Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ ΚΑΙ ΔΩΡΑ ΦΕΡΟΝΤΑΣ

 
 
Σε λίγες ημέρες θα γιορτάσουμε Χριστούγεννα.Θεία η Γέννηση,Θείο το Βρέφος,ως εκ τούτου,δεν μπορείς,να μιλήσεις για Χριστό μ' έναν μαθηματικό,εξορθολογισμένο τρόπο.Ήθελα φέτος,να εγκαταβιώσω τον Θεό στα δικά μου σπλάχνα,να πάρω στάλα από την εξώφθαλμη πραότητα που κομίζει το πρόσωπο Κυρίου.Ν' αποθηκεύσω στα κενά,πνευματικά μου αμπάρια λίγη από εκείνη την θεική ηδύτητα,να την μετουσιώσω σε σιροπιαστό,ψυχοφτιαγμένο δώρο,προς τον πάσχοντα,ενδεή και - σε λίγο - συνενδεή αδελφό μου.Το κέντρο γέμισε από ασκεπείς,ψυχορραγούσες παρουσίες,που τα βράδυα πεθαίνουν απ' το κρύο και προωθούνται στα αζήτητα.Μια σταλαγματιά κατά Χριστόν αγάπης νά' χα,να πλήρωνα τον Χρόνο με αυθεντική,σταυροαναστάσιμη θυσία,να την έκρυβα επιμελώς στους ώμους του συναμαρτούντος αδελφού μου και να βοήθαγα,να σηκώσουμε μαζί τα βάρη,αυτής της αμαρτωλόφορτης,συσσωρευμένης μπάρας,που μας θέλει όλους από κάτω.Θά' θελα,να πάρω λίγη χωρική αυθεντικότητα,η υποκρισία μου περίσσεψε και η ορθοπραξία μου εκλίπει.Λίγη από εκείνη την ανείπωτη αγνότητα του μικρού Χριστούλη,να κυττάξω πλέον τον κόσμο με άλλα ανακαινισμένα  μάτια,να κλωτσήσω τις κουτοπόνηρες,εγωικές καχυποψίες μου και τις κακίστρες,παθογενείς ιδεοληψίες μου.Θέλω,να δω τα Χριστούγεννα,όχι,ως ακόμη μια γιορτή,αλλά,ως ακόμη μια προτροπή για εκούσια Μετάνοια.Γιατι η μετάνοια είναι καθημερινή,βιωματική πρακτική,δεν αλλάξαμε δρόμο μια φορά κι αφεθήκαμε στο φύσσημα του ανέμου.Κι όλα αυτά,που ζητάω,ανεκτίμητα,απροσδιόριστα και απροσμέτρητα,Δώρα του Θεού είναι.Το μόνο που έχω,να Του δώσω στην γιορτή Του,είναι η εσωτερική μου προτροπή για όψιμη Μετάνοια.Γιατι κι αυτή,Δώρο του μικρού Κυρίου είναι.Τελικά,αυτά που σέρνουμε πάνω μας είναι οι αμαρτοποιούσσες αλυσίδες μας,που φέρουν πάνω τους την προσωπική υπογραφή μας και το ατομικό μας χρέος.Πιστωθήκαμε ανέξοδα τις κυοφορημένες αμαρτίες,που γέννησαν τα εγωπαθή οψώνια των εφάματων λογισμών μας.Η Γέννησή σου μικρέ Χριστούλη μου,να γίνει εφαλτήριο για νέους,πιο ανυπόκριτους,πνευματικούς αγώνες.Δεν βγαίνει άλλο.Γύρω μας καταρρέουν όλα τα ανθρωποειδή συστήματα κι οι κοσμικοί μας άρχοντες επιχαίρουν για την Νέα Εποχή,που γεννοβόλησαν στις κομίζουσες ακαθαρσίες του τερατόμορφου αντιχρίστου.Μεγαλόσχημοι ψευδοποιμένες και λίαν εκκοσμικευμένοι κληρικοί επαναπαύονται ησύχως στην παναιρετική αιμορραγία που ξεχυλίζει πανταχόθεν το οικουμενιστικό θηρίο.Θέλω Χριστέ μου,να σε κυττάξω ευθυπίβολα στα μάτια.Τί να την κάνω και την ορθότητα της Πίστης,αν δεν είμαι κατά βίον,ορθοπραττών,αναγεννημένος χριστιανός!Όχι άλλοι ξύλινοι λόγοι και υπερφίαλα λογίδρια στην Γέννησή σου.Έργα χρειαζόμαστε,ο ορθόδοξος είναι ο φύσει επαναστατών κατά του Κακού,κομίζων τα Δώρα της κατά Θεόν,Αγάπης.Και,τί ν' αφήσουμε στα νέα παιδιά;Βαρέθηκαν τις επαναλαμβανόμενες,ασθμαίνουσες κουραστικές αγαπολογίες και τους χρόνιους,καρμποναρισμένους,φωτοτυπημένους λόγους.Βοηθησέ μας Χριστέ,να σηκωθούμε!Για να δούμε τον Δρόμο Σου,κι όχι τον ήλιο,πιο ψηλότερα!                                                                                                        
 
 Πάτριο Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο,Κυριακή 16 [29] Δεκεμβρίου 2013
 
                                                                                                            ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

ΠΑΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ.ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΧΡΙΣΤΟ!

ΠΑΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟ.ΕΜΕΙΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΧΡΙΣΤΟ!

 

Ένας πλούσιος νέος αποφάσισε κάποτε να μονάσει σε μια Μονή,που είχε πολύ καλή πνευματική φήμη.Έμεινε κάποιο χρονικό διάστημα και επειδή ωφελήθηκε πνευματικά απ΄την καλή κατάσταση του μοναστηριού, μια που είχε αρκετό χρυσάφι το φέρνει και το δίνει στον αββά, λέγοντάς του:«Αββά, επειδή ωφελήθηκα απ΄την ζωή στο κοινόβιο και θέλω εάν και ο Θεός συγκατανεύει, να κάνεις την κουρά μου και να μου δώσεις το άγιο σχήμα, πάρε αυτήν την ευλογία και διαχειρίσου την όπως νομίζεις», και του δείχνει το χρυσάφι.Ο ηγούμενος όμως που ήταν άνθρωπος ενάρετος και είχε φόβο Θεού, δεν έσπευσε να πάρει το χρυσάφι, αλλά του λέει:«Αυτά, παιδί μου, εδώ δεν τα χρειαζόμαστε. Όπως γνωρίζεις δεν είμαστε πολυέξοδοι στις ανάγκες μας, αλλ΄όπως τύχει με φτηνά πράγματα περνούμε, καθώς ζούμε εδώ στην έρημο. Αλλά σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγαινε και δώσ΄τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Εκείνος όμως επέμενε να παρακαλεί και να λέει:«Το έταξα, πάτερ, όπου εγκαταβιώσω, εκεί να τα προσφέρω».Κι ο Γέροντας του απαντά:«Εγώ, παιδί μου, εάν τα πάρω, θα τα δώσω στους φτωχούς. Γιατί δεν μάθαμε να συγκεντρώνουμε θησαυρό επάνω στη γη».

 

Εκείνος πάλι επέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, και όπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ο αββάς δέχτηκε τον χρυσό και του έκανε την κουρά και του ΄δωσε το άγιο σχήμα.Κατ΄οικονομίαν Θεού όμως δεν ξόδεψε ο αββάς τα χρήματα, αλλά περίμενε θέλοντας να δει την προκοπή του. Ωστόσο κανένας δεν γνώριζε, ούτε και ο ίδιος ο αδελφός, ότι υπήρχαν ακόμη τα χρήματα. Στην αρχή λοιπόν, που είχε ακόμη τη θέρμη της αποταγής, εκπλήρωνε κάθε υποταγή και έκανε ακούραστα και το διακόνημα που του ανέθεταν. Μετά όμως από καιρό άρχισε να χαλαρώνει και να μη δείχνει την ίδια προθυμία, αλλά σιγά-σιγά άρχισε κάπως να μουρμουρίζει λέγοντας:«Εγώ είχα δώσει πολλά λεφτά στο κοινόβιο και δεν τρώω δωρεάν το ψωμί».Όταν άκουσαν λοιπόν αυτά κάποιοι αδελφοί, άρχισαν να σκανδαλίζονται και προπαντός οι πιο απλοϊκοί. Όταν το΄μαθε αυτό ο αββάς, τον κάλεσε και του είπε:«Δεν με πίεσες, αδελφέ, σύ ο ίδιος, για να δεχθώ τα χρήματά σου? Δεν τα έχεις δώσει για να τα μοιράσουμε στους φτωχούς? Ή μήπως κάναμε συμφωνία να μην εργάζεσαι και να σκανδαλίζεις τους αδελφούς με τους γογγυσμούς σου? Όχι, έτσι, παιδί μου, γιατί η Γραφή λέει: Προσέξτε να μην σκανδαλίσετε κανέναν απ΄αυτούς τους μικρούς».Κι ενώ πολλές και διάφορες νουθεσίες του έκαμε ο αββάς, δεν απομακρύνθηκε απ΄τη διαβολική ενέργεια, πού ενισχύθηκε μέσα του απ΄την πονηρή συνήθεια του γογγυσμού. Βλέποντας, λοιπόν, ο αββάς ότι δεν αλλάζει γνώμη, του λέει κάποια μέρα, «Έλα, αδελφέ, να πάμε κάτω στον Ιορδάνη». Όπως είπαμε παραπάνω, το μοναστήρι βρίσκεται σε κοντινή απόσταση απ΄το ποτάμι.


 

Κατέβηκαν, λοιπόν, εντελώς μόνοι οι δυο τους.Και καθώς περπατούσαν στις όχθες του Ιορδάνη, άρχισε ο αββάς να τον νουθετεί. Βγάζει κάποια στιγμή το χρυσάφι έτσι όπως ήταν σφραγισμένο και του λέει: «Το γνωρίζεις αυτό?» «Ναι, δέσποτα», του απαντά.Τότε του λέει ο αββάς: «Πάρε, παιδί μου, τον χρυσό και είτε, όπως έταξες, δώσ΄τα στους φτωχούς, είτε κατά την κρίση σου κράτα τα. Γιατί δεν παραβαίνω τον κανόνα του κοινοβίου εξαιτίας αυτών των χρημάτων, ούτε πάλι σκανδαλίζω τους αδλεφούς, ώστε να παροργίζω και τον Θεό. Είναι αδύνατο να μένεις μαζί μας χωρίς να κάνεις διακόνημα, όπως ακριβώς κάνουν και οι άλλοι αδελφοί. Και εγώ όταν ήμουν νέος έκανα το ίδιο και μέχρι τώρα πιέζω τον εαυτό μου να κάνω όσο μπορώ, όπως και σύ ο ίδιος το γνωρίζεις».Ο αδελφός μόλις είδε τον χρυσό και άκουσε αυτά απ΄τον αββά, πέφτει στα πόδια του λέγοντας:«Συγχώρεσέ με, πάτερ, αυτά τα έχω δώσει στον Θεό και σε σας, και δεν τα παίρνω πίσω».Κι ο Γέροντας του λέει:«Παιδί μου, ο Θεός δεν έχει ανάγκη απ΄αυτά, διότι όλα είναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει όμως την ψυχική μας σωτηρία. Αποκλείεται να τα κρατήσω αυτά από δω και πέρα». Εκείνος πάλι επέμενε πέφτοντας στα πόδια του και λέγοντας: «Δεν σηκώνομαι απ΄τα πόδια σου, εάν δεν μου δώσεις τον λόγο σου ότι δεν θα με αναγκάσεις να τα πάρω».Βλέποντας, λοιπόν, ο Γέροντας να τον παρακαλεί με πόνο ψυχής, του λέει:«Σύμφωνοι, παιδί μου, ούτε κι εγώ στο εξής σε αναγκάζω να τα πάρεις, αλλ΄ούτε κι εγώ τα κρατώ».

 

Και μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ο αδελφός, λύνει ο αββάς το κομπόδεμα και του λέει:«Αυτά είναι, παιδί μου, τα νομίσματα».Κι εκείνος είπε: «Όπως μου ΄κανες τη χάρη να συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μη μου ξαναμιλήσεις γι΄αυτά».Κι ο Γέροντας χαμογέλασε ήρεμα και είπε, «Όχι, παιδί μου».Και μόλις είπε αυτά, μπροστά στα μάτια του αδελφού, τα εκσφενδονίζει στον βυθό του ποταμού. Και λέει στον αδελφό: «Όλα αυτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε από τον Κύριο να τα περιφρονούμε, ο οποίος είπε:«Ποιο το όφελος αν κάποιος κερδίσει όλο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του?»Και «πόσο δύσκολα θα μπουν στη Βασιλεία των ουρανών αυτοί που έχουν χρήματα!»Κι ο Μωυσής, πάλι, όταν είδε τους Ισραηλίτες να έχουν ξεπέσει στην ειδωλολατρία, το ίδιο το χρυσό αυτό είδωλο, αφού το έσπασε σε πολύ μικρά κομμάτια, το διασκόρπισε μέσα στα νερά, δείχνοντας πώς απ΄όλα τα πράγματα προτιμότερη είναι η ευσέβεια.Έλα, λοιπόν, παιδί μου, στο κοινόβιο και μαζί με τους αδελφούς αγωνίσου χωρίς ντροπή σε κάθε διακόνημα για τον Κύριο, φέροντας στη μνήμη σου τον ίδιο τον Κύριο, πού έλεγε:«Δεν ήρθε ο Υιός του Θεού για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να δώσει την ψυχή του λύτρο για πολλούς».Βλέποντας ο αδελφός την θεοφιλή πρόθεση του αββά και την περιφρόνησή του προς τα χρήματα, ένιωσε κατάνυξη με τον φόβο του Θεού και επέστρεψε μαζί του στο κοινόβιο. Απέκτησε μεγάλη ταπείνωση και υποταγή σε όλους. Και με τη χάρη του Θεού έγινε σκεύος εκλογής και εκοιμήθη σ΄αυτή τη μονή.

 

*  Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. agiokiprianitis

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ, Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ, Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

 

Εἶναι πολὺ ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτόν μας, ὅπως εἴπαμε· παρόλα αὐτά, ἐὰν ἀπελπισθοῦμε μόνο, δηλαδή, ἐὰν ἀποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, βέβαια, ἢ τραποῦμε σὲ φυγή, ἢ θὰ νικηθοῦμε, καὶ θὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Γι᾿ αὐτό, κοντὰ στὴ ὁλοκληρωτικὴ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἐλπίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὸν μόνο κάθε καλὸν καὶ κάθε βοήθεια καὶ νίκη. Γιατὶ, καθὼς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπου εἴμαστε τὸ τίποτα, τίποτα ἄλλο δὲν περιμένουμε, παρὰ γκρεμίσματα καὶ πτώσεις, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας τελείως, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἀπολαύσουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν κάθε νίκη, ἀμέσως μόλις ὁπλίσουμε τὴν καρδιά μας μὲ μίαν ζωντανὴ ἐλπίδα σὲ αὐτόν, ὅτι θὰ λάβουμε τὴν βοήθειά του σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸ «σ᾿ αὐτὸν ἔλπισε ἡ καρδιά μου καὶ βοηθήθηκα»  Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, μαζὶ καὶ βοήθεια, μποροῦμε νὰ πετύχουμε γιὰ τέσσερις λόγους.α) Γιατὶ τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ εἶναι Παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ καὶ στὴ συνέχεια μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ καὶ μᾶς.β) Γιατὶ, τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεὸ ὁ ὁποῖος, ὄντας ἄπειρα σοφός, ὅλα, τὰ πάντα γνωρίζει μὲ πλήρη τελειότητα, καὶ ἑπομένως γνωρίζει ὅλο ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ σωτηρία μας.

 

Γιατὶ ζητᾶμε αὐτὴ τὴν βοήθεια, ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ εἶναι ἀτέλειωτα ἀγαθός, μὲ μία ἀγάπη καὶ θέλησι ποὺ δὲν περιγράφεται, εἶναι πάντα ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ὅλη τὴ βοήθεια ποὺ μᾶς χρειάζεται, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀμέσως ὅταν τρέξουμε στὴν ἀγκαλιά του μὲ σταθερὴ ἐλπίδα.Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ καλὸς ἐκεῖνος Ποιμένας μας, ποὺ ἔτρεχε τριαντατρία χρόνια ἀναζητώντας τὸ χαμένο πρόβατο, μὲ τόσο δυνατὲς φωνές, ποὺ βράχνιασε ὁ λάρυγκας, ποὺ περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικὸ καὶ ἀκανθώδη, ποὺ ἔχυσε ὅλο του τὸ αἷμα καὶ ἔδωσε τὴ ζωή, πῶς εἶναι δυνατόν, λέω, τώρα ποὺ αὐτὸ τὸ πρόβατο ἀκολουθεῖ πίσω του, καὶ μὲ ἐπιθυμία φωνάζει, καὶ τὸν παρακαλεῖ, νὰ μὴ γυρίσῃ σὲ αὐτὸ τοὺς ὀφθαλμούς του; πῶς μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἀκούσῃ; καὶ νὰ μὴν τὸ βάλη στοὺς θείους του ὥμους, κάνοντας γιορτὴ μὲ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ; καὶ ἂν ὁ Θεός μας δὲν παύει ἀπὸ τὸ νὰ γυρεύῃ μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ ἀγάπη, νὰ βρῇ κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ παραβολή, τὴ χαμένη δραχμή, τὸν τυφλὸ καὶ κωφὸ ἁμαρτωλό, πῶς γίνεται τώρα νὰ ἐγκαταλείψη αὐτόν, ποὺ σὰν χαμένο πρόβατο, φωνάζει καὶ καλεῖ τὸν δικό του Ποιμένα; καὶ ποιὸς θὰ πιστέψη ποτέ, πὼς ὁ Θεός, ποὺ χτυπάει πάντα τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιθυμώντας νὰ μπῆ μέσα καὶ νὰ δειπνήσῃ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὴ Ἀποκάλυψι   δίνοντας σὲ αὐτὸν τὰ χαρίσματά του, ὅτι, ὅταν τοῦ ἀνοίγῃ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν προσκαλῇ, αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ μὲ τὴν θέλησί του τὸν κωφὸ καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ μπῆ;Ὁ δ᾿ τρόπος γιὰ ν᾿ ἀπόκτηση κάποιος αὐτὴν τὴν στὸ Θεὸν ἐλπίδα καὶ βοήθεια, εἶναι τὸ νὰ τρέξη μὲ τὴν μνήμη του στὴν ἀλήθεια τῶν θείων Γραφῶν, οἱ ὁποῖες, σὲ τόσα μέρη ἂς δείχνουν φανερά, ὅτι δὲν ἔμεινε ποτὲ ντροπιασμένος καὶ ἀβοήθητος, ὅποιος ἔλπισε στὸν Θεό.


 

«Κοιτάξτε τὶς ἀρχαῖες γενεὲς καὶ στοχασθῆτε· ποιὸς ἐμπιστεύθηκε στὸν Κύριο καὶ καταντροπιάσθηκε;».Μὲ τὰ τέσσαρα λοιπὸν αὐτὰ ὅπλα ὁπλίσου, ἀδελφέ μου. Καὶ ἄρχισε τὸ ἔργο, καὶ πολέμησε γιὰ νὰ νικήσῃς· καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποκτήσῃς, ὄχι μόνον τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπελπισία στὸν ἑαυτό σου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν παραλείπω νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, ὅτι ἔχεις πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν γνῶσι της· ἐπειδή, στὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσον πολὺ προσκολλημένη ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο κάτι καὶ τόσο λεπτή, ποὺ σχεδὸν πάντα ζῇ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ μᾶς φαίνεται πὼς δὲν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας καὶ ἔχομε ἐλπίδα στὸ Θεό. Ὁπότε, γιὰ νὰ φεύγῃς ἐσύ, ὅσο μπορεῖς, αὐτὴ τὴν μάταιη ὑπόληψι, καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ τὴν ἔλλειψι ἐπιστοσύνης στὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ προπορεύεται ἡ σκέψις τῆς ἀδυναμίας σου, πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν σκέψη τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, καὶ πάλι αὐτὲς οἱ δυὸ μαζὶ νὰ προπορεύωνται πρὶν ἀπὸ κάθε μας πρᾶξι.Τὰ λόγια της Ἀποκαλύψεως εἶναι αὐτά: «Νά, στέκομαι μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ κτυπῶ. Ἂν κάποιος ἀκούσῃ τὴν φωνή μου καὶ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, θὰ μπῶ στὸ σπίτι του καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του κι αὐτὸς μαζί μου».Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ βασιλεὺς Αὔγαρος, ἀφοῦ ἀναστήλωσε τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας, πάνω στὴν Πόρτα τῆς πόλης Ἔδεσσα, ἔγραψε καὶ αὐτὰ τὰ λόγια σὲ αὐτὴ «Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ εἰς σὲ ἐλπίζων, οὐκ ἀποτυγχάνει ποτέ.

 
 

                 agiokiprianitis                                                               Άγιος Νικόδημος 

+

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥΣ

ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥΣ

 
 

Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση.Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο: Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους.Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω.Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή.Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».Ο δεύτερος είπε:«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου:

 

 

Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος.Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».Ο τρίτος είπε.«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ.Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ΄αυτούς που κλαίνε».Ο τέταρτος είπε:«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών.Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ΄αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος.Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος. Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».Ο πέμπτος είπε:«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών.Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω: Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».Ο έκτος είπε:«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα λόγια:Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου.


 

 

Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».Ο έβδομος είπε:«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».Ο όγδοος είπε:«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ΄αυτούς που φοβούνται τον Θεό».Ο ένατος είπε:«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ΄όλους.Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο:«Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».Ο δέκατος είπε:«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου».Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου».

 

 

Ο ενδέκατος είπε:«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές.Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου: «Πού είναι οι παιδαγωγοί σου;Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».Ο δωδέκατος είπε:«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ΄τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ΄αυτήν. Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους; Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πρίν από μένα. Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.Λέω «Θα είμαι μαζί μ΄αυτούς που μου αξίζει. Μ΄αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ΄όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ΄το κεφάλι μέχρι τα πόδια.Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.Και μέσ΄στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ΄αυτούς, για τις αμαρτίες τους.Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα».Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.

 
* Πηγή.Από το Μεγάλο Γεροντικό.agiokiprianitis

 

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑΤΕ ΗΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑΤΕ ΗΤΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ

 

Ένας Γέροντας είπε ότι υπήρχε κάποιος αναχωρητής, που κατοικούσε στην πιο βαθιά έρημο από αρκετά χρόνια κι είχε αποκτήσει χάρισμα διορατικό, ώστε να συναναστρέφεται με τους αγγέλους. Και συνέβη το εξής: Δύο αδελφοί μοναχοί άκουσαν τα σχετικά μ΄αυτόν και είχαν την επιθυμία να τον γνωρίσουν και να ωφεληθούν. Βγήκαν από τα κελιά τους και πήγαιναν προς αυτόν με εμπιστοσύνη στην καρδιά. Και αναζητούσαν τον δούλο του Θεού στην έρημο.Ύστερα από μερικές μέρες πλησίασαν στη σπηλιά του Γέροντα. Από μακριά βλέπουν κάποιον σαν άνθρωπο ντυμένο στα λευκά να στέκεται πάνω σε έναν από τους λόφους που ήταν κοντά στον όσιο σε απόσταση περίπου τριών σημείων.Τους φώναξε: «Αδελφοί, αδελφοί».Αυτοί τον ρώτησαν: «Ποιος είσαι και τι θέλεις;«Να πείτε, τους αποκρίθηκε, στον αββά εκείνον που θα συναντήσετε: θυμήσου αυτό που σε παρακάλεσα».Οι αδελφοί ήρθαν, βρήκαν τον Γέροντα, τον χαιρέτισαν και πέφτοντας στα πόδια του παρακαλούσαν να ακούσουν από το στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν απ΄αυτόν και ωφελήθηκαν πολύ.Του μίλησαν και για τον άνθρωπο που είδαν καθώς έρχονταν, και την παράκλησή του. Ο Γέροντας κατάλαβε ποιος ήταν, αλλά προσποιούνταν ότι δεν τον ήξερε. Μάλιστα έλεγε: «Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κατοικεί εδώ». Οι αδελφοί όμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες και αγκαλιάζοντας τα πόδια του τον υποχρέωναν να πει ποιος ήταν αυτός που είδαν.Ο Γέροντας τους σήκωσε όρθιους και τους είπε:«Δώστε μου τον λόγο σας ότι δεν θα μιλήσετε επαινετικά σε κανέναν για μένα σαν για κάποιον άγιο, μέχρι να φύγω στον Κύριο, και τότε θα σας μιλήσω καθαρά για την υπόθεση». Εκείνοι έκαναν όπως τους ζήτησε. Τους λέει λοιπόν:«Αυτός που έχετε δει ντυμένο στα λευκά είναι άγγελος Κυρίου, που ήρθε εδώ και παρακαλεί εμένα τον αδύναμο και μου λέει: «Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, να ξαναγυρίσω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθεί η προθεσμία που ορίσθηκε σε βάρος μου από τον Θεό». Στην ερώτησή μου «ποια είναι η αιτία της ποινής σου?» απάντησε:«Συνέβη σε μια επαρχιακή πόλη πολλοί άνθρωποι να παροργίζουν τον Θεό με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, και μ΄έστειλε να τους παιδεύσω με ευσπλαχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα πολύ να ασεβούν, τους επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, με αποτέλεσμα πολλοί να εξοντωθούν. Γι΄αυτό μου επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου του Θεού πού μου είχε αναθέσει την αποστολή».Όταν του είπα «και πώς είμαι άξιος να παρακαλέσω τον Θεό για έναν άγγελο?», εκείνος είπε:«Αν δεν ήξερα ότι ο Θεός δέχεται την προσευχή των γνήσιων δούλων του, δεν θα ερχόμουν και δεν θα σε ενοχλούσα».Εγώ αναλογίσθηκα εκείνη τη στιγμή το αμέτρητο έλεος του Κυρίου και την άπειρη αγάπη του προς τον άνθρωπο, που τον έκανε άξιο να μιλάει μαζί του και να τον βλέπει, επίσης οι άγγελοί του να υπηρετούν τους ανθρώπους και να έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία και Κορνήλιο και τον προφήτη Ηλία και τους άλλους αγίους. Ένιωσα κατάπληξη μ΄αυτά και δόξασα την ευσπλαχνία του».Μετά απ΄το περιστατικό αυτό ο τρισμακαριστός πατέρας μας αναπαύτηκε. Οι αδελφοί τον έθαψαν τιμητικά με ύμνους και προσευχές. Κι εμείς ας επιδιώξουμε να μιμηθούμε τις αρετές αυτού του Γέροντα με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να φτάσουν στην επίγνωση της αλήθειάς του.

*΄ Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. agiokiprianitis

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ


«᾿Εγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. ᾿Εβγῆκα ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τῷ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α καὶ Β τάξιν. Τὴν Γ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν ᾿Ιούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ ῞Αγιον ῎Ορος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς ᾿Αθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλῶσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα ῾Αγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη “῾Η Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτήρα”. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη “Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. ᾿Αργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας».᾿Απὸ τὰ σημαντικότατα ἀριστουργηματικὰ ἔργα του ἐπιλέγουμε ἐλάχιστα ψήγματα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἐπικαιρότητα τῆς γραφίδας του, καθὼς ἡ ἀκτινοβολία τῆς κληρονομιᾶς ποὺ μᾶς ἄφησε, νικᾶ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο. ᾿Εξάλλου, στοὺς ψηφιακοὺς ἀφεγγεῖς καὶ ἀσέληνους καιρούς μας, ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζει μὲ τὸ δικό του μυστικὸ φῶς τὰ ἐρεβώδη μονοπάτια τῆς γραφῆς, νὰ μᾶς κερνᾶ ἁπλόχερα «ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν» ἀπὸ τὸ χριστόψωμο τοῦ ψυχικοῦ του μεγαλείου καὶ νὰ μᾶς συνοδεύει ἐνθουσιαστικὰ μὲ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀναντικατάστατος ἠθογραφικὸς ξεναγός, ἰδιαίτερα κατὰ τὶς εὔσημες ἡμέρες τοῦ χρόνου.


 

«῾Η ῾Ελλάδα κλείστηκε μέσα του, ἔγινε κόσμος τῆς ψυχῆς του», σημείωσε ὁ Γ. Δροσίνης. ῎Ετσι, τὴ χρονιὰ ποὺ ἡ ῾Ελλάδα χαιρόταν τὸ γιορτάσι τῶν πρώτων ᾿Ολυμπι- ακῶν ᾿Αγώνων (1896), ἐκεῖνος διεισδυτικὰ καὶ διερευνητικὰ εἶχε τὸ σθένος νὰ ὑποβάλει τὸ ἐρώτημα:«Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς ῾Ελλάδος» (ἐφημ. «᾿Ακρόπολις»).῞Ενα χρόνο ἀργότερα συνέβη ὁ ἀτυχὴς πόλεμος μὲ τὴν ἐπονείδιστη ἧττα, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ καὶ πάλι «ἡ γλαῦξ».Καὶ σήμερα θὰ θρηνωδεῖ γιὰ πολὺ ἀκόμη, μπροστὰ στὰ τόσα ἐρείπια ποὺ ἀντικρύζει καθημερινά, ἠθικὰ καὶ ὑλικά, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, πνευματικὰ καὶ ἐθνικά. ᾿Αλλὰ τώρα... γλαῦκες θὰ ἀκοῦμε;Ο φτωχὸς ὅμως «ἅγιος τῆς πεζογραφίας» μας καὶ ποιητὴς προχωρεῖ βαθύτερα καὶ στιγματίζει τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ:«῾Η πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾶ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς» («Τὰ δύο τέρατα»).Πόσο δίκαιο ἔχει! Τὸ βλέπουμε καὶ στὶς μέρες μας. ᾿Αφοῦ ὅλες οἱ κυβερνήσεις συλλήβδην ροκάνισαν τὰ χρήματα ἀκόμη καὶ τῶν ἐπερχομένων γενεῶν, στὴ συνέχεια μᾶς παρέδωσαν στὴν κηδεμονία τοῦ ΔΝΤ. Κι ἄν κάποτε τολμήσει ἡ ᾿Εκκλησία νὰ ἀποκαλύψει ἀλήθειες πρὸς τὸ λαὸ ἤ κάποιος θαρραλέος καὶ δυναμικὸς μητροπολίτης τολμήσει νὰ θίξει τὰ κακῶς κείμενα καὶ νὰ ἐλέγξει παγκόσμιους κολοσσούς, ζητοῦν «τὴν κεφαλήν του ἐπὶ πίνακι».


 

῾Ο Παπαδιαμάντης, ὡστόσο, ἀσυμβίβαστος καὶ ἀνυποχώρητος, κατηγορηματικὸς καὶ σαφής, ἐπισημαίνει:«῾Η ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. ῾Η πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. ῾Η πεῖνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. ῾Η ὄρεξις ἐγέννησε τὴν... αὐθαιρεσίαν. ῾Η αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. ῾Η ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. ᾿Ιδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου» («῎Εμποροι τῶν ᾿Εθνῶν»).Πράγματι, εἰσέρχονται πένητες στὴν πολιτικὴ κονίστρα καὶ σὲ λίγο μεταμορφώνονται σὲ Κροίσους οἱ βουλευτές μας, οἱ ὁποῖοι σὲ περίοδο ἐσχάτης πενίας ἐπιμένουν νὰ εἶναι τριακόσιοι, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸ Σύνταγμα ὁ ἀριθμός τους μπορεῖ νὰ μειωθεῖ. Σήμερα, λοιπόν, ποὺ κατὰ τὸν Γ.Θ. Βαφόπουλο «ὅλα εἶναι σκουπίδια, κι ὅλα εἶναι πτώματα ἄθαφτα... ἀπὸ τὸ νησὶ τῶν Σποράδων ξεπετιέται ἡ λάμψη τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ὑπόσχεσης: τὸ πνεῦμα τοῦ Παπαδιαμάντη φωσφορίζει, ἀδελφοὶ Πανέλληνες!».Μὲ καταπληκτικὴ ὀξύνοια καὶ σατιρικὴ διάθεση ὁ κυρ-᾿Αλέξανδρος γράφει πρὸς τοὺς νοσταλγοὺς τοῦ νεοπαγανισμοῦ, ποὺ ἐπιζητοῦν ἄμεση διασύνδεση μὲ τοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνες, ἐνῶ διαγράφουν τὸν βυζαντινὸ πολιτισμό:Μὴ θρησκευτικά, πρὸς Θεοῦ! Τὸ ῾Ελληνικὸν ῎Εθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ ῞Ελληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. ῎Επειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη»(«Λαμπριάτικος Ψάλτης»).Γιὰ τοὺς ἄθεους καὶ γιὰ ὅσους στὸ ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν ῾Ελληνορθόδοξη Παράδοση παραθέτει:«῎Αγγλος ἤ Γερμανὸς ἤ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικὸς ἤ ἄθεος ἤ ὅ,τιδήποτε.

 

῎Εκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλη πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. ᾿Αλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἤ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του». Καὶ κατακλείει τὸ ἔργο του «῾Η κάλτσα τῆς Νώενας» μὲ τὴν ἀποφασιστικῆς σημασίας ἐρώτηση: «῞Εως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;».Ενα ἄλλο σημεῖο, στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ σταθοῦμε εἶναι ἡ κρυστάλλινη ἄποψή του γιὰ τὴ μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων στὴν καθομιλουμένη:«῾Η γλῶσσα αὕτη, εἰς ἥν εἶναι γεγραμμένα τό τε Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ἄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον νὰ ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσιν αἰῶνας νὰ εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴν τοὐλάχιστον. ῎Ας δοκιμάσῃ τις νὰ μεταφράσῃ ἕν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα, ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ ἐρωτικὰ ἄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. Π.χ. “᾿Ανοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος...”. Θ᾿ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἤ πλέμμα ἤ καὶ πλέγμα) καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ᾿ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἤ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). “῎Αξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον”, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη καὶ καθαρώτατη καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας...».Μὲ πόνο καὶ πικρία ἐκφράζεται ὁ κοσμοκαλόγερος τῆς πεζογραφίας μας γιὰ τοὺς λεγόμενους ὀρθοδόξους, τῶν ὁποίων ἡ ὅλη στάση καὶ συμμετοχὴ ἀπάδει πρὸς τὰ ἑορταζόμενα γεγονότα:«Αἱ θρησκευτικαὶ ἑορταὶ σχετίζονται ἐν ῾Ελλάδι... πρὸς τὴν ἀκόλαστον ἐπιθυμίαν, τὴν ταβέρναν, καί, τὸ δεινότερον πάντων, τὸ ἔγκλημα καὶ τὸ αἷμα... ᾿

 

Εν ᾿Αθήναις, κατὰ τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας, ἐν μὲν τῇ πόλει θόρυβος, φροντίδες, φωναί, κίνησις, πυροκρόταλα, πυροβολισμοὶ κινδυνωδέστατοι εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, ἐν δὲ τοῖς Ναοῖς ἀταξία, σύγχυσις, δισκοφορία, ἔφοδος, θρίαμβος καὶ ὁριστικὴ ἐπικράτησις τοῦ γυναικείου φύλου, βλέμματα, γέλωτες, στάγματα λαμπάδων, συνδιαλέξεις, ψίθυροι, βόμβος φωνῶν, καὶ ἐν μέσῳ ὅλου αὐτοῦ τοῦ θορύβου, δύο δυστυχεῖς ἄνθρωποι, ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ψάλτης, ἐκλαρυγγιζόμενοι, ὅπως ἐκφωνῶσι λέξεις, εἰς τὰς ὁποίας ὀλίγοι προσέχουσι, καὶ ὀλιγώτεροι τὰς ἐννοοῦσιν». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ σημειώνει ὅτι, ὅταν «ἐκανόνιζον τὰ τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν οἱ ῞Αγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας Πατέρες, εἶχον ὑπ᾿ ὄψιν λαὸν εὐσεβῆ καὶ καρδίας ἐν φόβῳ Κυρίου χρησιμοποιούσας ταύτας πρὸς τὴν θείαν λατρείαν καὶ τὴν προσευχήν· πρῶτοι ούτοι,ἄν ἠδύναντο νὰ προΐδωσι τίνι τρόπῳ χρησιμοποιοῦσι τὰ πλήθη τὴν ὑπὸ τῶν θρησκευτικῶν ἑορτῶν ἐπιβαλλομένην ἀργίαν, πρῶτοι οὗτοι θὰ ἐψήφιζον ὑπὲρ τῆς καταργήσεως αὐτῶν».Ο ἴδιος, καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ ἀλλότριες ἐπιρροές, ἐξομολογεῖται τὴ δεητικὴ καὶ δοξαστικὴ λαχτάρα τῆς δικῆς του καρδιᾶς:«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν᾿ ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. ᾿Εὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ σοῦ μνησθῶ» («Λαμπριάτικος Ψάλτης»).«῾Ο Παπαδιαμάντης ἦταν ἀκέραιος Χριστιανὸς καὶ ὁλόκληρος ῞Ελληνας», σχολιάζει ὁ Π. Πάσχος.

 

Μὲ τὸ πολυεπίπεδο διαχρονικὸ ἔργο του, ἀπευθύνει τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη του πρὸς ὅλους καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς «Χαλασοχώρηδες», οἱ ὁποῖοι δεμένοι στὸ ἅρμα τῆς Νέας ᾿Εποχῆς στοχεύουν στὴν ἀποδόμηση τῆς ἐννοίας τοῦ Γένους:«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. ῾Η λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἄν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικὰς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύωνται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν Ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. ῎Ας σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην» (1896).Πολὺ εὔστοχα ὁ νομπελίστας ποιητής μας ᾿Οδυσσέας ᾿Ελύτης -συμπληρώνονται ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του- συμβουλεύει: «῞Οπου κι ἄν σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί μου, ὅπου κι ἄν θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε ᾿Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!». Καὶ ὁ Γ. Σταυρόπουλος ὑπογραμμίζει: «Παίρνει τὴ σημασία τοῦ ἐθνικοῦ παιδαγωγοῦ, ποὺ πρέπει νὰ διδαχθῆ πρὸ παντὸς σήμερα εὐρύτατα ὄχι σὰ διδασκαλία νεοελληνικῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ σὰ μάθημα ποὺ θὰ συντελέση στὴ διάπλαση χαρακτήρων, ἔτσι πλάϊ στὸν Πλούταρχο, ἄς ποῦμΕ.

(*) Εὐδοξίας Αὐγουστίνου, Φιλολόγου-Θεολόγου, ἀπὸ τὸ περιοδ. τῆς μητροπόλεως Γρεβενῶν «῞Οσιος Νικάνωρ», τ. 303/Μάρτιος 2011. ᾿Ελήφθη ἀπὸ τὸν ῾Ιστότοπο Zoiforos.gr (05.04.11)· βλ. περιοδικό  «῞Αγιος Κυπριανός», ἀριθ. 361/Μάρτιος-᾿Απρίλιος 2011, σελ. 168-171.agioprianitis

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ ΕΝ ΚΑΙΡΩ ΑΙΡΕΣΕΩΣ

 

Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γεννήθηκε το 759 στη Κωνσταντινούπολι. Ο πατέρας του λεγόταν Φωτεινός και ήταν ταμίας του κράτους. Η μητέρα του λεγόταν Θεοκτίστη και ήταν σπάνια γυναίκα. Στον τάφο της ο άγιος Θεόδωρος έκλαψε και εξεφώνησε λόγο, όπου την χαρακτηρίζει με το όνομα «διμήτηρ», δηλαδή δύο φορές μητέρα. Σα' να της έλεγε• Μία φορά με γέννησες με το φυσικό τρόπο και μία με τρόπο πνευματικό αφού μαζί με το γάλα που με πότισες μου έδωσες και τη διδασκαλία του Χριστού.Από τέτοια μάνα βγήκε. Από μικρός ακολούθησε την ενάρετη ζωή και δέχθηκε την ελληνική παιδεία. Μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς και προ παντός τους πατέρες της Εκκλησίας. Έγινε σπουδαίος Θεολόγος. Αγάπησε το Χριστό και αφιερώθηκε σ΄ αυτόν.Το 781, με προτροπή της μητέρας του Θεοκτίστης, όλη η οικογένεια ασπάζεται τη μοναχική ζωή. Σε ένα μικρό πατρικό τους κτήμα κοντά στο χωριό Σακλουδίωνος της Προύσης ιδρύεται μοναστήρι. Εκεί ο άγιος Θεόδωρος γίνεται μοναχός με ηγούμενο και διδάσκαλο το θείο του Πλάτωνα. Το 789 χειροτονείται ιερεύς από τον πατριάρχη Ταράσιο. Και όταν το 794 ο θείος του παραιτήθηκε από ηγούμενος, τον διαδέχεται αυτός στην ηγουμενία.

 

 

Δεν κράτησε όμως πολύ ο καιρός της ησυχίας. Μετά από δύο χρόνια το 796, συνέβη ένα θλιβερό γεγονός. Ο τότε αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ' (780-797) είχε μία εκλεκτή γυναίκα, τη Μαρία που οι ιστορικοί μαρτυρούν ότι ήταν υπόδειγμα συζύγου. Εν τούτοις ξαφνικά ο αυτοκράτορας τη διώχνει από τα ανάκτορα την στέλνει συνοδεία στρατιωτών σε μοναστήρι, κι εκεί χωρίς τη θέλησί της την κάνει καλόγρια πράγμα που απαγορεύουν οι κανόνες. Και μόνο αυτό; Αφού έδιωξε τη νόμιμη γυναίκα του, παίρνει ως σύζυγος μία νέα, τη Θεοδότη. Ο γάμος έγινε νύχτα. Ένας παπάς από εκείνους που αποτελούν αίσχος για την Εκκλησία του Χριστού -πάντοτε θα υπάρχουν προδότες-, ο Ιωσήφ που ήταν πρωτόπαπας στην Αγία Σοφία, ανέβηκε στα ανάκτορα και στεφάνωσε το παράνομο ζεύγος. Και την άλλη μέρα ο Κωνσταντίνος πήγε με τη Θεοδότη στην Αγία Σοφία, κ' εκεί η παλλακίδα στέφθηκε επισήμως βασίλισσα. Κακό παράδειγμα για μεγάλους και μικρούς.Μεγάλο το σκάνδαλο. Και όμως κανείς δε μιλούσε. Τότε μέσα στη σιωπή ακούστηκε βροντή. Κάποιος φώναξε. Δεν ήταν πατριάρχης ούτε δεσπότης. Ένας απλό ιερομόναχος, ο ηγούμενος Θεόδωρος - να χουμε την ευχή του-. Αυτός ήλεγξε το παράνομο αυτοκρατορικό ζεύγος και τον αυλοκόλακα ιερέα που τους στεφάνωσε, έκοψε δε και το μνημόσυνο του πατριάρχου Ταρασίου (784-806) αφού κι αυτός δεν τιμώρησε τον παρανομήσαντα ιερέα. Προσπάθησε με κολακείες και δώρα να κάνη τον άγιο Θεόδωρο να συγκατατεθή, εκμεταλλευόμενος και το ότι η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του. Αν ήταν κανένας άλλος, θα είχε χαρά που η εξαδέλφη του έγινε βασίλισσα.


 

Εκείνος όμως δεν σκέφθηκε έτσι. Κι όταν μία μέρα τόλμησαν να πάνε στο μοναστήρι, ο Θεόδωρος τους έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Αυτό όμως το πλήρωσε τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν, και τον έστειλαν εξορία στη Θεσσαλονίκη.Έπειτα, όταν ο Κωνσταντίνος τυφλώθηκε κι έχασε το θρόνο, ο άγιος Θεόδωρος υπέστρεψε από την εξορία το 798 επί της ευσεβούς βασιλίσσης Ειρήνης της Αθηναίας (797-802) και παρέλαβε την ερημωμένη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή Στουδίου έγινε λαμπρό μοναστικό κέντρο, και είχε γαλήνη και πρόοδο για μία περίπου δεκαετία. Έφθασε τότε να έχει χίλιους μοναχούς, που ζούσαν κοινοβιακώς. Κανείς δεν είχε ιδιοκτησία. Και εύρισκες να υπάρχουν εκεί όλα τα επαγγέλματα και γεωργοί και βοσκοί και κτίστες και ξυλουργοί και σιδηρουργοί και αγωγιάτες, και μάγειροι και υποδηματοποιοί ακόμη και τυπογράφοι. Εκεί υπήρχε το μεγαλύτερο τυπογραφείο της Ανατολής οι καλόγεροι ξενυχτούσαν αντιγράφοντας κείμενα. Τα άγια χεράκια τους έγραφαν Αποστόλους, Ευαγγέλια, πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Αθανάσιο...), έγραφαν και κλασσικούς (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη). Αν υπάρχη σήμερα ο Πλάτων ο Αριστοτέλης και άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, αυτό το οφείλουμε στα άγια χέρια των καλογήρων εκείνων.Το 808 όμως ο άγιος Θεόδωρος αναγκάστηκε να κόψη το μνημόσυνο και του επόμενου πατριάρχου, του Νικηφόρου Α' (806-815). Πρώτον μεν διότι ανέβηκε στο αξίωμα του πατριάρχου αμέσως από λαϊκός και δεύτερον διότι αυτός υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορας Νικηφόρου (802-811) αποκατέστησε με Σύνοδο τον αυλοκόλακα Ιωσήφ στο Ιερατικό αξίωμα. Από το οποίο είχε καθαιρεθεί επί της βασιλίσσης Ειρήνης. Η νέα διακοπή αυτή του μνημόσυνου στοίχισε στον άγιο Θεόδωρο μια ακόμη εξορία στη νήσο Χάλκη. Μαζί του σκόρπισαν και όλοι οι Στουδίται. Το 811 επέστρεψαν από τη εξορία, αλλά πολύ σύντομα επί Λέοντος Ε' νέος αγώνας τους περίμενε, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να διαλυθή η μονή Στουδίου. Φυσικό είνε να ρωτήση κανείς•

 

 

Μα πως διαλύθηκε μία τέτοια αδελφότης; Αυτή τη φορά ο αγώνας ήταν για τις Ιερές εικόνες, τις οποίες οι εικονομάχοι έκαψαν και κατέστρεφαν. Έκανε μάλιστα στις 25 Μαρτίου του 815, που το έτος εκείνο συνέπιπτε με την Κυριακή των Βαΐων μία μεγάλη λιτανεία μετά τη θεία λειτουργία με τους μοναχούς του μέσα στη πόλι, που πήρε τη μορφή διαδηλώσεως του ορθοδόξου λαού κατά των αιρετικών εικονομάχων. Η διαδήλωσις αυτή του στοίχισε πάλι διωγμό και μία τρίτη εξορία. Στρατιώτες μπήκαν στο μοναστήρι δέρνοντας και χτυπώντας, συνέλαβαν τον ηγούμενο και σκόρπισαν τους μοναχούς. Ο άγιος Θεόδωρος εξωραΐστηκε στη Σμύρνη. Τον έκλεισαν στο υπόγειο του μητροπολιτικού μεγάρου και τον μαστίγωναν αλύπητα.Το 820, επί Μιχαήλ Β' του Τραυλού (820-829),επέστρεψε από τη εξορία, και το 824, μένοντας πάντα ασυμβίβαστος διαμαρτυρήθηκε και για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορος.Το 826 τέλος, μακριά από το μοναστήρι για το οποίο τόσο κοπίασε, αρρώστησε βαρειά και κάλεσε γύρω του όσους είχαν απομείνει από την αδελφότητα του Στουδίου. Ήταν 11 Νοεμβρίου ημέρα Κυριακή και ενώ οι μοναχοί έψαλλαν τον 118ο ψαλμό, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μαχητής και ομολογητής, ο συγγραφέας και ποιητής έκλεισε τα μάτια του στο μάταιο αυτό κόσμο και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, σε ηλικία 67 ετών.Με τις τρεις εξορίες και τις κακουχίες που υπέστη μας διδάσκει να είμεθα έτοιμοι για αγώνες και θυσίες υπέρ της πίστεως. Μας διδάσκει ακόμα με το συγγραφικό και ποιητικό του έργο ν' αγαπούμε την προσευχή και τη λατρεία της Εκκλησίας μας• δικά του έργα είναι οι αναβαθμοί της Οκτωήχου, μεγάλο μέρος του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, τα εγκώμια του Επιταφίου θρήνου, που ψάλλονται τη Μεγάλη Παρασκευή, και πολλοί άλλοι ύμνοι, πολλές επιστολές και πολλές κατηχήσεις.

 

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 
 
Σ.ς. Δημοσιεύουμε μερικές από τις αξιοσημείωτες επιστολές του Αγίου Φιλαρέτου της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς,προς τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη,κ.Αθηναγόρα,για το θέμα του Οικουμενισμού και του Π.Σ.Ε.Ειδικότερα θα καταδείξουμε το θέμα της Αποτείχισης από τον επίσκοπο και τον ίδιο τον Πατριάρχη,εν καιρώ Αιρέσεως,όπως το αναφέρει ο Άγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος και όπως το έκαναν πράξη, Άγιοι,όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος,ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ή ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.Αφορμή,προχθεσινό κείμενο του κ.Νικολάου Σωτηροπούλου,που αίφνις ανασκεύασε...Κύριος οίδε...παλαιότερες απόψεις του και νουθεσίες του περί Αποτειίχισης.Ο Θεός μεθ' ημών!

 

Παναγιώτατε,

 

Επειδὴ τὸ Βατικανὸν εἶναι ὄχι μόνον θρησκευτικὸν κέντρον, ἀλλὰ καὶ κράτος, καὶ αἱ σχέσεις μετ᾿ αὐτοῦ, ὡς ἔδειξε σαφῶς ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ Πάπα εἰς τὰ ῾Ηνωμένα ῎Εθνη, ἔχουν καὶ πολιτικὴν σημασίαν, πρέπει νὰ ὑπολογίζῃ κανεὶς καὶ τὸ ἐνδεχόμενον ἐπηρεασμὸν τῆς ῾Ιεραρχίας τῶν ὑποδούλων ᾿Εκκλησιῶν ὑπὸ τῶν ἀθέων ἀρχῶν εἰς τὸ ζήτημα τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας.῾Η ἱστορία μᾶς μαρτυρεῖ, ὅτι αἱ διαπραγματεύσεις μετὰ τῶν ἑτεροδόξων ὑπὸ συνθήκας πολιτικῶν πιέσεων, πάντοτε ἔφερον εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν μόνον ταραχὰς καὶ σχίσματα. Διὰ τοῦτο θεωροῦμεν ἀπαραίτητον νὰ δηλώσωμεν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ὑπερόριος Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία, ὅπως ἀναμφισβητήτως καὶ ἡ νῦν εὑρισκομένη εἰς «κατακόμβας» Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία, δὲν θὰ δεχθῇ κανένα «διάλογον» ἐπὶ τῶν δογμάτων μὲ τὰς ἄλλας ... ΄΄Ομολογίας΄΄ καὶ ἐκ τῶν προτέρων ἀπορρίπτει πᾶσαν σχετικὴν συμφωνίαν μετ᾿ αὐτῶν, ἀναγνωρίζουσα τὴν δυνατότητα ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος μετ᾿ αὐτῶν μόνον ἐὰν αὗται ἀποδεχθοῦν πλήρως τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, ὑφ᾿ ἣν μορφὴν αὕτη διεφυλάχθη μέχρι τοῦδε ὑπὸ τῆς ῾Αγίας Καθολικῆς καὶ ᾿Απο- στολικῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Εως ὅτου δὲν συμβῇ τοῦτο, οἱ ἀναθεματισμοὶ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου διατηροῦν ὅλην τὴν ἰσχύν των καὶ ἡ ἄρσις των ὑπὸ τῆς ῾Υμετέρας Παναγιότητος ἀποτελεῖ πρᾶξιν παράνομον καὶ ἄκυρον.Βεβαίως δὲν εἴμεθα ἐναντίον τῶν εὐμενῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μὲ τοὺς ἐκπροσώπους ἄλλων ΄΄῾Ομολογιῶν΄΄, ἐφ᾿ ὅσον δι᾿ αὐτῶν δὲν προδίδεται ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Διὰ τοῦτο ἡ ᾿Εκκλησία ἡμῶν ἀπεδέχθη ἐν καιρῷ τὴν εὐγενῆ πρόσκλησιν νὰ ἀποστείλῃ παρατηρητὰς εἰς τὴν Βʹ Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ, ὅπως ἔστειλε παρατηρητὰς καὶ εἰς τὰς προτεσταντικὰς διασκέψεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου ᾿Εκκλησιῶν, διὰ νὰ ἔχωμεν ἐκ πρώτης χειρὸς πληροφορίας περὶ τοῦ ἔργου τῶν συνελεύσεων αὐτῶν ἄνευ οὐδεμιᾶς συμμετοχῆς εἰς τὰς κρίσεις των. ᾿Εκτιμῶμεν τὴν καλὴν συμπεριφορὰν πρὸς τοὺς παρατηρητάς μας καὶ μετ᾿ ἐνδιαφέροντος μελετῶμεν τὰς λεπτομερεῖς ἐκθέσεις των, αἱ ὁποῖαι βεβαιοῦν ὅτι ἐπῆλθον σημαντικαὶ μεταβολαὶ εἰς τὴν Ρωμαϊκὴν ᾿Εκκλησίαν. Θὰ εὐχαριστήσωμεν τὸν Θεόν, ἐὰν αἱ μεταβολαὶ αὐταὶ ἐξυπηρετήσουν τὴν ὑπόθεσιν τῆς προσεγγίσεώς της πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν. ᾿Εὰν ὅμως ἡ Ρώμη πρέπει πολλὰ νὰ μεταβάλῃ, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν «τύπον τῆς πίστεως τῶν ᾿Αποστόλων»,ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία, διαφυλάξασα τὴν πίστιν αὐτὴν μέχρι σήμερον ἀλώβητον, δὲν ἔχει τίποτε νὰ μεταβάλῃ.᾿Αλλὰ πᾶσα συμφωνία μὲ τὴν πλάνην εἶναι ξένη πρὸς ὅλην τὴν ἱστορίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ τὴν οὐσίαν αὐτῆς. Αὕτη θὰ ἠδύνατο νὰ ὁδηγήσῃ οὐχὶ εἰς τὴν ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογίαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ εἰς μίαν φαινομενικὴν ἐξωτερικὴν ἕνωσιν, ὁμοίαν πρὸς τὴν συμφωνίαν τῶν διαφόρως σκεπτομένων προτεσταντικῶν κοινοτήτων τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.Νὰ μὴ εἰσχωρήσῃ τοιαύτη προδοσία τῆς ᾿Ορθοδοξίας εἰς τὸ περιβάλλον μας!Θερμῶς παρακαλοῦμεν τὴν ῾Υμετέραν Παναγιότητα νὰ θέσῃ τέρμα εἰς τὸν σκανδαλισμόν, διότι ἡ ὁδὸς τὴν ὁποίαν ἐπελέξατε, καὶ ἂν ἤθελεν ὁδηγήσει ῾Υμᾶς εἰς σύμπνοιαν μετὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, θὰ προκαλέσῃ τὴν διαίρεσιν τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου, διότι ἀναμφιβόλως πολλὰ ἐκ τῶν πνευματικῶν τέκνων ῾Υμῶν θὰ προτιμήσουν τὴν πίστιν εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν ἢ τὴν οἰκουμενικὴν ἰδέαν τῆς συμβιβαστικῆς ἑνώσεως μεθ᾿ ἑτεροδόξων, ἄνευ τῆς πλήρους των ὁμοφροσύνης ἐν τῇ ἀληθείᾳ.᾿Εξαιτούμενος τὰς ἁγίας εὐχὰς ῾Υμῶν, διατελῶ τῆς ῾Υμετέρας Παναγιότητος ταπεινὸς ὑπηρέτης.

 

Ο Πρόεδρος τῆς ᾿Αρχιερατικῆς Συνόδου τῆς ῾Υπερορίου Ρωσικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας

† Μητροπολίτης Φιλάρετος

Νέα ῾Υόρκη ᾿Ιανουάριος 1966

 

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ


«Παραπονιέσαι για τη μοναξιά στη μέση μεγάλης πόλης. Τόσος λαός γύρω σου κοχλάζει σαν μυρμηγκοφωλιά, και εσύ και πάλι αισθάνεσαι σαν στην έρημο. Στις μεγάλες γιορτές η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Παντού πλημμυρίζει η χαρά, ενώ εσένα σε πιέζει η λύπη. Οι εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Ανάστασης σου φαίνονται σαν κάποια άδεια δοχεία, τα οποία εσύ γεμίζεις με δάκρυα. Όταν αυτές οι άγιες γιορτές βρίσκονται μακριά πίσω ή μπροστά σου, αισθάνεσαι πιο ήρεμη. Αλλά όταν πλησιάσουν και έρθουν, η θλίψη και η ερημιά κυριεύουν την ψυχή σου.Τί να σου κάνω; Θα σου διηγηθώ την ιστορία για τα Χριστούγεννα της Ιωάννας διότι ίσως σε ωφελήσει. Θα αφήσω όμως να σου διηγείται εκείνη όπως τα είχε διηγηθεί σε μένα.«Σαράντα και κάτι χρόνια βλέπω εγώ αυτό τον κόσμο σαν γυναίκα. Ποτέ καμιά χαρά, εκτός από λίγη σαν παιδί στο σπίτι των γονέων μου. Αλλά μπροστά στον κόσμο δεν έδειχνα λυπημένη. Μπροστά στους ανθρώπους υποδυόμουν τη χαρούμενη, και στη μοναξιά έκλαιγα. Όλοι με θεωρούσαν ένα ευτυχισμένο πλάσμα, αφού ως τέτοια έδειχνα. Ακούω, όλοι γύρω μου παραπονούνται, και οι έγγαμοι και οι άγαμοι, και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, όλοι.

 

Και σκέφτομαι, γιατί κι εγώ να παραπονιέμαι στους δυστυχισμένους για τη δική μου δυστυχία, και μόνο να αυξάνω τη λύπη γύρω μου; Θεέ, να δείχνω χαρούμενη έτσι θα είμαι πιο χρήσιμη στον δυστυχισμένο κόσμο, ενώ το μυστικό μου θα το κρύβω μεσα μου και θα κλαίω στη μοναξιά μου. Προσευχόμουν στον Θεό, για να μου εμφανισθεί με κάποιο τρόπο, τουλάχιστον μόνο ένα δάχτυλό Του να αισθανθώ. Προσευχόμουν έτσι, για να μην σβήσω από την κρυμμένη λύπη. Από κάθε έσοδο έκανα ελεημοσύνη οπουδήποτε είχα ευκαιρία. Επισκεπτόμουν αρρώστους και ορφανούς, και έφερνα χαρά με τη δική μου φαινομενική χαρά. Πιστεύω σε Σένα, αγαθέ μου Θεέ, έλεγα συχνά, αλλά Σε παρακαλώ, εμφανίσου μου με κάποιο τρόπο, για να Σε πιστεύω ακόμα περισσότερο. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9, 24). Επαναλάμβανα αυτά τα λόγια από το Ευαγγέλιο. Και πράγματι, βίωσα να μου εμφανιστεί ο Κύριος. Δυσκολότατες για μένα ήταν οι μεγάλες γιορτές. Μετά από τη Λειτουργία κλεινόμουν στο δωμάτιο και έκλαιγα ολόκληρα τα Χριστούγεννα και την Ανάσταση. Όμως τα προηγούμενα Χριστούγεννα εμφανίστηκε ο Θεός. Αυτό έγινε ως εξής. Πλησίαζε αυτή η μεγάλη μέρα. Εγώ αποφάσισα να ετοιμάσω όλα έτσι όπως η μητέρα μου ετοίμαζε: και κρέας, και ζυμαρικά, και γλυκά, και όλα τ’άλλα. Άπλωσα σανό στο σπίτι, πέταξα από τρία καρύδια σε κάθε γωνιά του δωματίου. Ας είναι η Αγία Τριάδα ελεήμων σε όλες και τις τέσσερις πλευρές του κόσμου. Και κάνοντας όλα αυτά ασταμάτητα προσευχόμουν: Κύριε, στείλε μου επισκέπτες αλλά εντελώς πεινασμένους και φτωχούς!


 

Σε παρακαλώ, εμφανίσου μ’αυτόν τον τρόπο! Που και που μου ερχόταν η σκέψη: τρελή Ιωάννα, τι επισκέψεις περιμένεις τα Χριστούγεννα! Αυτή την άγια μέρα ο καθένας βρίσκεται στο σπίτι του ποιος θα μπορούσε να έρθει ως επισκέπτης σε σένα; Κι εγώ έκλαιγα και έκλαιγα… Όμως και πάλι επαναλάμβανα εκείνη την προσευχή και ετοίμαζα.Όταν τα Χριστούγεννα γύρισα από την Εκκλησία, άναψα το κερί, έστρωσα το τραπέζι, έβαλα όλα τα φαγητά, και τότε άρχισα να περπατώ από δω κι από κει στο δωμάτιο. Θεέ μου, μην με εγκαταλείψεις! Πάλι προσευχόμουν. Στο δρόμο λίγοι περνούσαν. Είναι Χριστούγεννα, αλλά και ο δρόμος μας είναι απόμερος. Όμως μόλις το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια κάποιου, εγώ πεταγόμουν στην πόρτα! Άραγε είναι ο επισκέπτης μου; Δεν είναι. Να, προσπέρασε. Το μεσημέρι ήρθε και πέρασε, και εγώ μόνη. Άρχισα να κλαίω και κραύγασα: τώρα βλέπω, Κύριε, ότι με εγκατέλειψες εντελώς! Έκλαιγα έτσι και σιγοέκλαιγα συνεχώς! Ξαφνικά χτύπησε κάποιος την πόρτα, και εγώ άκουσα φωνές: δώσε αδελφέ, δώσε αδελφή! Γρήγορα έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά μου ένας τυφλός και ο οδηγός του, και οι δυο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι, παγωμένοι. Ο Χριστός γεννήθηκε, κύριοί μου! φώναξα εγώ χαρούμενα. Αληθώς γεννήθηκε! κροτάλιζαν με τα δόντια εκείνοι τρέμοντας. Έλεος, αδελφή, ελέησέ μας! Δεν σου ζητάμε χρήματα. Από το πρωί κανένας δεν μας πρόσφερε ψωμί, λίγα λεφτά ή από ένα ποτήρι με ρακί.

 

Πεινάμε πολύ. Εγώ πέταξα από τη χαρά μου ως τον τρίτο ουρανό. Τους οδήγησα στο σπίτι και τους έβαλα στο γεμάτο τραπέζι. Τους σέρβιρα κλαίγοντας από χαρά. Εκείνοι με ρώτησαν παραξενεμένοι: «Γιατί κλαις, κυρία;». Από χαρά, κύριοί μου, από καθαρή και φωτεινή χαρά! Εκείνο για το οποίο προσευχόμουν στον Θεό ο Θεός μου το έδωσε. Μερικές μέρες εγώ Του προσεύχομαι, να μου στείλει ακριβώς τέτοιους επισκέπτες όπως είσαστε εσείς, και να, Αυτός μου έστειλε. Δεν ήρθατε εσείς έτσι τυχαία, αλλά σας έστειλε ο αγαθός μου Κύριος. Αυτός σήμερα μου φανερώθηκε μέσα από σας. Αυτά είναι τα πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στη ζωή μου. Τώρα ξέρω, ότι είναι ζωντανός ο Θεός μας. Δόξα σ’ Εκείνον και ευχαριστία! «Αμήν», απάντησαν οι αγαπητοί μου επισκέπτες. Τους κράτησα έως το βράδυ, τους γέμισα τις τσάντες και τους αποχαιρέτησα».Τέτοια ήταν τα προηγούμενα Χριστούγεννα της Ιωάννας. Δώσε Θεέ, να είναι φέτος ακόμα πιο χαρούμενα. Προσευχήσου κι εσύ, κόρη, να σου φανερωθεί ο ουράνιος Πατέρας με κάποιο τρόπο -και στον Θεό οι τρόποι είναι πολλοί- και θα ζήσεις θαύμα. Μην ετοιμάζεσαι για λύπη σε τούτη τη μεγάλη μέρα, αλλά να ετοιμάζεσαι για χαρά. Και ο Πανορατικός, ο Παντελεήμων, θα σε κάνει χαρούμενη!



* [Από το βιβλίο «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται» βιβλίο με επιστολές του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ο οποίος υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος. Έζησε από το 1881 μέχρι το 1956. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκήρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά Λειψάνων)].


* Πηγή.Η Άλλη Όψις- agiokiprianitis

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, ΕΖΗ ΕΝ ΤΟ ΚΟΣΜΩ ΑΛΛ' ΟΥΚ ΗΝ

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ, ΕΖΗ ΕΝ ΤΟ ΚΟΣΜΩ ΑΛΛ' ΟΥΚ ΗΝ

 

Ο ΑΓΙΟΣ Νεκτάριος οὔτε εἰς ἐρήμους ἐπορεύθη, οὔτε ἀσκητικοὺς μεγάλους ἀγῶνας διεξήγαγεν· ἀλλ’ ἐντὸς τοῦ κόσμου, ἐν τῇ τύρβῃ καὶ ταῖς περιπετείαις τοῦ παρόντος βίου ζήσας, ἀνήχθη εἰς τοιοῦτον ἐπίφθονον σημεῖον ἁγιότητος, ὡς οἱ μεγάλοι φωστῆρες καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Δὲν ἀνῆλθεν εἰς στύλους οὐδ’ ἀπεχώρησεν εἰς Ἡσυχαστήρια, οὐδ’ ἀπεδύθη εἰς ἀθλοφόρους δοκιμασίας καὶ μαρτυρικοὺς διωγμοὺς καὶ τραγικὰς βασάνους, ὡς οἱ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἀγωνισταὶ τῆς ἁγίας ἡμῶν θρησκείας, ἀλλὰ δυνάμεθα εἰπεῖν, ὅτι σύμπας ὁ βίος αὐτοῦ οὐδὲν ἕτερον ἦτον, εἰμὴ συνεχὴς δοξολογία πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἄοκνος φροντὶς καὶ ἐνδελεχὴς μέριμνα πῶς νὰ ὠφελήσῃ ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς τὴν πάσχουσαν κοινωνίαν. Ἔζη ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλ’ οὐκ ἦν, ὡς λέγει ὁ Σωτήρ, ἐκ τοῦ κόσμου. Περιεπάτει ἐν τῇ γῇ, ἀλλ’ εἶχε τὸ σεμνὸν πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς. Ἐφαίνετο ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐβίου ἀγγελικῶς. Ἔφερε σάρκα, ἀλλ’ ἔζη ὡς ἀκριβὴς τηρητὴς καὶ φύλαξ τῆς παρθενίας. Συνανεστρέφετο μετὰ διαφόρων προσώπων, ἀλλ’ ὡμίλει ὡς πνευματικὸς καὶ ξένος τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ ὑψηλὴ ἰδεολογία τὸν συνήρπαζε καὶ τὸ συναίσθημα μιᾶς ἠθικῆς ὑπεροχῆς τὸν διεθέρμαινεν, εἰς τὸ νὰ εὑρίσκεται εἰς περιβάλλον νοητὸν γαλήνης καὶ μακαριότητος· εἰρηνοποιὸς ὁσιότης ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴν ἀρετήν, καὶ ὀνειροπολοῦσα τὴν ἀνέσπερον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

 

Καὶ ἀπῆλθε μὲν μεταστὰς εἰς τὰς οὐρανίους καὶ αἰωνίους μονάς, ἀλλὰ δὲν ἐγκατέλειπε τὰ πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα, ἅτινα ἐγέννησεν, ὡς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐν πνεύματι, ἀφίσας αὐτοῖς τὸ ἅγιον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Λείψανον· καὶ χαίρει μὲν ἐν οὐρανοῖς ὁ μακάριος Νεκτάριος, χαίρει ὅμως καὶ ἡ νῆσος Αἴγινα εὐτυχήσασα ἐν τοῖς κόλποις της νὰ κατέχῃ τὸν τετιμημένον καὶ πανσεβάσμιον θησαυρόν, δι’ ὅν ἄξιοι πολλῶν συγχαρητηρίων εἶσθε ὑμεῖς οἱ κάτοικοι τῆς νήσου.Ἡμεῖς δὲ οἱ ταπεινοί, οἱ γράφοντες ταῦτα ἐν μυχίᾳ κατανύξει, ὑψοῦμεν τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκ βάθους καρ- δίας ἀναφωνοῦμεν.Ὤ Πανιερώτατε Ἱεράρχα Ἅγιε Νεκτάριε, πάτερ Σεβάσμιε, ἐπίνευσον ἐξ οὐρανοῦ πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐξαπόστειλον τὴν Σὴν εὐλογίαν. Γενοῦ ἐν τῇ ὑψηλῇ μεσιτείᾳ ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθὸς ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις τοῦ τιμίου σου Λειψάνου προσκυνηταῖς· προστάτης τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, συνεπίκουρος καὶ καθοδηγός, συγκράτησον ἡμᾶς ἐν τῇ ἁγίᾳ πίστει ἐν ᾗ ἐκλεΐσθης, ἐνίσχυσον ἡμᾶς ἐν ταῖς κοσμικαῖς περιπετείαις δοκιμαζομένους, φανοῦ οἰκτίρμων ἐν τῷ ἐλέει τῆς χάριτός σου πρὸς τὴν ἠθικὴν ἡμῶν συντριβὴν ὡς συμπαραστάτης ἐν τῇ χορείᾳ τῶν Ἁγίων· πρεσβείαν δὲ ποίησον πρὸς τὸν Πολυεύσπλαγχνον καὶ Πανάγαθον Κύριον, ὅπως τὸν ἐπὶ γῆς βίον ἡμῶν ἐν μετανοίᾳ τελέσωμεν καὶ ἐξομολογήσει, καὶ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς τῆς ἀκηράτου ἐκείνης καὶ αἰωνίου ζωῆς, ἥν διε­κήρυξας­ καὶ ἐπόθησας καὶ ἐν ᾗ ἀγαλλόμενος ἤδη ἀναπαύεσαι, ὦ πανσεβάσμιε Ἱεράρχα.Ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῇ καρδίᾳ ἡμῶν διαθερμαινόμεθα ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ πόθου, τοῦ νὰ ἐμπνευσθῶμεν ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ τῆς αὐταπαρνήσεως καὶ τοῦ εἰρηνοποιοῦ σου πνεύματος διδάγματα, καὶ φωτισθῶμεν ἀπὸ τὰς συμβουλάς σου, καὶ γίνωμεν μέτοχοι τοῦ εὐαγγελικοῦ κόσμου, ὅν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θείου Πατρὸς ὑπεσχέθης ἡμῖν.Κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς τὰ ἐλέη τῶν θείων δωρημάτων, ἅτινα ἐξησφάλισεν ἡ προσευχή σου παρὰ τῷ Οὐρανίῳ Πατρί, καὶ δεήθητι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, σεβάσμιε καὶ ἡγιασμένε Πάτερ!

 
 
*  Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη (1858-1943), Βιογραφικὴ Σκιαγραφία τοῦ ἐν Ὁσίοις­ ἀειμνήστου Πατρὸς ἡμῶν καὶ Ποιμενάρχου Νεκταρίου Μητροπολίτου πρ. Πενταπόλεως Κτήτορος­ τῆς ἐν Αἰγίνῃ Ἱ. Γυναικείας Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, Ἐν Ἀθήναις 1929, ὅπως ἀνα­ τυπώνεται στὸ βιβλίο Οἱ πρῶτες Βιογραφίες τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως τοῦ ἐν Αἰγίνῃ, ἐπιμ. Μιχαὴλ Χατζηγεωργίου, Ἱστορικὰ Τετράδια 5 – 1998 (ἄ.τ.), σελ. 60-62.


* Πηγή,Περιοδικό ΄΄Άγιος Κυπριανός.΄΄


Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΌΝΟΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΌΝΟΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

 

Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωήν μου γι' αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω, αλλ' ούτε και την παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι' αυτόν. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολήν του Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήσαν και δικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπό μου, όπως εις το δικό του. Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα γι' αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Το κάθε κακό τυχόν που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, ν' ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερικήν ικανοποίησι. Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίνουν δε αντιθέτως το συναίσθημα της αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν την ψυχή μου περιφρόνησις και φθόνος για τον πλησίον μου.

 

Δεν έχω θρησκευτική πίστι. Ούτε εις την αθανασίαν, ούτε εις το Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και επίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η ανταπόδοσις των πεπραγμένων αυτού του κόσμου, θα εσκεπτόμουν συνεχώς αυτό, χωρίς ανάπαυλα. Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα εζούσα αυτήν την πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα εις τον νου του την φροντίδα να αξιωθή κάποτε να φθάση εις την γλυκεία του πατρίδα. Αντίθετα, όμως, εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος του παρόντος βίου είναι και το τέρμα της ανθρωπίνης υπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψις που συνοψίζεται εις το: ποιός ξέρει και ποιός είδε τα μετά θάνατον;Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ' εκείνην, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από του να είναι πεπεισμένη γι' αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία του Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδιά μου με την ανάλογη πίστι, θα είχα καταληφθή απ' τον Λόγο του Θεού και θα τον εμελετούσα, θάβρισκε δε η αφοσίωσις και η προσοχή την κατοικία της εις την ψυχή μου. Η προσοχή, η ευσπλαγχνία, η αγάπη που κρύπτονται μέσα εις Αυτόν θα με οδηγούσαν εις την χαρά και την ευτυχία της μελέτης του Νόμου του Θεού νύκτα και ημέρα.


 

Εις την μελέτην αυτήν θα εύρισκα τροφή πνευματική, τον επιούσιον άρτον της ψυχής μου και η καρδιά μου θα παρεκινείτο εις την τήρησί του.«Τίποτε εις τον κόσμον αυτόν δεν θάταν δυνατό να με αποτρέψη απ' την εφαρμογή της εις την ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω τον Λόγο του Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώσι με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εις το τέλος της μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά αναγνώσματα που μου είναι πολύ ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.«Είμαι πλήρης από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εις τον εαυτόν μου, επιθυμώ να το κάνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ γι' αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερον από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό τους. Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω, λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήση, θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμησι προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι είναι άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία του άλλου.

 

Αγάλλομαι για τα χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστησιν εις τις ατυχίες των εχθρών μου. Όταν αγωνίζωμαι για κάτι καλό το κάνω με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω κάποια ελαστικότητα εις τον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη παρηγοριά.»Με μια λέξι, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο του εαυτού μου προς το οποίον αποδίδω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστησί μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου. Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστίαν, από έλλειψιν αγάπης προς τον Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποιά κατάστασις θα μπορούσε να υπάρξη πιο αμαρτωλή από αυτήν; Η κατάστασις των πνευμάτων του σκότους πρέπει να είναι καλύτερη από την ιδικήν μου. Εκείνα, αν και δεν αγαπούν τον Θεό, αν και μισούν τους ανθρώπους και τροφή τους είναι η υπερηφάνεια, μ' όλα ταύτα πιστεύουν εις τον Θεό και φρίττουν. Εγώ όμως; Μπορώ να βρεθώ σε χειρότερη κόλασιν απ' αυτήν που αντιμετωπίζω; Πώς δε δεν θα λάβω την πιο αυστηρή τιμωρία για την ανόητη και απρόσεκτη ζωή μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω;

 

* Από το βιβλίο,΄΄Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού.΄΄agiokiprianitis

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

 
 

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.Εις τι έπταιεν η ατυχής νέαΔιαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων τουΑιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά τηςΑιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος.

 

Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος τηςΔιαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη.


 
 

Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.-Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.-Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.-Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.-Καλά, απήντησεν ηρέμα ηΔιαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.ΗΔιαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. ΗΔιαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. ΗΔιαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.-Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.-Ο άντρας μου! ανεφώνησεν ηΔιαλεχτή έκπληκτος.

 
 

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν-Είναι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.-Πέσατε έξω; ανέκραξεν ηΔιαλεχτή.οχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.-Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;-Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.ΗΔιαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ. - Θέλεις κανένα ζεστό; - Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.-Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.-Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος ηΔιαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;-Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.ΗΔιαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.-Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.-Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν ηΔιαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;-Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

 
 

Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν. Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατοςΠερί την αυγήν, ηΔιαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων.Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.