Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ,ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ,ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

"Τα καλά παιδιά δεν τα βλέπεις;", θα με ρωτήσεις. Και σου απαντώ: Τα βλέπω κι αυτά, η κατάσταση όμως του δικού σου παιδιού είναι πιο σίγουρη από τη δική τους. Μπορεί τώρα να είναι καλά, το τέλος τους όμως είναι άγνωστο. Εσύ δεν φοβάσαι πια για το παιδί σου, μήπως πάθει τίποτα ή μήπως πάρει στρα­βό δρόμο. Γι' αυτό, σου το ξαναλέω, μη θρηνείς. Να δοξολογείς μόνο τον Κύριο, όπως έκανε ο Ιώβ."Και πώς να μη θρηνώ", θα πεις, "που δεν είμαι πια πατέρας;". Τί λόγια είναι τούτα; Μήπως έχασες το παιδί σου; Μάλλον τώρα το έκανες δικό σου και το έχεις πιο σίγουρα. Δεν έπαψες να είσαι πατέρας. Είσαι μάλιστα κάτι παραπάνω -όχι πια πατέρας ενός θνητού πλάσματος, μα ενός αθάνατου όντος! Μη νο­μίζεις ότι έχασες πραγματικά το παιδί σου, επειδή δεν είναι κοντά σου. Όπως θα συνέχιζε να είναι παιδί σου, αν είχε μεταναστεύσει σε μακρινή χώρα, έτσι και τώρα, που έφυγε για τον ουρανό. Βλέποντας, λοιπόν, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του άφωνο και το σώμα του ακίνητο, μη σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα δεν μιλάει πια, αυτά τα μάτια δεν βλέπουν πια, αυτά τα πόδια δεν βαδίζουν πια". Αλλά να σκέφτεσαι: "Αυτό το στόμα θα πει καλύτερα λόγια, αυτά τα μάτια θα δουν ωραιότερα πράγματα, αυτά τα πόδια θα περπα­τήσουν στον ουρανό, αυτό το σώμα θ’ αναστηθεί άφθαρτο και θα πάρω πίσω το παιδί μου λαμπρότερο"."Αλλά δεν γνωρίζω που πήγε", ίσως θα μου πεις. Πώς δεν το γνωρίζεις; Είτε θεάρεστα έζησε είτε όχι, εί­ναι γνωστό που θα πάει. "Γι' αυτό ακριβώς κλαίω", θα εξηγήσεις, "γιατί έφυγε φορτωμένο με αμαρτίες". Μα κι αν δεν είχε αμαρτίες, μήπως δεν θα έκλαιγες και δεν θα βαρυγγωμούσες; Τώρα παραπονιέσαι στο Θεό και Του λες: "Γιατί μου πήρες το παιδί μου γεμάτο αμαρτίες;".

Τότε θα Του έλεγες: "Γιατί μου πήρες ένα τόσο καλό παιδί;". Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, πρέπει να χαίρεσαι. Αν το παιδί ήταν αμαρτωλό, για­τί έπαψε πια ν' αμαρτάνει και δεν πρόσθεσε μεγαλύ­τερο βάρος κακίας στην ψυχή του. Ενώ μάλιστα δεν μπορούσες να το βοηθήσεις όσο ζούσε, γιατί δεν άκουγε τις συμβουλές σου, τώρα μπορείς να το βοη­θήσεις· όχι με δάκρυα και θρήνους, αλλά με προσευχές και ελεημοσύνες και προσφορές. Αυτά καθορίστηκαν από τους αγίους αποστόλους όχι τυχαία, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ο ιερέας, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, όταν τελεί τα φρικτά Μυστήρια του Χριστού, μνημονεύει όχι μόνο τους ζωντανούς, αλλά και τους νεκρούς, οπότε οι ψυχές ανακουφίζο­νται. Και όταν εμείς κάνουμε γι' αυτούς προσφορές στην εκκλησία ή ελεημοσύνες στους φτωχούς, τους προξενούμε κάποια παρηγοριά, όσο αμαρτωλοί κι αν ήταν. Αν πάλι το παιδί σου ήταν καλό και ενάρετο, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να λυπάσαι. Γιατί, όπως ο καθαρός κι ολόλαμπρος ήλιος ανεβαίνει στον ουρα­νό, έτσι και η καθαρή ψυχή, που εγκαταλείπει το σώμα, ανεβαίνει ολόλαμπρη, με τη συνοδεία αγγέλων, στο βασίλειο του Θεού.Δεν είναι κακό, λοιπόν, το να πεθάνει κανείς. Τότε για ποιο λόγο φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν μας έχει κυριέψει ο έρωτας της ουράνιας βασιλείας, γιατί δεν μας έχει φλογίσει ο πόθος των μελλοντικών αγαθών. Αν είχε συμβεί αυτό, όλα τα αγαθά της γης θα τα περιφρονούσαμε. Όποιος φοβάται πάντα την κόλαση, δεν θα φοβηθεί ποτέ το θάνατο. Να μην έχε­τε, λοιπόν, τη σκέψη μικρού παιδιού, αλλά την ακακία μικρού παιδιού. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις αγριωπές αλλ' ακίνδυνες μάσκες, δεν φοβούνται όμως την επικίνδυνη φωτιά.

 

Έτσι, αν τα κρατάει κανείς κοντά σ' ένα αναμμένο λυχνάρι, χωρίς να το σκεφτούν, ακουμπάνε το χέρι τους στη φλόγα και καίγονται.Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση. Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονο­μήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά. "Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πε­θάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοι­άζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός πα­ραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στε­φάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθά­νεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πε­θαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ' αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοή­σουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τί­ποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλ­λιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα.

Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συ­νοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναί­κα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγε­μόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εί­ναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα.Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιο­θαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκεί­νος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και πε­ρήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού εί­ναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέ­σεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέ­γινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια. Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κα­κά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγι­ναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύση­ξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνε­ται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μα­νίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα πε­ρισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ πε­ρισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώ­σουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια πο­σά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κεί­νους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβε­ρό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοι­μάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

* Πηγή: Βιβλίο «Θέματα ζωής».Απόσπασμα Κειμένων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος Α’, σελ. 106-121)

 

 

 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου