Η αναπηρία είναι ευλογία από τον
Θεό
Σωστή αντιμετώπιση της αναπηρίας
- Μια αναπηρία, Γέροντα, μπορεί να δημιουργήση σύμπλεγμα κατωτερότητος;
- Αυτά είναι μπανταλά [33].
- Στους αναπήρους όμως, Γέροντα, μερικές φορές συμβαίνει αυτό.
- Συμβαίνει, γιατί δεν τοποθετούνται σωστά. Όταν καταλάβουν ότι η αναπηρία είναι ευλογία από τον Θεό, τοποθετούνται σωστά και απαλλάσσονται από την μειονεκτικότητα. Όταν ένα μικρό παιδί έχη κάποια αναπηρία και δεν έχη βοηθηθή, ώστε να χαίρεται για την αναπηρία του, τότε έχει ελαφρυντικά, αν αισθάνεται μειονεκτικά. Αλλά, αν μεγαλώση και παραμένη η μειονεκτικότητα, σημαίνει ότι δεν έχει συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής. Σε ένα κοριτσάκι, όταν ήταν εννέα χρονών, παρουσιάσθηκε όγκος στο μάτι του και οι γιατροί του αφήρεσαν το ένα μάτι. Τα παιδιά στο σχολείο το κορόιδευαν και αυτό το καημένο βασανιζόταν. Ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε το πρόβλημά του. «»Σκέφθηκα, Γέροντα, μου είπε, πως, αν του παίρνω ό,τι μου ζητάει, θα το βοηθήσω, γιατί θα χαίρεται και θα ξεχνάη την στενοχώρια για την αναπηρία του. Ναι, αλλά πως να το κάνω αυτό; Έχω άλλα πέντε μικρά παιδιά, που ζηλεύουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν». «Τι είναι αυτά; του λέω. Αυτά είναι μια ψεύτικη παρηγοριά· δεν είναι λύση. Αν του παίρνης τώρα όποιο φόρεμα σου ζητάει, μετά από λίγα χρόνια θα σου ζητήση να του πάρης και μερσεντές. Πως θα τα βγάλης πέρα; Ύστερα θα μάθη ότι μερικοί έχουν αεροπλάνα στην ταράτσα τους και θα σου ζητάη να του πάρης αεροπλάνο! Τι θα κάνης τότε; Προσπάθησε να βοηθήσης το παιδί σου να χαρή που έχει ένα μάτι. Να αισθάνεται ότι είναι μάρτυρας. Πολλούς Μάρτυρες τους έβγαζαν τα μάτια, τους έκοβαν τα αυτιά, την μύτη, και ο κόσμος γελούσε μαζί τους. Αυτοί όμως, ενώ υπέφεραν από τον πόνο και από την κοροϊδία των ανθρώπων, δεν υποχωρούσαν και υπέμειναν ακλόνητοι το μαρτύριο. Αν το παιδί καταλάβη και αντιμετωπίση με δοξολογία την αναπηρία του, ο Θεός θα το κατατάξη με τους Ομολογητές. Μικρό πράγμα είναι να οικονομήση ο Θεός να βγάλουν το μάτι του παιδιού με τέτοιο τρόπο, που να μην πονέση, και να το κατατάξη με τους Ομολογητές; Γιατί αυτό δεν έχει αμαρτίες να εξοφλήση και θα έχη καθαρό μισθό από αυτήν την αναπηρία». Με ευχαρίστησε ο καημένος και έφυγε αναπαυμένος. Πράγματι βοήθησε το κοριτσάκι του να καταλάβη ότι η αναπηρία του ήταν ευλογία από τον Θεό και να δοξολογή τον Θεό. Έτσι μεγάλωσε φυσιολογικά, σπούδασε φιλολογία και τώρα εργάζεται ως καθηγήτρια και χαίρεται πιο πολύ από άλλες κοπέλες που τα έχουν όλα και βασανίζονται, γιατί δεν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής.
- Όταν οι άνθρωποι δεν καταλάβουν το βαθύτερο νόημα της ζωής, βασανίζονται και με τις ευλογίες και με τις ευκαιρίες που τους δίνει ο Θεός για την σωτηρία τους. Ενώ, όποιος τοποθετείται σωστά, όλα τα χαίρεται. Και κουτσός να είναι, το χαίρεται! Και να μην του κόβη πολύ, το χαίρεται. Και φτωχός να είναι, το χαίρεται.
Καταλαβαίνω βέβαια πόσο δυσκολεύονται οι ανάπηροι και προσεύχομαι πολύ γι’ αυτούς, και πιο πολύ για τις κοπέλες. Για ένα αγόρι μια αναπηρία δεν είναι και τόσο βαρύ· για μια κοπέλα όμως, που θέλει να αποκατασταθή, είναι δύσκολο.
Ιδίως οι τυφλοί πόσο δυσκολεύονται! Οι καημένοι δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν· όταν περπατούν, σκοντάφτουν... Στην προσευχή μου ζητώ από τον Θεό να δώση στους τυφλούς τουλάχιστον λίγο φως, για να μπορούν κάπως να αυτοεξυπηρετούνται.
- Γέροντα, κι εγώ στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να διαβάσω έστω ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο, γιατί δεν βλέπω καλά. Μας έχετε πει πως, αν διαβάζη κανείς κάθε μέρα ένα κεφάλαιο, αγιάζεται.
- Γιατί να στενοχωριέσαι γι’ αυτό; Αν διαβάσης λίγους στίχους ή μόνο μία λέξη ή απλώς ασπασθής το Ευαγγέλιο, δεν αγιάζεσαι; Άλλωστε εσύ δεν γνώρισες τώρα τον Χριστό. Γιατί δεν μελετάς νοερά όσα διάβασες ή όσα άκουσες μέχρι τώρα; Όλη η βάση είναι η σωστή τοποθέτηση. Να πης: «Τώρα ο Θεός με θέλει έτσι, πριν από λίγα χρόνια με ήθελε αλλιώς». Ένας ευλαβής δικηγόρος στα γεράματά του δεν έβλεπε και μου είπε μια φορά: «Κάνε, άγιε Γέροντα, προσευχή να μπορώ λίγο να διαβάζω και να γνωρίζω τα προσφιλή μου πρόσωπα». «Τα προσφιλή πρόσωπα τα γνωρίζεις και από την φωνή, του είπα. Όσο για το διάβασμα, τόσα χρόνια διάβαζες. Τώρα να λες την ευχή. Φαίνεται ότι τώρα ο Θεός αυτό θέλει από σένα». Και από τότε ο καημένος ένιωθε μεγαλύτερη χαρά από ό,τι όταν έβλεπε.
Ο ουράνιος μισθός
για την αναπηρία
Όταν έχουμε κάποια αναπηρία, αν κάνουμε υπομονή και δεν γκρινιάζουμε, τότε έχουμε μεγαλύτερο μισθό. Γιατί όλοι οι ανάπηροι αποταμιεύουν. Ένας κουφό αυτί, ένας τυφλός από το τυφλό μάτι, ένας κουτσός από το κουτσό πόδι. Είναι μεγάλη υπόθεση! Αν κάνουν και λίγο αγώνα κατά των ψυχικών παθών, θα έχουν να λάβουν και στεφάνια από τον Θεό. Βλέπεις, οι ανάπηροι πολέμου παίρνουν σύνταξη, παίρνουν και παράσημα.
Όποιος έχει ομορφιά, λεβεντιά, υγεία, και δεν αγωνίζεται να κόψη τα ελαττώματά του, θα του πη ο Θεός: «Απήλαυσες στην ζωή σου τα αγαθά σου, την λεβεντιά σου! Τι σου χρωστώ τώρα; Τίποτε». Ενώ όποιος έχει μια αναπηρία – είτε έτσι γεννήθηκε, είτε την κληρονόμησε από τους γονείς του, είτε την απέκτησε αργότερα -, πρέπει να χαίρεται, γιατί έχει να λάβη στην άλλη ζωή. Όταν μάλιστα δεν έχη φταίξει, θα έχη καθαρό ουράνιο μισθό, χωρίς κρατήσεις. Δεν είναι μικρό πράγμα μια ολόκληρη ζωή να μην μπορή κάποιος λ.χ. να απλώση το πόδι του, να μην μπορή να καθήση, να μην μπορή να κάνη μετάνοιες κ.λπ. Στην άλλη ζωή ο Θεός θα του πη: «Έλα, παιδί μου, κάθησε πια αιώνια άνετα σ’ αυτήν την πολυθρόνα». Γι’ αυτό λέω, χίλιες φορές να είχα γεννηθή καθυστερημένος διανοητικά, τυφλός, κουφός, γιατί θα είχα να λάβω τότε από τον Θεό.
Οι ανάπηροι, εάν δεν γογγύζουν, αλλά δοξολογούν ταπεινά τον Θεό και ζουν κοντά Του, θα έχουν την καλύτερη θέση στον Παράδεισο. Ο Θεός θα τους κατατάξη με τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες, που έδωσαν για την αγάπη του Χριστού τα χέρια και τα πόδια τους, και τώρα στον Παράδεισο φιλούν με ευλάβεια συνέχεια τα πόδια και τα χέρια του Χριστού.
- Και όταν, Γέροντα, κάποιος είναι λ.χ. κουφός και γκρινιάρης;
- Και τα μικρά παιδιά γκρινιάζουν. Ο Θεός σε πολλά δεν δίνει σημασία. Βλέπετε, οι καλοί γονείς αγαπούν όλα τα παιδιά τους εξίσου, αλλά δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αδύνατα ή τα ανάπηρα. Το ίδιο κάνει και ο Θεός, ο Καλός μας Πατέρας, για τα παιδιά Του που είναι αδύνατα σωματικά ή πνευματικά, αρκεί αυτά να έχουν αγαθή διάθεση και να Του δίνουν το δικαίωμα να επεμβαίνη στην ζωή τους.
Τα καθυστερημένα παιδιά
Οι μάνες που έχουν καθυστερημένα παιδιά, που κάνουν συνέχεια σκηνές, που λερώνουν, τι τραβάνε οι καημένες! Μαρτύριο! Γνώρισα μια μάνα που έχει κοτζάμ παιδί και δεν μπορεί να το κουμαντάρη, γιατί κάνει κάτι αταξίες!... Το καημένο παίρνει τις ακαθαρσίες και πασαλείβει τα ντουβάρια, τα σεντόνια... Η μάνα να συμμαζεύη, να καθαρίζη το σπίτι, να κάνη όλο το νοικοκυριό, και αυτό να τα κάνη όλα άνω-κάτω, όλα να τα λερώνη. Να κρύβη η φουκαριάρα τα απορρυπαντικά και αυτό να τα βρίσκη και να τα πίνη! Ολόκληρα ντουλάπια τα πετάει κάτω από το μπαλκόνι. Φύλαξε ο Θεός και δεν σκότωσε κανέναν μέχρι τώρα. Και δεν είναι μια μέρα και δυο. Χρόνια ολόκληρα είναι η κατάσταση!
- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος που είναι λειψός στο μυαλό να έχη ταπείνωση και καλωσύνη;
- Πως δεν μπορεί! Να, αυτό το παιδάκι που έρχεται συχνά εδώ στο μοναστήρι μπορεί να είναι διανοητικά καθυστερημένο, αλλά την καλωσύνη που έχει αυτό, ποιος λογικός άνθρωπος την έχει; Τι προσευχή, τι μετάνοιες κάνει! Όταν με την κήλη δυσκολευόμουν να κάνω μετάνοιες, του είπαν οι γονείς του: «Ο Παππούλης είναι άρρωστος· δεν μπορεί να κάνη μετάνοιες». Κάνω ‘γω», είπε εκείνο, και έκανε μετά μετάνοιες για μένα και γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Πόσο φιλότιμο, πόση αρχοντιά έχει! Μια φορά το έδειρε ένα παιδί στην γειτονιά, κι εκείνο, αφού έφαγε το ξύλο, του έδωσε το χέρι και του είπε: «Γεια, χαρά!». Ακούς; Ποιος γνωστικός το κάνει αυτό, κι ας έχη διαβάσει Ευαγγέλιο και ένα σωρό πνευματικά βιβλία. Να, και πριν από λίγες μέρες που είχε έρθει εδώ όλη η οικογένεια του να με δη, αυτό κάθησε δίπλα μου και η αδελφούλα του πιο πέρα. Μόλις είδε την αδελφούλα του που κάθησε μακριά μου, «έλα, κοντά Παππούλη», της λέει και την έβαλε δίπλα μου. Πολύ με συγκίνησε και του έδωσα ευλογία έναν μεγάλο φιλντισένιο σταυρό που μου είχαν φέρει από τα Ιεροσόλυμα. Μόλις τον πήρε στα χέρια του, «γιαγιά», είπε και έδειξε πως θα τον βάλη στον τάφο της γιαγιάς του! Φοβερό! Τίποτε δεν θέλει για τον εαυτό του· όλα για τους άλλους! Αυτό θα πάη με τα τσαρούχια στον Παράδεισο, αλλά θα βάλη και τους γονείς του στον Παράδεισο.
Μακάρι να ήμουν και εγώ στην θέση του, και ας μην καταλάβαινα και ας μη μιλούσα. Ενώ ο Θεός μου έδωσε όλα τα αγαθά, εγώ τα αχρήστευσα. Στην άλλη ζωή θα κρύβωνται μπροστά του ακόμη και θεολόγοι. Μου λέει ο λογισμός ότι οι θεολόγοι Άγιοι στον Ουρανό δεν θα είναι σε καλύτερη θέση ως προς την γνώση του Θεού από αυτά τα παιδάκια. Ίσως σ’ αυτά να δώση ο δίκαιος Θεός και κάτι παραπάνω, γιατί εδώ έζησαν στερημένα.
- Γέροντα, όταν μελαγχολή κανείς, τι πρέπει να κάνη, για να το ξεπεράση;
- Χρειάζεται θεία παρηγοριά.
- Και πως θα την πάρη;
- Να γαντζωθή στον Χριστό και ο Χριστός θα του την δώση. Πολλές φορές μπλέκεται το φιλότιμο με τον εγωισμό. Οι περισσότεροι σχιζοφρενείς είναι ευαίσθητες ψυχές. Τυχαίνει να συμβή ένα τιποτένιο πράγμα ή κάτι που δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν και υποφέρουν πολύ. Άλλος σκοτώνει άνθρωπο και είναι σαν να μη συμβαίνη τίποτε, ενώ ένας ευαίσθητος, ένα γατάκι αν πατήση λίγο στο πόδι κατά λάθος, υποφέρει και δεν κοιμάται από την στενοχώρια του. Και άμα δεν κοιμηθή δυο-τρία βράδια, μετά φυσικά θα τρέξη στον γιατρό.
- Γέροντα, η ψυχολογία λέει ότι, για να βοηθηθή ένας ψυχοπαθής, πρέπει να λείψη το αίτιο.
- Ναι, αλλά αν υπάρχη αίτιο. Γιατί μερικές φορές, ενώ κάποια πράγματα είναι φυσιολογικά, δικαιολογούνται κατά κάποιον τρόπο, οι άνθρωποι μπαίνουν σε λογισμούς, που πάνε να παλαβώσουν. «Μήπως έχω κάτι κληρονομικό; μήπως δεν είμαι καλά;», λένε. Γνώρισα ένα παλληκάρι που σπούδαζε, διάβαζε έντεκα ώρες το εικοσιτετράωρο και έπαιρνε υποτροφία. Βοηθούσε και την οικογένεια του, γιατί ο πατέρας του ήταν άρρωστος. Στο τέλος κουράστηκε, γιατί ήταν ευαίσθητο· είχε συνεχώς πονοκεφάλους και με πολύ κόπο πήρε το πτυχίο. Είχε μετά λογισμούς μήπως ήταν κληρονομικό. Τι κληρονομικό; Μα και μόνον αν διαβάζη κανείς έντεκα ώρες την ημέρα, θα πάθη υπερκόπωση, πόσο μάλλον να βοηθάη και τους γονείς και να είναι και ευαίσθητος.
- Γέροντα, ένα παιδί παρουσίασε κάποια μελαγχολία μετά την αυτοκτονία του πατέρα του. Μήπως είναι κληρονομικό;
- Μπορεί να τραυματίσθηκε ψυχικά το παιδί. Δεν είναι απόλυτο ότι αυτό είναι κληρονομικό. Ύστερα δεν ξέρουμε και ο πατέρας σε τι κατάσταση βρέθηκε και αυτοκτόνησε. Βέβαια, ένα παιδί που ο πατέρας του είναι κλειστός εκ φύσεως χρειάζεται βοήθεια. Γιατί, αν συνεχίση και αυτό να είναι κλειστό – έχει και τον λογισμό μήπως είναι κάτι κληρονομικό -, μπορεί να αρρωστήση.
Ο Θεός πάντοτε επιτρέπει να δοκιμασθή ο άνθρωπος όσο αντέχει, αλλά προστίθενται και οι κοροϊδίες των ανθρώπων, οπότε κάμπτεται η ψυχή από το επιπλέον βάρος και γογγύζει. Τους τρελλούς οι άνθρωποι τους αποτρελλαίνουν. Στην αρχή η τρέλλα οικονομιέται. Παλιά δεν υπήρχαν ψυχιατρεία και, αν ήταν κανείς τρελλός, τον έκλειναν σε κάποιο δωμάτιο με σιδεριές! Ήταν μια. Περαιτέρω την έλεγαν, που την είχαν κλεισμένη στο σπίτι! Τα παιδιά την πετροβολούσαν, την κορόιδευαν. Αγρίευε η φουκαριάρα, έπιανε τις σιδεριές, φώναζε και ό,τι έβρισκε μπροστά της το πετούσε έξω! Στην άλλη ζωή όμως θα δης η Περιστέρω να ξεπερνάη πολλές γνωστικές.
Θυμάμαι και μια άλλη περίπτωση. Ήταν μια οικογένεια που η μεγάλη κόρη τους ήταν λίγο λειψή, αλλά είχε πολλή καλωσύνη. Ήταν σαράντα ετών, αλλά ήταν σαν πέντε. Τι σκηνές της έκαναν μικροί-μεγάλοι! Μια φορά την άφησαν οι γονείς της να μαγειρέψη κι εκείνοι πήγαν στο χωράφι. Θα ερχόταν ο αδελφός της από το χωράφι, για να φέρη τα καλαμπόκια, και θα έπαιρνε το φαγητό να το πάη στο χωράφι να φάνε οι γονείς τους και οι εργάτες. Μάζεψε η καημένη από τον κήπο κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φασολάκια και τα είχε έτοιμα να τα μαγειρέψη. Πάει η μικρότερη αδελφή της, που ήταν σωστός πειρασμός, τραβάει τον γάιδαρο από το αυτί και τον βάζει και τα τρώει όλα! Άντε μετά η καημένη να πάη να μαζέψη άλλα. Και δεν είπε τίποτε. Μέχρι να τα ετοιμάση ξανά, ήρθε ο αδελφός της, και αυτή μόλις τότε έβαζε φαγητό στην φωτιά. Ξεφόρτωσε τα ζώα και, όταν είδε ότι δεν ήταν έτοιμο το φαγητό, της έδωσε ένα ξύλο! Τι ταλαιπωρία περνούσε κάθε μέρα! Η μάνα της η φουκαριάρα παρακαλούσε να πεθάνη πρώτα η κόρη της και μετά αυτή, γιατί σκεφτόταν ποιος θα την φρόντιζε. Και πράγματι, πέθανε πρώτα η κόρη και ύστερα η μάνα.
Πάντως, αυτοί που δεν είναι καλά στο μυαλό, είναι καλύτερα από πολλούς άλλους. Έχουν το ακαταλόγιστο και χωρίς εξετάσεις περνούν στην άλλη ζωή.
Η σωστή τοποθέτηση των γονέων
για την αναπηρία των παιδιών τους
Υπάρχουν μητέρες που, αν διαπιστωθή κατά την εγκυμοσύνη ότι το παιδάκι που θα γεννήσουν θα είναι ανάπηρο ή διανοητικά καθυστερημένο, κάνουν έκτρωση και το σκοτώνουν. Δεν σκέφτονται ότι και αυτό έχει ψυχή. Πόσοι πατέρες έρχονται και μου λένε: «Το δικό μου το παιδί να είναι σπαστικό; Γιατί να το κάνη έτσι ο Θεός; Δεν μπορώ να το αντέξω». Πόση αναίδεια προς τον Θεό έχει αυτή η αντιμετώπιση, πόσο πείσμα, πόσο εγωισμό. Αυτοί, να τους βοηθήση ο Θεός, να γίνουν χειρότεροι. Κάποτε ήρθε στο Καλύβι με τον πατέρα του ένας φοιτητής που είχε πάθει το μυαλό του από λογισμούς και του είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Το καημένο είχε στρυμωχθή πολύ από το σπίτι του. Είχε και μια ευλάβεια! Έκανε μετάνοιες και χτυπούσε το κεφάλι του κάτω στο χώμα. «Μήπως λυπηθή το χώμα ο Θεός, έλεγε, και λυπηθή και εμένα που το χτύπησα». Δηλαδή μήπως λυπηθή ο Θεός το χώμα που πόνεσε από το δικό του χτύπημα και λυπηθή κι εκείνον. Μου έκανε εντύπωση! Αισθανόταν τον εαυτό του ανάξιο. Όποτε ζοριζόταν, ερχόταν στο Όρος. Του τακτοποιούσα τους λογισμούς, περνούσε έναν-δυο μήνες καλά και ύστερα πάλι τα ίδια. Ο πατέρας του δεν ήθελε να βλέπουν οι γνωστοί τους το παιδί, γιατί θιγόταν η υπόληψή του. Υπέφερε από τον εγωισμό του. «Εκτίθεμαι στον κόσμο με τον γιο μου», μου είπε. Μόλις το ακούει το παιδί, του λέει: «Βρε, να ταπεινωθής. Εγώ είμαι τρελλός και κινούμαι άνετα. Θα με βάλης σε καλούπια; Να ξέρης ότι έχεις ένα τρελλό παιδί και να κινήσαι άνετα. Ο μόνος είσαι που έχεις τρελλό παιδί;». Σκέφθηκα: «Ποιος είναι τώρα από τους δυο τρελλούς;».
Βλέπετε που οδηγεί πολλές φορές ο εγωισμός; Να θέλη ο πατέρας ακόμη και την καταστροφή του παιδιού του! Και στον κόσμο όταν ήμουν, γνώριζα έναν καθυστερημένο διανοητικά, που οι συγγενείς του, όταν πήγαιναν κάπου με καμμιά συντροφιά, δεν τον έπαιρναν μαζί τους, για να μη ντροπιασθούν! Και εμένα με κορόιδευαν, επειδή καταδεχόμουν να συζητάω μαζί του. Εγώ όμως τον είχα σε καλύτερη θέση στην καρδιά μου από ό,τι εκείνους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Οι πνευματικοί νόμοι [34]
Πως λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι
- Θα σου εξηγήσω: Όπως στην φύση υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι, έτσι και στην πνευματική ζωή υπάρχουν οι πνευματικοί νόμοι. Ας πούμε, όταν πετάη κανείς ένα βαρύ αντικείμενο ψηλά, με όσο περισσότερη ορμή και όσο πιο ψηλά το πετάξη, με τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα πέση κάτω και θα συντριβή. Αυτός είναι φυσικός νόμος. Στην πνευματική ζωή, όσο περισσότερο υψώνεται κανείς με την υπερηφάνειά του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η πνευματική του πτώση και ανάλογα με το ύψος της υπερηφανείας του θα συντριβή. Γιατί ο υπερήφανος ανεβαίνει, φθάνει σε ένα σημείο και μετά πέφτει και σπάζει τα μούτρα του – «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται»[35]. Αυτός είναι πνευματικός νόμος.
Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους φυσικούς και στους πνευματικούς νόμους: Ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τους αλλάξη, οι πνευματικοί νόμοι έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος μπορεί να τους αλλάξη, γιατί έχει να κάνη με τον Δημιουργό και Πλάστη του, τον Πολυεύσπλαχνο Θεό. Αν δηλαδή καταλάβη αμέσως το ανέβασμα της υπερηφανείας του και πη: «Θεέ μου, εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου και υπερηφανεύομαι· συγχώρεσέ με!», αμέσως τα σπλαχνικά χέρια του Θεού τον αρπάζουν και τον κατεβάζουν απαλά κάτω, χωρίς να γίνη αντιληπτή η πτώση του. Έτσι δεν συντρίβεται, αφού προηγήθηκε η καρδιακή συντριβή με την μετάνοια που έδειξε.
Το ίδιο ισχύει και για το «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης»[36], που λέει το Ευαγγέλιο. Αν δηλαδή «έδωσα μάχαιρα», κανονικά πρέπει να ξοφλήσω με μάχαιρα. Όταν όμως συναισθάνωμαι το σφάλμα μου, με μαχαιρώνη η συνείδησή μου και ζητάω συγχώρηση από τον Θεό, τότε πλέον παύουν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι και δέχομαι από τον Θεό την αγάπη Του σαν βάλσαμο.
Μέσα δηλαδή στα κρίματα του Θεού, που είναι άβυσσος, βλέπουμε να αλλάζη ο Θεός, όταν αλλάζουν οι άνθρωποι. Όταν το άτακτο παιδί συνέρχεται, μετανοή και δέρνεται από την συνείδησή του, τότε ο Πατέρας του το χαϊδεύει με αγάπη και το παρηγορεί. Δεν είναι μικρό πράγμα να μπορή ο άνθρωπος να αλλάξη την απόφαση του Θεού! Κάνεις κακό; Ο Θεός σου δίνει σκαμπιλάκι. Λές «ήμαρτον»; Σου δίνει ευλογίες.
Τα αρχοντόπουλα του Θεού
Μερικοί άνθρωποι, παρόλο που μετάνοιωσαν για κάποιο σφάλμα τους και ο Θεός τους συγχώρεσε, οπότε έπαψαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αυτοί δεν ξεχνούν το σφάλμα τους. Ζητούν επίμονα από τον Θεό να τιμωρηθούν σ’ αυτήν την ζωή για το σφάλμα τους, για να εξοφλήσουν. Αφού λοιπόν επιμένουν, ο Καλός Θεός εκπληρώνει αυτό το φιλότιμο αίτημά τους, τους κρατάει όμως τοκισμένη την πληρωμή στο Ουράνιο Ταμιευτήριό Του, στον Παράδεισο. Αυτοί είναι τα αρχοντόπουλα του Θεού, είναι τα πιο φιλότιμα παιδιά του Θεού.
Στο Λειμωνάριο[37] λ.χ. αναφέρεται το εξής για τον αββά Ποιμένα τον βοσκό: Μια φορά τον επισκέφθηκε κάποιος και ζήτησε να τον φιλοξενήση στο κελλί του. Επειδή ο αββάς δεν είχε ιδιαίτερο χώρο για φιλοξενία, τακτοποίησε τον επισκέπτη στο κελλί του και αυτός πήγε να διανυκτερεύση σε μια σπηλιά. Το πρωί που επέστρεψε, τον ρώτησε ο επισκέπτης: «Πως τα πέρασες, αββά; Μήπως κρύωσες;». «Όχι, πέρασα καλά. Μπήκα σε μια σπηλιά και βρήκα μέσα ένα λιοντάρι να κοιμάται. Ξάπλωσα κι εγώ και ακούμπησα την πλάτη μου στην χαίτη του. Από τα χνώτα του η σπηλιά ήταν σαν φούρνος και δεν κρύωσα». «Καλά, δεν φοβήθηκες μήπως σε φάη το λιοντάρι;», τον ρώτησε ο επισκέπτης. «Όχι, του λέει ο αββάς, αλλά, να ξέρης, εμένα θα με φάνε τα θηρία». «Πως το ξέρεις αυτό;». «Εγώ στον κόσμο ήμουν βοσκός, του λέει ο αββάς, και κάποτε που βοσκούσα το κοπάδι μου οι σκύλοι μου καταξέσχισαν κάποιον περαστικό και, ενώ μπορούσα να τον σώσω, αδιαφόρησα. Από τότε ζητάω από τον Θεό συνέχεια να με φάνε τα θηρία. Πιστεύω να μου κάνη ο Θεός αυτό το χατίρι». Και πράγματι αυτόν τον αββά τον έφαγαν τα θηρία. Στην άλλη όμως ζωή αυτοί οι άνθρωποι θα είναι στον πιο εκλεκτό τόπο.
- Γέροντα, διάβασα σε σχόλια κάποιου πατερικού βιβλίου ότι ο άνθρωπος, όταν κάνη κάποια αμαρτία, πρέπει να τιμωρηθή, για να πληρώση για το κακό που έκανε.
- Όχι, δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος, αν μετανοιώση, δεν τιμωρείται· τον ελεεί ο Χριστός. Χρειάζεται πολλή προσοχή στα σχόλια, γιατί μπορεί ένας σχολιαστής να είναι αρκετά καλός, αλλά καμμιά φορά να κάνη λανθασμένες ερμηνείες. Αν κανείς δεν είναι σίγουρος ότι ο σχολιαστής είναι καλός, καλύτερα αν διαβάση μόνον το κείμενο. Και σ’ εμένα είπε κάποιος ότι τον Προφήτη Ησαΐα τον πριόνισαν[38], γιατί έπρεπε να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου. Ενώ ο ίδιος παρακάλεσε τον Θεό να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου και ο Θεός υπέκυψε στην πολλή αγάπη που είχε για τον λαό. Αλλά για κάθε πριονιά ο Θεός θα του δώση και ένα στεφάνι. Είναι απαραίτητο να ξέρη κανείς μερικά πράγματα, για να καταλάβη κάποια άλλα. Ο αββάς Ποιμήν, για τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, μπορούσε να καταλάβη τον Προφήτη Ησαΐα – αν και η περίπτωση του ενός διέφερε από του άλλου, γιατί στην περίπτωση του Προφήτη Ησαΐα υπήρχε η θυσία για τον κόσμο.
- Έχουμε, Γέροντα, και στην εποχή μας τέτοια περιστατικά;
- Ναι, βέβαια. Θυμάμαι κάποιο γεγονός που συνέβη, όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου. Κάποιος μοναχός, όταν ήταν στον κόσμο, είχε κάψει έναν Τούρκο στον φούρνο, επειδή είχε σφάξει τον πατέρα του. Μετά μετανόησε, ήρθε στο Άγιο Όρος, έγινε μοναχός και είχε βάλει μια καλή σειρά. Μέρα-νύχτα όμως παρακαλούσε τον Θεό να επιτρέψη να καή και ο ίδιος. Μια φορά έπιασε πυρκαγιά στο Μοναστήρι. Εγώ τότε ήμουν δοχειάρης. Ετοίμασα δοχεία με νερό και τρέξαμε όλοι και σβήσαμε τη φωτιά. Τελικά αυτόν τον μοναχό τον βρήκαμε καμένο. Θα μου μείνη αλησμόνητη η σκηνή... Τι είχε γίνει; Αυτός τότε ήταν ογδόντα πέντε χρονών και τον διακονούσε ένας μοναχός που ήταν εβδομήντα πέντε. Εκείνη την ημέρα, για να τον ανακουφίση λίγο από τους πόνους των ρευματισμών, του έτριψε τα πόδια του με πετρέλαιο και τον κουκούλωσε κοντά στο τζάκι. Πετάχθηκε όμως μια σκανδαλήθρα από τα ξύλα της καστανιάς, πήρε φωτιά, κάηκε εκείνος και έπιασε φωτιά και όλο το μοναστήρι. Εγώ στενοχωρήθηκα πολύ για το γεγονός· δεν μπορούσα να ησυχάσω! Ύστερα μου είπε ο Πνευματικός: «Μην στενοχωριέσαι· αυτός ζητούσε από τον Θεό να καή, για να εξιλεωθή· αυτό ήταν δώρο Θεού».
Οι πνευματικοί νόμοι
και η αγάπη του Θεού
- Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν πάντοτε αμέσως;
- Αναλόγως. Πολλές φορές απορεί κανείς! Ενώ λίγο υπερηφανεύθηκε, αμέσως έσπασε τα μούτρα του· λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι αστραπιαίως. Π.χ. καθαρίζει μία αδελφή τα τζάμια και της έρχεται ένας υπερήφανος λογισμός ότι τα καθαρίζει καλύτερα από την άλλη, οπότε κάτι συμβαίνει και, τσακ, σπάζει το τζάμι. Άλλες φορές λειτουργούν αργότερα.
- Όταν, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν αμέσως, αυτό τι σημαίνει;
- Αυτό είναι καλό. Τότε πρέπει να καταλάβη ο άνθρωπος ότι η αγάπη του Θεού τον προστατεύει, γιατί ξοφλάει και δεν θα τα πληρώση όλα μαζεμένα. Όταν όμως δεν λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι σε έναν άνθρωπο, είναι επικίνδυνο, γιατί δείχνει ότι είναι απομακρυσμένο παιδί του Θεού· δεν είναι στο σπίτι Του. Υπάρχουν μερικοί που ενεργούν συνέχεια με υπερηφάνεια και δεν παθαίνουν τίποτε. Αυτό σημαίνει ότι η υπερηφάνειά τους ξεπέρασε την ανθρώπινη και έφθασε στον ανώτατο βαθμό της, στην δαιμονική υπερηφάνεια, στην έπαρση. Η πτώση τότε γίνεται από την άλλη μεριά της κορυφής, οπότε πέφτει κατ’ ευθείαν στην κόλαση. Είναι εωσφορική πτώση και δεν την βλέπουν όσοι βρίσκονται από την άλλη μεριά της κορυφής. Αυτούς δηλαδή δεν τους πιάνει ο πνευματικός νόμος σε τούτη την ζωή, αλλά ισχύει γι’ αυτούς το Αποστολικό: «Πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι»[39].
- Μπορεί, Γέροντα, να θαυμάση κανείς ένα έργο που έκανε και να γίνη κάποια ζημιά;
- Ναι, γιατί λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει την Χάρη Του ο Θεός από κάποιον και κάνει την ζημιά, για να συνετισθή ο άλλος που υπερηφανεύτηκε για το έργο του.
- Δηλαδή, Γέροντα, όταν γίνεται ζημιά, σημαίνει ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
- Φυσικά.
- Αποκλείεται να είναι κανείς αδέξιος και να κάνη ζημιές;
- Σπάνιες είναι αυτές οι περιπτώσεις. Γι’ αυτό, όσο μπορείτε, να ζήτε ταπεινά. Να σκέφτεσθε ότι δεν έχουμε τίποτε δικό μας. Όλα ο Θεός μας τα έχει δώσει. Όλα όσα έχουμε είναι του Θεού. Μόνον οι αμαρτίες είναι δικές μας. Αν δεν ταπεινωνώμαστε, θα λειτουργούν σ’ εμάς συνεχώς οι πνευματικοί νόμοι, μέχρις ότου καμφθή ο εγωισμός μας. Ο Θεός να δώση να γίνη αυτό, πριν μας βρη ο θάνατος.
- Μπορεί, Γέροντα, ο άνθρωπος να μην καταλάβη ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
- Αν δεν παρακολουθή κανείς τον εαυτό του, τίποτε δεν καταλαβαίνει και από τίποτε δεν βοηθιέται, ούτε ωφελείται.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι παύουν να λειτουργούν, μόνον όταν ταπεινωθή ο άνθρωπος;
- Ναι, κυρίως με την ταπείνωση ή, όταν έχη κανείς το ακαταλόγιστο. Να σου πω ένα παράδειγμα: Μια γυναίκα έδερνε συνέχεια τον άνδρα της και αυτός δεν μιλούσε, για να μη χάση την αξιοπρέπειά του, γιατί ήταν και δάσκαλος. Λειτουργούσαν όμως σ’ αυτόν οι πνευματικοί νόμοι. Είχε ορφανέψει μικρός από πατέρα και η χήρα μάνα του με μια σύνταξη προσπαθούσε να τον σπουδάση, να τον κάνη δάσκαλο, και αυτός την έδερνε! Τι είχε τραβήξει η φουκαριάρα η μάνα του! Οπότε επέτρεψε ο Θεός να τον δέρνη η γυναίκα του, για να εξοφλήση. Ύστερα τι γίνεται; Πεθαίνει αυτός, και ο γιος του έδερνε την μάνα του. Ξόφλησε έτσι και αυτή. Παντρεύεται ο γιος και παίρνει μια ελαφρούτσικη, που τον έδερνε και έψελνε το «Χριστός Ανέστη»! Πως οικονόμησε ο Θεός, για να εξοφλήση και αυτός! Εδώ όμως σταμάτησαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, γιατί αυτή είχε το ακαταλόγιστο.
- Όταν, Γέροντα, κάποιος έχη μια πτώση και λυπάται, έτσι ξεπληρώνει;
- Αισθάνεται ότι χρωστάει ή λυπάται εγωιστικά; Αν αισθάνεται ότι χρωστάει, δεν θα πληρώση. Όταν όμως δεν αισθάνεται το χρέος του, επιτρέπει ο Θεός να πληρώση. Ο Χριστιανός λ.χ. πρέπει να κάνη ελεημοσύνες. Αν κάποιος είναι σκληρός και δεν δίνη, αλλά μαζεύη τα χρήματα, θα πάνε οι κλέφτες, θα τον δείρουν, θα του πάρουν και τα χρήματα, και έτσι θα εξοφλήση. Όταν έχουμε χρέη και δεν ξοφλούμε σ’ αυτήν την ζωή, αυτό είναι πολύ κακό σημάδι, είναι εγκατάλειψη από τον Θεό. Όταν πάλι κάποιος δεν τρώη σκαμπίλια και δέχεται ευλογίες, τότε φαίνεται ότι έκανε κάτι καλό και ανταμείβεται εδώ γι’ αυτό από τον Χριστό διπλά και τριπλά. Δεν ξοφλάει όμως για τα σφάλματά του. Και αυτό πάλι είναι κακό. Ας πούμε ότι έκανα δέκα τοις εκατό καλωσύνες και ο Χριστός με ανταμείβει για είκοσι τοις εκατό και δεν έχω ούτε θλίψεις ούτε στενοχώρια· τότε όμως δεν ξοφλώ αμαρτίες.
Η ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση, λέει ο Αββάς Ισαάκ[40]. Δηλαδή, όταν λειτουργούν σε κάποιον οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται ένα μέρος από τα βάσανα της κολάσεως.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ
ΖΩΗ
«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεόςγια μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση
και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη,
όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί
να μην πάη στην κόλαση».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η αντιμετώπιση του θανάτουΜνήμη θανάτου
- Γέροντα, τι πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
- Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
- Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού, αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;
- Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία. Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου. Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγη άλειωτος, εξιλεώνεται κάπως με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
- Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
- Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε». Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα. Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο. Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου. Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν. Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο. Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία, οι ηλικιωμένοι που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους και ρωτούν να μάθουν ποιος πέθανε και πότε γεννήθηκε. «Ω, τι γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά· όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!». Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης[41] πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο. Πες σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά» και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν, γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του. Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος, δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Παύλος που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»[42]; Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς. Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια και ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι όπου είχε πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς «γη ει και εις γην απελεύσει»[43], όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού, όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του, πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, παφ-παφ..., για να δείξη παλληκαριά! Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του. Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπη η καλωσύνη, η θυσία, και να πη: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τι να περιμένω από αυτούς; Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους. Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.
Η συμφιλίωση με τον θάνατο
- Γέροντα, έγινε η τελική διάγνωση. Ο όγκος που έχετε είναι καρκίνος, και μάλιστα άγριος.
- Φέρε ένα μαντήλι να χορέψω το «Έχε γεια, καημένε κόσμε»! Εγώ ποτέ δεν χόρεψα στην ζωή μου, αλλά τώρα από την χαρά μου που πλησιάζει ο θάνατος θα χορέψω.
- Γέροντα, ο γιατρός είπε ότι πρέπει να γίνουν πρώτα ακτινοβολίες, για να συρρικνωθή ο όγκος, και μετά να γίνη επέμβαση.
- Κατάλαβα! Πρώτα θα βομβαδίση η αεροπορία και μετά θα γίνη η επίθεση! Λοιπόν θα πάω επάνω και θα σας φέρω νέα!... Μερικοί, ακόμη και γέροι, αν τους πη ο γιατρός «θα πεθάνης» ή «πενήντα τοις εκατό υπάρχει ελπίδα να ζήσης», στεναχωριούνται. Θέλουν να ζήσουν. Τι θα βγάλουν; Απορώ! Αν είναι κανείς νέος, ε, κάπως δικαιολογείται, αλλά ένας γέρος να κάνη προσπάθεια να ζήση, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Άλλο είναι να κάνη μια θεραπεία, για να μπορή να αντέξη κάπως τον πόνο. Δεν θέλει δηλαδή να παρατείνη την ζωή του, αλλά θέλει μόνο να είναι λίγο πιο υποφερτοί οι πόνοι και να αυτοεξυπηρετήται, μέχρι να πεθάνη· αυτό έχει νόημα.
- Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να σας δώση παράταση ζωής.
- Γιατί, Ο Ψαλμός δεν λέει ότι εβδομήκοντα είναι τα χρόνια της ζωής μας[44];
- Προσθέτει όμως ο Ψαλμωδός και «εάν εν δυναστείαις, ογδοήκοντα»...
- Ναι, αλλά λέει και «το πλείον αυτών κόπος και πόνος»[45], οπότε καλύτερη η ανάπαυση στην άλλη ζωή!
- Μπορεί, Γέροντα, κάποιος από ταπείνωση να μην αισθάνεται έτοιμος πνευματικά για την άλλη ζωή και να θέλη ακόμη να ζήση, για να ετοιμασθή;
- Αυτό είναι καλό, αλλά που να ξέρει ότι, αν ζήση κι άλλο, δεν θα γίνη χειρότερος;
- Γέροντα, πότε συμφιλιώνεται κανείς με τον θάνατο;
- Ποτέ; Άμα ζη μέσα του ο Χριστός, τότε είναι χαρά ο θάνατος. Όχι όμως να χαίρεται που θα πεθάνη, γιατί βαρέθηκε την ζωή του. Όταν χαίρεσαι τον θάνατο, με την καλή έννοια, φεύγει ο θάνατος και πάει να βρη κανέναν φοβητσιάρη! Όταν θέλης να πεθάνης, δεν πεθαίνεις. Όποιος καλοπερνάει, φοβάται τον θάνατο, γιατί ευχαριστιέται με την κοσμική ζωή και δεν θέλει να πεθάνη, Αν του πουν για θάνατο, λέει: «Κουνήσου από την θέση σου»! Ενώ, όποιος ταλαιπωρείται, πονάει κ.λπ., θεωρεί τον θάνατο λύτρωση και λέει: «Κρίμα, δεν ήρθε ακόμη ο Χάρος να με πάρη... Κάποιο εμπόδιο θα τον βρήκε»!
Λίγοι άνθρωποι θέλουν τον θάνατο. Οι πιο πολλοί κάτι θέλουν να τελειώσουν και δεν θέλουν να πεθάνουν. Ο καλός Θεός όμως οικονομάει να πεθάνη ο καθένας, όταν ωριμάση. Πάντως ένας πνευματικός άνθρωπος, είτε νέος είναι είτε γέρος, πρέπει να χαίρεται που ζη, να χαίρεται που θα πεθάνη, αλλά να μην επιδιώκη να πεθάνη, γιατί αυτό είναι αυτοκτονία.
Για έναν πεθαμένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει ποτέ καθόλου αγωνία, φόβος και άγχος, γιατί περιμένει τον θάνατο με χαρά, επειδή θα πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται. Αλλά χαίρεται και γιατί ζη, επειδή ζη πάλι κοντά στον Χριστό και νιώθει ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου επί της γης και διερωτάται αν υπάρχη ανώτερη χαρά στον Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γη. Τέτοιοι άνθρωποι αγωνίζονται με φιλότιμο και αυταπάρνηση και, επειδή μπροστά τους τον θάνατο και τον σκέφτονται καθημερινά, ετοιμάζονται πιο πνευματικά, αγωνίζονται τολμηρότερα και νικούν την ματαιότητα.
Οι ετοιμοθάνατοι
- Γέροντα, μας ζήτησαν να ευχηθούμε για κάποιον που μέρες ψυχορραγούσε και δεν έβγαινε η ψυχή του.
- Γιατί δεν έβγαινε η ψυχή του; Εξομολογήθηκε;
- Όχι, δεν θέλησε να εξομολογηθή. Δηλαδή, Γέροντα, η ταλαιπωρία του ανθρώπου, όταν βγαίνη η ψυχή του, οφείλεται στην αμαρτωλότητά του;
- Δεν είναι απόλυτο αυτό. Ούτε όταν βγαίνη η ψυχή του ανθρώπου ήρεμα, σημαίνει πως είναι σε καλή κατάσταση, αλλά ούτε και όσοι ταλαιπωρούνται στα τελευταία τους σημαίνει πως έχουν πολλές αμαρτίες. Είναι μερικοί που από μεγάλη ταπείνωση ζητούν επίμονα από τον Θεό να έχουν άσχημο τέλος, για να μείνουν μετά τον θάνατό τους στην αφάνεια. Ή μπορεί κάποιος να έχη άσχημο τέλος, για να ξεχρεώση λίγο χρέος. Επειδή λ.χ. τον εγκωμίαζαν οι άνθρωποι περισσότερο από όσο άξιζε, επιτρέπει ο Θεός να παρουσιάση παραξενιές την ώρα του θανάτου του, για να ξεπέση στα μάτια των ανθρώπων. Άλλες φορές πάλι οικονομάει ο Θεός να έχουν μερικοί δυσκολία, όταν ψυχορραγούν, για να καταλάβουν όσοι είναι κοντά του πόσο δύσκολα είναι εκεί στην κόλαση, όταν δεν τακτοποιηθής εδώ. Ενώ, εάν είναι τα χαρτιά καλά, είσαι δηλαδή τακτοποιημένος, περνάς από την μια ζωή στην άλλη, χωρίς να σε πλησιάζουν καθόλου τα ταγκαλάκια.
- Γέροντα, σε έναν ετοιμοθάνατο ή σε κάποιον που έχει μια σοβαρή αρρώστια είναι σωστό να μην πούμε την αλήθεια;
- Ανάλογα και με το τι άνθρωπος είναι. Καμμιά φορά, με ρωτάει κανένας καρκινοπαθής: «Τι λες, Γέροντα, θα ζήσω ή θα πεθάνω;». Αν του πω «θα πεθάνης», θα πεθάνη εκείνη την ώρα από την στενοχώρια του. Ενώ, αν δεν του το πω, παίρνει κουράγιο και αντιμετωπίζει με θάρρος την αρρώστια του. Όταν ωριμάση, σηκώνει μόνος του τον σταυρό του και προχωράει. Έτσι μπορεί να ζήση μερικά χρόνια, να συμπαρασταθή στην οικογένειά του και να ετοιμασθή και αυτός και οι δικοί του. Δεν του λέω φυσικά ότι θα ζήση χίλια χρόνια ή ότι αυτό που έχει δεν είναι τίποτε, αλλά του λέω: «Ανθρωπίνως είναι δύσκολο να βοηθηθής. Φυσικά για τον Θεό δεν είναι τίποτε δύσκολο, αλλά εσύ κοίταξε να τακτοποιηθής».
- Μερικές φορές, Γέροντα, οι δικοί του διστάζουν να τον κοινωνήσουν, για να μην τον βάλουν σε λογισμούς.
- Δηλαδή να πάη ακοινώνητος, για να μην καταλάβη ότι θα πεθάνη και στεναχωρεθή; Ας του πουν οι δικοί του: «Η Θεία Κοινωνία είναι φάρμακο. Θα σε βοηθήση. Καλά είναι να κοινωνήσης». Οπότε κοινωνάει, βοηθιέται και συγχρόνως ετοιμάζεται για την άλλη ζωή.
- Γέροντα, στους ψυχορραγούντας πρέπει να κάνουν Ευχέλαιο;
- Σε όσους δυσκολεύονται να ξεψυχήσουν, διαβάζουν την «Ακολουθία εις ψυχορραγούντα»[46]. Το Ευχέλαιο γίνεται για όλους τους αρρώστους, δεν γίνεται μόνο για όσους βρίσκονται στα τελευταία τους.
- Αυτά που λέει, Γέροντα, κανείς, όταν ψυχορραγή, έχουν κάποια σχέση με την κατάστασή του;
- Να μη βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα. Μπορεί κάποιος την ώρα που ξεψυχάει να πονάη, να ζορίζεται και το πρόσωπό του να έχη την έκφραση του πόνου, οπότε οι άλλοι νομίζουν ότι δεν είναι καλά ψυχικά. Διαφέρει όμως η πονεμένη έκφραση από την άλλη που είναι άγρια και τρομαγμένη. Εκείνος υποφέρει, έχει τον πόνο του ο καημένος και οι άλλοι μπορεί να λένε ότι παλεύει με τα δαιμόνια που ήρθαν να του πάρουν την ψυχή!
- Γέροντα, μια ψυχή που φεύγει από αυτήν την ζωή τακτοποιημένη θα περάση από τα τελώνια;
- Όταν μια ψυχή είναι τακτοποιημένη και ανεβαίνη στον Ουρανό, δεν μπορούν τα ταγκαλάκια να την πειράξουν. Ενώ, αν δεν είναι τακτοποιημένη, βασανίζεται από τα ταγκαλάκια. Μερικές φορές μάλιστα ο Θεός επιτρέπει να βλέπη τα τελώνια η ψυχή του ανθρώπου που έχει χρέη, την ώρα που ψυχορραγεί, για να βοηθήση εμάς που θα ζήσουμε ακόμη, ώστε να αγωνισθούμε να εξοφλήσουμε εδώ τα χρέη μας. Θυμάστε το γεγονός με την Θεοδώρα[47]; Οικονομάει δηλαδή να βλέπουν μερικοί ορισμένα πράγματα, για να βοηθηθούν οι άλλοι και να μετανοήσουν. Στον βίο του Οσίου Ευφροσύνου[48] λ.χ. διαβάζουμε ότι ο Ηγούμενος, μετά από το όραμα που είδε, βρέθηκε με τα μήλα στο χέρι, για να τα δουν οι άλλοι και να βοηθηθούν.
Καμμιά φορά πάλι οικονομάει ο Θεός να έχη η ψυχή έναν διάλογο την ώρα που ξεψυχάει, για να μετανοήση ο ίδιος ο άνθρωπος που βρίσκεται στα τελευταία του ή αυτοί που τον ακούν. Βλέπεις, ο Θεός έχει πολλούς τρόπους που σώζει τον άνθρωπο. Πότε βοηθάει με Αγγέλους, πότε με δοκιμασίες ή με διάφορα σημεία. Είχα γνωρίσει μια γυναίκα που φερόταν βάρβαρα στον άνδρα της και στην πεθερά της· τους έδερνε και τους δύο. Εκείνη γύριζε στις γειτονιές και κουβέντιαζε και την πεθερά της, που ήταν γριούλα, την έστελνε κάθε μέρα στο χωράφι. Πήγαινε η φουκαριάρα η γριά κάθε μέρα στο χωράφι, δυο ώρες δρόμο, σβαρνίζοντας τα πόδια της και δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να παραπονιέται. Ώσπου μια μέρα, μόλις γύρισε στο σπίτι, πτώμα από την κούραση, έπεσε κάτω και έλεγε στην νύφη της: «Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μου παίρνει την ψυχή. Σκούπισε, παιδάκι μου, τα αίματα». «Ποια αίματα, γιαγιά;», την ρωτούσε με αγωνία η νύφη, γιατί δεν έβλεπε να έχη αίματα επάνω της. «Να, παιδάκι μου, τα αίματα που τρέχουν! Σκούπισέ τα, σκούπισέ τα!». Γυρίζει η νύφη να κοιτάξη, και η γιαγιά είχε ξεψυχήσει. Μετά από αυτό το περιστατικό συνετίσθηκε και άλλαξε ζωή· από θηρίο έγινε αρνί. Ήταν οικονομία Θεού να δη την πεθερά της να ξεψυχάη με αυτά τα λόγια, να πιστέψη ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παίρνει τις ψυχές δήθεν με το σπαθί, για να φοβηθή και να μετανοήση. Της μίλησε δηλαδή ο Θεός με την γλώσσα που καταλάβαινε, για να συνέλθη, γιατί, φαίνεται, θα είχε καλή διάθεση.
- Και όταν, Γέροντα, ο ετοιμοθάνατος φωνάζη κεκοιμημένους συγγενείς του, τι σημαίνει;
- Πολλές φορές και αυτό γίνεται, για να παραδειγματίζωνται οι άλλοι που είναι κοντά στον ετοιμοθάνατο. Γνώρισα μια πλούσια κυρία, που ήταν αγία γυναίκα. Δεν είχε παντρευτή και έμενε με την αδελφή της, στην οποία είχε δώσει όλη την περιουσία της. Ο γαμπρός της, που πέθανε μετά από αυτήν, όταν ξεψυχούσε, την φώναζε: «Έλα, Δέσποινα, να συγχωρεθούμε. Να με συγχωρέσης..., πολύ σε ταλαιπώρησα, να με συγχωρέσης!». «Που είναι η Δέσποινα;», τον ρώτησαν. «Να, δεν την βλέπετε; να, εκεί είναι!» τους είπε και μετά ξεψύχησε.
- Συγχωρούνται, Γέροντα, έτσι οι άνθρωποι, ακόμη και την τελευταία στιγμή της ζωής τους με κάποιον που έχει ήδη πεθάνει;
- Επιτρέπει ο Θεός, έστω και έτσι να συγχωρεθούν, επειδή ο άνθρωπος, την ώρα που πεθαίνει, μετανοιώνει και αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση συγγνώμη.
Η αυτοκτονία
- Γέροντα, μερικοί άνθρωποι, αν συναντήσουν κάποια μεγάλη δυσκολία στην ζωή τους, αμέσως σκέφτονται να αυτοκτονήσουν;
- Μπαίνει ο εγωισμός στην μέση. Οι περισσότεροι που αυτοκτονούν, ακούν τον διάβολο που τους λέει πως, αν τερματίσουν την ζωή τους, θα γλιτώσουν από το εσωτερικό βάσανο που περνούν, και από εγωισμό αυτοκτονούν. Αν λ.χ. κάνη κάποιος μια κλεψιά και αποδειχθή ότι έκλεψε, «πάει, λέει, τώρα έγινα ρεζίλι» και, αντί να μετανοήση, να ταπεινωθή και να εξομολογηθή, για να λυτρωθή, αυτοκτονεί. Άλλος αυτοκτονεί, γιατί το παιδί του είναι παράλυτο. «Πως να έχω παράλυτο παιδί εγώ;» λέει και απελπίζεται. Αν είναι υπεύθυνος γι’ αυτό και το αναγνωρίζη, ας μετανοήση. Πως βάζει τέρμα στην ζωή του και αφήνει το παιδί του στον δρόμο; Δεν είναι πιο υπεύθυνος μετά;
- Γέροντα, συχνά ακούμε για κάποιον που αυτοκτόνησε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα.
- Οι ψυχοπαθείς, όταν αυτοκτονούν, έχουν ελαφρυντικά, γιατί είναι σαλεμένο το μυαλό τους. Και συννεφιά να δουν, νιώθουν ένα πλάκωμα. Αν έχουν και μια στενοχώρια, έχουν διπλή συννεφιά. Γι’ αυτούς όμως που αυτοκτονούν χωρίς να είναι ψυχοπαθείς – καθώς και για τους αιρετικούς -, δεν εύχεται η Εκκλησία, αλλά τους αφήνει στην κρίση και στο έλεος του Θεού. Ο ιερέας δεν μνημονεύει τα ονόματά τους στην Προσκομιδή ούτε τους βγάζει μερίδα, γιατί με την αυτοκτονία αρνούνται, περιφρονούν την ζωή που είναι δώρο του Θεού. Είναι σαν να τα πετούν όλα στο πρόσωπο του Θεού.
Αλλά εμείς πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν, για να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουμε πως έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τι κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγμή. Μπορεί, την ώρα που ξεψυχούσαν, να μετάνοιωσαν, να ζήτησαν συγχώρηση από τον Θεό και να έγινε δεκτή η μετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την παρέλαβε Άγγελος Κυρίου.
Είχα ακούσει ότι ένα κοριτσάκι σε ένα χωριό πήγε να βοσκήση την κατσίκα τους. Την έδεσε στο λιβάδι και πήγε πιο πέρα να παίξη. Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι και η κατσίκα λύθηκε και έφυγε. Έψαξε, αλλά δεν την βρήκε και γύρισε στο σπίτι χωρίς την κατσίκα. Ο πατέρας του θύμωσε πολύ, το έδειρε και το έδιωξε από το σπίτι. «Να πας να βρης την κατσίκα, του είπε. Αν δεν την βρης, να πας να κρεμασθής». Ξεκίνησε το ταλαίπωρο να πάη να ψάξη. Βράδιασε και αυτό ακόμη δεν είχε γυρίσει στο σπίτι. Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι να βρουν το παιδί. Έψαξαν και το βρήκαν κρεμασμένο σε ένα δένδρο. Είχε δέσει στον λαιμό του το σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δένδρο. Το κακόμοιρο είχε φιλότιμο και πήρε κατά γράμμα αυτό που του είπε ο πατέρας του. Το έθαψαν μετά έξω από το κοιμητήρι.
Η Εκκλησία φυσικά καλά έκανε και το έθαψε απ’ έξω, για να φρενάρη όσους αυτοκτονούν για το παραμικρό, αλλά και ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη μέσα στον Παράδεισο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί
οι μη έχοντες ελπίδα» [49]
Θάνατος παιδιών
- Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας παρακαλεί να κάνετε προσευχή να το δη έστω στον ύπνο της, για να παρηγορηθή.
- Πόσων χρόνων ήταν το παιδί; ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το παιδί ήταν μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της παρουσιασθή, δεν θα αναστατωθή, θα παρουσιασθή. Αιτία είναι η μητέρα που δεν παρουσιάζεται το παιδί.
- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιασθή το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να παρουσιασθή σε κάποιον άλλον;
- Πως δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για τον θάνατο κάποιου νέου, λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως. Γιατί, αν εξετάσουμε τα πράγματα πιο βαθιά, θα δούμε ότι, όσο μεγαλώνει κανείς, και περισσότερο αγώνα πρέπει να κάνη, αλλά και περισσότερες αμαρτίες προσθέτει. Ιδίως όταν είναι κοσμικός, όσο περνούν τα χρόνια, αντί να βελτιώση την πνευματική του κατάσταση, την χειροτερεύει με τις μέριμνες, με τις αδικίες κ.λπ. Γι’ αυτό είναι πιο κερδισμένος, όταν τον παίρνη ο Θεός νέο.
-Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;
- Κανείς δεν έχει κάνει συμφωνία με τον Θεό πότε θα πεθάνη. Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δη όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέη: «Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια.
Φυσικά οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός, και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρωνται, γιατί που ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε; Θα μπορούσε άραγε να σωθή; Όταν του 1924 φεύγαμε από την Μικρά Ασία με το καράβι, για να έρθουμε στην Ελλάδα, εγώ ήμουν βρέφος. Το καράβι ήταν γεμάτο πρόσφυγες και, όπως με είχε η μητέρα μου μέσα στις φασκιές, ένας ναύτης πάτησε επάνω μου. Η μάνα μου νόμισε ότι πέθανα και άρχισε να κλαίη. Μια συγχωριανή μας άνοιξε τις φασκιές και διαπίστωσε ότι δεν είχα πάθει τίποτε. Αν πέθαινα τότε, σίγουρα θα πήγαινα στον Παράδεισο. Τώρα που είμαι τόσων χρονών και έχω κάνει τόση άσκηση, δεν είμαι σίγουρος αν πάω στον Παράδεισο.
Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη την στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ‘ρθούν τα παιδιά τους με εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πη: «Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος». Και τότε εκείνα θα Του πουν: «Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και την μανούλα μας κοντά μας». Και ο Χριστός θα τα ακούση και θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα.
Βέβαια δεν πρέπει να φθάνουν οι μητέρες και στο άλλο άκρο. Μερικές μανάδες πιστεύουν ότι το παιδί τους που πέθανε αγίασε και πέφτουν σε πλάνη. Μια μητέρα ήθελε να μου δώση κάτι από τον γιο της που είχε πεθάνει, για ευλογία, γιατί πίστευε ότι αγίασε. «Έχει ευλογία, με ρώτησε, να δίνω τα πράγματά του;» «Όχι, της είπα, καλύτερα να μη δίνης». Μια άλλη είχε κολλήσει την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ στον Εσταυρωμένο την φωτογραφία του παιδιού της που το είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί και έλεγε: «Και το παιδί μου σαν τον Χριστό έπαθε». Οι γυναίκες που κάθονταν και ξενυχτούσαν στον Εσταυρωμένο την άφησαν, για να μην την πληγώσουν. Τι να έλεγαν; Πληγωμένη ήταν.
Παρηγοριά στους πενθούντες
- Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, για να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!
- Άμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν την δύναμη να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Με τα μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται με τις μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώση την μοτοσυκλέτα περισσότερο! «Κρατούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα». Ο διάβολος, βλέπεις, τι τους βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί να χτυπούσαν αλλού και να μην σακατεύονταν. Για να επιτρέψη όμως ο Θεός την κακία του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θα βγη κάτι καλό.
-Τότε, Γέροντα, γιατί η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο[50];
- Εκείνο είναι άλλο. Ζητά από τον Θεό να μη μας βρη ο θάνατος ανέτοιμους.
- Γέροντα, μια μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.
- Πες της: «Από κακότητα χτύπησε ο οδηγός το παιδί σου; Όχι. Εσύ, για να σκοτωθή το έστειλες στην δουλειά; Όχι. Να πης λοιπόν ‘’δόξα Σοι ο Θεός’’, γιατί μπορεί να γινόταν ένα αλητάκι και ο Θεός το πήρε στην κατάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαις; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί με το κλάμα; Θέλεις να βασανίζεται το παιδί σου ή να χαίρεται; Φρόντισε να βοηθήσης τα άλλα παιδιά που έχεις και είναι μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτά να κλαις». Να, και χθες ήρθε μια μητέρα με κλάματα και μου είπε: «Μου πήρε ο Θεός το μονάκριβο παιδί μου», και τα έβαζε με τον Θεό. «Αν το καλοσκεφθής, της είπα, σε τίμησε ο Θεός. Το πήρε κοντά Του αγγελούδι, βαπτισμένο όπως ήταν. Αυτό είναι αγγελούδι και εσύ τα βάζεις με τον Θεό; Αυτό θα βρης μεθαύριο να πρεσβεύη στον Θεό». Μετά που μου μίλησε για την ζωή της, είπε πως μπορούσε να έχη πολλά παιδιά, αλλά, όταν ήταν νέα, δεν ήθελε να έχη παιδιά.
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον Θεό! «Δεν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ μου, θέλω να σωθή το παιδί μου· να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όμως ο Θεός δη ότι το παιδί θα παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθή, το παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο να το χτυπήση με το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εμπόδιο να αποφύγη το ατύχημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί, έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή του. «Εγκλημάτησα», λέει. Και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η μάνα πάλι με τον πόνο της συμμαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή. Βλέπετε πως οικονομάει ο Θεός από την προσευχή της μάνας να σώζωνται ψυχές; Αν όμως οι μητέρες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, τα βάζουν με τον Θεό! Τι τραβάει και ο Θεός με εμάς!
Όταν κανείς παύη να αντιμετωπίζη τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση. Γιατί, πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορηθή αληθινά, αν δεν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια; Τον καιρό που ήμουν στο Μοναστήρι του Στομίου, ζούσε στην Κόνιτσα μια χήρα γυναίκα, που πήγαινε συνέχεια στο Κοιμητήρι και έσκουζε ώρες ολόκληρες. Τους αναστάτωνε όλους με τις φωνές της. Χτυπιόταν, χτυπούσε το κεφάλι της στην πλάκα του τάφου! Όλο τον πόνο της τον έβγαζε εκεί. Πήγαιναν, την έπαιρναν από εκεί και αυτή ξαναγύριζε. Αυτό γινόταν για χρόνια. Ο άνδρας της είχε σκοτωθή από τους Γερμανούς και η κόρη της, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα, μόλις έγινε δεκαεννιά χρονών, πέθανε από καρδιά και είχε μείνει μόνη της η φουκαριάρα. Αν το δη κανείς αυτό εξωτερικά, θα πη: «Γιατί να το επιτρέψη ο Θεός;». Και αυτή έτσι εξωτερικά το αντιμετώπιζε και δεν μπορούσε να παρηγορηθή. Μια φορά που πήγα να δω τι συμβαίνει, μου έλεγε: «Γιατί ο Θεός το έκανε αυτό; Ο άνδρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο. Είχα μια κόρη, μου την πήρε και αυτή...». Έλεγε-έλεγε, τα έβαζε με τον Θεό. Αφού την άφησα να ξεσπάση λίγο, της είπα: «Να σου πω κι εγώ κάτι. Τον άνδρα σου τον ήξερα· ήταν πολύ καλός. Σκοτώθηκε στον πόλεμο για την Πατρίδα, πάνω στο ιερό καθήκον. Ο Θεός δεν θα τον αφήση. Μετά σου άφησε την κόρη σου για λίγα χρόνια κοντά σου, οπότε είχες μια παρηγοριά. Έπειτα όμως, επειδή ίσως θα ξέφευγε η κοπέλα, την πήρε ο Θεός σ’ αυτήν την καλή κατάσταση που βρισκόταν, για να την σώση». Αυτή, ενώ ο άνδρας της ήταν πολύ ήσυχος, ήταν λίγο κοσμική. Δεν της είπα φυσικά ότι «εσύ ήσουν κοσμική», αλλά την ρώτησα: «Τώρα, εσύ, τι σκέφτεσαι; Αγαπάς τον κόσμο;». «Δεν θέλω να δω τίποτε και κανέναν», μου λέει. «Βλέπεις, της λέω, τώρα και για σένα ο κόσμος πέθανε. Ο πόνος σε βοηθάει και δεν σε ενδιαφέρει τίποτε το κοσμικό. Έτσι μεθαύριο θα είστε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τέτοια τιμή ο Θεός σε ποιον την έχει κάνει; Το καταλαβαίνεις;». Μετά από αυτήν την συζήτηση σταμάτησε να πηγαίνη στο Κοιμητήρι. Μόλις βοηθήθηκε να συλλάβη το βαθύτερο νόημα της ζωής, ησύχασε.
- Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονήται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ο δολοφόνος.
- Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να πη στον Θεό: «Εγώ θα μετανοούσα, αλλά αυτός με σκότωσε». Έτσι θα πέση το βάρος στον δολοφόνο. Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να γίνωνται συνέχεια εγκλήματα· θα τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληματίες να ζήσουν, για να είναι αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως, που δεν μετανόησαν, παρόλο που τους έδωσε χρόνια, για να μετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους τακτοποιήση.
Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια
Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο. Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η μετά θάνατον ζωή
Οι υπόδικοι νεκροί
- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ»[52], δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής[53];
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών»[54], παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[55] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα
για τους κεκοιμημένους[ 56]
για τους κεκοιμημένους[ 56]
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «»Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους. Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[57], λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[58] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. ‘’Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω’’. Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθή στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο
για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό
- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γράφετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ’ αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[59]
- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συμπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».
- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάη με την προσευχή του τους ανθρώπους;
- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάη με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρη, ενώ τώρα συμπάσχει· δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλησίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αυτή η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;
- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παράδεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[60] δεν λέει; Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ’ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανίζονται σ’ αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρωνται. Μα και ο ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαγχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ’ όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει Όσο δηλαδή βασανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι’ αυτό, όταν κάποιος τα βλέπη λίγο αυτά και έχη υπ’ όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.
- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήση κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χαμένη αυτή η προσευχή;
- Πως να πάη χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται· ίσα-ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμιέται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Αλλά που να ξέρης σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι’ αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.
Η μέλλουσα Κρίση
- Γέροντα, πως εξαγνίζεται η ψυχή;
- Όταν ο άνθρωπος εργασθή τις εντολές του Θεού, κάνη δουλειά στον εαυτό του και καθαρισθή από τα πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σε ύψος θεωρίας, και η ψυχή λαμπρύνεται και γίνεται όπως ήταν πριν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σε τέτοια κατάσταση θα βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δη την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθή τελείως από τα πάθη. Το σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άυλο, και δεν θα νοιάζεται για τροφή υλική.
- Γέροντα, πως θα γίνη η μέλλουσα Κρίση;
- Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθή σε μια στιγμή η κατάσταση του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξη για ‘κει που είναι. Καθένας θα βλέπη[61] σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζη τον εαυτό του στον άλλον και θα σκύβη το κεφάλι και θα πηγαίνη στην θέση του. Δεν θα μπορή λ.χ. να πη μια νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της με σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχη μούτρα να πάη στον Παράδεισο, αλλά ούτε και θα χωράη στον Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τις δυσκολίες, τι δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι. Θα δουν εκεί οι μοναχές, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και εκείνες, καλόγριες, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, και θα ντρέπωνται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θα γίνη η Κρίση. Δεν θα πη δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» ή «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θα συγκρίνη τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξη για εκεί που θα είναι[62].
Η μέλλουσα ζωή
- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν: Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι’ αυτά.
- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό,
- Γέροντα, γιατί το σώμα του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα – πνευματικό σώμα -, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλαση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκωνται στην κόλαση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκωνται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ έστι πόνος...»[63]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα, αν δεν είναι κι εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[64] λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα, τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αυτοί μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνωνται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγώτερη;». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, αλλά θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.
- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, ή είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλωσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και δεν θέλεις να τελειώση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε, και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ’ ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια – Θεός φυλάξοι – να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι’ αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. Εσείς τι λέτε;
- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση· λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο ή κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου