Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ

ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΑΡΙΟ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ

 

 

 

ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ἄκρο τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθω, σὲ ἀπόσταση μίας ὥρας περίπου ἀπὸ τὰ Καυσοκαλύβια, πρὸς τὴ Μεγίστη Λαύρα, μέσα σ᾿ ἕνα ἐπιβλητικὰ ἄγριο τοπίο θαυμαστῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς καὶ στὴν κορφὴ ἑνὸς ἀπότομου βράχου, διακόσια πενήντα περίπου μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, κυριολεκτικὰ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς», βρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ μυροβλύτου.Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ποὺ ἀσκήθηκε ἐδῶ, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «ἀειθαλῆ καὶ πανεύοσμα» κρίνα, ἕνα ἀπὸ τὰ «οὐρανόμηκη καὶ εὐσκιόφυλλα» δέντρα, ποὺ βλάστησαν ἐν ταῖς ὑπωρείαις καὶ ἐν ταῖς κοιλάσι καὶ παραλίοις· τοῦ ἁγιοτόκου Ἄθωνα.Βλαστὸς τῆς εὐάνδρου Πελοποννήσου, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἅγιος Πέτρος τῆς Κυνουρίας στὰ τέλη τοῦ 16ου αἰ. Ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6:4) ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του καὶ διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ τὸν ἐνάρετο καὶ μορφωμένο θεῖο του Ἱερομόναχο Μακάριο.

 
 
 
 
 
Μὲ τὴ συνετὴ καθοδήγηση καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ τελευταίου, ὁ μικρὸς Νικόλαος Τερζάκης -ἔτσι λεγόταν στὸν κόσμο ὁ ἅγιος- «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. 2:52).Πολὺ νωρὶς ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου, ποὺ ἔπεσε «ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλήν» (Ματθ. 13:23), ἔδωσε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο. Ἔτσι στὴν ψυχὴ τοῦ Νικολάου ἄναψε ὁ θεῖος ἔρωτας τόσο, ποὺ ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κρατήσει πιὰ κοντά της. Ἀκολούθησε, λοιπόν, τὸ θεῖο του στὴν Ἱστορικὴ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαλεβῆ, ἀνδρῴα τότε, ποὺ βρίσκεται στὰ βόρεια ἀντερείσματα τοῦ Πάρνωνα καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 8ο αἰ. Ἐκεῖ, «τῷ ζυγῷ τοῦ Χριστοῦ ὑποσχὼν τὸν αὐχένα», κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο του, «πρὸς ἀσκητικοὺς ἀγώνας ἀνδρείᾳ ψυχῇ ἀπεδύσατο».Στὴ μοναχική του κουρὰ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτη. Τὸν μεγάλο αὐτὸ νηπτικὸ πατέρα τοῦ 5ου αἰ. μιμήθηκε ὁ συνώνυμός του νέος μοναχὸς στὴν ἄσκηση στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ὑπακοή, στὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτεια, στοὺς κόπους καὶ τὶς κακοπάθειες, στὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἀγρυπνίες. Τόσο φλογερὸς ἦταν ὁ ἀσκητικός του ζῆλος, ὥστε λίγο ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐγκαταβίωσε σὲ μιὰ σπηλιά, πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, γνωστὴ σήμερα μὲ τὴν ὀνομασία «Ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου».Γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὶς ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει, ὅταν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης. Παράλληλα ἔμαθε καὶ τὴν Ἱερὴ τέχνη τῆς εἰκονογραφίας, στὴν ὁποία ἐπιδόθηκε μὲ ἐπιτυχία.Ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἔμεινε δεκαπέντε περίπου χρόνια στὴ Μαλεβή. Ὕστερα, ποθώντας ἡσυχαστικότερη ζωή, ἀνεχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴ διαθήκη του, γραμμένη τὸ 1608, «σπινθὴρ θεῖος κατὰ τὸ συνειδὸς τιτρωσκόμενός μου τὴν καρδίαν οὐκ ἐπαύσατο, ἀλλ᾿ ἀεὶ ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ διακαῶς εἶχον τὴν καρδίαν μου ἀπαρτίσαι τὸ τῆς ἐμῆς ψυχῆς καταθύμιον, λέγω δὴ τὰ τῆς ἡσυχίας κατορθώματα. Πορευθεὶς γοῦν πρὸς εὕρεσιν τόπου ἐπιτηδείου, ὥστε ἐν ἡσυχίᾳ μονᾶσαι κατὰ μόνας, καὶ περιερχόμενος ἅπαντα τὰ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καταφύγιά τε καὶ καταγώγια, ἦλθον καὶ μέχρις ὁρίων τῆς ἁγίας Λαύρας, ἐν οἶς τετυχηκὼς εὗρον χῶρον ἐπιτήδειον, καθὼς ἐβουλόμην, εἰς ἐμὴν οἴκησιν».Ὁ ἅγιος Νεῖλος ἀκολούθησε τὸν πνευματικό του πατέρα στὸν Ἄθωνα. Πρόσφεραν συμβολικά, ὅπως συνηθίζεται, ἕνα φλουρὶ στὴν κυρίαρχη Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀγόρασαν τὸν τόπο ἐκεῖνο, ὃς ἐπονομαζόμενος ἦν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν ὁσίων πατέρων Πέτρου τε καὶ Ἀθανασίου». Στὴν περιοχὴ αὐτή, περιοχὴ πανέμορφη ἀλλὰ καὶ πανέρημη ἡ πλησιόχωρη Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων ἱδρύθηκε ἀργότερα, γύρω στὰ 1700, εἶχε ζήσει καὶ ὁ πρῶτος γνωστὸς Ἁγιορείτης ἀσκητής, ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης (8ος αἰ.)«Συχνοῖς ἱδρῶσι καὶ κόποις μεγίστοις· γέροντας καὶ ὑποτακτικὸς ἔσπασαν βράχια, ἔκοψαν ἀγριόδεντρα, ξερίζωσαν πουρνάρια, καθάρισαν ἀπὸ τὰ βάτα καὶ τ᾿ ἀγκάθια τὸν τόπο, ποὺ ἦταν πρὶν τοῖς θηρσὶ μόνοις πρὸς κατοίκησιν πρόσφορος», ἔχτισαν κελλάκια κι ἕνα ναΰδριο ἀφιερωμένο στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου (σώζονται μέχρι σήμερα στὸ ναΰδριο αὐτὸ ἴχνη τοιχογραφιῶν ποὺ φιλοτέχνησε, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἅγιος Νεῖλος) καὶ ἐπιδόθηκαν μὲ ἔνθεο ζῆλο στὸν νηπτικὸ βίο.Πέρασαν μερικὰ χρόνια, καὶ ὁ ἱερομόναχος Μακάριος ἀναχώρησε εἰρηνικὰ γιὰ τὰ οὐράνια σκηνώματα. Ὁ ἅγιος Νεῖλος, μόνος πιὰ ἀλλὰ κατάφορτος μὲ τοὺς ἁγιοπνευματικοὺς καρποὺς τῆς τέλειας ὑποταγῆς, πόθησε τὴν ἡρωικὴ ζωὴ τῆς τέλειας ἡσυχίας. Ὁ πόθος αὐτὸς ἦταν μιὰ φυσικὴ συνέχεια καὶ προέκταση τῶν προηγούμενων πνευματικῶν ἀγώνων του, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχή του εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη.Ἐκεῖ κοντά, σ᾿ ἕνα φοβερὸ γκρεμό, ὑπῆρχε μιὰ μικρὴ σπηλιά. Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του κατέβηκε ὁ ἅγιος στὴ σπηλιὰ αὐτή, τὴ διαρρύθμισε κατάλληλα καὶ ἔφτιαξε στὸ βάθος της ἕναν ὑποτυπώδη ναΐσκο, ποὺ τὸν ἀφιέρωσε στὸν ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὸ παρθενικὸ πρότυπο τῶν μοναχῶν. Τώρα πιά, «τῆς σαρκὸς τὴν πρόνοιαν ὁλοσχερῶς ἀπορρίψας», ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ νοερὰ ἐργασία, στὴ θεωρία τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀξιώθηκε «ἀεὶ τοῖς νοητοῖς ἐμβατεύειν καὶ συμμετεωροπορεῖν ταῖς θείαις δυνάμεσι» (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης).Ἀγνοούμενος ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀποκομμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἐπαφὴ δὲν ἐπικοινωνοῦσε παρὰ μόνο μ᾿ ἕναν μοναχό, ποὺ τοῦ ἔφερνε τὴ λιτὴ ἀσκητική του τροφὴ καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, ἀγωνίστηκε νικηφόρα, «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (Ματθ. 17:21), ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ποὺ τὸν πολέμησαν λυσσαλέα, μοναδικὴ ἀλλὰ καὶ ὑπέρτατη παρηγοριὰ ἔχοντας τὴ νοερὴ καὶ καρδιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ.Στὸ ἀπόκρημνο ἐκεῖνο ἀσκητήριο ἔζησε ὁ ἅγιος, ἔγκλειστος καὶ ἀφανής, ὡς τὴν κοίμησή του, στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651, τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ τιμᾶται ἡ μνήμη καὶ τοῦ προστάτη τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτου. Τὸ ἅγιο σκήνωμά του ἐνταφιάστηκε μπροστὰ στὸ σπήλαιο ἀπὸ τὸ μοναχὸ ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν.Μετὰ τὴν κοίμησή του ὁ Θεὸς τὸν δόξασε μὲ τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει εὐῶδες ἁγίασμα, ποὺ σχημάτιζε μικρὸ ρυάκι καὶ ἔφτανε ὡς τὴ θάλασσα.Οἱ χριστιανοὶ δὲν ἄργησαν νὰ πληροφορηθοῦν τὸ θαυμαστὸ γεγονός. Ἔτσι, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν ὡς ἐδῶ μὲ πλοῖα καὶ νὰ παίρνουν σὲ δοχεῖα τὸ μύρο, μὲ τὸ ὁποῖο πολλοὶ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν θαυματουργικά.Ἡ συρροὴ ὅμως τῶν πιστῶν στὸν τόπο αὐτὸ ἔγινε ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς πειρατές, πού, ὅπως εἶναι γνωστό, λυμαίνονταν τὴ Μεσόγειο στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ἐπανειλημμένα, λοιπόν, ἔπεσαν ἐπάνω στοὺς ἀνύποπτους χριστιανούς, καί, ἀφοῦ τοὺς λήστεψαν, ἄλλους σκότωσαν καὶ ἄλλους αἰχμαλώτισαν, γιὰ νὰ τοὺς πουλήσουν στὰ σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς.Ἡ κατάσταση αὐτὴ προκάλεσε μεγάλη θλίψη καὶ ταραχὴ στοὺς ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς, ποὺ ζήτησαν τὴν ἐπέμβαση τοῦ θαυματουργοῦ συνασκητῆ τους ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη (+1730).Ὁ ὅσιος στάθηκε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ προσευχήθηκε θερμά. Εἶπε: «Ἅγιε Νεῖλε, ἐσὺ ποὺ ἤσουνα στὴ ζωή σου τόσο ταπεινὸς καὶ ἥσυχος, γιατί τώρα ἐπιτρέπεις νὰ γίνονται τέτοιες ἀκαταστασίες καὶ ἀνωμαλίες σὲ βάρος εὐσεβῶν ἀνθρώπων; Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποσώσει τὰ λόγια του ὁ ὅσιος Ἀκάκιος, καὶ ἡ ροὴ τοῦ μύρου σταμάτησε!»Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν, χρόνια μαύρης σκλαβιᾶς, τὸ Ἅγιον Ὄρος γνώρισε μεγάλες περιπέτειες καὶ ἀλλεπάλληλες ἐρημώσεις, πού, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴ διακοπὴ τῆς μυροβλυσίας, συνετέλεσαν στὸ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ τὸ σπήλαιο καὶ νὰ λησμονηθεῖ τὸ ἀκριβὲς σημεῖο τῆς ταφῆς τοῦ ἁγίου Νείλου. Ὡστόσο , καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, ἡ γύρω περιοχὴ κατοικήθηκε κατὰ διαστήματα ἀπὸ φιλέρημους ἀσκητές, ὅπως φανερώνουν τὰ πολυάριθμα ὁμόλογα* ποὺ σώζονται στὴ Μεγίστη Λαύρα (1653 κ.ε.).Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὁ ἅγιος Νεῖλος ἐμφανίστηκε σὲ κάποιον Καυσοκαλυβίτη μοναχὸ Θεοφάνη, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, καὶ τὸν θεράπευσε θαυματουργικὰ ἀπὸ βαρειὰ καὶ ἀνίατη ἀσθένεια.Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή, καὶ ἀπὸ τότε πολλοὶ μοναχοὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου. Τὸ παλαιὸ μονοπάτι, ποὺ ἦταν κλεισμένο ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἀνοίχτηκε πάλι καὶ καθαρίστηκε , τὸ σπήλαιο συγυρίστηκε καὶ εὐτρεπίστηκε, ἡ θεία Λειτουργία ἄρχισε νὰ τελεῖται τακτικὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀπὸ τὴ συνοδία τοῦ Κελλιοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα οἱ Καυσοκαλυβίτες πατέρες ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὴν ἄκρη τοῦ βράχου, ἕναν μικρὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Νεῖλο. Καθώς, λοιπόν, ἔσκαβαν γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ θεμέλια, στὶς 7 Μαΐου τοῦ 1815, μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ συγκίνηση βρῆκαν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεχυνόταν ἄῤῥητη εὐωδία.Ἀπεσταλμένοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ εἰδοποιήθηκε ἀμέσως, παρέλαβαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὰ πανεύοσμα ὁσιακὰ ὀστᾶ καὶ τὰ μετέφεραν στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ τὰ ὑποδέχθηκαν ἐπίσημα, μὲ κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες καὶ θυμιάματα, ὅλοι οἱ Λαυριῶτες πατέρες, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐξόριστο τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε´ (+1821). Ἡ κάρα τοῦ ὁσίου τοποθετήθηκε σὲ πολύτιμη λειψανοθήκη καὶ ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἅγια λείψανα τῆς Μονῆς, γιὰ τὴ θαυμάσια εὐωδία της. 
 
 

 

 

Καθώς, λοιπόν, ἔσκαβαν γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν τὰ θεμέλια, στὶς 7 Μαΐου τοῦ 1815, μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ συγκίνηση βρῆκαν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ξεχυνόταν ἄῤῥητη εὐωδία.Ἀπεσταλμένοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ εἰδοποιήθηκε ἀμέσως, παρέλαβαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὰ πανεύοσμα ὁσιακὰ ὀστᾶ καὶ τὰ μετέφεραν στὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ τὰ ὑποδέχθηκαν ἐπίσημα, μὲ κωδωνοκρουσίες, λαμπάδες καὶ θυμιάματα, ὅλοι οἱ Λαυριῶτες πατέρες, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐξόριστο τότε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐθνοϊερομάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε´ (+1821). Ἡ κάρα τοῦ ὁσίου τοποθετήθηκε σὲ πολύτιμη λειψανοθήκη καὶ ξεχωρίζει μέχρι σήμερα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἅγια λείψανα τῆς Μονῆς, γιὰ τὴ θαυμάσια εὐωδία της. 

 
 
 

                                                                                         Όσιος Νείλος ο Μυροβλήτης

 

ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΓΙΑΛΟ

ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΓΙΑΛΟ

 
 
 
 
Πῶς ἐκλείσθη μοναχός του, ὁ ἔρμος, ὁ καλόγερος τοῦ Ἁϊ-Δημητριοῦ, μὲ τέτοιον καιρόν, ὁλομόναχος, εἰς τὸ μοναστηράκι;Κάτω ἐβρυχᾶτο ἄγριος ὁ βορρᾶς, ὀργώνων τὰ κύματα, θολὰ καὶ ἀνταριασμένα, πλήττοντα μανιωδῶς τοὺς βράχους. Ἡ λευκὴ ἀδελφή του, παρθένα ἀπάτητη ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, ἅπλωνε τὰ ἀτελείωτα σινδόνια της. Ἐκεῖνος τὰ ἔσφιγγε μὲ τὸ φύσημά του, καὶ ὁ ἥλιος δὲν τὰ ἐστέγνωνε μὲ τὰς ἀκτῖνάς του. Ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, ἦτο κτισμένον τὸ παλαιόν, μισοφαγωμένον ἀπὸ τὸν βορρᾶν, μαυρισμένον ἀπὸ τὰς καταιγίδας, μοναστηράκι.

 

 
 

 

Πῶς ἐκλείσθη μοναχός του, ὁ ἔρμος, ὁ καλόγερος τοῦ Ἁϊ-Δημητριοῦ, μὲ τέτοιον καιρόν, ὁλομόναχος, εἰς τὸ μοναστηράκι;Κάτω ἐβρυχᾶτο ἄγριος ὁ βορρᾶς, ὀργώνων τὰ κύματα, θολὰ καὶ ἀνταριασμένα, πλήττοντα μανιωδῶς τοὺς βράχους. Ἡ λευκὴ ἀδελφή του, παρθένα ἀπάτητη ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, ἅπλωνε τὰ ἀτελείωτα σινδόνια της. Ἐκεῖνος τὰ ἔσφιγγε μὲ τὸ φύσημά του, καὶ ὁ ἥλιος δὲν τὰ ἐστέγνωνε μὲ τὰς ἀκτῖνάς του. Ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, ἦτο κτισμένον τὸ παλαιόν, μισοφαγωμένον ἀπὸ τὸν βορρᾶν, μαυρισμένον ἀπὸ τὰς καταιγίδας, μοναστηράκι. Μισῆς ὥρας δρόμος μὲ πολὺν κόπον καὶ ἆσθμα, ἤρκει διὰ νὰ ἀναβῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἄμμον κάτω τοῦ αἰγιαλοῦ εἰς τὴν μικρὰν κορυφὴν ἐπάνω.Κάτω ἡπλώνετο ὁ Μέγας Γιαλός, μὲ τὴν μακρὰν ἀτελείωτον πλατεῖαν λωρίδα τῆς ἄμμου καὶ τῶν χαλίκων του, μὲ τὴν βαθεῖαν γαλανὴν καὶ πρασινίζουσαν θάλασσάν του. Ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν δύο μικροὶ κάβοι μὲ κρημνώδεις καὶ ἀποτόμους προεξοχὰς τῶν βράχων ὡροθετοῦσαν τὸν Μέγαν Γιαλόν, χωρὶς νὰ τὸν φράττωσι, χωρὶς νὰ σχηματίζωσι μικρὰν καμπύλην, χωρὶς ν᾿ ἀποτελῶσιν ὅρμον ἢ μικρὰν ἀγκάλην. Ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο ὅλος ἀνοικτὸς εἰς τὸν κὺρ Βορηᾶν, τὸν αὐθέντην του. Ὅσον καὶ ἂν παρακαλέσῃ τις μὲ τραγούδια τὸν κὺρ Βορηᾶν νὰ μετριάσῃ τὸ ἄγριον φύσημά του, ὁ σκληρὸς δὲν εἶναι φιλόμουσος, καὶ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τραγούδια. Καὶ ὅσον καὶ ἂν ἐπεθύμει τις νὰ ὀνομάσῃ τὸν Μέγα Γιαλὸν ὅρμον, ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο ἀναπεπταμένη θάλασσα, ἦτο ἀδελφὸς τοῦ πελάγους, καὶ ἦτο ἁπλοῦς σταθμὸς τοῦ σκληροῦ Βορηᾶ, τοῦ αὐθέντου του.Ἔκλινεν ὀλίγον τι πρὸς τὸν Καικίαν, τὸν Γραῖον ἄνεμον, ὡς νὰ ἐπροκάλει δι᾿ ἀκκισμάτων τὰς θωπείας τοῦ καθ᾿ αὑτὸ Βορρᾶ, τοῦ αὐθέντου του. Ὑπῆρχε βωβὴ καὶ φοβερὰ συμμαχία μεταξὺ τοῦ αἰγιαλοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου. Ὅσα πλοῖα δὲν ἤρκει μόνη ἡ πνοή του ν᾿ ἀνατρέψῃ εἰς τὸ πέλαγος, τὰ παρέπεμπε πρὸς τὸν ὑποτελῆ του. Ἐκεῖ ἐθραύοντο ἀσφαλῶς ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Μία ὕφαλος βαθεῖα, κρυμμένη κάπου ἀντικρὺ εἰς τὸ πέλαγος, ἡ ὁποία μὲ τὸ ἀνάστημά της δὲν ἔφθανε τὰς τρόπιδας τῶν μικρῶν πλοίων, ἐτέντωνε τὸν λαιμόν, ὕψωνε τὴν κεφαλήν, κ᾿ ἔβλεπε μακρόθεν μὲ πικρὰν ζήλειαν τὰς καταστροφάς, τὰς ὁποίας ἐπροξενοῦσαν συχνὰ οἱ δύο ἀκρινοὶ ὄρθιοι καὶ ὀδοντωτοὶ βράχοι τοῦ κάβου, εἰς τοὺς ἐλεεινοὺς φελλοὺς τοὺς ὁποίους ἡ ριψοκίνδυνος φιλοπαιγμοσύνη τῶν ἀνθρώπων ἐτόλμα ν᾿ ἀπολύῃ εἰς τὸ πέλαγος. Φιλοπαιγμοσύνη ἀνοήτων παιδίων πρὸς πολύπειρον καὶ πονηρὸν γέροντα.Ἔρημα γιαλόξυλα, λεῖα, ἀσπρουδερὰ καὶ σαπρά, λείψανα παλαιῶν ἀγνώστων ναυαγίων, πλανώμενα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὸν ἀφρὸν ἢ κείμενα κάπου εἰς τὸν πάτον, τὰ ἔρριπτε τὸ πέλαγος, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον· ἔκειντο διεσπαρμένα ἐκεῖ, διηγούμενα ἀφώνους ἱστορίας συμφορῶν καὶ πνιγμῶν καὶ ὀλέθρου. Τὴν ἡμέραν εὕρισκον οἱ βοσκοὶ πρόχειρα καυσόξυλα σωρευμένα εἰς τὴν ἄμμον καὶ τὴν νύκτα ἀγρίευεν ὁ βορρᾶς καὶ τὰ κύματα, ραγδαῖα, ἀλλεπάλληλα, ἀκούραστα, κατεκάλυπτον ὅλην τὴν ἄμμον, καὶ ἔτρωγαν ― ἔτρωγαν τὸν κρημνὸν καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ αἰγιαλοῦ, καὶ ἡ γῆ ἐσμικρύνετο καὶ ἡ θάλασσα ἐμεγάλωνε. Καὶ ὅσον ἐπερνοῦσαν οἱ χρόνοι, καὶ ἐπανήρχοντο οἱ χειμῶνες, τόσον ὁ μέγας κρημνὸς ἐγίνετο κατωφερέστερος, καὶ τὸ κῦμα ὑπέσκαπτε τοὺς πόδας του, παντοῦ ὅπου δὲν ἔφτανε νὰ φάγῃ τὸ μέτωπον καὶ τὰς ὀφρῦς του.Τὴν φαμίλια τοῦ Φλασκογιάννη, τοῦ αἰγοβοσκοῦ, τὴν εἶχε κλείσῃ τὸ χιόνι μέσα εἰς τὴν σπηλιὰν τῆς Πλανταροῦς, δίπλα εἰς τὸ μέγα πεῦκον τοῦ Ἀσπρογένους παραπέρα ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Καπλάνη. Καὶ δὲν ἦτον μόνος αὐτὸς καὶ ἡ γυνή του καὶ οἱ δύο υἱοί του, ἀλλὰ καὶ ἡ κόρη του ἡ Χρυσὼ μὲ τὸν ἄνδρα της, καὶ ὁ κουμπάρος του ὁ Δημήτρης ὁ Καψογιώργης μὲ τὴν γυναῖκά του τὴν Δελχαρώ, τὸ ὅλον τρεῖς φαμίλιες. Εἶχαν ἔλθῃ, ὁ κουμπάρος του ὁ Καψογιώργης φαμιλικῶς, καθὼς καὶ ὁ γαμβρός του ὁ Λευθέρης ὁ Σιταδερὸς μὲ τὴν νεαρὰν γυναῖκά του, νὰ κάμουν Χριστούγεννα εἰς τὸ καλύβι τοῦ Φλασκογιάννη. Οἱ δύο ποιμένες δὲν εἶχαν ἐκκλησίαν, πλησίον εἰς τὰ μανδριά των, διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ λειτουργηθοῦν τὰ Χριστούγεννα. Τοῦ Φλασκογιάννη τὸ καλύβι εὑρίσκετο πλησίον εἰς τὸ μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἐκεῖ ἐπῆγαν, τὰ Χριστούγεννα, κ᾿ ἐλειτουργήθησαν. Ὕστερον, προτοῦ νὰ γυρίσουν πίσω εἰς τὸ καλύβι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο μισὴν ὥραν μακρύτερα πρὸς τὰ μεσόγεια, ἐπῆγαν εἰς τὸ μανδρίον τοῦ συγγενοῦς των καὶ τὸ ἔστρωσαν ἐκεῖ. Οἱ δύο ποιμένες εἶχον ἀφήσει τὰς ἀμνάδας καὶ τὰ πρόβατά των εἰς τὴν ἐπιστασίαν τῶν δύο παραγυιῶν ὁποὺ εἶχαν, εἰς τὸ κατάμερον* τὸ ἰδικόν των. Ἡ στάνη τοῦ Φλασκογιάννη ἔκειτο ὄχι μακρὰν τοῦ μοναστηρίου, εἰς ἀπόστασιν μιλίου, ὁποὺ νὰ βλέπῃς ἄνθρωπον καὶ νὰ διακρίνῃς τὸ φῦλον. Τόσον ἀπεῖχε μόνον.Ἡ στάνη ἦτο πολὺ καλὴ καὶ ἄνετος. Κατὰ τὸ ἥμισυ ἀπετελεῖτο ἀπὸ τὴν Σπηλιὰν τῆς Πλανταροῦς, ἥτις θὰ ἦτο καλὴ καὶ διὰ πρόβατα ἀκόμη, πολὺ περισσότερον δι᾿ αἶγας. Κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἐσκιάζετο ἀπὸ τὸν μέγαν πεῦκον τ᾿ Ἀσπρογένη, καὶ ἀντικρύζετο ἀπὸ δύο πλατάνους, οἵτινες ὅμως εἶχον φυλλορροήσει ἤδη, καὶ ἵσταντο γυμνοὶ καὶ μελαγχολικοὶ ὡς νὰ ἐφθόνουν τὴν θαλερότητα τοῦ ἀγήρω γείτονός των. Ὁλόγυρα εἰς τὸν μέγαν πεῦκον, καὶ ἐντεῦθεν τῶν κορμῶν τῶν δύο πλατάνων, παρὰ τὴν ρίζαν τῶν ὁποίων ἔρρεε μὲ φαιδρὸν ψίθυρον τὸ κρυσταλλῶδες ρυάκιον τὸ ἀναβλύζον ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Καπλάνη, ὑψηλὸς φράκτης θεμελιωμένος μὲ ὀρθὰ παλούκια, ξυλοδεμένος ὁριζοντίως μὲ μακρὸν εὐλύγιστον ζῶσμα ἀπὸ λυγαριὰν καὶ τοιχογεμισμένος ἀπὸ νεοδρεπεῖς πυκνὰς τρικοκκιάς, ἐσημείωνε τὰ σύνορα τῆς στάνης.Αἱ τρεῖς οἰκογένειαι εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὸ μοναστηράκι.[Ἀνολοκλήρωτο].

 
 
 
 
 
 
Ὁλόγυρα εἰς τὸν μέγαν πεῦκον, καὶ ἐντεῦθεν τῶν κορμῶν τῶν δύο πλατάνων, παρὰ τὴν ρίζαν τῶν ὁποίων ἔρρεε μὲ φαιδρὸν ψίθυρον τὸ κρυσταλλῶδες ρυάκιον τὸ ἀναβλύζον ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Καπλάνη, ὑψηλὸς φράκτης θεμελιωμένος μὲ ὀρθὰ παλούκια, ξυλοδεμένος ὁριζοντίως μὲ μακρὸν εὐλύγιστον ζῶσμα ἀπὸ λυγαριὰν καὶ τοιχογεμισμένος ἀπὸ νεοδρεπεῖς πυκνὰς τρικοκκιάς, ἐσημείωνε τὰ σύνορα τῆς στάνης.Αἱ τρεῖς οἰκογένειαι εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὸ μοναστηράκι.[Ἀνολοκλήρωτο].
 
 
 
 
                                         

                                                                                         Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΓΓΕΛΟΣ

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΓΓΕΛΟΣ

 

 

 

 

Κάποιος άγιος γέρον­τας, μεγάλος διορατικός, έχοντας νική­σει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λά­βει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθέ­νας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζον­τας τους την πτώσι τους από τους ουρα­νούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέ­ροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύ­ματος.

 

 

Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:–Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπρο­στά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους ό­σους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυ­ψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τον ρώτησε:Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρω­πος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημά­των μου.–Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακό­μη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα ό­μως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέ­σως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυ­ψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;Μη λυπηθής γι’ αυτό το πράγμα. Διό­τι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονο­μία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτω­λών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κα­νέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον απο­στρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια εί­ναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γί­νεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσε­χε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν’ αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατο­λάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυ­νατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τό­σες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρ­χαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρ­χαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετα­νοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέ­λεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπί­ζωνται για την σωτηρία τους.Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε ­σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμ­πόνηρο». Έπειτα του λέει:–Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θε­ός να κάνω;Ο Θεός προστάζει να σταθής σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς α­νατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέη­σόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κά­νης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέ­λους του.Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετα­νοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέ­σως δυνατά και λέει:–Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέ­σω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσε­ως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απά­τη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κα­κό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μά­λιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερη­μώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό;
 
 

 

 

Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετά­νοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:–Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κα­κό καινούργιο καλό δεν γίνεται.Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.

 
 
Πηγή.Χριστιανική Φοιτητική Δράση

ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΓΡΑΨΕ

ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΓΡΑΨΕ

 

 

 

 

Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.

 

 

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός,αφού ελευθέρωσε τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Εκεί έγινε μοναχός και έμεινε σ' όλη του τη ζωή. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής. Ο Άγιος δέχτηκε τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του  γέροντα, χωρίς ν' αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του. Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πουλήσεις.Του όρισε και μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.Ο υπάκουος Ιωάννης δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής πουλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.Πέρασε απ' εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια.Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, σύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε: - Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή. Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:- "Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως.Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ότι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.

 

 

Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:- "Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως.

 
 

                                                                      

                                                                                        Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

 

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΑ ΣΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΝΑ ΠΑΝΕ

ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΑ ΣΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΝΑ ΠΑΝΕ



 

 

 

Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο γέροντας Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά γύρω απ` το λαιμό του.

ΘΡΗΝΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

ΘΡΗΝΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

 

 

Εκείνη η εκκλησιά σφηνωμένη στον άνεμο,

ξαπλωμένη γαλήνια στο χέρι του Κτίστη της,

μνήμη ζωής στο δισάκι οδοιπόρου,που χάσκει στον θάνατο,

μοναστική θυσία στην ερημιά του χρόνου,

κυοφόρησε εντελώς αθόρυβα,

το κρυμένο όνειρο ενός εύπλαστου,χοικού ανθρώπου.

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΡΜΑ

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΡΜΑ

 

 

 

Ο Θεός δεν έχει περιγραφή και τέρμα· ούτε και οι ιδιότητές Του είναι δυνατό να έχουν. Μπαίνοντας ο άνθρωπος, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσα στους κόλπους της θεώσεως, πάσχει όλες αυτές τις ιδιότητες τις ατέρμονες, τις αψηλάφητες, τις ανεξιχνίαστες, τις απέραντες. Γι’ αυτό είπα ότι η μετάνοια δεν έχει τέρμα.Θέλω να σχολιάσω το θέμα της μετανοίας, παίρνοντας αφορμή από μερικά πράγματα πού με προεκάλεσαν και από τον προσωπικό μου βίο, αλλά και γενικώτερα.Βλέπω ότι μοναχοί στις ημέρες αυτές της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής, ευρίσκουν καιρό και ασχολούνται με θέματα επουσιώδη και λόγω της απειρίας τους όταν τους ερωτήσης γιατί ασχολούνται με αυτά, απαντούν. «Επειδή είχα καιρό και δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω». Αυτό είναι ένα είδος μικροψυχίας, να μην πω ολιγοπιστίας.

 
                                                                 
 
Δεν έχεις τι να κάνης; Ίσως να ετελείωσες το διακόνημά σου και έχεις ένα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινε στο κελλί σου. Το κελλί είναι το εργαστήριο της μεταβολής του χαρακτήρας σου. Δεν πηγαίνεις ναγονατίσης εκεί μέσα; να κτυπήσης το μέτωπο σου κάτω, να κτυπήσης το στήθος, την «ενθήκη» των κακών, αλλά και την «ενθήκη» των καλών; Και να κτυπήσεις εκεί του Ιησού την πόρτα; Να ζήτησης, να αιτήσης, να επιμένης, ούτως ώστε να σου άνοίξη;Έπειτα κάθεσαι και δεν μελετάς; Μα, οι μοναχοί είναι θεολόγοι. Επί Βυζαντίου, στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχαν όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι. Όλες οι γνώσεις των ανθρώπων. Μόνο η θεολογία απαγορευόταν. Η θεολογία ήταν στις ιερές Μονές. Δεν εθεωρείτο ανθρώπινη γνώσι. Στους μοναχούς ανήκει η θεολογία, διότι ερχόμενοι σε επαφή με τον Θεό προσωπικά, δέχονται τις ελλάμψεις και αποκαλύψεις και γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, να μην ανοίξωμε το Πανεπιστήμιο μας εδώ, ημέρα και νύκτα και να γίνωμε πραγματικοί θεολόγοι; Είδα και επιμένω και δεν υποχωρώ, ότι τόση Χάρι παίρνει ο μοναχός από την μελέτη στο κελλί του, μέσα στο πνεύμα της απολύτου ησυχίας, σχεδόν ίση με αυτή πού δίνει η προσευχή.Εις αυτό επιμένω, διότι χάριτι Χριστού, το εγεύθηκα όχι μια, αλλά πολλές φορές στην ζωή μου.Και θέλω να τονίσω και κάτι ακόμα. Ο νόμος της επιρροής, ο κανόνας της επιδράσεως, εφαρμόζεται απόλυτα. Τα συγγράμματα των Πατέρων πού μελετά ο μοναχός με πίστι και πόθο και επικαλείται την ευχή τους είναι αδύνατο να μην επιδράσουν επάνω του. Διότι οι Πατέρες ήσαν και εξακολουθούν να είναι Πατέρες, και ζητούν αφορμή και αυτοί, όπως ο ίδιος ο Θεός, του οποίου είναι «εικών και ομοίωσις», να μεταδώσουν σε μας τις Χάριτες τις οποίες αυτοί ευρήκαν δια του αγώνος των. Με την ανάγνωσι και την μελέτη τους να είσθε βέβαιοι, ότι η πατρική τους στοργή θα επιδράση επάνω σας.Πολλές φορές συμβαίνει στον αγωνιζόμενο, να μην ημπορή να νικήση τον παλαιό άνθρωπο, διότι είναι τόσο πολύ αιχμαλωτισμένος από τα πάθη του, παρ’ όλο πού αυτός τα μισεί, τα αποστρέφεται, δεν τα θέλει· και αυτή η κατάστασι θεωρείται κατά την παράδοσι της Εκκλησίας, ζωή μετανοίας.Τότε μόνο δεν θεωρείται μετάνοια, όταν παύση ο άνθρωπος να αγωνίζεται και λέγει: «Δεν ημπορώ πλέον. Δεν υπάρχει για μένα τίποτε». Αυτό λέγεται απόγνωσι και το καταδικάζει η Εκκλησία ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος· περικόπτει και απορρίπτει αυτό το μέλος ως σάπιο, ως βλάσφημο, στρεφόμενο κατά της αγαθότητας του Θεού.Δεν πρέπει λοιπόν, σε καμμιά περίπτωσι να συστέλλωμε την πίστι μας. Ουδέποτε να σκεφθή κανείς, ότι είναι αδύνατο να φθάσουμε στην ολοκληρωτική μετάνοια στην οποία μας εκάλεσε ο Χριστός μας. Θα φθάσωμε χάριτι Χριστού. Ουδέποτε είναι ικανή μόνη η ανθρώπινη ενέργεια και προσπάθεια να φθάση εκεί. Αυτό είναι εγωιστικότατο και οι Πατέρες το κατεδίκασαν. Ο Μέγας Μακάριος λέγει ότι τόση είναι η δύναμι της προθέσεως του ανθρώπου, τόσο μόνο ημπορεί ο άνθρωπος, μέχρι πού να αντιδράση προς τον διάβολο. Προκαλούμενος υπό του σατανά, υπό μορφή προσβολής «κάνε αυτό», τόσο μόνο ημπορεί να πή ο άνθρωπος· «όχι δεν το κάνω». Μέχρι εκεί ημπορεί να πάη ο άνθρωπος. Από εκεί και πέρα είναι έργο της Χάριτος. Γι’ αυτό ο Ιησούς μας, ετόνιζε με έμφασι ότι, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».Άρα ποτέ να μην συσταλήτε, ποτέ να μην κατεβαίνετε στην μικροψυχία, εφ’ όσο «δια πίστεως βαδίζομεν». Ποτέ να μην λέγετε: «Δεν θα φθάσωμε εμείς στην απάθεια, δεν θα φθάσωμε στον αγιασμό, δεν θα μιμηθούμε τους Πατέρες μας». Αυτό είναι βλάσφημο. Θα τους φθάσωμε επειδή το θέλομε και εφ’ όσο το θέλομε θα μας το δώση ο Χριστός μας.Μένοντας πιστοί και μη υποχωρούντες κατά πρόθεσι, οπωσδήποτε θα το επιτύχωμε. Αυτή είναι η πραγματικότης. Έξω από αυτή την γραμμή οι Πατέρες δεν παραδέχονται άλλη. Έξω από αυτή, θεωρείται πλέον απόγνωσι. Δεν υπάρχει το «δεν μπορώ πλέον». Πώς δεν μπορείς; Δια του Χριστού ισχύομε. «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ». «Πάντα»,είπε ο Παύλος, για να μην αφήση κανένα περιθώριο, μήπως πή κάποιος «εγώ δεν ημπορώ». Αφού είναι «μεθ’ ημών ο Θεός, τις καθ’ ημών; Ει Θεός ο δικαιών, τις ο κατακρίνων;»Κοιτάξετε το όριο της μετανοίας πως αποκαλύπτεται μέσα στην Γραφή. Ο Πέτρος, ερώτησε τον Ιησού μας. «Κύριε, καλά είναι έως επτά φορές να συγχωρώ αυτόν που μου φταίει;» Ο Πέτρος τότε ατελής όντας, μη δεχθείς την έλλαμψι της Χάριτος, εσκέπτετο ανθρωπίνως. Ενόμιζε με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με την αυστηρότητα του Μωσαϊκού Νόμου, ότι έκανε μεγάλη οικονομία. Έφθασε, όχι μια αλλά επτά φορές να συγχωρή. Και ο Ιησούς μας, ερμηνεύοντας του το πνεύμα της Εκκλησίας, του λέγει: «όχι επτά αλλά εβδομηκοντάκις επτά», για να τονίση έτσι το απεριόριστο της μετανοίας.Η ζωή μας εδώ είναι ένα εικοσιτετράωρο επαναλαμβανόμενο. Αν και εις όλες τις στιγμές είμεθα πάντοτε έτοιμοι, με νέες αποφάσεις, η πρόθεσί μας είναι σωστή, το πνεύμα πρόθυμο, η σαρξ όμως είναι ασθενής. Και δεν είναι μόνο η σαρξ. Μαζί με την σάρκα, με την φύσι, υπάρχουν οι έξεις, οι συνήθειες, οι τόποι, τα περιβάλλοντα, τα πρόσωπα, τα πράγματα και ο ίδιος ο διάβολος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν την αντίθεσι, και μένει σε μας μόνο η πρόθεσι η ιδική μας και η ενεργούσα μυστηριωδώς θεία Χάρις, πού είναι παντοδύναμη.Θεωρητικά όλα αυτά είναι εύκολα, πρακτικά όμως είναι δύσκολα, όπως από την πείρα ο καθένας γνωρίζει. Αποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα υποδουλωθούμε στα πάθη. Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος. Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή. «Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…».

 
 
 

Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση. Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι». Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.

 
 
 
 
 

                                                                                          Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής


 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΟΦΙΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Ο ΟΦΙΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΟ ΑΥΤΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ


 

 

Γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!Δὲν εἶναι παράξενο τὸ πῶς γίνεται, ὕστερα ἀπὸ τόσα μέσα, ὕστερα ἀπὸ τέτοια μηχανικὴ ἀρματωσιά, ποὺ ζαλίσθηκε κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὅ,τι μπόρεσε νὰ κάνει, νὰ μὴ βρίσκει ἡσυχία κι ἀνάπαυση ἐνῶ ἴσια-ἴσια γι᾿ αὐτὴν τὴν ἡσυχία τοῦ τά ῾φτιαξε; Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ὅσα κάνει γιὰ τὸ καλό του, γυρίζουνε σὲ κακό...

Γύρισε καὶ κύτταξε, τί γίνεται σήμερα; Ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε στολίσει μὲ τόσα ψεύτικα στολίδια «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος». Γέμισε τὸν κόσμο ἀπὸ μηχανές, δοῦλες τάχα ποὺ ὑπηρετᾶνε τὸν ἀφέντη τους. Μὰ ποτὲ δὲν ἤτανε ὁ ἄνθρωπος τόσο δυστυχισμένος, τόσο φοβισμένος, τόσο ἀπροστάτευτος, τόσο σαστισμένος, τόσο φτωχὸς σὲ ἀληθινὰ πλούτη!Δὲν εἶναι παράξενο τὸ πῶς γίνεται, ὕστερα ἀπὸ τόσα μέσα, ὕστερα ἀπὸ τέτοια μηχανικὴ ἀρματωσιά, ποὺ ζαλίσθηκε κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ὅ,τι μπόρεσε νὰ κάνει, νὰ μὴ βρίσκει ἡσυχία κι ἀνάπαυση ἐνῶ ἴσια-ἴσια γι᾿ αὐτὴν τὴν ἡσυχία τοῦ τά ῾φτιαξε; Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ὅσα κάνει γιὰ τὸ καλό του, γυρίζουνε σὲ κακό...Ἔβαλε ὅλη τὴν τέχνη του καὶ φιλοτέχνησε ἕνα στεφάνι μαλαματένιο καὶ στολισμένο μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ τὸ φορέσει στὸ κεφάλι του σὰν νικητὴς τῆς φύσης καὶ τῆς «τυφλῆς μοίρας» ποὺ θαρρεῖ πὼς κυβερνᾶ τὸν κόσμο, καὶ μόλις τὸ βάζει στὸ κεφάλι του γίνεται στέφανος ἐξ ἀκανθῶν ποὺ τρυπᾶ τὰ μηλίγκια του καὶ τὸ μέτωπό του τὸ γεμάτο περηφάνεια, καὶ τρέχει τὸ αἷμα στὰ μάτια του ποὺ θαρρούσανε πὼς τὰ βλέπανε ὅλα, ὡς τὴν ἄκρη τοῦ παντός.Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κρυμμένο αὐτὸ χέρι ποὺ τὰ ἀλλάζει ὅλα καὶ τὰ κάνει ἀνάποδα ἀπὸ τοὺς πόθους του, ποὺ κάνει ἄμμο τὸ χρυσάφι του, ποὺ τὸν ἐξευτελίζει καὶ τσαλαπατᾶ τὴν περηφάνειά του; Καὶ ποῦ ὅσο περισσότερο περηφανεύεται, τόσο χειρότερος εἶναι ὁ ἐξευτελισμός του;

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΗ,ΑΝΘΡΩΠΕ ΜΟΥ,ΟΤΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΒΑΣΑΝΑ…

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΗ,ΑΝΘΡΩΠΕ ΜΟΥ,ΟΤΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΒΑΣΑΝΑ…

.Αλλωστε, πρέπει να το πάρεις απόφαση, άνθρωπέ μου, ότι στη ζωή αυτή θα έχεις βάσανα, δοκιμασίες, προβλήματα, πειρασμούς.

Πρέπει να τ’ αντιμετωπίζεις με γενναιότητα όλα αυτά, χρησιμοποιώντας ως όπλα την πίστη, την ελπίδα, την υπομονή. Ας εύχεσαι, βέβαια, να μην πέσεις ποτέ σε πειρασμό. Όταν, όμως, παραχωρεί κάποιον ο Θεός, μην ταράζεσαι.


Κάνε ό,τι μπορείς για να φανείς αληθινός στρατιώτης του Χριστού. Δεν βλέπεις που οι γενναίοι στρατιώτες, όταν η σάλπιγγα τους καλεί στην μάχη, αποβλέποντας στη νίκη, θυμούνται τους ένδοξους προγόνους τους, που έκαναν μεγάλα κατορθώματα, και ρίχνονται με θάρρος στον αγώνα; Όμοια κι εσύ, όταν έρχεται η ώρα της πνευματικής μάχης, να θυμάσαι τα κατορθώματα των αγίων μαρτύρων και ν’ αγωνίζεσαι με γενναιότητα, με πίστη, με χαρά.

Δεν μπορεί, λοιπόν, ποτέ να λυπάται ο χριστιανός; Μπορεί, αλλά για δύο μονάχα λόγους: Όταν είτε ο ίδιος είτε ο πλησίον του έρχεται σε αντίθεση με το Θεό και το άγιο θέλημά Του. Δεν πρέπει, επομένως, να στενοχωριούνται και να θλίβονται εκείνοι που κακολογούνται, μα εκείνοι που κακολογούν.

Γιατί δε θ’ απολογηθούν οι πρώτοι ,για όσα λέγονται σε βάρος άλλων. Αυτοί πρέπει να τρέμουν και ν’ ανησυχούν, γιατί αργά ή γρήγορα θα συρθούν στο φοβερό Δικαστήριο του Θεού, όπου θα λογοδοτήσουν για όσες κακολογίες ξεστόμισαν. Κι εκείνοι που κακολογούνται, πάντως, πρέπει ν’ ανησυχούν, αν όσα λένε γι’ αυτούς είναι αληθινά.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΑΜΝΩΝ

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΑΜΝΩΝ

 
 
 
Κόρακας,κοράκου μάτι δεν βγάζει και αν περιμένει κανείς,την δαιμονοθελική ένωση στο κοινό ποτήριο για να κυρηχθεί αυτή ως αίρεση,τότε,το μόνο που πλέον θα χρειάζεται,θα είναι μια βαρειά, επικήδεια ταφόπλακα στον εαλωμένο λάκκο της πνευματικής μας αναισθησίας,μια αυτοαναίρεση μέσα από την πτώση και μια πτώση μέσα από την Πατερική φυγή,δείτε τις σχεδόν καθημερινές,έκπτωτες επιτάσσεις ανορθόδοξων Οικουμενιστών,τους έκπτωτους πνευματικά μετεωρισμούς τους στο απόλυτο Πουθενά,που βεβαίως πάντα οδηγεί στον λάκκο με τα φίδια,εκεί,που η πνευματικά,χαμένη αγέλη των αμνών οδηγείται στον κρημνό,περιφρουρούμενη μέσα από την άτακτη,ανοική Σιωπή της,εκεί που η μεγαλεπίβολη πλάνη σκηνοθετεί έκπτωτους ηθοποιούς του μπουλουκιού σε ταινία τρόμου με προκαθορισμένο Τέλος.

 

 

Όταν ο ''ποιμενικός'' γραικυλισμός βαφτίζεται ως ταπεινόφρονη υποταγή στην Εκκλησία,όταν ο ενδοτισμός και η υποτέλεια καμουφλάρονται άκομψα πίσω από χριστεπώνυμους,δι-αιρετικούς διαλόγους,κι όταν οι καινοτόμοι καθημερινά αποποιούνται σθεναρά τις Πατερικές παρακαταθήκες της,τότε αυτοί,οι πνευματικά ανέξοδοι φιλενωτικοί αγαπολόγοι μπορούν,να επιχαίρουν,πως αυτή,η σημερινή εκκλησιαστική μόρφωση δεν είναι τίποτα άλλο,από αυτό που πραγματικά ήθελαν να σμιλέψουν οι τιτουλάριοι ταγοί τους,ύστερα από έναν σχεδόν αιώνα καθολικής λυκοφιλίας και προτεσταντικής ερωτοπρέπειας,δηλαδή ένας άνομος,δύσμορφος κι ανέραστος ''αρραβώνας'' ανάμεσα σε έναν βουλιμικό,αιμοδιψούντα λύκο και σ' ένα πτωτικό,εριφίζων πρόβατο,μπορούν στωικά να βαυκαλίζονται,πως αυτό,που εννοούν πια ως Ορθοδοξία,δεν είναι τίποτ' άλλο από μια επηρμένη,ανοική Πολυδοξία,που εντελώς διεστραμένα αντικατέστησε το Πατερικό ''Πιστεύω'' με την θεωρία των κλάδων και τις δι-αιρετικές συνομιλίες με ''γαμήλιες,''ερωτοτροπούσες συνευρέσεις,ας μην γελιόμαστε υπερφίαλα,για ποιές χριστιανικές ''ομολογίες'' διατεινόμαστε,αιρέσεις είναι και μάλιστα αρνημένες την απτή διδασκαλία του Νυμφίου μας,ακόμα και οι ίδιοι,οι φιλενωτικοί,πατριαρχικοί πιστοί,που περισσώς διακηρύττουν,πως πρέπει να συνέλθει Σύνοδος για να κηρρύξει τις ΄''ομολογίες'' ως αιρέσεις,ας έχουν υπόψιν τους,πως κόρακας,κοράκου μάτι δεν βγάζει και αν περιμένει κανείς,την δαιμονοθελική ένωση στο κοινό ποτήριο για να κυρηχθεί αυτή ως αίρεση,τότε,το μόνο που πλέον θα χρειάζεται,θα είναι μια βαρειά, επικήδεια ταφόπλακα στον εαλωμένο λάκκο της πνευματικής μας αναισθησίας,μια αυτοαναίρεση μέσα από την πτώση και μια πτώση μέσα από την φυγή,δείτε τις σχεδόν καθημερινές,έκπτωτες επιτάσσεις ανορθόδοξων Οικουμενιστών,ο Μητροπολίτης Ξάνθης κ.Παντελεήμων μέσα από την ιστοσελίδα της Μητρόπολής του ζήτησε την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών και ο Μητροπολίτης Ρόδου κ.Κύριλλος ζήτησε την κουρά Ρωσόφωνων ιερέων για την ανάπτυξη...του θρησκευτικού τουρισμού στα Δωδεκάννησα,όλα αυτά όμως προσπερνιούνται πνευματικώς φυγόδικα μέσα από υποκριτικές ταπεινολογίες και υπάκουες,ανορθόδοξες γονυκλισίες,ποιός επιτέλους είπε,να κάνουμε υπακοή στην Αίρεση;ποιός Χριστός και ποιός Πατέρας είπε,να λέμε Ναι σε ό,τι προτάσσει κάθε αιρετικός ψευδοποιμένας;εκείνον,τον λόγο του Αγίου Μάρκου του ανθενωτικού Πατέρα μας,κανείς δεν τον ακούει; ''Φεύγετε ουν και υμείς αδελφοί, την προς τους ακοινωνήτους κοινωνίαν και το μνημόσυνον των αμνημονεύτων.΄Ιδε εγώ Μάρκος ο αμαρτωλός, λεγω υμίν, ότι ο μνημονεύων του Πάπα ως Ορθοδόξου αρχιερέως, ένοχος εστί πάντα τον Λατινισμον εκπληρώσαι, μεχρι και αυτής της κουράς των γενείων, και ο λατινοφρονών μετα των Λατίνων κριθήσεται και ως παραβάτης της Πίστεως λογισθήσεται....'' αυτήν λοιπόν την κοινωνία ποιούν σήμερα οι εκ του Φαναρίου ορμώμενοι,χαμένοι οδοιπόροι,αυτοί,οι ίδιοι είναι που μνημόνευσαν τον Πάππα,ως ''Αγιότατον επίσκοπο Ρώμης,''σ' αυτούς λοιπόν,τους εν πλάνη και εν σκότη ψευδοειδώς ορθοδοξούντες,ημιμαθείς πιστούς ταιριάζει,να επαναλάβουμε τους κατηχητικούς λόγους από το μυστήριο του Βαπτίσματος...''Αποτάσση τον Σατανά;Καί πάσι τοις έργοις αυτού;Καί πάση τη λατρεία αυτου;Καί πάσι τοις  αγγέλοις αυτού; Καί πάση τη πομπή αυτού;»το αποτάσσομαι τον σατανά έχει και την σημασία του αποτάσσομαι οιονδήποτε φέρει την διδασκαλία και τα έργα αυτού,αποτάσσομαι οιονδήποτε ερμηνεύει δαιμονόπληκτα τις Τριαδικές Γραφές,αποτάσσομαι οιονδήποτε Πατριάρχη και Επίσκοπο και Πρεσβύτερο,που συντάσσεται τω διαβόλω μέσα από την Αίρεση και τις πλάνες αυτής,τί απερίφραστη Πτώση αλήθεια,οι φιλενωτικοί υποστηρίζουν την τυφλή υπακοή ακόμα και στην αίρεση υπό τον φόβο του σχίσματος,κανείς όμως από δαύτους δεν μας εξήγησε ποτέ,ποιοί είναι οι Σχίστες της Εκκλησίας,ποιοί καινοτομούν αχάριστα έναν αιώνα τώρα στο ήδη τραυματισμένο και πολύπαθο Σώμα της Εκκλησίας;έχουν κάνει copy paste επιλεκτικά σημεία του Ευαγγελίου απομονώνοντας εωσφορικά κινούμενοι,το όλον της Γραφής,ο συνειδησιακά Ορθόδοξος δεν είναι δούλος του διαβόλου,για να υποτάσσεται άκριτα και ενεξέταστα σε έσωθεν,πλανερές κακοδοξίες και σε νεωτεριστικές,οικουμενιστικές καινοτομίες,ο Θεός μας θέλει πνευματικά ελεύθερους μέσα από την τέλεια υπακοή στην Τριαδική Ορθότητα,το ''Ερευνάτε τας Γραφάς'' ανήκει δίκαια σε ορθοπραττούντες κατά λόγον και βίον Ορθοδόξους,το ''Πίστευε και μη ερεύνα'' μάλλον ανήκει στην άκρως επικίνδυνη,πνευματικά αγέλη της Σιωπής των χαμένων Αμνών,έτσι,όπως τους θέλουν αυτοί,που απεργάζονται την Πανθρησκεία του Αντιχρίστου μέσα από τους οικουμενιστικούς κρημνούς και τους έρποντες,αιρετικούς μετεωρισμούς,κάποιος Γέροντας - αιωνία του η μνήμη! - έλεγε,''περισσότερη προσοχή και λιγότερη προσευχή,'' όχι ασφαλώς για να υποδαυλίσει την ανεκτίμητη αξία  του αδιαλλείπτως προσεύχεσθαι,αλλά για να καταδείξη και την μονάκριβη τιμή της Προσοχής,που μέσα από την Ορθότητα της Πίστης ποιμένει ευχαριστιακά τους αληθινά Ορθοδόξους,αναπαύει τέλεια τους κατ' επίγνωσιν ζηλωτές και οδηγεί τους ανυπάκουους,Πατερικά οφειλέτες,στο Ταμείο του πνευματικού τους Θέρους.

 
 
Έχουν κάνει copy paste επιλεκτικά σημεία του Ευαγγελίου απομονώνοντας εωσφορικά κινούμενοι,το όλον της Γραφής,ο συνειδησιακά Ορθόδοξος δεν είναι δούλος του διαβόλου,για να υποτάσσεται άκριτα και ενεξέταστα σε έσωθεν,αλλού γι' αλλού,πλανερές κακοδοξίες και σε νεωτεριστικές,οικουμενιστικές καινοτομίες,ο Θεός μας θέλει πνευματικά ελεύθερους μέσα από την τέλεια υπακοή στην Τριαδική Ορθότητα,το ''Ερευνάτε τας Γραφάς'' ανήκει δίκαια σε ορθοπραττούντες κατά λόγον και βίον Ορθοδόξους,το ''Πίστευε και μη ερεύνα'' μάλλον ανήκει στην άκρως επικίνδυνη,πνευματικά αγέλη της Σιωπής των χαμένων οικουμενιστικών Αμνών.
 
 

Υ.Γ.Όταν μιλάμε για αιρέσεις είμαστε οι πρώτοι που θα τις χαραχτηρίσουμε,ως τέτοιες.Όταν όμως η αίρεση μπει μέσα στο σπίτι μας,δηλαδή στην Εκκλησία,εκεί βλέπεις χαμηλωμένα κεφάλια,κλεισμένα μάτια και σφραγισμένα χείλη.Εκεί ακριβώς αρχίζει η Σιωπή των Αμνών.Εκεί αποσαθρώνεται η Πίστη και ευδοκιμεί η Πλάνη.Εσχάτως φοριέται πολύ το επισφαλές ''ένδυμα'' μιας υποκριτικής ταπεινολογίας,που λέει,''Ποιοί είμαστε εμείς που θα κρίνουμε έναν Πατριάρχη,έναν επίσκοπο ή έναν ιερέα;'' Υπερφίαλες αιτιάσεις ηθικιστικής σεμνοτυφίας...Ποτέ δεν κρίνουμε κανέναν για την βιωτή του,τα πάθη του,τις περιφέρουσες κατά κόσμον αμαρτίες του.Όμως σε θέματα Πίστης δεν λογίζεται η κρίση ως κατάκριση.''Μή κρίνετε,ίνα μή κριθήτε περί βίου εστίν, ού περί πίστεως,''Ιερού Χρυσοστόμου, PG.63,232). Ή,''Οράς,ότι ού περί δογμάτων εστίν ο λόγος, αλλά περί βίου καί έργων;Διότι περί πίστεως ισχύει ή εντολή,την δικαίαν κρίσιν κρίνατε Ιωάν. ζ΄ 24. Του ιδίου. ''Πώς ουν Παύλος φησίν, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε τι ουν; φησίν, όταν πονηρός ή και μη πειθώμεθα; Πονηρός πώς λέγεις; Ει μέν πίστεως ένεκεν φεύγε και παραίτησαι: μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών. Ει δε βίου ένεκεν, μη περιεργάζου.PG. 63, 232.  

                                                                                                   

 

                                                                                                    ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

π. Αλέξανδρος Σμέμαν-Κυριακή της Τυροφάγου


π. Αλέξανδρος Σμέμαν-Κυριακή της Τυροφάγου

Φτάσαμε πια στις τελευταίες μέρες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ήδη κατά την εβδομάδα της Απόκρεω που είναι πριν από την Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες – η Τετάρτη και η Παρασκευή – ξεχωρίστηκαν να ανήκουν στη Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δεν τελέστηκε και η όλη τυπική διάταξη στις ακολουθίες έχει πάρει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της Μεγάλης Σαρακοστής. Στον Εσπερινό της Τετάρτης χαιρετίζουμε τη Μεγάλη Σαρακοστή με τούτο τον ωραιότατο ύμνο:Ανέτειλε το έαρ της νηστείας, και το ανθός της μετανοίας αγνίσωμεν ουν εαυτούς αδελφοί, οπό παντός μολυσμού, τω φωτοδότη ψάλλοντας, είπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.
Κατόπιν, το Σάββατο της Τυροφάγου η Εκκλησία μας «ποιεί μνείαν πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων άγιων ανδρών τε και γυναικών». Οι άγιοι είναι τα πρότυπα που θʹ ακολουθήσουμε, οι οδηγοί στη δύσκολη τέχνη της νηστείας και της μετάνοιας
Στον αγώνα που πρόκειται νʹ αρχίσουμε δεν είμαστε μόνοι:
Δεύτε άπαντες πιστοί, τας των οσίων Πατέρων, χορείας υμνήσωμεν. Αντώνιον τον κορυφαίον, τον φαεινόν Εύθύμιον, και έκαστον και πάντας όμού και τούτων ώσπερ Παράδεισον άλλον τρυφής. τας πολιτείας νοητώς διεξερχόμενοι, τερπνώς ανακράξωμεν…
Έχουμε βοηθούς και παραδείγματα:
Των Μοναστών τα πλήθη, τους καθηγητάς νυν τιμώμεν. Πατέρες, όσιοι: διʹ υμών γαρ τον τρίβον, την όντως ευΘείαν πορεύεσθαι έγνωμεν μακάριοι έστέ τω Χριστώ δουλεύσαντες…
Τελικά έρχεται η τελευταία μέρα, που συνήθως, την ονομάζουμε Κυριακή της συγγνώμης, αλλά έχει και ένα άλλο λειτουργικό όνομα που θα πρέπει να θυμόμαστε: «της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτόπλαστου Αδάμ». Το όνομα αυτό συνοψίζει ουσιαστικά την πλήρη προπαρασκευή για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ότι ο άνθρωπος πλάστηκε για να ζει στον Παράδεισο, για τη γνώση του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Η αμαρτία του όμως τον απομάκρυνε άπα την ευλογημένη ζωή και έτσι η ύπαρξη του στη γη είναι μια εξορία. Ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου, ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου στον καθένα που Τον ακολουθεί, και η Εκκλησία με τα να μας αποκαλύπτει την ομορφιά της Βασιλείας, κάνει τη ζωή μας μια προσκυνηματική πορεία προς την ουράνια πατρική γη.
Έτσι, αρχίζοντας τη Μεγάλη Σαρακοστή είμαστε σαν τον Αδάμ:
Εξεβλήθη Αδάμ του Παραδείσου, δια της βρώσεως διο και καθεζόμενος απέναντι τούτου, ωδύρετο ολολλύζων, ελεεινή τη φωνή και έλεγεν οίμοι, τι πέπονθα ο τάλας εγώ! Μίαν εντολήν παρέβην την του Δεσπότου, και των αγαθών παντοίων εστέρημαι. Παράδεισε αγιώτατε, ο διʹ εμέ πεφυτευμένος, και δια την Εύαν κεκλεισμένος, ικέτευε τω σε ποιήσαντι, καμέ πλάσαντι, όπως των σων ανθέων πλησθήσωμαι. Διο και προς αυτόν ο Σωτήρ∙ το εμόν πλάσμα ου θέλω απολέσθαι, αλλά βούλομαι τούτο σώζεσθαι και εις επίγνωσιν αληΘείας ελθείν ότι τον ερχόμενον προς με, ου μη εκ βάλω έξω.
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η απελευθέρωση μας από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τη φυλακή του «κόσμου τούτου». Και το ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής (Ματθ. 6, 14‐21) θέτει τους όρους για μια τέτοια απελευθέρωση. Πρώτος όρος είναι η νηστεία – η άρνηση δηλαδή να δεχτούμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες της «πεπτωκυίας» φύσης μας σαν ομαλές, η προσπάθεια να ελευθερωθούμε από τη δικτατορία της σάρκας και της ύλης πάνω στο πνεύμα. Για να είναι αποτελεσματική η νηστεία μας δεν πρέπει να είναι υποκριτική, δηλαδή «προς το θεαθήναι». Να μη φαινόμαστε «τοις ανθρώποις νηστεύοντες», αλλά «τω Πατρί ημών τω εν τω κρύπτω». Δεύτερος όρος είναι η συγγνώμη. «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν Ο Πατήρ υμών ο ουράνιος», (Ματθ. 6,14). Ο θρίαμβος της αμαρτίας, το κύριο σημάδι του ρόλου της πάνω στον κόσμο, είναι η διαίρεση, η αντίθεση, ο χωρισμός, το μίσος. Έτσι το πρώτο σπάσιμο σʹ αυτά το φρούριο της αμαρτίας είναι η συγχωρητικότητα: «η επιστροφή στην ενότητα, στην σύμπνοια, στην αγάπη». Το να συγχωρήσω κάποιον σημαίνει να βάζω ανάμεσα σε μένα και στον «εχθρό» μου την ακτινοβόλα συγχώρεση του ίδιου του Θεού. Το να συγχωρήσω είναι να αγνοήσω τα απελπιστικό αδιέξοδο στις ανθρώπινες σχέσεις και να τα αναφέρω στο Χριστό. Συγχώρεση πραγματικά είναι ένα πέρασμα της Βασιλείας του Θεού μέσα στον αμαρτωλό και «πεπτωκότα» κόσμο.
Ουσιαστικά η Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει με τον Εσπερινό αυτής της Κυριακής. Αυτή η μοναδική σε βάθος και ωραιότητα ακολουθία έχει δυστυχώς εκλείψει από αρκετές εκκλησίες. Όμως παρʹ όλα αυτά τίποτε, άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα το χαρακτηριστικό τόνο της Μεγάλης Σαρακοστής στην Ορθόδοξη Εκκλησία και πουθενά αλλού δε διακηρύσσεται τόσο καλά η έντονη πρόσκληση στον άνθρωπο. Η ακολουθία αρχίζει με τον κατανυκτικό εσπερινό όπου ο ιερέας είναι ντυμένος με λαμπερά άμφια. Τα κατανυκτικά στιχηρά που λέγονται ύστερα από τον ψαλμό «Κύριε εκέκραξα προς Σε…» αναγγέλλουν τον ερχομό της Μεγάλης Σαρακοστής και, πέρα απ’ αυτή, τον ερχομό του Πάσχα!
Τον της Νηστείας καιρόν, φαιδρώς απαρξώμεθα, προς αγώνας πνευματικούς εαυτούς υποβάλλοντες∙ αγνίσωμεν την ψυχήν, την σάρκαν καθάρωμεν νηστεύσωμεν ώσπερ εν τοις βρώμασιν εκ παντός πάθους, τας αρετάς τρυφώντες του Πνεύματος∙ εν αις διατελούντες ποθώ, αξιωθείημεν πάντες, κατιδείν το πάνσεπτον πάθος Χριστού του Θεού, και το άγιον Πάσχα, πνευματικώς εναγαλλιωμένοι.
Κατόπιν γίνεται η είσοδος του Ευαγγελίου με τον εσπερινό ύμνο: «φως ιλαρόν αγίας δόξης…». Ο ιερέας τώρα προχωρεί προς την Ωραία Πύλη για νʹ αναφωνήσει το εσπερινό Προκείμενο που πάντοτε αναγγέλλει το τέλος της μιας και την αρχή της άλλης μέρας. Το Μέγα προκείμενο αυτής της ημέρας αναγγέλλει την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής.
Μη αποστρέψης το πρόσωπο σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι∙ ταχύ επάκουσόν μουʹ πρόσχες τη ψυχή μου, και λύτρωσαι αυτήν.
Ακούστε τη θαυμάσια μελωδία του στίχου τούτου, αυτή την κραυγή που ξαφνικά γεμίζει την εκκλησία «… ότι θλίβομαι!» – και θα καταλάβετε το σημείο από το οποίο ξεκινάει η Μεγάλη Σαρακοστή: το μυστηριώδες μίγμα της ελπίδας με την απογοήτευση, του φωτάς με το σκοτάδι. Η όλη προετοιμασία έφτασε πια στο τέλος. Στέκομαι μπροστά στο Θεό, μπροστά στη δόξα και στην Ομορφιά της Βασιλείας Του. Συνειδητοποιώ ότι ανήκω σʹ αυτή, ότι δεν έχω άλλη κατοικία, ούτε άλλη χαρά, ούτε άλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ακόμα ότι είμαι εξόριστος από αυτή μέσα στο σκοτάδι και στη λύπη της αμαρτίας γιʹ αυτό «θλίβομαι»! Τελικά παραδέχομαι ότι μόνο ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει σʹ αυτή τη θλίψη, ότι μόνον σʹ Αυτόν μπορώ να πω «πρόσχες τη ψυχή μου». Μετάνοια πάνω απ’ όλα, είναι το απελπισμένο κάλεσμα για τη Θεία βοήθεια.
Πέντε φορές επαναλαμβάνουμε αυτό το Προκείμενο. Και τότε να! η Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει. Τα φωτεινά χρωματιστά άμφια και καλύμματα του ναού αλλάζουν τα φώτα σβήνουν. Ο ιερέας εκφωνεί τις αιτήσεις, ο χορός απαντάει με τα «Κύριε ελέησον» την κατʹ εξοχήν σαρακοστιανή απάντηση. Για πρώτη φορά διαβάζεται η προσευχή του Αγίου Εφραίμ που συνοδεύεται από μετάνοιες. Στο τέλος της ακολουθίας όλοι οι πιστοί πλησιάζουν τον ιερέα και ο ένας τον άλλο, ζητώντας την αμοιβαία συγχώρεση. Αλλά καθώς γίνεται αυτή η ιεροτελεστία της συμφιλίωσης, καθώς η Μεγάλη Σαρακοστή εγκαινιάζεται μʹ αυτή την κίνηση της αγάπης, της ενότητας και της αδελφοσύνης, ο χορός ψάλλει πασχαλινούς ύμνους. Πρόκειται τώρα πια να περιπλανηθούμε σαράντα ολόκληρες μέρες στην έρημο της Μεγάλης Σαρακοστής. Όμως από τώρα βλέπουμε να λάμπει στο τέλος το φως της Ανάστασης, το φως της Βασιλείας του Θεού.

Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος-Η ιδανική φιλία

Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος-Η ιδανική φιλία


Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καί ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τά καλά τοῦ βίου μας. Καί μεταξύ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καί οἱ φιλίες. Κάτω ἀπό τό γενικό ξεπεσμό καί ἐξευτελισμό τῆς ζωῆς χάθηκαν ἤ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, φίλοι μου, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καί πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτές φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτό θά σᾶς δώσω τήν συνταγή τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τό ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους πού ξέρουν τά θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπό μᾶς νά μᾶς ποῦν τήν σοφή συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο τίς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σάν αὐτή, πού εἶχε ὁ ἴδιος μέ τόν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νά ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχήν πού ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τά πάντα ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τό ἴδιο καί πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τόν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νά γίνῃ θερμότερος καί μόνιμος».
Ἄς δοῦμε λοιπόν πῶς ἐκτίσθη αὐτή ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καί πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καί ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θά διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τά μεγάλα μυστικά τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
1. Ἡ ἀληθινή φιλία πρέπει νά εἶναι «θεῖος καί φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοί ἔρωτες, καθώς ἀφοροῦν τά πράγματα πού περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τά ἐαρινά λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τά ξύλα τελιώσουν, ἀλλά χάνεται μαζί μέ αὐτά πού τήν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τό προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καί φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδή ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διά τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καί ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τό κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τούς ἐραστές μέ αὐτό καί μεταξύ των. Αὐτός εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».
2. Μιά δυνατή φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινό ἀγῶνα καί ἁμιλλῶνται εἰς τήν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτή τήν κοινή ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καί τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινή ἐπιδίωξις καί τῶν δύο ἡ ἀρετή καί ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρός τίς μελλοντικές ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διά τόν θεῖον πόθον των: «Τήν ἐπιδίωξιν αὐτήν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τήν ζωήν μας ὁλόκληρον καί κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολή καί ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον τήν ἀρετήν μας καί εἴμεθα, ἐάν δέν εἶναι ὑπερβολικόν τοῦτο νά εἴπω, ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον κανών καί μέτρον, μέ τά ὁποῖα διακρίνεται τό ὀρθόν καί τό μή ὀρθόν».
3. Ἡ ἰδανική φιλία ἀνθεῖ σέ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν συναναστροφή τῶν κακῶν καί τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τίς συνετές παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπό τούς σπουδαστές μας συνανα-στρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τούς πιό ἀνήθικους ἀλλά τούς πιό φρόνιμους· οὔτε τούς πιό ἐριστικούς ἀλλά τούς πιό εἰρηνικούς καί ἐκείνους πού ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νά λάβῃς τήν ἀσθένειαν παρά νά χαρίσῃς τήν ὑγείαν. Καί εἰς τά μαθήματα ἐφθάσαμεν νά χαιρώμεθα ὄχι μέ τά πιό εὐχάριστα ἀλλά μέ τά πιό ὠφέλιμα. Ἐπειδή καί ἀπό αὐτά οἱ νέοι συμμορφώνονται πρός τήν ἀρετήν ἤ τήν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νά μπορέσουμε νά κάνουμε αὐτές τίς ἀθάνατες συμβουλές κανόνες καί νόμους ζωῆς.
4. Ἡ ἀληθινή φιλία στηρίζεται στούς ἀποστολικούς λόγους καί νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δέν ζητεῖ τίποτε διά τόν ἑαυτόν του». Καί «Διά τῆς φιλαδελφίας νά γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νά προλαμβάνη ὁ καθένας τούς ἄλλους εἰς τό νά τούς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτά ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοί πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστός πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καί οἱ δυό, ὄχι ποιός νά ἔχῃ ὁ ἴδιος τό πρωτεῖον, ἀλλά πῶς νά τό παραχωρήσῃ εἰς τόν ἄλλον· τήν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τήν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νά πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τό εἶναι τοῦ ἄλλου καί δίπλα εἰς τόν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καί ὁ σεβασμός πού εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τόν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στά πιό κάτω λόγια μέ τά ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μέ τόν φίλο του. Γράφει: «Τό ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπό ἐμᾶς μία ἀδελφότης πού ἐκεῖνος διεμόρφωνε καί κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγός μέ κοινές ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγώ ἔτρεχα πεζός δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικόν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καί ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».
5. Τήν ἀληθινή φιλία συνδέει καί ὁ κοινός σκοπός τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθώς μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τόν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον καί ὅτι αὐτό πού μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τά πάντα ὁ ἕνας διά τόν ἄλλον».
6. Τήν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινές ἀρχές καί οἱ κοινές ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτό τό θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δέν ἀξίζει, ἐάν δέν ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀρετήν καί δέν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μέ αὐτό. Διά τούς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἤ ἀπό τόν πατέρα ἤ ἀπό τήν οἰκογένειαν ἤ ἀπό τό ἐπάγγελμα καί τίς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τό μέγα προσόν καί ὄνομα νά εἴμεθα καί νά λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτό ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιά μᾶς».
7. Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μέ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργή καί φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τόν φίλον του καί τόν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμός Βασίλειος». Δηλαδή «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρή καί λουσμένη στό φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καί ἀρετῆς.
Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καί θά βεβαιωθῆτε, ὅτι θά σᾶς βοηθήσουν νά δημιουργήσετε γερές καί ἰσχυρές φιλίες, πού θά ἀντέξουν στόν χρόνο καί στήν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.
Αὐτή ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τόν τότε κόσμον καί ἔμεινεν εἰς τήν ἱστορίαν. Τό ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτά ἔκαμαν νά γίνωμεν γνωστοί εἰς τούς διδασκάλους καί τούς συναδέλφους μας, γνωστοί εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα, καί μάλιστα εἰς τούς πιό ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφές ἀπό διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοί μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καί ἐμεῖς οἱ δύο καί συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καί οἱ δάσκαλοί μας καί δέν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καί κοντά καί μακράν τῶν διδασκάλων μας».
Ὁ ἴδιος θεοφόρος καί ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καί τό ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:
«Μέ τίποτε ἀπό ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τόν κόσμον δέν μπορεῖ κανείς νά συγκρίνῃ ἕνα πιστόν φίλον, καί τό κάλλος του δέν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστός φίλος εἶναι ἰσχυρά προστασία» (Σοφ. Σολ. ς’ 14-15) καί βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστός φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστός φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπό χρυσάφι καί ἀπό πολλούς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστός φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καί πηγή σφραγισμένη, τά ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διά νά τά ἐπισκεφθῇ καί νά τά ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστός φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἄν δέ εἶναι καί πιό συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐάν δέ εἶναι καί πολύ μορφωμένος καί διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τήν ἰδικήν μας λέγω καί ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐάν δέ καί υἱός τοῦ φωτός (Ἰωάν. ιβ’ 36, Ἐφεσ. ε’ 8), ἤ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ’ Βασιλ. α’ 9), ἤ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τόν Θεόν (Ἰεζεκιήλ μγ’ 19), ἤ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικάς ἐπιθυμίας (Δαν. θ’ 23), ἤ εἶναι ἄξιος νά φέρη ἕνα χαρακτηρισμόν ἀπό ἐκείνους μέ τούς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφή τούς ἐνθέους καί ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονός τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καί εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπό τήν ἰδικήν μας ἀξίαν».