Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

"Η ΜΟΝΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΥΣΙ: ΝΑ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΘΟΥΜΕ"



Από το μπλογκ Αποτείχιση http://apotixisi.blogspot.com/
Το εχουμε διακηρύξει οχι λιγες φορες οτι οπως σημερα εμφανιζονται τα πραγματα στην ανα τον κοσμον Ορθοδοξη Εκκλησια και τους Πανθρησκειαστας Οικουμενιστας επισκοπους, αρχιεπισκοπους και πατριαρχες, και που ολοι μας γινομαστε καθημεριμα μαρτυρες αφωνοι και διαπορουντες, μία οδος σωτηριας υπαρχει, Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ.

Να αποτειχισθουμε και να ειμαστε βεβαιοι οτι η κινησι μας αυτη ειναι σωτηρια και για μας τους ιδιους αλλα και για την Πατρωα Ευσεβεια, την Αγια μας Ορθοδοξια. Λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
"Οι της την κοινωνίαν εαυτούς διαστέλλοντες", οι χωριζόμενοι αυτοί, οχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά ΤΙΜΗΣ της ΠΡΕΠΟΥΣΗΣ, ως ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, είναι ΑΞΙΟΙ, επειδή όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Ορα και τον λα΄αποστολικόν. (Ιερόν Πηδάλιον, έκδ.Παπαδημητρίου 1970κ, σελ. 358κ).
Ποια ειναι η Ορθοδοξια μας που κινδυνευει σημερα τον εσχατον κινδυνον;
Ας δουμε την Ορθοδοξια μας ιστορικα.

1. Η Εικονομαχια.
Τι ήταν η Εικονομαχία; Ηταν μια ζοφερή περίοδος της Εκκλησίας μας.
Κινδύνεψε περισσότερο από κάθε άλλη φορά η Ορθοδοξία. Διήρκεσε πάνω
από εκατό χρόνια, από το 726 μέχρι το 842., δηλ. μιά πολύ μεγάλη περίοδο.
Η Εικονομαχία ανέτρεψε τα πάντα στην Ορθοδοξία.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέει ότι η Εικονομαχία ήταν «αθλιωτάτη μεταστοιχείωσις των πάντων»! Τι ήταν αυτή η «μεταστοιχείωση»;
α. Οι αυτοκράτορες στην περίοδο αυτή θέλησαν με τη βία να αλλάξουν την
πατροπαράδοτη Πίστη της Ορθοδοξίας. Οι αυτοκράτορες, με πρώτον τον Μέγα Κωνσταντίνο, ήταν συνήθως οι προστάτες της Ορθοδοξίας. Ρωτούσαν την Εκκλησία να μάθουν το ποια είναι η Πίστη της. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που συγκαλούσαν, αυτό το σκοπό εξυπηρετούσαν. Να πληροφορηθούν οι αυτοκράτορες την ακριβή Πίστη της Εκκλησίας, για να την προστατεύουν. Υπήρξαν όμως και αυτοκράτορες, που ήταν οι ίδιοι κακόδοξοι και αιρετικοί. Δηλ. υποστήριζαν αιρετικές διδασκαλίες, σε κάποια σημεία της Ορθοδόξου Πίστεως. Δηλ. δεν ανέτρεπαν ολόκληρο το οικοδόμημα της Πίστεως. Νόθευαν την Πίστη μόνο σ’ ένα ή περισσότερα σημεία της.

Το σχοινί !


«Η ιστορία μιλάει για έναν ορειβάτη, ο οποίος θέλησε να ανεβεί το ψηλότερο βουνό. Ξεκίνησε, λοιπόν, την περιπέτεια του μετά από πολλά χρόνια προετοιμασίας. Όμως, επειδή ήθελε τη δόξα μόνο για τον εαυτό του αποφάσισε να σκαρφαλώσει το βουνό μόνος. Η νύχτα, λοιπόν, έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν μαύρα. Μηδενική ορατότητα. Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα. Καθώς ο άνδρας ανέβαινε και απείχε λίγα μόνο μέτρα από την κορυφή του βουνού, γλίστρησε και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα. Ο ορειβάτης πού το μόνο πού έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρομερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά. Συνέχισε να πέφτει... και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του. Σκεφτόταν, τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σκοινί πού ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά. Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα. Μόνο το σκοινί τον κρατούσε ζωντανό. .Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμιάς άλλης επιλογής, φώναξε:

- Θεέ μου, βοήθησε με! -
Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε:
- Τί θέλεις να κάνω;
- Σώσε με, Θεέ μου!
- Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε σώσω;
- Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς!
- ΤΟΤΕ, του απαντά ο Θεός , ΚΟΨΕ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΟΥ...»।
Στο σημείο αυτό σταμάτησα να διαβάζω και απορημένη σκέφτηκα: -
«Θεέ μου, τί ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του ζητάς να κόψει το σκοινί, το μόνο πράγμα πού τον κρατάει ζωντανό;»
Αλλά, άφησα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη. Αλήθεια, ΕΣΥ, τί θα έκανες; Με ανάμεικτα συναισθήματα και σχεδόν βέβαιη για την απάντηση μου, συνεχίζω να διαβάζω: «Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σκοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σκοινί ΜΟΝΟ 2 μέτρα πάνω από τη γη...».
Και εσύ; Πόσο κολλημένος είσαι στο σκοινί σου;
Ποτέ μην αμφισβητήσεις όσα είναι από το Θεό. ,
Ποτέ δεν θα πρέπει να λες ότι σε έχει ξεχάσει ή σε έχει εγκαταλείψει.
Ποτέ μη νομίζεις ότι δεν σε φροντίζει. ,
Θυμήσου ότι σε κρατάει πάντα με το δεξί Του χέρι
και η επιλογή να απλώσεις το δικό σου χέρι ανήκει σε εσένα. "
Τελικά το μεγαλύτερο μας λάθος , είναι ότι δεν αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη Στα Χέρια Του Θεού ...
Δεν εμπιστευόμαστε Την Πανσοφία Του και Την Θεία Του Πρόνοια ...
Και ύστερα παραπονιώμαστε ότι όλα μας πάνε στραβά .
Μα αφού δεν αφήνουμε Τον Καραβοκύρη να οδηγήσει το καράβι της ζωής μας.
Θέλουμε να το οδηγήσουμε όπου θέλουμε εμείς ...
http://odevontas.blogspot.com/2011/03/blog-post_6757.html

Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ

“Ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πρώτη προσβολή καί παρακίνηση πρός τό κακό, καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ρίζα καί τό ὑπόβαθρο τοῦ κακοῦ. 

Γιατί ἡ ἀρχή δηλώνει ἤ τήν πρώτη κίνηση πρός τό κακό ἤ τή σύσταση. Ὅπως θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό ἄτοπη θέα, δηλαδή ἡ πρώτη ὁρμή, ἄν ὅμως ποῦμε ὅτι ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ νηστεία, δηλαδή τό θεμέλιο καί ἡ συγκρότηση, ἔτσι καί ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία, γιατί ἀπό αὐτήν ἀρχίζει κάθε ἁμαρτία κι ἀπ’ αὐτήν συγκροτεῖται.

Τό ὅτι λοιπόν ὅσες καλές πράξεις κι ἄν κάνουμε, δέν τίς ἀφήνει ἡ κακία νά παραμείνουν καί νά μή διασαλευθοῦν, γίνεται φανερό ἀπό τό ἐξῆς· πρόσεχε πόσες καλές πράξεις ἔκαμε ὁ Φαρισαῖος, ἀλλά τίποτε δέν τόν ὠφέλησε, γιατί δέν ἔκοψε τή ρίζα τῆς ἀλαζονείας κι αὐτή κατέστρεψε τά πάντα.

Ἀπό τήν ἀλαζονεία γεννιέται ἡ ὑπεροψία τῶν φτωχῶν, ἡ ἐπιθυμία γιά τά χρήματα, ἡ ἀγάπη γιά ἐξουσία, ὁ πόθος γιά δόξα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκρούσει κάθε ἐνόχληση. Γιατί ὁ ἀλαζόνας δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε οἱ ἰσχυρότεροι οὔτε οἱ ἀσθενέστεροι. Κι αὐτός πού δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε τά δεινοπαθήματα ἀνέχεται.

Πρόσεξε πῶς ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Πῶς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι τό νά μή γνωρίζεις τόν Κύριο; Καί πολύ σωστά γιατί αὐτός πού γνωρίζει τό Θεό, ἔτσι ὅπως πρέπει νά τόν γνωρίζει αὐτός πού γνωρίζει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ταπεινοφροσύνης, δέν ὑπερηφανεύεται. Αὐτός πού δέν γνωρίζει αὐτά, ὑπερηφανεύεται. Καί ἡ ὑπερηφάνεια σέ ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονεία.

Πές μου ὅλοι αὐτοί πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι γνωρίζουν τό Θεό; Ὄχι ἀπό ἀλαζονεία; Νά σέ ποιό γκρεμό τούς ἔσπρωξε τό ὅτι δέν γνωρίζουν τόν Κύριο. 

Ἄν λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τό συντετριμμένο πνεῦμα, ἀντίθετα ἐναντιώνεται στούς ὑπερηφάνους καί δίνει χάρη στούς ταπεινούς. 

Κανένα κακό λοιπόν δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κάμνει τόν ἄνθρωπο δαίμονα, ἀλαζόνα, βλάσφημο, ἐπίορκο, καί νά ἐπιθυμεῖ φόνους καί θανάτους. Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ, πάντοτε ἀδημονεῖ. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει τό πάθος του. 

Κι ἄν ἀκόμα ἔβλεπε τό βασιλιά νά σκύβει καί νά τόν προσκυνᾶ, δέν θά χόρταινε, ἀλλά περισσότερο θά ἄναβε. Ὅπως οἱ φιλάργυροι, ἔτσι κι οἱ ἀλαζόνες ὅση τιμή κι ἄν ἀπολαύσουν ἐπιθυμοῦν ἀκόμη περισσότερη. Μεγαλώνει σέ αὐτούς τό πάθος (πραγματικά εἶναι πάθος), καί τό πάθος δέ γνωρίζει ὅρια, ἀλλά τότε μόνο σταματᾶ, ὅταν σκοτώσει αὐτόν πού τό ἔχει. 

Δέ βλέπεις τούς μεθυσμένους πού πάντα διψοῦν γιά ποτό; Γιατί εἶναι πάθος. Δέν εἶναι φυσική ἐπιθυμία, ἀλλά μιά ἀρρώστια διεστραμμένη. Δέ βλέπεις ἐκείνους πού τούς ὀνομάζουν “βουλιμιῶντες”, γιατί πάντα πεινοῦν; Εἶναι πάθος, ὅπως λένε οἱ γιατροί, γιατί ξέφυγε ἀπό τά φυσικά ὅρια. Ἔτσι κι οἱ πολυπράγμονες καί περίεργοι, ὅσα κι ἄν πληροφορηθοῦν δέν σταματοῦν, γιατί εἶναι πάθος καί ὅρια δέν ἔχει.

...Πῶς εἶναι δυνατόν νά σβήσουν τήν ἀλαζονεία; Ἄν γνωρίσεις τό Θεό. Γιατί, ἄν τό πάθος ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας πού ἔχουμε γιά τό Θεό, ἄν γνωρίσουμε αὐτόν, κάθε ἀλαζονεία ἀπομακρύνεται. 

Σκέψου καλά τή γέεννα, σκέψου τούς πολύ καλύτερους ἀπό σένα, σκέψου πόσα ὀφείλεις στό Θεό νά πληρώσεις. Ἄν αὐτά τά καταλάβεις, γρήγορα ταπείνωσες τό φρόνημα, γρήγορα τό ἔκαμψες. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τά κάμεις αὐτά; Εἶσαι πιό ἀδύναμος; Σκέψου τόν παρόντα βίο, τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτα. 

Ὅταν δεῖς κάποιον νά μεταφέρεται νεκρός στήν ἀγορά καί νά ἀκολουθοῦν παιδιά ὀρφανά, χήρα γυναίκα νά ὀδύρεται, τούς φίλους καταλυπημένους, σκέψου τή μηδαμινότητα τῶν παρόντων πραγμάτων καί ὅτι δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τή σκιά καί τά ὄνειρα.

... ἀναλογίσου τή φύση μας, ἀπό ποῦ πλάσθηκε καί ποῦ τελειώνει. Σκέψου ὅταν κοιμᾶσαι τί ἀξία ἔχεις, δέν μπορεῖ καί τό μικρό θηρίο νά σέ σκοτώσει; Πολλούς συχνά κι ἕνα μικρό ζωΰφιο πού ἔπεσε ἀπό τό ταβάνι τούς ἔβγαλε τό μάτι ἤ ἔγινε αἰτία κάποιου ἄλλου κινδύνου. Τί δηλαδή; Δέν εἶσαι ἀπό ὅλα τά θηρία ὁ πιό ἀδύναμος; Ἀλλά τί λές; Ὅτι ὑπερέχεις ὡς πρός τό λογικό; Μά νά, δέν ἔχεις λογικό, γι’ αὐτό ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπόδειξη τοῦ παραλογισμοῦ σου. 

Γιατί πές μου, γιά ποιό πρᾶγμα καμαρώνεις; Γιά τή σωματική σου εὐεξία; Ἀλλά ἡ νίκη ἀνήκει στά ἄλογα ζῶα. Αὐτό τό ἔχουν καί οἱ ληστές καί οἱ φονιάδες καί οἱ τυμβωρύχοι. Μήπως γιά σύνεση; Ἀλλά δέν εἶναι γνώρισμα τῆς σύνεσης ἡ μεγαλοφρόνηση. Μέ αὐτό λοιπόν πρῶτα στερεῖς τόν ἑαυτό σου ἀπό τό νά γίνεις συνετός.

Ἄς καταστείλουμε τά φρονήματά μας, ἄς γίνουμε μετριόφρονες, ταπεινοί καί ἐπιεικεῖς. Γιατί αὐτούς πρό πάντων τούς μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας “μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες στό πνεῦμα” καί πάλι φώναζε λέγοντας “μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά”. Γι’ αὐτό ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, δίδοντας σέ μᾶς παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.”

“Γιατί τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας, σπάει τό δεσμό τῆς ἀγάπης, ἀποκόπτει τόν πλησίον καί κάνει τόν ὑπερήφανο νά ζεῖ ἀπομονωμένος. Καί ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τήν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ψυχή ὅταν φουσκώσει ἀπό ὑπερηφάνεια δέν ἀνέχεται τή συναναστροφή μέ ἄλλον, πρᾶγμα πού ἔπαθε καί ἡ Κόρινθος τότε. 

Καί μεταξύ τους συγκρούστηκαν καί κομμάτιασαν τήν ἐκκλησία καί ὅρισαν στόν ἑαυτό τους πάρα πολλούς ἄλλους δασκάλους καί ἀφοῦ χωρίσθηκαν σέ φατρίες καί ὁμάδες κατέστρεψαν τό κύρος τῆς ἐκκλησίας. (Α΄ Κορ. α΄ 10-13). Γιατί τό κύρος τῆς ἐκκλησίας τό διατηροῦν οἱ πιστοί ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους σάν ἕνα σῶμα”.

Η πολύχρονη υπομονή, που έφερε άμετρη τη χάρη του Θεού

Ένας από τους αγίους πατέρες είπε: 

Ήταν ένας γέροντας αναχωρητής, τίμιος, και πήγα μια φορά σ’ αυτόν, όταν ήμουν καταπονημένος από τους πειρασμούς.

Αυτός ήταν άρρωστος και κατάκοιτος και αφού τον χαιρέτησα, κάθισα κοντά του και του είπα: 


- Κάνε μια ευχή για μένα, πάτερ, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων.


Και ο γέροντας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε: 
- Παιδί μου, εσύ είσαι νέος και δε θ’ αφήσει ο Θεός να καταπονηθείς από αβάσταχτους πειρασμούς.

Κι εγώ του είπα: 
- Και νέος είμαι και πειρασμούς έχω από πολύ ενάρετους ανθρώπους.
Κι εκείνος πάλι μου είπε: 
- Λοιπόν, ο Θεός θέλει να σε κάνει σοφό.
Κι εγώ είπα: 
- Πώς θα με κάνει σοφό; Εγώ κάθε μέρα γεύομαι το θάνατο της ψυχής.
Κι εκείνος αμέσως απάντησε: 
- Σώπα, παιδί μου. Είπα ότι σε αγαπά ο Θεός και θα σου δώσει τη χάρη του. 
Και πρόσθεσε: 
- Να ξέρεις, παιδί μου, ότι τριάντα χρόνια πολέμησα με τους δαίμονες και επί είκοσι χρόνια δε φάνηκε να με βοήθησε καθόλου ο Θεός. Κι όταν πέρασε το εικοστό πέμπτο, άρχισα να βρίσκω κάποια ανάπαυση, που με τον καιρό γινόταν πιο μεγάλη. Μετά το εικοστό έβδομο και το εικοστό όγδοο έτος η ανάπαυση της ψυχής μου γινόταν πολύ πιο έντονη. Και τώρα που περνάει το τριακοστό έτος και κοντεύει να τελειώσει, τόσο στερεώθηκε μέσα μου η ανάπαυση, ώστε δεν μπορώ να την υπολογίσω και να τη μετρήσω. 


Και τελείωσε ο γέροντας με αυτά τα λόγια: 
- Όταν θελήσω να σηκωθώ για να προσευχηθώ, τρεις ψαλμούς προφταίνω να πω με το στόμα μου και από κει και πέρα, τρεις μέρες να στέκομαι όρθιος, αισθάνομαι έκσταση κοντά στο Θεό και δεν καταλαβαίνω καθόλου κούραση.

Βλέπεις τώρα, τι άμετρη ανάπαυση μου προξένησε η πολύχρονη εργασία της υπομονής;

Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς...

Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύριε!» (Ματθ. 15:22).


Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέτυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας. 

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κολακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μιλήσουν δεν καταδέχονται. 


Πρέπει πρώτα να πλησιάσουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέτες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά- και να τους καλοπιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακανονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.


Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. 

Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφεται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του. Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισακουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι.


Όταν πικράνεις έναν άνθρωπο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.


Ας τ' ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. 

Τους λέω: "Παρακάλεσε το Θεό!". 
Και μου απαντούν: "Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τίποτα". 

Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις.

Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λάβεις, να ευχαριστείς.


Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Εγκωμιαστικὸς λόγος εἰς τὴν αποτομὴν τῆς κεφαλῆς του Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ἐγκωμιαστικὸς Λόγος εἰς τὴν Ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
 Ὄντως λαμπρὰ καὶ θεϊκῆς χαρμοσύνης πλήρης ἡ σημερινὴ σύναξη, ποὺ μᾶς συγκέντρωσε ὅλους ἐμᾶς, ἀγαπητοὶ Χριστιανοί, γιὰ νὰ γιορτάσουμε σήμερα τὸ πνευματικὸ πανηγύρι. Καὶ δίκαια χαρακτηρίζεται λαμπρά, ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἐπώνυμο τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου τελοῦμε τὴν μνήμη, μιὰ καὶ εἶναι καὶ θεωρεῖται «λύχνος φωτός». Χωρὶς ἀμφιβολία δὲν πρόκειται γιὰ λύχνο, ποὺ περιαυγάζει τοὺς σωματικούς μας ὀφθαλμοὺς μὲ γήϊνη ἀκτινοβολία. Γιατὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ λάμψη θὰ ἦταν παροδική, μὲ συνεχεῖς διακοπὲς ἀπὸ κάθε ἐμπόδιο, ποὺ θὰ παρεμβαλλόταν σὰν σκιά.

Ἀντίθετα, πρόκειται γιὰ φῶς, ποὺ καταυγάζει μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς θείας Χάριτος τὶς καρδιὲς ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἀνέκαθεν ἔχουν συναχθεῖ στὴν ἑορτή, γιὰ φῶς, ποὺ ἀνυψώνει τὸν νοῦ στὴ θεωρία τῆς ἀθλήσεως τοῦ δικαίου. Κι ἔτσι, καθὼς μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας θὰ ἀτενίζουμε τὸ μακάριο τοῦτο πάθος, θὰ δημιουργοῦμε παράλληλα καὶ τὴν προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς μας εὐφροσύνης. Γιατὶ τὸ αἷμα ὁποιουδήποτε ἄλλου, ποὺ ἀπὸ ξίφος ἔρρευσε κάτω στὴ γῆ, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ τέρψει τὴν ἀνθρώπινη ὅραση οὔτε ἡ διήγηση τοῦ γεγονότος νὰ καλύψει μὲ σεβασμὸ τὴν μνήμη τοῦ νεκροῦ.

Γιατί, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἑλκύσει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του ἀγαπᾶ τὴ ζωή, μιὰ αἱματοχυσία ποῦ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο; Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο θὰ τὸν ὁδηγοῦσε μὲ τὴν ἀπέχθεια ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του σὲ συναισθήματα συμπαθείας καὶ ἐλέους γιὰ τὸ πάθημα, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν κανεὶς βρίσκεται σὲ κατάσταση ἀλλοφροσύνης ἢ ἀποκτηνώσεως, μὴ μπορώντας νὰ ἀντιδράσει λογικὰ σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει, ὅπως κάνουν τὰ ἄγρια θηρία.

Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς πετεινούς, ποὺ ἐνῷ ἄλλοι σφάζονται, αὐτοὶ χαίρονται, λαλοῦν, πηδοῦν δεξιὰ - ἀριστερά, μένοντας μόνο σὲ αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ χωρὶς νὰ συλλογίζονται, ὅτι θὰ ἔλθει καὶ ἡ δική τους ἡ σειρὰ νὰ πάθουν τὸ ἴδιο. Τὸ αἷμα, ὅμως, τοῦ δικαίου τὸ βλέπει κανεὶς καὶ τέρπεται, ἀκούει γι᾿ αὐτὸ καὶ τοῦ μεταφέρονται χαροποιὰ ἀγγέλματα, ἀξίζει νὰ τὸ ψαύει μὲ τὰ χείλη προσκυνηματικά.

Γιατὶ ἡ προσφορὰ αὐτοῦ τοῦ αἵματος χαρίζει τὴν μετοχὴ στὴν ἀθάνατη καὶ ἀληθινὴ ζωή. Καὶ πιστεύω, ὅτι ὄχι μόνο ἡ σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλὰ καὶ ὀ,τιδήποτε δικό του, εἴτε λείψανο εἴτε μία τρίχα εἴτε κάτι ἀπ᾿ ὅσα φοροῦσε ἢ ἄγγιζε, εἶναι περιζήτητο καὶ πολύτιμο σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει βάλει σκοπό του νὰ ζεῖ μὲ εὐσέβεια. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει κάτι τέτοιο στὸ σπίτι του ἣ στὴν ἐκκλησία, δηλαδὴ ὁλόκληρο λείψανο ἢ ἕνα μέρος ἢ κάτι ἀπειροελάχιστο, τὸ θεωρεῖ καύχημά του, σὰν νὰ κατέχει κάποιο θησαυρό, ποὺ τοῦ χαρίζει ἁγιασμὸ καὶ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία. Καὶ προσέρχεται μὲ εὐλάβεια στὴ λειψανοθήκη μὲ τὴν ἱερὴ σκόνη καὶ ἀσπάζεται μὲ ἅγιο φόβο τὰ ἄψαυστα ἅγια λείψανα.

Τίμιο τὸ αἷμα τῶν προφητῶν
Τέτοιο, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἦταν καὶ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἂν καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς στάθηκε τότε αἰτία ἀσυνήθιστου καὶ γοεροῦ θρήνου. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν, ἐνῷ μέχρι τότε δὲν εἶχαν ἐμπειρία τοῦ νεκροῦ, νὰ μὴν χάσουν τὰ λογικὰ τοὺς γιὰ τὴ σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τους, νὰ μὴν θρηνήσουν καὶ νὰ μὴν ξεσπάσουν σὲ γοερὲς κραυγές, καθὼς ξαφνικὰ τὸν βλέπουν νὰ κείτεται κατὰ γῆς αἱμόφυρτος καὶ πεσμένος νεκρὸς ἀπὸ τὸ φονικὸ χέρι τοῦ ἀδελφοῦ;

Τέτοιο στάθηκε γιὰ μᾶς καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ἀμώς, ποὺ θανάτωσε μὲ ξίφος ὁ βασιλιὰς Ἀμασίας, ἀφοῦ συνέχεια τὸν βασάνιζε ἀνελέητα. Παραδίδει σὲ θάνατο τὸν δίκαιο, καθὼς τὸν πλήγωσε μὲ ρόπαλο στὸν κρόταφο, μιὰ κι ὁ ἴδιος πληγωνόταν μὲ τὰ προφητικὰ βέλη. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Μιχαίου, ποὺ τὸν σκότωσε γκρεμίζοντας τὸν ὁ Ἰωράμ, ὁ γυιὸς τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδὴ δίδασκε μὲ εἰλικρίνεια καὶ θάρρος τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.


Γιατὶ τὸν ἔλεγχε, καθὼς μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ τὴν ἀσεβῆ συμπεριφορὰ τῶν προγόνων του. Τέτοιο ἦταν καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐου. Τὸν χώρισε σὲ δυὸ μέρη μὲ πριόνι ὁ Μανασσῆς, ποὺ εἶχε παρασύρει στὴν εἰδωλολατρεία τὸν μανιώδη στὰ πάθη καὶ ἐπιπόλαιο στὴν πίστη Ἰσραηλιτικὸ λαό, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχε νὰ ἀκούει τὶς προφητικὲς ἀποκαλύψεις.


Τὸ ἴδιο ἅγιο στάθηκε καὶ τὸ αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, ποὺ μαρτύρησε μὲ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ καὶ τὴν θεοσεβῆ μητέρα τους· αἷμα, ποὺ σκόρπισε ἀσύστολα ὁ Ἀντίοχος μέσα ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, μὴ ὑποφέροντας τὴν σθεναρὴ ἀντίσταση τῶν ἀκαταμάχητων γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοὺς σφράγισε ὁ θάνατος μέσα στὴν τέλεια πίστη τους.


Τέτοιο στάθηκε γιὰ μᾶς καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτου Ζαχαρίου. Χύθηκε μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸ ἀφηνιασμένο καὶ ὠμότατο μαχαίρι τῶν Ἰουδαίων, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀκοῦνε τὰ προφητικὰ λόγια. Καὶ τί χρειάζεται νὰ ἀναφέρω περισσότερα παραδείγματα ἀπὸ τὸ νὰ μιλήσω συνοπτικὰ γιὰ τὸ ἅγιο αἷμα τῶν ἀποστόλων, τῶν προφητῶν καὶ τῶν μαρτύρων, αἷμα ποὺ πολλοὶ ἀλιτήριοι ἔκαναν νὰ ξεχυθεῖ ποικιλοτρόπως, σὰν νερὸ ἄφθονο ποὺ περικυκλώνει τὴ γῆ καὶ σβήνει τὴν ἀσέβεια;


Τὸ αἷμα ποὺ βοᾷ
 Τέτοιο, λοιπόν, ἦταν καὶ τὸ ἅγιο αἷμα τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ μιλήσουμε. Αὐτὸ χύθηκε σὰν πολυτελὲς μύρο ἀπὸ τὸν ἱερὸ τράχηλο καὶ εὐωδιάζει τὴν οἰκουμένη.

Αἷμα, ποὺ σύναξε ὄχι ἡ γαστριμαργία οὔτε ἡ οἰνοποσία οὔτε ἡ τροφὴ κρεάτων ἢ κάποιου ἄλλου ἐδέσματος, ἀπὸ ὅσα συνηθίζουν νὰ λιπαίνουν καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ὀρέξεις, ἀλλὰ αἷμα, ποὺ σιγὰ - σιγά, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ σπάργανα μέχρι τὸ τέλος, αὔξησε ἡ χάρη τῆς ἐγκρατείας. Γιατί, ὅπως λέει ὁ Κύριος, «ᾖλθε ὁ Ἰωάννης, ποὺ οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε». Αἷμα, ποὺ κενώθηκε, πρὶν ἀπὸ τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καὶ ἀθανάτου ποτηρίου.

Γιατὶ ἔπρεπε ὁ πρόδρομός του φωτός, ὅπως ἀνέτειλε μὲ τὴ γέννησή του ἀπὸ στεῖρα μητέρα καταυγάζοντας αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν πάνω στὴ γῆ, ἔτσι νὰ λάμψει καὶ στοὺς νεκροὺς περνώντας μέσα ἀπὸ τὸ θάνατο ὡς φωτόμορφος κήρυκας. Αἷμα, ποὺ μὲ πολὺ περισσότερη παρρησία βοᾷ πρὸς τὸν Κύριο ἀπ᾿ ὅ,τι τὸ αἷμα τῆς σφαγῆς τοῦ Ἄβελ.
Καὶ γίνεται τοῦ φόνου ἡ ἐκτέλεση ἀναβόηση μυστικῆς φωνῆς, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ φωνητικὰ ὄργανα, ἀλλὰ ποὺ γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἴδιας της πράξεως. Αἷμα σεβασμιώτερο ἀπὸ αὐτὸ τῶν πατριαρχῶν, πολυτιμότερο τῶν προφητῶν καὶ ὁσιώτερο τῶν δικαίων. Ἀκόμη καὶ τῶν ἀποστόλων διαπρεπέστερο καὶ τῶν μαρτύρων ἐνδοξότερο, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ Λόγου.

Αἷμα χαριέστατο, ποὺ καλλωπίζει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πιὸ ὄμορφο ἀπὸ κάθε ποικολόχρωμο καὶ σπάνιο ἀνθοστολισμό, αἷμα, ποὺ κενώθηκε κατὰ τὸ τέλος τοῦ παλαιοῦ νόμου ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἄνθος, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ προοίμιο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

 Δίκαιος ἔλεγχος

 Ἀλλὰ ἂς συνθέσουμε τὸν λόγο ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γιὰ τὸ πῶς κενώθηκε αὐτὸ τὸ αἷμα, ἀπὸ ποιὸν καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία. 

«Ὁ Ἡρῴδης, λοιπόν, λέει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔρριξε στὴ φυλακή, ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. 

 Γιατὶ τοῦ ἔλεγε ὁ Ἰωάννης: Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ συζεῖς μὲ αὐτήν. Καὶ ἐνῷ ἤθελε νὰ τὸν θανατώσει, φοβήθηκε τὸν λαό, γιατὶ ὅλοι τὸν θεωροῦσαν προφήτη».


Κατ᾿ ἀρχὰς ἂς προσπαθήσουμε νὰ ἐξακριβώσουμε, ποιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ Ἡρῴδης, ἐπειδὴ ἡ συνωνυμία προξενεῖ ἀσάφεια γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο. Φανερὸ εἶναι, πὼς πρόκειται γιὰ τὸν τετράρχη.

Γιατὶ ὁ πατέρας του ὁ Ἡρῴδης, ὁ φονέας τῶν νηπίων, εἶχε πεθάνει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Καὶ γιὰ ποιὸν λόγο τὸν ἤλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατὶ ἔχοντας ἀπομακρύνει τὴ νόμιμη γυναῖκα του ὁ Ἡρῴδης, δηλαδὴ τὴν κόρη τοῦ βασιλιὰ Ἀρέτα, συνῆψε παράνομο δεσμὸ μὲ τὴν Ἡρῳδιάδα, τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου.

Γιατὶ εἶχε τὴ δυνατότητα, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἂν ἐκείνη ἦταν ἄτεκνη, νὰ τὴν νυμφευθεῖ, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ ἀπόγονος στὸν ἀδελφό του. Παντελῶς, ὅμως, ἀπαγορευόταν, ἐφ᾿ ὅσον εἶχε μία κόρη, τὴν συνωνόματη Ἡρῳδιάδα (τὴν Σαλώμη), τὸ γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τὸ διαβολικὸ ὄργανο τοῦ δικοῦ της ἀφανισμοῦ.

Εὔλογος, λοιπόν,ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ἔλεγχος ὄχι ὑβριστικός, ἀλλὰ συμβουλευτικός, χωρὶς νὰ δημιουργεῖ τραύματα, ἀλλὰ ἀπεναντίας, νὰ θεραπεύει πληγές. Γιατί, τί λέει; «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἔχεις». Τὸν ἐπαναφέρει στὴν τάξη τῆς θείας νομοθεσίας, μιλώντας κάπως ἔτσι: «Δὲς καὶ πληροφορήσου μὲ ἀκρίβεια, γιὰ τὸ τί σου παραγγέλλει ὁ μωσαϊκὸς νόμος. « Ἐὰν μένουν μαζὶ δυὸ ἀδελφοὶ καὶ πεθάνει ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς χωρὶς νὰ ἔχει ἀφήσει ἀπογόνους, δὲν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα του νὰ παντρευθεῖ ξένον ἄνδρα.

Θὰ τὴν νυμφευθεῖ ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἄνδρα της καὶ θὰ τὴν λάβει ὡς νόμιμη σύζυγο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννηθεῖ θὰ λάβει τὸ ὄνομα τοῦ νεκροῦ καὶ ἔτσι δὲν θὰ σβήσει τὸ ὀνομά του ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ». Αὐτὰ σοῦ παραγγέλλει ὁ νόμος. Ἐσύ, ἀντίθετα, συζεῖς μὲ τὴν γυναῖκα, ποὺ ἔχει ἤδη παιδὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου.

Μή, λοιπόν, παραβεῖς τὸν κανόνα τοῦ νομοθέτου. Κι οὔτε μὲ ἀνόσιο αἷμα νὰ μολύνεις τὴν βασιλικὴ πορφύρα. Κι οὔτε ἐσύ, ποὺ ὀφείλεις νὰ ἀποτελεῖς γιὰ τοὺς ἄλλους τὸ ὑπόδειγμα τῆς ὑποταγῆς στοὺς νόμους, ἐμφανισθεῖς ὡς αἴτιος παρανομίας στοὺς ὑπηκόους σου. Κι ἂν πέσεις σὲ αὐτὸ τὸ παράπτωμα, δίκαια θὰ κριθεῖς, «γιατὶ ἡ τιμωρία, γιὰ ὅσους βρίσκονται στὴν ἐξουσία, εἶναι ἄμεση».

 Ὁ αἰχμάλωτος τῶν παθῶν φυλακίζει τὸν ἐλεύθερο

 Αὐτός, ὅμως, κατέχοντας τὴν ἐξουσία καὶ λησμονώντας ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἐξεμάνη, ἄναψε ἀπὸ θυμὸ καὶ ἀπέσεισε ἀπὸ πάνω του τὸν ἔλεγχο. Δὲν μιμήθηκε τὸν Δαυΐδ, ποὺ ὅταν τὸν ἤλεγξε ὁ προφήτης Νάθαν ἐπὶ μοιχείη, ἐβόησε: «Ἁμάρτησα στὸν Κύριο».
Καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν ταπείνωσή του αὐτή, τοῦ συγχώρησε τὸ ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν φυλάκισε. Αὐτὸν ποὺ μὲ τὸν ἀσκητικό του βίο ζοῦσε τὴν ὕψιστη ἐλευθερία, τὸν δέσμευσε ὁ αἰχμάλωτος στὸ πάθος τῆς ἀσελγείας.

Ἔδεσε τὸν ἀπελευθερωμένο ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ σχέση ὁ ἤδη δεσμευμένος στὴ γοητεία τῆς ἀκολασίας.

Ἔβαλε στὴ φυλακὴ τὸν φύλακα καὶ κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κατάδικος γιὰ τὴν πράξη τῆς ἀκαθαρσίας. «Ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου». Γιὰ τὴν Ἡρῳδιάδα, τὴν ὅμοια στοὺς τρόπους μὲ τὴν Δαλιδὰ καὶ συνεργὸ τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή, τὸν συγκοιταζόμενο μαζί της, μᾶλλον δὲ παράνομο ἐραστή της, τὸν ἐξώθησε σὲ μανία κατὰ τοῦ Ἰωάννου. Δὲν ἀνέχομαι λέει, νὰ εἶμαι βασίλισσα καὶ νὰ χλευάζομαι ἀπὸ τὸ παιδὶ τοῦ Ζαχαρίου. Καθήλωσε στὴ φυλακὴ τὴ γλῶσσα, ποὺ μὲ στηλιτεύει. Σκότωσε ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται μὲ ξίφος αὐτόν, ποὺ μὲ λόγια σὰν βέλη μου πληγώνει τὴν ψυχή.

«Καὶ θέλοντας νὰ τὸν σκοτώσει φοβήθηκε τὸν ὄχλο, γιατὶ θεωροῦσε τὸν Ἰωάννη ὡς προφήτη». Καὶ συμβαίνει, ὅταν θέλουν οἱ ἄρχοντες νὰ πράξουν κάτι παράνομο, νὰ μὴν κάνουν εὐθὺς ἀμέσως τὴν ὁρμητική τους διάθεση πράξη, ἀλλὰ ἀναβάλλουν ἀπὸ ντροπὴ καὶ φόβο στὸν λαὸ καὶ καραδοκοῦν, πότε θὰ βρεθεῖ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία νὰ ξεχύσουν τὴ μοχθηρία τους.

 Οἱ ρίζες τῆς ἀνομίας καρποφοροῦν

 Στὴ γιορτὴ τῶν γενεθλίων του Ἡρῴδη, ἀνάμεσα στοὺς καλεσμένους, χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδας καὶ ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη, γι᾿ αὐτὸ καὶ τῆς ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο, πὼς θὰ τῆς χαρίσει, ὅ,τι κι ἂν τοῦ ζητήσει».

Κι ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ποὺ ὄφειλε νὰ ἀναπέμπει δοξολογία στὸ Θεό, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἐκεῖνος προτίμησε τὸ ἔργο τοῦ σκότους. Γιατὶ ἡ περίσταση ἐκείνη ἦταν εὐκαιρία γιὰ χαρὰ πνευματικὴ καὶ ὄχι γιὰ χορὸ καὶ μάλιστα γυναικώδη ἐνώπιον ἀνδρῶν.

Καὶ ποιὸ τὸ ἀποτέλεσμα; Ὁ ὅρκος. Καὶ ἀπὸ τὸν ὅρκο; Ὁ φόνος. Ξερρίζωσε τὶς ρίζες τῆς κακίας καὶ δὲν θὰ βλαστήσει καρπὸς ἀνομίας. Ἄν, ὅμως, φυτρώσουν οἱ πρῶτες, ἀσφαλῶς καὶ θὰ ἀποδώσουν τοὺς καρπούς τους. «Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδας ἐν μέσῳ τῶν καλεσμένων καὶ ἄρεσε στὸν Ἡρῴδη».

Καὶ σὲ τί ἄλλο μποροῦσε νὰ ἔχει ἐκπαιδευθεῖ ἀπὸ τὴν μητέρα της ἡ πρόξενος τῆς πορνείας κόρη ἀπὸ τὸ νὰ χορεύει ἀδιάντροπα καὶ μάλιστα μὲ τέτοια τέχνη καὶ ἐπιτήδευση στὸ χορό, ὥστε νὰ ἀρέσει στὸν Ἡρῴδη; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος μὲ ὅρκο δέθηκε νὰ τῆς χαρίσει, ὅ,τι τοῦ ζητήσει.

Σὲ τέτοιο βαθμὸ φθάνει ἡ προπέτεια αὐτῶν, ποὺ βακχικὰ ὀργιάζουν στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε νὰ ἀποφαίνονται ἀπερίσκεπτα γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα ἔρχεται στὸ νοῦ τους. Καὶ αὐτὴ δασκαλεμένη ἄριστα ἀπὸ τὴν μητέρα της ἄδραξε τὴν εὐκαιρία γιὰ τὸν ἀποτροπιαστικὸ θάνατο, ποὺ ἀπὸ καιρὸ πάσχιζε νὰ πραγματοποιήσει ἡ Ἡρῳδιάδα, ἡ μάννα τῆς ὀχιᾶς. Καὶ ... ἐράσει τὸ ξίφος τὸν ἱερὸ τράχηλο τοῦ Προδρόμου, ἀλλὰ διαπραγματεύθηκες νὰ σοῦ δοθεῖ ἡ ἁγία κεφαλὴ καὶ ἐπὶ πίνακι. Ὢ ἀκόλαστη καὶ θηριωδέστερη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰεζάβελ!

 Συμπόσιο ἀνόσιο

 «Καὶ λυπήθηκε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή, ὅμως, εἶχε ὁρκισθεῖ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐκτεθεῖ στοὺς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Καὶ ἔστειλε καὶ ἀποκεφάλισε τὸν Ἰωάννη στὴ φυλακή. Καὶ μεταφέρθηκε ἐπὶ πίνακι ἡ κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου καὶ δόθηκε στὴν κόρη, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της».

Φοβερὸς καρπὸς διαβολικῆς προμελέτης. Ποιὸς τόλμησε νὰ καταφέρει κατὰ τῆς θείας κεφαλῆς θανατηφόρο ξίφος; Ὁ δεύτερος Δωήκ, ὁ ἄνομος ὑπηρέτης, ποὺ δὲν μιμήθηκε ἐκείνους, ποὺ μὲ φρόνηση ἀντιτάχθηκαν στὸν βασιλέα Σαούλ, ὅταν αὐτὸς ἔδωσε διαταγὴ νὰ φονεύσουν τοὺς προφῆτες τοῦ Θεοῦ. «Καὶ προσφέρθηκε, λέει ἡ Γραφή, ἡ κεφαλὴ ἐπὶ πίνακι».


Πῶς νὰ χαρακτηρίσουμε αὐτὸ τὸ γεῦμα; Συμπόσιο ἢ φονευτήριο; Καὶ πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτοὺς τοὺς καλεσμένους; Συνδαιτυμόνες ἢ ἔκδοτους στὴ μέθη; Ὢ φοβερὸ θέαμα! Πονηρὸ ὅραμα! Ἐκεῖ παρετίθετο ὄρνιθα ὡς γεῦμα, ἐδῶ προσφερόταν προφητικὴ κεφαλή.


Ἐκεῖ κερνοῦσαν καθαρὸ οἶνο, ἐδῶ κρουνηδὸν ἔρρεε τὸ αἷμα τοῦ δικαίου. Φοβερὴ ἡ ἀγγελία καὶ φρικτὴ ἡ ἀφήγηση: «Καὶ δόθηκε στὴν κόρη, κι αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της». Ἀλλοίμονο, τί ἀτόπημα! Ἡ ἀτίμητη κάρα, ἡ ἁγνὴ καὶ ἄψαυστος καὶ στοὺς ἀγγέλους σεβάσμια, γιὰ μία ἄτιμη πράξη προσφέρθηκε στὴ μιαρὴ καὶ βέβηλο κόρη.


Καὶ τὴν ἔδωσε στὴν μητέρα της σὰν νὰ παρέθετε γεῦμα σ᾿ αὐτήν, ποὺ ὀργίαζε ἀπὸ τὴν μανιώδη ἐπιθυμία τοῦ θανάτου τοῦ προφήτου. Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: Φᾶγε, μητέρα, τὶς σάρκες αὐτοῦ ποὺ ἔζησε ὡς ἄσαρκος. Πιὲς τὸ αἷμα αὐτοῦ ποὺ θυσίασε τὸ αἷμα του στὴν ἄσκηση. Τώρα πιὰ ἀσφαλίσαμε μία γιὰ πάντα τὸ στόμα ἐκείνου, ποὺ μᾶς στηλίτευε.

Ἡ εἰκόνα τῆς ταφῆς

 Καὶ ἦλθαν, συνεχίζει τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ μαθητές του καὶ πῆραν τὸ σῶμα καὶ τὸ ἐνταφίασαν». Πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, σὺ ὁ φιλομαθής, ἁγιογραφημένη τὴν εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ δικαίου, καὶ τοὺς μὲν εἰκονομάχους μὴ σταματήσεις νὰ ἐπιπλήττεις ὡς ἐχθρούς της ἀληθείας, σὺ δὲ μελετώντας τὴν ἱστορία μὲ καθαρότητα ἀποκόμισε τὴν ὠφέλεια. Δές, πῶς σύρεται ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν φυλακὴ σιδηροδέσμιος.
Πῶς ὁ ἀποτρόπαιος δήμιος προτείνει ἀπάνθρωπα τὸ ξίφος κατὰ τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς. 

Πῶς μετὰ τὴν ἀποτομὴ ἡ μυρόβλυτη κάρα προσφέρεται στὴν μανιασμένη ἀπὸ ὄργια Ἡρῳδιάδα. Καὶ δές, πῶς θάπτεται τὸ ἱερὸ σῶμα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μαθητῶν του, ποὺ τὸν παραστέκουν ὁλογυρὶς μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ βαθὺ πόνο ψυχῇς.

Καὶ ἄλλος μὲν ἐναγκαλίζεται τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νὰ συναρμόσει τὴν κεφαλὴ μὲ τὸ ὑπόλοιπο σκήνωμα, ἐνῷ κάποιος τρίτος θυμιάζει καὶ ψάλλει τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἐκεῖ βρίσκομαι κι ἐγώ, ἀκροατές, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ βλέπω τὴν ταφὴ τοῦ δικαίου νὰ γίνεται μὲ εἰρήνη, ὅπως ἀναφέρεται στὴν Γραφή. Θεωρῶ τὸ ἀγγελικὸ ἐκεῖνο πρόσωπο, ποὺ οἱ ὀφθαλμοί του σὰν δυὸ φωστῆρες βασίλεψαν καὶ ποὺ ἡ ὄψη του ἀντιφέγγιζε τὴν ἀκτινοβολία τῆς Χάριτος. Δὲν ἀναπνέει τῆς πρόσκαιρης ζωῆς τὴν ζωτικὴ ἐνέργεια, ἀλλὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀναπνέει τῆς Θείας Χάριτος τὴν εὐωδία.

Ἀσπάζομαι ἐκεῖνες τὶς ἱερὲς χεῖρες, ποὺ ἡ ἁφή τους στάθηκε ἀνέπαφη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ποὺ ὁ δάκτυλός τους καθυπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους Αὐτόν, ποὺ πῆρε πάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Προσκυνῶ τοὺς ὡραίους ἐκείνους πόδας τοῦ εὐαγγελιζομένου τὰ ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ Προδρόμου, ποὺ προευτρέπισε τὴν ὁδὸ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἂς μοῦ παραχωρηθεῖ γιὰ προσκύνηση καὶ ἡ τιμία ἅλυσις, ποὺ μ᾿ αὐτὴν κρατήθηκε δέσμιος ὁ πολυτίμητος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἄγγελος.

Ἂς μοῦ δοθεῖ καὶ τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο πινάκιο, ποὺ πάνω του κατατέθηκε ἡ πανσεβάσμια κάρα, ἡ πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὸν χρυσό. Καὶ οὔτε τὴν μάχαιρα τοῦ στυγνοῦ φονιᾶ, ποὺ διαπέρασε τὸν ἱερὸ τράχηλο, ἂν εὕρισκα, θὰ ἄφηνα ἀπροσκύνητη καὶ οὔτε τὸ χῶμα, ἂν τύχαινε νὰ βρῶ, ὅπου ἐφυλακίσθηκε ὁ θησαυρός, θὰ δίσταζα νὰ καταφιλήσω, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ μοῦ μεταγγίσει Χάρη. Μακαριστὲ τάφε καὶ ἄπικρη πέτρα, ποὺ κρατᾷς μέσα σου κλεισμένο τὸ τρισευλογημένο ἐκεῖνο σκήνωμα, πολυτιμότερο ἀπὸ πολλὰ σμαράγδια καὶ μαργαριτάρια.

Ἐκεῖ, λοιπόν, παρευρισκόταν ὀρατῶς ὅλη ἡ ὁμήγυρις τῶν μαθητῶν καὶ ἀοράτως πλῆθος ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποὺ ἐγκωμίαζαν, τιμοῦσαν, ἀνύψωναν στὸν οὐρανὸ καὶ μετέφεραν στὴν αἰώνια χαρὰ αὐτόν, τὸν ἔνσαρκο ἄγγελο, τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Κυρίου, τὸν νυμφαγωγὸ τοῦ νυμφίου, τὸν ἄσβεστο λύχνο τοῦ ἀρρήτου φωτός, τὴν ζωντανὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸν ὑπεράνω τῶν προφητῶν καὶ μεγαλύτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Τέτοια, λοιπόν, ὅπως εἰπώθηκε, εἰρηνική, ὑπῆρξε ἡ ταφὴ τοῦ δικαίου, πρόξενος ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας στὸν κόσμο.

 Ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μᾶς ἀνταμείβει

 Ἄραγε ὁ παράφρων Ἡρῴδης διέφυγε ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ; (τὴν δικαιοκρισία). Ὄχι βέβαια. Ἀντίθετα, ὅπως ἀναφέρεται, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ἐγκλήματος κατασφάττεται ὕστερα ἀπὸ ἀνταρσία ὅλων τῶν ὑπηκόων του.

Κι αὐτὸ συνέβη, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς συνετίζει παιδευτικὰ αὐτούς, ποὺ πρόκειται νὰ βασιλεύσουν στὸ μέλλον, ὥστε νὰ μὴν περιπέσουν στὰ ἴδια ἐγκλήματα. Ἀλλά, ἀφοῦ ἐπανέλθω στὸ προκείμενο, ἂς ἀναβοήσω μὲ φωνή, ποὺ ἁρμόζει στὴ σημερινὴ ἡμέρα. Ἡμέρα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων τιμᾶται γιὰ τὸ ἐλεγκτικό του κήρυγμα καὶ ὁ παράφρων Ἡρῴδης ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν φόβο Θεοῦ στηλιτευόμενος ἐπὶ μοιχείη περιφρονεῖται.

Σήμερα ἡ κεφαλὴ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου προσφέρεται ὡς ἱερὸ σφάγιο ἐπὶ πίνακι καὶ ἡ μοιχαλίδα Ἡρῳδιάδα παρὰ τὴν θέλησή της καταδικάζεται αἰώνια. Σήμερα τὸ αἷμα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ θείου νόμου χύνεται καὶ ὁ ἐχθρός του Προδρόμου διὰ τῆς παρανομίας (μὲ τὴν κάκιστη διαγωγή του) δίκαια διαπομπεύεται.

Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος γιὰ τὴν παρρησία του πρὸς τὸν Ἡρῴδη χάριν τῆς δικαιοσύνης φονεύεται καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς διδασκόμενοι νὰ μὴν χωρίζονται ἀπὸ τὶς νόμιμες γυναῖκες τοὺς τὸν ἤδη διαζευχθέντα βασιλέα ἀπεχθάνονται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει ὁρόσημο πάνω στὴ γῆ καὶ παραγγέλλει ν᾿ ἀρκεῖται κάθε ἄνθρωπος στὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ νὰ μὴν προχωρεῖ πάρα πέρα.

Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατέρχεται στὸν Ἅδη καὶ οἱ νεκροὶ ἀφουγκράζονται (εὐαγγελίζονται) τὴν ἀνείπωτη χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοὶ μὲ πανευφρόσυνη ἀγαλλίαση ὑποδέχονται τὸν ἀποκεφαλισθέντα γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ ἀναπέμπουν ἑόρτιους ὕμνους.

Καὶ μοῦ φαίνεται, πὼς μᾶς παρακολουθεῖ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ μέγας τοῦ Κυρίου Πρόδρομος καὶ πὼς θὰ μᾶς ἀνταμείψει σὰν ὑμνῳδούς του μὲ θεία χαρίσματα. Μεταξὺ τῶν προφητῶν σὰν πρωϊνὸς διάττοντας ἀστέρας ποὺ καταγαύζει ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους, σὰν ἥλιος μεταξὺ ἡλίων ποὺ προλάμπει καὶ ὑπερλάμπει, ἐν μέσῳ τῶν μαρτύρων σὰν οὐρανὸς κατάκοσμος μὲ τὰ ἄστρα τῶν θαυμάτων, μεταξὺ τῶν δικαίων ὑπέρτερος, ὑπερέχων γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης φαίνεται ψηλότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ψηλόκορμους κέδρους τοῦ Λιβάνου αὐτὸς ποὺ χαροποίησε σήμερα τὴν οἰκουμένη.

Γιατί, ἂν πολλοὶ θὰ χαροῦν, κατὰ τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, μὲ τὴν γέννησή του, ἀνάλογη θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ πνευματικὴ εὐφροσύνη, γιὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ὁποῖον ἀξιωθήκαμε νὰ πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, ἱερεῖς καὶ ἐρημῖτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, γιατί ὅλοι μετέχουμε στὴν ἀγαλλίαση, ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ μνήμη του.

Ἰδιαίτερα, ὅμως, ἐμᾶς, ποὺ ἐγκαταβιώνουμε στὸν ἱερὸ τοῦτο οἶκο. Εἴθε νὰ τύχουμε ἐκτενέστερα ἀκόμη τῶν θείων πρεσβειῶν Του πρὸς τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, καθὼς καὶ στὸν Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ  ζωοποιὸ Πνεῦμα, γιὰ σήμερα καὶ γιὰ πάντα καὶ αἰώνια. Ἀμήν.

Σταμάτης Σπανουδάκης: " Ἔψαξα νὰ βρῶ στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα τὴν κρυμμένη θρησκευτικότητα καὶ νὰ τὴν κάνω πράξη, νὰ τὴν κάνω μουσική"

Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Ὑποτίθεται ὅτι προσεύχομαι λίγο κάθε μέρα, ἀλλὰ τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν κραυγὴ ἐκείνη ποὺ εἶναι σὰν νὰ πεθαίνεις μέσα στὴ μοναξιά σου καὶ τότε νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, εἶναι ζήτημα ἂν τὴν ἔχω ζήσει μιὰ-δύο φορὲς στὴ ζωή μου. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἀμέσως ἑπόμενο μάθημα ἀπὸ τὴ μουσική. Ὅταν ἐξαντλήσω τὴ μουσική, ἢ μὲ ἐξαντλήσει ἐκείνη, στρέφομαι ἀμέσως στὴν προσευχή.
Οἱ «σκεπτικιστὲς» καὶ οἱ «ἐκσυγχρονιστὲς» καὶ οἱ «μοντέρνοι» θεωροῦν τὸν πιστό, τὴ γριούλα, τὸν παπά, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζητοῦν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, σὰν ἕνα πράγμα ἀναχρονιστικό, σὰν ἀδύναμους ἀνθρώπους. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Θεὸ εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει πονέσει, ἔχει ζητήσει βοήθεια, ἔχει πεῖ «δὲν τὰ καταφέρνω μόνος». Καθένας ποὺ πιστεύει ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὄντως κι ἐγὼ εἶχα περιόδους μεγάλης μαυρίλας καὶ ζήτησα τὸν Θεὸ καὶ μὲ προσέτρεξε. Ἀπὸ τότε θέλω νὰ εἶμαι κοντά Του καὶ εἶμαι κοντά Του ὅσο μπορῶ.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἀκοῦς μοναχοὺς νὰ τραγουδοῦν μελωδίες σεμνά, ταπεινά, χαμηλόφωνα. Ἐκεῖ κατάλαβα τὴ βυζαντινὴ μουσική. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ τοὺς τραγουδιστὲς ποὺ φωνάζουν. Μὲ ἐνοχλοῦν ἀφόρητα. Ἡ ἔνταση εἶναι ἐκβιασμός. Μοῦ ἀρέσουν αὐτοὶ ποὺ τραγουδοῦν τρυφερά. Ἡ ἔνταση τῆς φωνῆς εἶναι ἐκβιασμὸς τῆς προσωπικότητας τοῦ τραγουδιοῦ καὶ εἶναι ἀπόρροια τῆς στάσης ζωῆς ποὺ ἔχουν πολλοὶ τραγουδιστές: «Θὰ σκίσω». Ἄλλο μεγάλο λάθος. Σκίζεις μόνο ὅταν....
αἰσθάνεσαι ἀσήμαντος.
Ἐγὼ ἀνῆκα στὴ νεολαία τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, τῶν λουλουδιῶν, τῶν ναρκωτικῶν, τοῦ ἐλεύθερου ἔρωτα, τῆς ἀγγλοσαξονικῆς μουσικῆς, τῶν Beatles κ.λπ. Καὶ ὡς νέος καὶ θέλοντας νὰ τὰ δοκιμάσω ὅλα, ἔπεσα καὶ σ’ αὐτὴ τὴν παγίδα τῶν ναρκωτικῶν. Βέβαια τότε τὰ ναρκωτικὰ δὲν ἦταν ἡ ἡρωίνη, ἡ ὁποία εἶναι θάνατος, ἦταν πιὸ «ἐλαφρά». Ἦταν τὸ χασίς, ἦταν τὸ LSD, δηλαδὴ πιὸ πολὺ κάτι παρεΐστικο… Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἴτε τῆς τωρινῆς, οἱ ὁποῖοι παίρνουν ναρκωτικά, εἶναι ὅλοι πεπεισμένοι ὅτι ὑπάρχει ὁ σατανᾶς, τὸν βλέπουν, παρόλο ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Ὅλοι οἱ χρῆστες ξέρουν ὅτι ὑπάρχει κόλαση, ξέρουν ὅτι ὑπάρχει ὁ σατανᾶς. Ἁπλῶς δὲν ἔχουν δεῖ τὸν Χριστό. Κι ἐκεῖ, γιὰ ἕναν Χριστιανό, εἶναι ἕνας κώδικας, μιὰ διέξοδος, δηλαδὴ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὸ «ἀντίπαλο δέος», γιὰ τὸν Χριστό. Γιὰ μένα προσωπικὰ αὐτὴ ἦταν ἡ λύση, ὄχι μόνο γιὰ τὰ ναρκωτικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ὡς τότε ζωή μου. Γιατί τὰ ναρκωτικὰ δὲν εἶναι ἡ αἰτία, τὰ ναρκωτικὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα. Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὰ ναρκωτικὰ εἶναι ἕνα τεράστιο κενό, τὸ ὁποῖο ἔχεις μέσα σου, τὸ ὁποῖο θέλεις νὰ γεμίσεις. Δὲν ὑπάρχει ἐξαρτημένος ποὺ νὰ μὴν εἶναι εὐαίσθητος. Συνήθως οἱ εὐαίσθητοι ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ ποὺ φτάνουν στὰ ναρκωτικά. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ὑλιστές, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ναρκωτικά, γιατί τὰ καταφέρνουν πολὺ καλὰ στὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι στὸ λάθος στρατόπεδο. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ κλέβουν, νὰ λένε ψέματα, νὰ ἐπιβιώνουν μὲ τὸν ἄγριο καὶ σημερινὸ τρόπο, δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὰ ναρκωτικά. Αὐτοὶ ποὺ «τὴν πατᾶνε» εἶναι οἱ εὐαίσθητοι, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σὲ ἕναν καλύτερο κόσμο χωρὶς νὰ ἔχουν γνωρίσει τὸν Θεό. Συνήθως, αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ βγάλουν πέρα στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπα γιὰ νὰ τονίσω ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ πηγαίνουν στὰ ναρκωτικὰ εἶναι ἄνθρωποι ποὺ «κάτι» τοὺς λείπει. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν τὸ ξέρουν. Κι αὐτοὶ τὸν Χριστὸ ψάχνουν. Μὲ λάθος τρόπους…

Ὅταν ἔζησα στὸ Ἅγιον Ὅρος τὸ 1975-1977 τὴ μουσικὴ τὴ βυζαντινή, ὅπως τὴν ψέλνουν οἱ μοναχοί, γλυκά, τρυφερά, χωρὶς καμία ἔπαρση, μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ μέσα σ’ ἕναν ναό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει φῶτα, ἔχει μόνο ρασοφορεμένους ποὺ σκύβουν θροΐζοντας, ὑποκλίνονται στὶς εἰκόνες, ἐκεῖ μαγεύτηκα! Αὐτό μου ἄνοιξε μιὰ πόρτα πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ τὸ λέω γενικότερα πρὸς τὴν Ἑλλάδα, γιατί ἤμουν ἀγγλοτραφής, ἤμουν δυτικοτραφής. Ἔχω ζήσει τουλάχιστον δέκα χρόνια στὴν Ἀγγλία, στὴ Γερμανία καὶ στὴ Γαλλία. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἄρχισα πιὰ ν’ ἀγαπάω τὴ βυζαντινὴ μουσική. Καὶ στὴ συνέχεια τὰ παραδοσιακά, τὰ νησιώτικα, τὰ σμυρναίικα, ὅλη τὴν προϋπάρχουσα Ἑλληνικὴ μουσική. Αὐτὸ σιγὰ-σιγὰ μὲ ὁδήγησε στοὺς δικούς μου πειραματισμούς, ὁπότε στὴ δεκαετία τοῦ ’80 ἔγραψα γιὰ κλαρίνο, ἕνα ὄργανο ποὺ τότε ἦταν γιὰ τὰ πανηγύρια. Ἔγραψα τὰ «Πέτρινα χρόνια», τὴν «Ἐαρινὴ ὥρα», τὸ «Ω, γλυκύ μου Ἔαρ», ποὺ ἦταν πολὺ τρυφερὴ καὶ γλυκιὰ μουσικὴ γι’ αὐτὸ τὸ ὄργανο. Δοκίμασα νὰ χρησιμοποιήσω λαϊκοὺς τραγουδιστές, ὅπως τὴν Ἑλένη Βιτάλη, ἡ ὁποία μέχρι τότε τραγουδοῦσε «Βάρα μου τὸ ντέφι» καὶ τέτοια τραγούδια, κι ἔκανα μαζί της δίσκους ὅπως τὸ «Κύριέ των Δυνάμεων» ἢ τὶς «Ἑφτὰ παρακλήσεις», ποὺ ἦταν καθαρὰ θρησκευτικοὶ δίσκοι. Δηλαδή, ἔψαξα νὰ βρῶ στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα τὴν κρυμμένη θρησκευτικότητα καὶ νὰ τὴν κάνω πράξη, νὰ τὴν κάνω μουσική. Γιὰ πολλὰ χρόνια τα τραγούδια, τὰ ὁποῖα ἔγραφα καὶ μὲ τὴν Ἐλευθερία καὶ μὲ τὸν Γαϊτάνο, ἐνῶ ἦταν τραγούδια ποὺ πέτυχαν στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα σὰν ἐρωτικά, ποτὲ δὲν ἦταν ἐρωτικά, ἦταν σαφῶς τραγούδια γιὰ τὸν Χριστό.

Πηγή: http://ellpalmos.blogspot.com/2014/03/blog-post_21.html#ixzz3BnMQRnsX

Κάθε λεπτό της ζωής μας έχει ανυπολόγιστη αξία



Ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά, πού ο Θεός μας χαρίζει, είναι ο χρόνος. Ο χρόνος είναι σωστός αργαλειός, οι μέρες είναι τα στημόνια του, τα δευτερόλεπτα τα υφάδια του. Αν χάσουμε την περιουσία μας μπορεί να την ξαναφτιάξουμε. Αν χάσουμε την υγεία μας, με την βοήθεια του Θεού και των ιατρών, μπορεί να την βρούμε. Αλλά τον καιρό, πού χάσαμε, τον χάσαμε για πάντα. Όπως κάθε ψήγμα χρυσού είναι πολύτιμο, έτσι και κάθε λεπτό του χρόνου. Ο χρόνος είναι σοφότατος σύμβουλος και ο άριστος διδάσκαλος. Εκείνος πού τον σπαταλά δεν γνωρίζει την αξία της ζωής.......
Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος, γίνεται δε λιγότερος όταν τον σπαταλούμε σε ματαιότητες και εξωφρενισμούς, σέ χαρτοπαίγνια και μεθύσια, σε διασκεδάσεις αμαρτωλές και λοιπές καταστρεπτικές ασωτίες, αντί να φροντίζουμε να τον χρησιμοποιούμε για την καλυτέρευση της ζωής μας στον ηθικό, πνευματικό και υλικό τομέα…. Κάθε λεπτό της ζωής μας έχει ανυπολόγιστη αξία, και ο χρόνος πού χάνεται, δεν ξαναέρχεται πίσω. Χάνεται οριστικά. Ο Απόστολος Παύλος συνιστά: "Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε" (Φιλ. 2, 12), διότι ο καιρός είναι συνεσταλμένος.


Πηγή: http://ellpalmos.blogspot.com/2014/04/blog-post_4.html#ixzz3BnLzsfNW

Η Αγία Απαγοήτευση

π.Διονύσιος Ταμπάκης- Ναύπλιον
Συγκινήθηκα πολύ, όταν χθές μιλώντας με μία νέα κοπέλα που είπε :
-Πάτερ , κάθε χρόνο που περνά ,μετράω και λιγότερους φίλους.
-Μπήκες στην στράτα του Θεού. Της απαντώ.
-Και ποια είναι αυτή;
Η Αγία απογοήτευση!
Σε εγκαταλείπουν τα πάντα, οι αγάπες, τα όνειρα, , οι πατρίδες , οι φίλοι, οι χαρές σου ,τα χρήματα ,η υγεία,οι ελπίδες ,όλες οι ανθρώπινες σιγουριές και βεβαιότητες, η ίδια η ζωή, το παρελθόν και το μέλλον σου…
-Και μετά;
-Μετά σε περιμένει η αγκαλιά Του Χριστού, η γλυκιά Του Αγάπη .

Άμα δεν σε απογοητεύσουν οι άνθρωποι δεν γίνεται να σε γοητεύσει ο Χριστός.
Είσαι σε καλό δρόμο!
πηγή synodoiporia.

Πηγή: http://ellpalmos.blogspot.com/search/label/%CE%9C%CE%B7%CE%BD%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82#ixzz3BnLfD4QP