ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ "Περί τοῦ Παραδείσου" Κεφάλαιον ΣΤ'
Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Παραδείσου"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον ΣΤ '
Πλεῖστες ἄλλες ἐγερθεῖσες ἀμφιβολίες διέλυσε γύρω ἀπ' τὴ
δοθεῖσαν στὸν Ἀδὰμ ἐντολὴν καὶ τὴν παράβασιν τῆς Εὔας.
30.
Πάλιν (κάποιοι) προβάλλουν ἄλλα ζητήματα κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: Δὲν εἶναι
πάντοτε κακὸν τὸ νὰ μὴ ὑπακούῃ κανεὶς σὲ μίαν ἐντολήν. Διότι ἐὰν ἡ
ἐντολὴ εἶναι καλή, καλὴ εἶναι καὶ ἡ ὑπακοὴ (σ' αὐτήν): καὶ διότι ἐὰν
εἶναι φαύλη ἡ ἐντολή, δὲν εἶναι ὠφέλιμη ἡ ὑπακοή. Ἑπομένως δὲν εἶναι
πάντοτε κακὸ νὰ μὴ ὑπακούῃς στὴν ἐντολήν: ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ ὑπακούῃς σὲ
καλὴν ἐντολὴν, εἶναι ἀδόκιμον. Καλὸν εἶναι δὲ τὸ δένδρον τῶν ἐργατῶν τῆς
γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Θεὸς ἐγνώρισεν καὶ τὸ
καλὸν καὶ τὸ κακόν. Τελικὰ λέγει: "Ἰδοὺ ὁ Ἀδὰμ ἔγινεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν"
(Γεν. γ', 22). Ἄν λοιπὸν τὸ νὰ ἔχῃς τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ
εἶναι καλόν, (ἐὰν) εἶναι δὲ καλὴ αὐτὴ (ἡ γνῶσις) τὴν ὁποίαν ἀκόμη καὶ ὁ
Θεός ἔχει, (ἐν τοιαύτη περιπτώσει) φαίνεται ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν
ἀπηγόρευσεν στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι ὀρθῶς (τὴν) ἀπηγόρευσεν· καὶ αὐτὸ μὲν
θέτουν ὡς πρῶτον (οἱ ἐν λόγῳ ἀμφισβητίες). Ἀλλ' ἐὰν καταλάβαιναν τὶ
εἶναι τὸ γιγνώσκειν, ποιὰ δύναμιν ἔχει αὐτὸ τὸ ῥῆμα: ἐὰν ἔτσι
κατανοοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἁρμόζει, τό: διότι ἔγνω ὁ Κύριος τοὺς δικούς
του (Β' Τιμ. β' 19)· ἔγνω ὡς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐκ πολλῶν ἔγιναν ἕν, μέσα
στοὺς ὁποίους διαμένει καὶ μέσα στοὺς ὁποίους "ἐμπεριπατεῖ"· τὸ
γιγνώσκειν, λοιπόν, δὲν ἔγκειται σὲ μόνην καὶ ἐπιπόλαια γνῶσιν, ἀλλὰ
στὴν ἐργασίαν τους, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐκτελῆται. (Λέγουν οἱ
ἀμφισβητίες): Ἔπρεπε δὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐντολήν, καὶ δὲν
ἀπεδείχθη παραβάτης διὰ τῆς μὴ ὑπακοῆς. (Λέγομεν ἡμεῖς:) Λοιπόν, ὅποιος
δὲν ὑπήκουσεν, ἐπλανήθη, διότι ἡ παράβασις εἶναι ἁμάρτημα. Ἀληθὲς ἀκόμη
τὸ ἐὰν θέλουν νὰ ἀμβλύνουν τὴ δύναμιν τῶν γνώσεων, γιὰ νὰ νομίζουν
ἀπαγορευμένην τὴν ἐπιπόλαια γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, σ' αὐτὸ
ἀκόμη βρίσκεται ἡ ἐνοχὴ τῆς παραβάσεως, στὸ ὅτι δὲν ὑπήκουσεν στὴν
ἐντολήν· διότι Κύριος ὁ Θεὸς ἔκρινεν ὅτι πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ
τὴν ἐσπευσμένη γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
31.
Ἄλλο ζήτημα: Ἰσχυρίζονται: ὅποιος δὲν γνώρισεν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν δὲν
διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸ βρέφος. Γιὰ τὸ δίκαιο δὲ δικαστὴν καμίαν
ἐνοχὴν δὲν ἔχει τὸ βρέφος. Ὁ δίκαιος μάλιστα ποιητὴς τοῦ κόσμου, (κατὰ
μείζονα λόγον), οὐδέποτε θὰ ἐγκαλοῦσεν ὡς ἔνοχον ἕνα βρέφος, γιὰ τὸ ὅτι
δὲν ἔχει γνωρίσει τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν· διότι τὸ βρέφος δὲν ἔχει κανένα
ἔγκλημα παράβασης καὶ ἐνοχῆς. Μαζὶ μὲ τοὺς ἀνωτέρω θὰ λέγαμεν ὅτι εἶναι
ἀληθές, ὅτι διπλῆ εἶναι ἡ κατανόησις τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
κακοῦ, ἐὰν λαμβάνωμεν τὴν ἐπιπόλαιη γνῶσιν· εἶναι λοιπὸν ἐσκεμμένον τὸ
ὅτι εἰς οὐδὲν διαφέρει τοῦ βρέφους, ὅποιος δὲν ἐγνώρισεν τὸ καλὸν καὶ τὸ
κακόν. Ἄν εἶναι δὲ ἐσφαλμένον τὸ ὅτι (ὁ τοιοῦτος) οὐδόλως διαφέρει
βρέφους· ἑπομένως δὲν ἦταν βρέφος ὁ Ἀδάμ. Ἐὰν δὲν ἦταν βρέφος, λοιπὸν
προσγράφεται σ' αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα σὰν σὲ μὴ βρέφος. Ἐὰν τοῦ
καταλογίζηται τὸ ἁμάρτημα, ἀκολουθεῖ ἡ ποινὴ στὸ ἁμάρτημα, διότι
εὑρίσκεται ἄξιος ποινῆς, διότι δὲν φρόντισε νὰ ἀποφύγῃ τὸ ἁμάρτημα. Καὶ
εἶναι δυνατὸ νὰ συμβῇ, ὥστε καὶ ὁ μὴ ἔχων τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
κακοῦ, νὰ μὴ εἶναι βρέφος: ἐπειδὴ πρὶν γνωρίσῃ τὸ παιδὶ καλὸν ἢ κακὸν
(Ἡσ. ζ', 16) δὲν ἐξέλεξεν τὸ κακόν. Καὶ ξανὰ ἔχεις τό: Διότι πρὶν τὸ
παιδὶ καλέσῃ τὸν πατέρα, λαμβάνει τὴ δύναμιν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα
τῆς Σαμάρειας (Ἡσ. η', 4). Τέλειος δὲ ὁ ἐνεργῶν τὸ ἀγαθόν, κι' ἄς μὴ
ἀπέκτησεν ἀκόμη τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ὅπως πολλοὶ πρὶν
γνωρίσουν τὸ νόμον, εἶναι οἱ ἴδιοι στοὺς ἑαυτούς τους νόμος (Ρωμ. β',
14). Διότι ὁ Ἀπόστολος πρὶν ὁ Κύριος εἴπῃ: Μὴ ἐπιθυμήσῃς (Ρωμ. ζ', 7)
ἀγνοοῦσεν ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι κακόν. Τελικὰ ὁ ἴδιος λέγει: "Τὴν
ἁμαρτίαν δὲν τὴν ἐγνώρισα εἰμὴ διὰ τοῦ νόμου. Διότι ἀγνοοῦσα τὴν
ἐπιθυμίαν, ἐὰν δὲν (μοῦ τὸ) ἔλεγεν ὁ νόμος: Οὐκ ἐπιθυμήσεις". (Αὐτόθι).
Ἀπ' αὐτὴν τὴν πλευρὰν ἀκόμη καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ εἶναι τέλειον
φυσικῷ δικαίῳ. πρὶν νὰ γνωρίσῃ ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἁμαρτία, εἴτε πρὶν
ἀποδεχθῇ τὸ κρῖμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν θέλησε ὁ ἄνθρωπος
κατ' ἐπιπόλαια γνῶσιν νὰ γνωρίζῃ τὶ εἶναι κακόν, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν ὡς
ἀτελὴς δὲν μπορέσῃ νὰ (τὸ) ἀποφύγῃ.
Δὲν
διατρέχομεν δὲ τὸν κίνδυνον ἐνοχῆς διὰ τῆς ὑπακοῆς εἰς τὴν ἐντολὴν:
λοιπὸν ὁμολογοῦμεν τὴν ἐνοχήν. Πάλιν δὲ ἐὰν λέμε ὅτι ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ
καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ὑψηλὴ καὶ βαθεῖα, ἡ ὁποία βέβαια βαθεῖα γνῶσις
καθιστᾶ (κάποιον) τέλειον: οὐχὶ δὲ ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον δὲν
μπορεῖ νὰ φθάσῃ στὴν ὑψηλὴν καὶ βαθεῖαν γνῶσιν, θὰ ἦτο ὀρθὸν νὰ
κατεδικάζετο ὅπως τὸ μὴ βρέφος.
32.
Πάλιν ἀναφύονται ζητήματα: Ποιὸς δὲν ξέρει, λέγουν (οἱ ἀμφιβάλλοντες),
τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, καὶ (ποιὸς) δὲν γνώρισε βέβαια ὅτι εἶναι κακὸν ἡ
μὴ τήρησις τῆς ἐντολῆς, (ποιὸς δὲ) δὲν γνώρισεν τὸ ἴδιον τὸ καλόν,
τοὐτέστιν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὴν ἐντολήν. Καὶ γι' αὐτό, ἐπειδὴ δὲν εἶχε
γνωρίσει, λέγουν, εἶναι ἄξιος συγχωρήσεως καὶ ὄχι καταδίκης, ὅποιος δὲν
ὑπήκουσεν. Αὐτὸ δὲ τὸ ζήτημα, ποὺ προηγουμένως ἐμνημονεύσαμεν, (ἔτσι)
ἐπιλύεται ἀπὸ αὐτούς. Διότι μπόρεσεν ὁ ἄνθρωπος ἐξ ὅσων προηγουμένως ὁ
Θεὸς τοῦ προσέφερεν, (ὅπως) τὸ ὅτι ἔλαβεν τὴν πνοὴν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι
εἶχεν τοποθετηθῇ εἰς τὸν παράδεισον τῆς τέρψεως, νὰ ἀναλογισθῇ ὅτι
πρέπει νὰ ἐπιδεικνύῃ εἰς τὸν αἴτιον (πάντων τούτων) τὴν ὑψίστην ὑπακοήν.
Καὶ γι' αὐτὸ ἄν ἀγνοοῦσεν τὴ δύναμιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ· ὅμως
ἐπειδὴ τὸ εἶχεν εἴπει ὁ δημιουργὸς τόσων (ἀγαθῶν) περὶ τοῦ δένδρου τῆς
γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὅτι δὲν ἔπρεπεν (οὔτε) νὰ τὸ γευθῶσιν
ὤφειλεν (ὁ ἄνθρωπος) νὰ δώσῃ ἐμπιστοσύνην στὸν ἐντολέα. Διότι ἀπ' αὐτὸν
τὸν Ἀδὰμ δὲν ἀπῃτεῖτο πεῖρα ἀλλὰ πίστις.
Ἀντιλαμβανόταν λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερέχει πάντων καὶ γι' αὐτὸ ὤφειλεν νὰ
προσβλέψῃ στὸ πρόσωπον τοῦ διατάσσοντος. Καὶ ἄν δὲν ἀντιλαμβανόταν τὴ
δύναμιν καὶ τὴν ποιότητα τῶν διαταγῶν· ἐγνώριζεν ὅμως ὅτι πρέπει νὰ
ἀποδίδῃ σεβασμὸν στὸν ἐντολέα. Ἐν τῇ φύσει του εἶχεν αὐτὴν τὴ γνώμην κι'
ἄς μὴ εἶχεν τὴν κρίσιν περὶ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ.
Τελικὰ
καὶ ἡ γυναῖκα εἶπεν στὸ φίδι: "Καὶ ἀπὸ παντὸς δένδρου τοῦ παραδείσου θὰ
φάγωμεν: ἐκ τοῦ καρποῦ ὅμως τοῦ δένδρου, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μέσον τοῦ
παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός. Δὲν θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτὸ (Γεν. γ',2,3). Ἔτσι
λοιπὸν (αὐτὴ) ἐγνώριζεν ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν ἐντολὴν, γιὰ νὰ
λέῃ: Ἀπὸ παντὸς καρποῦ , ποὺ ὁ Θεὸς εἶχεν διατάξει θὰ φάγωμεν, ἀπὸ τὸ
δένδρον ὅμως τὸ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου, ἡ διαταγὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ λέγει
ὅτι δὲν πρέπει νὰ γευθοῦν, διὰ νὰ μὴ πεθάνουν μὲ θάνατον. Ἐπειδή,
ἑπομένως, ἤξερεν (αὐτὴ) ὅτι πρέπει νὰ τηρήσουν τὴν ἐντολήν, ἐγνώρισεν,
λοιπόν, ὅτι ἡ παράβασις εἶναι κακόν, καὶ γι' αὐτὸ δικαίως καταδικάζεται ἡ
παράβασις.
33.
Κάντε τὴν ἑξῆς παραδοχήν: Ἐὰν ἡ λῆψις ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ
καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἦταν τόσον εὐεργετική, ὥστε νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ καλὸν
καὶ τὸ κακόν· τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ δείχνῃ ἡ Γραφὴ, ἐφόσον λέγει: Διότι
μόλις ἔφαγαν καὶ οἱ δύο, ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ γνώρισαν ὅτι ἦσαν
γυμνοί" (Αὐτόθι 6 καὶ 7)· τοὐτέστιν ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς καὶ
γνώρισαν ὅτι εἶναι ντροπὴ νὰ ζοῦν γυμνοί: ἀναμφίβολα μόλις γεύθηκεν ἡ
γυναῖκα ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἡμάρτησεν
καὶ γνώρισεν ὅτι εἶχεν ἁμαρτήσει εἴτε καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ καλέσῃ τὸν ἄνδρα
νὰ συμμετάσχῃ στὸ ἁμάρτημα. Μὲ τὸ νὰ ὁδηγήση δὲ τὸν ἄνδρα εἰς τὴν
παρανομίαν καὶ μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια εἶχε γευθῇ, δὲν
ἀπέφυγεν, ἀλλ' ἐπανέλαβεν τὸ ἁμάρτημα γιὰ δεύτερη φοράν.
Διότι
βέβαια ἄν ἐξετάσῃς ἀληθῶς τὴν αἰτίαν, ὤφειλεν αὐτὸν ποὺ ἠγάπα νὰ μὴ τὸν
σύρῃ σὲ συμμετοχὴν στὴν ποινὴν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπ' αὐτὸ
ποὺ ἡ ἴδια τὸ γνώριζεν σὰν ἁμαρτίαν ἢ ἀγνοοῦντα (νὰ τὸν ἀνακαλέσῃ στὴν
τάξιν)· ἄν καὶ φαίνεται ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἐγνώριζεν ὅτι δὲν μπορεῖ
νὰ βρίσκηται στὸν παράδεισο μετὰ τὸ ἁμάρτημα, ὅτι φοβήθηκε μήπως
ἀποβληθῇ μόνη ἐκ τοῦ παραδείσου. Τελικὰ ἐκρύβησαν ἀμφότεροι μετὰ τὴν
ἐνοχή. Γνωρίζουσα λοιπὸν ὅτι εἶναι ἀποβλητέα δὲν θέλησε νὰ στερηθῆ τῆς
κοινωνίας τοῦ ἀνδρὸς ποὺ αὐτὴ ἀγαποῦσεν.
34.
Κάνε καὶ τὴν ἑξῆς δεύτερην παραδοχήν: Δὲν εἶναι κακὸν ἡ γνῶσις τοῦ
κακοῦ· ἀλλ' ὅταν ἡ πρᾶξις πραγματοποιῆ τὸ κακόν. Διότι ὅποιος ἀμέσως
γνωρίσει τὸ κακὸν δὲν ἐκτελεῖ τὸ κακόν: ἀλλ' ἐνεργεῖ αὐτὸς ποὺ (ἀπὸ παλιά) γνώρισε τὸ κακόν. Ἔναυσμα
δὲ γιὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ κακοῦ συνήθως εἶναι ἡ ὀργὴ ἢ ἡ ἐπιθυμία. Καὶ
οὔτε ποὺ εἶναι ἀνάγκη ὁ ἔχων τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ νὰ κάνῃ τὸ ἀδόκιμον ποὺ
γνώρισεν, ἐκτὸς ἐὰν ἡττηθῇ εἴτε ὑπὸ τῆς ὀργῆς εἴτε ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας.
Ὅθεν ὅ,τι ὀνομάσαμεν ἔναυσμα γιὰ ἁμαρτίαν, εἶναι εἴτε ὁ θυμὸς εἴτε ἡ
ἐπιθυμία, εἴτε πολλάκις ὁ φόβος, εἶναι δυνατὸν ἐκ τοῦ φόβου νὰ
προέρχῃται ἡ ἐπιθυμία, ἐφ' ὅσον ὁ καθένας θέλει νὰ ἀποφύγῃ ὅτι φοβᾶται.
Καὶ γι' αὐτὸ ὀρθῶς θέσαμε τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ὡς ἐναύσματα τῶν
δύο ὑπολοίπων παθῶν. Ἄς ἐξετάσωμεν λοιπὸν ποιὸ ἀπ' τὰ δύο (συνέβη):
ἠρεθίσθη ἢ ὄχι ἡ Εὔα ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα πρὸς τὸ πάθος. Ἀλλ' οὔτε
ὠργίζετο κατὰ τοῦ συζύγου, οὔτε ἡττήθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν: εἰς τὸ
δεύτερον τοὐλάχιστον πλανᾶται, γιὰ νὰ δώσῃ εἰς βρῶσιν στὸν ἄνδρα, ὅ,τι
ἤδη ἡ ἴδια εἶχε γευθῇ. Πρῶτον ἡ ἐπιθυμία ὑπῆρξεν αἰτία τῆς πλάνης ὥστε
νὰ φάγῃ ἡ ἴδια, καὶ ἀκολούθως ὑπῆρξεν ἡ αἰτία τοῦ ἁμαρτήματος. Διότι
ὅ,τι ἤδη εἶχε γευθῇ, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιθυμήσῃ: καὶ ἠκολούθησε διὰ
τῆς γεύσεως τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ.
Κακὸ
λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ προέτρεψε. Ὤφειλε νὰ μὴ κάνῃ τὸν ἄνδρα νὰ ἀποκλίνῃ καὶ
νὰ μὴ καταστήσῃ τὸ δικόν της σύζυγον παραβάτην τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς.
Λοιπὸν ἐν γνώσει καὶ ἐπιγνώσει ἁμάρτησεν καὶ ἐνσυνειδήτως παρέσυρε στὸ
σφάλμα τὸν σύζυγόν της.
Ἄλλως,
θὰ εὑρίσκετο ἐσφαλμένος ὁ λόγος περὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ
καὶ τοῦ κακοῦ ἐὰν καὶ μετὰ ποὺ ἔφαγεν ἀπ' αὐτὸ τὸ δένδρο δὲν μπόρεσε νὰ
ἔχῃ τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ. Διότι ἐὰν εἶναι ἀληθὴς ὁ λόγος, δὲν μπόρεσεν
λοιπὸν νὰ ἔχῃ τὴν αἰτίαν τῆς ἐπιθυμίας: Καὶ πολλοὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι
θεμιτὸν ἔτσι νὰ τύχῃ συγγνώμης (αὐτή), διότι ἐπειδὴ ἀγαποῦσεν τὸν ἄνδρα
γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἐφοβεῖτο νὰ τὸν ἀποχωρισθῇ, καὶ προφασίζονται (οἱ
ἀντιῤῥησίες) αὐτὴν ὡς αἰτίαν τῆς ἐπιθυμίας, τὸ ὅτι (αὐτὴ) εἶχεν
ἀκριβῶς θελήσει νὰ βρίσκηται μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον.
Read more: http://www.egolpion.com/paradeisou_6.el.aspx#ixzz2idi70NQQ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου