Και σας λέω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε. Αυτός που ανάβει φωτιά, στην αρχή έχει λίγη θράκα. Θράκα είναι ο πικρός λόγος του αδελφού που τον λύπησε. Δες, η θράκα έχει λίγη δύναμη. Γιατί, τι είναι μια λεξούλα του αδελφού σου; Αν την υποφέρεις, έσβησες τη θράκα. Αν όμως αρχίσεις να σκέπτεσαι: Γιατί μου το ’πε; Και εγώ μπορώ να του απαντήσω. Αν δεν ήθελε να με στενοχωρήσει, δεν θα μου το ’λεγε. Και, πιστέψτε με, θα τον κανονίσω εγώ! Να, έτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ;h κάποιο άλλο προσάναμμα, όπως ακριβώς κάνει αυτός που θέλει ν’ ανάψει φωτιά, και γεμίζεις τον τόπο με καπνό, που είναι η ταραχή. Ταραχή είναι ο αναβρασμός εμπαθών και ατάκτων σκέψεων, που ξεσηκώνουν την καρδιά και την κάνουν επιθετική κατά του πλησίον. Αυτή δε η επιθετική διάθεση κατά του ανθρώπου που μας στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει και χαρακτήρα απειλητικό, γιατί γίνεται και εκδικητική, όπως ακριβώς είπε και ο αββάς Μαρκος: «Η κακία που γίνεται δεκτή με το λογισμό, κάνει την καρδιά θυμώδη και απειλητική, ενώ όταν πολεμηθεί με την προσευχή και την ελπίδα, προκαλεί μετάνοια και συντριβή”. [3].
Γιατί αν υπέφερες τον ασήμαντο λόγο του αδελφού σου, θα έσβηνες,όπως είπα, και αυτή τη λίγη θράκα, πριν ξεσηκωθεί η ταραχή. Όμως και αυτή, αν θέλεις, μπορείς εύκολα να τη σβήσεις, όσο είναι καιρός, με τη σιωπή, με την προσευχή, με μια μετάνοια ολόκαρδη. Αν όμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αυτό τον τρόπο, αποθρασύνεις και ξεσηκώνεις την καρδιά σου, στριφογυρίζοντας στο νου σου: «Γιατί μου το ’πε; Μπορώ να του απαντήσω και εγώ”. Απ’ όλο αυτό το βράσιμο και τη διαμάχη των λογισμών, με τους οποίους η καρδιά ανάβει και ξεσηκώνεται με εμπάθεια, ανάβει το πάθος του θυμού. Γιατί θυμός είναι το ξάναμμα του αίματος, που βρίσκεται γύρω απ’ την καρδιά, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος [4].
Να, έτσι ανάβει ο θυμός, έτσι βρισκόμαστε στην κατάσταση που την λέμε οξυχολία. Αν λοιπόν θέλεις, μπορείς να τον σβήσεις και αυτόν, πριν φέρει την οργη. Αν όμως συνεχίσεις να ταράζεις και να ταράζεσαι, μοιάζεις σαν κι αυτόν που ρίχνει ξύλα στη φωτιά και μεγαλώνει τη φλόγα. Και έτσι γίνονται τα αναμμένα κάρβουνα, που είναι η οργη.
Και αυτό είναι εκείνο που είπε ο αββάς Ζωσιμάς, όταν τον ρώτησαν τι σημαίνει η φράση: όπου δεν υπάρχει θυμός, σταματάει η διαμάχη. Γιατί, αν στην αρχη της ταραχής, μόλις αρχίσει, όπως είπαμε, να βγάζει καπνό και να πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς και κατηγορήσει τον εαυτόν του και βάλει μετάνοια, πριν ακόμα ξεσηκωθεί η ταραχή και γίνει θυμός, τότε μένει ειρηνικός. Παλι αφού ανάψει ο θυμός, αν δεν ησυχάσει, αλλά αφήσει στην ψυχή του την ταραχή και την εκδικητικότητα, μοιάζει, όπως είπαμε, μ’ αυτόν που ρίχνει ξύλα στη φωτιά και παραμένει ξαναμμένος, μέχρι να φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Όπως ακριβώς λοιπόν η θράκα γίνεται κάρβουνα, που αποθηκεύονται και μένουν πολλά χρόνια χωρίς να καταστρέφονται, και αν τους ρίξει κανείς νερό, δεν σαπίζουν, έτσι και η οργη. Αν μείνει πολύ καιρό στην ψυχή, γίνεται μνησικακία. Και τότε, αν κανείς δεν χύσει το αίμα του, δεν απαλλάσσεται απ’ αυτή. Να λοιπόν, σας είπα τη διαφορά, καταλάβατε.
Ακούσατε τι είναι η πρώτη ταραχή, τι ο θυμός, τι η οργη, και τι η μνησικακία. Βλέπετε πως από μια κουβέντα φτάνουμε σε τόσο μεγάλο κακό; Γιατί αν από την αρχη κατηγορούσε τον εαυτόν του και υπέμενε το λόγο του αδελφού του και δεν κοίταζε να πάρει εκδίκηση και, αντι για ένα λόγο, να πει δύο ή πέντε λόγους και ν’ ανταποδώσει κακό αντι κακού, θα γλύτωνε απ’ όλα αυτά τα κακά. Γι’ αυτό πάντοτε σας λέω: όσο ακόμα είναι στην αρχη τα πάθη, κόψτε τα, πριν δυναμώσουν εναντίον σας και σας ταλαιπωρήσουν. Γιατί είναι άλλο πράγμα να βγάζεις μικρό χορταράκι και άλλο να ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.
Δεν παραξενεύομαι για τίποτα άλλο, παρά μόνο για το ότι δεν καταλαβαίνουμε τι ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε και καταριόμαστε έτσι τους εαυτούς μας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Δεν έχουμε υποχρέωση να ξέρουμε τι ψάλλουμε; Παντοτε βέβαια λέμε: ‘Αν σ’ αυτούς που μου ανταπέδωσαν αντι των ευεργεσιών θλίψεις, έκανα και εγώ το ίδιο, τότε ας πέσω έρημος και αβοήθητος στα χέρια των εχθρών μου’ (Ψαλ. 7,5). Τι σημαίνει όμως να πέσω; Όσο κανείς στέκεται όρθιος, έχει τη δύναμη να αμυνθεί κατά των εχθρών του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Γιατί ακόμα είναι όρθιος. Αν όμως πέσει, πως μπορεί να συνεχίσει την πάλη με τον εχθρό, αφού βρίσκεται πεσμένος καταγής; Και καταριόμαστε τους εαυτούς μας,όχι μόνο να πέσουμε στα χέρια των εχθρών μας, αλλά να πέσουμε και αβοήθητοι. Τι σημαίνει να πέσει κανείς αβοήθητος στα χέρια των εχθρών του; Είπαμε ότι να πέσει κανείς σημαίνει ότι δεν έχει πια τη δύναμη ν’ αντισταθεί, σημαίνει ότι βρίσκεται πεσμένος καταγής. Το δε έρημος και αβοήθητος σημαίνει, να μην έχει ποτέ τίποτα καλό, που να του δώσει τη δύναμη να σηκωθεί. Γιατί εκείνος που σηκώνεται, μπορεί πάλι να φροντίσει τον εαυτόν του και όποια στιγμη χρειαστεί, να ξαναπαλαίψει με τον εχθρό.
Μετά λέμε: ‘Ας καταδιώξει τότε ο εχθρός την ψυχή μου και ας με συλλάβει αιχμάλωτο’. Όχι μόνο να μας καταδιώξει, αλλά και να μας συλλάβει, ώστε να είμαστε αιχμάλωτοι σ’ αυτόν πάντα, να μας νικάει, και σε καθετί να μας καταβάλλει, αν ανταποδίδουμε το κακό σ’ όσους μας εκδικούνται. Και δεν ευχόμαστε μόνον αυτό, αλλά και να ποδοπατήσει τη ζωη μας (Ψαλ. 7,6). Τι είναι η ζωη μας; Η ζωη μας είναι οι αρετές. Και παρακαλούμε να ποδοπατηθεί η ζωη μας στο χώμα, για να γίνουμε εντελώς χωμάτινοι, έχοντας στραμμένο όλο το λογισμό μας στη γη. ‘Και τη δόξα μας ας τη θάψει βαθιά στο χώμα’. Τι άλλο είναι η δόξα μας, παρά η γνώση που γεννιέται στην ψυχή που τηρεί τις άγιες εντολές; Αυτό λοιπόν λέμε.Δηλαδή να μας δοξάσει, όπως λέει ο Απόστολος (Φιλ. 3,19) μέσα στην αισχύνη μας. Να ποδοπατήσει στο χώμα τη ζωη μας και να κάνει τη ζωη μας και τη δόξα μας γήϊνη, ώστε τίποτα να μην λογιαζόμαστε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αντίθετα να σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά, σαν αυτούς για τους οποίους λέει ο Θεός: ‘Δεν θα παραμείνει για πολύ το πνεύμα μου σ’ αυτούς τούς ανθρώπους, επειδή φρονούν και ζουν σαρκικά’(Γεν. 6,3).
Έτσι λοιπόν ψέλνοντας όλα αυτά, καταριόμαστε τους εαυτούς μας, αν αποδίδουμε κακό αντι για κακό. Και όμως πόσα κακά αντι κακών αποδίδουμε και δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, αλλά αδιαφορούμε.
Συμβαίνει δε πολλές φορές ν’ αποδίδει κανείς κακό αντι για κακό όχι μόνο με πράξη, αλλά και με λόγο και με τη στάση του. Και παρουσιάζεται εξωτερικά ότι δεν ανταπέδωσε με πράξη το κακό, αλλά βλέπει ότι το ανταπέδωσε με λόγο ή, όπως είπα, με τη συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ένα μορφασμό ή μια κίνηση ή ρίχνει ένα βλέμμα και ταράσσει τον αδελφό του. Γιατί μπορεί κανείς και μ’ ένα βλέμμα και με μια κίνηση να πληγώσει τον αδελφό του. Και είναι και αυτό ανταπόδωση κακού αντι κακού. Άλλος προσπαθεί να μην ανταποδώσει το κακό ούτε με πράξη, ούτε με λόγο, ούτε με μορφασμό ή με κίνηση. Λυπάται όμως στην ψυχή του για τον αδελφό του και στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Άλλος πάλι δεν τρέφει καμιά λύπη για τον αδελφό του. Αν όμως ακούσει ότι κάποτε κάποιος τον στενοχώρησε ή γόγγυσε εναντίον του η τον έβρισε, ευχαριστιέται που τ’ ακούει και βρίσκεται και αυτός στην κατάσταση ν’ αποδίδει κακό αντι για κακό μέσα στην καρδιά του. Άλλος ούτε κακία κρατάει, ούτε χαίρεται όταν ακούει κακολογία για αυτόν που τον έθλιψε, αλλά στενοχωριέται βαθιά αν εκείνος λυπηθεί. Δεν αισθάνεται όμως ευχάριστα αν του συμβεί κάτι καλό, αλλά αν τον δει να δοξάζεται ή ν’ αναπαύεται, στενοχωριέται. Και είναι και αυτό ένα είδος μνησικακίας, ελαφρότερο, όμως πραγματικό. Πρέπει δε να χαίρεται κανείς για τα καλά του αδελφού του και να κάνει τα πάντα για να τον εξυπηρετήσει και με καθετί να φροντίζει να τον τιμάει και να τον αναπαύει.
Στην αρχη του λόγου είπαμε ότι πολλές φορές συμβαίνει να βάλει κάποιος μετάνοια στον αδελφό του και μετά τη μετάνοια να παραμένει ακόμα λυπημένος μαζί του.Τοτε λέμε ότι, βάζοντας μετάνοια, την μεν οργη θεράπευσε μ’ αυτή τη μετάνοια, εναντίον όμως της μνησικακίας δεν αγωνίστηκε ακόμα. Υπάρχει δε και άλλος που αν συμβεί να στενοχωρηθεί με κάποιον και βάλουν μετάνοια και συγχωρεθούν, ειρηνεύει απέναντί του και δεν βαστάει στην καρδιά του καμία κακή ανάμνηση για αυτόν. Αν όμως συμβεί, μετά από μερικές ημέρες, να του πει κάτι που να τον στενοχωρήσει, αρχίζει να ξαναθυμάται και τα πρώτα και ν’ αναστατώνεται, όχι μόνο για τα δεύτερα, αλλά και για τα πρώτα. Αυτός μοιάζει με άνθρωπο που έχει πληγή και βάζει έμπλαστρο. Και προσωρινά με το έμπλαστρο την επουλώνει. Είναι όμως ακόμα το μέρος ευαίσθητο και οποιαδήποτε στιγμη του ρίξει κανείς μια πέτρα, πληγώνεται πιο εύκολα απ’ όλο το άλλο σώμα και αρχίζει αμέσως να αιμορραγεί. Έτσι παθαίνει και αυτός. Είχε πληγή και της έβαλε επάνω έμπλαστρο, που είναι η μετάνοια. Και προσωρινά μεν θεράπευσε την πληγή, ακριβώς όπως και ο πρώτος, δηλαδή θεράπευσε την οργη, και άρχισε να φροντίζει και για τη μνησικακία, προσπαθώντας να μην κρατήσει καμιά κακή ενθύμηση στην καρδιά του. Αυτό ακριβώς είναι η επούλωση του τραύματος. Δεν το εξαφάνισε όμως μέχρι τώρα εντελώς, αλλά ακόμα έχει το έλλειμμα της μνησικακίας, που είναι η ουλή απ’ όπου εύκολα ξανανοίγει όλο το τραύμα, όταν δεχτεί μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν’ αγωνιστεί, για να εξαφανίσει εντελώς την ουλή, ώστε και να ξαναβγάλει τρίχες το μέρος εκείνο και να μην μείνει καμιά ασχήμια, ούτε να γίνεται καθόλου αντιληπτό ότι βρισκόταν σ’ εκείνο το μέρος τραύμα.
Πως όμως μπορεί να το κατορθώσει κανείς αυτό; Με το να προσεύχεται μ’ όλη του την καρδιά γι’ αυτόν που τον λύπησε και να λέει: ‘Θεε μου, βοήθησε τον αδελφό μου και με τις ευχές του και μένα’. Και βρίσκεται στη θέση να προσεύχεται για τον αδελφό του -πράγμα που αποτελεί απόδειξη της αγάπης και της συμπάθειας- και να ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια με τις ευχές του. Όπου δε υπάρχει συμπάθεια, αγάπη και ταπείνωση,πως μπορεί να υπερισχύσει θυμός η μνησικακία η κάποιο άλλο πάθος; Καθώς είπε και ο αββάς Ζωσιμάς: ‘Και αν ακόμα ξεσηκώσει όλα τα σύνεργα της κακίας του ο διάβολος με όλα τα δαιμόνιά του, όλες οι πονηρίες του αχρηστεύονται και συντρίβονται από την ταπείνωση, που φέρνει η τήρηση της εντολής του Χριστού’ [5]. Λεει δε κάποιος άλλος Γεροντας: ‘Αυτός που προσεύχεται για τους εχθρούς του, δεν έχει μέσα του μνησικακία’ [6].
Κατανοήστε καλά ο, τι ακούτε και κάνετέ τα πράξη. Γιατί πραγματικά, αν πρακτικά δεν τα εφαρμόσετε, με τα λόγια δεν μπορείτε αυτά να τα μάθετε. Ποιός άνθρωπος που θέλει να μάθει μια τέχνη, τη μαθαίνει μόνο με τα λόγια; Οπωσδήποτε πρώτα φτιάχνει και χαλάει και ξαναφτιάχνει και ξαναχαλάει και έτσι, κοπιάζοντας λίγο και υπομένοντας, μαθαίνει την τέχνη, με τη βοήθεια του Θεού, που βλέπει την προαίρεση και τον κόπο του και τον δυναμώνει στο έργο. Και εμείς θέλουμε να μάθουμε την μεγαλύτερη απ’ όλες τις τέχνες[7], χωρίς να καταπιαστούμε με έργα; Πως είναι δυνατόν; Ας προσέξουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί μου, και ας δουλέψουμε με πολλή επιμέλεια, όσο έχουμε ακόμα καιρό. Ο Θεός να δώσει να θυμόμαστε και να φυλάμε εκείνα που ακούμε, για να μην μας επιβαρύνουν την ημέρα της κρίσεως.
Σημειώσεις:
1) Ει τις θυμού κεκράτηκεν, ούτος δαιμόνων κeκράτηκεν, ει δε τις τούτω τω πάθει δεδούλωται, ούτος μοναδικού βίου εστί παντελώς αλλότριος, και ξένος των οδών του Σωτήρος ημών• είπερ αυτός ο Κυριος ημών λέγεται διδάσκειν τους πραείς τας οδούς αυτού• διο και δυσθήρατος γίνεται των αναχωρούντων ο νους, εις το της πραότητος φεύγων πεδίον ουδεμίαν γαρ των αρετών σχεδόν ούτω δεδοίκασιν οι δαίμονες, ως πραΰτητα•ταύτην γαρ και Μωϋσής εκείνος εκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τους ανθρώπους κληθείς. Και ο άγιος δε Δαυΐδ αξίαν ταύτην της του Θεού μνήμης απεφθέγξατο είναι• ‘Μνήσθητι Κυριε’, λέγων, ‘του Δαυϊδ και πάσης της πραότητος αυτού’. Αλλά και αυτός ο Σωτήρ μιμητάς ημάς εκέλευσε γενέσθαι της εκείνου πραότητος• ‘Μαθετε απ’ εμού’ λέγων, ’ότι, πράός ειμι και ταπεινός τη
καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών‘. Ει δε τις βρωμάτων μεν, και πομάτων, απέχοιτο, θυμόν δε λογισμοίς πονηροίς ερεθίζει, ούτος έοικε ποντοπορούση νηϊ, και εχούση δαίμονα κυβερνήτην, διο προσεκτέον όση δύναμις, τω ημετέρω κυνί, και διδακτέον αυτόν, τους λύκους μόνους διαφθείρειν, και μη τα πρόβατα κατεσθίειν, πάσαν ενδεικνύμενον πραότητα προς πάντας ανθρώπους>.
(Ευάγριος P.G.79. 1216BC).
2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.
3) P.G. 65, 908A.
4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.
Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.
Γρ. Νυσ. P.G. 44, 160D.
Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.
Ευάγρ. P.G. 40, 1273.
Γρηγ. Νυσ. P.G. 46, 56.
Ιωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.
5) Εν παντι αμαρτήματι εταπείνωσεν ημάς ο διάβολος, και οφείλομεν ευγνώμονες γενέσθαι της ταπεινώσεως ημών: οι γαρ ευγνώμονες γενόμενοι της αυτών ταπεινώσεως συντρίβουσι τον διάβολον. Και καθώς είπον οι άγιοι Πατέρες: εάν κατενεχθή η ταπείνωσις εις τον άδην, εις τον ουρανόν ανάγεται• και εάν υψωθή η υπερηφανία έως του ουρανού, κατάγεται εις τον άδην• τις πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, η καν ανέξεσθαι μέμψασθαί τινα, η βάλλειν επάνω άλλου αιτίαν; παν γαρ οτιούν πάθη ο ταπεινός η ακούσει, αφορμήν λαμβάνει εις το καταμέμφεσθαι και υβρίζειν εαυτόν• και εμέμνητο του αββά Μωϋσέως ότε εξέβαλλον αυτόν οι κληρικοί του ιερατείου, ειπόντες αυτώ•Ύπαγε έξω, Αιθίοψ. Και ήρξατο εαυτόν επιπλήττειν και λέγειν• Σποδόδερμε, μελανέ, καλώς σοι εποίησαν• μη ων άνθρωπος έρχη εις το μέσον των ανθρώπων• και καλώς σοι εποίησαν>.
(Αββάς Ζωσιμάς P.G. 78, 1688A)
6) P.G. 40, 1277D.
7) <Αλλ’ έστω τις μήτε κακός, και αρετής ήκων εις το ακρότατον• ουχ ορώ, τίνα λαβών επιστήμην, η ποία δυνάμει πιστεύσας, ταύτην αν θαρροίη την προστασίαν•τω όντι γαρ αύτη μοι φαίνεται τέχνη τις είναι τεχνών, και επιστήμη επιστημών, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ αν τις τη
των σωμάτων θεραπεία, την των ψυχών ιατρείαν αντεξετάσαι• και όσω μεν εργώδης εκείνη καταμαθών, όσω δε η καθ’ ημάς εργωδεστέρα προσεξετάσας, και τη φύσει της ύλης, και τη δυνάμει της επιστήμης, και τω τέλει της ενεργείας τιμιωτέρα>.
(Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,
Πρβλ. και Ευαγρ. P.G. 79, 748-49).
(Από το βιβλίο «Αββά Δωροθέου Έργα Ασκητικά.», Εκδ. « ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)
(Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Καισαριανής, Βυρωνος και Υμηττού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου