Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο ειρηνοποιός επίσκοπος & θεολόγος του Φωτός (14 Νοε)
Ο
Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και τιμάται ως ένας
από τους σημαντικότερους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το δε θεολογικό
του έργο θεωρείται ως η βάση για την ελληνική θεολογική παραγωγή των
τελευταίων 7 αιώνων.
Η ζωή του
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Ο πατέρας του, που είχε ανώτερο αξίωμα, εξασκούσε τη νοερά προσευχή και αυτή την αγωγή έδωσε και στα παιδιά του. Η ευφυΐα και η επιμελημένη αγωγή που έλαβε ο Γρηγόριος από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, έκαμαν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ να τον προορίζει για υψηλά αξιώματα. Ο ίδιος όμως ο Γρηγόριος αδιαφορούσε για την κοσμική δόξα. Μετά το θάνατο του πατέρα του έπεισε τη μητέρα και τα αδέλφια του ότι πρέπει να στραφούν στη μοναχική ζωή, κι ο ίδιος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και κινήθηκε πρώτα προς το Παπίκιον Όρος της Θράκης και τελικά προς τον Άθωνα, όπου και ασκήθηκε στην νοερά προσευχή.
Το 1335 εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», με τους οποίους ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι».
Η ζωή του
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Ο πατέρας του, που είχε ανώτερο αξίωμα, εξασκούσε τη νοερά προσευχή και αυτή την αγωγή έδωσε και στα παιδιά του. Η ευφυΐα και η επιμελημένη αγωγή που έλαβε ο Γρηγόριος από τον Θεόδωρο Μετοχίτη, έκαμαν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ να τον προορίζει για υψηλά αξιώματα. Ο ίδιος όμως ο Γρηγόριος αδιαφορούσε για την κοσμική δόξα. Μετά το θάνατο του πατέρα του έπεισε τη μητέρα και τα αδέλφια του ότι πρέπει να στραφούν στη μοναχική ζωή, κι ο ίδιος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και κινήθηκε πρώτα προς το Παπίκιον Όρος της Θράκης και τελικά προς τον Άθωνα, όπου και ασκήθηκε στην νοερά προσευχή.
Το 1335 εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», με τους οποίους ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι».
Μετά
από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων»,
δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό,
συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Η θέση του, που
αποτελεί την επιτομή της Ορθόδοξης ησυχαστικής παράδοσης, ήταν ότι «ο
Θεός υπάρχει κατά δύο τρόπους. Κατά την ουσία Του και κατά τις Θείες και
άκτιστες Ενέργειές Του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό κατά την ουσία Του. Μπορεί όμως να γνωρίσει και να ενωθεί μαζί Του, μέσα από τις Θείες και άκτιστες Ενέργειές Του»[1].
Παλαμάς και Βαρλαάμ ήρθαν σε αντιπαράθεση και διάφορες μορφές του
πνεύματος, αλλά και της εξουσίας της εποχής συντάχθηκαν με τον καθένα. Η
κατάσταση αυτή ονομάστηκε ησυχαστική έριδα.
Περιεχόμενο της σύγκρουσης
Το πρόβλημα, πού τέθηκε με την παρέμβαση του Βαρλαάμ, ήταν, αν η θεραπεία του νου (κάθαρση) γίνεται μέσω της ασκήσεως και της νοεράς ευχής (φωτισμού) ή μέσω της φιλοσοφίας (διανοητικού στοχασμού). Έτσι όμως ετέθη στην πράξη το πρόβλημα της σχέσεως της «θείας» προς την «έξω» ή «θύραθεν» σοφία. Ο Παλαμάς διέκρινε -πατερικά- δύο σοφίες: τη θεία και την έξω, σαφώς διακρινόμενες μεταξύ τους, διότι χρησιμοποιούν διαφορετικό καθεμιά χώρο (καρδία-εγκέφαλος).
Την «σοφία του αιώνος τούτου» (Α' προς Κορινθίους 2,6) ο ησυχαστής αντικαθιστά στη θεολόγηση με τη σοφία του Θεού, που προϋποθέτει την ενεργό παρουσία της ακτίστου ενεργείας του Θεού στην καρδιά του πιστού.
«Τη γαρ φυσική ταύτη η έξω παιδεία βοηθεί, πνευματική δε ουδέποτε γένοιτ’αν, ει μη μετά της πίστεως και τη του Θεού συγγένοιτο αγάπη, μάλλον δε, ει μη προς της αγάπης και της εξ αυτής εγγινομένης χάριτος αναγεννηθείη και άλλη παρά την προτέραν γένοιτο, κοινή τε και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ήτις δη και άνωθεν σοφία (Ιακ. 3, 17) και Θεού σοφία (Α' Κορ. 1, 21.24. 2, 7) κατονομάζεται, και ως πνευματική πως, άτε τη του Πνεύματος υποτεταγμένη σοφία, τα του Πνεύματος χαρίσματα και γινώσκει και αποδέχεται. Η δε μη τοιαύτη κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης (Ιακ. 3, 15), καθάπερ ο των αποστόλων αδελφόθεος λέγει, διό και τα του Πνεύματος ου προσίεται, κατά το γεγραμμένον» (Υπέρ των ιερώς Ησυχαζόντων τριάς Α', 9, 1).Η Αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της διανοίας του ανθρώπου, διότι υπερβαίνει κάθε κατάληψη. Γι’αυτό η παιδεία και η φιλοσοφία δεν συνιστούν προϋπόθεση της θεογνωσίας. Στη δυτική θεολογική παράδοση ισχύει το credo, ut intelligam (Αυγουστίνος). Κατά την άποψη αυτή προχωρεί κανείς με την πίστη, μέσω της φιλοσοφίας και της Γραφής, στη λογική σύλληψη της αποκαλύψεως. H προτεραιότητα δίνεται στη διάνοια, όχι μόνο στη φυσική, αλλά και στην υπερφυσική γνώση. Για τον ορθόδοξο-ησυχαστή η «έξω» σοφία ως προς την Θεογνωσία είναι μέγεθος αδιάφορο. Γι' αυτό η θέωση είναι υπόθεση κοινή εγγραμμάτων και αγραμμάτων (π.χ. Μ. Βασίλειος-Μ. Αντώνιος).
Ξεκίνησε
από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι
ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω
σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την
ανθρώπινη, και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή
πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και
αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι "τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε" (κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό) και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία [έβλεπαν το θείο Φως], ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: "οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται" (θα δουν το Θεό, Ματθ. 5,8).
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι "τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε" (κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό) και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία [έβλεπαν το θείο Φως], ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: "οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται" (θα δουν το Θεό, Ματθ. 5,8).
Θεμελιώδης
προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκρισις στην ουσία και
ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η
οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται
κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές
Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά
καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
Εξέλιξη της υπόθεσης
Τρεις μεγάλες τοπικές σύνοδοι που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη τα έτη 1341, 1347 και 1351 επεκύρωσαν τις Θέσεις του Παλαμά ως ορθόδοξες, δικαιώνοντας τους ησυχαστές. Παράλληλα καταδίκασαν τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, το μοναχό Γρηγόριο Ακίνδυνο και τον φιλόσοφο Νικηφόρο Γρηγορά. Όμως, λόγω της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης, ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας δίωξε τον Γρηγόριο ο οποίος συνελήφθη, κλείστηκε διαδοχικά σε μοναστήρια και τέλος φυλακίστηκε στις φυλακές των ανακτόρων (1343), όπου παρέμεινε έγκλειστος για 4 χρόνια[1]. Το 1347 δικαιώθηκε οριστικά και εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Τρεις μεγάλες τοπικές σύνοδοι που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη τα έτη 1341, 1347 και 1351 επεκύρωσαν τις Θέσεις του Παλαμά ως ορθόδοξες, δικαιώνοντας τους ησυχαστές. Παράλληλα καταδίκασαν τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, το μοναχό Γρηγόριο Ακίνδυνο και τον φιλόσοφο Νικηφόρο Γρηγορά. Όμως, λόγω της ταραγμένης πολιτικής κατάστασης, ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας δίωξε τον Γρηγόριο ο οποίος συνελήφθη, κλείστηκε διαδοχικά σε μοναστήρια και τέλος φυλακίστηκε στις φυλακές των ανακτόρων (1343), όπου παρέμεινε έγκλειστος για 4 χρόνια[1]. Το 1347 δικαιώθηκε οριστικά και εξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Τα τελευταία χρόνια
Η κατοχή της Θεσσαλονίκης από τους Ζηλωτές δεν επέτρεψε στον Παλαμά να εγκατασταθεί σ’ αυτήν, παρά μόνο το 1350. Γρήγορα όμως αναγκάστηκε να αναμειχθεί στις συγκρούσεις Καντακουζηνού-Παλαιολόγου και σε κάποιο ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη συνελήφθη από τους Τούρκους, οι οποίοι απαίτησαν να πληρωθούν μεγάλα ποσά ως λύτρα, για να απελευθερωθεί ["Ν: τότε ήρθε και σε σημαντικό θεολογικό διάλογο μαζί τους, ο οποίος καταγράφηκε από το γιατρό Ταρωνείτη και σε επιστολές του ίδιου του αγίου. Λεπτομέρειες εδώ. Χαρακτηριστική η ευγένεια του αγίου προς τους αλλόθρησκους, αφού βέβαια είχε υπερασπιστεί με σθένος την αλήθεια του Χριστού: “Για να τους ευχαριστήσω” (μετά τη θεολογική αντιπαράθεση), “χαμογέλασα προς τον τασιμάνη και είπα: αν συμφωνούσαμε στα λόγια, θα ανήκαμε στην ίδια θρησκεία” – “τότε οι Τούρκοι άρχοντες σηκώθηκαν και αποχαιρέτισαν με ευλάβεια τον Θεσσαλονίκης” (δηλαδή τον άγιο Γρηγόριο) “και έφυγαν”].
Μετά την απελευθέρωσή του, το 1355, και μέχρι το θάνατό του από ασθένεια στις 14 Νοεμβρίου του 1359[2], σε ηλικία 63 ετών, παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη όπου και αφοσιώθηκε στην άσκηση των ποιμαντικών του καθηκόντων.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς σ’όλη τη διάρκεια της κοινωνικής αναστατώσεως παρέμεινε γνήσιος ησυχαστής και πατερικός στις επιλογές του. Θα ήταν μεγάλη εις βάρος του αδικία η απόδοση στον Παλαμά αριστοκρατικών ιδεών. Ο Παλαμάς τάσσοντας την παράδοση της θεώσεως πάνω από την πολιτική ρευστότητα, έμεινε φιλικός απέναντι στον Ιω. Παλαιολόγο και την αυτοκράτειρα, κινούμενος και αυτός, ως γνήσιος «βυζαντινός», στο κλίμα της νομιμοφροσύνης. Η αλληλογραφία του με αγιορείτες μοναχούς αποδεικνύει τις ειρηνευτικές προσπάθειές του. Δεν κινήθηκε παραταξιακά και απέφυγε κάθε ανάμειξη υπέρ της μιας ή της άλλης παρατάξεως.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς σ’όλη τη διάρκεια της κοινωνικής αναστατώσεως παρέμεινε γνήσιος ησυχαστής και πατερικός στις επιλογές του. Θα ήταν μεγάλη εις βάρος του αδικία η απόδοση στον Παλαμά αριστοκρατικών ιδεών. Ο Παλαμάς τάσσοντας την παράδοση της θεώσεως πάνω από την πολιτική ρευστότητα, έμεινε φιλικός απέναντι στον Ιω. Παλαιολόγο και την αυτοκράτειρα, κινούμενος και αυτός, ως γνήσιος «βυζαντινός», στο κλίμα της νομιμοφροσύνης. Η αλληλογραφία του με αγιορείτες μοναχούς αποδεικνύει τις ειρηνευτικές προσπάθειές του. Δεν κινήθηκε παραταξιακά και απέφυγε κάθε ανάμειξη υπέρ της μιας ή της άλλης παρατάξεως.
Η
εμμονή του στην ησυχαστική παράδοση και η αντίθεσή του έναντι του
Βαρλαάμ και των βυζαντινών αντιησυχαστών (π.χ. Γρηγοράς) είχε
αποκλειστικό στόχο τη συνέχιση της πατερικότητας και τη διάσωση της
πνευματικής ταυτότητας της αυτοκρατορίας. Αυτοεξορίσθηκε στην Ηράκλεια,
ενοχλούμενος συχνά, αλλά μη αναμιγνυόμενος στις πολιτικές διενέξεις. Η
συμπάθειά του προς τον Καντακουζηνό οφειλόταν στην προσήλωση του
Καντακουζηνού στην παράδοση της Ορθοδοξίας και δεν είχε πολιτικά
κίνητρα. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο, ότι η παρουσία και δράση του
Βαρλαάμ στην Ανατολή έπεισε τον Παλαμά για υπαρκτό κίνδυνο υποταγής στη
Ρώμη, την πνευματική αλλοτρίωση της οποίας είχε αποκαλύψει ο Καλαβρός
αντίπαλός του. Έτσι εξηγείται, ότι φάνηκε φιλικός απέναντι στον
Καντακουζηνό και όταν εκείνος ήταν ακόμη φίλος και υποστηρικτής του
Βαρλαάμ και προστάτης της ανθρωπιστικης αναγεννήσεως. Είναι δε γνωστό,
ότι ο Παλαμάς συνέβαλε στη συμφιλίωση Ιω. Καντακουζηνού και Ιω.
Παλαιολόγου.
Ο Λαός με το αλάθητο αισθητήριό του ερμήνευσε ορθά τη στάση του Παλαμά και διέγνωσε την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Μετά την πτώση των Ζηλωτών, προς τους οποίους ο Παλαμάς φάνηκε ειρηνικός, ο Λαός τον δέχθηκε στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1350) με πανηγυρισμούς. Ο Παλαμάς καταδίκασε τα εγκλήματα, που είχαν διαπραχθεί από τους Ζηλωτές, αλλά εισήλθε ως ειρηνευτής στη Θεσσαλονίκη, που είχε ξαναβρεί τους κανονικούς ρυθμούς της.
Αγιοκατάταξη
Ο Γρηγόριος Παλαμάς άρχισε να τιμάται ως Άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του. Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1368) ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Νοεμβρίου και κατά τη Β' Κυριακή των Νηστειών, αμέσως μετά από την Κυριακή της Ορθοδοξίας και σαν συνέχεια εκείνης, επειδή η νίκη επί των Θεωριών του Βαρλαάμ θεωρείται εφάμιλλη της νίκης κατά των εικονομάχων[1]. Το 2009, ύστερα από πρόταση της Μητρόπολης Βέροιας, Ναούσης και Καμπανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την αγιοκατάταξη και των μελών της οικογένειας του. Ημέρα μνήμης τους ορίστηκε η 18η Δεκεμβρίου. [3]
Ο Λαός με το αλάθητο αισθητήριό του ερμήνευσε ορθά τη στάση του Παλαμά και διέγνωσε την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Μετά την πτώση των Ζηλωτών, προς τους οποίους ο Παλαμάς φάνηκε ειρηνικός, ο Λαός τον δέχθηκε στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1350) με πανηγυρισμούς. Ο Παλαμάς καταδίκασε τα εγκλήματα, που είχαν διαπραχθεί από τους Ζηλωτές, αλλά εισήλθε ως ειρηνευτής στη Θεσσαλονίκη, που είχε ξαναβρεί τους κανονικούς ρυθμούς της.
Αγιοκατάταξη
Η αγιασμένη οικογένεια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά (από εδώ) |
Ο Γρηγόριος Παλαμάς άρχισε να τιμάται ως Άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του. Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1368) ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Νοεμβρίου και κατά τη Β' Κυριακή των Νηστειών, αμέσως μετά από την Κυριακή της Ορθοδοξίας και σαν συνέχεια εκείνης, επειδή η νίκη επί των Θεωριών του Βαρλαάμ θεωρείται εφάμιλλη της νίκης κατά των εικονομάχων[1]. Το 2009, ύστερα από πρόταση της Μητρόπολης Βέροιας, Ναούσης και Καμπανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την αγιοκατάταξη και των μελών της οικογένειας του. Ημέρα μνήμης τους ορίστηκε η 18η Δεκεμβρίου. [3]
Βιβλιογραφία
«Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς», Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου.
Βασίλειος Τσίγκος, Προλεγόμενα στή θεολογική γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010
Γεώργιος
Μαρτζέλος, «Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς και η νεώτερη δυτική θεολογία»,
στο: Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις
πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά (12-14
Νοεμβρίου 1984), Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 213-227.
πρωτοπρ.
Valentin Asmus, «O Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η αυτοκρατορική
εξουσία»,στο: Πρακτικά Συνεδρίου (Θεσσ/ίκη 21-25 Μαΐου 1997),Η
Θεσσαλονίκη ως κέντρο ορθοδόξου θεολογίας Προοπτικές στη σημερινή
Ευρώπη, Θεσσ/ίκη, 2000, σελ.115-122
Κ.
Ι. Δυοβουνιώτου, Το έτος του θανάτου Γρηγορίου του Παλαμά, Επιστημονική
Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αθηνών, τομ.1 (1926),σελ.74
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου