Συντάχθηκε
απο τον/την dominique
Παρασκευή,
18 Ιανουάριος 2013 22:23
Αξιολόγηση
Χρήστη: / 0
ΧείριστοΆριστο
ΧείριστοΆριστο
8
Ο Θεός ουκ αμάρτυρον εαυτόν αφήκεν (Πράξεις 14:17)
Γράφοντας ο απ. Παύλος στους χριστιανούς της Ρώμης την προς Ρωμαίους επιστολή του, στο
1ο κεφ. μεταξύ άλλων, τους έγραψε, ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αποκτήσουν κάποια γνώση
περί Θεού παρατηρώντας τα δημιουργήματά του. Κι απ’ αυτά να συναγάγουν και τις αόρατες θείες
του ιδιότητες, όπως είναι η «αίδιος αυτού δύναμις και η θειότης», ώστε οι μη πιστεύοντες να είναι
αναπολόγητοι.
Έκανε δηλ. στην προκειμένη περίπτωση ο απόστολος των Εθνών χρήση του λεγομένου
«κοσμολογικού επιχειρήματος» για την ύπαρξη Δημιουργού, που στηρίζεται στην παρατήρηση ότι
κάθε σπίτι κτίζεται από κάποιον, «ο δε πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ.3:4).
Στα νεώτερα χρόνια το επιχείρημα αυτό καθώς και το λεγόμενο τελολογικό (εκ του
τέλους=σκοπός) και μερικά άλλα, στηριζόμενα στη λογική και στην παρατήρηση, ότι «τίποτα δεν γίνεται
από το τίποτα» και ότι για να παραχθεί ένα αποτέλεσμα χρειάζεται ένα αίτιο μεγαλύτερο του αποτελέσματος
(αρχή του αποχρώντος λόγου), υπέστη κριτική από φιλοσόφους όπως τον Χιούμ, και ειδικότερα από
τον Ε. Κάντ. Ο τελευταίος ιδιαίτερα, φάνηκε ότι αποδυνάμωσε τα κλασσικά επιχειρήματα περί συναγωγής
συμπεράσματος ότι υπάρχει Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου με την επιχειρηματολογία του. Έτσι ολίγον
κατ’ ολίγον, τα επιχειρήματα αυτά εγκαταλείφθηκαν από τους διανοούμενους, οι οποίοι στράφηκαν
σε άλλες κατευθύνσεις, υπενθυμίζοντας και τη Σκέψη του Πασκάλ ότι ο Θεός γίνεται περισσότερο
αποδεκτός με την καρδιά παρά με τη λογική (Σκέψεις, σελ.277).
Μερικοί άλλοι προέβαλαν και την άποψη, ότι τα επιχειρήματα αυτά περί Θεού, έχουν μειωμένη
αξία, αφού προβλήθηκαν από άτομα που λίγο-πολύ είχαν εξοικειωθεί ή ζυμωθεί με τη χριστιανική
ιδεολογία και κοσμοθεωρία. Δηλ. ήσαν επηρεασμένα από έναν τρόπο σκέπτεσθαι, που προϋπόθεταν
την αποδοχή του θείου.
Ωστόσο είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι οι σπουδαιότεροι Έλληνες σοφοί της
προχριστιανικής εποχής, χωρίς να δεχθούν καμιά επίδραση θρησκευτική από το Χριστιανισμό, τον
Ιουδαϊσμό ή κάποια άλλη μονοθεϊστική τάση, κάνοντας απλή χρήση της λογικής και της παρατήρησης
–που είναι τα πρώτιστα και απαραίτητα εργαλεία της επιστήμης- , έφθασαν να καταλήξουν στο
συμπέρασμα ότι υπάρχει ένας Δημιουργός του Σύμπαντος. Εμβαθύνοντας δε μερικοί απ’ αυτούς
ακόμα περισσότερο, έφθασαν να συναγάγουν και μερικές από τις ιδιότητες του Θεού και μάλιστα ότι
δεν μπορεί να θεωρηθεί ο Θεός αίτιος των κακών και των δεινών που ταλανίζουν τους ανθρώπους,
αφού είναι αγαθός και δίκαιος.
Ξεκινώντας απ’ αυτή τη διαπίστωση, στο παρόν δοκίμιο θα προσπαθήσω να δώσω ευσύνοπτα
μερικές απ’ αυτές τις σκέψεις-στοχασμούς-αφορισμούς αρχαίων σοφών, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης
να βγάλει μόνος του τα ανάλογα συμπεράσματα.
Ένας από τους αρχαίους σοφούς - μάλιστα από τους επτά λεγόμενους σοφούς της Ελλάδας - ,
ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. Ο Θαλής που ήταν μαθηματικός, παρατηρώντας
τους αστέρες και τον κόσμο γενικότερα, και τη φύση, κατέληξε όχι μόνο να παραδεχθεί ότι υπάρχει Θεός,
αλλά να τον ορίσει ορθώς, ότι είναι πρεσβύτατος των όντων, και Αυτός που δεν έχει ούτε αρχή ούτε
τέλος: «Πρεσβύτατον των όντων Θεός, αγέννητον γαρ· μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν». Συνέλαβε
δηλ. ο Θαλής πολύ ορθά με μόνη τη λογική σκέψη, ότι ο Θεός για να είναι Θεός, είναι άναρχος και
αΐδιος αλλά και αθάνατος. Ιδιότητες δηλ. του Θεού που αποκαλύπτονται από τον ίδιο, μέσα στην Ιερή
Βίβλο των χριστιανών. Κάνοντας δε ένα βήμα παραπάνω κατέληξε στο να πει: «Κάλλιστον κόσμος·
ποίημα γαρ Θεού» δηλ. ο κόσμος είναι άριστος, ο καλύτερος δυνατός, διότι είναι δημιούργημα του
Θεού. Κάτι ανάλογο μ’ αυτό μας λέει η Γένεσις, ότι όσα δημιούργησε ο Θεός ήσαν «καλά λίαν» (Γεν. 1:31-
εβρ. Τώβ Μεώδ).
Ένας άλλος Έλληνας σοφός, ο Ξενοφάνης από την Κολοφώνα (580-475 π.Χ.) αποκηρύσσο-
ντας τους ανθρωπόμορφους θεούς των συμπατριωτών του καθώς και τις ανθρωποπαθείς εκφράσεις και
εμφανίσεις τους, παρατήρησε ότι αν τα ζώα είχαν θεούς, σίγουρα θα τους έκαναν ζωόμορφους. Όπως
δηλ. οι άνθρωποι κατασκευάζουν και επινοούν θεούς ανθρωπόμορφους με ανθρώπινες αδυναμίες
και πάθη. Έτσι εξ αντιδιαστολής, κατέληξε ο Ξενοφάνης στο να πει ότι Ένας Θεός υπάρχει μέσα σε
θεούς και ανθρώπους κι αυτός «ούτε κατά την μορφή όμοιος με τους ανθρώπους (είναι) ούτε κατά την
σκέψη, όλος στοχάζεται κι όλος θωρεί κι όλος ακούει κι ακίνητος στον ίδιο τόπο πάντα μένει».
Ο Εφέσιος σοφός Ηράκλειτος (544-484 πΧ) ο επονομασθείς σκοτεινός, λόγω της βαθύτητας της σκέ-
ψης του, σε κάποιον αφορισμό του φαίνεται να έχει υλιστική αντίληψη λέγοντας ότι ο κόσμος αυτός είναι
αιώνιος, ούτε κανείς απ’ τους θεούς τον έκανε «αλλ’ ην αεί και έστι και έσται» (Ντιλς Ι, σελ.158). Ωστόσο,
παρά την όντως αυτή υλιστική του αντίληψη, -η οποία σημειωτέον αφορά την προέλευση του κόσμου και της
ύλης μόνο -, σ’ άλλους αφορισμούς του δέχεται ότι υπάρχει Θεός και μάλιστα συγκρινόμενος ο άνθρωπος
ο πιο σοφός με τον Θεό, μοιάζει με έναν πίθηκο που θα προσπαθούσε να τον συναγωνισθεί. «Ανθρώπων ο
σοφώτατος προς Θεόν πίθηκος φανείται και σοφία και κάλλει και τοίς άλλοις πάσιν» (Ντιλς Ι, σελ.
169). Ακόμα ο Ηράκλειτος, είπε κάτι άλλο πολύ σπουδαίο: ότι όσα κάνει ο Θεός δε μπορεί παρά ως εκ της φύ-
σεώς του ως δίκαιος και αγαθός, να είναι όλα δίκαια και αγαθά, ανεξάρτητα που οι άνθρωποι πολλά απ’ αυτά
δεν καταλαβαίνουν και άλλα τα θεωρούν δίκαια και άλλα άδικα, ανάλογα κατά πως τα καταλαβαίνουν με την
απλή τους σκέψη και κατά πως τους συμφέρει. Επί λέξει είπε: «Τω μεν Θεώ καλά πάντα και αγαθά και δίκαια.
Άνθρωποι δε ά μεν άδικα υπειλήφασιν, ά δε δίκαια». Βλέπουμε δηλ. εδώ, ο Ηράκλειτος να καταλήγει σ’
ένα συμπέρασμα που κατ’ επανάληψη τονίζουν οι συγγραφείς της Βίβλου και να συμφωνεί με την θεία
αποκάλυψη. Ακόμα ο Ηράκλειτος για να προσδιορίσει το θείον, χρησιμοποίησε τη λέξη Λόγος : «Του
δε λόγου τουδ’ εόντος αεί..».
Την ύπαρξη του Θεού από την τάξη και την ομορφιά του κόσμου συνήγαγε και ο Αναξαγόρας
(500-428 πΧ) λέγοντας το περίφημο ρητό του «Πάντα διεκόσμησε Νόος». Για τον Αναξαγόρα δηλ. όπως
και για τον Πυθαγόρα που ονόμασε πρώτος το σύμπαν ‘κόσμο’ (στολίδι, κόσμημα) είχε μεγάλη
σημασία η ευρυθμία , η τάξη και η ομορφιά που παρατηρείται στη φύση.
Κι ερχόμαστε αμέσως στο να δούμε τι άλλα είπε ο ξακουστός σοφός-μαθηματικός της αρχαιότητας
Πυθαγόρας (580-490 πΧ), περίφημος για το πυθαγόρειο θεώρημά του και για άλλες μαθηματικές ανακαλύ-
ψεις. Ο Πυθαγόρας, μελετώντας τη φύση και τον κόσμο γενικότερα, κάνοντας χρήση των μαθηματικών και
της πρακτικής σκέψης, έφθασε στο συμπέρασμα όχι μόνον ότι υπάρχει Θεός, αλλά ότι Αυτός είναι και Κύρι-
ος, δηλ. Εξουσιαστής όλων. Και ότι όλη η ζωή μας είναι έτσι δομημένη, ώστε να στρεφόμαστε σ’ Αυτόν και
να τον ακολουθούμε. Παραθέτω επί λέξει το απόφθεγμα του Πυθαγόρα: «Πας ο βίος συντέτακται προς το
ακολουθείν τω Θεώ. Επειδή γαρ εστί τε Θεός και ούτος πάντων Κύριος».
Έτσι και ο Πυθαγόρας κατέληξε με μόνη την παρατήρηση και τη λογική, σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον
συμπέρασμα που έμμεσα έκανε χρήση του και ο απ. Παύλος στον Άρειο Πάγο μιλώντας στους Έλληνες,
επικαλούμενος μάλιστα τους δικούς τους σοφούς: «του γαρ και γένος εσμέν» και «εν αυτώ γαρ ζώμεν και
κινούμεθα και εσμέν» (Πράξεις 17:28).
Φθάνοντας στον Πλάτωνα (427-347 πΧ) που ως γνωστόν κατέχει εξέχοντα θέση στην αρχαία ελλη-
νική φιλοσοφία, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι ανεξάρτητα από τις εσφαλμένες ιδέες που διακρατούσε
σε διάφορα θέματα (π.χ. προΰπαρξη ψυχής, αθανασία ψυχής, κόσμος των ιδεών- προΰπαρξη της
ύλης και συναϊδιότητά της μαζί με τον Θεό) ωστόσο, κι αυτός κάνοντας χρήση της λογικής και της
παρατήρησης, κατέληξε στο να πει ότι ο Θεός είναι ένας μέγιστος μαθηματικός για να υπάρχει ένας
τέτοιος όμορφος και ορθά δομημένος κόσμος (Αεί ο Θεός γεωμετρεί). Αλλά ο Πλάτων προχώρησε ακό-
μα περισσότερο: συνέλαβε μερικές από τις πραγματικές ιδιότητες του Θεού όπως είναι η σοφία, η καλοσύνη
και η αγαθοσύνη του, λέγοντας: «Το θείον καλόν, σοφόν, αγαθόν και παν ό,τι τοιούτον» (Φαίδρος
246Ε). Και ακόμα: «Τω όντι ο Θεός σοφός…η ανθρώπινη σοφία ολίγον τινός αξία εστί και ουδενός»
(Απολογία Σωκράτη 23Α). Αλλά ο Πλάτων, ο μαθητής του διαλεκτικού Σωκράτη προχώρησε πιο
βαθιά θεολογώντας: Συνέλαβε ορθά το πρόβλημα της θεοδικίας, το γιατί δηλ. υπάρχει κακό στον
κόσμο παρά την ύπαρξη παντοδύναμου και σοφού δημιουργού. Και κατέληξε ότι εν πάση περιπτώσει
δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος του κακού το θείον, αλλά αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια
της κακίας στον κόσμο, και κυρίως στον άνθρωπο. «Θεός ουδαμή ουδαμώς άδικος» (Φαίδρος 246) είπε
ο Πλάτων, και ακόμα: «Των κακών άλλ’ άττα δει ζητείν τα αίτια, αλλ’ ού τον Θεό» [Για τις συμφορές
πρέπει να αναζητούμε οπουδήποτε αλλού τα αίτια και όχι στο Θεό] (Πολιτεία 779C).
Τέλος ο Πλάτων απαντώντας στον υποκειμενισμό των σοφιστών και μάλιστα του Πρωταγόρα
που θεωρούσε ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο πάντων, αφού αυτός καθορίζει και αποφασίζει περί
ορθού και εσφαλμένου, αντέταξε το περίφημον «Θεός ημίν μέτρον πάντων χρημάτων (=πραγμάτων)»
(Νόμοι Δ΄ 716 C) δείχνοντας έτσι, ότι ύπατο κριτήριο για την ζωή και τον άνθρωπο δε μπορεί να είναι ο πε-
περασμένος άνθρωπος, αλλά κάτι πολύ ανώτερο απ’ αυτόν, δηλ. ο Θεός.
Κι ερχόμαστε μετά απ’ τον Πλάτωνα να δούμε τι είχε να πει περί Θεού ο μαθητής του, ο μεγάλος
Σταγηρίτης σοφός και επιστήμων Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο οποίος από πολλούς θεωρείται και ο
θεμελιωτής πολλών επιστημών, αφού με την παρατήρηση και τη λογική του έθεσε τις βάσεις των φυσικών
αλλά και των πολιτικών επιστημών. Είναι δε ασφαλώς και ο δημιουργός της λεγόμενης τυπικής λογικής. Ο
Αριστοτέλης, βλέποντας την κίνηση που υπάρχει στον κόσμο κατενόησε ότι αυτή δεν μπορεί να είναι ιδιότητα
της ύλης. Υποστήριξε έτσι, την άποψη, ότι η κίνηση των ουρανίων σωμάτων, θα πρέπει να προήλθε από ένα όν
έξω της κίνησης και ασφαλώς υπέρτατον. Κατέληξε λοιπόν στο γνωστότατο συμπέρασμα ότι «Θεός εστί το
πρώτον κινούν ακίνητον». Μ’ έναν επαγωγικό συλλογισμό που έκαμαν χρήση του και μεταγενέστεροι
διανοητές όπως πχ ο Θωμάς ο Ακινάτης (11ος μΧ αι.), παρατηρώντας τη πολυπλοκότητα της φύσης
και την ίδια την ζωή, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι «ο Θεός αποτελεί την πηγή της ζωής, γιατί έχει ο
ίδιος ζωή και συνεχώς είναι ζωντανό αΐδιο άριστο ον» [Φαμέν δε τον Θεόν είναι ζώον αΐδιον άριστον,
ώστε ζωή και αιών συνεχής υπάρχει τω Θεώ] (Μετά τα φυσικά 1072 β, 24).
Ο Αριστοτέλης με τον αυστηρά επαγωγικό τρόπο σκέψης κατέληξε σ’ ένα πολύ ισχυρό κοσμολογικό-
τελολογικό επιχείρημα. Επισήμανε ότι ο οιοσδήποτε λογικός άνθρωπος αν παρατηρήσει τη φύση και
τα έργα και τα αποτελέσματα των λειτουργιών της, δεν μπορεί να καταλήξει στην αυθυπαρξία ή στην
αιωνιότητα του κόσμου, αλλά στο ότι δημιουργήθηκε ο κόσμος από έναν καλλιτέχνη δημιουργό. Είπε
επί λέξει: «Λογιείται δήπον (ο άνθρωπος) ότι πάντα ουκ άνευ τέχνης παντελούς δε δημιούργειται,
αλλά και ην και εστίν ο τούδε του παντός δημιουργός» (Απόσπ. Αριστ. 12, Ρόζε). Αξιοπαρατήρητο είναι ότι
ο Αριστοτέλης εδώ, τονίζει όχι μόνον ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε, όχι μόνο ήν δημιουργός, αλλά και εστίν,
δηλ. συνεχίζει να υπάρχει, απαντώντας έτσι σ’ αυτούς που θα είχαν διάφορη γνώμη και τονίζοντας την συ-
ντήρηση του κόσμου από ένα δημιουργό που ενδιαφέρεται για τα έργα του. Την πρόνοια και κυβέρνηση του
Θεού στον κόσμο, πολύ εύστοχα ο Αριστοτέλης την παρομοιάζει σαν την διακυβέρνηση ενός πλοίου από τον
κυβερνήτη του, ή τον ηνίοχο ενός άρματος: «Όπερ εν νηί μεν κυβερνήτης, εν άρματι δε ηνίοχος, πόλει δε
νόμος, εν στρατοπέδω δε ηγεμών, τούτο Θεός εν κόσμω».
Ο Αριστοτέλης διαβλέπει σκοπιμότητα (τέλος=σκοπός) στη φύση και στα όσα γίνονται μέσα στη
φύση και όχι τυχαιότητα και ακαταστασία ή χάος. Γι’ αυτό και καταλήγει στον περίφημο αφορισμό «Ο Θεός
και η φύσις ουδέν μάτην ποιούσιν» (Περί Ουρανού Α, 4). Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε και τον όρο
‘εντελέχεια’ = εν αυτώ έχειν το τέλος, για να δείξει μ’ αυτήν, την σκοπιμότητα που εκδηλώνεται
στη φύση, αλλά και την ικανότητα ανάπτυξης των ιδιοτήτων του ανθρώπου που βρίσκονται σε
λανθάνουσα κατάσταση. Τελικά, δεν μπορεί κανείς παρά να εκπλαγεί, διαβάζοντας τα επόμενα λόγια
του Σταγηρίτη σοφού, που χωρίς κάποια θεία αποκάλυψη, με μόνο τη λογική του σκέψη και την
παρατήρηση, κατέληξε στο να πει ακριβώς αυτό που είπε ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή·
ό,τι θα μπορούσε να συναγάγει περί Θεού ένας εχέφρων άνθρωπος, δηλ. ότι ο Θεός αποκαλύπτεται
ο ίδιος και οι ιδιότητές του από τα έργα του. Λέει ο Αριστοτέλης: «Έχουμε χρέος να θεωρούμε τον Θεό
σαν πανίσχυρο πνεύμα, αθάνατο και τέλειο. Γιατί, μολονότι, είναι αόρατος στα μάτια των ανθρώπων,
φανερώνεται στα έργα του»!
Ασφαλώς ο Θεός του Αριστοτέλη δεν μπορεί να συμπίπτει με τον Θεό, τον Γιαχβέ της ιερής
Βίβλου. Το όνομα του οποίου σημαίνει όχι μόνο τον αυθύπαρκτο, αλλά και τον έχοντα σκοπό που τον
πραγματοποιεί μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο κοντά
πλησίασε ένα υγιώς σκεπτόμενο πνεύμα, χωρίς να έχει αποκάλυψη του Θεού, αλλά με μόνο την
παρατήρηση και τη λογική, που βέβαια και αυτά είναι θεόδοτα δώρα, που εντούτοις, δεν λειτουργούν
σε όλους κατά τον ίδιο τρόπο.
Άφησα τελευταίο τον Επίκτητο (50-120 μΧ) τον σοφό αυτό Έλληνα που είπε για τον Θεό και τον
άνθρωπο, κάτι που δεν είπαν οι άλλοι. Ο Επίκτητος έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι συγγενής του Θεού
και ότι έχει μέσα του κάτι από τον ίδιο τον Θεό. Είναι ωραιότατη και η διαπίστωση και η διατύπωση,
και κατανοητή χωρίς κάποια μετάφραση: «Συ (άνθρωπε) απόσπασμα ει Θεού· έχεις τι εν σεαυτώ μέρος
Εκείνου. Τι ουν αγνοείς σου την συγγένειαν;» (Επίκτητου, Διατριβαί, 2,9,12).
Νομίζω ότι εδώ έχουμε με άλλη μορφή, την διαπίστωση του βιβλικού συγγραφέα ότι ο άνθρωπος
επλάσθη κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού (Εβρ. Σελέμ ντεμούτ, Γεν. 1:27) που σημαίνει πλάστηκε έτσι
ώστε, να του μοιάζει πνευματικώς-ηθικώς (εικόνα) και με δυνατότητα να τελειοποιηθεί ακόμα περισσότερο
μιμούμενος τον Θεό (ομοίωση). Δηλ. η εικόνα αναφέρεται σ’ ένα στοιχείο στατικό, ενώ η ομοίωση σ’ ένα εν
σπέρματι δυναμικό στοιχείο. Στον καθένα εναπόκειται να αναπτύξει το δεύτερο, ή να καταχωνιάσει
και να διαστρέψει και το πρώτο. Να παραμείνει παιδί Θεού ή να γίνει υπάνθρωπος…
Οι παραπάνω Έλληνες σοφοί δεν είναι ασφαλώς οι μόνοι που μίλησαν για το Θεό και τα έργα του
και τις ιδιότητές του. Υπάρχουν και άλλοι. Εδώ επιλέξαμε τους σπουδαιότερους και τις σπουδαιότερες
ρήσεις τους. Ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι με μόνα εργαλεία, τη λογική σκέψη και την
παρατήρηση, τις βασικές γνώσεις των μαθηματικών και της αστρονομίας, σε πόσο ορθά συμπεράσματα
κατέληξαν. Βέβαια, δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν περισσότερο. Όσοι δε προχώρησαν, χωρίς τη
θεία αποκάλυψη, ασφαλώς πλανήθηκαν σε άλλα θέματα, αλλά και σε παρεμφερή, καταλήγοντας
όχι σπάνια σε πανθεϊστικές αντιλήψεις ή στον αγνωστικισμό. Όπως αναγράφεται στο Πλατωνικό
διάλογο ‘Τίμαιο’ (28c ): «Τον ποιητή και πατέρα του σύμπαντος τούτου, να εύρει κανείς είναι δύσκολο και
αν τον εύρει είναι αδύνατο να τον αποκαλύψει σε όλους». Και ο Ηράκλειτος αναγνώρισε: «΄Ηθος γαρ
ανθρώπειον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δ’ έχει (Δεν ανήκει στην ανθρώπινη φύση να κατέχει την αληθινή
γνώση, ενώ αυτό είναι του ίδιου του θείου)».
Αλλά η παρούσα έρευνα είχε στόχο της να καταδείξει, κάτι νομίζω που όπως αποδείχτηκε, οι
σπουδαιότεροι αρχαίοι σοφοί έχοντας άγνοια του Θεού του αληθινού και της Βίβλου, και κάνοντας
χρήση θεόδοτων δώρων, κατέληξαν σ’ αυτό που είπε ο απ. Παύλος: «…διότι το γνωστόν του Θεού
φανερόν εστίν εν αυτοίς· ο Θεός γαρ αυτοίς εφανέρωσεν. Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κό-
σμου τοίς ποιήμασιν νοούμενα καθοράται, ή τε αίδιος αυτου δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτοίς
αναπολόγητους» ( Ρωμ.1: 19-20).
Οι άλλοι που δεν κατέληξαν και που σήμερα δεν καταλήγουν σ’ αυτό το συμπέρασμα, είναι απλώς
αναπολόγητοι. Γιατί «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν …εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία»
και σε τελευταία ανάλυση «εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ.1:22-
23,25).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου