ΤΑΛΙΤΑ ΚΟΥΜ – Του πατρός CONSTANTIN GALIERIU
17 Δεκεμβρίου, 2012 — vatopaidifriend4ΤΑΛΙΤΑ ΚΟΥΜ
Ή περί της θησαυρού εκ της χώρας του ελέους
Αν κοιτάζουμε στο ημερολόγιο βλέπουμε ότι το σημερινό ιερό ευαγγέλιο ονομάζεται «Η Ανάσταση της θηγατρός του Ιαείρου». Ο όσιος λόγος μας αναγγέλλει εδώ ακόμη ένα θαυμαστό έργο: τη θεραπεία μιας γυναίκας, η οποία εδώ και δώδεκα χρόνια ήταν αιμορροούσα. Αλλά ας ακούσουμε ξανά το κείμενο του ευαγγελίου:
Και ιδού, ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιαειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής ύπηρχεν, και πεσών παρά τους πόδας τον Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού- ότι θυγάτηρ μονογενής ην αύτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη άπεθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ίατροις προσαναλώσασα όλον τον βιον ουκ ίσχυσεν ύπούδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο τού κράσπεδου τού ιματίου αυτού- και παραχρήμα έστη ή ρύσις τού αίματος αυτής. Και είπεν ό Ιησούς, Τις ό άψαμενος μου;
Αρνουμένων δε πάντων, είπεν ό Πέτρος και οι μετ’ αυτού, Έπιστάτα, οι όχλοι συνέχουσιν σε και αποθλίβουσιν, και λέγεις, Τις ό άψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν, Ηψατό μού τις- εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξ, ελθούσαν απ’ εμού. Ίδούσα δε ή γυνή ότι ουκ έλαθεν, τρέμουσα ήλθεν, και προσπέσουσα αύτώ, δι ην αίτιαν ήψατο αυτού άπηγγειλεν αύτώ ενώπιον παντός τού λαού, και ως ίαθη παραχρήμα. Ό δε είπεν αύτη, Θαρσεί, θύγατερ, ή πίστις σου σεσωκέν σε- πορεύου εις ειρήνην. Έτι αυτού λαλούντος, έρχεται τις παρά τού αρχισυναγώγου, λέγων αυτώ ότι Τέθνηκεν ή θυγάτηρ σου- μη σκύλλε τον διδάσκαλον.
Ό δε Ιησούς άκουσας απεκρίθη αυτώ, λέγων, Μη φοβού. Μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δε εις την οικίαν, ουκ άφηκεν είσελθειν ουδένα, ει μη Πέτρον και ‘Ιωάννη και Ίακωβον, και τον πάτερα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δε πάντες, και έκοπτοντο αυτήν. Ο δε είπεν, Μη κλαίετε- ουκ άπεθανεν, αλλά κάθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δε έκβαλών έξω πάντας, και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησεν λέγων, Ή παις εγείρου. Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα- και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και έξέστησαν οι γονείς αυτής- ό δε παρήγγειλεν αύτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός. (Λκ 8, 41-56)
Υπάρχουν εδώ, μαζί, δύο από τους πόνους της ανθρωπότητας: η ασθένεια και ο θάνατος, δια των οποίων, όπως παρατηρήθηκε, όταν μιλήσαμε για την ανάσταση του υιού της χήρας εκ του Ναίν, ο Αδάμ, πειραζόμενος, εγκαινίαζε μια άλλη έναρξη για τον άνθρωπο: η αρχή της φθοράς και του θανάτου. Ενώπιον αυτών των ανθρώπινων παθημάτων βρίσκεται τώρα η μοναδική, η αληθινή Αρχή: ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος, μέσα στον Οποίο έχουν την καταγωγή τους ο Καλός και η Ζωή.
Και γι’ αυτό το λόγο μέσα Του βρίσκεται και η θεραπεία από τα βάθη, από τη ρίζα, από τον ίδιο αυτουργό, η πρωταρχική αιτία του είναι και της ζωής. «Ο θεός δεν είναι ο αυτουργός των κακών, μιλάει φωτισμένος ο Μέγας Βασίλειος… Οι πόνοι από εδώ, τα βάσανα μέσα στη κόλαση, δεν έχουν αυτουργό τον Θεό, αλλά το εαυτό μας. Η αρχή και η ρίζα των αμαρτιών είναι μέσα μας και μέσα στο αυτεξούσιο μας.
Ένας Ρουμάνος γιατρός, πολύ πιστός, θα τον αναφέρουμε: ο NICOLAE PAULESCU, έχει χαρακτηρίσει την επιστήμη ως η γνώση διάμεσου των αίτιων. Τον καταλαβαίνουμε: ως γιατρός, είτε για τη ασθένεια, είτε για το θάνατο, για να τους γνωρίσει, αυτός ζητούσε την αιτιολογία, την αιτία πρώτα του καλού, της ζωής, της υγείας, της κανονικότητας, και ύστερα του κακού, των παθών και των ασθενειών που μας βασανίζουν, και επομένως (ζητούσε) την θεραπεία τους. Και έτσι έφτασε στην αιτία του καλού και της θεραπείας, στον Θεό.
Τώρα, στο Ευαγγέλιο, ήταν παρόν Αυτός ο Ίδιος: Θεός και Άνθρωπος ταυτοχρόνως. Ενώπιον Του έρχεται ο Ιάειρος, ο άρχων της συναγωγής.
Όπως διαβάζουμε και στο ιερό κείμενο του Ευαγγελιστή Μάρκου: πίπτει προς τους πόδας αυτού, 23 και παρεκάλει αυτόν πολλά, λέγων ότι Το θυγάτριον μου εσχάτως έχει- ίνα έλθων επιθής αυτή τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται. (Μρ. 5, 22-23).
Οι Φαρισαίοι ήταν αντί του Ιησού – ο Ιάειρος ήταν ό άρχων της συναγωγής – αλλά, μπροστά στον πόνο, μπροστά σε ακραίες περιστάσεις, οι διασπάσεις, οι διαιρέσεις που η αμαρτία προκάλεσε βουλιάζονται.
Οι διασπάσεις μένουν έως τη στιγμή που έρχονται οι δοκιμασίες με τη θεραπεία τους. Αν η διάσπαση, το κακό θα ήταν μέσα στα βάθη του ανθρώπου, δεν θα υπήρχε θεραπεία. Όντως, αν μιλάμε αληθινά, όχι η εναντίωση είναι η άβυσσος, ο βυθός, αλλά η διάκριση, η διάκριση ανάμεσα στον Κτίστη και το κτίσμα. Η διάσπαση είναι μόνο η άσχημη ανταύγεια της διάκρισης, η οποία έχει σαν αντικείμενο στην ένωση και η διάκριση μέσα στη ένωση σημαίνει πλήρωμα, εκπλήρωση.
Ιάειρος, μέσα στον πόνο του – θεία παιδαγωγία της θεραπείας – νιώθει στον Ιησού και τη διάκριση και το πλήρωμα, και τη κοινωνία μέσα στη αγάπη του Θεού με όλη τη ασθενούσα κτίση.
Ο Ιησούς είχε υποσχεθεί ποτέ πάλι σε έναν άρχοντα, από την άλλη τάξη αυτού του κόσμου, σε έναν ρωμαίο εκατόνταρχο, ότι θα πάει στο σπίτι του για να του θεραπεύσει τον δούλο παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν, του είπε ο Ιησούς. Ξέρουμε ότι, όταν είδε την ταπείνωση του εκατόνταρχου: μόνον είπε λόγω, και ιαθήσεται ό παις μου, ο Κύριος απάντησε:
‘Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. Και ιαθη ό παις αυτού εν τη ώρα εκείνη (Ματθ. 8, 13). Και θεραπεύθηκε από μακριά, μόνο με τον λόγο.
Τώρα όμως ο Σωτήρας πηγαίνει μαζί τον Ιαείρο στο σπίτι του. Τα πλήθη παρακολουθούν τον Ιησού, στριμώχνοντας.
Ιδού, μέσα στα πλήθη υπήρξε μια γυναίκα ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίο ουκ ίσχυσεν ύπούδενός θεραπευθήναι. Και ερχόμενη με ταπείνωση, ήρθε πολύ κοντά του Ιησού, και έλεγε στο εαυτό της: «Εάν άψωμαι καν των ιματίων αυτού σωθήσομαι (Μρ. 5, 25-29). και ευθύς εξηράνθη ή πηγή τού αίματος αυτής και έγνω τω σώματι ότι ιάται από της μάστιγος. Και ευθύς ό Ιησούς έπιγνούς εν εαυτώ την εξ αυτού δυνάμιν έξελθούσαν επιστραφείς εν τω όχλω έλεγεν, Τις μου ηψατο των Ιματίων; (Μρ. 5, 29-30)
Αρνουμένων δε πάντων, είπεν ό Πέτρος και οι μετ’ αυτού (Λκ. 8, 45): Βλέπεις τον όχλο θλιβόντα σε και λέγεις, Τις μου ήψατο; (Μρ. 5, 31). Το πλήθος, όλοι ήψαντό σοι, Λέγουν αυτοί. Όχι όλοι! Ο Ιησούς κοιτούσε γύρω-γύρω για να δει αυτήν που έκανε αυτό, λέγοντας: Ήψατό μου ΤΙΣ- εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ εμού. (Λκ. 8, 46). Ο καθένας με τον ίδιο δικό του τρόπο ήθελε να είναι όσο είναι δυνατόν πιο κοντά τον Ιησού. Και η παρουσία του επικοινωνούσε, το φως Του φαίνει πάσιν.
Αλλά η συνάντηση, η επικοινωνία, η κοινωνία (συμμετοχή) είναι κάτι προσωπικό. «Ουδέποτε ψυχή δύναται, λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομόλογη της, προς γνώσιν εκτανθήναι θεού, ειμή αυτός ό Θεός, συγκαταβάσει χρησάμενος, άψηται αυτής και άναγάγη προς εαυτόν. Ου γάρ αν τοσούτον ίσχυσεν άναδραμείν ανθρώπινος νους, ως άντιλαβέσθαι τινός θείας έλλάμψεως, ει μη αυτός ό Θεός άνέσπασεν αυτόν, ως δυνατόν ην ανθρώπινων άναπασθήναι, και ταις θείαις αύγαίς κατεφώτισεν» . Η γυναίκα γνώρισε και μέσα της ψυχής της και μέσα στο σώμα της το φωτισμό και τη θεραπεία. Και Ιδούσα δε ή γινή ότι ουκ έλαθεν μέσα στο μυστήριο που έγινε με αυτήν, τρέμουσα ήλθεν και προσπεσούσα αύτώ δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού άπηγγειλεν ενώπιον παντός τον λαού και ως Ίαθη παραχρήμα. ό δε είπεν αύτη, Θυγατήρ, ή πίστις σου σεσωκέν σε- πορεύου εις ειρήνη. (Λκ. 47-48).
Ω, πώς ξεσκεπάζεται το μυστήριο της κοινωνίας (συμμετοχής) της χάριτος! Να νιώθεις πως ο Θεός σε προσελκύει, να πιστεύεις δυνατά και μετά να νιώθεις την αγάπη Του. Λέγεται: το σημαντικό δεν είναι ότι εγώ αγαπώ τον Θεό, αλλά να νιώθω ότι Αυτός μ’ αγαπάει. Αυτή η ψυχή γυναικός, μέσα στο θεραπευμένο της πόνο, ένιωσε τη θεία αγάπη. Ο Ευσέβιος Καισαρείας μας διηγείται την «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι η γυναίκα ονομαζόταν Βερονίκη και καταγόταν από Παναία, Καισαρεία Φιλίππου, στις πηγές του Ιορδανού, απ’ εκεί όπου πήγαιναν ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές Του (Ματθ. 16, 13).
Και, στη ευσέβεια της, έκτισε ένα άγαλμα (ένα μνημείο) «εις μνήμης της θαυμαστής θεραπείας, μνημείο στο οποίο μπορούσε κανείς να δει το σχήμα μιας γυναίκας προσκυνούμενη και με τα χέρια στη προσευχή προς τον Κύριον».
Αλλά ας επανέλθουμε τώρα στο δεύτερο μέρος του ευαγγελίου και διαβάζουμε: Έτι αυτού λαλούντος, έρχεται τις παρά τού αρχισυναγώγου, λέγων αυτώ (στον Ιαείρο) ότι τεθνηκεν ή θυγάτηρ σου- μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Για αυτούς, για μας, τελειώσανε τα πάντα, μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Αλλά η προσευχή δεν έχει ποτέ τέλος. Γι’ αυτό ο Ιησούς του λέγει: Μη φοβού. Μόνο πίστευε, και σωθήσεται. Μην φοβάσαι ούτε μπροστά στο θάνατο διότι είσαι μαζί με το Θεό, ο Θεός είναι δίπλα σου, μαζί σου. Πριν, στη Παλαιά Διαθήκη, έχει λεχθεί: «αρχή σοφίας φόβος θεού (Παροιμιών 1, 7).
Ο Θεός ήταν μακριά, μέσα στη φοβερή του υπερβατικότητα. Στην τρομοκρατία την οποία προκαλούσε ο θάνατος, τα πάντα ήταν τρόμος, φόβος. Ας παρατηρήσουμε μέσα στο Ευαγγέλιο το φόβο – και της απομάκρυνσης του Θεού και της εγγύτητας του θανάτου – ακυρώνεται, μεταμορφώνεται. Φόβος ουκ εστίν εν τη αγάπη άλλ ή τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβο (Α’ Ιώ 4, 18).
Μέγα και μοναδικό είναι το δώρο της Ενανθρωπήσεως, της έλευσης του Θεού σε μας, «ο Οποίος παίρνει τη μορφή της ταπείνωσης μας» των ερωτήσεων, των ανησυχιών και πόνων και, συνεπώς, του θανάτου μας. Με αυτή την έννοια ένας χριστιανός έλεγε: «Η Σάρκωση, Η Γέννηση, τα Χριστούγεννα σημαίνει το θάνατο της αρχαίας μας απελπισίας». Πόσο τραγικό είναι ένας κόσμος που πονάει, αφού αποστερήθηκε από τη αγάπη του Θεού, η οποία πράγματι αποκαλύφθηκε δια του Υιού Του, διά της σάρκωσης Του, δια της ενανθρώπησης του, δια του Οποίου, όπως λέγει ο Απόστολος, έρρυσατο ημάς εκ της εξουσίας τού σκότους και μετέστησεν εις την βασιλειαν τού υιού της αγάπης αυτού (Κολ. 1, 13)!
Και, κατά το κατά Μάρκον ευαγγέλιο: ουκ άφηκεν είσελθειν ούδενα, ει μη Πέτρον και Ίωαννην και Ίακωβον, και τον πάτερα της παιδός και την μητέρα. Και Ελθών δε εις την οίκίαν και έκλαιον δε πάντες, και έκοπτοντο αυτήν. Ό δε είπεν, Μη κλαίετε- ουκ άπεθανεν, άλλά καθευδει. Η λέξη «καθεύδω», στα ελληνικά σημαίνει κοίμηση, με τη έννοια «αδρανή, ακίνητη κατάσταση, ο ύπνος του θανάτου». Εν Χριστώ τίποτα δεν είναι οριστικό (αμετάθετο), εκτός από τη ζωή.
Όμως κάποιοι από τους παρόντες κατεγελων αυτού, είδοτες ότι άπεθανεν (Ματθ. 9, 24) αυτός δε έκβαλών πάντας παραλαμβάνει τον πατέρα τον παιδιού και την μητέρα και τούς μετ’ αυτόν (Μρ. 5, 40)… και κρατήσας της χειρός αυτής, έφωνησεν λέγων, Ή παις έγείρου (Λκ. 8, 51). Ο ευαγγελιστής Μάρκος περιγράφει αυτή τη στιγμή πιο ζωηρό κρατήσας της χειρός τον παίδων, και με τα ίδια Λόγια του Ιησού: Ταλιθα κούμ! (στη αραμαϊκή γλώσσα) ο εστίν μεθερμηνευόμενον Το κορασιον, σοι λέγω, έγειρε. (Μρ 5, 41). Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα (Λκ. 8,51)
Σαν σε μια εικόνα, τα λόγια των αγίων ευαγγελίων, πραγματικά, κοιτάζουμε με τα δικά μας μάτια, καταλαβαίνουμε με το μυαλό μας, θεωρούμε με το πνεύμα και, ω, θαύμα, βλέπουμε πως ο Ιησούς κρατά με τη θεία χείρα Του την χείρα του παιδιού, εκφωνώντας το λόγο: κορασιον, σοι λέγω, έγειρε! Εν τω Αγιω Πνεύματι το κοράσιον ανασταίνεται γιατί ο Υιός πάντα ενεργεί συν τω ζωοποιώ Πνεύματι. Μπροστά αυτού του θείου γεγονός, η διάνοια μας πάει αμέσως στα λόγια του Ψαλμωδού: αι χείρες σον εποίησαν με και έπλασαν με (Ψαλμός 118, 73). «Αι χείρες σου», δηλαδή αι χείρες τού Πατρός, αι οποίες «είναι ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».
Ο άγιος Ειρηναίος μας ερμηνεύει: αυτά τα χέρια είναι ο «θησαυρός» και τη προαιώνια βουλή του Πατρός, διά των οποίων και εν τοις οποίοις βρίσκει την καταγωγή του το κτιστό «βάθος (άβυσσο)» των κτισμάτων, περί των οποίων ο Ψαλμωδός λέγει ακόμη: Ο Θεός, ο τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους (Ψαλμός 32, 7).
Ο δημιουργικός και πανπρονοιακός θησαυρός των πάντων είναι η Παναγία Τριάδα, και οι άβυσσοι από τη θησαυρό του Θεού είναι τα κτίσματα στη κτιστή τους καταγωγή (αρχή). Και τώρα, μέσα στο σπίτι του Ιαείρου, του άρχοντος της συναγωγής – εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης – ο Πατήρ ενεργεί διά τού Υιού, ο οποίος πιάνει το χέρι του κορασιού και αναφωνεί το δικό Του λόγο: κορασιον, παις, σοι λέγω, έγειρε! Και το Πνεύμα το Άγιο, το ζωοποιό, ανασταίνει το κοράσιον.
Ω, θαυμαστό μυστήριο και αποκάλυψη των αβύσσων! Και μας μίλησε ακόμη σαφέστερα η Γραφή: Και επέστρεψαν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα- ην γαρ ετών δώδεκα, και έξεστησαν [ευθύς] έκστασει μεγάλη (Λκ 8, 55 Μρ. 5, 42).
Έπέστρεψεν το πνεύμα μέσα στον κτιστό ήδη από τον Αδάμ σκεύο (δοχείο) του σώματος της. Διότι το σώμα είναι σκεύο (δοχείο) της ψυχής, και η ψυχή είναι δοχείο του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ονομάζεται στη Γραφή «πνεύμα». Θαυμαστή ολόκληρος είναι αυτή η σύνθεση του ανθρώπου: ψυχή και σώμα! Και ένωση, και όμως, χωρισμός, ιδιαίτερα με το θάνατο. Ένωση με την οποία το σώμα διακονεί την ψυχή και η ψυχή αγιάζει το σώμα. Ω, θείο έργο! Διότι λέγει η Γραφή: «…και έπλασεν ό θεός τον άνθρωπο χούν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής και έγένετο ό άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν (Γεν. 2, 7).
Και όπως μας διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Ο άνθρωπος χειρί Θεού και κατ’ εικόνα πλασθήναι Θεού, και μη το πάν σχείν εκ της ύλης ταύτης και τού κατ’ αίσθησιν κόσμου, καθάπερ τ’ άλλα των ζώων, άλλα το σώμα μόνον την δε ψυχήν εκ των ύπερκοσμίων, μάλλον δε παρ’ αυτού τού Θεού δι’ εμφυσήματος απόρρητοι», ως μέγας τι, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, και θαυμαστόν και τού παντός ύπερέχον και το πάν εποπτεύον και τοις πάσιν επιστατούν και Θεού γνωστικόν άρα και δεκτικόν και δεικτικόν παντός μάλλον της υπερανωκισμένης του τεχνίτου μεγαλειότητος αποτέλεσμα και μη ότι Θεού δεκτικόν δι’ αγώνος και χάριτος, αλλά και δυνατόν ένωθήναι τούτω κατά μίαν ύπόστασιν» (Φιλοκαλία, Δ, σ. 141). Πανέμορφη ερμηνεία της συνθέσεως μας, αυτού του μοναδικού λόγου της Γραφής που μόλις ακούσαμε: έπέστρεψεν το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα. Και πάλι, πόσο σαφής δείχνει ότι μόνο το σώμα «εκ της ύλης ταύτης και τού κατ’ αίσθησιν κόσμου, την δε ψυχή εκ των ύπερκοσμίων και του παντός ύπερέχον και το πάν έποπτεύον και τοις πάσιν έποστατούν». Και ο πατέρας μας Στανιλοάε, ερμηνεύοντας τον Παλαμά, διδάσκει ότι «εδώ λέγεται, κατά συμπιγνομένο τρόπο, όλο που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από όλα τα αισθητά κτιστά. …
Αυτός, ο άνθρωπος, τα βλέπει όλα συνειδητά, τα κατευθύνει όλα, ως εικόνα Θεού. Αυτός υπάρχει η δεσπόζουσα και μεταμορφωτική συνείδηση του κόσμου, διαμέσου αυτού (εν αυτώ) αποκαλύπτεται ο λόγος του κόσμου…. Χωρίς τον άνθρωπο ο κόσμος δεν θα είχε αυτοσυνειδησία». Αλλά, ταυτοχρόνως, προσθέτει ο πατήρ, «η ανθρώπινη συνείδηση είναι έτσι δημιουργημένη – κατ’ εικόνα – ώστε να ενωθεί με την πανδημιουργική Συνείδηση του Θεού. Μόνο η ανθρώπινη ύπαρξη τυγχάνει ικανή να δέχεται μέσα στην συνείδηση της την Συνείδηση του Θεού… μόνο αυτή αποδεικνύει ότι ο κόσμος είναι έργο ενός Δημιουργού (Τεχνίτη) πλήρους έλλαμψης και μεγαλείου κατά το φως και την απέραντη δύναμη του.
Σ’ αυτή τη μαρτυρία την οποία έχει διαπεραστική σαφήνεια, κατανοούμε μια φορά και περισσότερο ότι η ψυχή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι το προϊόν της ύλης, όπως οι καημένοι επιστήμονες προσπάθησαν να μας διδάσκουν. Αλλά πόσοι χαϊδεμένοι είμαστε διότι, π.χ., ο ΝICOLAE PAULESCU τον οποίο αναφέραμε στην αρχή του λόγου μας, ως αληθινός επιστήμονας, ανέδειξε: Ούτε η ενέργεια ούτε η ύλη, με άλλα λόγια το σώμα, δεν έχουν το νόημα( το τέλος) τους μέσα τους, αλλά η ψυχή, άϋλη και πνευματική, είναι δημιουργία του Θεού, είναι ο πράκτορας του τέλους, είναι ο τεχνίτης που φωτίζει από τον Θεό το νόημα της ύπαρξης και της ζωής μας. Έτσι μιλούν σήμερα οι αληθινοί επιστήμονες.
Και καλά είναι να πληρώσουμε τον λόγο μας, πιο απλό, με τη διδασκαλία και με τη προσευχή την οποία ακούμε για τους κεκοιμημένους: «Κύριε ό Θεός ημών, ό τη ση άρρήτω σοφία δημιουργήσας τόν άνθρωπο εκ τού χοός, και τούτον άναμορφώσας εις είδος και κάλλος και έξωράίσας, ως τίμιον και ούράνιον κτήμα, εις δοξολογίαν και εύπρέπειαν της σης δόξης και βασιλείας, δια το κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσιν τούτον παραγαγείν» .
Κοιτάξτε πως σ’ αυτή τη προσευχή βλέπουμε και ακούμε όλοι, πάντα, πως στο μυστήριο της δημιουργία ενώνεται το «χώμα» με το κάλλος του κατ’ εικόνα της ψυχής, μέσα στην οποία είναι εντυπωμένο την εικόνα του Θεού, την θεία Συνείδηση. Ας προσέξουμε πως το χώμα, το σώμα του ανθρώπου, χωρίς τη ψυχή είναι ακίνητος. Αντιθέτως με την ψυχή. Όσον καιρό είναι μέσα στο σώμα ή αν γυρίζεται μέσα στο σώμα, όπως συνέβαινε με το κοράσιο του Ιαείρου από το Ευαγγέλιο, όπου με το λόγο και με τη δύναμη του Θεού το κοράσιο περπατάει, τρώγει- και μέσα μας, μέσα στο καθένα από μας, κατά το μέτρο του αγιασμού μας, η ψυχή με τη παρουσία της χάριτος μας φωτίζει, μας μεταμορφώνει, κάνει την κτίση μας να είναι δημιουργική προς τον καλό, προς τον αγαθό.
Με άλλα Λόγια, η ψυχή αγιάζει το σώμα, την ύλη. Στη περίπτωση τόσων αγίων, όπως π.χ. αυτών που γιορτάζουμε αυτές τις μέρες, του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος μυροβόλοι και ευωδιάζει, ή του Οσίου Δημητρίου Μπασαραμπόβ, «η ύλη δε υποτάσσεται στη φύση και το σώμα δεν γίνεται φθαρτό». Και για μας, αποκαλυπτικός και παρηγορητικός είναι ο λόγος του οσίου Καλλίστου Καταφυγιότης, ο οποίος μας λέγει: «τον της καρδίας ημών πρότερον ένδον εύρηκέναι ζητήσωμεν θησαυρόν και ίκετεύσωμεν Θεόν Άγιον πληρώσαι την γήν υμών τού ελέους αυτού. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, «αι χείρει τού Πατρός οι έπλασαν και έκτισαν ημάς» στο Άγιο Βάπτισμα είναι η δημιουργικός, σωτηριώδης «Θησαυρός» από την «εντός της καρδιάς μας». Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΟΜΙΛΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ.
ΚΑΤΑ ΤΟ Β ΜΕΣΩ ΤΟΥ 20 ΑΙΩΝΑ.
PREDA IONEL SABINΤ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Πηγή: apantaortodoxias.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου