†
[Οι
Δυτικοί κατήργησαν τον ΝΟΥ, χάριν του
υποκειμένου, όπως γνωρίζουμε. Αναπτύσσοντας
την εσωτερικότητα που επινόησε ο
Αυγουστίνος. Ψυχολογικά ονομάζεται
εσωστρέφεια και είναι και ο ορισμός της
εσωστρέφειας από τον Αυγουστίνο. Δεν
σχετίζεται με τον εσωτερικό της καρδίας
άνθρωπο, είναι μια ιδιαίτερη επεξεργασία
του έξω κόσμου όπως μας προσφέρεται από
τα αισθητήρια, από την λογική της
επιβιώσεως και την φαντασία. Σήμερα
λέγεται πρόσωπο.
Η
θεωρητική προσπάθεια, που ξεκίνησε από
τον Γαλιλαίο και αποκορυφώθηκε στον
Χάιντεγκερ, ο οποίος προσπάθησε να
εκτοπίσει τον Αριστοτέλη από την
ανθρωπολογία, όπως μας το φανέρωσε ο
Γκάνταμερ, κάτι που συνέχισε στην Ελλάδα
ο Γιανναράς, επινοώντας κάποιον αποφατισμό
του Αριστοτέλη, για να γίνει αποδεκτός
από τον Χάιντεγκερ, τον Δάσκαλο. Τον
Μεσσία της εποχής μας.
Αυτός ο αποφατικός
Αριστοτέλης, είναι της ίδιας μοίρας, με
το νέο Ευαγγέλιο που βοήθησε στην σύνταξή
του ο Αγουρίδης και προσέφερε στον
Ψευδομεσσία, τον Μουν. Την ίδια απόδοση
στο ψεύδος, τα Σά εκ των Σών, έκανε και
ο Λουδοβίκος, ο οποίος προσέφερε στον
Χάιντεγκερ τους λόγους των όντων του
Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού με το
βιβλίο του, Ευχαριστιακή Οντολογία των
Εκδόσεων Δόμος. Αυτή η προσπάθεια
συμπυκνώνεται στον λόγο: ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ
ΜΕΡΟΣ. Είναι και η πηγή της Ιστορίας.
Λέγεται και εξατομίκευση, το όπλο του
Ράμφου εναντίον του Ελληνικού πνεύματος.
Η καθολικότης του νοητού, των Αρχαίων,
το ΟΛΟΝ αυτό, προϋπέθετε την εξαφάνιση
του ΜΕΡΟΥΣ, του ΕΓΩ.
Σήμερα απαιτούμαι
το όλον στο μέρος, στο ΕΓΩ. Βεβαίως
εξαφανίζεται αυτομάτως το όλον.
Χρησιμοποιείται λοιπόν το Άγιο πνεύμα,
όπως διδάχθηκε κατά πρώτον από τον
Αυγουστίνο και τον Ακινάτη, σαν βοηθός
του πνεύματος του ανθρώπου, το οποίο
είναι θεϊκό ή ο μόνος θεός, πάντως αθάνατο
και άπειρο, για να μην χαθεί στην αφομοίωσή
του από το Εγώ, εφόσον άπειρο και αιώνιο,
και έτσι χαθεί και το κύρος του υποκειμένου,
η λογική.
Προς
τούτο κατασκευάζεται μια νέα ενσάρκωση,
του Αγίου πνεύματος, στην Λογική του
ανθρώπου, με τα δεδομένα της Χριστολογίας.
Δύο φύσεις στην υπόσταση του Κυρίου.
Αναλόγως
θα πρέπει να αποκτήσουμε δύο φύσεις
στην υπόσταση του ανθρώπου, στην λογική.
Ονομάζεται και ΠΡΟΣΩΠΟ αυτός ο νέος
άνθρωπος. Ο ΝΕΟΣ ΣΑΝ-ΘΕΟΣ. Δεν ακούστηκε
ακόμη η φωνή του Κυρίου: Ου ποιήσεις
σεαυτόν είδωλο. Στην ψευδοθεολογία του
Γιανναρά το άγιο πνεύμα της αιρέσεως
αυτής ονομάζεται ΘΕΛΗΣΗ. Ο Μπαλτάσαρ
είναι μεγάλος δάσκαλος της αναλογίας,
τόσο αγαπημένης και στον Γιανναρά και
στον Ζηζιούλα, και θα μας προσφέρει
σιγά-σιγά, με την σειρά του, δίπλα στον
Λόσκι, όλα τα μυστικά της Οικονομίας
του Αγίου πνεύματος. Ο Ζηζιούλας
ονομάζοντας πρόσωπο μόνον τον Άγιο,
στην διάσημη εργασία του, "Από το
προσωπείο στο πρόσωπο", άλλαξε όλα
τα δεδομένα της Αγιότητος και έθεσε και
ο ίδιος την δική του υποψηφιότητα,
σύμφωνα με τα κριτήρια πάντοτε που
επινόησε και επέβαλλε ο ίδιος].
«Όταν
δε έλθη εκείνος, το πνεύμα της αληθείας,
οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν·
διότι δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του,
αλλά θα πει όσα ακούσει και θα σας
αναγγείλει εκείνα που μέλουν να συμβούν
(τα ερχόμενα). Εκείνος εμέ θα δοξάσει,
διότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου
και θα σας το αναγγείλει. Όλα όσα έχει
ο Πατέρας μου, είναι δικά μου· γι' αυτό
σας είπα ότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό
μου και θα σας το αναγγείλει» (Κατά
Ιωάννην 16:13-15). Ο καθολικός προορισμός
του πνεύματος είναι η εξήγηση που εισάγει
σ' αυτή την έννοια, στην οποία μπορούμε
να επαναφέρουμε όλη την πολλαπλότητα
των λόγων που βρίσκονται στον Ιωάννη
και στα κείμενα της Παλαιάς και Καινής
Διαθήκης. [Όλα προετοίμαζαν και προφήτευαν
το Άγιο πνεύμα. Ο Κύριος μας περισσεύει,
είναι ψηλά στους Ουρανούς, δεν μπορεί
να κάνει τίποτε πλέον, ο αντιπρόσωπος
του είναι προβληματικός, ξαναγράφουμε
τα πάντα λοιπόν πάνω στο Άγιο πνεύμα
και οι πατέρες σαν τους προφήτες της
Π.Δ. αποτελούν το γενεαλογικό δένδρο
της ενσαρκώσεως του Αγίου πνεύματος
στην λογική. Καλά παιδιά. Τακτοποιημένα
μυαλά].
Ο
Υιός καθότι ενσαρκωμένος ήταν η κατάλληλη
φανέρωση του Πατρός, αλλά περέμενε ένας
χώρος κλειστός για τους ανθρώπους μέχρις
ότου καί διότι το πνεύμα «δεν είχε ακόμη
έλθει»!
«Με
ορατό τρόπο ήλθε την πεντηκοστή. Διότι
πριν από εκείνη την ημέρα οι απόστολοι
δεν διέθεταν ακόμη εκείνη την άπειρη
σημασία του Χριστού. Δεν γνώριζαν ακόμη
πως αυτή ήταν η άπειρη ιστορία του θεού.
Είχαν πιστέψει σ' Αυτόν, αλλά όχι ακόμη
σαν αυτή την άπειρη αλήθεια. Οι εχθροί
του τον είχαν δει, τον είχαν ακούσει να
τους διδάσκει, όλο αυτό το είχαν γνωρίσει,
είχαν δει θαύματα και είχαν πιστέψει
τελικά σ' αυτόν. Αλλά ο Χριστός ο ίδιος
ελέγχει αυστηρά εκείνους που επιθυμούν
από αυτόν θαύματα. Το πνεύμα, λέει, θα
σας οδηγήσει σε κάθε αλήθεια»(Χέγκελ,
Ιστορία της Φιλοσοφίας ΙΙΙ (1836), σελ.
134).
Και
γι' αυτό, θα συμπεράνουν οι Πατέρες, το
πνεύμα πρέπει να είναι αυτό το Ίδιο
θεός. Διαφορετικά πως θα μπορούσε να
εκθέσει την αλήθεια, καθότι πνεύμα της
αληθείας, της αλήθειας που περιέχεται
στην αποκάλυψη του πατρός μέσω του Υιού;
Τότε όμως αυτό το Ίδιο θα έπρεπε να
βρίσκεται στο εσωτερικό αυτού του
γεγονότος της γλώσσας, των λέξεων του
Υιού (και όλα σ' αυτόν ήταν λόγος) που
ήταν ήδη Πνεύμα και Ζωή. Αυτή την
αδιαχώριστη σχέση Λόγου και Πνεύματος
στο γεγονός της αποκαλύψεως θα την
αναλύσουμε στην συνέχεια.
Όμως
η ανθρώπινη μοίρα του Ιησού έπρεπε να
ολοκληρωθεί πριν το Άγιο πνεύμα μπορέσει
να εκπορευθεί και να ενφυσήσει στον
κόσμο. Ακόμη και το χτύπημα της λόγχης
ήταν απαραίτητο για να ανοίξει το δώμα
της καρδιάς τού αποκαλύπτοντος σώματος,
έτσι ώστε τώρα μόνον το Άγιο πνεύμα,
μαζί με νερό και αίμα, να μπορεί να
καταθέσει την μαρτυρία του περί της
αλήθειας, πάνω στην αλήθεια της αγάπης
τού πατρός που απεκαλύφθη από τον Υιό.
[Και ο Μπαλτάσαρ είναι από τους κυριώτερους
θεολόγους της Δύσεως. Και όμως δεν
κατέχει παρά γλωσσολαγνεία].
Αλήθεια
είναι στον Ιωάννη η θεία πραγματικότης,
η οποία φανερώνεται στον Ιησού. Η
αυτοταυτοποίηση του Ιησού με την αλήθεια
στο 14,6 είναι κεντρική για την έννοια
της αλήθειας τού Ιωάννη. Ενώ η αλήθεια
στο 16,6 είναι αυτό που είναι ο Ιησούς,
αυτό που ο Ιησούς έχει (16,13). Ο ΙΗΣΟΥΣ
ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΙ.
Αποδείχτηκε
λεπτομερώς πως ο ενσαρκωμένος Υιός
αποκάλυψε την θεότητα [ο σκοπός της
Οικονομίας δεν ήταν η ενσάρκωση ή
ενανθρώπιση του Κυρίου, αλλά η αποκάλυψη.
Η αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος. Η οποία
μπήκε στην Ιστορία για να ερμηνευθεί
αποκαλυπτικά από κάθε εποχή του ανθρωπίνου
πνεύματος, κάτι που θα ισχύει και σαν
εσχατολογία, εφόσον η εσχατολογία είναι
αποκάλυψη], όχι μόνον σαν κάποιος που
μιλά και λέει, για παράδειγμα, αλλά σε
όλες τις φάσεις της υπάρξεώς του στο
σώμα. [Αυτός είναι ο υπαρξισμός του
Ζηζιούλα. Θα δούμε σε λίγο το τέρας που
εκκολάπτει. Ο Γιανναράς το ονομάζει
τρόπο ζωής, το τέρας]. Έτσι η αλήθεια στο
κατά Ιωάννην, είναι η θεία πραγματικότης,
η οποία φανερώνεται στον Ιησού. Η
αυτό-ταυτοποίηση του Ιησού με την αλήθεια
στο 14,6 είναι πολύ σημαντική για την
Ιωάννειο έννοια της αλήθειας. [Τα
Ευαγγέλια είναι δημιουργικές επινοήσεις
κάποιων χαρισματικών συγγραφέων]. Ενώ
η αλήθεια στο 16,6 είναι αυτό που ο Ιησούς
είναι, και «όλη η αλήθεια» του 16,13 είναι
αυτό που ο Ιησούς έχει. Και οι δύο αλήθειες
όμως έχουν το ίδιο νόημα [ευτυχώς,
ανακουφιστήκαμε]. Ο Ιησούς είναι ακριβώς
αυτό που έχει και φέρει. [Δηλαδή το Άγιο
πνεύμα. Το μοναδικό του περιεχόμενο. Το
οποίο μπορούμε να έχουμε και εμείς τώρα
και να φέρουμε όπως μας το υποσχέθηκε.
ΕΓΩ ΧΡΙΣΤΟΣ. Αυτή την αισχρή θεολογία
ενστερνίζεται και ο σύγχρονος ορθόδοξος
κληρικαλισμός. Ο οποίος γεννήθηκε, μετά
την νίκη της εικονομαχίας, στα μοναστήρια
του Στουδίου. Μ’ αυτά πολέμησε κατ’
αρχάς ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος,
και έγινε αιτία να μεταφερθεί η ζωντανή
πίστη στο Άγιον Όρος. Σήμερα αποκαλύπτεται
αυτός ο θάνατος από τους αντι-οικουμενιστές
της Λάρισας και του Πειραιώς, τον Ζήση
και τον Σαράντο].
Το
πνεύμα δεν θα εκθέσει λοιπόν μόνον ένα
δόγμα (ή ακόμα χειρότερα το γράμμα της
Αγίας Γραφής), αλλά θα οδηγήσει στα
ζωντανά βάθη του γεγονότος, αυτού που
συμβαίνει και υπάρχει, ανάμεσα στον
Πατέρα και τον Υιό, στον ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ
ΧΩΡΟ. [Αυτή είναι η σύγχρονη εκδοχή του
Φιλιόκβε, η συνέπεια και η πρόοδος. Και
έχει ο Θεός. Κάθε ιστορική εποχή θα είναι
υποχρεωμένη να εμβαθύνει και να ανανεώσει
το Φιλιόκβε, για να οδηγεί την Ιστορία
στα έσχατα, τα οποία ήδη διαγράφονται
με τις ερμηνείες αυτές ως εν εσόπτρω
και εν αινίγματι. Γι’ αυτό και σκίζονται
μεταξύ τους οι ερμηνευτές, ποιος θα
εκφράσει καλύτερα το πνεύμα της εποχής.
Θα είναι και ο σωσμένος. Γι’ αυτό και ο
Ράμφος μάχεται μέχρι θανάτου με τον
Γιανναρά. Για την Σωτηρία μας, από αγάπη
προς όλους μας, για την κοινωνία του
Αγίου πνεύματος. Και όμως υπάρχουν
κορόϊδα που τρέφονται με αυτά τα
σκουπίδια. Σήμερα ανέτειλε και η ποθητή
ενότης της πίστεως. Βρέθηκε και ο κάδος
των σκουπιδιών. Ο 15ος κανών της
πρωτοδεύτερης].
Αυτή
η καθοδήγηση και εισαγωγή του Αγίου
πνεύματος δεν μπορεί βεβαίως να ομοιάσει
με εκείνη μιας ομάδας τουριστών μέσω
μιας άγνωστης πεδιάδος ή μιας γοητευτικής
σπηλιάς με σταλακτίτες, αλλά θα πρέπει
να επαληθευθεί και να επαληθεύεται
μόνον μέσω της εναρμονίσεώς της με την
Χριστολογική πραγματικότητα. [Για τους
καθολικούς είναι ο πάπας, το πρωτείο
και το αλάθητο που του δίνει η αντιπροσωπεία.
Σήμερα στην Ελλάδα οι νέο-ορθόδοξοι
ομιλούν για ενότητα Χριστολογίας και
Πνευματολογίας στο πρόσωπο του Επισκόπου.
Ο Γιαγκάζογλου π.χ.].
Μ’
αυτόν τον τρόπο φανερώνεται και η
κεντρική άποψη του Παύλου γι’ αυτή την
εισαγωγή [στην αγάπη ανάμεσα στον πατέρα
και τον Υιό, που είναι η υπόσταση του
Αγίου πνεύματος.
Διότι
το Άγιο πνεύμα δεν υπάρχει σαν υπόσταση,
αλλά σαν υποστατικός χώρος, σαν αγάπη.
Που υποστασιοποιεί και την σύγχρονη
αγαπολογία. Την αγάπη στον άλλον] μέσω
του πνεύματος: Μας καθιστά υιούς μέσα
στον αιώνιο Υιό! [Πρωτάκουστα, μέσα στον
Υιό, δηλαδή κατ' ουσίαν θεούς, όπως το
πόθησε και ο Αυγουστίνος. Διαλύοντας
την ενσάρκωση, την Θεοτόκο, τους Αγίους
που τιμώνται με την Χάρη της Υιοθεσίας,
και γίνονται μέλη του σώματος Χριστού.
Υπάρχει ένας κρυφός Δοκητισμός στην
καθολική εκδοχή της αιρέσεως που μας
βομβαρδίζει σήμερα].
Αυτό
μπορούμε να το εκφράσουμε επίσης με την
παύλεια μορφή «εν Χριστώ» ή «εν πνεύματι»
ή με την Ιωάννειο φράση «και θα έλθωμεν
σ' αυτόν και θα κατοικήσωμεν μαζί
του»(Ιωαν. 14,23). [Δεν είναι λόγος Κυρίου,
είναι φράση του Ιωάννη. Ολόκληρη όμως
η φράση λέει: Λέει εις Αυτόν ο Ιούδας,
όχι ο Ισκαριώτης, Κύριε πώς συμβαίνει
ότι θα φανερώσεις τον εαυτό σου σ' εμάς
και όχι στον κόσμο; Εάν τις με αγαπά, θα
τηρήσει τον λόγον μου και ο πατήρ μου
αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα
και μόνην παρ' αυτώ ποιήσομεν.
Είναι
σημαντική αρχή λοιπόν, στον αγώνα
εναντίον της αιρέσεως, ο έλεγχος των
αποσπασμάτων. Κανείς δεν μπορεί να
παίξει με τον Κύριο. Όταν επαναφέρουμε
το απόσπασμα στην τάξη του λόγου που
ανήκει, αμέσως φωτίζεται η πλάνη και η
αλήθεια. Αμέσως. Χωρίς κανένα επιπλέον
επιχείρημα].
Έτσι
λοιπόν ξεκαθαρίζει και στον περίγυρό
του, [στα συνοδευτικά λόγια των προπατόρων],
γιατί το πνεύμα έχει σαν δικό του όνομα,
το όνομα "Άγιο πνεύμα". Επειδή
εμφανίζεται επίσης και στην οικονομία
σαν μάρτυρας της αλήθειας και η εισαγωγή
σ' αυτή και μ' αυτό το νόημα μπορεί να
ονομασθεί «πνεύμα της αληθείας»(Ιωαν.
14,17/15,26/1 Ιωαν. 4,6).
Μπορεί
δε να ταυτιστεί ακόμη και με την ίδια
την αλήθεια «το πνεύμα είναι η
αλήθεια»(Ιωαν. 1 5,6)! [Η ταυτότης είναι η
ουσία].
Ο
χώρος ανάμεσα στον πατέρα και τον Υιό,
στον οποίο εισάγει το πνεύμα, είναι κατά
μία έννοια αυτό το Ίδιο, διότι αυτό
είναι, η αγάπη ανάμεσα στον πατέρα και
τον Υιό, αλλά με έναν τρόπο, σύμφωνα με
τον οποίο είναι ταυτοχρόνως και ο καρπός
της (και γι' αυτό ο μάρτυρας αυτής της
αγάπης).
[Αυτή
η αγάπη των δύο υποστασιοποιεί, δημιουργεί
την υπόσταση του Αγίου πνεύματος. Και
αναλόγως και η αγαπολογία δημιουργεί
την υπόσταση του ανθρώπου. Το Άγιο πνεύμα
λοιπόν, ερμηνευόμενο με το Φιλιόκβε,
σαν η αγάπη του πατρός και του Υιού, σαν
ο ΧΩΡΟΣ αυτής της αγάπης, παίρνει την
θέση της ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Αλλοίμονό τους. Γι'
αυτό προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό
τους πως δεν υπάρχει η Κόλαση. Αλλοίμονό
τους].
Σε
αυτό το σημείο όμως δεν πρέπει να
ξεχάσουμε πως το πνεύμα που εκθέτει
εργάζεται «λαμβάνοντας από το δικό
μου», που είναι πάντοτε κάτι ενσαρκωμένο.(;)!
Και γι’ αυτό η μαρτυρία του πραγματοποιείται
μόνο μαζί με νερό και αίμα. Και εάν το
ίδιο το πνεύμα εμφανίζεται σαν ένα θείο
νερό που πίνεται, σαν μια ζωντανή πηγή
στην αιώνια ζωή (Ιωαν. 7,38), τότε και το
ζωντανό αίμα του Χριστού πρέπει να
ληφθεί ταυτόχρονα (Ιωαν. 6,54). Και αυτό
μας οδηγεί σε μια επιπλέον θεωρία της
εκθέσεως ή της εισαγωγής στην αλήθεια.
Αυτή η αλήθεια έλαβε χώρα κυρίως σε έναν
συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο ο Παύλος
ονομάζει το Σώμα του Χριστού ή η Εκκλησία,
όπου ενεργούμενο από το “πνεύμα του
Θεού” και από το “πνεύμα του Χριστού”
(Ρωμ. 8,9), το Άγιο πνεύμα σαν αλήθεια
αποκαλύπτει «όπου η Εκκλησία, εκεί και
το πνεύμα του Θεού, και όπου είναι το
πνεύμα του Θεού είναι και η Εκκλησία
και κάθε χάρη και το πνεύμα είναι
αλήθεια»(Ειρηναίος, Ενάντια στις
αιρέσεις, ΙΙΙ 24, 1). Για την ώρα πάντως
μπορεί να παραμείνει ανοιχτό το θέμα
του καθορισμού της Εκκλησίας και των
συνόρων της, των ορίων της. Πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε πρώτα μόνον τις πρωταρχικές
διαστάσεις.
Ας
τονίσουμε λοιπόν σ’ αυτό το σημείο, δύο
από τις διαστάσεις που εμφανίστηκαν
ήδη στην Ιστορία της Εκκλησίας: Η εισαγωγή
του εκκλησιαστικού ανθρώπου στον χώρο
της διατριαδικής αλήθειας μπορεί να
εξηγηθεί κυρίως σαν μεταμόρφωση μέσα
στον Χώρο του Θεού. Τότε η ενέργεια του
πνεύματος πρέπει να εννοηθεί περισσότερο
σαν κάθαρση, φωτισμός, ένωση δηλαδή
“θέωση”, και αυτό πρέπει να συμβαίνει
τόσο μέσω της νοήσεως όσο και μέσω της
αρετής. Έτσι την εννοούν οι Έλληνες.
[Απολύτως αμφιβαλλόμενο. Οι Έλληνες
μιλούν από την εμπειρία τους, δεν βγάζουν
συμπεράσματα. Οι αρετές χρειάζονται
για την αλήθεια, μέχρι διακρίσεως και
εγκαταλείπονται. Ο δρόμος της ενώσεως
δηλαδή της υιοθεσίας ξεκινά από τη
διάκριση]. Μπορεί να εξηγηθεί όμως
περισσότερο σαν ενσωμάτωση στο σώμα
του Χριστού μέχρις ότου γίνουμε μια
μόνη σάρκα νυμφίου και νύφης, μάλιστα
δε ένα σώμα με πολλά μέλη, όπως ο Χριστός
που αγαπά τον εαυτό του στο σώμα του
(Εφ. 5, 28). Ipsi sunt ego: Έτσι ο Αυγουστίνος και
η Δύση που τον ακολουθεί. [Επειδή έχουμε
σαν Αρχή τον λόγο “Αρχή ορθοδοξίας
έλεγχος αποσπασμάτων”, θα δούμε τον
Απόστολο Παύλο, διότι αφήνουν να εννοηθεί
ότι η Δύση δια του Αυγουστίνου ακολούθησε
τον Παύλο, ενώ η Ορθοδοξία όχι. Το
απόσπασμα αφορά την Χριστιανική
οικογενειακή ζωή. «Αι γυναίκες, τοις
ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω.
Διότι ο άνδρας είναι κεφαλή της γυναίκας
όπως και ο Χριστός είναι κεφαλή της
Εκκλησίας και αυτός είναι σωτήρ του
σώματος. Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας
σας, όπως και ο Χριστός αγάπησε την
Εκκλησίαν και παρέδωκε τον εαυτόν του
δι’ αυτήν…
Έτσι
οφείλουν και οι άνδρες να αγαπούν τας
γυναίκας των όπως τα δικά των σώματα.
Εκείνος που αγαπά την γυναίκα του, αγαπά
τον εαυτό του, διότι κανείς δεν εμίσησε
την σάρκα του, αλλά την τρέφει και την
περιποιείται, όπως και ο Κύριος την
Εκκλησία… ότι μέλη εσμέν του σώματος
αυτού. Αντί τούτο (δια τούτο) ο άνθρωπος
θα εγκαταλείψει τον πατέρα του και την
μητέρα του και θα προσκολληθεί προς την
γυναίκα του και έσονται οι δύο εις σάρκαν
μίαν». Τι βλέπουμε; Να εφαρμόζει στην
οικογένεια ο Απόστολος το δεύτερο σκέλος
της εντολής του Κυρίου. Αγάπα τον Θεό
εξ’ όλης της ψυχής και της διανοίας και
τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Προϋποθέτοντας
το πρώτο. Διότι η εντολή είναι μία. Ο
Αυγουστίνος, έχοντας ανθρωπολογική
προοπτική, αυτονομεί το δεύτερο αυτό
σκέλος και το υποχρεώνει να καλύψει και
το πρώτο. Όπως λέει ο σύγχρονος
οικουμενισμός.
Από
την Ενσάρκωση θα φτάσουμε στην λογική
του δόγματος. Από τον γάμο και το μυστήριό
του θα φτάσουμε στην αγάπη του πατρός.
Ταυτίζοντας ανεπανόρθωτα την οικονομική
με την αΐδιο Τριάδα. Και τι κάνει ο
σύγχρονος Μεσσιανισμός, τον οποίο
εκπροσωπεί ο Μπαλτάσαρ; Χωρίζει στα δύο
την εντολή και μετά την ενώνει. Ακολουθεί
την συμβουλή του πονηρού, διαίρει και
βασίλευε, την οποία εφάρμοσε στην
πολιτική η αναγέννηση με τον Μακιαβέλλι
και σήμερα ενώνει τα χωρισμένα για να
Βασιλεύσει στους Ουρανούς, σαν Θεός.
Αυτή είναι η σύγχρονη, θεολογική εκδοχή
του Οικουμενισμού, η Ένωση των πριν
διεστώτων, για την Ειρήνη. Και εμείς οι
Ορθόδοξοι, οι οποίοι δεν έχουμε χωρίσει
τίποτε από την ζωή για να το κάνουμε
δικό μας, για να τους ακολουθήσουμε
πρέπει να χωρίσουμε και να ενώσουμε
ταυτόχρονα! Για να γίνουμε συνειδητοί
Χριστιανοί, σαν τον Γιαγκάζογλου, τον
Καλαϊτζίδη, τον Δημητριάδος κτλ].
Οι
δύο δρόμοι όμως, οι δύο οπτικές,
αλληλοσυμπληρώνονται σε τέτοιο σημείο
ώστε χωρίς αυτό το αλληλοσυμπλήρωμα
δεν δίνουν κανένα καθολικό δόγμα του
πνεύματος, παρότι η πρώτη τοποθέτηση
είναι πιο θεολογική (Μ. Βασίλειος: Το
πνεύμα ανήκει στον Θεό διότι αγιάζει
σε συμφωνία με τον Θεό) και η δεύτερη
είναι πιο ανθρωπολογική (Αυγουστίνος:
Το πνεύμα της Θείας Ελευθερίας μας
απελευθερώνει από την δουλεία, μας
καθιστά στην Εκκλησία-Χριστός ελεύθερους
υιούς του Θεού). Οι απόψεις συγχωνεύονται
και ιστορικά επίσης η μία με την άλλη,
εάν σκεφτούμε, τον τονισμό εκ μέρους
του Κυρίλλου Αλεξανδρείας του «πνευματικού
σώματος» που δίνει την ζωή, του Χριστού,
από το σώμα του οποίου προσφέρεται κάθε
θέωση, και ας ακούσουμε και τον Αυγουστίνο
να λέει: «Εσείς δεν μπορείτε να δεχτείτε
το Άγιο πνεύμα όσο επιμένετε να γνωρίσετε
τον Χριστό κατά την σάρκα, διότι, λέει,
εάν εγώ δεν φύγω ο παράκλητος δεν μπορεί
να έλθει σε σας». Αναγνωρίζεται εξάλλου
η παρουσία των δύο όψεων, εάν μπορέσουμε
να κατανοήσουμε τον λόγο περί του Αγίου
πνεύματος του Μ. Βασιλείου:
«Όπως
εμείς μέσω της αοράτου εικόνος (Χριστός)
υψωνόμαστε και ανεβαίνουμε στο όραμα
της εικόνος της δόξης (Πατήρ), έτσι είναι
αχωρίστως παρόν σ’ αυτή (στον Υιό) το
πνεύμα της Σοφίας, το οποίο πνεύμα
δωρίζει την δύναμη της θεωρίας της
εικόνος (Χριστού) καθαυτής σε όσους
χαίρονται στην θεωρία της αληθείας και
αυτό πραγματοποιεί και επιτρέπει αυτή
την θεωρία όχι απ’ έξω αλλά οδηγεί αυτό
καθαυτό στην αλήθεια… Στο Φως Σου
βλέπουμε το Φως: Δηλαδή στον Φωτισμό
του πνεύματος… Έτσι αυτό φανερώνει
στον εαυτό του την δόξα του Μονογενούς»(Περί
του Αγίου Πνεύματος c.18).
Εάν
όμως οι διαστάσεις της οικονομίας του
Πνεύματος πρέπει να αντιστοιχούν και
η ενέργεια του Υιού δεν μπορεί να
περιοριστεί στην Εκκλησία τίθεται τότε
η ερώτηση μέχρι ποίου σημείου το Άγιο
Πνεύμα ενεργεί και έξω από την Εκκλησία
καθότι εκπρόσωπος της Τριαδικής αλήθειας.
Η ερώτηση τίθεται πρώτα απ’ όλα για την
Π.Δ., στην οποία «Λόγος του Θεού» και
«πνεύμα του Θεού» εμφανίζονται παράλληλα,
σχεδόν ταυτόσημα. [Και είναι ταυτόσημα,
μπράβο στον θεολόγο. Μόνο που δεν
αναφέρονται σε δύο πρόσωπα, αλλά μόνον
στο πρόσωπο του Κυρίου]. Το πιστεύω
πιστοποιεί και επιβεβαιώνει την έκφραση
του πνεύματος μέσω των προφητών [ποιών
προφητών όμως;]. Η Π.Δ. περιέχει κάτι σαν
προαγγελία του μυστηρίου της Τριάδος
που εφανερώθη εν Χριστώ αλλά η Π.Δ. όπως
και η Κ.Δ. ακόμη περισσότερο, δεν γυρίζουν
μόνον γύρω από τον εαυτό τους, αλλά είναι
ιεραποστολικώς ανοιχτές προς όλα τα
έθνη και όπως ανάμεσα σ’ αυτά δίνεται
ένας σπερματικός λόγος, έτσι θα μπορούσαμε
να βρούμε ανάμεσά τους και κάτι σαν ένα
πνεύμα σπερματικό [είναι μια αυθεντία
της αναλογίας, πρέπει να το αναγνωρίσουμε].
Τέλος
πάνω από αυτή την ιστορικο-παγκόσμια
προοπτική ανοίγει επίσης και ένα βλέμμα
για μια ενέργεια του πνεύματος στην
δημιουργία σαν ένα ΟΛΟΝ, όπου θα
αναγκαστούμε να αναρωτηθούμε μήπως
στην κοινή ενέργεια των θείων Υποστάσεων
στο έργο της δημιουργίας δεν θα μπορούσαμε
να διακρίνουμε ήδη την ιδιαιτερότητα
της καθεμιάς (το πνεύμα σαν ψυχή του
κόσμου).
[Με
απέραντο θράσος η Δυτική θεολογία, μετά
τον αντιπρόσωπο του Χριστού στον θεσμό
του πάπα, ανακηρύττει τον εκπρόσωπο του
πνεύματος στον θεσμό του θεολόγου. Ας
προσέχαμε].
Επιστρέφοντας
όμως από αυτά τα ειδικά θέματα στο κέντρο
ξανά και υπολογίζοντας τον ρόλο του
Πνεύματος σαν εκθέτη και εξηγητή της
αλήθειας, έτσι ώστε να γίνει το κυρίως
θέμα της θεολογικής [ας προσέξουμε ότι
δεν μιλάμε πλέον για θεολογία, αλλά για
θεολογική. Όπως την διδάσκουν όλοι οι
νεοορθόδοξοι], αναδύονται άλλοι επιπλέον
καθορισμοί της δράσης του. Εάν λοιπόν
η αλήθεια που εφανερώθη στον Χριστό
είναι ήδη άπειρη, καθότι «σ’ αυτόν,
είναι κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της
σοφίας και της γνώσεως»(Κολ. 2,3), τότε
αυτή η αλήθεια που είναι παρούσα σ’ ένα
χωροχρονικό φαινόμενο –«εν αυτώ κατοικεί
παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»(Κολ.
2,9)– θα είναι χωρίς τέλος διαμέσου των
χρόνων στην έκθεση και την εξήγησή του.
Και
όλο αυτό όμως, χωρίς το νόημα, απολύτως,
με το οποίο ξεκαθάρισαν τα κύρια σημεία
(για παράδειγμα οι συνοδικοί ορισμοί)
και είχε σαν συνέπεια την προέλευση
πραγματειών και απόψεων όλο και πιο
μερικών και αποσπασματικών, αλλά
αντιθέτως με το νόημα με το οποίο ανοίγουν
όλο και πιο νέες θεωρίες, ματιές δηλαδή
στην άπειρη, αλλά όχι αόριστη αλλά στην
καθορισμένη ολότητα, ματιές που μπορούν
να γίνουν γνωστές και να βιωθούν πιο
διανοητικά ή επίσης και πιο αγαπητικά,
τρόποι του βλέπειν που, εάν το πνεύμα
το επιθυμεί, φωτίζουν ξαφνικά πάντοτε
νέες πλευρές και διαστάσεις της απείρου
αλήθειας και τις καθιστούν συνειδητές,
όψεις που παρέμεναν κατά κάποιο τρόπο
απαρατήρητες από πάντοτε, στον πνευματικό
ορίζοντα της πίστεως και οι οποίες
ξαφνικά με το νέο φως που πέφτει, υψώνονται
επιτέλους, ανυψώνονται, στην καθαρή
συνείδηση.
Η
διατύπωση η οποία επαναλαμβάνεται πολύ
συχνά είναι αληθινή: στον Χριστό υπάρχει
πολύ περισσότερη αλήθεια από όση υπάρχει
στην πίστη της Εκκλησίας, και πολύ
περισσότερη αλήθεια στην πίστη της
Εκκλησίας, από όση στα καθορισμένα
δόγματα. Μεγάλα χαρίσματα όπως εκείνα
του Αυγουστίνου, του Φραγκίσκου, του
Ιγνάτιου Λογιόλα, μπορούν να δεχθούν
δωρισμένες από το πνεύμα, ματιές μέσα
στο κέντρο της αποκαλύψεως, ματιές που
πλουτίζουν την Εκκλησία μ’ έναν τρόπο
τουλάχιστον απροσδόκητο και παρ’ όλα
αυτά διαρκή. Είναι κάθε φορά χαρίσματα
στα οποία η νόηση, η αγάπη και η μίμηση
είναι αχώριστα. Και αναγνωρίζεται από
εδώ πως το εξηγητικό πνεύμα είναι
ταυτόχρονα θεία σοφία και θεία αγάπη
και σε καμιά περίπτωση καθαρή θεωρία,
αλλά πάντοτε και μια ζωντανή πράξη.
Ένα
τελευταίο χαρακτηριστικό είναι τυπικό
για το πνεύμα: Διαχέει την θεία πληρότητα
στο άπειρο, αλλά μόνον με τέτοιο τρόπο
ώστε να την ενώσει ξανά εξαρχής και πάλι
από την αρχή. Αυτό δεν αποκαλύπτει καμμία
ιδιαιτερότητα, λεπτομέρεια, χωρίς να
φωτίσει ταυτόχρονα την ολότητα. Μια
θεολογία που θα χανόταν στις λεπτομέρειες,
μια πράξη που θα τόνιζε μονόπλευρα ένα
μέρος του χριστιανισμού, δεν θα μπορούσε
να θεωρηθεί σαν να είναι ψυχωμένη από
το πνεύμα. Η ταυτόχρονη εξάπλωση και
συμπερίληψη των «κρυμμένων θησαυρών»,
στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, στον Χριστό,
εξαρτάται από την ανεπανάληπτη πρωτοτυπία
και την καθοριστικότητα της υποστατικής
ενώσεως, από την οποία ο πλούτος μοιράζεται
και στην οποία συγκεντρώνεται ξανά. [Ο
βασικός νόμος της εξατομικεύσεως και
της φιλοσοφίας του Πλωτίνου, ο οποίος
εκφράζεται με τις έννοιες Μονή, πρόοδος,
επιστροφή]. «Αυτός θα πάρει από το δικό
μου» λέει ο Κύριος για το πνεύμα. Για
τον ίδιο λόγο λοιπόν η Εκκλησία του
Χριστού επεκτείνεται ιεραποστολικά
«μέχρι τα σύνορα της γής»(Πράξεις 1,8),
αλλά μπορεί να το πραγματοποιήσει με
επάρκεια μόνο εάν ταυτόχρονα
επανασυγκεντρώνεται στα αγαθά που
μοιράζονται. Αυτό ισχύει και για τα βάθη
της χριστιανικής υπάρξεως, όπως και για
την μορφή της θεολογίας για την οποία
είναι υπεύθυνη η Εκκλησία. Και σ’ αυτό
το χριστολογικό παράδοξο μπορούμε να
δούμε εάν μια ύπαρξη και μια χριστιανική
θεολογία εμπνέεται από το Άγιο πνεύμα
ή όχι.
Επειδή
λοιπόν το πνεύμα του θεού και του Χριστού
είναι παρόν στην πράξη, μπορεί να
κυριαρχεί μέσα στον χριστιανικό χώρο
μόνο σε μια «σχετική εσχατολογία», ποτέ
όμως σε μία «απόλυτη». Αυτή η δεύτερη
είναι παρούσα σε όλες τις μορφές Ιουδαϊκού
μεσσιανισμού, όπου η αλήθεια είναι μόνον
μελλοντική και μόνο ουτοπικά ελπίζουμε
σ’ αυτή καθότι πραγματοποιείται μέσω
μεταλλάξεως της τωρινής καταστάσεως
που είναι αποξενωμένη και δυστυχής. Η
θεολογία της απελευθερώσεως έχει μια
μοιραία τάση να κατευθύνεται προς αυτή
την κατεύθυνση. Αυτή η θεολογία πιο
συγκεκριμένα, προέρχεται από τον
Μαρξισμό, καθώς όλη η θεωρία περί
αποξενώσεως και μελλοντικής λυτρώσεως
ριζώνει στον Ιουδαϊσμό, διότι δικαιώνει
όλες τις θυσίες που είναι απαραίτητες
για την επίτευξη του μελλοντικού σκοπού.
[Αυτή είναι η βασική νοοτροπία του
αριστεριστού που κινεί τα νήματα της
συγχρόνου πολιτικής των Μνημονίων.
Είναι το θεμέλιο των σκέψεων του Ράμφου
όπως και των Ελλήνων που την αποδέχονται.
Είναι πολύ κοντά στον σαδομαζοχισμό, ο
οποίος γεννήθηκε σε συνθήκες απόλυτης
απομονώσεως και μοναξιάς, στα έγκατα
της Βαστίλλης από τον Ντε Σάντ. Το μόνο
αποτέλεσμα της Γαλλικής επαναστάσεως].
Αυτή η θεωρία της απολύτου εσχατολογίας
κινεί και τις σκέψεις του Μπλόχ αλλά
και του Βάλτερ Μπέντζιαμιν ή του Λούκατς
και φτάνει μέχρι την σχολή της Φρανκφούρτης,
στον Χόρκχαϊμερ, τον Μαρκούζε και τον
Αντόρνο.
Η
σχετική εσχατολογία έχει σε σύγκριση
μ’ αυτή, την δυναμική της ένταση προς
τα μπρός, με την έννοια πως το βασικό
γεγονός της σωτηρίας ήταν και είναι
παρόν και η παρουσία του πνεύματος
φέρει, ωθεί δυναμικά προς τα εμπρός τον
κόσμο και την Ιστορία, προς το Έσχατον
(Ρωμ. 8, όπου οι ανέκφραστοι στεναγμοί
του πνεύματος, προσφέρουν επιτέλους
στην ανεκπλήρωτη ακόμη ελπίδα όλη τους
την δύναμη για την συνέχιση του αγώνος.
Το πνεύμα και η νύμφη κραυγάζουν συνεχώς
«έρχου»).
Εάν
από μέρους του πνεύματος λέγεται πως
Αυτός ο παράκλητος θα ανακοινώσει τα
μελλοντικά πράγματα, μ’ αυτό υπονοείται
η ολότης αυτού που σήμερα συλλαμβάνεται
σαν καθρέφτης και αίνιγμα. Στην Κ.Δ. το
Άγιο πνεύμα, σαν η Τρίτη θεία Υπόσταση
η οποία μετέχεται από τους πιστούς,
αναλαμβάνει το χρέος να οδηγήσει από
την αλήθεια της πίστεως και της ελπίδος
στην μελλοντική αλήθεια της Διαθήκης
ανάμεσα στον θεό και τον κόσμο [Σαν νέος
Μωυσής]!
Μ’
αυτόν τον τρόπο ξεκαθάρισαν οι πρώτοι
περίμετροι του γεγονότος λόγω του οποίου
το πνεύμα δεν είναι δυνατόν να αποξενωθεί
από την θεολογία. Η χριστιανική αλήθεια
είναι Τριαδική, με την έννοια ότι ο
Ιησούς Χριστός, ο ενσαρκωμένος Υιός του
Πατρός, ενσαρκώνεται από το πνεύμα και
συνοδεύεται από αυτό σε όλη την διάρκεια
της ζωής του, της δράσης του και του
πάθους του, καθότι ο λόγος της αποκάλυψης
είναι η «αλήθεια»(Ιωαν. 14,6), καθώς Αυτός
εκφράζει κατάλληλα την αγάπη του Πατρός
μέχρι τον θάνατό Του. Έτσι λοιπόν ο Πατήρ
στην αποστολή του Υιού θέλει, συμφωνεί
και συνοδεύει την αλήθεια του η οποία
φανερώνει αυτόν, τον Πατέρα, και γι’
αυτόν μάλιστα τον λόγο μπορεί αυτός ο
Ίδιος να ονομασθεί αληθινός.
[Εδώ
φαίνεται και η Λατινική πηγή της θεολογίας
του Ορθόδοξου κληρικαλισμού, ο οποίος
πιστεύει ότι το μοναδικό περιεχόμενο
του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα. Πηγάζει
από το Φιλιόκβε απευθείας].
«Δεν
έχω έλθει από τον εαυτό μου αλλά εκείνος
που με έστειλε είναι αληθινός»(Ιωαν.
7,28). Το ξεκάθαρο συμπέρασμα, παρότι
αινιγματικό της Επιστολής του Ιωάννου,
αναγράφει τρεις φορές στην ίδια φράση
την λέξη «ο αληθινός», μια πρώτη φορά
αναφερόμενη στα σίγουρα στον Πατέρα,
την δεύτερη στον Υιό, ενώ η τρίτη αναφορά
μοιάζει να αναφέρεται και στους δύο
μαζί ή στον έναν εκ των δύο -πιθανώς στον
Υιό-: «Και ξέρομεν ότι ο Υιός του θεού
έχει έλθει και μας έδωσε διάνοιαν για
να γνωρίζουμε τον αληθινό και είμαστε
πραγματικά εν τω Αληθινώ, εν τω Υιώ αυτού
Ιησού Χριστώ. Ούτος εστιν ο αληθινός
θεός και ζωή αιώνιος»(Ιωαν. 1, 5,20). Τότε
λοιπόν ο Υιός είναι αληθινός σαν πιστός
εκφραστής του Πατρός, όχι μόνον διότι
ξαναδίνει τον Λόγο του ακριβώς σε
ανθρώπινη γλώσσα, αλλά επίσης από το
γεγονός πως είναι το Φως το αληθινό
(1,9), ο αληθινός άρτος (6,32), η αληθινή κρίση
(8,16), η αληθινή άμπελος (15,3). Σε όλα αυτά
Αυτός είναι η αλήθεια του θεού μέσα στην
φόρμα του κόσμου.
Παρ’
όλα αυτά όμως όλα αυτά θα ήταν χωρίς
καμμία σημασία εάν δεν μας δινόταν το
πνεύμα της αληθείας (Ιωαν. 14,17, 15,26, 16,13,
1 Ιωαν. 4,6), για να μπορέσουμε να γνωρίσουμε,
όπως λέει και ο Παύλος, τα βάθη του θεού,
που μόνον το πνεύμα ερευνά, για να
μπορέσουμε να τα γνωρίσουμε μαζί μ’
αυτό, «καθότι εμείς δεν ελάβαμε το πνεύμα
του κόσμου, αλλά το πνεύμα που προέρχεται
από τον θεό» (1 Κορ. 2,11) και αντιστοίχως
είμαστε ικανοί ακόμη και να διακρίνουμε
τα πνεύματα «το πνεύμα της αληθείας και
το πνεύμα του ψεύδους»( 1 Ιωαν. 4,6) και
μπορούμε να γνωρίσουμε την παραμονή
του Ιησού σε μας. «Και εν τούτω γινώσκομεν
ότι μένει εν ημίν, εκ του πνεύματος ου
ημίν έδωκεν»(1 Ιωαν. 3,24).
Σ’
αυτό το πνεύμα είναι ο απαραίτητος
παρουσιαστής της τριαδικής αλήθειας
και μ’ αυτόν τον τρόπο είναι και σε όλες
τις πράξεις που του αποδίδονται, είναι
δηλαδή το ολοκληρωτικό αντικείμενο της
θεολογίας, της θεολογικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου