ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Eχει γίνει λογοτεχνικὸ ἔθιμο:Δὲν γίνονται Χριστούγεννα χωρὶς
Παπαδιαμάντη. Ὅμοια καὶ Πάσχα. Ὅσα χρόνια ἀρθρογραφῶ στὴν ἱστορικότερη
ἐφημερίδα τῆς χώρας, τὴν «Ἑστία», πάντα κατὰ τὴν πανέορτη διάρκεια τοῦ
12ημέρου ἀφιερώνω τὰ ἄρθρα μου στὸν Σκιαθίτη συγγραφέα, δείχνοντας μὲ
συνεχεῖς ἀναφορὲς στὸ ἔργο του, πόσο ἰδιόμορφη ἦταν ἡ προσωπικότητά του
καὶ πόσο περίπλοκος, γριφώδης καὶ αἰνιγματικὸς ἦταν ὁ χαρακτήρας
του.ὉΠαπαδιαμάντης ἦταν ἐκλεκτικὸς τόσοστὶς σχέσεις καὶ στὶς σκέψεις ὅσο
καὶ στὴν τροφικὴ δίαιτά του. Κάποτε ὁ Μαλακάσης τὸν ἔπεισε νὰ τοῦ
προσφέρη ἕνα περίπατο μὲ τὸ ὄχημά του ὥς τὴν Πεντέλη καὶ νὰ τοῦ
παραθέσει λουκούλλειο γεῦμα μὲ εὐώδη ρετσινάτο.Ἀλλ’ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης
ἤπιε μιὰ γουλιά,τὸ ἀπέπτυσε λέγοντας περιφρονητικὰ«ξινίθρες»· καὶ ἀφοῦ
ἔκανε παζάρι μ’ἕναν ἀγωγιάτη ἐπανῆλθε ἐπὶ ὄνου ἢ ἡμιόνου ὠχούμενος στὸ
κλεινὸν ἄστυ, ἀφήνοντας «σύξυλο» τὸν Μαλακάση.Ἀλλὰ τὴν πλέον
σπαρταριστὴ περιγραφὴτῶν γευστικών ἰδιοτροπιῶν τοῦ Παπαδιαμάντη μᾶς τὴν
ἔχει δώσει ὁσυντοπίτης,ἐξάδελφοςκαὶ ομόρροπός του ὡς πρὸς
τὶςθρησκευτικὲς καὶ λογοτεχνικὲς τάσεις Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ποὺ ἤξερε
καλὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ ἄλλου Ἀλεξάνδρου.Στὸ μικρὸ αφήγημα ποὺ
εμπεριέχεται στὸν ἕκτο τόμο τῶν«Διηγημάτων» του,ποὺ ἐξέδωσε τὸ1928 ὁ
οἶκοςΙ.Σιδέρη,καὶ τὸὁποῖο φέρει τὸν τίτλο «Ἱστορία μιᾶςτυρόπηττας,ἡ
ὁποία εἰς τὸ τέλος γίνεταιφασκόμηλον» δίνεται τὸ ἱστορικὸ ἑνὸς
«δραματικοῦ» περιστατικοῦ μὲ κύριους ἥρωες τοὺς δύο ἐξαδέλφους.
Ὅπως
ἀφηγεῖται ὁ Μωραϊτίδης, «κατὰ πρόσωπον τοῦ Ἀναβρυτηρίου ὑπῆρχε ὁ
διάσημος φοῦρνος τοῦ Ἠπειρώτη Γέρο-Μίχα. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Μωραϊτίδης
νὰ κάνει μιὰ χριστουγεννιάτικη ἔκπληξη στὸν Παπαδιαμάντη ποὺ νοσταλγοῦσε
πάντα τὰ ἐδέσματα τῆς πατρίδας του, παρήγγειλε στὸνΓέρο-Μίχαμιὰ
σκιαθίτικη πίτταδ ίνοντάςτου αὐστηρὲς ὁδηγίες ὡς πρὸς τὴν παρασκευή. Ὁ
Γέρο-Μίχας τοῦ ὑποσχέθηκε: «Νὰ σοῦ κάνω ἐγὼ ψαρόπηττα τρικεριώτικη ποὺ
νὰ τρώγη ἡ μάννα καὶ νὰ μὴ δίνη τοῦ παιδιοῦ»ἮλθεἡνύκτατῶνΧριστουγέννων
καὶ οἱ δύο ἐξάδελφοι συναντήθηκανστὸνἍγιοἘλισσαῖο.Ἡ Ἀκολουθία ἄρχιζε
στὶς2καὶτελείωνεστὶς 5 τὸ πρωί. Στὸ ὡραιότερο μέρος τῆς Ἀκολουθίας
«ἐκυριάρχει ὁ Παπαδιαμάντης, ψάλλων μὲ τὴν ἄχρουν ἐκείνην ἀσθενικὴν
φωνήν, ἀλλὰ μὲ τὸ περιπαθὲς ἀλησμόνητον ὕφος κατορθόνων νὰ μεταδίδη τὸν
ἐνθουσιασμόν του εἰς τοὺς ἀκούοντας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ θέλουν τὸν
παρηκολούθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰς ἁρμονικὰς κινήσειςτου ἐντῶ ψάλλειν,ὅτε
ἐκινεῖ το ὅλος κ’ἐχόρευε κ’ἐλαφρῶς ἐκτύπα τὰς χεῖρας του ἐπὶ τοῦ
ἀναλογίου καὶ τοὺς πόδας του ἐπὶ τοῦ ξυλίνου δαπέδου,χωρὶςνὰ γεννᾶ
καμμίαν χασμωδίαν»Ὅταν τελείωσε ἡ Ἀκολουθία, οἱ δύο Ἀλέξανδροι μὲ τὴ
δική τους ἀκολουθία προσῆλθον στὸν κατάφωτο φοῦρνο τοῦ
Γέρο-Νίκα,ποὺἦταν καὶ διάσημο «λουκουματζίδικο» καὶ ἀφοῦ δόθηκε ἡ
παραγγελίαγιὰτρία «κατοσταράκια» κρασί, ὁ Μωραϊτίδης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ
ἔλθει ἡ πήττα. Ἀλλ’ἂς ἀφήσουμε τὸν ἴδιο νὰ μᾶς διηγηθεῖ τὰ ὑπόλοιπα:«Ὁ
Παπαδιαμάντης πρὸς τὸ ἄκουσμα τοῦ προσφιλοῦς του ἐδέσματος κατ’ἀρχὰς
ἔδειξε κάποιαν δυσπιστίαν, συνηθισμένος ἀπὸ τοιούτους δόλους, τοὺς
ὁποίους ἐθεώρει ὡσὰν πειρασματικὰ πειράγματα, ὕστερον μάλιστα ἀπὸ μίαν
τόσον εὐφραντικὴν Ἀγρυπνίαν. Ἀλλ’ἀφ’οὗ ἤκουσε τὸν ὑπηρέτην νὰ
ἐπαναλαμβάνει τὴν διαταγήν, ἐπείσθη πλέον ὅτι εὑρίσκετο ενώπιον μιᾶς
θεσπεσίας ἀναψυχῆς του,καὶ μὲ κατηυχαρίστησε,μὲ γέλοιον ἀνυπόκριτον ·νὰ
ζήσης,Ἀλέκο,μοῦ λέγει κατὰ τὴν συνήθειάντου.
Ἤρχισε
δὲ ἀμέσως νὰ ψάλλει ἐλαφρά-ἐλαφρὰ τὸ “Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε”, πολὺ
γλυκὰ καὶ πολὺ ὀρεκτικά, ὡς νὰ ἔτρωγεν ἀληθῶς τὴν τυρόπητταν.Ἡτο
τυρόπηττα ἐντὸςταψίου ἦλθε,ἀλλ’ἡθέατης ἦταν ἀποκρουστική:«ἕνα πολτῶδες
ψωμίον, ὁποῦ ἔπλεεν μέσα εἰς τὰ βούτηρα». Ἰδοὺ καὶ τὸ αποτέλεσμα:«Ἀλλ’ἡ
ἔπληξις τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν περιγράφεται. Ἔχασε τὸ γέλιο του ἀμέσως καὶ
τὴν φαιδρότητά του. Ἔγεινε πλέον κίτρινος ἀπ’ὅ,τι συνήθως ἦτο·
συνωφρυώθη.Δίδει ἀμέσως μιὰ μὲ τὸ χέρι του εἰς τὸ ταψίον τὸ ὁποῖον
ἄρχισε νὰ περιστρέφεται ὡσὰν ἕνας δίσκος ὁδοπαικτῶν, καὶ βλέπων μετά
τινος εἰρωνικοῦ μειδιάματος, φωνάζει ἐγειρόμενος:Αὐτὸ δὲν εἶναι
τυρόπηττα!Αὐτὸ εἶναι σκεμπές!»Κι ἔγινε ἄφαντος, «ἀναφωνήσας μὲ κάποιον
θυμόν· καλὴ χρονιά σας». Ὁ Μωραϊτίδης ἐπέπληξε τὸν Γέρο-Μίχα, ἀλλ’αὐτὸς
ἀποκρίθηκε μὲ ἀδιαφορία-«Ὤχ,ἀδελφέ!Ψύλλουςστ’ἄχυρα!...Τέτοιεςἡμέραις
λυόνουνὄ χι μόνον τυριὰ καὶ βούτυρα, ἀλλὰ καὶ τὰ μυαλὰ τῶν ἀνθρώπων».Ὁ
Παπαδιαμάντης, χολωμένος, κατέφυγε σ’ἕνα γνωστό του καφενεῖο στοῦ Ψυρῆ
καὶ ἔπινε φασκομηλιά,«τὸ προσφιλές του ἀπόσταγμα». Ἐκεῖ τὸν βρῆκε ὁ
Μωραϊτίδης κι ἕνας φίλος του. Ἐκάθησαν πλησίον του «μὲ
σφικτοραμμέναχείλη».Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια συναναστροφῆς ἤξεραν τὰ
«χούγια» του: Ἀρχικὰ σκυθρωπὸς καὶ μετὰ ἱλαρός. Καὶ τότε «ἐγέμιζε
τὴνσυντροφιάν μας μὲ λογοπαίγνια,μὲ ἀστειολογίες καὶ εὔμορφα γιὰ τὸν
καθένα μας ρητά,ἀπ’ὅσαεἶχεπλουσιώτατα ἀποθηκευμέν αεἰςτὸν παροιμιώδη
θησαυρὸν τῆς μνήμης του».Καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴ μεταστροφή του κάλεσε τὸν
σερβιτόρο καὶ τοῦ εἶπε: «Δύο φασκόμηλα ἀμέσως.Λάμπρο, καὶ ἕνα ναργιλὲ
σέρτικο».Ὁ ναργιλὲς ἦταν γιὰ τὸν συνοδὸ τοῦ Μωραϊτίδη, πού, συνεχίζοντας
τὴν ἀφήγησή του, γράφει:«Καὶ χωρὶς νὰ κάμη διόλου λόγον διὰ τὸν
σκεμπέν, ὡς ὠνόμασε τὴν τυρόπητταν τοῦ Ἠπειρώτου, ἤρχισε νὰ ψάλλη
σιγά-σιγὰ τὴν Ἐκλογὴν τῆς Ἀγρυπνίας,ἕνα Δαβιτικὸν χορευτικὸν καὶ πολὺ
χαρμόσυνον ἆσμα τῆςἑορτῆς,ροφῶν τὴν φασκομηλιάν του ἡδονικῶς καὶ
ἀπολαυστικώτατα,κροτῶν (=κτυπώντας) ἐλαφρὰ τοὺς πόδας ἐπὶ τοῦ δαπέδου·-
Ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ. Ἀλληλούια». Αὐτός, ἀγαπητοὶ αγνῶστες,ἦταν
ὁ Παπαδιαμάντης,ποὺ μποροῦσε μ’ἕνα φασκόμηλον νὰ κάνει πλούσια
Χριστούγεννα,γιατὶ εἶχε μέσα του πλούσια κοιτάσματα ἀγάπης.
Σαράντος Καργάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου