Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Θεός, Άνθρωπος, Κτίση

Θεός, Άνθρωπος, Κτίση


Τι σημαίνει, ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην υπάρχει; Αυτή είναι μια ιδέα που οι αρχαίοι Έλληνες δεν δεχότανε με κανέναν τρόπο. Για τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος είναι αιώνιος, δεν μπορεί να κάνει λόγο κανείς για δυνατότητα να μην υπάρχει ο κόσμος. Οι Χριστιανοί, όπως είπαμε, παίρνουν την θέση ότι ο κόσμος θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Αν δεν υπήρχε ο κόσμος, θα υπήρχε κάτι και αυτό το ο,τιδήποτε κάτι, ταυτίζεται με τον Θεό. Έτσι η όλη ύπαρξη διαιρείται σε δύο είδη υπάρξεως. Το ένα είδος είναι της υπάρξεως, που θα υπήρχε ούτως ή άλλως· το άλλο είδος, το είδος της υπάρξεως που θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Αυτό που θα μπορούσε και να μην υπάρχει, οφείλει την ύπαρξή του στην ελεύθερη θέληση αυτού που θα υπήρχε ούτως ή άλλως. Στην Πατερική γλώσσα, αυτό που θα υπήρχε ούτως ή άλλως δηλαδή αυτό που δεν οφείλει την ύπαρξή του στην ελεύθερη θέληση κάποιου άλλου, ονομάζεται άκτιστο. Αυτό που υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και θα μπορούσε και να μην υπάρξει, στην Πατερική γλώσσα είναι το κτιστό. Έτσι η ύπαρξη αποτελείται από αυτούς τους δύο πόλους. Ό,τι υπάρχει, ό,τι λέμε ότι υπάρχει, ο,τιδήποτε μπορεί να πάρει το ρήμα είναι, θα είναι ή κτιστό ή άκτιστο. Δεν υπάρχει άλλη κατηγορία. Θα είναι δηλαδή κάτι που υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και θα μπορούσε και να μην το έχει θελήσει συνεπώς και να μην υπάρχει, ή θα είναι κάτι το οποίο υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος το θέλησε, αλλά γιατί το ίδιο ήθελε να υπάρχει ο εαυτός του. Προσέξτε εδώ, μια λεπτομέρεια, που είναι πάρα πολύ δύσκολη, αλλά και πάρα πολύ σημαντική.  
Αυτό που ονομάσαμε άκτιστο, και που υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος θέλησε να υπάρχει, για το κτιστό, για μας, σημαίνει ότι ενώ εμείς υπάρχουμε λόγω της ελεύθερης θέλησης κάποιου άλλου, εκείνο δεν υπάρχει λόγω της ελεύθερης θέλησης κάποιου άλλου, άρα υπάρχει αναγκαστικά. Υπάρχει αναγκαστικά για μας. Σε αυτήν την λεπτομέρεια κάνουν λάθος μερικοί, που θα πούν, αφού υπάρχει αναγκαστικά για μας, υπάρχει αναγκαστικά και για το ίδιο. Όχι, δεν βγαίνει το ένα από το άλλο. Υπάρχει αναγκαστικά για μας, διότι προηγείται ημών. Για τον ίδιο τον εαυτό του, υπάρχει ελεύθερα, διότι δεν προηγείται τίποτε άλλο από εκείνο. Αυτό όμως δεν σημαίνει Πως υπάρχει αναγκαστικά για τον ίδιο τον εαυτό του. Συνεπώς, το κτιστό και το άκτιστο είναι οι δύο κατηγορίες, με τις οποίες δουλεύουμε στο δόγμα της δημιουργίας. Επαναλαμβάνω ότι το μεν κτιστό είναι ότι υπάρχει λόγω του ότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, και συνεπώς θα μπορούσε και να μην υπάρχει, αν αυτός ο άλλος δεν το ήθελε, το άκτιστο είναι αυτό που υπάρχει, όχι διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, αλλά διότι το ίδιο το θέλησε. Από που βγάζουμε αυτήν τη διαφοροποίηση της υπάρξεως;
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, όπως είπαμε, ότι ο κόσμος είναι αιώνιος. Άρα αυτοί δεν δέχονται την διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αν κάνανε λόγο για κτιστό, κάνανε λόγο με την έννοια ότι αυτό δεν υπήρχε κάποτε με την μορφή που υπάρχει τώρα, αλλά υπήρχε με μια άλλη μορφή· δηλαδή αυτό το τραπέζι είχε κάποια αρχή, κάποιος το έφτιαξε. Όταν λέμε προέρχεται εκ του μηδενός, σημαίνει ότι δεν υπήρχε, με καμιά μορφή προηγουμένως. Αυτό είναι το κτιστό. Ο αρχαίος Έλληνας όμως θα έλεγε ότι ναι, δέχομαι ότι αυτό το τραπέζι είχε μια αρχή, το έφτιαξε κάποιος. Δέχεται δόγμα δημιουργίας. Αλλά πριν γίνει αυτό το τραπέζι, όπως είναι σήμερα, υπήρχε με μια άλλη μορφή. Υπήρχε το ξύλο, πριν υπάρξει το ξύλο υπήρχε το δένδρο κ.ο.κ. Δηλαδή, έβλεπε μια αιώνια μεταλλαγή των στοιχείων, η οποία δεν είχε αρχή ουσιαστικά. Ήτανε μια αιώνια κατάσταση. Αυτή η έννοια της δημιουργίας δεν είναι χριστιανική. Η χριστιανική έννοια της δημιουργίας είναι, όπως λέμε με το παράδειγμα αυτό, να προϋποθέσουμε, ότι το τραπέζι αυτό κάποτε δεν υπήρχε, επομένως θα μπορούσε και να μην υπάρχει, με την απόλυτη έννοια του να μην υπάρχει, με καμιά μορφή απολύτως. Θα υπήρχε πριν από το τραπέζι αυτό το μηδέν, το απόλυτο μηδέν, όχι το μηδέν με την έννοια ότι δεν ήτανε αυτό το τραπέζι, αλλά ήτανε το ξύλο. Δεν υπήρχε ούτε το ξύλο. Δεν υπήρχαν ούτε τα πιο βασικά στοιχεία, που συνιστούν αυτό το τραπέζι, δεν υπήρχε τίποτε. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, προσκρούει στη λογική μας, προσκρούει στον ανθρώπινο νου, διότι η επιστήμη πραγματικά βρίσκεται σε κάποια δυσκολία μπροστά σε αυτήν την λογική. Πως είναι δυνατόν κάτι που υπάρχει, να μην υπήρχε καθόλου προηγουμένως, με καμιά μορφή; Κι όμως, σήμερα στην φυσική επιστήμη, οι τελευταίες θεωρίες της γενέσεως του σύμπαντος, κάνουν σαφή λόγο για δημιουργία, για εμφάνιση του σύμπαντος από το μηδέν. Η κρατούσα θεωρία της γενέσεως του σύμπαντος είναι μια έκρηξη, η οποία οφείλεται σε μια αρχική διαδικασία, που ισοδυναμεί με το μηδέν. Δεν θα επεκταθούμε σε αυτό το θέμα, αλλά θέλω να πω με αυτό, ότι πράγματι δεν είναι τόσο αδιανόητο να υποθέσει κανείς, ότι δεν υπήρχε τίποτα απολύτως, από το οποίο δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος. Εν πάση περιπτώσει, στις πιο αδρές γραμμές, το σύμπαν δεν πρέπει να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο σαν μια προέκταση του ίδιου του Θεού, είτε με την μορφή της ύλης, είτε με την μορφή των ιδεών. Είναι λοιπόν ο κόσμος μας κτιστός. Ξεκίνησε από το μηδέν, σε αντίθεση με τον Θεό, ο οποίος είναι άκτιστος, και έχει πολλές διαφορές η ύπαρξή του, με την ύπαρξη του ακτίστου Θεού.  Ποιες είναι οι μεγάλες διαφορές μεταξύ της κτιστής και της άκτιστης υπάρξεως;
Η πρώτη μεγάλη διαφορά, όπως είπαμε, είναι ότι υπάρχει το κτιστό, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει, κι όχι διότι το ίδιο θέλει να υπάρχει. Δεν είναι λοιπόν η κτιστή ύπαρξη ελεύθερη ύπαρξη. Αντίθετα, η άκτιστη ύπαρξη, υπάρχει όχι διότι κάποιος άλλος θέλησε να υπάρξει, διότι δεν υπάρχει κανένας άλλος πέρα από τον Θεό, που να θέλησε να υπάρχει ο Θεός, εξ ορισμού· αν υπάρχει κάποιος άλλος, που να έφτιαξε τον Θεό, τότε ο Θεός είναι κτιστός, άρα πρέπει να αναζητήσουμε αυτόν που έφτιαξε αυτόν που έφτιαξε κ.ο.κ. Κάπου θα σταματήσουμε. Εκεί που θα σταματήσουμε έχουμε το άκτιστο. Το άκτιστο, λοιπόν, δεν είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως κάποιου άλλου, άρα υπάρχει ελεύθερα. Δεν υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το θέλησε να υπάρχει. Τότε υπάρχει, γιατί το ίδιο θέλει να υπάρχει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ του Δημιουργού και του δημιουργήματος, η ελευθερία της υπάρξεως για το άκτιστο, η αναγκαστικότητα της υπάρξεως για το κτιστό. Η αναγκαστικότητα της υπάρξεως αφορά βέβαια στο γεγονός της υπάρξεως, στο ότι υπάρχει αυτήν την στιγμή κάτι.
Η δεύτερη μεγάλη διαφορά και συνέπεια είναι ότι, αφού δημιουργήθηκε από το μηδέν το κτιστό, έχει πίσω του το μηδέν σαν μόνιμη απειλή για την ύπαρξή του. Αφού θα μπορούσε και να μην υπάρχει ο κόσμος ο κτιστός, άρα τι αποκλείει το να παύσει να υπάρχει; Το μόνο που μπορεί να αποκλείσει το να παύσει να υπάρχει, είναι αυτό που το έκανε να υπάρχει, δηλαδή η θέληση του ακτίστου. Η ελεύθερη θέληση του ακτίστου μπορεί να κρατήσει σε ύπαρξη το κτιστό, όσο καιρό θέλει, όσο διάστημα θέλει. Αλλά μόνο αυτή η ελεύθερη θέληση,  κι όχι το κτιστό το ίδιο μπορεί να εξασφαλίσει αυτήν την ύπαρξη, την επιβίωση. Επομένως, το κτιστό για να υπάρχει, εξαρτάται διαρκώς, από την θέληση αυτού που το έφερε στην ύπαρξη. Έχουμε λοιπόν στο κτιστό μια εξαρτημένη ύπαρξη, ενώ στο άκτιστο έχουμε μια ανεξάρτητη ύπαρξη. Το κτιστό πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή σχέση με το άκτιστο, για να μπορεί να επιζήσει. Έτσι και κόψει την σχέση, τον δεσμό με το άκτιστο, η συνέπεια δεν είναι τίποτε λιγότερο, τίποτε άλλο, από το να πάψει να υπάρχει, να επανέλθει στο μηδέν. Συνεπώς, το κτιστό μη έχοντας το ίδιο μέσα του τις δυνάμεις, για να υπάρχει αφ εαυτού - αν τις είχε δεν θα ήταν κτιστό, θα ήταν άκτιστο - βιώνει διαρκώς την απειλή της επανόδου στο μηδέν. Είναι η απειλή του θανάτου. Το κτιστό υπαρξιακά ζει κάτω από το άγχος του θανάτου, και ο μόνος τρόπος για να αποβάλλει αυτό το άγχος, το άγχος επανόδου στο μηδέν, είναι, όπως είπαμε, η σχέση με το άκτιστο, και η διατήρηση αυτής της σχέσεως. Όταν το κτιστό κόψει τον δεσμό αυτόν με το άκτιστο, στραφεί προς τον εαυτό του και θελήσει να πάρει τις δυνάμεις της επιβιώσεώς του από τον ίδιο του τον εαυτό, πέφτει σε μια πλάνη, η οποία δεν οδηγεί σε τίποτε άλλο λιγότερο από τον αφανισμό και τον θάνατο, τον θάνατο ως αφανισμό. Συνεπώς, όλα κρίνονται πλέον για την ύπαρξη του κτιστού - και αυτή είναι η ουσία του δόγματος της δημιουργίας, η υπαρξιακή ερμηνεία του - από την σχέση του με το άκτιστο. Αν η σχέση με το άκτιστο κοπεί, το κτιστό παύει να υπάρχει. Θα μπορούσε σε αυτήν την κατάσταση να φανταστεί κανείς, μια σχέση του κτιστού με το άκτιστο, η οποία να μην μπορεί να διακοπεί με κανέναν τρόπο, δηλαδή να έχει φτιάξει ο Θεός έναν κόσμο, ο οποίος θέλει δεν θέλει να ζει αιώνια, θέλει δεν θέλει να έχει σχέση με τον άκτιστο Θεό· μια σχέση δηλαδή με τον Θεό αναγκαστική. Αυτό θα σήμαινε, λίγο ως πολύ, ότι ο Θεός έφτιαξε έναν άλλο θεό. Ένα θεό, που θα ζει αιώνια, διότι θα έχει σχέση αιώνια, αναγκαστική, με τον άκτιστο. Θα ζει αιώνια, παρά το ότι ξεκίνησε από το μηδέν. Αυτό είναι αδιανόητο.
Δεν είναι δυνατόν ο Θεός να φτιάξει έναν άλλο θεό, θεό ως προς το τέλος χωρίς να είναι θεός ως προς την αρχή. Δηλαδή να ξεκινήσει από το μηδέν αλλά να είναι αιώνιος ως προς το τέλος του. Είναι αδιανόητο, διότι σημαίνει ότι ο Θεός είναι μια έννοια πολύ περίεργη. Την εφαρμόζουμε και στο ον, το οποίο υπάρχει χωρίς να το φτιάξει κάποιος άλλος, την εφαρμόζουμε και στο ον το οποίο υπάρχει, διότι κάποιος άλλος το έφτιαξε. Είναι πολύ αυθαίρετη η χρησιμοποίηση της έννοιας Θεός. Βεβαίως τις λέξεις μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε, όπως θέλουμε, δεν μας εμποδίζει κανείς. Αλλά δεν μπορούμε να αυθαιρετούμε, διότι θα πρέπει να διακρίνουμε τα πράγματα, οπότε, αν βάλουμε αυτήν την λέξη εδώ, θα πρέπει να βρούμε μια άλλη λέξη για να περιγράψουμε εκείνο το ον, το οποίο είναι Θεός, χωρίς να το έχει φτιάξει κάποιος άλλος. Από την ώρα που θα δεχθούμε ότι αυτό το έφτιαξε κάποιος άλλος και ότι υπάρχει κάποιος, τον οποίο δεν τον έφτιαξε κανένας, από εκείνη την ώρα, πρέπει να βρούμε δύο διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουμε αυτά τα πράγματα. Δεν είναι δυνατόν συνεπώς το κτιστό να το ονομάσουμε θεό και το άκτιστο να το ονομάσουμε πάλι Θεό. Αυτό αποκλείει συνεπώς το να θεωρήσουμε το κτιστό σαν κάτι που το έφτιαξε ο Θεός αιώνια. Το κτιστό, λοιπόν, είναι κάτι που δεν έχει αιωνιότητα μέσα του. Αν κοπεί από τον Θεό δεν μπορεί να ζήσει, δεν μπορεί να υπάρξει, πέφτει στο μηδέν. Σε αυτήν την κατάσταση ακριβώς δημιουργείται το ερώτημα, Πως θα ζήσει αυτός ο κόσμος, Πως θα υπάρχει, Πως θα αποφύγει το μηδέν. Θα πρέπει να το αποφύγει, όπως είπαμε, σχετιζόμενος μόνιμα με τον άκτιστο Θεό. Άρα μέσα στο κτιστό θα πρέπει να υπάρξει η ελευθερία της επιλογής, αυτής της σχέσεως με τον Θεό. Και αυτό μας οδηγεί στο μεγάλο θέμα της δημιουργίας όχι απλώς του κόσμου αλλά του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.
Πριν φτάσουμε ειδικά στον άνθρωπο θα πρέπει να μιλήσουμε γενικά για την ύπαρξη ελευθέρων όντων μέσα στην δημιουργία. Επαναλαμβάνω την θέση που είπαμε προηγουμένως, ότι δεν είναι δυνατόν το κτιστό να ζήσει, να αποφύγει την επάνοδο στο μηδέν, εάν δεν ευρίσκεται σε σχέση με το άκτιστο. Δεύτερη θέση·  δεν είναι δυνατόν αυτή η σχέση με τον άκτιστο Θεό να είναι αναγκαστική, διότι αν ήταν αναγκαστική, θα είχαμε ένα δεύτερο θεό στην δημιουργία· πρέπει να είναι ελεύθερη. Για να είναι ελεύθερη, πρέπει να υπάρχουν ελεύθερα όντα μέσα στην δημιουργία και συνεπώς η δημιουργία του κόσμου, ακριβώς για να ζήσει, να επιβιώσει ο κόσμος με αυτήν την σχέση με τον Θεό, οδηγεί στην δημιουργία των ελεύθερων όντων. Το δόγμα της δημιουργίας κάνει λόγο για δύο ειδών ελεύθερα όντα μέσα στην δημιουργία. Ελεύθερα όντα, τα οποία έχουν υλική υπόσταση, και ελεύθερα όντα, τα οποία δεν έχουν υλική υπόσταση. Αυτά που δεν έχουν υλική υπόσταση είναι γνωστά ως άγγελοι, ασώματες δυνάμεις. Τα ελεύθερα όντα, τα οποία έχουν υλική υπόσταση, είναι ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει στην δημιουργία τίποτε άλλο, που να μπορούμε να το ονομάσουμε ελεύθερο ον· μόνο τα άϋλα, οι άγγελοι και οι άνθρωποι.
Σύμφωνα με τα όσα είπαμε μέχρι τώρα, ο ρόλος, τον οποίο διαδραματίζουν τα ελεύθερα όντα στην δημιουργία, η κλήση, ο σκοπός για τον οποίον ήρθαν τα ελεύθερα όντα στην ύπαρξη, είναι το να συνδέσουν ελεύθερα το κτιστό με το άκτιστο. Να μπορέσει δηλαδή να συνδεθεί ελεύθερα, διότι, όπως σάς απέδειξα, δεν μπορεί να συνδεθεί αναγκαστικά το κτιστό με το άκτιστο. Αν συνεπώς αυτή η σύνδεση δεν λάβει χώρα, το κτιστό είναι καταδικασμένο να επανέλθει στο  μηδέν, δεν έχει άλλο τρόπο επιβιώσεως. Συνεπώς τα ελεύθερα όντα στην δημιουργία έχουν έναν μεγάλο προορισμό, όχι απλώς μεγάλο προορισμό, αλλά έχουν έναν οντολογικό προορισμό. Η κτίση κρέμεται κυριολεκτικά από την άσκηση της ελευθερίας τους. Εάν ασκήσουν την ελευθερία τους κατά τον τρόπο που θα οδηγήσει στην σύνδεση του κ τ ι σ τ ο ύ με το α κ τ ι σ τ ο, τ ό τ ε  η  κ τ ί σ η , το  κ τ ι σ τ ό  ζει. Αν ασκήσουν την ελευθερία τους με τον αντίστροφο τρόπο, τότε το κτιστό απειλείται με καταστροφή, με μηδενισμό. Από αυτά τα ελεύθερα όντα οι άγγελοι, τα άϋλα όντα, υστερούν ως προς τον ρόλο αυτόν που αναφέραμε, της ενώσεως κτιστού και ακτίστου. Υστερούν έναντι των ανθρώπων, διότι δεν έχουν την ίδια σωματικότητα, υλικότητα, και συνεπώς δεν μπορούν μέσα τους να συνδέσουν τον υλικό κόσμο, την υλική δημιουργία με τον άκτιστο Θεό. Αντιθέτως ο άνθρωπος, επειδή ακριβώς έχει υλικότητα, μετέχει της υλικής κτίσεως, ήταν εξ αρχής προορισμένος από τον Θεό σαν το κατεξοχήν όργανο, με το οποίο θα πραγματοποιείτο αυτή η ένωση κτιστού και ακτίστου, και συνεπώς η επιβίωση του κτιστού. Καταλαβαίνετε λοιπόν, γιατί, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, "όλη η κτίση συστενάζει και συνωδίνει", γιατί όλη η κτίση πέφτει, όταν ο άνθρωπος πέφτει. Γιατί όλη η κτίση περιμένει να σωθεί, να ζήσει, όταν ο άνθρωπος ενωθεί με το άκτιστο. Έχει λοιπόν ο άνθρωπος αυτήν την μεγάλη αποστολή, και γι' αυτό η άσκηση της ελευθερίας του ανθρώπου επηρεάζει, όπως είπαμε, την κτίση, όχι απλώς την ευδαιμονία της αλλά την ύπαρξή της. Μπορεί να φτάσει δηλαδή στην ανυπαρξία η κτίση.
Επαναλαμβάνω τα σημεία που θίξαμε παραπάνω. Η δημιουργία περιλαμβάνει όντα τα οποία ελεύθερα μπορούν να στραφούν προς τον Θεό και ελεύθερα να εξαρτήσουν την ύπαρξή τους από την σχέση αυτήν με τον Θεό, με το άκτιστο. Τα ελεύθερα αυτά όντα είναι δύο ειδών. Είναι εκείνα τα όντα τα οποία, όταν στραφούν ελεύθερα προς τον Θεό, φέρνουν μαζί τους και την υπόλοιπη δημιουργία, διότι βρίσκονται σε οργανική σχέση με την υπόλοιπη υλική κτίση, και αυτά τα όντα είναι ο άνθρωπος. Τα άλλα όντα είναι εκείνα τα οποία δεν έχουν αυτήν την οργανική σχέση με την υλική δημιουργία και συνεπώς στρεφόμενα προς τον Θεό και εξαρτώντας την κτιστή ύπαρξή τους από τον άκτιστο Θεό δεν φέρνουν μαζί τους την υλική δημιουργία αλλά τα ίδια βρίσκονται σε μια ευδαιμονία, μια μακαριότητα, διότι βιούν αυτήν την σχέση. Αυτά τα άϋλα όντα, οι άγγελοι, δεν είναι αποκομμένοι, άσχετοι με την υπόλοιπη δημιουργία. Είναι κι αυτοί δημιουργήματα, και αυτοί είναι κτιστά όντα, δεν είναι αιώνιοι και αυτοί υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες που υπόκεινται τα υλικά σώματα. Επομένως, το να υπόκειται κανείς στη συνθήκη του θανάτου και του αφανισμού, δεν είναι συνέπεια της υλικότητας - προσέξτε το αυτό είναι πολύ σημαντικό - δεν οφείλεται στο ότι είναι υλικός, οφείλεται στο ότι είναι κτιστός. Άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο. Η κτιστή δημιουργία δεν έχει μόνον υλική δημιουργία. Η ύλη δεν είναι κακό, δεν είναι η αιτία του θανάτου και του αφανισμού, της απειλής του μηδενός. Το κακό, η απειλή του μηδενός προέρχεται από την κτιστότητα, από το γεγονός ότι τα όντα αυτά είχαν κάποια αρχή, προήλθαν από το μηδέν. Αυτά είναι τα σημεία που τονίσαμε. Τώρα θα δούμε ειδικότερα την δημιουργία και την θέση του ανθρώπου στην δημιουργία.
Ο άνθρωπος εμφανίζεται στο τέλος της δημιουργίας. Εδώ έχουμε μια βασική διαφορά μεταξύ του Χριστιανισμού, της Βίβλου και των φιλοσοφικών και κυρίως των γνωστικών συστημάτων της εποχής που διαμορφώνεται το δόγμα περί δημιουργίας. Τα γνωστικά συστήματα ξεκινούν από την δημιουργία του ανθρώπου και καταλήγουν στην δημιουργία της ύλης και των άλλων κατωτέρων όντων, διότι ξεκινούν από την προϋπόθεση ότι η δημιουργία ξεκίνησε από τα καλύτερα απ' ό,τι κατέληξε, και συνεπώς, όσο πάμε προς τα κατώτερα όντα, τόσο πάμε προς την πτώση της δημιουργίας, την υποβάθμισή της. Είχαν οι γνωστικοί για την ύλη πολύ αρνητική ιδέα, και συνεπώς η τελειότητα βρισκόταν στην αρχή, ο άνθρωπος ήτανε το τέλειον ον και τα κατώτερα όντα ήρθαν αργότερα. Αυτό συνδέεται με την υποβάθμιση του υλικού κόσμου, που υπάρχει στα συστήματα αυτά.
Στην Βιβλική αντίληψη δεν έχουμε υποβάθμιση του υλικού κόσμου, αντίθετα, θα μπορούσαμε, σύμφωνα με την ορολογία την τόσο τρέχουσα σήμερα, να μιλήσουμε για αναβάθμιση του υλικού κόσμου. Η Βίβλος θεωρεί τον υλικό κόσμο άξιο της καλύτερης τύχης που μπορεί να υπάρχει, και Γι' αυτό η εμφάνιση του ανθρώπου στο τέλος έχει το νόημα ότι ο Θεός προόρισε τον υλικό κόσμο για το ανώτερο που θα μπορούσε να υπάρχει, και που είναι ο άνθρωπος, διότι, όπως είπαμε, ο άνθρωπος αυτός θα φέρει όλον τον υλικό κόσμο σε κοινωνία με τον άκτιστο Θεό. Η δημιουργία λοιπόν του ανθρώπου στο τέλος έχει αυτό το νόημα, της αναβαθμίσεως του υλικού κόσμου, αλλά έχει και ένα άλλο νόημα, το οποίο είναι η άσκηση της ελευθερίας εκ μέρους του ανθρώπου και ως προς τον υλικό κόσμο. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργείται με την ελευθερία, η οποία θα του επιτρέπει να πάρει μια θέση θετική ή αρνητική, καλή ή κακή έναντι του υπολοίπου κόσμου. Είναι η κορωνίς της δημιουργίας, είναι ο βασιλιάς της δημιουργίας, όπως περιγράφεται από πολλούς Πατέρες, είναι αυτός που μπορεί όλον τον υλικό κόσμο να τον εξουσιάσει και να τον χρησιμοποήσει, όπως θέλει. Γιατί; Διότι εν αντιθέσει προς τον υπόλοιπο κόσμο έχει την ελευθερία, που δεν την έχει κανένα άλλο υλικό ον στη δημιουργία. Συνεπώς ο άνθρωπος δημιουργείται στο τέλος για να καταξιώσει και να ολοκληρώσει την αποστολή του υλικού κόσμου και για να το κάνει αυτό με την ελευθερία του, έχοντας την δυνατότητα να μεταχειρισθεί αυτόν τον κόσμο ελεύθερα, «Και κατακυριεύσατε της γης». Ακριβώς στο σημείο αυτό αναφαίνεται η μεγάλη ευθύνη του ανθρώπου εντός του υλικού κόσμου.
Είπαμε λοιπόν, για την σπουδαιότητα ή μάλλον αποστολή που έχει μέσα στην δημιουργία ο άνθρωπος και είπαμε σε τι συνίσταται η διαφορά του ανθρώπου από την υπόλοιπη υλική κτίση. Συνίσταται στο ότι έχει την ελευθερία, την οποία δεν έχει η υπόλοιπη υλική δημιουργία. Στο σημείο αυτό θα χρειαστεί κάποια ανάλυση, που θα κάνουμε σύντομα. Πριν προχωρήσω στην ανάλυση θα ήθελα να ταυτίσω αυτήν την ελευθερία με το κατ' εικόνα, περί του οποίου γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες. Ο άνθρωπος δημιουργείται κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού. Αυτή η Βιβλική έκφραση ερμηνεύτηκε κατά διαφόρους τρόπους, και ακόμη στην πατερική περίοδο έχουμε διαφοροποιήσεις ως προς το τι σημαίνει το κατ' εικόνα. Σε πολύ γενικές γραμμές η πατερική γραμματεία έχει διάφορες τοποθετήσεις στο θέμα αυτό. Μια τοποθέτηση είναι ότι το κατ' εικόνα διαφέρει από το καθ' ομοίωσιν κατά το ότι στο κατ' εικόνα έχουμε την τελειότητα του ανθρώπου στην αρχή της δημιουργίας, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό, ενώ το καθ' ομοίωσιν είναι αυτό που θα πετύχει, θα έχει ο άνθρωπος στο τέλος, όταν στα έσχατα δεί τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο, και ολοκληρωθεί η κοινωνία κτιστού και ακτίστου. Τότε θα έχουμε το καθ' ομοίωσιν, θα θεωθεί ο άνθρωπος, και είναι αυτό μια εσχατολογική αντίληψη.  Για άλλους είναι ήδη μια πραγματικότητα και μπορεί να θεωρηθεί το καθ' ομοίωσιν και ως πραγματικότητα προ των εσχάτων. Για άλλους Πατέρες το περιεχόμενο του κατ' εικόνα είναι το λογικό του ανθρώπου. Για άλλους, όπως τον Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος κυρίως τονίζει το σημείο αυτό πολύ, είναι το αυτεξούσιο. Η διαφορά δεν είναι ουσιαστική, διότι και για τους Πατέρες που ταυτίζουν το κατ' εικόνα με το λογικό, τον λόγο, η αντίληψη που εξυπακούεται εκεί είναι ότι ο λόγος, το λογικό του ανθρώπου, δεν είναι άλλο παρά η ελευθερία του, το αυτεξούσιο. Γι' αυτό τον λόγο νομίζω ότι απηχεί κανείς σύνολη την Πατερική παράδοση, όταν τοποθετήσει, όπως κάνουμε εδώ, το κατ' εικόνα, δηλαδή την διαφορά του ανθρώπου από την υπόλοιπη κτίση στην ελευθερία, στο αυτεξούσιο.
Εδώ θα πρέπει να γίνει μια μεγάλη παρένθεση, διότι δεν μπορεί να κάνει λόγο κανείς περί του δόγματος της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου χωρίς ν' αναφερθεί στην σύγχρονη Βιολογία και κυρίως στην θεωρία της εξελίξεως, την θεωρία του Δαρβίνου, η οποία είναι είτε το θέλουμε είτε όχι η κρατούσα στην Βιολογία. Όταν εμφανίστηκε η θεωρία της εξελίξεως, ο Δαρβίνος δημιούργησε πανικό στην κρατούσα Θεολογία. Η θεωρία του Δαρβίνου δημιούργησε αυτόν τον πανικό, διότι μέχρι τότε κι ακόμη και σήμερα για πολλούς ανθρώπους, το χαρακτηριστικό του ανθρώπου το οποίο τον διακρίνει από τα ζώα εθεωρείτο ότι ήταν το λογικό, η σκέψη, η συνείδηση, η αυτοσυνειδησία του κυρίως, και ο Δαρβίνος στο Περί καταγωγής του ανθρώπου έδειξε με πολύ πειστικότητα ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν και τα ζώα, μόνο που τα έχουν σε κατώτερο βαθμό, και ότι η διαφορά συνεπώς του ανθρώπου και του ζώου ως προς τα αυτά χαρακτηριστικά είναι διαφορά, όπως το είπε, όχι είδους αλλά βαθμού. Έδειξε ότι και τα ζώα σκέπτονται, έχουν συνείδηση, ότι φτιάχνουν πολιτισμό, ότι έχουν τεχνολογία, ότι πολλά πράγματα, για τα οποία καυχάται ο άνθρωπος, δεν απουσιάζουν και τόσο πολύ από τα ζώα, ότι οργανώνουν την ζωή τους και όλα αυτά, και συνεπώς βρεθήκαμε σε μια στιγμή στο δίλημμα ή να δεχθούμε ότι και ο άνθρωπος είναι ένα ζώο κι αυτός, ή να αναθεωρήσουμε το όλο θέμα της διαφοράς του ανθρώπου από τα ζώα.
Η σημερινή ανθρωπολογία έχει πλέον εντοπίσει την διαφορά αλλού. Επαναλαμβάνω ότι υπάρχει σε πολλούς ακόμη η αντίληψη ότι η διαφορά έγκειται σε αυτά που είπαμε και αυτοί φυσικά θεωρούν τον άνθρωπο σαν ένα ανεπτυγμένο ζώο. Για να βρούμε μια ριζική διαφορά, που να είναι διαφορά είδους, όπως λέει ο Δαρβίνος, και όχι διαφορά βαθμού, δεν θα πρέπει ν' ανατρέξουμε στην λογική ή στην συνείδηση, ούτε καν στην αυτοσυνειδησία, στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ούτε ίσως σε κάτι που σήμερα έχει μεγάλη πέραση ιδίως στην Βρετανία, στην γλώσσα, διότι και εκεί δεν είναι σαφή τα πράγματα, αν δεν υπάρχει γλώσσα στα ζώα, γλώσσα όχι με την έννοια απλώς να βγάζουν κραυγές και να συνεννοούνται αλλά να φτιάχνουν λογικές προτάσεις, να συνθέτουν νοήματα κ.λ.π. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπου, αλλά δεν πείθουν όλους ότι είναι έτσι. Ένα είναι λοιπόν το χαρακτηριστικό στο οποίο τείνει η ανθρωπολογία σήμερα να δεχθεί ως διαφορά, και το οποίο, νομίζω, πλέον καθιστά την θεωρία του Δαρβίνου για την θεολογία, όταν η θεολογία πάρει την σωστή θέση, εντελώς ακίνδυνη. Το σημείο αυτό είναι, όπως είπαμε, η ελευθερία. Το ζώο, οποιοδήποτε ζώο και το πιο ανεπτυγμένο, έχει τις ικανότητες να προσαρμόζεται στο περιβάλλον, στον δεδομένο κόσμο, στην δημιουργία, δεν νοείται ποτέ όμως να αρνηθεί το περιβάλλον του, να το εκμηδενίσει και να φτιάξει το δικό του κόσμο. Δεν μπορεί να φτιάξει δικό του κόσμο το ζώο, μόνον ο άνθρωπος έχει αυτήν την τάση. Βλέπετε ένα δένδρο. Το ίδιο δένδρο που βλέπετε εσείς ως άνθρωπος, το βλέπει και μια γάτα. Μπορείτε εσείς ως επιστήμων το δένδρο αυτό να το αναλύσετε, να είστε τέλειος βοτανολόγος, να κάνετε ολόκληρη επιστήμη και θα είστε κατ' αυτόν τον τρόπο μια βαθμίδα πιο πάνω από αυτό το ζώο αλλά δεν θα έχετε διαφορά είδους. Μέσα στην πορεία της εξελίξεως, μπορεί κάποτε να είχατε λιγότερη γνώση ως ον βιολογικό και να αποκτήσατε περισσότερη με την πάροδο του χρόνου, είναι νοητό αυτό και δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Συνεπώς στην γνώση αυτού του δένδρου δεν διαφέρετε κατ' είδος από το ζώο. Όταν όμως πείτε ότι αυτό το δένδρο θα το ζωγραφίσω εγώ, θα φτιάξω τον δικό μου δένδρο, θα φτιάξω έναν κόσμο με δένδρα, που δεν είναι αυτά αλλά είναι τα δικά μου δένδρα, από εκείνη την ώρα δείξατε ότι δεν ανήκετε στο ζώο. Το ζώο δεν μπορεί ποτέ να σκεφθεί ότι θα φτιάξει τον δικό του κόσμο, προσαρμόζεται στον υπάρχοντα, δεν φτιάχνει τον δικό του. Συνεπώς το ζώο δεν μπορεί να αναπτύξει τέχνη. Θα έλεγε κανείς ότι σε κάποια στοιχειώδη μορφή μπορεί να αναπτύξει επιστήμη. Και πολλές φορές όχι και τόσο στοιχειώδη, πολλές φορές ανακαλύπτουμε πράγματα τα οποία τα ζώα τα έχουν ήδη ανακαλύψει. Επιστήμη λοιπόν μπορεί να κάνει το ζώο ή ο άνθρωπος ως ανώτερο ζώο αλλά τέχνη δεν μπορεί να κάνει. Το ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει δεν είναι απλώς θέμα ότι δεν μπορεί να πάρει μπογιές και να φτιάξει. Μπορεί να διδαχθεί κάτι τέτοιο. Αλλά το ν' απορρίψει τον υπάρχοντα κόσμο και να φτιάξει έναν δικό του, που φέρει την προσωπική του σφραγίδα, αυτό είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου και το χαρακτηριστικό αυτό παρατηρείται, όπως έδειξε η σύγχρονη ψυχολογία, από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου.
πηγή: εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου