Μ’ ας είναι, νέο μου όνειρο, για λίγο, ναι μονάχα,
χάιδεψε τις πληγές μου μίαν αυγή
και θα το νοιώσω εγώ βαθιά το χάδι σου . . . τι τάχα
κι αν θα γίνη μία καινούργι’ αυτό πληγή;
(Μαρία Πολυδούρη, Νέα Χαρά).χάιδεψε τις πληγές μου μίαν αυγή
και θα το νοιώσω εγώ βαθιά το χάδι σου . . . τι τάχα
κι αν θα γίνη μία καινούργι’ αυτό πληγή;
Αν ο τίτλος γινόταν τραγούδι, αναμφισβήτητα θα έμοιαζε με το πρώτο λεπτό του «TheMoor» των Opeth, όπου η ελπίδα γίνεται θλίψη και η θλίψη ζωή.Κι αν ήταν τοποθεσιακή κατάσταση, θα ζούσε στο αδιόρθωτο ψύχος του Flekke. Αν γινόταν όμως αναστροφή και κίνηση προς τα άνω, τότε η «βεβυθισμένη τη αμαρτία» ανθρώπινη φύση θα απομακρυνόταν σταδιακά από το μη ον και η κίνηση της θα είχε κάτι από θεία ευωδία. Μία ευωδία που ανασαίνει στην ψυχή που αναζητά να ζήσει την αλήθεια και να λουστεί τις ηλιαχτίδες της αγιοπνευματικής υιοθεσίας.
Η νέκρωση σαν όρος είναι ένα από τα τόσα διαβρωτικά και διαστρεβλωτικά στοιχεία της φύσεως του αγαθού. Το κακό και κάθε τι που απορρέει από αυτό, σαν πλήγμα, εξαφάνιση, απειλή και θάνατος, εμφωλεύει στην αλλοιωτική κίνηση της ελευθερίας προς μία άλλη αντίθετη κατεύθυνση. Μία κατεύθυνση που σαν πτυχή του αυτεξούσιου στρέφεται έναντι της αγαθής προαίρεσης. Της δεδομένης απόλαυσης του παραδείσου και ελεύθερα επιλέγει να την αντιμάχεται. Και αυτό συντελείται σε μία διαρκή μάχη και μέσα στο αιώνιο της φύσης.
Έτσι λοιπόν μία στιγμή στροφής του εαυτού προς τον ίδιο τον εαυτό, σαν τραγική ειρωνεία, έστρεψε με τη βούληση του την ίδια την τελειωτική κίνηση προς το αρχέτυπο Του και κοινωνία μαζί Του, στην πτώση και τη φθαρτότητα. Ελεύθερα άρχισε να βαδίζει πτωτικά στον αναρχικό του εκμηδενισμό.Έναν εκμηδενισμό που δοκιμάζει τις αντοχές μιας φύσης που ζει το δικό της έρωτα και θάνατο. Αλλά ακόμη κι ο θάνατος σαν «αιώνιος εχθρός» του ανθρώπου δεν εκμηδενίστηκε, αλλά μεταμορφώθηκε σε ζωή. Αυθύπαρκτη οντολογικά η νέκρωση δεν υπάρχει, αλλά αποτελεί θα λέγαμε μία σκοτεινή αποχρωμάτιση της εκστατικής θέας του αχωρήτου. Στο βιασμό της αληθινής όμορφης εικόνας που περιθωριοποίησε προσωρινά τον άνθρωπο από την επίτευξη του σκοπού της υπάρξεως του.
Βέβαια η αποξένωση αυτή δεν προήλθε μόνο συνεργεία της ανθρώπινης θέλησης. Ο μισάνθρωπος εωσφόρος συνέβαλε στην καταστροφή αυτή, αφού με πειθώ και με δόλο μπόρεσε να επηρεάσει τη θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του, όπως θεολογεί ο Γρηγόριος Παλαμάς. Από την άλλη, η αμαύρωση αυτή της κατ’ εικόναν ύπαρξης, υπήρξε προσωρινή. Και η Θεοτόκος έκανε πράξη αυτή τη δύναμη που υπάρχει στην ανθρώπινη φύση για την οποία κάνει λόγο ο Νικόλαος Καβάσιλας, καθώς «η μεν κατά της αμαρτίας δύναμις ην εν τη φύσει». Έτσι η δυνατότητα της κατά χάριν θέωσης του ανθρώπου με βάση την κίνηση των επιλογών του, δεν καταστράφηκε, αλλά αμαυρώθηκε. Η συνεχής όμως αμαύρωση γίνεται εμμονή του ανθρώπου στην πτώση και εθελούσια καταστροφή μέσα από την selfieπνευματική εξόντωση του.
Η νέκρωση του εαυτού είναι στάδιο που εντάσσεται στη φυσική νομοτέλεια μιας ζωής που αδιαμφισβήτητα σε ματώνει για να γευτείς αν το θες πάλι, την αναστάσιμη σάρκα και το αίμα της σωτηρίας. Η τριγωνική αντίληψη του εαυτού σε σχέση με τον Θεό και τον άλλον επιτρέπει την επιλογή της προαίρεσης. Κι εκείνη με τη συνέχεια αρέσκεται να κινείται προς την ατεχνία της δημιουργικής αποθέωσης του ανθρώπου ή στη δημιουργική τελείωση της φύσης των εαυτών. Η τρεπτότητα ως επιλογή δεν είναι αυθεντία της υπαρξιακής οριοθέτησης του εαυτού σε απόλυτες και κατευθυνόμενες εξαγωγικές σκέψεις και συμπεριφορές. Αναλύει, μα δεν απαγορεύει. Επιτρέπει, μα δεν σωριάζεται στα κενά της λησμονιάς του άγιου κάλλους. Βυθίζεται στον απύθμενο βυθό της αφασίας που σκοτεινιάζει το νου, αλλά δεν τον νεκρώνει. Το να νεκρώσεις το νου είναι μία προσωρινή παύση (ή μόνιμη – ανάλογα με τη θέληση-) από την προοπτική της κατά χάριν τελείωσης και υιοθεσίας όλων εκείνων των χαρισματικών καταστάσεων που με θυμίαμα χαϊδεύουν την ευαισθησία της θέλησης για πνευματική έκσταση και σαν οράριο απλώνονται στο άπειρο του νου.
Η «νενεκρωμένη αίσθησις» όπως περιγράφει την αναισθησία ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακοςαποδεικνύει την τραγικότητα του προσώπου όταν παύει να αποτελεί δοχείο της χάριτος και αυτοκτονεί την παρουσία του στο σκότος της απουσίας του. Στην περίπτωση αυτή κάθε πνευματικό αισθητήριο χρωματίζει με ουσία αδιακρισίας της ψυχής κάθε προσωπική και διαπροσωπική έκφανση της ζωής. Και αυτή η αοργησία απέναντι στην κατάντια αδιαμαρτύρητα συνεχίζει να ερωτοτροπεί με την παρα φύσιν υπαρξιακή αφασία, μεταφράζοντας τη βλακεία της εωσφορικής εμμονής στην πτώση ως λογική συνήθεια διαβίωσης στην ατέρμονα φύση που ζαλίζει κάθε καθαρότητα νου για αυτογνωσιακή αφύπνιση και υπαρξιακή ολοκλήρωση εις γνώσιν Χριστού.
Ζάλισε για λίγο ξανά τη σκέψη σου. Τι είναι ωφελιμότερο; Να ζεις γνωρίζοντας πως η βεβυθισμένη πτώση στον ανθρώπινο εκμηδενισμό(human extinction) σου είναι πραγματικότητα που έχεις συνηθίσει και σου αρέσει, γνωρίζοντας το νοσηρό στοιχείο της φύσης αυτής ή να ζεις στο βυθό αυτό της ανυπαρξίας, γνωρίζοντας πως δεν ωφελεί την ψυχή σου, αρνείται τη σάρκωση κάθε ενέργειας του Θεού, θέλοντας να δραπετεύσεις; Η απάντηση είσαι εσύ. Αυτό που είσαι. Αυτό που δείχνεις. Αυτό που ασυναίσθητα πράττεις. Αυτό ειδωλικά βλέπεις να εμφανίζεται στον καθρέφτη της σκοτεινής απόλαυσης του ανεκπλήρωτου. Κι έχεις την επίγνωση της αμαρτωλής και δεινής θέσεως στην οποία βρίσκεσαι και προσπαθείς να ξεφύγεις κι ας πέφτεις και ξαναπέφτεις. Τότε θυμήσου τον υμνωδό που κραυγάζει για την αμαρτωλότητα του προς τον Θεό «πεσούνται εν αμφιβλήστρω αυτών οι αμαρτωλοί, κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω».
Η εμμονή στην επιμονή της απάθειας καταντά νευρωτική ψυχοσωματική ρήξη της εξέλιξης της ανοδικής προόδου της ψυχής, αμαυρώνοντας στη δίνη του απείρου την υπόσταση που θυσιάζεται στην εωσφορική μανία της ειδωλικής εικόνας. Μιας εικόνας που σημαδεύεται από την αυτοκαταστροφή με ρυθμούς απροκάλυπτης έντασης και αλλοίωσης της ομορφιάς του προσώπου. Πόσο λυπηρό είναι να τιθασεύεται η κατά χάριν υιοθεσία στην αυτογνωσιακή έλλειψη της όντως φύσεως των πραγμάτων και στην εμμονή της στο ειδεχθές της προαιρέσεως που κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα «εστί νόσημα».
Πόσο χαρμόσυνο είναι να ολοκληρώνεται στην πηγή του δοσίματος της. Κι αυτή η εναλλακτική θεώρηση του εαυτού που απορρέει από την αγαθή χρήση της ελευθερίας και κινείται στη σφαίρα της χαρισματικής επιρροής, αποτελεί μία άγια αντίληψη. Αντίληψη της των πραγμάτων ενάργειας, ασυμβίβαστης με τις χωροχρονικές αλλοιώσεις του ισχύοντος και του δεδομένου. Μιας αντίληψης που στο μεθυστικό τίναγμα της ερεθιστικής αφοσίωσης, χαϊδεύει στο σώμα του ανεξερεύνητου της ζωής το φως της μεταμορφωτικής ανακαίνισης και «πίνει στο αεροφίλημα τη μυστική ευωδιά του» κατά την αγαπημένη Μαρία Πολυδούρη. Αλλά και αν πάλι διακοπεί αυτή η σχέση ένωσης με τον Θεό, πάλι εξομολογητικά μιας και η εκκλησία «εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται», ο άνθρωπος επανέρχεται στην πορεία της τελειωτικής δημιουργίας.
Η απάθεια αυτού του εκμηδενισμού δεν υποδεικνύει την μοναδικότητα της φύσης και της κτίσης. Όπως υπάρχει σαν αφανισμός της πορείας προς την κοινωνία εαυτών, αλλά και με τον Θεό, έτσι υφίσταται και ως ολοκλήρωση αυτής της σχέσης. Σαν ερωτισμός που διαπνέει με την αύρα του την καινή καθ’ όλα προσπάθεια για την ένταξη της ψυχής στην αρχιτεκτονική της μετάνοιας. Εκείνος που έχει τη μοναδική δυνατότητα να αναμορφώσει και ομορφύνει το πρόσωπο των χωμάτινων δακρύων που διέβρωσε την αισθητική της αρμονίας και της ομορφιάς, είναι ο Θεάνθρωπος. Ο Χριστός δεν εκμηδενίζει τον άνθρωπο στην αφασία του και δεν νεκρώνει τη θέληση του για επαναφορά, όσες πτωτικές τάσεις κι αν επέλθουν στην αμαυρωμένη εικόνα του προσώπου του.
Ο Χριστός μεταμορφώνει την κάθε εικόνα του ξεχωριστά, σεβόμενος την κάθε μία ιδιαιτερότητα. Και δεν καταλαμβάνεται από αγωνία για την ύπαρξη αυτού του εκμηδενισμού των ανθρώπων και γενικότερα του κακού, καθώς δεν δελεάζεται από τα επικούρεια κελεύσματα περί μη θέλησης ή ανημπορίας Του για την επικράτηση του κακού και των φυσικών ατελειών στον κόσμο εν γνώσει της θείας πρόνοιας. Η θεραπευτική αγωγή πέρα από το γεγονός ότι σέβεται και προϋποθέτει την ανθρώπινη ελευθερία, έχει έναν χαρακτήρα που αποξενώνει με ευχάριστη και ανατρεπτική διάθεση το πρόσωπο από το προσωπείο, γεννά το φως στο σκοτάδι του αγεννήτου και προσεύχεται στην ευχή του αγιασμού ψυχών και σωμάτων. Ο χαρακτήρας της αγωγής αυτής δεν είναι ανθρωποκεντρικός, αλλά θεανθρωποκεντρικός. Δεν έχει ως σκοπό τη διάπλαση «καλών καγαθών πολιτών» και την ηθική τους τελείωση, αλλά κάτι παραπάνω που δεν κατάφερε και δεν καταφέρνει κανένα ηθικό, φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό σύστημα. Τον αγιασμό τους. Η ασκητική της αγάπης εναντιώνεται σε κάθε επίπλαστη μορφή ηθικισμού. Περιποιείται την ηθική, βυθίζει το παθιασμένο κόκκινο της στη δροσιστική ανάσα της βουλητικής προαίρεσης και την λούζει με μυρσίνη αγιοταφικής δόξας.
Αν κάποτε σου πουν πως είσαι αμαρτωλός, συνεχώς σφάλλεις, αμαρτάνεις και πληγώνεις ανθρώπους, πως είσαι αδιόρθωτος και εγωπαθής άνθρωπος με έναν «πρωτοπαθή» νου να εμμένει αλαζονικά σε καταστάσεις και συμπεριφορές, μίλησε με τη σιωπή σου.Η ευλογία έρχεται μετά την καταιγίδα. Όσα ήμαστε, είμαστε και γινόμαστε οφείλονται στις επιλογές μας. Η άρνηση της αφασίας της νέκρωσης των γυμνών μας αισθητηρίων χάριν ελέους Θεού ζει τη ζωή της αλήθειας και ευεργετείται από την αγάπη Του. Οι εκμηδενισμοί είναι σημείο κρίσης και κατάκρισης από τους άλλους. Η ζωή όμως είναι μυστική εργασία πάνω στις ματωμένες πληγές που το αλάτι της εωσφορικής μανίας σκίζει με μισάνθρωπο πάθος. Εργασία ήσυχη με πολύ αγάπη και ερωτισμό ψυχών. Ψυχών που πέρα από την αφασία της νέκρωσης μύρισαν και Θεό…
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(e-mail: iraklisfilios@gmail.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου