 10ετηρίδι τῆς Ἀρχιεπισκοπείας τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κυρίου κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ὑπό τόν τίτλον : «Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία κατά τήν Ἁγιοπατερικήν διδαχήν».
Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία
κατά τήν Ἁγιοπατερικήν διδαχήν.
         Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία, διακρινομένη σαφῶς καί προδήλως τῆς θύραθεν σοφίας καί φιλοσοφίας, ἄλλο τι οὖσα καί πρεσβεύουσα, «ἠθῶν κατάστασίς ἐστιν μετά δόξης τῆς περί τοῦ Ὄντος γνώσεως ἀληθοῦς»,¹  κατά τόν Ὅσιον Νεῖλον τόν Ἀσκητήν καί Σιναΐτην.
         Τῆς ἀληθοῦς ταύτης φιλοσοφίας «ἀπεσφάλησαν ἄμφω, Ἰουδαῖοι καί Ἕλληνες, τήν ἀπ' οὐρανοῦ παραγενομένην Σοφίαν παραιτησάμενοι, χωρίς  Χριστοῦ,  φιλοσοφεῖν  ἐπιχειρήσαντες,   τοῦ   μόνου  παραδείξαντος  ἔργῳ καί λόγῳ τήν  ἀληθῆ    Φιλοσοφίαν».²
         Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐχάραξε, κατά τήν διδαχήν τοῦ Σιναΐτου αὐτοῦ Ὁσίου Πατρός, εἰς τόν παρόντα βίον τήν ὁδόν τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας, ἀφοῦ ἐνέδειξε διά τῆς θεοπρεποῦς καί τελείας βιοτῆς καί πολιτείας αὐτοῦ τήν καθαράν πολιτείαν, καί πάντοτε ἐθεώρει τήν ζωήν ἀνωτέραν τῶν παθῶν τοῦ σώματος. Ἐν τέλει, ὅμως, καί αὐτῆς τῆς ζωῆς κατεφρόνησε, ὅταν «ἡ παρ' αὐτοῦ  οἰκονομουμένη σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀπῄτει τόν θάνατον». Δι' αὐτῶν ἐδίδασκε ὅτι «δεῖ τόν φιλοσοφεῖν ὀρθῶς προαιρούμενον, ἀρνήσασθαι μέν πάντα τά ἡδέα τοῦ βίου, πόνων δέ καί παθῶν εὖ μάλα ἐπικρατεῖν, καταφρονοῦντα τοῦ σώματος˙ ἔχειν δέ μηδέ τήν ψυχήν (ζωήν) τιμίαν, ἀλλά καί ταύτην προθύμως προέσθαι, ὅταν δι' ἀρετῆς ἐπίδειξιν, ταύτην ἀποθέσθαι δέοι».³
         Ἐντεῦθεν, διεξάγοντες κατά τό δυνατόν καί φωτίζοντες τό ὑπό ἀνάπτυξιν ὕψιστον καί μέγιστον θέμα τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας θά ὑποτάξωμεν τό εἰς τάς χεῖρας μας σχετικόν ὑλικόν εἰς τέσσαρα κεφάλαια : α) Ὁρισμός καί ἔννοια τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας β) Φιλοσοφία ἡ ἄνωθεν καί θεία καί οἱ κατά Χριστόν φιλόσοφοι γ) Σκοπός τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας καί δ) Φιλοσοφίας τῆς ἀληθοῦς κατόρθωμα καί πλοῦτος.
α) Ὁρισμός, ἔννοια καί νόημα τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας
         Τόν ὁρισμόν τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ ὅτι «ἠθῶν κατάστασίς ἐστιν μετά δόξης τῆς περί τοῦ Ὄντος γνώσεως ἀληθοῦς» προσεπιβεβαιοῖ καί ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης εἰς τό ποιητικόν ἔργον αὐτοῦ «Ἀλφαβηταλφάβητος»,  καί μάλιστα εἰς τό ὑπό τόν τίτλον «Καί ποταπήν καί ἀληθῆ φαμέν φιλοσοφίαν» ποίημα, ἐπικαλούμενος τήν γνώμην ἀρχαιοτέρου ἁγίου Πατρός, ἀποκαλοῦντος τήν φιλοσοφίαν «ἠθῶν κατόρθωσιν».
         Ὁ αὐτός Ὅσιος Πατήρ, ἀναφερόμενος εἰς τούς «ἀληθῶς σοφούς τούς ὄντας φιλοσόφους», τούς χαρακτηρίζει ὡς «τούς φιλουμένους τῷ Θεῷ τῷ μόνῳ σοφωτάτῳ, καί τοῦτον πάλιν ἐκ ψυχῆς γνησίως ἀγαπῶντας»,⁵ εἰς αὐτούς μόνον ἀποδίδων τήν προσηγορίαν τῶν ἀληθῶς σοφῶν καί ὄντως φιλοσόφων. Ἡ σοφία παρ' ὅτι τυγχάνει πολυώνυμος, ὅμως ἀναγωγικῶς εἰς ἕν καταλήγει· εἰς τό «φιλοσοφεῖν πρός τό φιλεῖν σοφίαν· σοφίαν ἐνυπόστατον συνοῦσαν ἀϊδίως Πατρί τε καί τῷ Πνεύματι», δηλ. εἰς τήν ἔνθεον ἀγάπην καί φιλίαν πρός τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν «δι' ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν Οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα».⁶ Τότε μόνον ὁ πιστός ἄνθρωπος χρηματίζει «ἀπλανής ἐπί φιλοσοφίᾳ, φιλίαν τήν πρός τοῦτον γάρ (τόν Ἰησοῦν Χριστόν) φασί φιλοσοφία· οὗτος καί γάρ ἡ τοῦ παντός συνεκτική σοφία».⁷ Διότι, προσθέτει, ἴδιον τῆς ὄντως σοφίας εἶναι ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό τόν κόσμον τῆς ἁμαρτίας, «τό πᾶσιν ἀποτάττεσθαι τοῖς πράγμασι τοῖς κάτω, καί γίνεσθαι μετά Θεοῦ καί τούτῳ συνυπάρχειν».
         Μνημονεύων ὁ Ὅσιος Μελέτιος καί ἄλλων ὁρισμῶν ἁγίων καί θαυμαστῶν Πατέρων γράφει: «φιλοσοφία πέφυκεν ἐπαινετέος βίος, κεκαθαρμένος τῷ Θεῷ, Χριστῷ λελαμπρυσμένος», «τήν φιλοσοφίαν εἶναι ἐγκράτειαν ἁπάντων, κατά σκοπόν θεοφιλῆ καί θείαν εὐταξίαν», «φιλοσοφία ἐστί τῷ κόσμῳ νεκρωθῆναι», «σοφίαν αὐτοδίδακτον εἶναι τήν πενίαν καί ταύτην αὐτοπαίδευτον φιλοσοφίαν», «σοφίαν εἶναι τήν μνήμην τοῦ θανάτου, τό μελετᾶν καί φιλοσοφεῖν τόν θάνατον», «τήν ἡσυχίαν ἄκρον φιλοσοφίας εἶναι», «τήν μνήμην Ἰησοῦ σύν προσευχῇ καί νήψει, ἐξ αἰσθητῶν καί νοητῶν χειλέων λαλουμένην», «τήν ἐγκράτειαν χειλέων καί βρωμάτων καί λογισμῶν παντοδαπῶν», «τήν σιωπήν, κατά τό γεγραμμένον, καί τότε σύμπας συνιών εἰς τέλος σιωπήσει» καί τέλος «ὡς ἀκρότατον φιλοσοφίας ὅρον τό νῆψιν ἔχειν ὁλικήν κἀπί τοῖς ἐλαχίστοις, τοῦτο γάρ εὕρεσις ὁδοῦ τῆς ἀναπεπαυμένης».
         Θεοδώρητος ὁ Κύρου εἰς τήν «Φιλόθεον Ἱστορίαν» αὐτοῦ, καί συγκεκριμένως εἰς τόν «Λόγον περί τῆς θείας καί ἁγίας ἀγάπης», συζευγνύμενος τήν φιλοσοφίαν μετά τῆς ἀρετῆς καί διατεινόμενος ὅτι «ἀρετή καί φιλοσοφία, μόνη μένει ἀγαθῶν», ἐπιλέγει ὅτι ὕλη τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ περί τόν Θεόν ἀγάπη. Διότι «ἀδύνατον (ἐστί) κατορθῶσαι φιλοσοφίαν τόν μή θερμόν τοῦ Θεοῦ γενόμενον ἐραστήν· μᾶλλον δέ αὐτό τοῦτο φιλοσοφία καλεῖται. Σοφία γάρ ὁ Θεός καί ἔστι καί καλεῖται ... Ὁ τοίνυν τῷ ὄντι φιλόσοφος, καί φιλόθεος ἄν εἰκότως καλοῖτο».¹⁰
         Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία καλλιεργεῖται καί αὐξάνεται ἐν ὑπομονῇ· «ὅπερ ἄν ὑπομένων φιλοσοφήσῃς, τούτου τόν καρπόν κατά τόν καιρόν τῆς εὐχῆς εὑρήσεις».¹¹ Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διδάσκει ὅτι τό «φιλοσοφεῖν ὅσῳ μέγιστον, τοσούτῳ καί χαλεπώτατον καί οὐ πολλῶν τό ἐγχείρημα, οὐδ' ἄλλων ἤ τῶν ὑπό τῆς θείας προσκεκλημένων μεγαλονοίας, ἤ τοῖς προῃρημένοις καλῶς χεῖρα δίδωσιν».¹² Ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἀποκαλεῖ τήν φιλοσοφίαν ἰατρικήν τῶν ψυχῶν, «δι' ἧς παντός πάθους τοῦ τῆς ψυχῆς ἁπτομένου τήν θεραπείαν μανθάνομεν» καί εἰς τά θέματα τῆς ὁποίας μυούμεθα ὑπό πνευματικῶς ἐμπείρου προσώπου «διά μακρᾶς τε καί πολλῆς τῆς πείρας κτησαμένου τήν ἕξιν»¹³ καί «ἐν μέσῳ θανάτου καί ζωῆς ἑστῶτος καί τό ἑκατέρωθεν χρήσιμον εἰς φιλοσοφίαν αἱρουμένου».¹⁴
         Ὁ προμνησθείς ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς Θεοδώρητος ὁ Κύρου εἰς τήν «Φιλόθεον Ἱστορίαν» χαρακτηρίζει ὡς φροντιστήρια τῆς ἐνθέου φιλοσοφίας τά  ἱερά Μοναστήρια, «τάς τῆς εὐσεβείας παλαίστρας»· «μυρία δέ τοιαῦτα καί ἀριθμόν νικῶντα φιλοσοφίας ἐστί φροντιστήρια, οὐκ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ δέ μόνον, ἀλλά καί κατά πᾶσαν τήν Ἕω. Πλήρης δέ τούτων καί Παλαιστίνη, καί Αἴγυπτος, καί Ἀσία, καί Πόντος καί Εὐρώπη πᾶσα».¹⁵ Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικῶς ὅτι τό νά κατοικοῦν εἰς τήν γῆν μερικοί ἄνθρωποι καί νά ὑπόκεινται εἰς τούς νόμους τῆς θνητῆς φύσεως κατ'  ἀνάγκην καί νά δυνηθοῦν νά πλησιάσουν πρός τήν ἀρετήν, πόση ἆρά γε ἀνδρεία καί πόση φιλοσοφία ἀπαιτεῖται.¹⁶
         Ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης τήν μοναχικήν πολιτείαν καί μονότροπον βιοτήν ἀπεκάλει μοναχικήν φιλοσοφίαν, τήν ὁποίαν καί προσδιορίζει ὡς ἀκολούθως· «Οἱ μέν ἅγιοι  τῆς  μοναχικῆς  φιλοσοφίας   κορυφαῖοι καί ἡγεμόνες , ἐκ τῶν ἄθλων καί ἀγώνων ὧν ἐτέλεσαν, καί τάς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῖς πράγμασι πρός νουθεσίαν ἡμῶν καί μάθησιν ἔθεντο, ἀποταγήν τήν τῆς ὕλης ἀναχώρησιν, καί ὑποταγήν τήν εὐπείθειαν καλέσαντες».¹⁷
         Θεοδώρητος ὁ Κύρου, ὡσαύτως, χαρακτηρίζει ὡς «τήν ἄκραν φιλοσοφίαν»  τήν ἔνθεον καί ἔνζηλον μοναχικήν ἀφιέρωσιν καί ἄσκησιν γράφων ὅτι ὁ ἀσκητής Ἰουλιανός «τοσοῦτον ἐδέξατο φίλτρου πυρσόν, ὡς μεθύειν τῷ πόθῳ, καί μηδέν ὁρᾶν τῶν γηΐνων, μόνον δέ τόν ἐρώμενον καί νύκτωρ ὀνειροπολεῖν, καί μεθ' ἡμέραν φαντάζεσθαι».¹⁸ Ἀναφερόμενος εἰς τήν ἀσκητικήν διαγωγήν τοῦ ἐρημίτου Εὐσεβίου λέγει ὅτι : «Πολλούς δέ καί ἄλλους ἐραστάς τῆς   φιλοσοφίας ταύτης καί ζηλωτάς ἐπ' ἐκείνῃ τῇ καλύβῃ γεγεννημένους τεθέαμαι, τούς μέν ἐν ἀκμῇ τοῦ σώματος, τούς δέ καί ἐν γήρᾳ βαθεῖ· πλείονα γάρ ἤ ἐνενήκοντα ἔτη διαβιώσαντες ἄνθρωποι, τόν ἐπίπονον βίον καταλιπεῖν οὐκ ἠθέλησαν, ἀλλά τοῖς τῆς νεότητος ἱδρῶσι διέπρεπον, παννύχιοι μέν καί πανημέριοι τόν Θεόν ἀντιβολοῦντες ...».¹⁹ Καί βάρβαροι ἐπιδρομεῖς καί λῃσταί, οἱ ὁποῖοι ἐλῄστευον καί κατέκαιον τά  πάντα τήν τοῦ ἀσκητοῦ Θεοδοσίου  «φιλοσοφίαν   ᾐδέσθησαν, καί ἄρτους μόνους αἰτήσαντες, καί εὐχάς ἐπαγγείλαντες, ἀλώβητον τό ἀσκητικόν ἐκεῖνο κατέλιπον καταγώγιον».²⁰ Ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, ἐλθών εἰς τήν καλύβην τοῦ γηραιοῦ χαρισματούχου ἀσκητοῦ Ἀκεψιμᾶ διά νά τοῦ προσφέρῃ τό «τῆς ἱερωσύνης δῶρον» τόν προσεφώνησε λέγων· «οἶδα, ὦ Πάτερ, καί τῆς σῆς φιλοσοφίας τό ὕψος καί τῆς ἐμῆς πενίας τήν ὑπερβολήν... Δέξαι τοίνυν τῆς ἱερωσύνης τό δῶρον...».²¹ Ὁ ἐρημίτης Μάρων «πόνοις οὐ τοῖς εἰωθόσιν ἐχρήσατο μόνοις, ἀλλά καί ἑτέρους ἐπενόει, τῆς φιλοσοφίας   συναθροίζων τόν πλοῦτον».²²
         Ὁ πολυφίλητος τῶν καιρῶν μας Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως εἰς ἐπιστολήν του πρός τόν Μοναχόν Ἰωάσαφ, ἐγκωμιάζων τήν μοναχικήν πολιτείαν γράφει μεταξύ ἄλλων· «αὕτη εἰς μακαριότητα ἄγει, αὕτη σεμνύνει τόν ἔχοντα ... αὕτη εἰς  φιλοσοφίαν  ἄγει ...».²³ Καί εἰς ἐπιστολήν του πρός τόν Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτην γράφει: «Ὁ Χριστιανισμός ἄγει εἰς τήν ἀληθῆ φιλοσοφίαν ... ἐάν δέ αἱ δοκιμασίαι εἰσι παιδευτήρια πρός φιλοσοφίαν, ἡ δέ φιλοσοφία ἄγει πρός τήν τελειότητα, ἀναγκαῖαι ἄρα αἱ δοκιμασίαι».²⁴
 β) Φιλοσοφία ἡ ἄνωθεν καί θεία καί  οἱ κατά Χριστόν φιλόσοφοι.
         Εἰς τό πρῶτον κεφάλαιον, τό ἀφορῶν εἰς τόν ὁρισμόν, τήν ἔννοιαν καί τό νόημα τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας ἐλέχθησαν πολλά σχετικά πρός τό θέμα τοῦ παρόντος μέρους τοῦ β' κεφαλαίου.
         «Οὐ παντός τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός˙ οὐχ' οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ' ἔστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ' ὅσον»²⁵ τονίζει ἐμφαντικῶς ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὑπογραμμίζων ὅτι ὁ θεολογῶν καί κατά Θεόν φιλοσοφῶν πρέπει νά ἀνήκει εἰς τήν τάξιν τῶν  «διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ» καί τῶν «ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων». Νά σχολάζῃ «ἀπό τῆς ἔξωθεν ἰλύος καί ταραχῆς» καί τό ἡγεμονικόν αὐτοῦ «νά μή συγχέηται τοῖς μοχθηροῖς τύποις καί πλανωμένοις». «Τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν» νά ἀντιμετωπίζεται  «διά σπουδῆς καί οὐχ ὡς ἕν τι τῶν ἄλλων καί τοῦτο φλυαρεῖται ἡδέως, μετά τούς ἱππικούς καί τά θέατρα καί τά ᾄσματα καί τήν γαστέρα καί τά ὑπό γαστέρα». Ὡς πρός τό θέμα : ποῖα πρέπει νά φιλοσοφῶνται καί ἐπί πόσον, ἀπαντᾶ ὁ Ἱερός Πατήρ˙ «ὅσα ἡμῖν ἐφικτά καί ἐφ' ὅσον ἡ τοῦ ἀκούοντος ἕξις ἐφικνεῖται καί δύναμις».²⁶ «Οὐ τό μεμνῆσθαι Θεοῦ κωλύω, λέγει εἰς τήν συνέχειαν ὁ Ναζιανζηνός Θεολόγος, ἀλλά τό θεολογεῖν ἀκαίρως καί ἀμέτρως».²⁷
         Ὁ αὐτός ἅγιος Γρηγόριος ἔλεγεν ὅτι ἦτο ὄργανον θεῖον, λογικόν, πνευματοκίνητον, «ὄργανον καλῷ τεχνίτῃ τῷ Πνεύματι ἁρμοζόμενον καί κρουόμενον. Χθές ἐνήργει τήν σιωπήν; τό μή λέγειν ἐφιλοσόφουν. Σήμερον κρούει τόν νοῦν; ἠχήσω τόν λόγον καί φιλοσοφήσω τό φθέγγεσθαι ... κλείω καί ἀνοίγω τήν ἐμήν θύραν Νῷ καί Λόγῳ καί Πνεύματι, τῇ μιᾷ συμφυΐᾳ  τε καί θεότητι».²⁸
         Ὁμιλῶν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος περί τοῦ μεγάλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀθανασίου ἔλεγεν ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅπως δι' ὅλους τούς ἄλλους ὑπῆρξεν ὁ μεσίτης καί συμφιλιωτής, «οὕτω καί τόν ἐρημικόν βίον τῷ κοινωνικῷ καταλλάττει˙ δεικνύς, ὅτι ἔστι καί ἱερωσύνη φιλόσοφος καί φιλοσοφία δεομένη    μυσταγωγίας». Τοιουτοτρόπως «ἀμφότερα συνηρμόσατο καί εἰς ἕν ἤγαγε καί πρᾶξιν ἡσύχιον καί ἡσυχίαν ἔμπρακτον».²⁹
         Περί τοῦ ἀληθοῦς κατά Θεόν φιλοσόφου λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅτι εἶναι «ἄϋλος ἐν ὕλῃ, ἐν σώματι ἀπερίγραπτος, ἐπί γῆς οὐράνιος, ἐν πάθεσιν ἀπαθής, πάντα ἡττώμενος πλήν φρονήματος, νικῶν τῷ νικᾶσθαι τούς κρατεῖν νομίζοντας».³⁰ «Εὐδοκιμεῖ τοῖς πάθεσι καί ὕλην ἀρετῆς ποιεῖται τά λυπηρά καί τοῖς ἐναντίοις ἐγκαλλωπίζεται˙ μήτε τοῖς δεξιοῖς ὅπλοις τῆς δικαιοσύνης αἰρόμενος, μήτε τοῖς ἀριστεροῖς καμπτόμενος˙ ἀλλ' ὁ αὐτός οὐκ ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀεί διαμένων, ἤ καί δοκιμώτερος, ὥσπερ ἐν καμίνῳ χρυσός εὑρισκόμενος».³¹
         Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγας νηπτικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁμιλῶν περί τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας τοῦ Χριστιανοῦ, λέγει ὅτι «ἐν τοῖς τρισί τούτοις ὁ Χριστιανός φιλοσοφεῖ˙ ἐν ταῖς ἐντολαῖς, ἐν τοῖς δόγμασι καί ἐν τῇ πίστει˙ καί αἱ μέν ἐντολαί, τῶν παθῶν τόν νοῦν χωρίζουσι˙ τά δέ δόγματα, εἰς τήν γνῶσιν τῶν ὄντων αὐτόν εἰσάγουσιν˙ ἡ δέ πίστις, εἰς τήν θεωρίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος».³²
         Εἰς τό Γεροντικόν ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει ὅτι «βίος ἄνευ λόγου [μᾶλλον] ὠφελεῖν πέφυκεν, ἤ λόγος ἄνευ βίου. Ὁ μέν γάρ, καί σιγῶν ὠφελεῖ˙ ὁ δέ καί βοῶν ἐνοχλεῖ. Εἰ δέ καί λόγος καί βίος συνδράμοι ἕ ν   φιλοσοφίας ἁπάσης ἀποτελοῦσιν ἄγαλμα».³³ Γρηγόριος ὁ τῶν Νυσσαέων φωστήρ ἀπαριθμῶν τούς καρπούς τῆς εἰλικρινοῦς καί καρδιακῆς εὐχῆς, δι' ὧν «εὐχή καλλωπίζεται», παρατηρεῖ ὅτι «οὐκ εὐχή μόνον, ἀλλά καί   πᾶσα  φιλοσοφίας   ὁδός τοιαύτην μέν ἔχουσα τήν βλάστην, δικαιοσύνης ὄντως ἐστίν ὁδός καί πρός ὀρθόν ἄγει τό τέλος».³⁴
         Εἰς τήν «Φιλόθεον Ἱστορίαν» τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ὅπου γίνεται λόγος περί «μυρίων τῆς φιλοσοφίας φροντιστηρίων» εἰς ὅλα τά γνωστά τότε Μοναστικά κέντρα, σημειώνει ὁ ἐν θέματι συγγραφεύς «τούτου ἕνεκα, καί διαφόρων ἐμνημονεύσαμεν βίων, καί γυναικῶν διηγήματα τοῖς τῶν ἀνδρῶν προστεθείκαμεν, ἵν' ἔχωσι καί πρεσβύται, καί νέοι, καί γυναῖκες, φιλοσοφίας  ἀρχέτυπα».³⁵  Ἀναφερόμενος δέ εἰς τήν θαυμαστήν ἀσκητικήν διαγωγήν τοῦ ἐρημίτου Εὐσεβίου γράφει ὅτι ἐκάθητο πλησίον αὐτῶν «ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἀνήρ τούς περί φιλοσοφίας λόγους ἀνακινῶν, καί τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας τό ἄκρον ἐπιζητῶν».³⁶
         Ὁ ἀββᾶς Θαλάσσιος, φιλοκαλικός Πατήρ, ἐπισημαίνει ὅτι «νοῦς ἀρχόμενος τά θεῖα φιλοσοφεῖν, ἀπό πίστεως ἄρχεται˙ καί διά τῶν ἐν μέσῳ διάγων, εἰς πίστιν πάλιν καταλήγει τήν ἀνωτάτην. Θεωρεῖται τῇ μέν ἀρχῇ τῆς φιλοσοφίας, φόβος ἑπόμενος. Τῷ δέ τέλει, ἀγάπη προηγουμένη».³⁷
         Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης Μοναχός εἰς τό ἔργον του «Κλῖμαξ πρός οὐρανόν διά δέκα βαθμίδων ἀνάγουσα τόν ἄνθρωπον», ἀφοῦ λέγει ὅτι «Δεκάς βαθμίδων, ζωώσης ψυχῆς ξένη, ζωήν ψυχῆς κηρύσσει, καρπός πάντων βιβλίων, τό τέλειον δεικνύει καί εἰς οὐρανούς ἀνάγει» ἐπιλέγει καί τό         «Δεκάς  βαθμίδων, θεία  φιλοσοφία», ἐξαίρων τό ὕψος καί τήν χάριν τῆς θείας, τῆς ἄνωθεν φιλοσοφίας.³⁸
         Οὐδείς, κατά τόν μέγιστον νηπτικόν Πατέρα, ἅγιον Συμεών τόν νέον Θεολόγον, «πλήν τῶν κεκαθαρμένων τόν νοῦν  ἐξ ἄκρας  φιλοσοφίας  τε καί ἀσκήσεως καί γεγυμνασμένα τά τῆς ψυχῆς ἐπιφερομένων ἀληθῶς αἰσθητήρια, ἄνευ τῆς ἄνωθεν διά τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεως ἐκ μόνης γνῶναι δυνηθείς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας τά κεκρυμένα μυστήρια τοῦ Θεοῦ».³⁹ Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Γαλησιώτης, προβάλλων τήν ὠφέλειαν τῶν ποικίλων πειρασμῶν, ὑπογραμμίζει καί τά ἀγαθά τῆς καρτερικῆς ὑπομονῆς «πᾶν ἀγαθόν, σύμπαν καλόν, σύνεσις, γνῶσις πᾶσα, πᾶσα σοφίας μέθοδος, πᾶσα    φιλοσοφία, ποικίλα τε χαρίσματα, καί δῶρα Παρακλήτου, τοῖς ὑπομένουσι καλῶς, ἔνθεον αὐτῶν φανεῖται».⁴⁰
         Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ὁμιλῶν ἐπανειλημμένως περί τῆς «ἐμπράκτου φιλοσοφίας»  τονίζει ὅτι «μακάριος ἐμοί, τῆς καλῆς ἀλλοιώσεώς τε καί ἀναβάσεως, ὁ διά τῆς ἐμπράκτου φιλοσοφίας, τό τεῖχος τῆς ἐμπαθεστάτης ἕξεως ὑπερβάς, κἀκεῖθεν, πτέρυξιν ἀπαθείας περιηργυρωμέναις τῇ γνώσει, εἰς τόν νοητόν ἀέρα τῆς θεωρίας τῶν ὄντων ὑπεραρθείς καί αὐτόθεν εἰς  γνόφον θεολογίας  εἰσδύς καί καταπαύσας ἀπό πάντων τούτων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ἐν Θεῷ, τῇ μακαρίᾳ ζωῇ».⁴¹
         Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία χαρακτηρίζεται ὡς αὐτοπαίδευτος,⁴² ὑψηλοτάτη,⁴³ θεία,⁴⁴ μακρά,⁴⁵ μοναδική,⁴⁶ ἀληθής,⁴⁷ μυστική καί ἀπόκρυφος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,⁴⁸ ἁγία καί ἀσφαλής⁴⁹ (διά τῆς ἀναγνώσεως τοῦ ψαλτηρίου καί δι' ἑκουσίου πενίας κατορθουμένη). Μήτηρ τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ εὐχή,⁵⁰ οἱ δέ Μοναχοί τυγχάνουν μύσται τῆς μυστικῆς θείας φιλοσοφίας.⁵¹ Ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως λέγει ὅτι «ἐάν πάντες οἱ χριστιανοί ὀφείλουσι νά ἀποβῶσι φιλόσοφοι, ὅπως ἀποβῶσι τέλειοι κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, πόσῳ μᾶλλον οἱ ταύτης (τῆς τελειότητος) γενόμενοι ἐρασταί καί αὐτῇ ἀφοσιωθέντες».⁵²
         Τέλος, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὁμιλῶν περί φιλοσοφίας εὐστόχως παρατηρεῖ˙ «Σπάνιοι μέν οἱ τήν κατά κόσμον φιλοσοφίαν εἰς ἄκρον παιδευόμενοι˙ ἐγώ δέ λέγω, βραχύτεροι  οἱ  τήν   τῆς   ὄντως   ἡσυχίας     φιλοσοφίαν  κατά  Θεόν  ἐπιστάμενοι˙  ὁ  οὔπω Θεόν γνούς, εἰς ἡσυχίαν ἀδόκιμος, καί πολλούς κινδύνους ὑφιστάμενος».⁵³

γ) Σκοπός τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας.
         Ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν εἰς τά δύο προηγούμενα κεφάλαια καταφαίνεται ἤδη ὁ σκοπός καί ὁ στόχος τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας.
         Κατά τόν Ὅσιον Νεῖλον τόν Ἀσκητήν καί Σιναΐτην ὁ τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας σκοπός πραγματοῦται, ὅταν ὁ ἀναλαβών τό σεμνόν μοναχικόν σχῆμα καί ἀπονιψάμενος τάς κηλίδας τῆς ψυχῆς, ἔχει ἀπαλείψῃ τούς ἐγκεχαραγμένους τύπους τῶν παλαιῶν ἁμαρτημάτων τῆς διανοίας καί οὐκέτι ἐνασελγαίνει μέ τάς φαντασίας τούτων καί τό ἦθος πρός τό ἀρέσκον εἰς τό μοναχικόν ἐπάγγελμα ἔχει παιδαγωγήσῃ, ἀποβαλών τήν ὑψηλοφροσύνην καί τήν φαρισαϊκήν ὀφρῦν.⁵⁴
         Διά τῆς πρακτικῆς ἐργασίας στοχεύομεν τήν ἀναγωγήν μας εἰς τήν     εὐσέβειαν,  ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατά διάνοιαν καθαριότης. Αὐτῆς ὁ καρπός εἶναι ἡ φυσική καί θεολογική θεωρία. «Πρᾶξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας, ὡς ὁ διαπρύσιος καί θεολογικώτατος φησι νοῦς. Ἐάν τοίνυν τῆς πράξεως ἀμελήσωμεν,  πάσης  ἔρημοι  φιλοσοφίας  ἐσόμεθα».⁵⁵
         Ἔργον καί σκοπός τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας πρέπει νά εἶναι, κατά τό Λειμωνάριον Ἰωάννου τοῦ Μόσχου, «τό ἀεί μελετᾷν τόν θάνατον, καί τῇ σιωπῇ καί ἡσυχίᾳ ἑαυτούς φυλάττειν».⁵⁶
         Ὁ Μέγας Βασίλειος, κατά τόν θεῖον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, συνέστησε μέν «ἀσκητήρια καί μοναστήρια, οὐ πόρρω δέ τῶν κοινωνικῶν καί μιγάδων ... πλησίον συνάψας καί διαζεύξας˙ ἵνα μήτε τό φιλόσοφον ἀκοινώνητον ᾖ, μήτε τό πρακτικόν ἀφιλόσοφον».⁵⁷
         Ὁ μακαριστός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης, στοιχῶν τῇ ἀκραιφνεῖ μοναστικῇ παραδόσει, διατείνεται ὅτι ὁ στόχος καί «ἅπασα ἡ   φροντίς  καί ἡ   φιλοσοφία  τῆς  Μοναχῆς   ὀφείλει νά εἶναι, ὅπως οἰκονομοῦσα τό σαρκίον τό ἔχῃ εὐάγωγον πρός τούς πνευματικούς ἀγῶνας καί τήν ὑπακοήν καί ὅπως καθαίρῃ τούς εἰδεχθεῖς λογισμούς τῆς ἡδυπαθείας».⁵⁸
         Ὁ σκοπός τῆς κατά Χριστόν φιλοσοφίας εἶναι νά ἀναδείξῃ τόν ἄνθρωπον ἀληθῆ Χριστιανόν καί νά βιώσῃ τόν ἀληθῆ Χριστιανισμόν. «Χριστιανός γάρ ὁ μετά τοῦ Χριστοῦ ὅλος, καί Χριστόν νοῶν, καί περί Χριστοῦ μεριμνῶν καί μελετῶν καί ζῶν καί κινούμενος, καί Χριστόν μόνον ἀναπνέων καί περιφέρων, καί μηδέν ἔχειν ἤ Χριστόν μόνον ἐπιθυμῶν, καί τοῦτο μόνον κέρδος ἔχειν, κατά τόν Παῦλον˙ ὅς καί πολύτιμος αὐτῷ μαργαρίτης καί θησαυρός ἔσται μέγας, καί ζωή καί φῶς καί ἡδύτης καί βασιλεία αἰώνιος. Μιμησώμεθα δέ αὐτοῦ καί τό πτωχόν καί ταπεινόν καί πραές, «μάθετε ἀπ' ἐμοῦ» λέγοντος. Καί τό μέν πτωχόν, διά τε τό ἀπερίσπαστον, ὡς ἄν μόνον μεριμνῶμεν τῶν τοῦ Θεοῦ (οὐ γάρ δυνατόν ἀμερίμνους εἶναι τῆς ὕλης), καί διά τό φιλόσοφον τῆς ψυχῆς,  καταφρονούσης τῶν παρόντων ὡς λυομένων, καί διά τό πιστεύειν Θεῷ καί τήν ἐλπίδα ἐν αὐτῷ ἔχειν. Τό δέ γε ταπεινόν, διά τήν ἀλήθειαν αὐτήν, ὅτι ἡμεῖς ταπεινοί τῇ φύσει ἐσμέν, κτίσματα ὄντες Θεοῦ ... Τό δέ γε πραές, διά τό ἤμερον καί φιλάλληλον καί πάντα φέρειν ἐν ἀγάπῃ ...».⁵⁹ 
καί δ) Φιλοσοφίας τῆς ἀληθοῦς κατόρθωμα καί πλοῦτος.
         Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης θεωρεῖ ὡς «κατόρθωμα μέγιστον   φιλοσοφίας  τό μέγαν ὄντα τοῖς ἔργοις συστέλλεσθαι τῇ καρδίᾳ καί καταγινώσκειν τοῦ βίου».⁶⁰ Τό νά ἐπιτύχῃ κάποιος τήν συστολήν τῆς καρδίας καί τήν αὐτομεμψίαν, ἐνῷ εἶναι μέγας κατά τά ἔργα, ἀφοῦ προηγουμένως καταρρίψῃ τήν οἴησιν μέ τόν φόβον πρός τόν Θεόν διά νά ἀπολαύσῃ τά ἐπηγγελμένα ἀγαθά, εἶναι πράγματι ἀληθινό κατόρθωμα φιλοσοφίας. Διότι τά δῶρα εἶναι μεγάλα, δέν εἶναι δυνατόν νά εὕρῃ ἀνταξίους κόπους. Εἶναι ἀνάγκη δέ νά ὑπάρχῃ μεγάλη πίστις καί ἐλπίδα διά νά μετρηθῇ μέ αὐτάς, καί ὄχι μέ τούς κόπους, ἡ ἀνταμοιβή. Ἡ ὕπαρξις τῆς πίστεως σημαίνει τήν πτωχείαν τοῦ πνεύματος, τήν ἀληθινήν ταπείνωσιν καί τήν ἀμέτρητον ἀγάπην πρός τόν Θεόν.
         Εἰς τήν Φιλόθεον Ἱστορίαν τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, γενομένης ἀναφορᾶς εἰς τήν ἀξιοθαύμαστον ἀσκητικήν ζωήν τοῦ ἐρημίτου Μάρωνος, σημειοῦται τό ἑξῆς : «Πόνοις οὐ τοῖς εἰωθόσιν ἐχρήσατο μόνοις, ἀλλά καί ἑτέρους ἐπενόει,  τῆς   φιλοσοφίας    συναθροίζων   τόν  πλοῦτον.  Ὁ δέ ἀγωνοθέτης τοῖς πόνοις τήν χάριν ἐπεμέτρησεν».⁶¹
         Ὁ   αὐτός ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς, μνημονεύων τῆς μεγάλης καί ἀξιεπαίνου ἀσκήσεως τῆς ἀσκητρίας Δομνίνης γράφει μετά θαυμασμοῦ τά ἀκόλουθα : «Πρόκειται δέ πᾶσι τοῖς ὁρᾷν βουλομένοις, καί ἀνδράσι, καί γυναιξίν, οὔτε ὁρῶσα πρόσωπον, οὔτε ἑτέρῳ προτιθεῖσα πρόσωπον˙ ἀλλ' ἀκριβῶς μέν τῷ περιβολαίῳ καλυπτομένη, μέχρι τε τῶν γονάτων κατακαμπτομένη. Λεπτά δέ λίαν καί ἄσημα φθεγγομένη, μετά δακρύων δέ ἀεί τά λεγόμενα προφέρουσα ... Τήν οὖν ἐν τοσούτῳ  πλούτῳ   φιλοσοφίας τοῖς ἐν ἐσχάτῃ ζῶσι πενίᾳ παραπλησίως δακρύουσαν, καί ὁλοφυρομένην, καί στένουσαν, ποῖος ἄν ἀξίως ἐπαινέσειε λόγος;».⁶² 
Ἐπίλογος
         Ἐλέχθησαν ἱκανά, ἀφορῶντα εἰς τόν ὅρον, τήν ἔννοιαν καί τό νόημα τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας, τήν ἄνωθεν φιλοσοφίαν καί τούς ἀληθεῖς φιλοσόφους τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος, τόν ἔνθεον σκοπόν καί τόν θεοφιλῆ στόχον αὐτῆς καί τά κατά Χριστόν κατορθώματα, ὡς καί τόν πνευματικόν πλοῦτον αὐτῆς.
         Κατόπιν τούτων εὐχερῶς θά ἔλεγε κανείς, κατά τό χρυσοστομικόν ἔθος, οὐδέν ἴσον τῆς κατά Θεόν φιλοσοφίας. Αὕτη προϋποθέτει ἔλλογον πρᾶξιν καί ἔμπρακτον θεωρίαν, ἀκραιφνῆ θεολογίαν, ἀληθῆ προσευχήν, κάθαρσιν, θεῖον φωτισμόν, θέωσιν, θεοπτίαν καί οὐρανίων μυστηρίων ἀποκάλυψιν.
         Ἡ ταπεινή αὕτη μελέτη προσφέρεται ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ, ἐν βαθυτάτῃ  διηνεκεῖ εὐγνωμοσύνῃ, διά τήν συγκρότησιν Τιμητικοῦ Τόμου ἐπί τῇ συμπληρώσει 10ετοῦς εὐδοκίμου καί πολυκάρπου Ἀρχιεπισκοπικῆς καί Πρωθιεραρχικῆς Διακονίας τοῦ ἐν τῇ ὑπομονῇ τῶν Ἁγίων αἴροντος γενναιοψύχως καί καρτερικῶς τόν βαρύν τῆς ἀσθενείας σταυρόν πολυσεβάστου Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κκ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, οὗ ἡ ἐπαχθής ἀρρωστία ἰαθήτω τῇ Χάριτι τοῦ Παναγάθου Κυρίου ἡμῶν καί Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἀρθήτω ὡς τάχιον, ἵνα καί ἐν τούτῳ δοξασθῇ τό Πανάγιον Ὄνομα Κυρίου Παντοκράτορος, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.-
 † Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ

Παραπομπαί
  1. Ὁσίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, Λόγος ἀσκητικός πάνυ ἀναγκαῖος καί ὠφελιμώτατος, Φ.Τ.Ι.Ν., Α',  191-192.
  2. Αὐτόθι.
  3. Ἔνθ' ἀνωτέρω.
  4. Ὁσίου Μελετίου Γαλησιώτου, Ἀλφαβηταλφάβητος, ἔκδ. Ἀρχιμ. Θ. Σιμοπούλου, Ἀθῆναι 1978, ρλστ', Καί ποταπήν καί ἀληθῆ φαμέν φιλοσοφίαν, σ. 405 - 406.
  5. Αὐτόθι.
  6. Τό Σύμβολον τῆς πίστεως, ἄρθρ. 3.
  7. Ὁσίου Μελετίου Γαλησιώτου, Ἀλφαβηταλφάβητος, (μνημ. ἔκδοσις), ἔνθ. ἀνωτ. σ. 405 -406.
  8. Αὐτόθι.
  9. Ἔνθ'  ἀνωτέρω.
  10.  Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, Λόγος περί τῆς θείας καί ἁγίας ἀγάπης, PG 82,1512, 1517 -1520.
  11. Ἀποφθέγματα Πατέρων (Γεροντικόν), Περί τοῦ Ἀββᾶ Νείλου, παρ. ε' ,       PG 65, 305.
  12. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ζ', Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, παρ. θ', ΒΕΠΕΣ 59, σ. 27 - 28.
  13. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας, κεφ. κγ', PG 46, 408.
  14. Αὐτόθι,  PG 46, 412.
  15. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, Λ' Δομνίνα, PG 82, 1493 - 1497.
  16. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί παρθενίας, παρ. οθ', σ. 591 - 592.
  17. Ὁσίου Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Βιβλίον πρῶτον ἐπιστολῶν, Α'  Νείλῳ μοναχῷ, PG 78, 177 - 180.
  18. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, Β'  Ἰουλιανός, PG 82, 1305 - 1309.
  19. Αὐτόθι, Δ'  Εὐσέβιος, PG 82, 1349.
  20. Ἔνθ'  ἀνωτέρω, Ι'  Θεοδόσιος, PG 82, 1392.
  21. Αὐτόθι, ΙΕ'  Ἀκεψιμᾶς, σ. 1416.
  22. Αὐτόθι, ΙΣΤ' Μάρων, σ. 1417.
  23. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης», ἔκδοσις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979, ἐπιστολή πρός τόν Ὁσιώτατον Μοναχόν Ἰωάσαφ, σ.84.
  24. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Ἀγγελικός βίος, ἔκδ. Μον. Ἀδελφότητος Δανιηλαίων Ἁγίου Ὄρους 1981, Ἐπιστολή 1η , πρός τόν Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτην (Μάρτιος 1903), σ.177 - 179.
  25. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος κζ', Θεολογικός πρῶτος κατά Εὐνομιανῶν προδιάλεξις, παρ. γ', ΒΕΠΕΣ 59, 214.
  26. Αὐτόθι.
  27. Ἔνθ'  ἀνωτ., σ. 214 - 215.
  28. Αὐτόθι, Λόγος ιβ', Εἰς τόν Πατέρα ἑαυτοῦ ἡνίκ' ἐπέτρεψεν αὐτόν φροντίζειν τῆς Ναζιανζοῦ Ἐκκλησίας, παρ. α', ΒΕΠΕΣ 59, 57.
  29. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος κα', Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, παρ. ιθ' - κ', ΒΕΠΕΣ 59, 156.
  30. Αὐτόθι, Λόγος κστ', Εἰς ἑαυτόν ἐξ ἀγροῦ ἐπανήκοντα μετά τά κατά Μάξιμον, παρ. ιγ', ΒΕΠΕΣ 59, 208.
  31. Αὐτόθι, παρ. ι'- ιβ', σ. 206 - 208.
  32. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἑκατοντάς Δ', Περί ἀγάπης, κεφ. μζ', Φ.Τ.Ι.Ν., Β' 45.
  33. Ἀποφθέγματα Πατέρων (Γεροντικόν), Περί τοῦ ἀββᾶ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, παρ. α', PG 65, 221.
  34. W. Jaeger, Γρηγορίου Νύσσης, Ἀσκητικά, Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ καί τῆς κατ' ἀλήθειαν ἀσκήσεως, vol. VIII, σ.82-83.
  35. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, Λ' Δομνίνα, PG 82, 1493 - 1497.
  36. Αὐτόθι, Δ' Εὐσέβιος, σ. 1348.
  37. Ἀββᾶ Θαλασσίου, Ἑκατοντάς Δ', κεφ. οη' - π', Φ.Τ.Ι.Ν.  Β', 227.
  38. Ὁσίου Θεοφάνους Μοναχοῦ, Κλῖμαξ πρός οὐρανόν διά δέκα βαθμίδων ἀνάγουσα τόν ἄνθρωπον, Φ.Τ.Ι.Ν. Β' 315-316.
  39. Ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, Ἠθικά, Λόγος Θ', S.G. 129, 222-224.
  40. Ὁσίου Μελετίου Γαλησιώτου, Ἀλφαβηταλφάβητος, (μνημ. ἔκδοσις), μδ' περί πειρασμῶν τίνες εἰσι καί πόθεν», σ. 226-228.
  41. Ὁσίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, Β' Ἑκατοντάς φυσικῶν κεφαλαίων περί τῆς τοῦ νοός καθάρσεως, κεφ. να', Φ.Τ.Ι.Ν., Γ', 311.
  42. Ὁσίου Μελετίου Γαλησιώτου, Ἀλφαβηταλφάβητος, (μνημ. ἔκδοσις), ρλστ', Καί ποταπήν καί ἀληθῆ φαμέν φιλοσοφίαν, σ. 405 - 406.
  43. Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Ὁσίου Σάβα τοῦ νέου τοῦ ἐν τῷ Ἄθω Ὄρει ἀσκήσαντος, ἔκδ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως 1888, Τόμος Ε',  45, σ. 276-278.
  44. Καλλίστου Καταφυγιώτου, Τά σῳζόμενα, περί θείας ἑνώσεως καί βίου θεωρητικοῦ, κεφ. πα', Φ.Τ.Ι.Ν., Ε', 47-48.  
  45. Αὐτόθι,  σ. 49.
  46. Ὁσίου Παύλου Λατρηνοῦ, Διαθήκη, Νέος Ἑλληνομνήμων 12 (1915), σ. 199.
  47. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Ἀγγελικός βίος, ἔκδ. Μον. Ἀδελφότητος Δανιηλαίων Ἁγίου Ὄρους 1981, Ἐπιστολή 1η  τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου πρός τόν Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτην (Μάρτιος 1903), σ. 177 - 179.
  48.  Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ὁδηγός Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι, Ἀπολογία περί Μοναχισμοῦ, 5, σ. 116 - 117.
  49. Μωϋσέως Μοναχοῦ, Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης ὁ Γέρων τῆς Ἀναλήψεως, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Ἅγιον Ὄρος 1982, Μέρος Β', Ἀποσπάσματα Ἐπιστολῶν, σ.353.
  50. Ἁγίου Νεκταρίου τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, Γνῶθι σαυτόν, ἤτοι Μελέται θρησκευτικαί καί ἠθικαί, Ἀθῆναι 1905, Μέρος Α', Θρησκευτικαί μελέται, κεφ. Β', Περί ἐλπίδος, παρ. 5, περί προσευχῆς α', σ.58-59.
  51. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἔνθ' ἀνωτέρω.
  52. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Ἀγγελικός βίος, (μνημ. ἔκδοσις), Ἐπιστολή 1η (Ἁγ. Νεκταρίου) πρός τόν Γέροντα Δανιήλ Κατουνακιώτην (Μάρτιος 1903), σ. 177 - 179.
  53. Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΖ', Περί διαφορᾶς καί διακρίσεως ἡσυχιῶν, PG 88, 1112.
  54. Πρβλ. Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, Λόγος ἀσκητικός πάνυ ἀναγκαῖος καί ὠφελιμώτατος, Φ.Τ.Ι.Ν., Α', 194-195.
  55. Ἀββᾶ Φιλήμονος, Λόγος πάνυ ὠφέλιμος, Φ.Τ.Ι.Ν., Β', 250-251.
  56. Ἰωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, κεφ. 156, 3024-3025.
  57. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος μγ', Εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον ἐπιτάφιος, παρ. ξβ'
  58. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, «Μοναχικά ἐντρυφήματα», ἔκδ. Μ. Ἀ. Δανιηλαίων, 1982, ἐγχειρίδιον Μοναχικοῦ Κανονισμοῦ, σ. 32.
  59. Ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Β9 Ἐπιστολή πρός Λαυριώτας, ἔκδ. Ἀνάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, Περί τοῦ ἁγίου καί θείου Ἀγγελικοῦ Σχήματος ..., 12, σ. 180.
  60. W. Jaeger, Γρηγορίου Νύσσης, Ἀσκητικά, Περί τοῦ κατά Θεόν σκοποῦ καί τῆς κατ' ἀλήθειαν ἀσκήσεως, vol. VIII, σ.66.
  61. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, ΙΣΤ'  Μάρων, PG 82, 1417.
  62. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, Λ' Δομνίνα, σ.1493.
 

«Πρέπει ὁ ἀγωνιζόμενος τόν ἐσωτερικό ἀγώνα νά ἔχει κάθε στιγμή τοῦ χρόνου αὐτά τά τέσσερα: ταπείνωση, ἄκρα προσοχή, ἀντίρρηση κατά τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί προσευχή.»


  Ἅγιος Ἡσύχιος
«Συμβουλές γιά τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων
καί τήν ἐνάρετη ζωή…»
Τά συστήματα τῶν θαλασσῶν τ᾿ ἀποτελεῖ πολύ νερό. Σύστημα καί δύναμη τῆς νήψεως καί τῆς νηφαλιότητας καί τῆς βαθιᾶς ψυχικῆς ἡσυχίας, καί ἄβυσσος θεωριῶν φοβερῶν καί ἀπορρήτων καί μετανοητικῆς ταπεινώσεως καί εἰλικρίνειας καί ἀγάπης, εἶναι ἡ τέλεια νήψη καί ἡ χωρίς λογισμούς εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό νά γίνεται μάλιστα ἀδιάκοπα καί πυκνά καί χωρίς νά χάνει κανείς τήν ὑπομονή του καί νά μικροψυχεῖ.
 «Δέν θά μπεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καθένας πού μέ λέει Κύριε, Κύριε, ἀλλ᾿ ὅποιος κάνει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου»1. Θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι: «Σεῖς πού ἀγαπᾶτε τό Θεό νά μισεῖτε τά πονηρά»2. Λοιπόν, μαζί μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄς μισήσομε καί τούς πονηρούς λογισμούς· καί νά, πράξομε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παράδειγμα τέλειο πρός μίμηση καί πρότυπο γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί ἀνάκληση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ὁ Κύριός μας καί Θεός πού ἔλαβε σάρκα καί ἔβαλε ἐμπρός μας σάν ζωγραφικό πίνακα τόν πανάρετο βίο Του. Μαζί μέ ὅλα τά καλά, μᾶς ὑπέδειξε μετά τήν βάπτισή Του, ἀφοῦ ἀνέβηκε στήν ἔρημο, καί τοῦτο· ἄρχισε μέ νηστεία τόν νοητό πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, πού πῆγε πρός Αὐτόν ὅπως θά πήγαινε σέ ἁπλό ἄνθρωπο3. Καί μέ τόν τρόπο πού τόν νίκησε, ὁ Κύριος δίδαξε κι ἐμᾶς τούς ἀχρείους, πῶς νά παλεύομε ἐναντίον τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, δηλαδή μέ ταπείνωση καί νηστεία καί προσευχή καί νήψη. Καί τοῦτο, ἐνῶ δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό αὐτά, ὡς Θεός καί Θεός τῶν θεῶν.
 Τώρα, πόσοι τρόποι νήψεως ὑπάρχουν κατ᾿ ἐμέ, πού μποροῦν νά καθαρίζουν τόν νοῦ ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, δέ θά βαρεθῶ νά σοῦ τούς φανερώσω μέ γλώσσα ἁπλή καί χωρίς στολίδια. Ἐπειδή δέν τό ἔκρινα καλό, σέ καιρό πολέμου πνευματικοῦ, νά κρύψω σ᾿ αὐτό τό λόγο τήν ὠφέλεια μέσω τῶν κομψῶν λόγων, καί μάλιστα μιλώντας σέ ἁπλουστέρους. «Καί σύ, παιδί μου Τιμόθεε –λέει– πρόσεχε αὐτά πού διαβάζεις»4.
Ἕνας τρόπος νήψεως εἶναι νά ἐξετάζεις συχνά καί προσεκτικά τήν φαντασία (παράσταση) τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, δηλ. τήν «προσβολή», γιατί ὁ σατανᾶς δέν μπορεῖ χωρίς φαντασία νά δημιουργεῖ λογισμούς καί νά τούς παρουσιάζει στό νοῦ γιά νά τόν ἐξαπατήσει.
Ἄλλος τρόπος εἶναι νά κρατᾶς τήν καρδιά σου πάντοτε σέ βαθιά σιωπή καί ἡσυχία ἀπό κάθε λογισμό καί νά προσεύχεσαι.
Ἄλλος τρόπος εἶναι νά παρακαλεῖς συνεχῶς τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μέ ταπείνωση νά ἔρθει σέ βοήθεια.
Ἄλλος τρόπος εἶναι νά θυμᾶται κανείς κανείς ἀκατάπαυστα τό θάνατο.
Ὅλες αὐτές οἱ ἐργασίες, ἀγαπητέ, ἐμποδίζουν τίς πονηρές σκέψεις σάν φοβεροί θυρωροί. Τό νά προσβλέπεις στόν οὐρανό καί νά νομίζεις ὅτι ἡ γῆ δέν εἶναι τίποτε, εἶναι καί αὐτό ὠφέλιμο καί ἀποτελεσματικό μαζί μέ τά ἄλλα, κι ἄν μοῦ δώσει ὁ Θεός λόγο, θά τό ἐκθέσω ἀλλοῦ πιό ἐκτεταμένα.
Ἄν κόψομε γιά λίγο τίς αἰτίες τῶν παθῶν καί ἀσχοληθοῦμε μέ πνευματικές σκέψεις χωρίς νά διατρίψουμε σ᾿ αὐτές καί χωρίς νά τό κάνομε αὐτό ἔργο μας, τότε εὔκολα πάλι ξαναγυρίζομε στά πάθη τῆς σάρκας, χωρίς νά κερδήσομε τίποτε ἀπό αὐτή τήν πνευματική ἐργασία μας, παρά μόνον τέλειο σκοτισμό τοῦ νοῦ καί παραστράτημα πρός τά ὑλικά.
Πρέπει ὁ ἀγωνιζόμενος τόν ἐσωτερικό ἀγώνα νά ἔχει κάθε στιγμή τοῦ χρόνου αὐτά τά τέσσερα: ταπείνωση, ἄκρα προσοχή, ἀντίρρηση κατά τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί προσευχή.
Νά ἔχει ταπείνωση, γιατί ὁ ἀγώνας εἶναι ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων δαιμόνων, γιά νά ἔχει τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ πρόχειρη· ἐπειδή ὁ Κύριος μισεῖ τούς ὑπερήφανους5.
Προσοχή, γιά νά μήν ἔχει στήν καρδιά του κανένα λογισμό, ἐστω καί ἄν αὐτός φαίνεται ἀγαθός.
Ἀντίρρηση, ὥστε μόλις μέ ὀξύτητα ἐννοήσει ὅτι ἦρθε ὁ δαίμονας, εὐθές μέ ὀργή νά φέρει ἀντιλογία στόν πονηρό. «Θ᾿ ἀπαντήσω, λέει, σέ ὅσους μέ κατηγοροῦν: δέ θά ὑποταχθεῖ ἡ ψυχή μου στό Θεο;6»
Προσευχή, γιά νά φωνάξει δυνατά πρός τόν Χριστό μέ στεναγμό ἀνέκφραστο7, εὐθύς μετά τήν ἀντίρηση. Καί τότε ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος θά δεῖ τόν ἐχθρό νά παραλύει ἤ νά ἐκδιώκεται ἀπό τό προσκυνητό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, σάν σκόνη στόν ἄνεμο, ἤ νά χάνεται σάν καπνός μαζί μέ τόν πονηρό λογισμοί του.
 Ὅποιος δέν ἔχει προσευχή ἀπαλλαγμένη ἀπό πονηρούς λογισμούς, αὐτός εἶναι σάν νά πηγαίνει στόν πόλεμο χωρίς ὅπλο. Προσευχή ἐννοῶ ἐκείνη πού γίνεται ἀκατάπαυστα στά βάθη τῆς ψυχῆς, ὥστε μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ, ὁ σατανᾶς πού πολεμᾶ κρυφά, νά μαστιγώνεται καί νά καίγεται.
συνεχίζεται…..
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
 «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ» Τῶνερῶν Νηπτικῶν
Τόμος α΄(σελ. 182-183)

Ἐκδόσεις:Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις  ΤόΠεριβόλιτῆςΠαναγίας», γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Ο αόρατος πόλεμος κατά των αρετοκτόνων παθών της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας στην πνευματική παλαίστρα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και εφ’ όρου ζωής

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί το «πνευματικό πέλαγος» στο οποίο μάχεται ο άνθρωπος με τα κύματα των πολυωνύμων παθών και των ποικιλομόρφων πειρασμών - Η απολυτοποίηση της νηστείας ως αποχής μόνον από τις τροφές είναι συνώνυμο της τυπολατρείας και της φαρισαϊκής υποκρισίας όταν κυριαρχούν τα ποικιλώνυμα και αρετοκτόνα πάθη
Πηγή: http://www.paratiritis-news.gr/......
Ο «απαθής βίος» είναι «βίος θεοειδής και ισάγγελος», αλλά αποτελεί δυσθεώρητο και δύστοκο πνευματικό άθλο για τους κατά Θεόν εραστές της νηπτικής και αγιοπνευματικής βιοτής και αθλήσεως. Τα ποικιλόμορφα και πολυειδή πάθη είναι αρετοκτόνα (αποκτείνουν τις αρετές) όταν κυριαρχούν στην ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου και για την καθ’ ολοκληρίαν υποταγή τους, σύμφωνα με την αγιοπατερική και ασκητική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συντελείται ένας αδιάλειπτος και ακατάβλητος «αόρατος πνευματικός πόλεμος» από τον μαχητή άνθρωπο, ο οποίος εμφορούμενος από τη θεοφόρο δύναμη και την χριστοφόρο βούληση παλεύει ως άλλος «αθλητής Χριστού» στην «πνευματική παλαίστρα» εναντίον των παθών του έως και της εσχάτης αναπνοής του.

Αυτός ο αόρατος πνευματικός πόλεμος μέσα στην «πνευματική παλαίστρα» της επιγείου ζωής πολλές φορές φαντάζει άνισος για τις πνευματικές δυνάμεις του κτιστού και χοϊκού πεπερασμένου ανθρώπου, ο οποίος βιώνει τα επώδυνα παλαίσματα σε πολλαπλά επίπεδα ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τα σωματικά, διανοητικά και πνευματικά πάθη του. Δέχεται τα πλήγματα από τα «βέλη του πονηρού» και πολλάκις πίπτει απελπισμένος και αποκαρδιωμένος. Άλλοτε πάλι αυταπατάται και «πλανάται πλάνην οικτράν» θεωρώντας ότι εκπληρώνει το «θεσμικό τυπικό καθήκον» του ή την «ιερά υποχρέωσή» του γενόμενος τηρητής του νόμου ως άλλος Φαρισαίος και μέσω της τυπολατρικής μέριμνάς του για την αποχή μόνον από τις τροφές σε περίοδο νηστείας, πιστεύει και εγκαυχάται ότι ενίκησε τα ποικιλώνυμα πάθη του.

Ο κατά των παθών όμως αόρατος πνευματικός πόλεμος δεν περιορίζεται μόνον στην αποχή από τις τροφές αλλά αποτελεί πολύμορφο πνευματικό πάλαισμα κατά των πολυποίκιλων παθών. Στην πνευματική παλαίστρα ο κατά Χριστόν παλαιστής και μαχητής παλεύει και μάχεται εφ’ όλων των παθών και όχι μόνο κατά την εκάστοτε περίοδο νηστείας, αλλά εφ’ όρου ζωής. Ο αγώνας αυτός είναι παθοκτόνος και όχι σωματοκτόνος εντός της μυστηριακής και λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας. Εξάλλου η απολυτοποίηση της νηστείας ως αποχής μόνον από τις τροφές καθίσταται συνώνυμο της τυπολατρείας και της φαρισαϊκής υποκρισίας όταν κυριαρχούν στο «έσω ταμείον της ψυχής» του ανθρώπου όλα τα υπόλοιπα αρετοκτόνα πνευματικά και σωματικά πάθη και μεταξύ αυτών της κενοδοξίας και υπερηφανείας.

Στο πνευματικό πέλαγος της εν Χριστώ παθοκτόνου ασκήσεως τα δυσθεώρητα και τρομακτικά κύματα των παθών πλήττουν τον αγωνιζόμενο άνθρωπο και πολλές φορές τον καταποντίζουν αλλά ποτέ δεν μπορούν να του στερήσουν την ελπίδα της ανυψώσεως και σωτηρίας από τον πνευματικό πνιγμό, αρκεί εκείνος κάνοντας καλή χρήση του «αυτεξουσίου» του να αποφασίσει ελευθέρως και αβιάστως να κρατηθεί από το μονίμως και αδιαλείπτως προτεταμένο χέρι του σωτήρα και λυτρωτή του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως εφελκτική δύναμη ανασύρει το «ίδιον πλάσμα» του από το σκότος της αβύσσου.

Οι θεοφόροι και θεοκίνητοι Πατέρες της Εκκλησίας ως άριστοι ψυχοανατόμοι της ανθρώπινης υπάρξεως θέτουν τις αληθείς και θεάρεστες προϋποθέσεις της νηστείας και εν γένει της πνευματικής εν Χριστώ ασκήσεως και ζωής, επειδή γνωρίζουν ότι ο αόρατος πνευματικός πόλεμος στην παλαίστρα κατά των παθών για να είναι πνευματικώς λυσιτελής προϋποθέτει την παθοκτόνο εγκράτεια και αποχή από «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει: «Μη μέντοι εν τη αποχή μόνη των βρωμάτων (τροφών) το εκ της νηστείας αγαθόν ορίζον. Νηστεία γαρ αληθής η των κακών αλλοτρίωσις». Ο δε Μέγας Αθανάσιος επιτακτικώς συμπληρώνει: «τίς γαρ ωφέλεια βρωμάτων απέχεσθαι, πάσης δε άλλης επιθυμίας εμφορείσθαι; Ή ουκ οίδας, ότι πας ο την επιθυμίαν αυτού πληρών κατ’ έννοιαν και εκτός των έξωθεν βρωμάτων ήδη κεκόρεσται και μεθύει;». Ιδιαίτερα ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει τον πνευματικό θανάσιμο κίνδυνο της επάρσεως και υπερηφανείας που ως βαθύρριζα πάθη μπορούν να φυτρώσουν στην ψυχή του νηστεύοντος ανθρώπου, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Νηστεύων δε βλέπε μη φυσιωθής. Η γαρ φυσίωσις παγίς εστί του διαβόλου, δι’ ης απ’ ουρανού πέπτωκεν, ομοίως δε λοιπόν δι’ αυτής τους ανθρώπους παγιδεύων (ο διάβολος) καταβάλλει».

Ο της Εκκλησίας Θεόφρων Πατήρ και Διδάσκαλος Άγιος Φώτιος ο Μέγας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλως υπογραμμίζει ότι η νηστεία είναι ευάρεστη στο Θεό όχι όταν είναι «νηστεία τροφών αλλά νηστεία παθών», αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Νηστεία Θεώ αποδεκτή η μετά των βρωμάτων (τροφών) αποχής και των αμαρτημάτων αποστροφής, του φθόνου, του μίσους, της συκοφαντίας, της λοιδορίας, της γλωσσαλγίας, των άλλων κακών…». Απευθυνόμενος δε ο Ιερός Φώτιος σε προσωπικό επίπεδο προς κάθε άνθρωπο, ο οποίος αγωνίζεται στην πνευματική παλαίστρα κατά των παθών, διατυπώνει λόγο νουθεσίας και διδαχής: «νηστεύεις από τις τροφές; Καλώς πράττεις, διότι αυτό είναι όπλο κατά των παθών για όσους βέβαια το χρησιμοποιούν με ορθό τρόπο. Νήστευσε και από τον φθόνο για να λογισθεί η νηστεία σου ενώπιον του Θεού ως (αληθής) νηστεία και όχι ότι είναι προσωπείο για να καλύπτονται οι άλλες κακίες ωσάν κάτω από παραπέτασμα υπό το πρόσχημα της ασιτίας. Νήστευσε, άνθρωπε, από τον φθόνο, διότι, ο φθόνος είναι το εντρύφημα του διαβόλου, το γεώργιο της πονηράς εκείνης φύσεως. Στους ανθρώπους προσήκει να νηστεύουν από τροφές και πολύ περισσότερο εσύ θα πρέπει να απέχεις «και της των δαιμόνων σιτεύσεως»… Νηστεύεις από τροφές; Νήστευε και από την κενοδοξία διότι αυτή είναι μητέρα του φθόνου η οποία συνανδρώνεται με την άνοια… νήστευε από την καταλαλιά και την συκοφαντία. Και αυτά είναι γεννήματα του φθόνου και πρωτότοκες αδελφές του φθόνου…».

Από τα πλέον επώδυνα και δυσβάστακτα πνευματικά παλαίσματα κατά των παθών είναι εκείνα τα οποία αφορούν τα πάθη της Κενοδοξίας και Υπερηφανείας. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στο μνημειώδες θεόπνευστο έργο του «Κλίμαξ» καταθέτει τις προϋποθέσεις για την αγιοπνευματική και ασκητική εν Χριστώ ζωή και ως πνευματικός ψυχοανατόμος των ανθρώπων διδάσκει πώς αναφύεται η πολύμορφη κενοδοξία και η δίδυμη αδελφή της, η υπερηφάνεια, στην ψυχή και διάνοια των ανθρώπων καθώς και πώς δύναται ο εν Χριστώ αγωνιζόμενος άνθρωπος να καταπολεμήσει τα δύο αυτά πάθη με τα λυσιτελή πνευματικά αντίδοτα.

Ο Ιερός πατήρ πρωτίστως διευκρινίζει ότι η κενοδοξία είναι η δίδυμη αδελφή ή η άλλη όψη του ενός και αυτού νομίσματος της υπερηφάνειας καθώς αμφότερα τα πνευματικά αυτά πάθη κατατάσσονται στην ίδια τάξη, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Ποιός μπορεί να έχει υπερηφάνεια, αφού ενίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει εκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο. Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος». Ορίζοντας δε ο ίδιος το πάθος της κενοδοξίας επισημαίνει ότι: «η κενοδοξία είναι ως προς μεν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρηση παντός αξιομέπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφάνειας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, που είναι μεν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψει αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού…».

Η κενοδοξία είναι πολύμορφη και όταν δεν πολεμείται με τα πνευματικά αντίδοτα της ταπεινώσεως και της μετανοίας, τότε τρέφεται αδιαλείπτως και κυριαρχεί εφ’ όρου ζωής καταδυναστεύοντας τον υποτεταγμένο άνθρωπο. Ο της Κλίμακος Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης επισημαίνει σχετικά: «Παρατήρησε και θα δεις ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την δεις στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω, για να μη φανεί η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ’ αυτήν αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ, νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της».

Το πάθος της κενοδοξίας δεν παρατηρείται μόνο επί κοσμικών ζητημάτων αλλά ενεργεί ακόμη και στα ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα της πίστεως και της εν Χριστώ πνευματικής ζωής, επειδή όπως υπογραμμίζει ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης, φαινομενικά μεν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέσει στους ανθρώπους και όχι στο Θεό. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει». Οι δε πνευματικές συνέπειες της κενοδοξίας είναι καταστροφικές για τον άνθρωπο επειδή: «Όσοι τιμώνται και προτιμώνται (η κενοδοξία) τους οδήγησε στην υπερηφάνεια και όσοι καταφρονούνται στην μνησικακία. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν εξ αιτίας της οι μαθητές της και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα εμπρός στους άλλους… Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευόμενη αυτά οδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώση».

Ο κενόδοξος άνθρωπος είναι πνευματικά διχασμένος άνθρωπος και ζει την απόλυτη σύγχυση στη διάνοια και στον ψυχικό του κόσμο. Είναι μια τραγική ύπαρξη, ένα τραγικό πρόσωπο που συνθλίβεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας. Ο Όσιος Ιωάννης λέγει εν προκειμένω: «Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζει διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζει ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός… Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στη μάθηση, στην ανάγνωση και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήσει τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανεί και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος».

Ο Ιερός της Εκκλησίας Θεόφρων Πατήρ Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν το πάθος της κενοδοξίας με το ισχυρότερο πνευματικό αντίδοτο που είναι η ταπείνωση, η εν Χριστώ συντριβή του «ιδίου θελήματος» επισημαίνοντας με έμφαση: «για την απόκτηση της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωση είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεωστή δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από το Θεό ανέλπιστο πνευματικό πλούτο». Στο δε στάδιο των πνευματικών παλαισμάτων με μόνη την ταπείνωση ως «συνέκδημο και συνοδοιπόρο» δύναται ο «καλής προαιρέσεως» άνθρωπος να «κλέψει την κενοδοξία» και να την νεκρώσει επιδιώκοντας την «άνω δόξα» διότι, όπως αναφέρει ο Θεοφώτιστος Όσιος Ιωάννης, «αυτός που εγεύθηκε εκείνη τη δόξα, θα καταφρονήσει κάθε επίγεια δόξα… πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς που άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετικό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψη».

Η κενοδοξία είναι «μητέρα της υπερηφάνειας» και αμφότερες ως αδηφάγα πάθη ωθούν τον άνθρωπο να επιλέγει όχι την εν Χριστώ δόξα αλλά την κατά κόσμον εφήμερη δόξα, η οποία είναι συνέπεια «εωσφορικής εργασίας και απάτης». Η δε μιαρή κενοδοξία μας επιβάλλει να προσποιούμαστε ότι έχουμε αρετές που δεν έχουμε και να εργαζόμαστε «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 23,5).

Ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ως η ενσαρκωμένη άκρα ταπείνωση και αγάπη, ευαρεστείται όχι με τους πνευματικά ασθενείς κενοδόξους αλλά με τους «ταπεινούς την καρδία και το φρονήματι ακενοδόξους». Πολλές φορές ο ψυχοανατόμος Κύριος παιδαγωγεί και ασκεί πνευματικά τους κενοδόξους τους οποίους οδηγεί με κάποιο ατιμωτικό γεγονός ή ράπισμα σε «ακενοδοξία». Γι’ αυτό, επειδή υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι οι οποίοι θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεό να τους εισακούσει σε ορισμένα αιτήματά τους, ο Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνει και να πραγματοποιεί ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους, και τούτο για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησή τους.
Ο τύφος της μιαρής κενοδοξίας γεννά την επίπλαστη συμπεριφορά και την επιδειξιομανία που αντιμετωπίζονται με την προσευχή και την άδολη απλότητα, επειδή ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι, δηλαδή οι όντως «ακενόδοξοι», δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος. Η δε ενθύμηση του πένθους και της αδοξίας όταν έλθει η ώρα του θανάτου μπορούν να συντρίψουν το αδηφάγο τέρας της κενοδοξίας. Στο πλαίσιο αυτό της εν Χριστώ πνευματικής ασκήσεως και πάλης κατά των παθών ο Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει ότι: «αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξη του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψη κάθε έργου που μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττουμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι που μας εκθέτει».

Όταν όμως δεν νεκρώνεται το πάθος της κενοδοξίας τότε γεννά το πάθος της υπερηφανείας, επειδή κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος «υπάρχει κάποιο σκουλήκι που, αφού αυξηθεί, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθεί, γεννά την υπερηφάνεια, που είναι ο αρχηγός και η τελείωση (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών… Αρχή της υπερηφανείας είναι το τέλος της κενοδοξίας. Μέσον, η εξουδένωση του πλησίον, η αναιδής φανέρωση των κόπων μας, ο εσωτερικός αυτοέπαινος, το μίσος των ελέγχων. Και τέλος, η άρνηση της βοηθείας του Θεού, η εξύψωση της δικής μας ικανότητος, η δαιμονική συμπεριφορά».

Ο Ιερός Πατήρ ορίζει το πάθος της υπερηφανείας ως: «άρνηση του Θεού, εφεύρεση των δαιμόνων, εξουδένωση των ανθρώπων, μητέρα της κατακρίσεως, απόγονος των επαίνων, απόδειξη ακαρπίας, φυγαδευτήριο της βοηθείας του Θεού, πρόδρομος της παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αιτία της επιληψίας, πηγή του θυμού, θύρα της υποκρίσεως, στήριγμα των δαιμόνων, φύλαξ των αμαρτημάτων, δημιουργός της ασπλαχνίας, απάνθρωπος δικαστής, αντίπαλος του Θεού, ρίζα της βλασφημίας».

Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι το πάθος της υπερηφανείας ενυπάρχει στην όλη ύπαρξη ενός ανθρώπου είναι η ίδια η ατιμωτική πτώση του διότι η υπερηφάνεια γεννά και επιφέρει την ανθρώπινη πτώση, η οποία είναι και η ισχυρότερη παίδευση των υπερηφάνων. Ο θεοκίνητος ασκητής Ιωάννης της Κλίμακος εναγωνίως προτρέπει τον αλυσοδεμένο με το πάθος της υπερηφάνειας άνθρωπο να συναισθανθεί την μικρότητα, αναξιότητα και θνητότητά του διότι είναι πλασμένος από γη και ότι όλα τα χαρίσματά του, ακόμη και η γέννησή του, αποτελούν δωρήματα του Θεού, αφού, όπως αναφέρει: «Και αν ακόμη είχαμε υποστεί μυρίους θανάτους για την αγάπη του Χριστού, ούτε έτσι θα εξεπληρώναμε το χρέος μας».

Το εωσφορικό πάθος της υπερηφανείας ενεργεί δολίως και διαβρωτικά με αποτέλεσμα να οδηγεί τον πνευματικά τυφλωμένο άνθρωπο στην απώλεια, διότι σύμφωνα με τη διδασκαλία του της Κλίμακος Ιωάννου, «υπερηφάνεια σημαίνει, εσχάτη πτώχεια μιας ψυχής που παρουσιάζεται κατά φαντασίαν ως πλουσία, και που νομίζει ότι ζει στο φως, ενώ ευρίσκεται μέσα στο σκότος. Όχι μόνο δεν αφήνει τούτη η μιαρά να προοδεύει κάποιος, αλλά και από ψηλά τον ρίχνει κάτω. Υπερήφανος σημαίνει, ρόδι σαπισμένο εσωτερικώς, που εξωτερικώς γυαλίζει το χρώμα του».

Ο αόρατος πόλεμος κατά των παθών της κενοδοξίας και της υπερηφανείας στην εν Χριστώ πνευματική παλαίστρα διαρκεί εφ’ όρου ζωής και μέχρι την εσχάτη ώρα του θανάτου των ανθρώπων. Τα πνευματικά φάρμακα ή αντίδοτα στο εωσφορικό δηλητήριο με το οποίο η κενοδοξία και η υπερηφάνεια μολύνουν την ανθρώπινη ψυχή και διάνοια, είναι η ταπείνωση, η εν Χριστώ αδιάλειπτη νοερά προσευχή, η συναίσθηση της αναξιότητας, της αμαρτωλότητας και της θνητότητας του χοϊκού ανθρώπου, καθώς και η αναγνώριση και εναπόθεση της σωτηρίας του μόνο στο πρόσωπο του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, διότι κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος: «Πολλοί υπερήφανοι… αυταπατήθηκαν κι ενόμισαν ότι έφθασαν στο ύψος της απάθειας. Αλλά την ώρα του θανάτου είδαν την πτωχεία τους. Όποιος συνελήφθη απ’ αυτήν, δηλαδή την υπερηφάνεια, μόνο στη βοήθεια του Κυρίου μπορεί να ελπίζει, επειδή γι’ αυτόν είναι μάταιο να περιμένει σωτηρία από ανθρώπους». Επιπροσθέτει δε ο Ιερός Πατήρ ότι: «Η κενοδοξία είναι ο ίππος επί του οποίου είναι ανεβασμένη η υπερηφάνεια, την οποία μόνο η ταπείνωση και η «αυτομεμψία» δύναται να περιπαίξουν, να καταβαραθρώσουν και να νικήσουν». Δυσχερές το πάλαισμα, αλλά αθλοφόρο μόνο εν Χριστώ Ιησού.

Υ.Γ.: Το παρόν θεολογικό κείμενο πάνυ ευλαβώς και εξ άκρας υιϊκής αγάπης και εξιδιασμένου σεβασμού αφιερούται ως «ελάχιστον πνευματικόν αντίδωρον» στην ένσαρκη και ένθεη ταπείνωση του Φαναρίου, που είναι ο «όλος αγάπη και ταπείνωση», Γέρων Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ο καθηγητής και το πρότυπο της ακενοδοξίας και της εν Χριστώ αφανούς ταπεινώσεως.

Το Ορθόδοξο φρόνημα και το φρόνημα του αποκρυφισμού π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (+)



ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΡΟΝΗΜΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (+)

Απόσπασμα από ομιλία του στο Ε' Σεμινάριο Πίστεως
(Αίγινα 21-27 Αυγούστου 1993)

     Η Ορθόδοξη πίστη και ζωή, το Ορθόδοξο δηλαδή φρόνημα και ήθος, είναι το φρόνημα του ταπεινοί Ιησού, ο οποίος Θεός ων ". . . εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. . . " (Φιλιπ. β' 8). Το φρόνημα αυτό καλείται να πραγματώσει στη ζωή του ο Ορθόδοξος πιστός και είναι αναγκαίο να αντιληφθεί ότι είναι ασυμβίβαστο με το φρόνημα του αποκρυφισμού.

Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο άνθρωπος δεν είναι κομμάτι του σύμπαντος νοουμένου μονιστικά, όπως πιστεύει ο αποκρυφισμός γενικότερα, αλλά είναι δημιούργημα της αγάπης του Τριαδικού Θεού. Ο Δημιουργός, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τα δημιουργήματά χου, προνοεί γι' αυτά και δεν αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στα χέρια ανύπαρκτης ειμαρμένης. Από την ελεύθερη προαίρεση τού ανθρώπου, που είναι το κυριότερο δώρο με το οποίο έχει προικισθεί από το Θεό, εξαρτάται το εάν θα κάνει στη ζωή του το θέλημα του Θεού δικό του θέλημα ή όχι. Ο άνθρωπος, επειδή είναι ελεύθερος, είναι και υπεύθυνος για τις πράξεις του. Ο Θεός είναι ο κύριος της ιστορίας και όχι το απρόσωπο ανατολίτικο "κισμέτ", το οποίο είναι τελείως ξένο όχι μόνο προς το Ορθόδοξο φρόνημα, αλλά και προς τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα.

Το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας, έτσι όπως βιώνεται και αυθεντικά εκφράζεται από τους αγίους, είναι φρόνημα ασκητικό και προϋποθέτει αγώνα. Καλεί τον άνθρωπο σε φιλότιμο αγώνα, προκειμένου να εξέλθει από την εγωκεντρική, αυτονομημένη, άλογο ζωή των παθών και της αμαρτίας και να εισέλθει στην έλλογο και κατά φύσιν ζωή της Εκκλησίας. Αυτός ο αγώνας είναι που δίνει πραγματική χαρά στον άνθρωπο.
Αντίθετα ο αποκρυφισμός με τις θρησκευτικής τάξεως αυθαίρετες δοξασίες του, λατρεύοντας την κτίση και όχι τον κτίσαντα και αποδίδοντας στην κτίση φανταστικές ιδιότητες και δυνάμεις, δικαιώνει, κολακεύει και τροφοδοτεί τα πάθη και τις κατώτερες ορμές στον άνθρωπο και τον μεταβάλλει σε άβουλο και ανεύθυνο ον.

Το φρόνημα του Χριστού συνίσταται στην αυτοκένωση "εν ελευθερία". Η κένωση του Χριστού δεν είναι αποτέλεσμα ανάγκης, αλλά ελευθέρας βουλήσεώς του, προκειμένου να αναζητήσει τον πεσμένο άνθρωπο. Είναι καρπός αγάπης. Αποτέλεσμα αυτής της κενώσεως ήταν η πρόσληψη του ανθρώπου, η ένωσή του με τον Θεό σε ένα πρόσωπο, στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Έτσι η κένωση του Χριστού εσήμαινε ανύψωση του ανθρώπου ο θάνατος, η ανάσταση και η ανάληψή Του οδήγησαν τον άνθρωπο στη νίκη κατά του θανάτου, στην ανάσταση, σε ζωή αφθαρσίας και αθανασίας και τον κατέστησε μέτοχο της δόξης του Θεού Πατρός. Η κένωση που συνεπάγεται το Ορθόδοξο φρόνημα οφείλει επίσης να μην είναι αποτέλεσμα οποίου εξαναγκασμού, αλλά καρπός ελευθέρας προαιρέσεως και αγάπης. Είναι η θεληματική απόρριψη της αυτονομίας του Ορθόδοξου πιστού και η απάντηση στην αγάπη του Θεού, δηλαδή το άνοιγμα του ανθρώπου για να δεχθεί με άκρα ταπείνωση το μέγα έλεος του Κυρίου.
Ο Θεός είναι ο Κύριος της ιστορίας, αλλά και η πηγή της ζωής, του ελέους και της αγάπης. Ο Ορθόδοξος Χριστιανός με το ασκητικό του φρόνημα εκδηλώνει το φρόνημα μετανοίας και ταπεινώσεως όχι μόνο διανοητικά, αλλά και με όλη του την ύπαρξη. Η άσκηση στη ζωή του Ορθοδόξου πιστού αποτελεί τη συμμετοχή του σώματος στην αρετή της ταπείνωσης και η ταπείνωση αποτελεί τη μόνη δυνατότητα συνεργίας του ανθρώπου στο μυστήριο της σωτηρίας του. Αύτη η σωτηρία είναι ολοκληρωτικά Χάρη, δωρεά του Θεού. Όμως ο άνθρωπος πρέπει να επιθυμήσει αυτή τη δωρεά, να την εκζητήσει, να τη θεωρήσει ως το μεγαλύτερο θησαυρό του και να προσκολλήσει την επιθυμία και την καρδιά του σ' Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι θα αναθεωρήσει τις προτεραιότητες στη ζωή του, ώστε να ανταποκρίνονται στην ολοκληρωτική στροφή του προς την αγάπη του Θεού. Αυτή η απάντηση στην αγάπη του Θεού με την αγάπη του ανθρώπου περιλαμβάνει την αποβολή του ιδίου θελήματος και την αυτοπροαίρετη ταύτιση του θελήματος του ανθρώπου με το θέλημα του Θεού. Αυτό συνεπάγεται και την τήρηση των εντολών του Κυρίου.

Έτσι ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν προσδιορίζει ο ίδιος τους κανόνες της ζωής του, ξεκομμένα από την κοινωνία αγάπης με τον Θεό. Δεν ταυτίζεται με την πρόκληση του όφεως, να γίνει Θεός με αυτόματες διαδικασίες, με μεθοδεύσεις και τεχνικές που ο ίδιος καθορίζει, ακολουθώντας δηλαδή το θέλημα του σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Γνωρίζει ότι ένα τέτοιο φρόνημα είναι αντίθετο με την ίδια τη φύση του που είναι κοινωνία και αγάπη, η οποία δεν μπορεί να κομματιαστεί. Δεν περιλαμβάνει μόνο την αγάπη προς τον εαυτό του ή την αγάπη προς τον πλησίον, αλλά και την αγάπη προς τον Θεό. Έτσι ο δρόμος της αυτονομίας γίνεται για τον άνθρωπο μια "παρά φύσιν οδός".

Ο Ορθόδοξος Χριστιανός ταυτίζεται με το φρόνημα της Παρθένου Μαρίας, η οποία σε αντίθεση με την πρόκληση του όφεως διακήρυξε για λογαριασμό ολόκληρης της ανθρωπότητας: "γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου". Έτσι ο άνθρωπος εγκαταλείπει την εγωκεντρική στάση του και ξαναβρίσκει τη σωστή του θέση και σχέση με τον Θεό, με τους ανθρώπους, με τον εαυτό του και με όλη τη δημιουργία και βαδίζει το δρόμο της επιστροφής που είναι ό δρόμος της "καινής κτίσεως εν Χριστώ".
Ο άνθρωπος εγκαταλείπει τη μοναξιά του, τη γυμνότητα στην οποία τον οδήγησε η αυτονομία του και ενδύεται το ένδυμα της αφθαρσίας, δηλαδή τη Χάρη του Θεού και την εν Χριστώ ζωή. Με αυτό γίνεται κατανοητό ότι το Ορθόδοξο φρόνημα δεν καλλιεργείται από το κάθε άτομο ξεκομμένο από την κοινωνία εν Χριστώ, δηλαδή από την Εκκλησία, που είναι Σώμα Χριστού. Σ' αυτό το Σώμα προσλαμβανόμεθα με το Άγιο Βάπτισμα και γινόμεθα "εις εν Χριστώ" και συνεπώς αλλήλων μέλη. Δεν υπάρχει Ορθόδοξο φρόνημα έξω από αυτήν την κοινωνία. Η καλλιέργεια ατομικής ευσέβειας χωρίς αναφορά στο Σώμα του Χριστού, δηλαδή στην Εκκλησία, είναι άγνωστη στον Ορθόδοξο Χριστιανό. Τούτο, γιατί το Ορθόδοξο φρόνημα ταυτίζεται με το φρόνημα του Χριστού και επομένως δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα, αλλά δωρεά του Θεού, αποτέλεσμα μετοχής μας στη ζωή του Θεού εν Χριστώ Ιησού.

Ο Ορθόδοξος Χριστιανός που με τη χάρη του Θεού αυξάνει στην πνευματική ζωή, με τον καιρό παύει να αισθάνεται τον πνευματικό αγώνα ως βάρος και αισθάνεται χαρά μέσα σ' αυτόν, η οποία θεμελιώνεται στην αγάπη του Θεού και στην εν Χριστώ ελπίδα. Η ελπίδα αυτή είναι βεβαία και δεν εξαρτάται από την άβυσσο, στην οποία έχει τυχόν πέσει ο άνθρωπος. Σε κάθε περίπτωση, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, για οποίον κραυγάσει με όλη του την ύπαρξη προς τον Θεό εκζητώντας το έλεος Του υπάρχει ελπίδα. Η άβυσσος της αγάπης του Θεού είναι πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άβυσσο έχει πέσει ο αμαρτωλός άνθρωπος.

Αντίθετα όταν οι αποκρυφιστές μιλούν για Θεό, δεν εννοούν τον άκτιστο προσωπικό Θεό, δημιουργό του κόσμου και του ανθρώπου, αλλά εννοούν την απρόσωπη συμπαντική ζωτική ενέργεια, μια ενέργεια χωρίς ιδιότητες, πέραν του καλού και του κακού, που μπορεί να είναι αδιακρίτως καλή ή κακή αφού αποτελεί το άπαν της φυσικής ενέργειας, θεός δηλαδή χωρίς αγάπη και έλεος! Ή εννοούν τον άνθρωπο όχι τον κατ εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Αγίου Θεού, αλλά εκείνον που έχει ενεργοποιήσει όλες τις υποτιθέμενες δυνάμεις, θετικές ή αρνητικές, και έχει εξελιχθεί προς την κατεύθυνση του υπερανθρώπου.

Ο αποκρυφισμός θεοποιεί την κτίση και τον άνθρωπο και αρνείται ολότελα τον κτίστη. Εξάλλου προβάλλονται επιτεύγματα ως αποτέλεσμα απόκρυφων εσωτερικών δυνάμεων μέσα στον άνθρωπο. Πρόκειται δηλαδή για αυτοθέωση ή ειδωλοποίηση του ανθρώπου.

Συμπερασματικώς υπογραμμίζουμε ότι ο αποκρυφισμός προβάλλει μια διαφορετική αντίληψη περί ανθρώπου, αντίθετη από εκείνη στην οποία βασίζονται οι πνευματικές μας αξίες κι ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Γίνεται δηλαδή σαφές ότι το φρόνημα της αστρολογίας και γενικότερα του αποκρυφισμού συνιστά πραγματική απειλή βασικών αξιών συνταγματικά κατοχυρωμένων, όπως είναι η δημοκρατία, η ιερότητα του γάμου και της οικογένειας, η υπευθυνότητα του πολίτου και το καθήκον της συμμετοχής σε έργα πολιτικής, κοινωνικής και λοιπής προόδου.


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 22 (2000)



Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Powered by active³ CMS - 25/4/2016 2:26:56 μμ

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

"ΑΥΤΟΨΙΕΣ" ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΙΔΗ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟ ΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ...Ο Φλωρίνης Θεόκλητος για την Πανορθόδοξη Σύνοδο: «Οι άλλες ομολογίες να μην ονομάζονται «Εκκλησίες»»



 Από τη συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Θεοκλήτου, στον τηλεοπτικό σταθμό FLASHEτης Δ. Μακεδονίας (15/4/2016): –     «Έπρεπε να τεθούν...
florinis1 (1)
 Από τη συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Θεοκλήτου, στον τηλεοπτικό σταθμό FLASHEτης Δ. Μακεδονίας (15/4/2016):
–     «Έπρεπε να τεθούν και πιο σοβαρά θέματα [στην Πανορθόδοξη Σύνοδο].
–     [Εν όψει της Μεγάλης Συνόδου] Έστειλα ένα μεγάλο Υπόμνημα στην Ιερά Σύνοδο με τις απόψεις μου:
Γράφω εκεί ότι θεωρώ κόκκινες γραμμές:
1ον  Να κρατηθεί ατόφια η Ορθοδοξία και να μην θιγεί.
2ον  Οι άλλες ομολογίες να μην ονομάζονται «Εκκλησίες», διότι λέει το Σύμβολο της Πίστεως: «Ομολογώ…εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» που είναι η Ορθόδοξος.
3ον  Να αναγνωριστούν δύο Μεγάλες Σύνοδοι που καταδίκασαν τον Παπισμό: η 8η και η 9η, που ο λαός τις ονόμασε Οικουμενικές.
Είθισθαι, όταν γίνεται μια Μεγάλη Σύνοδος, να αναγνωρίζει τις αποφάσεις και προηγουμένων Μεγάλων Συνόδων.
–     [Στη Μεγάλη Σύνοδο] Έπρεπε ο καθένας [Αρχιερεύς] να έχει ψήφο. Αυτοί δεν δίνουν ψήφο. Είναι μια ψήφος [μόνο] του αρχηγού [της αντιπροσωπείας της κάθε Εκκλησίας].
–     Είμαστε κατά του Παπισμού και κατά της παγκοσμιοποιήσεως. Τέρμα! Κόκκινη γραμμή!  Ήμασταν ένα δένδρο και αυτοί [Οι Παπικοί] αποκόπηκαν.
–     Η ΔΙΣ θα μαζέψει όλες τις γνώμες των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, θα τις επεξεργαστεί η Γραμματεία της και θα τις μεταφέρει στη «Μεγάλη Σύνοδο».
–     Έστειλα μια επιστολή [παραίτησης] στη Σύνοδο: «Σας παρακαλώ να με εξαιρέσετε διότι είμαι προχωρημένης ηλικίας. Εξ” άλλου, τις θέσεις μου τις υπέβαλα στην Εκκλησία της Ελλάδος με Υπόμνημα». Και εξαιρέθηκα.
Εκεί [στην Πανορθόδοξη Σύνοδο] δεν θα μπορούσα να πω και τίποτα. Τί να κάνω; Γλάστρες θα είμαστε εκεί!
–     Καταλήγω στο Υπόμνημά μου [ως εξής]: «Εύχομαι ο Θεός να φωτίσει τους παρισταμένους, και προ παντός τους ιθύνοντας, τους αρχηγούς όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, να πάρουν αποφάσεις ωφέλιμες για την Ορθοδοξία»».
Από το 1:11:35 λεπτό και μετά, στο βίντεο:

Καθηγητής Τσελεγγίδης: Απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας για την Μεγάλη Σύνοδο


Ο Καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντηση-κριτική στο...
tseleggidis   
Δημοσίευση

21 Απριλίου 2016, 9:06 μμ

Ο Καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος απάντηση-κριτική στο Υπόμνημα του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου για το Κείμενο της Μεγάλης Συνόδο «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ».

Όπως αναφέρει εισαγωγικά ο Καθηγητής:

«Ἐ­πει­δή ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Μεσ­ση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος – στό Ὑ­πό­μνη­μά του, μέ ἀ­ριθμ. Πρωτ. 183/2016/1-4-16, πρός τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος – μέ ἐμ­φα­νί­ζει νά συμ­φω­νῶ μα­ζί του σέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές θέ­σεις (βλ.σ. 8 τοῦ Ὑ­πο­μνή­μα­τός του), αἰ­σθά­νο­μαι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­ευ­κρι­νί­σω μέ κά­θε σα­φή­νεια καί σε­βα­σμό τίς ἐ­π’ αὐ­τῶν θε­ο­λο­γι­κές μου θέ­σεις. Πα­ράλ­λη­λα, θε­ω­ρῶ σκό­πι­μο καί κύ­ριο νά το­πο­θε­τη­θῶ στό ὅ­λο Ὑ­πό­μνη­μα τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του, για­τί ἔμ­με­σα –πλήν σα­φῶς– ὑ­φέρ­πει ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι εἶ­μαι σύμ­φω­νος μέ ὅ­σα ἐκ­θέ­τει ὁ ἴ­διος στό ἐν λό­γῳ Ὑ­πό­μνη­μα, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ὄχι ἁπλῶς διαφωνῶ, ἀλλά καταλήγω καί σέ ἀντίθετα συμπεράσματα, ὅπως θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν κριτική, πού θά ἀκολουθήσει».

πηγή: http://www.pentapostagma.gr/

Πυρετός επαφών για την Πανορθόδοξη-Στο Φανάρι οι Γεωργιανοί που απέρριψαν κείμενο



Πυρετός έχιε καταβάλει το Οικουμενικός Πατριαρχείο όσο πλησιαζεί η ημερομηνία για την Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου. Σοβαρό ζήτημα έχει προκύψει...
georgianos   
Δημοσίευση

21 Απριλίου 2016, 11:15 πμ

Πυρετός έχιε καταβάλει το Οικουμενικός Πατριαρχείο όσο πλησιαζεί η ημερομηνία για την Πανορθόδοξη Σύνοδο του Ιουνίου.

Σοβαρό ζήτημα έχει προκύψει από την απόρριψη κειμένου από την Εκκλησία της Γεωργίας. Το Φανάρι επιχείρησε πρόσφατα να αδειάσει την Εκκλησία της Γεωργίας, υποστηρίζοντας πως εκείνη δεν έχει απορρίψει κείμενο της Πανορθόδοξης, αλλά με μια επιστολή -απάντηση ο εκπρόσωπος της Γεωργιανής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μητροπολίτης Γκόρι και Ατένι Ανδρέας τάραξε πάλι τα λιμνάζοντα εκκλησιαστικά ύδατα του Βοσπόρου….Για αυτό και εκλήθη στο Φανάρι!

Η απάντησή του Μητροπολίτη ήταν διεξοδική, ειλικρινής και πολύ αποκαλυπτική, υποστηρίζοντας από τη μία πλευρά πως η γεωργιανή Εκκλησία υπήρξε συνεπής και ειλικρινής παντού και δείχνει μεγάλη αυτοσυγκράτηση και υπομονή για χάρη της Ορθόδοξης ενότητας, ενώ από την άλλη πλευρά ,το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ρόλο τυχοδιωκτικό!




Η επιστολή επιβεβαιώνει επίσης ότι η Εκκλησία της Γεωργίας και το Πατριαρχείο Αντιοχείας αρνήθηκαν να υπογράψουν το κείμενο «Το Μυστήριο του Γάμου και Κωλύματα του.» Επίσης η επιστολή ανέφερε ότι το κείμενο «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» έτυχε σφοδρής κριτικής από την Ιερά σύνοδο της Εκκλησίας της Γεωργίας κατά την τελευταία συνεδρίασή της, μετά τη συνάντηση των Προκαθημένων στη Γενεύη.

Χθες λοιπόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης αφού είδε τους Συνοδικούς Μητροπολίτες Γέροντα Περγάμου κ. Ιωάννην, Ατλάντας κ. Αλέξιον, Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, Δαρδανελλίων κ. Νικήταν και Ντητρόιτ κ. Νικόλαον, συναντήθηκε με αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Γεωργίας αποτελουμένην εκ των Σεβ. Μητροπολιτών Αχαλτσίχης και Τάο-Κλαρδζέτης κ. Θεοδώρου, Ζουγκδίδι και Τσαΐσι κ. Γερασίμου, Γκόρι και Ατένι κ. Ανδρέου, Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβυτέρου κ. Γεωργίου Ζβιαντάντζε και Οσιωτ. Μοναχού κ. Ανθίμου.

Στην ατζέντα των συζητήσεων ασφαλώς η στάση των Γεωργιανών στην Πανορθόδοξη… Μένει να δούμε αν θα υπάρξει αλλαγή πλεύσης μετά τη συνάντηση με τον κ. Βαρθολομαίο.

ekklisiaonline.gr

πηγή: http://www.pentapostagma.gr/

Καταδικάστηκε ποτέ η αίρεση του Παπισμού από Σύνοδο;


Μέσα στο πλήθος των άστατων κραυγών που προσπαθούν απεγνωσμένα με πομπώδη φληναφήματα να υποστηρίξουν τον Οικουμενισμό ακούγεται το ανεδαφικό επιχείρημα...
vartholomaios-papas
Μέσα στο πλήθος των άστατων κραυγών που προσπαθούν απεγνωσμένα με πομπώδη φληναφήματα να υποστηρίξουν τον Οικουμενισμό ακούγεται το ανεδαφικό επιχείρημα ότι ο Παπισμός δεν έχει καταδικασθεί από Σύνοδο (!;). Όσοι το υποστηρίζουν αυτό εννοείται πως δεν κατέχουν τίποτε από θεολογία αλλά συνάμα αγνοούν και πλήρως την ιστορική πραγματικότητα.
Ως απάντηση δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από την καταπληκτική μελέτη του Μακαριστού Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου που είχε εκπονήσει κατά την περίοδο των αδίστακτων ανοιγμάτων προς τον Παπισμό του Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ο Μητροπολίτης αναφέρει μια λίστα Ιερών Συνόδων που κατεδίκασαν των Παπισμό και τις πλάνες του. Επίσης και ονόματα Αγίων που θεωρούσαν ξεκάθαρα τον Παπισμό ως Αίρεση (φυσικά δεν υπήρξε ποτέ κάποιος Άγιος που να μην ήταν σύμφωνος ως προς αυτό).
…Είναι λοιπόν «κατεγνωσμέναι» παρά Συνόδων ή Πατέρων αι αιρετικαί διδασκαλίαι της Δύσεως;
Άς ίδωμεν:
Η μεγάλη Σύνοδος του 879 εν Κωνσταντινουπόλει, η υπό πολλών θεωρουμένη ως Ογδόη Οικουμενική, δεχθείσα το Σύμβολον άνευ της προσθήκης του Φιλιόκβε, εδογμάτισε: «Πάντες ούτω φρονούμεν, ούτω πιστεύομεν. Τους ετέρως παρά ταύτα φρονούντας ή έτερον όρον αντί τούτου προβαλέσθαι τολμώντας, τω αναθέματι καθυποβάλλομεν. Ει τις παρά τούτο το ιερον Σύμβολον τολμήσειεν έτερον αναγράψασθαι ή προσθείναι ή αφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος. Εί τις τοίνυν, εις τούτο απονοίας ελάσας, τολμήσειεν έτερον εκθέσθαι Σύμβολον και όρον ονομάσαι ή προσθήκην ή αφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της αγίας και οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω! » (αυτόθι, σελ. 263-264).
Ιδού, λοιπόν, βαρυτάτη, επισημοτάτη, πανηγυρικωτάτη και σχεδόν Οικουμενικού χαρακτήρος καταδίκη του αιρετικού και βλασφήμου Φιλιόκβε!
Ότε ο Πάπας Ρώμης Σέργιος ο Δ΄εχρησιμοποίησε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε (1009), ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.., μετ” άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς» (Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. α΄, σελ. 344).
Τα ονόματα των Προκαθημένων Εκκλησιών δεν διαγράφονται βεβαίως δια «τοπικά έθιμα», αλλα δι αιρέσεις!
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1054, οπότε εγένετο και το οριστικόν Σχίσμα, αποκαλέσασα ειδικώς το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα» (αυτόθι,σελ.344).
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασαν και αι με τον Ησυχασμόν ασχοληθείσαι Σύνοδοι του 1341, του 1347 και του 1351.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1440, Σύνοδος εν Ρωσία κατά το 1441, Σύνοδος εν Ιεροσολύμοις κατά το 1443, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1450, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1484, κατεδίκασαν και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδον της Φλωρεντίας, η οποία είχε δεχθή την «ένωσιν»επί ψευδούς και ασυστάτου βάσεως, ήτοι μη θεωρήσασα ως αιρέσεις τας καινοτομίας της Δύσεως.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1722 καταδικάζει «της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα» και αποφαίνεται ότι οι Λατίνοι δι αύτών «εξαπατώσι τους απλουστέρους, ευγάνοντές τους από τα ευσεβή Δόγματα της του Χριστού Εκκλησίας και σύροντές τους αθλίως εις τον βυθόν της απωλείας».(αυτόθι,το. Β΄,σελ. 823-824).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1727 αποκηρύσει τας ετεροδιδασκαλίας των Λατίνων, παλαιάς τε και νέας και χαρακτηρίζει ταύτας» λήρον μακρόν και Κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα» (αυτόθι, σελ.867).
Σύνοδος εν Κωσταντινουπόλει κατά το 1838 καταδικάζει δριμύτατα τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας», ως «εωσφορικήν πλάνην», ως «απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού» κ.λ.π.(αυτόθι,σελ.896,902).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1848 καταδικάζει τον Παπισμόν ως αίρεσιν! «Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός», όν χαρακτηρίζει ως ανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς Συνόδους δια των πλανών του!(Αυτόθι, σελ.906).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1895 καταδικάζει τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας», ως «καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς»,ως «ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως Δόγματα, ως «αντιευαγγελικάς και παναθέσμους», ως «σπουδαίας και ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς», της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των Ορων των Αγίων Συνόδων», και επάγεται: «Διό και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού»(αυτόθι, σελ.933,935,936,938,942).
Ερωτώμαι: ΄Επρεπε ο Πατριάρχης να ηρώτα προηγουμένως εμέ αν ενέκρινον τα διάφορα διαβήματά του; Βεβαίως όχι! Ποίος ειμαι εγώ ώστε να με ερωτήση ο Πατριάρχης; Θα ήτο τραγική δι έμέ τοιαύτη αξίωσις! Είχον όμως μίαν αξίωσιν. Να ερωτήση τας Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του 1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του 1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895, να ερωτήση τους αγίους Πατέρας και τους σοφούς Διδασκάλους της Εκκλησίας, να ερωτήση τον άγιον Φώτιον, τον ιερόν Θεοφύλακτον, τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Συμεών τον Θεσσαλονίκης, τον άγιον Μάρκον Ευγενικόν, τον Ευγένιον Βούλγαρην, τον Νικηφόρον Θεοτόκην, τον άγιον Νικόδημον, τον άγιον Νεκτάριον και λοιπούς και λοιπούς και λοιπούς, να ερωτήση, πολλώ μάλλον, τας σεπτάς και θεοκινήτους Οικουμενικάς Συνόδους, αι οποίαι δια των αγίων και ιερών Κανόνων των απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως, πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών, σχισματικών ή και ακοινωνήτων και αν όλοι αυτοί ενέκρινον τα διαβήματά του, τας δηλώσεις του, τας συμπροσευχάς του, τους εν γένει τρόπους του, τότε μάλιστα!
Ουδείς θα είχε δικαίωμα να διαφωνήση, ουδείς να διαμαρτυρηθή, ουδείς να εμποδίση. Όταν όμως ο Παναγιώτατος ενεργή αντιθέτως προς Συνόδους, προς Πατέρας, προς Κανόνας, ως εάν πάντες αυτοί να μη είχον αληθινήν αγάπην και να μη ενδιεφέροντο διακαώς δια την πλήρωσιν του αιτήματος του Κυρίου «ινα πάντες έν ώσιν», αλλά να ήσαν πλήρεις μίσους και αδιαφορίας, τότε και ημείς δικαιούμεθα (δικαιούμεθα ή υποχρεούμεθα, εκόντες άκοντες;) να ενεργήσωμεν αντιθέτως προς τον Παναγιώτατον!
Δι ημάς υπέρ πάντα Πατριάρχην κείνται οι άγιοι Πατέρες, αι σεπταί Σύνοδοι, οι ιεροί Κανόνες. Και, ευρισκόμενοι τυχόν προ θλιβερών διλημμάτων υπακοής…

impantokratoros.gr