Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου
του Αγίου Όρους τον παρελθόντα Νοέμβριο (1998)
πραγματοποίησε μια σημαντική απόφασή της να τιμήση τον
άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο
οποίος έζησε στην αρχή της μοναχικής του ζωής στην Ιερά
αυτή Μονή.
Στην “Εκκλησιαστική
Παρέμβαση” του προηγουμένου μηνός δημοσιεύθηκε ένα
ρεπορτάζ για το σημαντικό αυτό Συνέδριο, καθώς επίσης
στο παρόν φύλλο της εφημερίδας (εννοεί
αυτό στο οποίο δημοσιεύθηκε το άρθρο)
δημοσιεύεται η εισήγηση που πραγματοποίησα στο Συνέδριο
αυτό. Εκείνο που θα ήθελα να παρουσιάσω εδώ είναι ότι,
κατά την άποψή μου, φάνηκε στο Συνέδριο ο τρόπος
προσεγγίσεως που γίνεται από την ακαδημαϊκή θεολογία,
ιδιαιτέρως από την λεγομένη Παρισινή θεολογία, που σε
μερικά σημεία είναι διαφορετική από την ορθόδοξη
εκκλησιαστική προσέγγιση αυτής της μεγάλης πατερικής
μορφής.
Όταν στο κείμενο αυτό
κάνουμε λόγο για Παρισινή θεολογία, εννοούμε την
θεολογία εκείνη, η οποία διαμορφώθηκε από διαφόρους
Ρώσους θεολόγους, που ήλθαν σε αντίθεση με τις
μεταρρυθμίσεις του Μ. Πέτρου στην Ρωσία, και η οποία
εκφράσθηκε στον Δυτικό χώρο από Ρώσους σλαυοφίλους
ιmigre. Το Θεολογικό Ινστιτούτο του αγίου Σεργίου στο
Παρίσι καλλιέργησε τις βασικές έννοιες της θεολογίας
αυτής, αφού εκεί κατέφυγαν πολλοί Ρώσοι θεολόγοι.
Είναι, βέβαια, γνωστόν
ότι οι Ρώσοι αυτοί θεολόγοι, έχοντας μια αίσθηση της
ορθοδόξου ησυχαστικής παραδόσεως και, βλέποντας τις
ουμανιστικές αρχές του δυτικού πολιτισμού, ήλθαν σε
διάλογο με τα διάφορα φιλοσοφικά - θρησκευτικά ρεύματα
της Δύσεως και προσπάθησαν να βοηθήσουν. Επιδίωξαν,
δηλαδή, να κάνουν ό,τι έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας
του Δ' αιώνος, ήτοι να απαντήσουν στις αναζητήσεις των
Δυτικών, αλλά και να λύσουν, μέσα από την Ορθόδοξη
Αποκάλυψη, τα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, ανθρωπολογικά,
κοινωνικά κ.ά. προβλήματα, που επικρατούσαν στην Δύση.
Πράγματι, πρόσφεραν
πολλά στην ικανοποίηση της υπαρξιακής πείνας των Δυτικών
ανθρώπων. Όμως, ενώ οι άγιοι Πατέρες του Δ' αιώνος είχαν
προσωπική βίωση της αποκαλύψεως, δια της καθάρσεως της
καρδιάς, του φωτισμού του νου και της θεώσεως, και γι’
αυτό μπόρεσαν να κάνουν δημιουργικό έργο, οι Ρώσοι αυτοί
δεν είχαν αυτές τις προσωπικές προϋποθέσεις, γι’ αυτό
και σε πολλά ζητήματα δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν
αυθεντικά, μάλλον δε, αντί να επηρεάσουν σημαντικά τα
πράγματα, σε μερικά σημεία επηρεάσθηκαν από τα κριτήρια
της δυτικής παραδόσεως.
Επομένως, με τον όρο
Παρισινή θεολογία εννοείται μια στοχαστική και
φιλοσοφούσα θεολογία, η οποία απομακρύνεται από τις
βασικές προϋποθέσεις της θεολογίας των αγίων Πατέρων της
Εκκλησίας.
Νομίζω ότι ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύεται μόνον ως αγιορείτης, με
τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που υπάρχουν ακόμη στο
Άγιον Όρος. Διαφορετικά παρερμηνεύεται, όπως δυστυχώς
παρατηρούμε σε πολλές αναλύσεις που έγιναν στις ημέρες
μας γι’ αυτήν την μεγάλη πατερική φυσιογνωμία αλλά και
την διδασκαλία την οποία εξέφραζε.
Ένα παράδειγμα πάνω στο
θέμα αυτό είναι το θέμα περί του προσώπου - υποστάσεως.
Όπως ανέπτυξα στο Συνέδριο αυτό, σύμφωνα με την
διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλων των
Πατέρων της Εκκλησίας, ο Θεός είναι Τρία Πρόσωπα, Πατήρ,
Υιός και Άγιον Πνεύμα, αλλά και ο άνθρωπος ως κατ’
εικόνα Θεού μπορεί να θεωρηθή πρόσωπο - υπόσταση, με τις
αναγκαίες προϋποθέσεις.
Και η βασική προϋπόθεση είναι να συνειδητοποιηθή ότι δεν
υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστής
φύσεως. Η
άκτιστη φύση δεν έχει αρχή, δεν έχει τροπή (αλλοίωση)
και δεν έχει τέλος, ενώ η κτιστή φύση έχει αρχή, έχει
τροπή και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλησε ο
άνθρωπος να μη έχη τέλος, οπότε ο άνθρωπος είναι κατά
Χάριν και όχι κατά φύσιν αθάνατος. Μόνον ο Χριστός ως
ενανθρωπήσας Υιός του Θεού είναι η γέφυρα μεταξύ κτιστής
και ακτίστου φύσεως, επειδή ήνωσε το κτιστό και το
άκτιστο και ενεργεί το ένα πρόσωπο “εν δύο φύσεσιν
ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως αχωρίστως”.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε την ανθρώπινη
φύση και όχι ανθρώπινο πρόσωπο, όπως υποστήριζε ο
Νεστόριος, αφού υπόσταση της ανθρωπίνης φύσεως είναι ο
Λόγος. Και μετά την ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό,
διατηρούνται σώες οι ιδιότητες κάθε φύσεως, δηλαδή
διατηρείται το κτιστό και το άκτιστο. Επί πλέον όσοι
ενώνονται με τον Χριστό δέχονται την άκτιστη Χάρη του
Τριαδικού Θεού και είναι κατά Χάριν θεοί ή θεούμενοι,
και όχι κατά Χάριν θεάνθρωποι.
Η λεγομένη Παρισινή
θεολογία, μέσα στην προσπάθεια να υπερβή την ελληνική
θεολογία, την θεολογία των Πατέρων, αφού ανέπτυξε την
περίεργη άποψη ότι οι Ρώσοι ιmigre θεολόγοι προχώρησαν
ακόμη περισσότερο την θεολογία των Ελλήνων - Ρωμαίων
Πατέρων της Εκκλησίας (Αλέξης Κομιακώφ), διετύπωσε
εσφαλμένες θεωρίες γύρω από το πρόσωπο του ανθρώπου.
Συσχέτισε τον τρόπο με τον οποίον υπάρχουν τα Πρόσωπα
της θεότητος με τον τρόπο που λειτουργούν τα πρόσωπα των
ανθρώπων, εισήγαγε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα
Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, στην εκκλησιολογία, την
κοινωνιολογία, την παιδεία, κλπ. Δηλαδή, διάφοροι
θεολόγοι επηρεασμένοι από την Παρισινή θεολογία
προσπαθούν να βρουν αντιστοιχίες του Τριαδικού Θεού με
την Εκκλησία, την κοινωνία, την παιδεία. Για παράδειγμα,
ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία είναι εικόνα της Αγίας
Τριάδος, ενώ η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Τόλμησαν
μάλιστα να βάλουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και σε
αυτές τις συζυγικές και οικογενειακές σχέσεις!
Θα ήθελα στην συνέχεια
να παρουσιάσω τρεις φράσεις που δείχνουν το πώς
προσπαθεί να θεολογήση η Παρισινή θεολογία,
χρησιμοποιώντας την λογική, την φιλοσοφία, και
υπερβαίνοντας τόσο την ορολογία, όσο και τον τρόπο της
θεολογίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
1. Διατυπώνεται η άποψη
ότι “η υπόσταση είναι τρόπος υπάρξεως της φύσης”. Αυτό
θυμίζει έναν ιδιότυπο Σαβελιανισμό, γιατί, όπως έχω
αναλύσει σε άλλο κείμενό μου, δεν μπορούμε ποτέ να πούμε
ότι η υπόσταση είναι τρόπος υπάρξεως της φύσης, αλλά η
ορθόδοξη διδασκαλία είναι ότι τα υποστατικά ιδιώματα
(αγέννητο, γεννητό και εκπορευτό) είναι ο τρόπος
υπάρξεως των θείων υποστάσεων. Οι άγιοι Πατέρες
χρησιμοποίησαν τον όρο αιτία ή τρόπο υπάρξεως για να
εκφράσουν το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού
και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος, αφού ο τρόπος με
τον οποίον υπάρχει ο Πατήρ είναι το αγέννητο, ο τρόπος
με τον οποίον υπάρχει ο Υιός είναι η γέννηση, και ο
τρόπος με τον οποίον υπάρχει το Άγιον Πνεύμα είναι η
εκπόρευση. Μεγαλύτερο πρόβλημα αναφύεται όταν αυτή η
διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρας για να
περιγραφούν οι σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος
μεταφέρεται στα ανθρώπινα δεδομένα. Δεν είναι δυνατόν η
τριαδολογική ορολογία να μεταφερθή απόλυτα, χωρίς
προϋποθέσεις στα ανθρώπινα δεδομένα, διότι ο όρος
“τρόπος υπάρξεως” των Προσώπων της Αγίας Τριάδος δεν
μπορεί ποτέ να έχει την ίδια ερμηνευτική εφαρμογή στις
ανθρώπινες σχέσεις.
2. Λέγεται συνήθως από
μερικούς εκφραστάς της Παρισινής θεολογίας ότι “τό
πρόσωπο υποστασιάζει την ουσία”. Και αυτή η έκφραση
είναι ακατανόητη από ορθοδόξου προοπτικής, και δείχνει
έναν φιλοσοφικό, νοησιαρχικό τρόπο προσεγγίσεως των
θεολογικών θεμάτων, όπως ακριβώς έκαναν οι αιρετικοί, οι
οποίοι φιλοσοφούσαν εξετάζοντας και αναλύοντας την
διδασκαλία και αποκάλυψη περί του Θεού. Γιατί, όταν λέμε
ότι το πρόσωπο υποστασιάζει την ουσία, εννοούμε ότι
υπάρχει η ουσία αφ’ εαυτού της, υπάρχει το πρόσωπο αφ’
εαυτού του, και έρχεται το πρόσωπο το οποίο υποστασιάζει
την ουσία, δηλαδή την προσλαμβάνει και της δίνει ύπαρξη,
ζωή! Αυτά είναι ακατανόητα από λογικής απόψεως, πολύ δε
περισσότερο από θεολογικής πλευράς, διότι δεν νοείται
ουσία ή φύση χωρίς την υπόσταση ή πρόσωπο, ούτε υπόσταση
ή πρόσωπο χωρίς την ουσία ή φύση. Όταν στην πατερική
παράδοση γίνεται λόγος για υπόσταση - πρόσωπο εννοείται
η ουσία με τα προσωπικά ιδιώματα. Το να λέμε ότι το
πρόσωπο υποστασιάζει την ουσία σημαίνει ότι κατά κάποιο
τρόπο βάζουμε χρόνο μεταξύ ουσίας και προσώπου, και
ακόμη ότι υπάρχει κάποια αρχή που υποστασιάζει την
ουσία. Δεν προχωρώ περισσότερο, γιατί αισθάνομαι φόβο
και τρόμο να προσπαθώ να ασχοληθώ λογικά με τα θέματα
αυτά, έστω και στην προσπάθεια να ανατρέψω τις σύγχρονες
αυτές απόψεις περί της σχέσεως και κοινωνίας των
Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
3. Γίνεται λόγος για
την μοναρχία του Πατρός, ότι δηλαδή
ο Πατήρ είναι η πηγή της
υπάρξεως των άλλων Προσώπων - Υποστάσεων της Αγίας
Τριάδος. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι αυτό είναι
ορθόδοξο, αφού το διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες,
αλλά με τις στοχαστικές
αναλύσεις αυτού του θέματος δίδεται η εντύπωση ότι η
μοναρχία του Πατρός εκλαμβάνεται σύμφωνα με τα πρότυπα
του φεουδαλισμού.
Η ορθόδοξη
αντίληψη για την μοναρχία του Πατρός είναι ότι ο Πατήρ
κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως, και
στο Άγιο Πνεύμα δια της εκπορεύσεως, αλλά και
αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από δύο απαραίτητες
προϋποθέσεις. Η πρώτη ότι, καίτοι ομιλούμε για το
αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το
εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος, εν τούτοις, όπως αναλύει
εύστοχα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δεν γνωρίζουμε
λογικά τί είναι αγέννητο, γεννητό και εκπορευτό.
Δεχόμαστε την Αποκάλυψη, χωρίς να στοχαζόμαστε πάνω σε
αυτή. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι παρά τον
διαφορετικό τρόπο υπάρξεως των Προσώπων της Αγίας
Τριάδος, τα Τρία Πρόσωπα είναι ομότιμα, ομοούσια,
ομοδύναμα και ομόδοξα. Δεν υπάρχει υπεροχή ενός προσώπου
πάνω στο άλλο, δεν είναι ανώτερο το ένα πρόσωπο από το
άλλο. Και αυτό, γιατί δεν παρεμβάλλεται χρόνος
μεταξύ Πατρός και Υιού. Η ενότητα του Τριαδικού
Θεού συνδέεται με την πατρότητα του Πρώτου Προσώπου,
αλλά και με την κοινότητα και το ενιαίο της ουσίας.
Στην ορθόδοξη πατερική
θεολογία είναι ξεκαθαρισμένο ότι άλλο είναι το μυστήριο
της Αγίας Τριάδος, το οποίο δεν μπορούμε ποτέ να
κατανοήσουμε, και άλλο είναι το δόγμα περί του μυστηρίου
της Αγίας Τριάδος, το οποίο διατύπωσαν οι Πατέρες,
έχοντας βιώσει την Αποκάλυψη. Καθώς επίσης, σε άλλο
επίπεδο κινούνται οι σχέσεις των Προσώπων της Αγίας
Τριάδος και σε άλλο οι σχέσεις των ανθρωπίνων υποστάσεων
- προσώπων. Δεν υπάρχουν αναλογίες μεταξύ Θεού και
ανθρώπου, γιατί τότε καταλήγουμε στην μεταφυσική, την
οποία τόσο πολέμησαν οι Πατέρες. Και μάλιστα υπάρχουν
και πατερικά κείμενα και Συνοδικές αποφάσεις, όπως
φαίνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, στα οποία
καταδικάζεται η μεταφυσική, η οποία έβλεπε αντιστοιχίες
και αναλογίες μεταξύ ακτίστων και κτιστών.
Πρέπει να προσέχουμε
πολύ τις απόψεις που μας έρχονται από την λεγομένη
Παρισινή θεολογία, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή
θεωρεί ότι προχώρησε ακόμη πιο πέρα από την θεολογία των
Ελλήνων - Ρωμαίων Πατέρων της Εκκλησίας και είναι
ανώτερη από την πατερική παράδοση, αφού θεωρεί τον εαυτό
της ως νεοπατερική παράδοση. Όλα αυτά είναι αρκετά
επικίνδυνα.
Χρωστάμε μεγάλη
ευγνωμοσύνη στον π.
Ιωάννη Ρωμανίδη,
ο οποίος είναι εκφραστής της πατερικής διδασκαλίας και
γνώστης όλων αυτών των ρευμάτων που παρατηρούνται στον
δυτικό χώρο, γιατί μας φανέρωσε πολλές αλήθειες και
ξεκαθάρισε όλα αυτά τα ζητήματα και μας προσανατόλισε
στα αυθεντικά ορθόδοξα θεολογικά κριτήρια των αγίων
Πατέρων της Εκκλησίας. Καθώς επίσης, χρωστάμε
μεγάλη ευγνωμοσύνη και στον π. Γεώργιο Μεταλληνό,
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος κατοχυρώνει
ιστορικά αυτήν την παράδοση και την διατυπώνει με μεγάλη
επιτυχία. Είναι ανάγκη να ερμηνεύουμε τον άγιο Γρηγόριο
τον Παλαμά ως αγιορείτη και να εντάσσουμε την Ορθόδοξη
Παράδοση μέσα σε αυτά τα πλαίσια, που διατηρούνται και
σήμερα, ώστε να αποφευχθή ο κίνδυνος να ερμηνεύεται ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ιδεολογικά ή ηθικολογικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου