Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός


Τον Βίον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού συνέγραψεν το πρώτον αραβιστί ο ιερομόναχος Μιχαήλ, από την Μονήν του Αγίου Συμεών του εν Θαυμαστώ Όρει πλησίον της Αντιοχείας, κατά το έτος 1085 με την βοήθειαν πιθανώς του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιωάννου. Ο Βίος αυτός μετεφράσθη εις την ελληνικήν δια πρώτην φοράν υπό του Σαμουήλ, Μητροπολίτου Αδάνων (μεταξύ 1086-1100), κατόπιν δε υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου του Η΄(1106-1156), εις την μετάφρασιν δε αυτήν βασίζεται ο ολίγον τι εκτενέστερος Βίος του Αγίου, γραμμένος από τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιωάννην τον Θ΄ τον Μερκουρόπουλον (1156-1166).
AgiosIoannisDamaskinos412
Ο άγιος Ιωάννης εγεννήθη εις την Δαμασκόν κατά το δεύτερον ήμισυ του Ζ΄ αιώνος «εκ χριστιανών και ορθοδόξων γονέων καταγόμενος». Ο πατήρ του, ονόματι Σέργιος εκ της παλαιάς οικογενείας Μανσούρ, ήτο «ανήρ τα μάλιστα ευσεβής», αλλά και επιφανής και πλούσιος και είχε το αξίωμα του «επιτρόπου (διοικητού) των δημοσίων πραγμάτων» ή του «λογοθέτου» εις τα ανάκτορα του Χαλίφου της Δαμασκού (του Άμπδ-ελ-Μαλέκ: 685-705). Μετά το βάπτισμα του Ιωάννου η μητέρα του εκοιμήθη και ο πατέρας του υιοθέτησε ένα ορφανό παιδί, τον γνωστόν ως αδελφόν του αγίου Δαμασκηνού, τον εξ Ιεροσολύμων Κοσμάν τον Μελωδόν (μετέπειτα επίσκοπον Μαϊουμά), διότι ήτο άνθρωπος λίαν φιλόχριστος και φιλάνθρωπος και την μεγάλην περιουσίαν του «εις αιχμαλώτων λύτρον συνεχώς επεμέτρει». Είχε δε και την φροντίδα όχι μόνον δια την σωματικήν ανατροφήν των τέκνων του αλλά και δια την κατά Χριστόν παιδείαν των: «όπως αν την αλογίαν καθυποτάξαιεν και βασιλείς ορθώσι παθών και τους αγρίους θήρας, τους δαίμονας, κατατρώσαιεν».
Ως διδάσκαλον των τέκνων του ο Θεός του έδωσε ένα σοφόν και άγιον μοναχόν, τον οποίον είχεν εξαγοράσει από την αιχμαλωσίαν των Σαρακηνών.
Ούτος ήτο ο εκ Καλαβρίας Κοσμάς, «την τύχην μοναδικός, την φρόνησιν σταθηρός, τον βίον θεοειδής, το είδος σεμνοπρεπής». Ήτο μορφωμένος θεολογικώς, φιλοσοφικώς και ασκητικώς, ικανός να μεταδώση εις τους άλλους «όσα ψυχήν εξεικονίζειν οίδε προς το Πρωτότυπον», προς τον Θεόν.
Ο Κοσμάς διδάσκει τον Ιωάννην και τον Κοσμάν την ανθρωπίνην και την θείαν σοφίαν, τ.ε. την φιλοσοφίαν (αριθμητικήν, γεωμετρίαν, αστρονομίαν, μουσικήν, ρητορικήν, διαλεκτικήν και ηθικήν) κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη, και την ορθόδοξον Θεολογίαν κατά τους αγίους Πατέρας.
Ιδιαιτέρως τους διδάσκει την άσκησιν εις την προσευχήν και την ταπείνωσιν: «δειν γαρ έκρινε πρώτως και ψυχήν και γλώσσαν και νουν ευχαίς αγιάζεσθαι», θέτων προ πάντων ως «θεμέλιον…. την ταπείνωσιν».
Χάρις εις την υπακοήν και την σοφίαν των οι δύο νέοι προέκοπτον ταχέως, παραμένοντες όμως πάντοτε εν ταπεινώσει, όπως λέγει ο Βίος διά τον Ιωάννην: «ουκ εφυσιούτο τη γνώσει, αλλ΄ εταπεινούτο τω έρωτι της μυστικωτέρας σοφίας». Μετά ταύτα ο διδάσκαλός των, ο μοναχός Κοσμάς, παρεκάλεσε τον πατέρα του να του επιτρέψη να αναχωρήση εις τα Ιεροσόλυμα, όπου εκατεβίωσε εις την Μονήν του Αγίου Σάββα.
Μετά τον θάνατον του πατρός του Ιωάννου ο χαλίφης της Δαμασκού (Ουαλίδ ο Α΄: 705-715) τοποθετεί τον Ιωάννην εις την θέσιν του «πρωτοσυμβούλου». Από την περίοδον αυτήν αρχίζει μάλλον ο άγιος Δαμασκηνός την συγγραφικήν του δράσιν, όπως φαίνεται από το έργον του «Κατά μονοφυσιτών Ιακωβιτών εκ προσώπου Πέτρου επισκόπου Δαμασκού» κ.ά. Εκείνον τον καιρόν εις το Βυζάντιον αυτοκράτωρ ήτο ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (716-741), ο οποίος ήρχισε, όπως είναι γνωστόν, τον διωγμόν εναντίον των αγίων Εικόνων, ονομάζων αυτάς είδωλα και καταστρέφων αυτάς, ακόμη δε και τα άγια λείψανα των Αγίων και τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια. Το 726 εξέδωσε ο Λέων το πρώτον του διάταγμα εναντίον των αγίων Εικόνων και το 730 εκδίδει και το δεύτερον, εξορίσας προηγουμένως τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως άγιον Γερμανόν. Ακούσας αυτά ο άγιος Ιωάννης και κινηθείς υπό του Αγίου Πνεύματος «τον ζήλον μιμείται του Ηλιού».
Αμέσως μετά το πρώτον διάταγμα του εικονομάχου αυτοκράτορος γράφει τον Πρώτον του επιστολιμαίον λόγον «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας Εικόνας» και τον αποστέλλει εις γνωστούς του χριστιανούς εις την Κωνσταντινούπολιν, υπερασπίζων «την σχετικήν των θείων εκτυπωμάτων προσκύνησιν». Το στόμα του Δαμασκηνού εξέφραζε την ορθόδοξον συνείδησιν όλης της Καθολικής Εκκλησίας: «Πρώτον μεν ουν απάντων, οιόν τινα τρόπιν ή θεμέλιον τω λογισμώ καταπήξας, την της Εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας συντήρησιν, δι΄ ης σωτηρία προσγίνεσθαι πέφυκε…
Μη καινοτόμει, μηδέ μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου…
Ουκ ανεξόμεθα νέαν πίστιν διδάσκεσθαι…
Ουκ ανεξόμεθα άλλοτε άλλα φρονείν και καιροίς μεταβάλλεσθαι…
Ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία…». Ο Δεύτερος του Δαμασκηνού λόγος, που αποτελεί μίαν απλοποιημένην σύνοψιν του Πρώτου, εγράφη κατά το έτος 1730 μετά την εξορίαν του Πατριάρχου Γερμανού. Οι δύο αυτοί λόγοι είχον μεγάλην απήχησιν εις το ορθόδοξον πλήρωμα της Βασιλευούσης και εις όλην την αυτοκρατορίαν, διότι «τάς απάντων είλκε ψυχάς προς την σχετικήν των θείων εκτυπωμάτων προσκύνησιν».
Ο Βίος μας αναφέρει εν συνεχεία ότι ο αυτοκράτωρ Λέων δια να εκδικηθή τον Άγιον συκοφαντεί αυτόν εις τον χαλίφην της Δαμασκού ως προδότην και δια τούτο ο χαλίφης «ευθύς κελεύει την δεξιάν κοπήναι του Ιωάννου». Τον «ονειδισμόν του Χριστού» δέχεται ο Άγιος, αλλά μετά το θαύμα της Παναγίας, η οποία συμπαθούσα εις την θερμήν προσευχήν του Ιωάννου δια της θαυματουργικής Εικόνος της θεραπεύει την δεξιάν του, ο ομολογητής της Ορθοδοξίας αποχωρεί από τα αραβικά ανάκτορα και «Χριστόν ηκολούθησε, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των εν Αραβία θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού.
Αφού εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, αναχωρεί εις την Μονήν του αγίου Σάββα, μαζί με τον πνευματικόν αδελφόν του Κοσμά και τον ανεψιόν του Στέφανον τον Σαββαΐτην, συμπαραλαβών και την θαυματουργικήν Εικόνα της Παναγίας. Είναι γεγονός αναμφισβήτητον ότι η συμβολή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού εις την καταπολέμησιν της εικονομαχίας ήτο αποφασιστική, δια τούτο και προσεπάθει ο αυτοκράτωρ να τον πολεμήση παντοιοτρόπως.
Ο θείος Δαμασκηνός ανέπτυξε την θεολογίαν των Εικόνων και απέδειξεν σαφέστατα ότι η προσκύνησις των αγίων Εικόνων υπήρχεν ανέκαθεν εις την παράδοσιν της Εκκλησίας. Έγραψε και τον Τρίτον λόγον του υπέρ των αγίων Εικόνων, τον εκτενέστερον και συστηματικότερον, προς το τέλος του 730, και πιθανώς να συνετέλεσεν ο ίδιος εις τον κατά το αυτό έτος αναθεματισμόν του εικονομάχου Λέοντος υπό των επισκόπων της Ανατολής. Εις την Μονήν του αγίου Σάββα ο άγιος Ιωάννης επέρασεν όλην την στενήν οδόν της μοναχικής ασκήσεως: υπακοήν, εκκοπήν θελήματος, ταπείνωσιν.
Ο τότε ηγούμενος της Λαύρας Νικόδημος τον παρέδωσεν εις ένα γέροντα («ανδρί πολλά τη πείρα μαθόντι και γνώσιν έμπρακτον έχοντι»), ο οποίος «το καλόν θεμέλιον πρώτον αυτώ υποτίθησι, το μηδέν πράττειν ιδίω θελήματι», και απαγορεύει εις αυτόν να δεικνύη την γνώσιν του ή και να γράφη καθόλου, ασκών «σιωπήν μετά συνέσεως».
Ο Βίος αναφέρει συγκινητικά παραδείγματα της τελείας υπακοής και ταπεινώσεως του Αγίου, «χωρίς γογγυσμών και διαλογισμών», όπως π.χ. εκείνο όταν επήγε καθ΄ υπακοήν εις την Δαμασκόν δια να πωλήση «τας σπυρίδας, ας εργόχειρον είχεν». Μίαν ημέραν η θλίψις ενός αδελφού μοναχού -λόγω του θανάτου του αδελφού του- έκαμε τον Δαμασκηνόν να παραβή την απαγόρευσιν του γέροντος.
Δια να παρηγορήση τον λυπημένον μοναχόν συνέθεσε ο Άγιος και έψαλε το γνωστόν τροπάριον «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα», που ψάλλεται και μέχρι σήμερον εις την ακολουθίαν της κηδείας. Δια τούτο ο γέρων τον εξεδίωξε από το κελλί του και από το μοναστήριον, κατόπιν δε της παρακλήσεως των άλλων πατέρων τον εδέχθη πάλιν, αλλά του επέβαλεν ως επιτίμιον να καθαρίση ολόκληρον τον χώρον της Μονής και τα αποχωρητήρια, πράγμα το οποίον ο Ιωάννης έκαμε με προθυμίαν και ταπείνωσιν. Από τότε, κατά μίαν αποκάλυψιν της Παναγίας εις τον γέροντα, του επιτρέπεται να συνθέτη εκκλησιαστικά ποιήματα και να γράφη τα θεολογικά του συγγράμματα.
Ο Άγιος Δαμασκηνός εχειροτονήθη εις πρεσβύτερον από τον «τρισμακάριστον Πατριάρχην της αγίας Χριστού του Θεού ημών πόλεως Ιερουσαλήμ» Ιωάννην τον Ε΄ (706-735), και έμεινε ένα διάστημα εις τον ναόν της Αναστάσεως ως «πρεσβύτερος της αγίας Χριστού του Θεού ημών αναστάσεως», οπότε και εξεφώνησε τους γνωστούς Λόγους εις την Παναγίαν και άλλους. Πιθανόν να ήρχετο και συχνότερα εις τα Ιεροσόλυμα προς τον Πατριάρχην Ιωάννην, πάντως τον περισσότερον χρόνον της ζωής του ο Άγιος επέρασεν εις την Λαύραν, ασκητεύων εις ένα μικρόν σπήλαιον και ασχολούμενος με την αγίαν υμνογραφίαν και την άνωθεν Θεολογίαν. Εκοιμήθη ο άγιος Ιωάννης «εν ειρήνη και γήρα βαθεί» την 4ην Δεκεμβρίου, οπότε και τελείται η μνήμη αυτού, κατά τα μέσα του Η΄ αιώνος, πάντως προ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εις την οποίαν εθριάμβευσεν η ορθόδοξος θεολογία του περί της τιμητικής προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων της ενσάρκου Οικονομίας του Σωτήρος Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων. Οι Πατέρες της Ζ΄ Συνόδου τον επευφήμησαν μαζί με άλλους δύο αγίους ομολογητάς, τον Γερμανόν Κωνσταντινουπόλεως και Γεώργιον τον Κύπριον: «Γερμανού του ορθοδόξου, αιωνία η μνήμη•
Ιωάννου και Γεωργίου, αιωνία η μνήμη•
των κηρύκων της αληθείας, αιωνία η μνήμη.
Η Τριάς τους τρεις εδόξασεν, ων ταις διαλογαίς αξιωθείημεν, οικτιρμοίς τε και χάριτι του πρώτου και μεγάλου Αρχιερέως Χριστού του Θεού ημών, πρεσβευούσης της αχράντου Δεσποίνης ημών της Αγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων». Ο δε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης, τελειώνοντας τον Βίον του Δαμασκηνού λέγει: «Προς Χριστόν ανέδραμεν, ον ηγάπησε, και νυν ουκ εν εικόνι τούτον ορά, ουκ εν εκτυπώματι προσκυνεί, αλλ΄αυτόν οπτάνεται κατά πρόσωπον, ανακεκαλυμμένω προσώπω βλέπων την δόξαν της Μακαρίας Τριάδος».
Πηγή: «Εισαγωγή» εις Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος – τέσσερις θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1995[3].

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μία μεγάλη ασκητική μορφή



Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (14 Ιουνίου)
Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγ­γελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.
ιο12
Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος  του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πως θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.
Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.
Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.
Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα  «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Α­θήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει  το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».
Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.
Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.
Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρί­σιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαρίων.
Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.
Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, η  φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Ιουνίου.

(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Γιατί δὲν διακρίνουμε σωστὰ τὰ πράγματα καὶ μὲ ποιὸν τρόπο μποροῦμε νὰ τὰ γνωρίζουμε Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον


Ἡ αἰτία ποὺ δὲν διακρίνουμε ὀρθὰ ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ εἴπαμε καὶ ἄλλα πολλά, εἶναι γιατὶ δὲν τὰ σκεφτόμαστε στὸ βάθος τους ποιὰ εἶναι, ἀλλὰ πιάνουμε τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος σὲ αὐτά, ἀμέσως ἀπὸ μόνη τὴν ἐξωτερική τους μελέτη καὶ ἐμφάνισι. Ἔτσι ὅταν, ἡ ἀγάπη τους ἢ τὸ μῖσος προλαβάνουν καὶ σκοτίζουν τὸ νοῦ μας καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ διακρίνῃ σωστά, ὅπως εἶναι στὴν ἀλήθεια (1). Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μὴν βρῇ τόπον ἡ πλάνη αὐτὴ στὸ νοῦ σου, πρόσεχε καλά· καὶ ὅταν, ἢ βλέπῃς μὲ τὰ μάτια ἢ μελετᾷς μὲ τὸ νοῦ κανένα πρᾶγμα, κράτα ὅσο μπορεῖς τὴν θέλησί σου καὶ μὴ τὴν ἀφήσῃς νὰ τὸ ἀγαπήσῃ ἢ νὰ τὸ μισήσῃ, ἀλλὰ παρατήρησέ το μὲ τὸ νοῦ μοναχά.
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, ὅμως, σκέψου φρόνιμα, ὅτι ἂν αὐτὸ εἶναι ὀδυνηρὸ καὶ ἀντίθετο στὴν φυσική σου κλίσι, παρακινεῖσαι ἀπὸ τὸ μῖσος νὰ τὸ ἀποστρέφεσαι. Ἂν ὅμως σοῦ προξενῇ εὐχαρίστησι, παρακινεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη νὰ τὸ θέλῃς. Γιατὶ, τότε ποὺ ὁ νοῦς σου δὲν εἶναι ζαλισμένος ἀπὸ τὸ πάθος, εἶναι ἐλεύθερος καὶ καθαρὸς καὶ μπορεῖ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διαπεράση μέσα στὸ βάθος τοῦ πράγματος, ποὺ τὸ κακὸ εἶναι κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὴν ψεύτικη εὐχαρίστησι ἢ ποὺ τὸ καλὸ εἶναι σκεπασμένο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ κακοῦ.

Το πολίτευμα του Σταυρού Του σεβασμ. μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου


Κάθε ανθρώπινη πολιτεία έχει ένα νομικό πλαίσιο μέσα στο oποίο κινείται, γιατί είναι γεγονός ότι μετά την πτώση του ανθρώπου οι συνθήκες ζωής γίνονται δύσκολες. Ο άνθρωπος περιέπεσε στον σκοτασμό του νου και άλλαξαν οι σχέσεις του και με τον Θεό και με τον συνάνθρωπο. Ο άνθρωπος με σκοτισμένο νου γίνεται ιδιοτελής, φίλαυτος, αυτάρκης, εμπαθής και αυτό έχει τραγικές συνέπειες για την ζωή της κοινωνίας. Γι' αυτόν τον λόγο εμφανίσθηκαν πολλοί νομοθέτες που αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται να κάνουν υποφερτές τις κοινωνικές συνθήκες.
Το πολίτευμα όμως της Εκκλησίας είναι σταυρικό. Στηρίζεται πάνω στον Σταυρό του Χριστού. Παρακαλούμε τον Θεό να φυλάττη το δικό Του πολίτευμα δια του Σταυρού. «Και το σον φυλάττων διά του σταυρού σου πολίτευμα». Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι ο Σταυρός είναι η βάση του ορθόδοξου εκκλησιαστικού πολιτεύματος και ότι το ορθόδοξο πολίτευμα είναι σταυρικό.
Θα ήταν, λοιπόν, καλό να χαραχθούν μερικές απλές σκέψεις για το κρίσιμο αυτό θέμα, αφού μάλιστα πιστεύω ότι αν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε αυτήν την μεγάλη αλήθεια θα μπορέσουμε να εισδύσουμε στο πραγματικό και βαθύτερο νόημα της Ορθοδοξίας.
Κατ' αρχάς ο Σταυρός στην πατερική διδασκαλία, εκτός του ότι είναι το ξύλο πάνω στο οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του και θριάμβευσε εναντίον των δυνάμεων του σκότους, συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε τους ανθρώπους προ του Νόμου, μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως του Χριστού και μετά από αυτήν.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε μια ομιλία του αναπτύσσει αυτήν την θεμελιώδη διδασκαλία της Εκκλησίας. Τονίζει ότι Σταυρός είναι «η της αμαρτίας κατάργησις». Επίσης, υπογραμμίζει την αλήθεια ότι ο Σταυρός του Χριστού «προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως».
Έτσι ο Σταυρός του Χριστού προτυπωνόταν μυστικώς στην Παλαιά Διαθήκη και στην πραγματικότητα, όπως λέγει στην συνέχεια της ομιλίας του ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, βιώνονταν από όλους τους Προπάτορας και τους Προφήτας. Πραγματικά, «φίλοι Θεού πολλοί των πρό νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος». Έτσι «και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και πρό του τελεσθήναι».
Βεβαίως, το σχήμα του Σταυρού πάνω στον οποίο ο Χριστός τελείωσε την ζωή Του είναι τίμιο και προσκυνητό, γιατί είναι εικόνα του εσταυρωμένου. Έχει μεγάλη αξία διότι, πάλι κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο Χριστός με την θνητή και παθητή σάρκα που προσέλαβε από την Παναγία «τον μεν αρχέκακον όφιν θεοσόφω δελέατι δια του σταυρού αγγιστρεύσας το υπ' αυτού δουλούμενον άπαν ηλευθέρωσε γένος». Γι' αυτό διά του Σταυρού ήλθε η σωτηρία σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Επομένως, ο Σταυρός είναι το όργανο εκείνο διά του οποίου ο Χριστός απέθανε και με το οποίο νίκησε τις δυνάμεις του σκότους, αλλά συγχρόνως είναι και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που έσωζε και σώζει τους ανθρώπους προ του Νόμου και μετά τον Νόμο, προ της ενανθρωπήσεως και μετά την ενανθρώπηση του Χριστού.
Η Εκκλησία του Χριστού στηρίζεται πάνω στον Σταυρό και όλη η εκκλησιαστική ζωή, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, είναι στην πραγματικότητα σταυρική ζωή. Οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να προσκυνούμε τον τύπο του Σταυρού, διότι είναι σημείο και τρόπαιο μέγιστο του Χριστού εναντίον του διαβόλου και όλης της αντικειμένης φάλαγγος, «διο και φρίττουσι (οι δαίμονες) και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Θα ήθελα στην συνέχεια να τονίσω τρεις πραγματικότητες στις οποίες φαίνεται ότι το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι σταυρικό, δηλαδή στηρίζεται πάνω στον Σταυρό.
Πρώτον, τα Μυστήρια της Εκκλησίας που αποτελούν το κέντρο της πνευματικής ζωής γίνονται με την ενέργεια του Σταυρού. Το νερό της κολυμβήθρας αγιάζεται με την σημείωση του Τιμίου Σταυρού, αφού όχι μόνον ο Σταυρός, αλλά και το σχήμα του Σταυρού είναι θείο και προσκυνητό και, επομένως, είναι αγιαστικό. Όταν εισερχόμαστε στην ιερά κολυμβήθρα βαπτιζόμεθα στον θάνατο του Χριστού, που σημαίνει μετέχουμε της δυνάμεως του Σταυρού. Ο ιερεύς μας χρίει με το Άγιο Μύρο σχηματίζοντας επάνω μας το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας είναι βίωση και μέθεξη του Τιμίου Σταυρού. Κατά την θεία Λειτουργία δεν ενθυμούμαστε τα θαύματα που έκανε ο Χριστός όσο ζούσε, αλλά τον Σταυρό, τον θάνατο και την ανάστασή Του.
Και όταν ο ιερεύς παρακαλή τον Θεό Πατέρα να στείλη το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλη τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού σχηματίζει πάνω από τα Δώρα τον Τίμιο Σταυρό. Το ίδιο γίνεται με όλα τα Μυστήρια και όλες τις τελετές της Εκκλησίας. Κατά την διάρκεια της «στέψεως» όχι μόνον σχηματίζεται στους νεονύμφους ο Τίμιος Σταυρός, αλλά και όλη η ζωή του χριστιανικού ανδρογύνου, όπως περιγράφεται στις ευχές του Μυστηρίου του Γάμου, είναι σταυρική. Και πραγματικά αν δούμε την οικογενειακή ζωή έξω από τον Σταυρό, τότε αποτυγχάνουμε να την ερμηνεύσουμε και να την κατανοήσουμε ορθόδοξα.

ΕΥΧΗ ΜΥΣΤΙΚΗ : Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Συμεών εὐχή μυστική, δι᾿ ἧς ἐπικαλεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προορῶν.


Προσευχή στο Άγιο Πνεύμα
Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή, ἐλθέ τό ἀποκεκρυμμένον μυστήριον, ἐλθέ ὁ ἀκατονόμαστος θησαυρός, ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον, ἐλθέ ἡ ἀΐδιος ἀγαλλίασις, ἐλθέ τό ἀνέσπερον φῶς, ἐλθέ πάντων τῶν μελλόντων σωθῆναι ἡ ἀληθινή προσδοκία, ἐλθέ τῶν κειμένων ἡ ἔγερσις, ἐλθέ τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις, ἐλθέ ὁ δυνατός, ὁ πάντα ἀεί ποιῶν καί μεταποιῶν καί ἀλλοιῶν μόνῳ τῷ βούλεσθαι!
Ἐλθέ ὁ ἀόρατος καί ἀναφής πάντῃ ἀψηλάφητος, ἐλθέ ὁ ἀεί μένων ἀμετακίνητος καί καθ᾿ ὥραν ὅλος μετακινούμενος καί ἐρχόμενος πρός ἡμᾶς τούς ἐν τῷ ᾅδη κειμένους, ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἐλθέ τό περιπόθητον ὄνομα καί θρυλούμενον, λαληθῆναι δέ παρ᾿ ἡμῶν, ὅπερ εἷς, ἤ γνωσθῆναι, ὁποῖος ἤ ποταπός, ὅλως ἡμῖν ἀνεπίδεκτον.
Ἐλθέ ἡ αἰώνιος χαρά, ἐλθέ τό στέφος τό ἀμαράντινον, ἐλθέ ἡ πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί βασιλέως ἡμῶν, ἐλθέ ἡ ζώνη ἡ κρυσταλλοειδής καί διάλιθος, ἐλθέ τό ὑπόδημα τό ἀπρόσιτον, ἐλθέ ἡ  βασίλειος ἁλουργίς καί αὐτοκρατορική ὄντως δεξιά!
Ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή, ἐλθέ ὁ μόνος πρός μόνον, ὅτι μόνος εἰμί, καθάπερ ὁρᾷς!
Ἐλθέ ὁ χωρίσας ἐκ  πάντων καί ποιήσας με μόνον ἐπί τῆς γῆς, ἐλθέ ὁ γενόμενος πόθος αὐτός ἐν ἐμοί καί ποθεῖν σε ποιήσας με, τόν ἀπρόσιτον παντελῶς!
Ἐλθέ ἡ πνοή μου καί ἡ ζωή, ἐλθέ ἡ παραμυθία τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, ἐλθέ ἡ χαρά καί ἡ δόξα καί ἡ διηνεκής μου τρυφή!
Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕν πνεῦμα ἐγένου μετ᾿ ἐμοῦ˙ ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως ὁ ἐπί πάντων Θεός, καί αὐτός μοι τά πάντα ἐν πᾶσι γεγένησαι, τροφή ἀνεκλάλητος καί εἰς ἅπαν ἀδάπανος, ἀενάως ὑπερεκχεομένη τοῖς τῆς ἐμῆς ψυχῆς χείλεσι καί ὑπερεκβλύζουσα ἐν τῇ πηγῇ τῆς καρδίας μου, ἔνδυμα ἀπαστράπτον καί καταφλέγον τούς δαίμονας, κάθαρσις διά ἀφθάρτων καί ἁγίων δακρύων ἐκπλύνουσά με, ὧν ἡ σή παρουσία, πρός οὕς παραγίνῃ, χαρίζεται.
Εὐχαριστῶ σοι, τό φῶς ἀνέσπερόν μοι γεγένησαι καί ἥλιος ἄδυτος, ποῦ κρυβῆναι μή ἔχων ὁ πληρῶν τῆς σῆς δόξης τά σύμπαντα.
Οὐδέποτε γάρ ἀπεκρύβης ἀπό τινος, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἀεί κρυπτόμεθα ἀπό σοῦ, ἐλθεῖν πρός σέ μή βουλόμενοι.

Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται


Ὅτε τὸν παναρμόνιον τουτονὶ κόσμον ἐξ ἀρχῆς ἔπλαττεν ὁ Θεὸς, θαύματα ἐπὶ θαύμασιν εἰργάσατο,
οὐ νόμῳ φύσεως δουλεύων,
ἀλλ' ἐξουσίᾳ δυνάμεως πάντα τεκταινόμενος.
Οἷόν τι λέγω·
Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Εἶδες τάξιν καὶ ἀκολουθίαν;
Πρότερον τὸν ὄροφον, καὶ τότε τὸ ἔδαφος.
Ὅπερ γὰρ εἶπον, οὐ νόμῳ φύσεως ἐδούλευεν,
οὐδὲ τάξει τέχνης, ἀλλ' ἐξουσίᾳ δυνάμεως.
Εἱστήκει ἡ στέγη, καὶ τὸ ἔδαφος οὐκ ἐφαίνετο·
ἡ γὰρ δύναμις τοῦ ἐργαζομένου πάντα διεκράτει.
Ἐρώτησον τὸν αἱρετικόν·
Εἰπέ μοι, πῶς ἡ στέγη ἐγένετο, καὶ τὸ ἔδαφος οὐχ ὑπέκειτο;
εἰπέ μοι τὸν λογισμὸν, εἰπέ μοι τὸν τρόπον.
Ἀλλὰ σιγᾷς, καὶ πίστει σεαυτῷ παραχωρεῖς.
Ποίας ἄξιος εἶ συγγνώμης, τὰ μὲν κοσμικὰ καὶ ἐπίγεια τῇ πίστει σεαυτῷ παραχωρῶν, τὰ δὲ θεῖα καὶ ἐπουράνια περιεργαζόμενος καὶ πολυπραγμονῶν;
Ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν·
ἐποίησε τὴν γῆν ἔδαφος, καὶ ὕδατα αὐτῇ ὑπέθηκεν.
Εἶδες θεμέλιον τοῦ οἰκοδομήματος;
Ἄνωθεν γῆ, καὶ κάτωθεν ὕδατα.
Καίτοι γε οἱ οἰκοδόμοι ἑτέρως ἐργάζονται·
ἐξαντλοῦσι τὰ ὕδατα, καὶ τότε τὸν θεμέλιον καταβάλλονται.
Ὁ δὲ Θεὸς ἐπάνω τῶν ὑδάτων ἔθηκε τὸν θεμέλιον,
ἵνα μὴ τὴν δύναμιν τοῦ θεμελίου,
ἀλλὰ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐργαζομένου θαυμάσῃς.
Ἀλλ' ὅπερ ἔλεγον, προσέχετε μετὰ ἀκριβείας·
φιλοσόφων γὰρ ἅπτομαι λόγων.
Ὅτε δὲ τὸν παναρμόνιον τουτονὶ κόσμον εἰργάζετο,
τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἀπὸ μοναδικῆς ἐποίησεν οὐσίας.
Κἂν ἀσαφὴς ᾖ ὁ λόγος, ποιήσω αὐτὸν σαφέστερον, ἐὰν προσέχητε·
Τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἀπὸ μοναδικῆς ἐποίησεν οὐσίας,
τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω (καὶ γὰρ κόσμος ἐκεῖνος, καὶ κόσμος οὗτος· δύο οὗτοι κόσμοι)·
ἀλλ' ἕκαστος τῶν γενομένων, ἀπὸ μοναδικῆς οὖν οὐσίας.
Οἷόν τι λέγω·
Τὰ ἄνω πάντα ἀσώματα, τὰ κάτω πάντα σώματα,
τὰ ἄνω νοερὰ, τὰ κάτω αἰσθητά·
τὰ ἄνω ἀόρατα, τὰ κάτω ὁρατά.
Πάντα σώματα τὰ κάτω, καὶ οὐρανὸς, καὶ ἥλιος, καὶ σελήνη, καὶ γῆ, καὶ θάλαττα, καὶ δένδρα, καὶ φυτὰ, καὶ βόες, καὶ πρόβατα, καὶ ἵπποι·
πάντα ὁρώμενα, πάντα αἰσθητὰ, πάντα σώματα,
πάντα ἁφῇ ὑποβαλλόμενα, καὶ ὄψει ὁρώμενα.
Τὰ ἄνω πάντα ἀόρατα, νοερὰ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, θρόνοι, κυριότητες, ἀρχαὶ, ἐξουσίαι, δυνάμεις, τὰ Χερουβὶμ, τὰ Σεραφίμ.
Οὔτε ἐκεῖνα ὁρατὰ, οὔτε ταῦτα ἀόρατα·
οὔτε ἐκεῖνα σώματα, οὔτε ταῦτα ἀσώματα,
ἀλλὰ καὶ ταῦτα σώματα, καὶ ἐκεῖνα ἀσώματα·
πάντα ἐκ μοναδικῆς ἐγένετο οὐσίας, καὶ τὰ κάτω, καὶ τὰ ἄνω·
καὶ τὰ μὲν ἀπὸ σωμάτων, τὰ δὲ ἐξ ἀσωμάτων,
τὰ μὲν σώματα, τὰ δὲ ἀσώματα.
Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἐκ διπλῆς ἐγένετο οὐσίας,
τῆς μὲν βελτίονος, τῆς δὲ χείρονος, ψυχῆς τε καὶ σώματος·
ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἀόρατος καὶ νοερὰ, ἡ ψυχή·
τὸ δὲ σῶμα αἰσθητὸν καὶ ὁρατόν.
Τίνος οὖν ἕνεκεν οἱ μὲν δύο κόσμοι οὗτοι ἀπὸ μοναδικῆς ἐγένοντο οὐσίας, καὶ οὔτε ἄνω σώματα, οὔτε κάτω ἀσώματα·
ἄνθρωπος δὲ μόνος ἀπὸ ἀσωμάτου καὶ σώματος συνέστηκεν;
Ἀκούσατε τὴν αἰτίαν,
καὶ μάθετε τοῦ ἐργαζομένου τὴν σοφίαν.
Ἐπειδὴ γὰρ δύο κόσμοι ἦσαν οὗτοι τῇ οὐσίᾳ διεστηκότες,
ὁ μὲν ἀσώματος, ὁ δὲ ἐνσώματος·
ὁ μὲν ἀόρατος, ὁ δὲ ὁρατός·
ὁ μὲν νοερὸς ὁ ἄνω, ὁ δὲ αἰσθητὸς ὁ κάτω·
ἵνα μὴ ἡ διαφορὰ τῶν ἔργων διαφόρους δημιουργοὺς εἰσαγάγῃ, καὶ μὴ λέγηται, ὅτι ἄλλος τὰ ἄνω ἐποίησε,
καὶ ἄλλος τὰ κάτω, διπλοῦν ζῶον ἐν τῷ κόσμῳ ἔθηκεν ἀνακηρύττειν καὶ τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω τὴν δημιουργίαν.
∆ιπλοῦς κόσμος ἄνθρωπος, καὶ τῶν ἄνω τὸ συγγενὲς ἔχων τὴν ψυχὴν, καὶ τῶν κάτω τὸ σῶμα,
σύνδεσμός τις καὶ γέφυρα, ἕνα δημιουργὸν ἔχων,
τὸν τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω ἐργασάμενον·
καὶ καθάπερ παρθένος,
ἐμπέπλεκται ἡ ψυχὴ ἐν μέσῳ τῷ σώματι.
Ἐπεὶ οὖν διπλῆ γέγονεν ἡ οὐσία, διπλῆ αὐτῆς καὶ ἡ χρεία.
Πρόσεχε μετὰ ἀκριβείας τῷ λόγῳ·
διπλῆ αὐτῆς καὶ ἡ χρεία.
Ἔστι σῶμα, καὶ ἔστι ψυχή.
Ὥρισε τῷ σώματι τροφὴν, καὶ τῇ ψυχῇ λόγον·
τρέφεται τὸ σῶμα ἄρτῳ, τρέφεται καὶ ἡ ψυχὴ τῷ λόγῳ·
ἔχει ἔνδυμα τὸ σῶμα, ἱμάτια·
ἔχει ἔνδυμα καὶ ἡ ψυχὴ, τὴν ἀρετήν.
Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη·
οὐ περὶ αἰσθητῶν ἱματίων λέγουσα ἡ Γραφὴ,
ἀλλὰ περὶ τῶν τῆς ἀρετῆς.
Πᾶσα γὰρ ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς.
Τί οὖν;
∆ιπλοῦς ὁ ἄνθρωπος, καὶ διπλῆ ἡ οὐσία·
καὶ δεῖται ἡ ψυχὴ λόγου διδάσκοντος, νοοῦντος, ἀπωθουμένου τὰ πάθη, διορθοῦντος τὰ τραύματα.
Μὴ τοίνυν τὴν αἰσθητὴν μόνον προσέχωμεν τράπεζαν,
ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰν ὑμῖν παραθῶμεν ἀπὸ τῶν Παύλου ῥημάτων τὴν ἑστίασιν ὑμῖν ἐργαζόμενοι,
καὶ τὸν σκηνοποιὸν εἰς μέσον ἄγοντες, τὸν ἰδιώτην,
τὸν ἀμαθῆ, τὸν τῆς οἰκουμένης διδάσκαλον,
τὸν τοῖς δαίμοσι φοβερὸν, τὸν νοσήματα ἐλαύνοντα, τὸν ἄνω καὶ κάτω περιτρέχοντα, τὸν εἰς παράδεισον ἐλθόντα, τὸν εἰς τρίτον ἀνελθόντα οὐρανὸν, τὸν ἐν τῇ τέχνῃ τοσαύτην ἔχοντα τὴν χάριν, τὸν οὐ παρὰ τῆς τέχνης διακωλυόμενον, ἀλλ' ἐπιτήδευμα μεταχειρίζοντα,
καὶ λάμποντα τοῖς κατορθώμασιν.
Ἄγωμεν αὐτὸν εἰς τὸ μέσον·
οὐ γὰρ λαμβάνω αὐτοῦ κόρον τῶν ἐγκωμίων.
Ἐραστὴς αὐτοῦ εἰμι τοῦ κάλλους·
οὐ γάρ ἐστι σωματικὸν, ἵνα σήπηται,
ἀλλὰ πνευματικὸν μηδέποτε μαραινόμενον.
Τὸ σῶμα διελύθη, καὶ ἡ μορφὴ λάμπει ὑπὲρ τὸν ἥλιον.
Ὁ ἥλιος ἄνω τρέχει, Παῦλος κάτω ἀντιτρέχει·
ὁ μὲν αἰσθητὸν φαίνων φῶς,
ὁ δὲ νοερὸν εἰς τὰς ψυχὰς εἰσάγων·
ὁ μὲν ἐν νυκτὶ παραχωρῶν, ὁ δὲ καὶ ἐν νυκτὶ λάμπων.
Ἔλαβε βασιλέας, καὶ εὐσεβείας ἐνέπλησεν·
ἔλαβε γυναῖκας, καὶ ἀνδρῶν ἀνδρειοτέρας κατέστησεν·
ἔλαβε νέους, καὶ γεγηρακότων συνετωτέρους κατεσκεύασεν·
ἑκατέραν φύσιν, πᾶσαν ἡλικίαν κατώρθωσεν ὁ σμίλην ἔχων, ὁ δέρματα ῥάπτων·
οὐ γὰρ παύσομαι συνεχῶς αὐτοῦ λέγων τὴν τέχνην.
Νύμφη παρεσκευασμένη, βασιλέων σεμνότερος,
πλουσίων εὐπορώτερος, στρατιωτῶν δυνατώτερος,
τειχῶν ἀσφαλέστερος·
λύρα ἡ γλῶσσα, μέλιτος γλυκύτερος, θαλάσσης βαθύτερος, οὐρανοῦ ὑψηλότερος, πυρὸς θερμότερος, σιδήρου τομώτερος·
Θεοῦ τὴν χάριν ἔχων, ναὸς τοῦ Θεοῦ, στόμα τοῦ Χριστοῦ, λύρα τοῦ Πνεύματος, τῶν κατηχουμένων κήρυξ, τῶν πιστῶν παιδοτρίβης, πανταχοῦ περιερχόμενος, τεῖχος μηδέποτε καταπῖπτον, ἐπιστολαὶ τὴν οἰκουμένην νικῶσαι καὶ τὴν κιβωτόν.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·<br />ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Καθάπερ γὰρ Νῶε σανίδας ῥάψας κιβωτὸν εἰργάσατο, οὕτω καὶ Παῦλος ἐπιστολὰς γράψας κατεσκεύασε κιβωτὸν νοεράν·
αὕτη ἐκείνης βελτίων.
Ἡ μὲν γὰρ ἐλάμβανε τὰ ἄλογα, καὶ ἐτήρει τὰ ἄλογα·
αὕτη δὲ λαμβάνει τὰ ἄλογα, καὶ μεταβάλλει.
Οἷόν τι λέγω·
Εἰσῆλθεν εἰς τὴν κιβωτὸν λύκος, καὶ ἐξῆλθε λύκος·
εἰσῆλθεν εἰς τὰς Παύλου ἐπιστολὰς λύκος,
καὶ ἐξῆλθε πρόβατον·
εἰσῆλθε μάγος, καὶ διωρθώθη·
εἰσῆλθεν ὕπατος, καὶ βελτίων ἐγένετο.
Καὶ ἐκείνη μὲν ἡ κιβωτὸς τὸν Νῶε διέσωσε μόνον μετὰ δύο ἢ τριῶν ὀνομάτων·
αὕτη δὲ ἡ κιβωτὸς τὴν οἰκουμένην ἐσαγήνευσε.
Πανταχοῦ πλέει καθ' ἑκάστην ἡμέραν,
καὶ αἱ σανίδες οὐ διαλύονται·
οὐ γὰρ πίσσῃ, ἀλλὰ Πνεύματί εἰσι κεχρισμέναι.
Ἀπῆλθεν ὁ Νῶε ἐξ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ πλέει·
ἀπέθανε Παῦλος, καὶ ἡ κιβωτὸς ζῇ·
καθ' ἑκάστην ἡμέραν σαγηνεύει, καὶ οὐ καταποντίζεται·
ἔχει γὰρ τοῦ κυβερνήτου τῆς οἰκουμένης τὴν χάριν αὐτὴν κατέχουσαν.
Ἐπεὶ οὖν τοιαῦται αἱ ἐπιστολαὶ, τοιαῦται αἱ σανίδες, τοιαύτη ἡ σωτηρία, φέρε δὴ τὴν γλῶτταν ἐνταῦθα ἀφήσωμεν, μίαν λέξιν ὑμῖν ἑρμηνεύοντες, καὶ πᾶσαν τὴν ὁμιλίαν εἰς ταύτην ἀναλίσκοντες.
Τοιαύτη γὰρ ἡ τῶν Γραφῶν περιουσία.
Καθήμενος γὰρ καὶ ἀκούων αὐτοῦ λέγοντος,
ὅτι ἡρπάγη εἰς τρίτον οὐρανὸν,
καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ εἰπεῖν·
εἶτα προϊόντος καὶ λέγοντος·
Ἐν τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκὶ, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ·
ἐφοβήθην, μή τις τῶν ἀκουόντων ἀγνοῶν τὸ νόημα, ἁπλουστέρως σκανδαλισθῇ, ἀνάγκην ἐποιησάμην ταύτην εἰς μέσον τὴν ῥῆσιν ἀγαγεῖν, καὶ διαψηλαφῆσαι οὕτως.
Εἴτε γὰρ ἠγνόει τις, σαφὲς ἔσται·
εἴτε μὴ, γνωριμώτερον καὶ εὔληπτον ἔσται·
ὁ μὲν γὰρ εἰδὼς, ἀναμνησθήσεται·
ὁ δὲ μὴ εἰδὼς, μαθήσεται.
Καὶ γὰρ πολλῶν ἤκουσα τὸ νόημα ἀγνοούντων καὶ λεγόντων, ὅτι παρεδόθη τῷ Σατανᾷ ὁ Παῦλος.
Τί λέγεις, εἰπέ μοι;
Παρεδόθη, φησὶ, τῷ Σατανᾷ, ἵνα τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ πλήξῃ·
καὶ κεφαλαλγίαν αὐτῷ ἐνέβαλεν ὁ διάβολος.
Τοῦτο ὅλον;
τὸν διδάσκαλον τῆς οἰκουμένης, τὸν παραδείσου πολίτην, τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἔφην, τὴν λύραν τοῦ Πνεύματος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τὸν τὴν οἰκουμένην διαδραμόντα, τὸν τὰς ἀκάνθας τῶν ἁμαρτημάτων ἀνασπάσαντα, τὸν τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας ἐμβαλόντα, τὸν ἐν γῇ τρέχοντα, τὸν ἐν θαλάσσῃ ἀγωνιζόμενον, τὸν νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποιηκότα, τὸν ἐν δεσμωτηρίοις στεφανούμενον, τὸν ἐν δικαστηρίῳ τρόπαιον στήσαντα, τὸν πᾶσαν ἐπιδραμόντα τὴν οἰκουμένην, τὸν ἄϋπνον ἐκεῖνον, οὗ τὰ ἱμάτια νόσους ἐφυγάδευσεν, οὗ ἡ ζωὴ θάνατον δραπετεύειν παρεσκεύασε, τοῦτον ὑποχείριον ὁ διάβολος εἶχε;
Καὶ μὴν τὸ ἐναντίον ἀκούω ποιοῦντα.
Ἐπόρνευσέ τις παρὰ Κορινθίοις·
ἤκουσεν ὁ Παῦλος, καὶ τί φησι;
Καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστὲ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ τοῦ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας.
Ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου συναχθέντων ὑμῶν ἁπάντων, καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος, σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἐννόησον ἐξουσίαν Παύλου·
τὸν πεπορνευκότα παρέδωκε τῷ Σατανᾷ,
ἵνα πλήξῃ αὐτὸν ὁ Σατανᾶς, ἵνα ἡ κόλασις αὐτῷ αὕτη καθάρσιον γένηται τοῦ ἁμαρτήματος.
Ὅτι γὰρ τοῦτο ἐγένετο, ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐπιστολῇ λέγει·
Κυρώσατε εἰς αὐτὸν ἀγάπην,
ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Σὺ παρέδωκας τῷ Σατανᾷ, καὶ σὺ λέγεις.
Ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ;
Οὐ γὰρ οἶδε, φησὶ, μέτρον ὁ Σατανᾶς.
Παρέδωκα ὅτε ἔδει, ἀπολαμβάνω ὅτε χρή·
παρέδωκα ὡς δημίῳ τῷ Σατανᾷ,
ἵνα μόνον ἀποσμηχθῇ ὁ ἡμέτερος ἄνθρωπος·
λάβωμεν αὐτόν.
Ἐὰν γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἀφῶμεν αὐτὸν,
πλεονεκτούμεθα ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ·
οὐ γὰρ οἶδε μέτρον ὁ Σατανᾶς.
Παρέδωκα, ἵνα διορθώσηται ἑαυτόν·
ἐὰν δὲ ἀφῶμεν αὐτὸν, ἀποκτενεῖ αὐτὸν ὡς τὸν Ἰούδαν.
∆ιὰ τοῦτο λέγει·
Κυρώσατε εἰς αὐτὸν ἀγάπην,
ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Τί κάλλιστα εἶπεν;
Οὐκέτι τοῦ Σατανᾶ ἐστιν·
οὐ γὰρ ἐν πορνείᾳ ἐστὶν, ἀλλ' ἐν μετανοίᾳ·
μὴ οὖν τὸ ἐμὸν λάβῃ ἐκεῖνος.
Ὅτε ἦν ἐκείνου, ἔδωκα αὐτῷ, ἵνα ἐμὸν γένηται τὸ ἐκείνου.
Ὢ σοφία Παύλου!
διὰ τοῦ λύκου τὸ πρόβατον ἔσωσε·
διὰ τοῦ πειρατοῦ τὸν ναύτην ναυαγήσαντα ἀνιμήσατο·
διὰ τοῦ πολεμίου τὸν στρατιώτην εἰς τάξιν ἐπανήγαγεν.
Ἀντὶ φαρμάκου πικροῦ κέχρημαι τῇ τοῦ διαβόλου πληγῇ.
Εἰ μόνον παιδεύσει, ἀφίσταμαι αὐτοῦ.
Κολαζέτω ἐκεῖνος, ἵνα αἴσθηται τί εἰργάσατο ὁ πεπορνευκώς.
Ὅταν ἀποσμήξῃ τὸ ἁμάρτημα, ὅταν ἀποσμήξῃ τὴν σηπεδόνα, καὶ ἐκκαθάρῃ τὸ τραῦμα, τότε ἰσχυρὰ δείκνυται ἡ ψυχή.
Οὐκ ἀφίημι τὸ χρυσίον ἐν τῷ πυρί·
ἵνα μὴ φρυγῇ, ἀνιμῶμαι αὐτό.
Τοῦτο γάρ ἐστι τοῦ σοφοῦ, εἰδέναι τὸ μέτρον,
πόσον δοῦναι τῷ πυρὶ, καὶ πόσον λαμβάνειν.
Ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.
Ὁ τοίνυν τὰ νοήματα αὐτοῦ ἐπιστάμενος, ὁ τοσαύτην ἔχων ἐξουσίαν, ὡς καὶ ὅρους αὐτῷ τιθέναι καὶ χρόνου καὶ μέτρου·
χρόνου μὲν, ἁρπάζων παρ' αὐτοῦ αὐτόν·
μέτρου δὲ, παραδιδοὺς τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός.
Ἐπειδὴ γὰρ ἀκόρεστον τὸ θηρίον, καὶ οὐδέποτε λαμβάνει πλησμονὴν ἀπὸ τῶν ἡμετέρων σαρκῶν, ἵνα μὴ καθάπαξ ἀποκτείνῃ αὐτὸν, διὰ τοῦτο λέγει,
Εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς, ἵνα μὴ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἅψηται·
ὅπερ ὁ Θεὸς λέγει τῷ Ἰὼβ,
Ἄπελθε, πλῆξον αὐτοῦ τὴν σάρκα, τῆς δὲ ψυχῆς αὐτοῦ μὴ ἅψῃ, καὶ ὅρους τίθησι τῷ διαβόλῳ ὁ Θεός.
Οὕτω καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ τὸν ∆εσπότην μιμούμενος, ἀπόφασιν αὐτῷ δίδωσιν, ἣν ὑπερβῆναι ὁ διάβολος οὐκ ἐτόλμησεν.
Εἰ γὰρ ὑπερέβη, πρὸς Παῦλον ἴσχυσεν·
ἐπεὶ καὶ τότε, ὅτε ἦν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ,
τοιοῦτόν τι ἐργάσασθαι ἐβουλήθη ὁ διάβολος.
Ἐπειδὴ γὰρ τὸ δεσμωτήριον ἐσαλεύθη, ἐπειδὴ τὰ δεσμὰ ἐλύθη, ἐπειδὴ ὁ δεσμοφύλαξ ἔξυπνος ἐγένετο, ἔλαβε μάχαιραν, ἵνα ἀνέλῃ ἑαυτὸν, τοῦ διαβόλου κατεπείγοντος ἀναιρεθῆναι αὐτόν.
Ἐπειδὴ γὰρ ἔνδον ἦν ὁ ποιμὴν, ἵνα μὴ τὸ πρόβατον σωθῇ, ἦλθεν ὁ λύκος θηριάλωτον ποιῆσαι τὸ πρόβατον.
Ἀλλ' ὁ ποιμὴν, καίτοι δεδεμένος, κατέσχε, λέγων·
Μηδὲν ποιήσῃς σαυτῷ κακόν.
Ὢ φιλανθρωπία ποιμένος!
δέδεται, καὶ τὸν δήσαντα ἐλεεῖ·
ἀφῆκε τὰ ἑαυτοῦ, καὶ τὰ ἐκείνου μεριμνᾷ.
Μηδὲν ποιήσῃς σεαυτῷ κακόν.
Ὁρᾷς τὰς θύρας ἀνεῳγμένας, ἀλλ' ἐγὼ εὐγνώμων οἰκέτης·
ἠνεῳγμέναι αἱ θύραι, ἀλλὰ μένω ἔνδον·
ἕως ἄν σε διασώσω, οὐκ ἐξέρχομαι.
∆ιὰ τοῦτο εἰσῆλθον, ἵνα λύσας σε τῶν σειρῶν,
ἀπαλλάξω σε ἁμαρτημάτων.
Σὺ ἔδησας, ἐγὼ λύω,
Μηδὲν ποιήσῃς σαυτῷ κακόν·
πάντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.
Τί οὖν;
Ὁ λύκος εἱστήκει βουλόμενος ἀποκτεῖναι,
τὸ ξίφος ὠθῶν κατὰ τοῦ δεσμοφύλακος·
ὁ ποιμὴν ἐβόησεν·
ἤκουσεν ὁ λύκος, ἀφῆκε τὸ πρόβατον.
Ἔλαβεν ὁ ποιμὴν θηριάλωτον μέλλον γενέσθαι.
Καὶ τί ποιήσω, φησὶν, ἵνα σωθῶ;
Βαπτίσθητι εἰς τὸ ὄνομα Χριστοῦ.
Βαβαὶ, πῶς εὔκολος ἡ σωτηρία, ἄφατος ἡ φιλανθρωπία!
Τὸν δεσμοφύλακα ἔσωσεν ὁ δεσμώτης, τὸ δεσμωτήριον ἐκκλησίαν εἰργάσατο.
Πότε, φησὶ, βαπτισθῶ ἵνα σωθῶ;
Ἡ φυλακὴ οὐ κωλύει, ὁ τόπος οὐκ ἐμποδίζει·
χάρις ἐστὶν ἡ οὐ τόπου δεομένη, οὐ καιροῦ χρῄζουσα·
γενέσθω καὶ τὸ δεσμωτήριον ἐκκλησία.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·<br />ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ὢ πῶς οὐδὲ οὗτος οὐδαμοῦ τῆς τέχνης τῆς ἑαυτοῦ ἐπελάθετο!
ἀλλὰ πανταχοῦ ἡλίευε, καὶ ἐν δικαστηρίῳ, καὶ ἐν θαλάσσῃ, καὶ ἐν νήσῳ, καὶ ἐν γῇ, καὶ ἐν ἐρήμῳ, καὶ ἐν οἰκουμένῃ.
Ὁ μὲν γὰρ ἁλιεὺς, ἐὰν μὴ ἴδῃ θάλατταν, οὐχ ἁπλοῖ τὰ δίκτυα.
Ἐπειδὴ δὲ οὗτος οὐκ αἰσθητὸς, ἀλλὰ νοερὸς, καὶ ἐν πλοίῳ ἡλίευε, καὶ ἐν ὄρει, καὶ ἐν πηγαῖς, καὶ ἐν ὁδοῖς, καὶ ἐν λειμῶσι, καὶ ἐν ποταμοῖς, καὶ οὐδεὶς τόπος κώλυμα ἐγένετο τῇ τέχνῃ Ἀλλ' ὅπερ ἔλεγον·
κἂν γὰρ πολλὰς ποιήσωμαι τὰς διεξόδους, τοῦ ζητήματος οὐκ ἀποστήσομαι.
Τί οὖν ἐστιν;
Ὁ τοίνυν τοσαύτην ἔχων ἐξουσίαν, ὡς ἐπιτάττειν τῷ διαβόλῳ, καὶ ὅρους αὐτῷ τιθέναι, καὶ μέτρον τοῦ σκάμματος·
οὗτος τῷ διαβόλῳ παραδίδοται;
Οὐκ ἤκουσας τοῦ Χριστοῦ λέγοντος, ὅτι
Πατεῖτε Ἐπάνω ὄφεων, καὶ σκορπίων,
καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ;
τί οὖν ἐστι τὸ εἰρημένον,
Ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν,
ἵνα με κολαφίζῃ;
Ὅλη ἡ ἄγνοια ὡς ἐπὶ πολὺ ἐντεῦθεν γίνεται τοῖς πολλοῖς,
ἐκ τοῦ μὴ εἰδέναι τὰ ἰδιώματα τῶν λέξεων,
μηδὲ τὰς ἑρμηνείας αὐτῶν.
Τὸ, κολαφίζειν, τινὲς ἐπὶ κεφαλῆς ἔλαβον μόνον·
κολαφισμὸς δὲ λέγεται κάκωσις, ταπείνωσις.
Ἐκολάφισεν αὐτὸν ἐχθρὸς αὐτοῦ, Ἐταπείνωσε·
Τόδε τὸ πρᾶγμα, ἐκολάφισεν, ἀντὶ τοῦ, Ἐταπείνωσεν·
οὐ μόνον γὰρ ἐπὶ κεφαλῆς λέγεται.
Καὶ αὐτὸς κέχρηται τῇ λέξει πάλιν.
Ἐπειδὴ γὰρ ἰδιώτης ἦν, τῇ συνήθει λέξει κέχρηται εἰς παράστασιν τῶν νοημάτων.
Μέχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν, καὶ διψῶμεν,
καὶ γυμνητεύομεν, καὶ κολαφιζόμεθα, καὶ ἐπηρεαζόμεθα παρὰ τῶν ἐχθρῶν, ἐπιβουλευόμεθα, κωλυόμεθα, ἐμποδιζόμεθα, ἀδικούμεθα, τουτέστι, Κολαφιζόμεθα, κακουχούμεθα, μαστιγούμεθα, δεινὰ πάσχομεν, ἐν δεσμωτηρίῳ ἐμβαλλόμεθα, ἀπαγόμεθα, ἐξοριζόμεθα, λιμῷ παραδιδόμεθα.
Ὅλην οὖν ταύτην τὴν κάκωσιν κολαφισμὸν ἐκάλεσε καὶ ταπείνωσιν.
Πρόσεχε, καὶ μὴ παραδράμῃς αὐτό·
χρείαν ἔχω τῆς ἑρμηνείας ἐν τῷ καιρῷ.
Τί οὖν; Σαφῶς παρέξωμεν.
Κάτεχε τὴν ἑρμηνείαν ἣν εἶπόν σοι, πρόσεχε τοῖς λεγομένοις.
Ὁ τοίνυν κολαφισμὸς, τουτέστιν, ἡ ταπείνωσις ἡ παρὰ τῶν ἐχθρῶν γινομένη, εἴτε διὰ δεσμωτηρίου, εἴτε δι' ἀπαγωγῆς, εἴτε διὰ δικαστηρίου, εἴτε διὰ λιμοῦ, εἴτε διὰ οἱουδήποτε πράγματος.
Τί οὖν ἐστιν, Ἐν τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ·
ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, καὶ εἶπέ μοι·
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται;
Πρόσεχε τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν.
Οὐ γὰρ εἶπεν, Ἐδόθη μοι Σατανᾶς ἄγγελος, ἀλλ', Ἄγγελος Σατᾶν.
Ἔθος τῇ Γραφῇ, ὃ πολλάκις μὲν εἴρηται,
λεχθήσεται δὲ καὶ νῦν·
Τὰ γὰρ αὐτὰ λέγειν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρὸν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές·
διδάσκω γὰρ, οὐκ ἐπίδειξιν παρέχομαι λόγων·
φυτεύω, οὐχ ἁπλῶς παρέρχομαι.
Οὐκ εἰμὶ ὁδοιπόρος, ἀλλὰ σπόρον καταβάλλω.
Ὁ μὲν γὰρ ὁδοιπόρος τρέχει, ἵνα τὴν ὁδὸν ἀνύσῃ·
ὁ δὲ σπόρον καταβάλλων σκάπτει,
εἶτα καταβάλλει τὸν κόκκον,
εἶτα ἐπάγει τὴν γῆν,
καὶ ἐν τῷ βάθει τίθησιν,
ἵνα μὴ γυμνὸν προκείμενον τὸ σπέρμα γένηται πρόβολον τοῖς ἄνωθεν ὀρνέοις.
Ὅπερ οὖν ὁ γεωργὸς ἐπὶ τῶν σπερμάτων,
τοῦτο ἐγὼ ἐπὶ τῶν νοημάτων.
Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν σπερμάτων εἰσὶ κόρακες, οὕτως ἐπὶ τῶν νοημάτων εἰσὶ δαίμονες καὶ διάβολοι, καὶ φροντίδες βιωτικαί.
∆ιὰ τοῦτο αὐτὸ περιστέλλω, ἵνα ἐξελθὼν τῇ φροντίδι τῇ βιωτικῇ μὴ λάβῃ τοῦ διαβόλου.
Ἐὰν μὲν γὰρ ἁπλώσω αὐτὸ, ἁρπάζεται·
ἐὰν δὲ ἐν τῷ βάθει θῶ, διαφυλάττεται.
Οὐ γὰρ χρεία καιροῦ, ἀλλὰ γνώμης·
οὐ χρεία ὑετοῦ, ἀλλὰ προθυμίας.
Μετὰ προθυμίας ἄκουσον, μετὰ σπουδῆς περίστειλον·
καὶ οὐδεὶς αὐτὸ ἁρπάσαι δύναται.
Τί οὖν ἔλεγον ἔθος τῇ Γραφῇ;
Τὰ ὀνόματα πολλαχοῦ ἀπὸ τῶν τρόπων τιθέναι,
καὶ μὴ ἀπὸ τῆς προσηγορίας ἐκείνης καλεῖν τὸν ἄνθρωπον,
ἀφ' ἧς ἔθηκαν οἱ γονεῖς ἀπ' ἀρχῆς·
ἀλλὰ ἀπὸ τῆς προσηγορίας ἐκείνης,
ἀφ' ἧς ἡ κακία ἢ ἡ ἀρετὴ δίδωσιν.
Οἷόν τι λέγω·
Ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἀναίσχυντον, κύνα αὐτὸν καλεῖ,
οὐ τῷ ἰδίῳ ὀνόματι, ἀλλὰ τῷ ὀνόματι τῆς κακίας·
ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἅρπαγα, λύκον αὐτὸν καλεῖ,
οὐ τῷ ὀνόματι τῶν γονέων,
ἀλλὰ τῇ πονηρίᾳ τῆς προσηγορίας·
ἐὰν ἴδῃ ἕτερον πονηροῦ ἀνθρώπου ἔργα πράττοντα,
ἀπ' ἐκείνου τοῦ ὀνόματος αὐτὸν καλεῖ.
Ἀλλ' ἵνα μὴ ἁπλῶς αὐτὸ ἀποφαίνωμαι, καὶ ἀπόδειξιν παρέχω τῶν λεγομένων, μάρτυρας ὑμῖν εἰσαγαγεῖν βούλομαι.
Ὅρασις ἣν εἶδεν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς,
κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἐνταῦθα προσέχετε, Κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἄκουε, οὐρανὲ, καὶ ἐνωτίζου, γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν·
Υἱοὺς ἐγέννησα, καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν.
Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ·
Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω, καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν.
Οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν!
Τίσι ταῦτα;
Τοῖς Ἰουδαίοις.
Λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν.
Λέγει αὐτῶν τὰς παρανομίας, τὰς ἁμαρτίας, τὸ ἀδιόρθωτον, τὴν τυραννίδα, τὴν τιμωρίαν.
Ἀρχόμενος εἶπε,
Κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰ Ἱερουσαλήμ·
καὶ πάλιν λέγει,
Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων·
προσέχετε νόμον Θεοῦ, ὁ λαὸς Γομόῤῥας.
Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν;
λέγει Κύριος.
Πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι.
Ἐὰν προσφέρητέ μοι σεμίδαλιν, μάταιον θυμίαμα, βδέλυγμά μοι ἐστί.
Τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα μισεῖ ἡ ψυχή μου.
Ποῖα σάββατα μεμίσηκε; ποίας νουμηνίας;
ποῖα θυμιάματα; ποίους ταύρους; ποῖα πρόβατα;
Σοδομηνοὶ οὐδὲν τούτων ᾔδεισαν·
οἱ ἐν Σοδόμοις πρὸ Μωϋσέως ἐγένοντο.
Σοδομηνοὶ πρὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἦσαν, Σοδομηνοὶ ἀπὸ Λὼτ ἦσαν, Σοδομηνοὶ ἀπώλοντο.
Σοδομηνοῖς διαλέγεται τοῖς καυθεῖσι, τοῖς ἀπολωλόσιν;
Ἐνταῦθα εἶπε, Κατὰ Ἰουδαίας, καὶ κατὰ Ἱερουσαλήμ·
ἦλθεν ἐπὶ Σόδομα· ἔδωκε δίκην.
Τίνι διαλέγεται;
Ἀνακόλουθα τὰ εἰρημένα,
ἐὰν μὴ ἴδῃς τὴν ἑρμηνείαν τῶν λέξεων·
ἐὰν δὲ μάθῃς, εὑρίσκεις τὴν ἀκολουθίαν.
Οὐ γὰρ Σοδομηνοῖς διαλέγεται, ἀλλὰ Ἰουδαίοις, Σοδομηνοὺς αὐτοὺς καλῶν.
Ἐπειδὴ τὸν τρόπον αὐτῶν ἐκληρονόμησαν, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῖς ἐπιτίθησι.
Σοδομηνοὶ, οἱ τὰ ἐκείνων ἀκούοντες.
Πάλιν ἀλλαχοῦ·
Κύνες ἐνεοὶ οἱ Ἰουδαῖοι, οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν·
οὐκ ἐπειδὴ εἰς κύνα μετέπεσαν τὴν φύσιν,
ἀλλ' ἐπειδὴ εἰς κύνας τὴν προαίρεσιν.
Ἰωάννης ὁ τῆς ἐρήμου πολίτης, τὸ φρόνημα τὸ ὑψηλὸν, ἡ γνώμη ἡ ἀχείρωτος, ὁ κάτω βαδίζων, καὶ τῆς οὐρανίας ἁψῖδος ἁπτόμενος, ὁ τῆς στείρας καρπὸς, ἡ τῆς ἀφωνίας τοῦ πατρὸς λύσις, ἡ φωνὴ τοῦ ἀφώνου, ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ βοῶν,
ἐν τῇ μήτρᾳ (ἡ γὰρ μήτρα ἔρημος, στεῖρα γὰρ ἦν), ὁ διπλοῦς κήρυξ, καταφρονῶν παίδων, κατεξανιστάμενος τῶν ὁρωμένων, ἦλθε πρὸς Ἰουδαίους, καὶ λέγει αὐτοῖς·
Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν·
οὐκ ἐπειδὴ ὄφεις ἦσαν τὴν φύσιν,
ἀλλ' ἐπειδὴ δολεροὶ τὴν προαίρεσιν.
Ἄλλος πάλιν προφήτης·
Ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγένοντο·
ἕκαστος πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζεν.
Ἵπποις οὖν διαλέγεται;
Οὐχὶ, ἀλλὰ τοῖς ἀσελγέσι, τοῖς ἀκολάστοις ἀνθρώποις.
Αὐτὸς ὁ Χριστὸς τοῖς Ἰουδαίοις·
Ὑμεῖς υἱοὶ τοῦ διαβόλου ἐστέ.
Τέκνα οὖν τοῦ διαβόλου, καὶ τὴν φύσιν εἶχον τοῦ διαβόλου;
Οὐχὶ, ἀλλὰ τὴν προαίρεσιν ἐμιμήσαντο, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἔλαβον.
Καὶ λέγει ἑρμηνεύων αὐτό·
Ὑμεῖς υἱοὶ τοῦ διαβόλου ἐστὲ,
καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν·
ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν ἀπ' ἀρχῆς
Κατέχετε τὸν κανόνα, ὅτι κύνες οἱ ἀναίσχυντοι,
ὅτι λύκοι οἱ ἅρπαγες, ὅτι ὄφεις οἱ δολεροὶ,
ὅτι ἀσπίδες οἱ ὕπουλοι, ὄνοι οἱ ἀνόητοι,
ἵπποι θηλυμανεῖς οἱ ἀσελγεῖς καὶ ἀκόλαστοι,
κορῶναι οἱ ἀκάθαρτοι,
Σοδομηνοὶ οἱ τὰ ἐκείνων ζηλοῦντες, οἱ τὰς πράξεις ἐκείνων μιμούμενοι.
Ἡ τοίνυν φύσις οὐκ ἔστι πονηρὰ,
ἀλλ' ἡ γνώμη ἐστὶν ἡ διεφθαρμένη.
Κατέχετε μετὰ ἀκριβείας·
προσέχετε, ὅτι τὰ ὀνόματα ἀπὸ τῶν τρόπων τίθενται,
καὶ αἱ προσηγορίαι ἀπὸ τῆς γνώμης.
Καὶ τοῦτο οὐκ ἐν τῇ Γραφῇ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ τῇ κοινῇ.
Ἐὰν ἴδωμεν σήμερον ἄνθρωπον ἥμερον, λέγομεν·
Πρόβατον ὁ ἄνθρωπος·
ἐὰν ἴδωμέν τινα ἀναισχυντοῦντα, λέγομεν,
Μὴ γὰρ ἄνθρωπος; κύων ἐστίν·
ἐὰν ἴδωμεν δολερὸν, Ὄφις ὁ ἄνθρωπος.
Ὁρᾷς ὅτι καὶ ἡ κοινὴ συνήθεια τοῦτον οἶδε τὸν νόμον;
Ἐὰν ἴδωμεν πολλαῖς πονηρίαις γέμοντα ἄνθρωπον, λέγομεν·
Σατανᾶς·
οὐκ ἐπειδὴ Σατανᾶς, οὐδὲ κατὰ τὴν φύσιν κοινωνὸς αὐτοῦ ἐστιν, ἀλλὰ τῇ γνώμῃ, ἐπειδὴ ζηλοῖ κατὰ ἀνθρωπίνην δύναμιν τὰ ἐκείνου.
Οὐκοῦν τὰ ὀνόματα ἀπὸ τῶν τρόπων.
Ὅταν οὖν ἀκούσῃς καὶ Παύλου λέγοντος,
Ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν, μὴ τὸν διάβολον νόμιζε, ἀλλὰ τοὺς τὰ διαβόλου ἐργαζομένους, τοὺς Ἕλληνας, τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς δαίμονας·
οἷος τότε δαίμων ἄγγελος Σατᾶν,
Ἀλέξανδρος ὁ χαλκεὺς πολλά μοι κακὰ ἐνεδείξατο.
Ἄγγελος Σατᾶν·
τὰ γὰρ τοῦ Σατανᾶ ἔπραττεν.
Οἷοι ἦσαν οἱ ἐμβαλόντες αὐτὸν εἰς τὸ δεσμωτήριον, οἷοι ἦσαν οἱ μαστίζοντες αὐτόν.
Ἀνθρώπους οὖν ἀγγέλους τοῦ Σατανᾶ, τοὺς τὰ τοῦ Σατανᾶ ἐργαζομένους, τοὺς ἐκκόπτοντας τὸ Εὐαγγέλιον, τοὺς ἐμποδίζοντας τὸ κήρυγμα, τοὺς μαστίζοντας αὐτὸν, τοὺς ἐλαύνοντας.
Πρόσεχε·
ὅλον ἐλύθη τὸ νόημα.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·<br />ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Προσέχετε μετὰ ἀκριβείας, ἵνα εἰδῆτε καὶ τὸν λέγοντα κάμνοντα, καὶ Παῦλον ἀνθρώπινα πάσχοντα.
Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς ἀνέβη, καὶ τὸ κήρυγμα αὐτοῖς ἐνεχείρισε καὶ τὴν πρεσβείαν τὴν καλήν.
Ὁ γὰρ Χριστὸς πρεσβευτὴς ἦλθε πρὸς ἡμᾶς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἀποσταλεὶς πρεσβεῦσαι εἰρήνην.
Πόλεμος γὰρ ἦν ἀνθρώποις πρὸς τὸν Θεόν·
καὶ ἔπεμψε πρεσβευτὴν, οὐ δοῦλον, ἀλλὰ Υἱόν.
Ὢ κηδεμονία τοῦ ἀποσταλέντος!
ὢ φιλανθρωπία τοῦ ἀποστείλαντος!
Ἀποστείλαντος καὶ ἀποσταλέντος ὅταν ἀκούσῃς,
μὴ τόπου νόμιζε μετάβασιν, ἀλλ' οἰκονομίας συγκατάβασιν.
Εἰ γὰρ καὶ μεθ' ἡμῶν ἦν, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῷ Πατρὶ ἦν.
Καὶ Παῦλος λέγει·
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν,
ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν·
καταλλάγητε τῷ Θεῷ.
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύεις; Πάνυ.
Καὶ ποῦ ὁ πρεσβευτής; Ἀπῆλθε.
Ποῦ ἀπῆλθε; Πρὸς τὸν Πατέρα.
∆ιὰ τί; Βλέπε πράγματα καινότερα.
Ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ὅταν ἔθνος πρὸς ἔθνος πρεσβεύῃ, ὁ πρεσβευτὴς ἀδείας ἀπολαύει τῷ νόμῳ τῆς πρεσβείας·
ἐὰν δὲ πάθοι τι ὁ πρεσβευτὴς,
πόλεμος κινεῖται μέγας μεταξὺ τῶν ἐθνῶν.
Ἐπὶ τοῦ Θεοῦ τὸ ἐναντίον ἐγένετο.
Ἦλθε παρὰ τοῦ Πατρὸς πρὸς ἀνθρώπους,
ἐσφάγη ὁ πρεσβευτὴς, καὶ τότε γέγονεν εἰρήνη.
Ἀλλ' οἱ πρέσβεις ἐρχόμενοι δῶρα φέρουσι,
καὶ δῶρα λαμβάνουσι.
Τί οὖν;
ποῖον ἦλθε φέρων δῶρον ἐμοὶ, καὶ τὸ δῶρον παράδοξον;
Ὡς καὶ ὁ πρεσβευτὴς παράδοξος, καὶ τὸ δῶρον παράδοξον.
Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἦλθε φέρων δῶρον, τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθε φέρων δῶρον.
Καὶ τί παρ' ἐμοῦ ἔλαβε δῶρον; Πίστιν.
Καὶ τίς ταύτης μοι ἔδωκε χάριν;
Ἐπίστευσα ἐγὼ, ἐχαρίσατο ἐκεῖνος, ἐλύθη ἡ ἔχθρα.
Εἶδες πραγμάτων εὐκολίαν;
εἶδες καταλλαγῆς τάχος;
Ὁ πρεσβευτὴς ἐπειδὰν ἔλθῃ πρὸς ἔθνος,
οὐ καταξιοῖ ἀγοραίῳ ἤ τινι τῶν πενήτων διαλεχθῆναι,
ἀλλ' εὐθὺς ὄρθριος πρὸς βασιλέα εἰσέρχεται.
Οὗτος ὁ πρεσβευτὴς ἦλθε, καὶ εὐθέως πόρνῃ διελέχθη, λῃστῇ, καὶ μάγῳ, καὶ τελώνῃ.
Εἶδες πρεσβευτοῦ φιλανθρωπίαν;
Οὐ γὰρ πρὸς ἕνα καὶ δεύτερον ἦλθεν,
ἀλλὰ πρὸς τὴν κοινὴν φύσιν·
καὶ ἦλθε τὸ ἱμάτιον τὸ ἐμὸν περιβεβλημένος,
ἵνα μὴ γυμνῇ τῇ θεότητι παραγενόμενος σοβήσῃ τὴν θήραν·
ἀλλ' ἦλθε πρὸς ἄνθρωπον ὡς ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ τοίνυν ἦλθεν, ἀνήγαγεν ἡμῶν τὴν ἀπαρχὴν,
καὶ καλέσας τοὺς ἀποστόλους, τὴν πρεσβείαν αὐτοῖς ἐνεχείρισε·
Λάβετε τὴν πρεσβείαν.
Ἡμεῖς πῶς δυνάμεθα, δέομαί σου;
Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον.
Σὺ ἐσφάγης, καὶ ἡμεῖς τί ἔχομεν παθεῖν;
Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, καὶ, Ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι, Μεθ' ὑμῶν, ὅτι πρεσβεύω· οὐ γὰρ ἐγκατέλιπον ὑμᾶς.
Ἐπειδὴ τοίνυν ἀνέβη, καὶ τὴν πρεσβείαν αὐτοῖς ἐνεχείρισε.
Καὶ τί θαυμάζεις, εἰ καὶ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ὁ Πατὴρ πρεσβεύει;
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν,
ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν.
Ὁ ὑβρισθεὶς παρακαλεῖ.
Ἵνα τί;
Καταλλάγητε τῷ Θεῷ.
Ὢ φιλανθρωπία! ὢ ἀγαθότης ἄφατος!
Ἐπειδὴ τοίνυν ἀνέβη, καὶ τὴν πρεσβείαν τοῖς ἀποστόλοις ἐνεχείρισε·
τὰ δὲ πράγματα ἦν ἀδιόρθωτα, καὶ ἡ οἰκουμένη ἀκανθῶν ἔγεμε, καὶ ἀσέβεια ἐτυράννει, καὶ ἡ κακία ἐκράτει, καὶ βωμοὶ ἀνήπτοντο, καὶ κνίσσα ἐμόλυνε, καὶ αἵματα ἐξεχεῖτο, καὶ φύσις ἐπατεῖτο, καὶ ὠδῖνες κατεφρονοῦντο, καὶ νόμοι καὶ θεσμοὶ καινοὶ παρελύοντο, καὶ θυγατέρας αὐτῶν καὶ υἱοὺς αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις ἔθυον·
καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἦσαν πανηγύρεις, καὶ ῥητόρων χοροὶ, καὶ φιλοσόφων σύλλογοι, καὶ δαιμόνων βακχεῖαι, καὶ διαβόλου δύναμις, καὶ ξίφη ἠκονημένα, καὶ πανταχοῦ κρημνοὶ, καὶ πανταχοῦ σκόπελοι, καὶ συνήθεια ἡ κρατοῦσα, καὶ ὠδῖνες πατέρων, καὶ ἡ προγόνων ἀσέβεια, ὁδὸν ἡδονῆς ἔχουσα, καὶ νόμοι βασιλέων διεφθαρμένοι, καὶ δοῦλοι καὶ δεσπόται, καὶ ἄρχοντες καὶ ἰδιῶται, καὶ πλούσιοι καὶ πένητες, πάντες ἀσεβείᾳ συμπεπλεγμένοι, καὶ πολλὰ ἔχοντες τὰ μηχανήματα·
οἱ δὲ ἀπόστολοι πάντες ἦσαν δώδεκα, μᾶλλον δὲ ἕνδεκα·
ὁ γὰρ εἷς θηριάλωτος γέγονεν· ἦσαν οὖν ἕνδεκα.
Ὁ τοίνυν Παῦλος οὐ λόγων δύναμιν κεκτημένος, οὐ χρημάτων περιουσίαν ἔχων, οὐ γλῶτταν ἠκονημένην, οὐ πατρίδος μέγεθος, οὐ γένους περιφάνειαν, οὐ σώματος ἰσχὺν, γυμνὸς, μεμονωμένος, ἰχθύων ἀφωνότερος, ἄσημος ἐξ ἀσήμων, ἰδιώτης, ἀμαθὴς, καὶ περιήρχετο σπείρων κατὰ τὴν οἰκουμένην τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας, καὶ πάντες ἀντέπιπτον·
καὶ ὁ μὲν ἐνέβαλλε, καὶ ἐμαστίγου·
ὁ δὲ ἐλάμβανε, καὶ εἰς δεσμωτήριον εἷλκεν·
ὁ δὲ ἐλάμβανε, καὶ εἰς τήγανα ἐνέβαλλεν,
ὁ δὲ ἐσκανδάλιζε·
καὶ μυρίοι πόλεμοι.
Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι.
∆ιάκονοι Χριστοῦ εἰσι;
Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ·
ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως,
ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις·
τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα, ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, χωρὶς τῶν παρεκτὸς, ἐπισύστασίς μου ἡ καθ' ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν.
Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;
τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;
Ὁ ἀδελφὸς ἔπιπτεν, οὗτος ἤλγει·
ἐχθρὸς ἐπεβούλευσεν, οὗτος ἔπασχεν.
Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ.
Πάλιν· Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω,
ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν.
Ποῦ ἤμελλεν ἀρκεῖν τοῖς ἔξω, τοῖς ἔσω, ταῖς μάστιξι, ταῖς λύπαις, τῇ θαλάσσῃ, τοῖς κινδύνοις, τοῖς δεσμωτηρίοις, ταῖς ἀπαγωγαῖς, τηγάνοις, ἐπιβουλαῖς, δήμοις, βασιλεῦσιν, οἰκείοις, ἀλλοτρίοις, ψευδαδέλφοις ἐπιβουλεύουσιν, ἀδελφοῖς ἀσθενοῦσιν, ἀλλοτρίοις ἀπερχομένοις, τοῖς οἰκείοις, τοῖς σκελιζομένοις;
ποῦ ἤρκει τὸ σῶμα;
ποῦ ἤρκει ἡ ψυχή;
Ἅλυσιν περιέκειτο, δεσμωτήριον ᾤκει, ἐπιστολὰς ἔγραφεν·
ἔνθεν ἐξεβάλλετο, ἐκεῖθεν ἐπεβουλεύετο·
ἔνθεν ἄγγελοι Σατᾶν, ἐκεῖθεν ἄγγελος Σατᾶν, πολλοὶ ἄγγελοι τοῦ Σατᾶν, οἱ μὲν εἰς δεσμωτήριον, οἱ δὲ εἰς δικαστήρια.
Οὐκ ἤρκει, ἀπώλλυτο, ἡ ψυχὴ διεκόπτετο.
Τοὺς κύνας οὐχ ἑώρα, καὶ ἐδάκνετο, ἐπεβουλεύετο πανταχόθεν.
Προσέρχεται τῷ Θεῷ, καὶ λέγει αὐτῷ·
∆έομαί σου, ἀναπνεύσω μικρόν.
Ποῦ ἀρκέσω;
Ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν βάλλει με, οἱ ἐχθροὶ, οἱ ἐπίβουλοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἰουδαῖοι, ψευδάδελφοι, ἀσθενεῖς ἀδελφοί·
ὠδίνω, καὶ γίνεται ἔκτρωμα·
οὐ γεννῶ;
καὶ ἄλλοι ἐπιβουλεύουσι·
σήμερον εἰς δεσμωτήριον, εἰς θάλασσαν αὔριον, μετ' αὐτὰ εἰς πέλαγος, εἶτα εἰς λιμὸν, εἰς δῖψαν, εἰς γυμνότητα, εἰς τήγανα, εἰς καμίνους, εἰς ὁδούς.
Ποῦ ἀρκέσω;
Μία ψυχὴ, ἓν σῶμα.
∆έομαί σου, ἄνες μοι, ἵνα μὴ κολαφίζωμαι.
Οὐδὲν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἀπεκρίνατο.
Προσῆλθεν αὐτῷ δεύτερον·
Ἄνες μοι, δέομαί σου, ἀναπνεύσω μικρόν·
ἄνθρωπός εἰμι εἷς, καὶ τὴν οἰκουμένην μοι ἐνεχείρισας·
ἄνθρωπός εἰμι εἷς, καὶ πάντες πανταχόθεν βάλλουσι βέλη.
Προσῆλθεν αὐτῷ ἅπαξ, καὶ λέγει αὐτῷ·
∆έομαί σου, ἄνες μοι, ἵνα μὴ κολαφίζωμαι.
Οὐδὲν αὐτῷ ἀπεκρίνατο ὁ Θεός.
Προσῆλθεν αὐτῷ δεύτερον ναυτιῶν·
καθάπερ γὰρ παγκρατιαστὴς μυρίους ἔχων δάκνοντας καὶ βάλλοντας τὴν κεφαλήν.
Οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῷ τὸ δεύτερον.
Προσῆλθεν αὐτῷ τὸ τρίτον·
τότε αὐτῷ ἀπεκρίνατο.
∆ιὰ τί ἡ ἀναβολή;
Ἵνα σὺ παιδευθῇς ἐκ πρώτης μὴ ἀναχωρεῖν·
ἵνα σὺ παιδευθῇς, κἂν αἰτήσῃς τι τῶν ἀσυμφόρων, καὶ τὸ ἐναντίον λάβῃς, μὴ λυπηθῆναι.
Αἰτεῖς πολλάκις, ὃ νομίζεις συμφέρειν, οὐ συμφέρει δέ.
Ὁ Θεὸς οὐ τοῖς δάκρυσί σου προσέχει, ἀλλὰ τῇ δυστυχίᾳ.
Ἐπεὶ καὶ παιδίον πολλάκις αἰτεῖ παρὰ τῆς μητρὸς ἄρτον·
ἀλλ' εἴ τι βλαβερὸν, ὃ οὐ δεῖ αἰτῆσαι, οὐ δίδωσιν ἡ μήτηρ, οὔτε τῇ ὀδύνῃ προσέχει, ἀλλὰ τῇ ὠφελείᾳ.
Καὶ ἰατρῷ παρενοχλεῖ συνεχῶς ὁ πυρέττων προσδοθῆναι αὐτῷ ψυχρὸν, καὶ οὐ δίδωσιν ὁ ἰατρός·
οὐ γὰρ τῇ πρὸς τὸ παρὸν βλαπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ προσέχει, ἀλλὰ τῇ πρὸς τὸ μέλλον λυσιτελούσῃ ὑγείᾳ.
Οὕτω καὶ ὁ Παῦλος συμφέρον οὐκ ᾔδει αἰτῆσαι.
Ποίαν ἡμεῖς συγγνώμην ἔχομεν·
εἰ μὲν ἀπονοηθεὶς προσῆλθεν αὐτῷ, λέγει αὐτῷ·
Ἀναπνεύσω μικρὸν, ἀνεθῶ τῶν κινδύνων, δός μοι ἄδειαν μικράν·
μόνος εἰμὶ, καὶ τὴν οἰκουμένην μοι ἐνεχείρισας.
Ἅπαξ προσῆλθεν αὐτῷ, καὶ οὐδὲν εἶπε·
δεύτερον προσῆλθε, τρίτον προσῆλθεν·
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα.
Ἵνα τί;
Ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν, οἱ ἀντικείμενοι.
Τί ἐστιν;
Ἵνα ἀπραγμόνως τὸ κήρυγμα κηρύξω, ἵνα μὴ ἔχω ἐπίβουλον, ἵνα μὴ ἔχω ἐχθρὸν, ἵνα μὴ μάστιγες, ἵνα μὴ κίνδυνοι, ἵνα μὴ δεσμωτήρια, ἵνα μὴ ἀπαγωγαὶ, ἵνα μὴ γυμνότης.
Τούτῳ προσέρχομαι, τοῦτο παρακαλῶ.
Ἔκαμνον, ἐπόνησα, ἐταλαιπωρήθην, πανταχόθεν ἐβλήθην.
Τί οὖν αὐτῷ λέγει ὁ Θεὸς, εἰπέ μοι;
Ὁ Θεὸς οὐκ ἐπένευσε τῇ αἰτήσει αὐτοῦ, οὐκ ἔδωκεν ὅπερ ᾔτει·
ἀλλ' εἶπεν·
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Ταῦτα βλέπεις, ἃ πάσχεις·
ἃ ποιεῖς, οὐ βλέπεις·
ἃ ποιοῦσιν εἰς σὲ οἱ ἐχθροὶ, βλέπεις·
ἃ ποιῶ ἐγὼ εἰς σὲ, οὐ βλέπεις.
Μαστίζουσί σε ἐκεῖνοι, ἐγὼ χάριν δίδωμι.
Εἰσῆλθες εἰς τὸ δεσμωτήριον, ἢ οὐκ εἰσῆλθες;
Εἰσῆλθον· δέομαί σου.
Εἶδες ἐκεῖ ἄγγελον Σατᾶν, ἢ οὐκ εἶδες;
Εἶδον τὸν ἐμβάλλοντά με.
Ἔδησέ σε, ἢ οὐκ ἔδησε;
τί ἐποίησα ἐγώ;
οὐκ ἔσεισα τοὺς τοίχους;
οὐκ ἤνοιξα τὰς θύρας;
οὐκ ἔλυσα τὰ δεσμά;
οὐκ ἤγαγόν σοι αἰχμάλωτον τὸν δεσμοφύλακα;
μή τί σε ἔβλαψεν ἄγγελος τοῦ Σατᾶν;
οὐκ ὠφέλησέ σε ἡ παρ' ἐμοῦ χάρις;
οὐ λαμπρότερον τὸ σημεῖον ἐποίησεν;
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Καὶ ταῦτα καὶ ἐκεῖνα ζητεῖς;
Οὐ θέλεις μάστιγας·
πῶς ζητεῖς σημεῖα;
οὐ θέλεις κινδύνους·
πῶς ζητεῖς θαύματα;
Ὅτε μαστίζῃ, βλέπεις·
ὅτε νεκρὸν ἐγείρεις, οὐ βλέπεις;
ὅτε ἐῤῥάγη σου τὰ ἱμάτια, εἶδες·
ὅτε τὰ ῥήματά σου νοσήματα δραπετεῦσαι ἐποίησεν,
οὐκ εἶδες;
ὅτε ἦλθες εἰς τὸ δικαστήριον δεδεμένος, εἶδες·
ὅτε εἶπέ σοι ὁ Φῆστος,
Ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι, οὐκ εἶδες;
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Μέγα ὅπλον ἔλαβες, Πνεύματος δύναμιν νικῶσαν τὰς ἐπιβουλὰς, λαμπρότερόν σε ἐργαζομένην.
Τί θέλεις; μηδὲν πάσχειν;
Καὶ πῶς ἐδείκνυτό μου ἡ δύναμις;
Ἐδείκνυτο μὲν, οὐχ οὕτω δὲ ὡς νῦν.
Πῶς;
Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Παῦλος καὶ διὰ τοῦτο ἤλγει·
Οὐαί μοι!
βασιλείας κήρυξ εἰμὶ, τοῦ Χριστοῦ μαθητής εἰμι,
ἀθάνατα ἐπαγγέλλομαι πράγματα·
καὶ μαστίζομαι, ὑβρίζομαι, ἄγομαι·
μὴ ἀθύμει διὰ τοῦτο·
ταῦτά σε λαμπρότερον ποιεῖ·
εἰ μὴ ἔπασχες ταῦτα, οὐκ ἦς οὕτω περιφανής.
Εἰσῆλθες, εἰς τὴν φυλακήν.
Εἰ μὴ ἐδέθης, ἀλλ' εἰσῆλθες ἁπλῶς, κατεῖχέ σε καὶ ἐξήγαγε·
νῦν δὲ ἦς δεδεμένος, καὶ ἔλυσέ σε δεθέντα.
Οἱ πόδες ἐν τῷ ξύλῳ, καὶ ἡ χάρις τοὺς τοίχους ἐσάλευσε.
Ταῦτα λέγω, ἵνα μηδεὶς μηδὲ ταῖς περὶ ἡμᾶς ἐπιβουλαῖς ξενίζηται.
Ταῦτα λέγομεν, οὐ Παύλῳ ἑαυτοὺς παρισοῦντες (οὐχ οὕτω μαινόμεθα), ἀλλ' ἵνα δείξωμεν, ὅτι καὶ εἰς ταπεινοὺς ὁ Θεὸς τὸ αὐτὸ ἐμβάλλει.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Οὐκ ἐξεβλήθημεν.
Ποῦ ἡ χάρις;
Πλείων ὁ ἔπαινος γέγονεν, οὐ μύριοι ἐχθροὶ ἐπεβούλευσαν.
Ποῦ ἡ χάρις;
Πλείονες ἐρασταὶ κατέστησαν, οὐχ ὑμῶν με ἐζήτουν χωρῆσαι.
Ποῦ ἡ χάρις;
Καὶ Ἰουδαίους μοι προσέθηκαν.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Μηδέποτε ξενίζου θλίψιν·
συγκεκλήρωται τῷ Εὐαγγελίῳ θλίψις.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμις μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Πῶς μαστίζῃ, καὶ ἀπαλλάττεις τοὺς μαστίζοντας;
ἐπιβουλεύῃ, καὶ περιγίνῃ τῶν ἐπιβουλευόντων;
Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ὃ οὖν ὁ Παῦλος ἤκουσε, τοῦτο θέλεις;
τοῦτο ἀρκεῖ σοι;
Ἵνα μαστίζωμαι, ἀτιμάζωμαι, ὑβρίζωμαι, τοῦτο θέλω.
∆ιὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν διωγμῷ.
Ὢ εὐγνωμοσύνη οἰκέτου!
Προσῆλθεν αὐτῷ ἀξιῶν ἀπαλλαγῆναι τῶν θλίψεων·
ἐπειδὴ δὲ ἤκουσεν, ὅτι ὁ ∆εσπότης αὐτοῦ οὐ θέλει μόνον, ἀλλὰ καὶ βούλεται τὸ ἐναντίον, Τοῦτό σοι δοκεῖ, ἵνα θλίβωμαι, καὶ ἐγὼ τοῦτο βούλομαι, καὶ ὑπὲρ τούτου χάριν ἔχω.
Οὐκ εἶπε, Θέλω, μόνον, ἀλλ',
Ἀρέσκομαι, βούλομαι, ἐπιθυμῶ μαστίζεσθαι, ἐλαύνεσθαι, στενοχωρεῖσθαι.
∆ιὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν διωγμοῖς,
ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις.
∆ιὰ τί·
Ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ' ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ,
ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀλφαβητάριον παραινέσεων - Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ ΘεολόγοςἈρχὴν νόμιζε τῶν ὅλων εἶναι Θεόν.
Βέβαιον οὐδὲν ἐν βίῳ δόκει πέλειν.
Γονεῖς τιμῶν μάλιστα Θεὸν φοβοῦ.
∆ίδασκε σαυτὸν μὴ λαλεῖν ἃ μὴ θέμις.
Ἔργοις δ' ἀρέσκειν σπεῦδε καὶ λόγοις Θεῷ.
Ζωὴν πόθησον τὴν ἔχουσαν μὴ τέλος.
Ἡττῶν σεαυτὸν τοῖς φίλοις νικῶν ἔσῃ.
Θνητὸς δ' ὑπάρχων μηδόλως μέγα φρόνει.
Ἰχνηλάτει μὲν τῶν σοφῶν ἀεὶ θύρας.
Καὶ νοῦν δὲ καλλώπιζε τῆς μορφῆς πλέον.
Λόγῳ Θεοῦ ἄνοιγε σόν, τέκνον, στόμα.
Μνήμης δὲ αὐτοῦ μηδαμῶς λάθῃ ποτέ.
Νήφων προςεύχου τῷ Θεῷ καθ' ἡμέραν.
Ξένους ξένιζε, μὴ ξένος γένῃ Θεοῦ.
Ὁρμὰς χαλίνου τῶν παθῶν ψυχοφθόρους.
Πέδαις τὸ σῶμα ἀσφαλίζου σωφρόνως.
Ῥάβδον σεαυτῷ τὴν συνείδησιν φέρε.
Σαφῶς σχόλαζε ἐν Γραφαῖς ταῖς ἐν θέοις.
Τὰς τῶν πενήτων ψυχαγώγησον λύπας.
Ὑπὲρ σεαυτὸν τοὺς πέλας καλῶς θέλε.
Φίλους ἔχειν σπούδαζε, ἢ πλοῦτον πολύν.
Χρυσοῦ γὰρ αὐτοὶ εὐκλεέστεροι λίαν.
Ψεῦδος μίσησον, τὴν δ' ἀλήθειαν φίλει.
Ὦ παῖ, φυλάσσων ταῦτα σώζῃ ἐνθέως.

Αναμνήσεις από τον Γεροντά μου Ιωσήφ


Όταν ακόμη ήμεθα κοντά στον μακαριστό Γέροντα μου Ιωσήφ, πολλές φορές, για να μάς ωφελήσει, έπιανε και μάς εδιηγείτο την ζωή του. Ξεκινούσε από την παιδική ηλικία και λέγοντας μας όσα πράγματα είχε γνωρίσει μας ωφελούσε πολύ. Μας έλεγε πράγματα που εμείς δεν εγνωρίζαμε και, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, μας ωφέλησαν πολύ μετά την αποδημία του για τον άλλο κόσμο. Θα ήθελα να σας εκθέσω μερικά από αυτά τα πράγματα που μάθαμε ή βιώσαμε κοντά του και προς ιδικήν σας ωφέλεια.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής
Όπως ξέρετε, όταν ο Γέροντας ήταν στον κόσμο, δεν είχε καθόλου θρησκευτικότητα, ήταν ένας αγνός νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος και μισούσε πάρα πολύ το άδικο. Προήρχετο από πολύ φτωχή οικογένεια και από νωρίς επιδόθηκε με ζήλο στο εμπόριο, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του και να πλουτίσει. Με την εξυπνάδα και τις ικανότητές του κατάφερε, ευθύς εξ' αρχής αφ' ότου ήλθε στην Αθήνα, να προκόψει στο εμπόριο και να δημιουργήσει ικανή περιουσία. Πριν τον επισκεφθεί ο Θεός και του δώσει τη μεγάλη μετάνοια, είχε αρραβωνιασθεί, αλλά, καθώς έλεγε ο ίδιος, ζούσε τόσο προσεκτικά, ώστε ποτέ δεν άγγισε τη μνηστή του φοβούμενος μήπως φθάσει στο σημείο να την ασπασθεί.
Κάποια μέρα διάβασε ένα θρησκευτικό βιβλίο και τον σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μια λύπη, μια αθυμία και μια βαριεστημάρα προς τα εγκόσμια. Όταν τον είδαν έτσι άκεφο οι κόρες της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο όποιο έμενε, τον ρώτησαν την αιτία και, για να τον βοηθήσουν, του έδωσαν να διάβασει το «Νέον Εκλόγιον», ένα βιβλίο με μια πολύ καλή επιλογή βίων Αγίων.
Απόρρησε ο Γέροντας όταν το διάβασε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι που αγωνίσθηκαν για το Θεό τόσο σκληρά στη ζωή τους, που έκαμαν με τη βοήθεια Του τόσα και τέτοια τέρατα και σημεία. Τότε του ήρθε η μνήμη του θεού κι από τότε ο Θεός έστειλε τη μετάνοια, έστειλε το φωτισμό του, του άνοιξε το νου κι άρχισε να σκέπτεται για την ψυχή του.
Από τότε άρχισε η νέα πνευματική σταδιοδρομία του. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό τις αμαρτίες του με πολλά-πολλά δάκρυα, άρχισε να «κρυώνει» προς το εμπόριο, που το θεωρούσε πλέον εμπόδιο και αμαρτία στην καινούρια του πορεία, το εγκατέλειψε κι άρχισε να εργάζεται πολύ απλά εδώ κι εκεί, για να κερδίζει μόνο το ψωμί του.
Τις μέχρι τότε οικονομίες του άρχισε να τις δίνει ελεημοσύνη, για να συγχωρηθει ο πατέρας του, ενώ παράλληλα πήγαινε σε διάφορα προσκυνήματα, για να τονωθεί η πίστη του και η μετάνοια του.
Πριν αναχώρησει για το Άγιον Όρος, ήθελε να ελέγξει κάπως τις δυνατότητες του για τη μοναχική ζωή και προσπαθούσε να ασκηθεί, όσο μπορούσε, μέσα στον κόσμο. Πήγαινε στην Πεντέλη και θέλοντας να μιμηθεί τους στυλίτες ξενυχτούσε πάνω στα δένδρα, νήστευε πολύ (περνούσε το εικοσιτετράωρο με λίγο ψωμί ή ένα-δυο λουκούμια), ντυνόταν απλά, σκορπούσε τα χρήματά του και με λίγα λόγια άρχισε να μιμείται τους αγίους.

Αι ομιλίαι εις Καπερναούμ


Το πλήθος ζητεί σημείον — Απάντησις του Ιησού — Ο άρτος της ζωής — Υλοφροσύνη των πολλών — Θλιβερά ερώτησις των μαθητών
Η ηώς της ημέρας εκείνης επανέτειλεν εις έν των θλιβερωτάτων επεισοδίων της ζωής του Σωτήρος. Διδάσκων την ημέραν εν τη Συναγωγή εις Καπερναούμ εσκεμμένως διεσκέδασε τους ατμούς της νόθου εκείνης δημοτικότητος, την οποίαν το θαύμα των Πέντε Άρτων συνήγαγε περί το πρόσωπόν Του, και έθεσεν ου μόνον τους επιπολαίους οπαδούς Του, αλλά καί τινας των εγγυτέρων μαθητών του εις δοκιμασίαν, υφ' ην η προς Αυτόν αγάπη των τελείως εξέλιπεν. Ο λόγος ούτος εν τη Συναγωγή αποτελεί σημαντικήν κρίσιν εις το στάδιόν Του. Μετ' αυτόν επήλθον εκδηλώσεις εκπλήξεως και απαρεσκείας, αίτινες υπήρξαν οι πρώτοι μυκηθμοί της τρικυμίας εκείνης του μίσους ήτις έμελλε τουντεύθεν να εκραγή κατά της θείας κεφαλής Του.
Είδομεν ήδη ότι τινές εκ του πλήθους, εμπλησθέντες αορίστου θαυμασμού και απλήστου περιεργείας, είχον προσκαρτερήσει επί της μικράς κοιλάδος της παρά την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα όπως παρακολουθήσωσι τας κινήσεις του Ιησού, και μετάσχωσι των ωφελημάτων και των θριάμβων των οποίων προσεδόκων ταχείαν την φανέρωσιν. Τον είχον ιδεί αποπέμποντα τους μαθητάς Του, και ίσως τον ανεκάλυψαν διά των οφθαλμών καθώς ανέβαινε μόνος εις το όρος· είχον παρατηρήσει ότι ο άνεμος ήτο εναντίος, και ότι ουδέν άλλο πλοίον ειμή το των Αποστόλων είχεν αποπλεύσει. Εβεβαιώθησαν άρα ότι θα τον εύρισκον κάπου επί των υψωμάτων, άνωθεν της κοιλάδος. Αλλ' όμως όταν η πρωία ανέτειλε, δεν είδον ίχνος Αυτού ούτε επί της κοιλάδος ούτε επί των λόφων. Εν τω μεταξύ πλοιάρια τινα, ίσως εξωσθέντα υπό της αυτής τρικυμίας ήτις είχεν επιβραδύνει τον πλουν τον μαθητών, είχον φθάσει εκ Τιβεριάδος. Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή.
«Ραββί, πότε ήλθες ώδε;» είνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά. Το θαύμα του περιπάτου επί του ύδατος ήτο θαύμα ανάγκης και ελέους· δεν απέβλεπεν αυτούς, ουδ' εγένετο δι' αυτούς· ούτε απλώς ως ποιητής θαυμάτων ο Χριστός ήθελε να πείση και να προσελκύση αυτούς. Και διά τούτο, αναγινώσκων εις τας καρδίας των, γνωρίζων ότι Τον εζήτουν μ' εκείνο το πνεύμα το οποίον Αυτός δεν ηγάπα, ηρέμα ανέσυρε τον πέπλον της ίσως ημιασυνειδήτου υποκρισίας ήτις απέκρυπτε τούτους αφ' εαυτών, και τους ήλεγξεν ότι τον εζήτουν, όχι διότι είδον σημεία, αλλά διότι έφαγον εκ των άρτων και εχορτάσθησαν. Αλλά προς χάριν των προσέθηκε το αιώνιον μάθημα: «Εργάζεσθε μη διά την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά διά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, ην δώσει υμίν ο Υιός του Ανθρώπου, ότι Αυτόν εσφράγισεν ο Πατήρ, ο Θεός».
Κατ' αρχάς εκείνοι συνεκινήθησαν και ησχύνθησαν. Είχεν αναγνώσει εις τας καρδίας των ορθώς, όθεν τον ηρώτησαν: «Τι ποιήσωμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;»
Τούτό εστι το έργον του Θεού ίνα πιστεύητε είς Ον απέστειλεν».

Η μεγάλη ομολογία


Ο βίος του Χριστού


Υποδοχή του Ιησού κατά την επάνοδόν Του εις την Γαλιλαίαν — Σημείον επιζητούσιν — Άρνησις και αποδοκιμασία — Θλίψις του Ιησού και απόπλους — Το προφητικόν Ουαί — Η ζύμη των Φαρισαίων και του Ηρώδου — «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος» — «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά» — Διαστροφαί και παρερμηνείαι — Προρρήσεις περί του Πάθους Του — Τολμηρά επέμβασις του Πέτρου — «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά» — Ο Υιός του Ανθρώπου ερχόμενος εν τη βασιλεία Αυτού»
Πολύ διάφορος ήτο η υποδοχή ήτις περιέμενε τον Ιησούν επί της άλλης όχθης. Οι πτωχοί ειδωλολάτραι της Δεκαπόλεως Τον είχον δεξιωθή μετ' ευλαβείας και ενθουσιασμού· οι φιλόθρησκοι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήμ το συντήντησαν μετά χλεύης και μίσους. Δυνατόν, μετά την απουσίαν ταύτην, η ψυχή Του να επόθησε την μόνην γωνίαν της γης, την οποίαν θα ηδύνατο να ονομάση οικίαν Του. Εισελθών εις το μικρόν πλοιάριόν Του, διεπορθμεύθη εις Μάγδαλα. Είνε, πιθανόν ότι σκοπίμως απέφυγε να πλεύση εις Βηθσαϊδά ή εις Καπερναούμ, ολίγω βορειότερον των Μαγδάλων κειμένας, όπου δε οι Φαρισαίοι είχον ιδρύσει το στραταρχείον των. Αλλ' οι άνθρωποι ούτοι παρεμόνευον την άφιξίν Του. Ως να είχον στήσει σκοπιάν επί του πύργου των Μαγδάλων διά ν' ανακαλύψωσι το ιστίον του πλοιαρίου Του, μόλις επάτησε τον πόδα επί της όχθης, και ήλθον εις συνάντησίν Του. Ουδέ ήσαν μόνοι· την φοράν ταύτην συνωδεύοντο (ω της λυκοφιλίας!) από τους ασπόνδους εχθρούς των, τους Σαδδουκαίους, την δύσπιστον εκείνην αίρεσιν, την ημιθρησκευτικήν και ημιπολιτικήν, εις την οποίαν τώρα ανήκον οι δύο αρχιερείς ως και ο βασιλεύων οίκος. Όλα τα κρατούντα στοιχεία της τότε κοινωνίας οι Φαρισαίοι, επίφοβοι εκ της θρησκευτικής βαρύτητός των παρά τω πλήθει· οι Σαδδουκαίοι, ολιγάριθμοι, αλλ' ισχυροί επί πλούτω και θέσει· οι Ηρωδιανοί, αντιπροσωπεύοντες την επιρροήν των Ρωμαίων και των οργάνων των, των τετραρχών· οι Γραμματείς και οι Νομικοί, εξασκούντες το κύρος των παραδεδεγμένων δοξασιών και της μαθήσεώς των· όλοι ήσαν ηνωμένοι κατ' Αυτού εις μίαν πυκνήν φάλαγγα σκευωρίας και αντιδράσεως, και απόφασιν είχον προ παντός άλλου να παρακωλύωσι το κήρυγμά Του, και ν' απαλλοτριώσιν απ' Αυτού, όσον το δυνατόν, την στοργήν του λαού, μεταξύ του οποίου πολλά εκ των κραταιών έργων Του εγένοντο.
Είχον ανακαλύψει εκ της πείρας ότι το ανυσιμώτερον όπλον προς δυσφήμησιν της αποστολής Του και υπονόμευσιν της επιρροής Του ήτο η απαίτησις σημείου, προ παντός, σημείου εξ ουρανών. Εάν ήτο ο Μεσσίας, διατί να μη τους δώση άρτον εξ ουρανού, ως ο Μωυσής; πού η βροντή του Σαμουήλ και η φλοξ του Ηλία; διατί ο ήλιος να μη σκοτισθή και η σελήνη να μη τραπή εις αίμα; διατί να μη φανή πύρινος στήλος και να μη ενσκήψη λαίλαψ και καταιγίς όπως επικυρώση τους λόγους Του;
Εγνώριζον ότι τοιούτον σημείον δεν θα παρεχωρείτο εις αυτούς, κ' εγνώριζον ότι είχεν εξείπει ήδη τους ισχυροτάτους λόγους της τριπλής αρνήσεώς Του, όπως χαρισθή εις το αλαζονικόν και προκλητικόν αίτημά των. Εάν είχον μάθη το μυστικόν του πειρασμού Του εν τη ερήμω, θα εγνώριζον ότι αι πρώται απαντήσεις Του εις τον πειράζοντα εγένοντο εν τω πνεύματι τούτω της υψίστης αυταπαρνησίας. Εάν παρεχώρει το αίτημά των, ποίος σκοπός θα υπηρετείτο;, όχι η επίδρασις των εξωτερικών δυνάμεων, αλλ' η φυτική αρχή της ζωής έσωθεν, ποιεί το αγαθόν σπέρμα να βλαστήση. Η σκληρά καρδία δεν δύναται να μετατραπή, ούτε η ισχυρογνώμων απιστία να εκριζωθή, διά σημείων και τεράτων, αλλά δι' εσωτερικής ταπεινώσεως, και διά της χάριτος του Θεού ήτις μετέρχεται ως η δρόσος του ουρανού, εν σιγή και αόρατος. Τι θα επηκολούθει εάν το σημείον εδίδετο; υπ' αυτών των αυτοπτών θ' απεδίδετο εις δαιμονικήν ενέργειαν υπό των ακουόντων θα εσχολιάζετο ούτως ή ούτως· υπό της προσεχούς γενεάς θα ηθετείτο ως επίνοια, ή θα εξητμίζετο εις μύθον.

«Εγγύς μαχαίρας, εγγύς Θεού»


Μόνος μετά Φαρισαίων — Φανερά ρήξις — Κίνδυνος του Ιησού — Καταδίκη της υποκρισίας — Η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου — Η ερώτησις του Πέτρου — Ο Ιησούς τεταραγμένος τω Πνεύματι
Μέχρι του σημείου τούτου τα συμβεβηκότα της μεγάλης ταύτης ημέρας υπήρξαν αρκούντως ταραχώδη, πλην επηκολούθησαν περιστάσεις πολύ αλγεινοτέραι.
Η ώρα διά το μεσημβρινόν γεύμα είχε φθάσει, και είς των Φαρισαίων τον εκάλεσεν εις τον οίκον του. Μικρά ύπαρχε ξενία ή και φιλοφροσύνη εις την πρόσκλησιν. Εάν δεν εγένετο μάλλον προς έχθραν και παγίδευσιν, ως γνωρίζομεν ότι συνέβη εις άλλας Φαρισαϊκάς προσκλήσεις· η αφορμή της το πολύ θα ήτο η περιεργία, όπως ίδη καλλίτερον τον νέον Διδάσκαλον, ή κενοδοξία όπως έχη ξένον τόσον επιφανή. Και ο Ιησούς, άμα εισελθών, ευρέθη, ουχί εν μέσω τελωνών και αμαρτωλών, όπου θα ηδύνατο να διδάξη και να μαλάξη και να ευεργετήση, ουχί μεταξύ των πτωχών προς ους θα ηδύνατο να κηρύξη την βασιλείαν των ουρανών, ουχί μεταξύ φίλων και μαθητών οίτινες ηκροώντο μετά φιλοστόργου σεβασμού τους λόγους Του, αλλ' εν μέσω σκληρών, απειλητικών όψεων, εν μέσω των μορφασμών και της χλεύης φανερών εχθρών. Οι Απόστολοι δεν φαίνεται να προσεκλήθησαν. Δεν υπήρχεν η συμπάθεια του Θωμά όπως Τον υποστηρίξη, ούτε η πραότης του Ναθαναήλ όπως Τον ενθαρρύνη, ούτε η θερμότης Του Πέτρου όπως Τον υπερασπίση, ούτε ηγαπημένος Ιωάννης όπως κλίνη την κεφαλήν προς το στήθος Αυτού. Γραμματείς, Νομικοί και Φαρισαίοι, οι συνδαιτυμόνες επιδεικτικώς εξετέλεσαν τας περιτέχνους πλύσεις των, και τότε, έκαστος μετ' άκρας επιμελείας διά την ιδίαν πρωτοκαθεδρίαν του, εκάθησαν παρά την τράπεζαν. Άνευ τοιούτων επιτηδευμένων και φανταστικών διατυπώσεων, ο Ιησούς άμα «εισελθών ανέπεσε» παρά την τράπεζαν. Έξω συνέρρεεν ο λαός, πεινών και διψών ακόμη όπως ακούση τα ρήματα της αιωνίου ζωής. Το γεύμα θα ήτο σύντομον, πρόγευμα μάλλον. Δεν ηθέλησεν άρα να βραδύνη ο Ιησούς και υποθάλψη μάταια έθιμα διά πλύσεων, αίτινες κατά την στιγμήν εκείνην συνέβη να είνε περιτταί, και εις τας οποίας μωρά και ψευδοθρησκευτική σπουδαιότης απεδίδετο.
Πάραυτα η υψηλόφρων έκπληξις του ξενίζοντος εξεφράσθη διά της συμπεριφοράς του, και αι επηρμέναι οφρύες και αι αποδοκιμαστικαί χειρονομίαι των συνδαιτυμόνων έδειξαν όσον ετόλμων να δείξωσιν εκ της αποδοκιμασίας και της υπερφροσύνης των. Ελησμόνουν εντελώς τις ήτο Εκείνος και τι είχε πράξει. Κατάσκοποι και συκοφάνται εξ αρχής, εύρισκον τώρα ευκαιρίαν προς νέας σκευωρίας. Ο καιρός είχεν έλθη προς σαφεστέραν ακόμη γλώσσαν, και εφείσθη αυτών, ώκτειρε και εταλάνισε την υποκρισίαν των, τους παρωμοίασε με τάφους κεκονιαμένους, και προείπεν ότι επί της ενόχου ταύτης γενεάς θα έλθη το αίμα όλων των προφητών, από του αίματος του Άβελ μέχρι του αίματος του Ζαχαρίου.
Η αυτή ομιλία, αλλά πληρεστέρα και τρομερωτέρα, εξηνέχθη ύστερον υπό του Ιησού εν τω Ναώ της Ιερουσαλήμ κατά την τελευταίαν και μεγίστην εβδομάδα της επιγείου ζωής Του. Αλλά τώρα, εν τη Γαλιλαία, το γεύμα εν συγχύσει διεκόπη. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι απέβαλον το προσωπείον. Από προσποιητών φίλων και ενδιαφερομένων εξεταστών αιφνιδίως ανεπήδησαν υπό το αληθές σχήμα των, ως θανάσιμοι αντίπαλοι. Περιεκύκλωσαν τον Ιησούν, τον εστενοχώρησαν βιαίως, επιμόνως, σχεδόν απειλητικώς. Ήρχισαν να επιχύνωσιν επ' Αυτόν πλήμμυραν ερωτήσεων, να εξετάζωσι, να Τον κατηχώσι, να προσπαθώσιν όπως αποσπάσωσι λόγους απ' Αυτού, ελλοχώντες εις ενέδραν ως θηρευταί άπληστοι, ιχνηλατούντες μήπως ανακαλύψωσι παρ' Αυτώ και μικρόν αιρέσεως κόκκον, επί του οποίου να στηρίξωσι κατηγορίαν, όπως ποιήσωσιν Αυτόν εκποδών.
Εν τω μεταξύ μυριάδες λαού είχεν συναθροισθή έξω, και ίσως οργίλοι ψιθυρισμοί έδωκαν είδησιν εις τους Φαρισαίους εν καιρώ ότι επικίνδυνον θα ήτο να προβώσι πολύ μακράν, και ο Ιησούς εξήλθε προς το πλήθος, και απευθυνόμενος πρωτίστως προς τους μαθητάς Του, είτα δι' αυτών εις τας χιλιάδας των ακροατών ήρχισε: «Φυλάττεσθε από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστιν υποκρισία». Επληροφόρησεν αυτούς ότι υπήρχεν Είς, εις του οποίου το όμμα, μυρίων ηλίων λαμπρότερον, ουδέν μυστικόν υπάρχει. Παρήνεσεν αυτούς να μη φοβώνται άνθρωπον, αλλά να φοβώνται Εκείνον όστις ου μόνον ηδύνατο ν' αφανήση το σώμα, αλλά να εμβάλη την ψυχήν εις την Γέεναν του πυρός. Ο Θεός ο αγαπών αυτούς θα εμερίμνα προ αυτών· και ο Υιός του Ανθρώπου, ενώπιον των Αγγέλων του Θεού, θα ομολογήση εκείνους οίτινες Τον ομολογούσιν έμπροσθεν των ανθρώπων.
Ενώ ούτως ωμίλει, άνθρωπός τις κοινός εκ του πλήθους, απηύθυνε τον λόγον προς τον Ιησούν και είπε:

Ο χορτασμός των πεντακισχιλίων και ο περίπατος επί της θαλάσσης


Το πεινών πλήθος — Το θαύμα των πέντε άρτων — Ο Ιησούς εις το όρος — Οι μαθηταί εν τη τρικυμία — «Εγώ ειμι» — Τόλμη του Πέτρου και αποτυχία — Φύσις του θαύματος
Η τροφή των πεντακισχιλίων είνε έν των ολίγων θαυμάτων τα οποία μας διηγούνται και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί. Αι ασυμφωνίαι μεταξύ των είνε μικραί και ασήμαντοι. «Όσον ακριβέστερον, παρατηρεί είς νεώτερος κριτικός, δύο αφηγηταί του αυτού γεγονότος συμφωνούσι προς αλλήλους, τόσον ύποπτοι γίνονται. Δύο άνθρωποι δεν βλέπουσι ποτέ τα πράγματα με τους αυτούς οφθαλμούς, ούτε διευθύνουσι την προσοχήν των ακριβώς εις τας αυτάς περιστάσεις. Όσον ακριβής και εμβριθής και αν είνε ο Θουκιδίδης, θα έχωμεν δύο πολύ διαφέρουσας ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, εάν και άλλος παρατηρητής κριτικός επίσης είχεν αφιερώσει την προσοχήν του εις τα αυτά συμβεβηκότα». Αι μικραί ασυμφωνίαι των Ευαγγελιστών χρησιμεύουν εις το ν' αποκαταστήσωσιν κατά τον μάλλον ευχάριστον τρόπον την ουσιώδη ανεξαρτησίαν της τετραπλής μαρτυρίας.
Κατά την βορειανατολικήν γωνίαν της λίμνης, μικρόν περαιτέρω του μέρους όπου ο Ιορδάνης εμβάλλει, υπήρχε δευτέρα τις Βηθσαϊδά (η λέξις σημαίνει οίκον αλιείας), η καλουμένη προς διαστολήν Ιουλιάς. Προς νότον δε της πολίχνης ήτο η χλοερά και στενή κοιλάς Ελ Βατιχά, ακατοίκητος και τότε όπως σήμερον. Προς τα εκεί διευθύνθη το πλοιάριον το φέρον τον Ιησούν και τους μαθητάς Του, επιζητούντας ανάπαυσιν από των κόπων. Αλλ' όσον κατ' ιδίαν και αν εγένετο η αναχώρησις, δεν παρήλθεν απαρατήρητος. Απέχει μόνον έξ μίλια διά θαλάσσης από της Καπερναούμ η ερημική παραλία προς την οποίαν διευθύνοντο. Το μικρόν πλοίον, προφανώς υστερήσαν από αντιπνόους ανέμους, εβραδοπλόει εις ουχί μεγάλην απόστασιν από της όχθης, και μέχρις ου φθάση εις το τέρμα, ο σκοπός της αναπαύσεως διά τους Αποστόλους εματαιώθη. Τινές εκ του πλήθους είχον προτρέξει του πλοίου, και πλήθος ήδη ίστατο εις την όχθην όταν το πλοίον προσήγγισε προς αποβίβασιν, ενώ απωτέρω εφάνησαν αι πολυάριθμοι ομάδες των προσκυνητών διά το Πάσχα, οίτινες προσειλκύσθησαν έξω από τον δρόμον των υπό της αυξανούσης φήμης του αγνώστου προφήτου. Ο Ιησούς εκινήθη εις συμπάθειαν προς αυτούς, «ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ότι αποβάντες εις την ξηράν, Αυτός και οι Απόστολοί Του ανέβησαν την κλιτύν του όρους, κ' εκεί επερίμειναν επί βραχύ άχρις ου το πλήθος συναθροισθή. Είτα καταβάς πλησίον των εδίδαξεν αυτούς πολλά, κηρύττων αυτοίς την βασιλείαν των ουρανών, και θεραπεύων τους ασθενείς των⇅.
Η ημέρα έκλινε, και μετ' ολίγον θα επήρχετο νυξ, αλλ' όμως το πλήθος προσεκαρτέρει ακόμη, θελγόμενον από την θείαν εκείνην φωνήν και από τα ιερά λόγια. Η νυξ θα επήρχετο, και το περιπλανώμενον πλήθος, το οποίον εν τη εξάψει του είχεν ολιγωρήσει των αναγκών του βίου, θα ευρίσκετο εις το σκότος πειναλέων και μακράν πάσης ανθρωπίνης κατοικίας. Οι μαθηταί ήρχισαν ν' ανησυχώσι μήπως η ημέρα αποβή εις καταστροφήν τινα, ήτις θα έδιδε νέαν λαβήν εις τους λυσσώντας ήδη εχθρούς του Κυρίου. Αλλ' η συμπάθειά Του είχε προλάβει την αγωνίαν των, και είχεν υποδείξει την δυσχέρειαν εις το πνεύμα του Φιλίππου. Μικρόν συμβούλιον εγένετο τότε. Διά ν' αγοράσωσι και ανά ένα βλωμόν άρτου διά τοσούτον πλήθος, θα εχρειάζοντο τουλάχιστον διακόσια δηνάρια, και επί τη υποθέσει ότι είχον το ποσόν τούτο εις το κοινόν βαλάντιόν των, ούτε χρόνος ούτε ευκαιρία υπήρχε διά ν' αγοράσωσιν. Εκεί ο Ανδρέας ανέφερεν ότι υπήρχεν έν παιδάριον έχον πέντε κριθίνους άρτους και δύο μικρά οψάρια· αλλά τούτο είπε μόνον με απελπιστικόν τρόπον, και όπως δείξη το άκρως ανεπαρκές της μόνης προσφυγής ήτις συνέβη να είνε γνωστή αυτώ.
Ο Χριστός διέταξε τότε τους Αποστόλους να είπουν εις τους ανθρώπους να καθίσωσι κάτω ως προς δείπνον. Εν θαυμασμώ και προσδοκία οι Απόστολοι εκέλευσαν το πλήθος ν' ανακλιθώσιν επί της πρασίνης χλόης. Τους έταξαν εις ομάδας ανά πεντήκοντα και εκατόν. Οι άνθρωποι «ανέπεσαν πρασιαί πρασιαί» ή «συμπόσια συμπόσια», κατά τας γραφικάς εκφράσεις των Ευαγγελιστών. Τότε σταθείς εις το μέσον των ξένων Του, χαίρων τη καρδία επί τω έργω του ελέους όπερ ήθελε να πράξη, ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ευχαρίστησεν, ευλόγησε τους πέντε άρτους, τους έκοψεν εις τεμάχια, και ήρχισε να τους διανέμη εις τους μαθητάς Του, και αυτοί προς το πλήθος· ομοίως και τα δύο οψάρια. Ήτο ταπεινόν, αλλ' αρκετόν και προς πεινώντας οδοιπόρους ηδονικόν δείπνον. Και όταν όλοι αφθόνως εχορτάσθησαν, ο Ιησούς, όχι μόνον όπως δείξη εις τους μαθητάς Του το μέγεθος και την έκτασιν του γενομένου, αλλ' όπως διδάξη αυτούς ότι η σπατάλη, ακόμη και της θαυματουργού δυνάμεως, είνε όλως ξένη προς την θείαν οικονομίαν, παρήγγειλεν αυτοίς να συναθροίσωσι τα τεμάχια όσα έμενον, όπως μηδέν χαθή. Οι φαγόντες ήσαν άνδρες πεντακισχίλιοι, χωρίς γυναικών και παιδίων, και όμως δώδεκα κόφινοι εγέμισαν από τα περισσεύματα των κλασμάτων.
Το θαύμα προυξένησε βαθείαν εντύπωσιν. Ήτο ακριβώς εις συμφωνίαν με την υπάρχουσαν προσδοκίαν, και τα πλήθος ήρχισαν να ψιθυρίζουν προς αλλήλους ότι ούτος χωρίς άλλο θα είνε «ο Προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον». Ο άρχων της διά του Ιακώβ ευλογίας, το άστρον της προρρήσεως του Βαλαάμ, ο Προφήτης εις ον ώφειλον ως εις τον Μωυσήν να υπακούσωσιν, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας ίσως, ο επανερχόμενος εις τον κόσμον ίνα αποκαλύψη την κρύπτην της Κιβωτού. Ο Ιησούς παρετήρησε τον απροκάλυπτον θαυμασμόν των, και κατενόησε τον κίνδυνον ότι ο ενθουσιασμός των θα ηδύνατο να επιταχύνη τον θάνατον Του δι' αποστασίας εναντίον της Ρωμαϊκής κυβερνήσεως, εν τη αποπείρα του να κάμωσιν Αυτόν διά βίας βασιλέα. Κατείδε προσέτι ότι οι μαθηταί Του εφαίνοντο συμμεριζόμενοι την εγκόσμιον ταύτην και επικίνδυνον έξαψιν. Ο καιρός ήλθεν άρα προς στιγμιαίαν ενέργειαν. «Ηνάγκασε» τους μαθητάς Του να εισέλθωσιν εις το πλοίον, και να διαβώσι την λίμνην προ Αυτού κατά την Καπερναούμ ή την δυτικήν Βηθσαϊδά. Ολίγος ήπιος εξαναγκασμός εχρειάζετο, διότι δεν ήθελον να Τον αφήσουν μεταξύ του εξημμένου πλήθους επί της ερημικής εκείνης όχθης, και αν μέγα τι έμελλε να συμβή εις Αυτόν, ησθάνοντο δικαίωμα να είνε παρόντες. Αφ' ετέρου ήτο ευκολώτερον δι' Αυτόν ν' αποπέμψη το πλήθος, όταν θα έβλεπον ότι οι ίδιοι φίλοι και μαθηταί Του απεπέμφθησαν.
Όθεν καθώς επήρχετο το σκότος, βαθμηδόν έπεισε το πλήθος να Τον αφήση, και όταν όλος σχεδόν πλην των ενθουσιωδεστέρων απήλθαν εις τας οικίας ή εις τας συνοδίας των, αιφνιδίως κατέλιπε τους λοιπούς, και έφυγεν επ' αυτών εις την κορυφήν του όρους μόνος διά να προσευχηθή. Είχε συνείδησιν ότι κρίσις είχεν επέλθη της Παρουσίας Του επί της γης, και δι' επικοινωνίας με τον ουράνιον Πατέρα Του ήθελε να ενισχύση την ψυχήν Του, καθόσον είχε περιβληθή την ανθρωπίνην ασθένειαν, διά το έργον της επαύριον, καθό θέλων να γείνη υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Ήδη άλλοτε είχε διέλθη εν τη μονώσει του όρους μία νύκτα προσευχής, αλλά τότε ήτο προ της εκλογής των Αποστόλων Του. Πολύ διάφορα ήσαν τα αισθήματα με τα οποία ο Μέγας Αρχιερεύς, ο καθίσας εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, ο όσιος, άκακος, αμίαντος, ο μη έχων ανάγκην υπέρ των ιδίων αμαρτιών να προσφέρη θυσίας, «τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ Εαυτόν ανενέγκας», ανέβαινε τώρα τα βραχώδη υψώματα του μεγάλου όρους. Η σφαγή του πεφιλημένου Προδρόμου Του έφερε πλησιέστερον εις την ψυχήν Του την σκέψιν του θανάτου· ουδ' επλανάτο από την βραχείαν λάμψιν της προσκαίρου δημοτικότητος, την οποίαν κατά την επομένην ενόει να σβύση. Η καταιγίς ήτις ήρχισε τώρα ορμητική να πνέη επί τα όρη, οι άνεμοι οίτινες εφύσων κάτω εις τας φάραγγας, η λίμνη της οποίας τα κύματα ήρχισαν να ταράττωνται και ν' αφρίζουν, το πλοιάριον το οποίον, καθώς η σελήνη προέκοπτε στιγμιαίως διά μέσου των τρεχόντων νεφών, έβλεπε να κινδυνεύη και ν' αγωνιά εις τα κύματα, όλα ήσαν λίαν καταφανή εμβλήματα της μεταβληθείσης προσόψεως του επιγείου βίου Του. Αλλ' εκεί επί της ερήμου κορυφής του όρους, κατά την νύκτα εκείνην της τρικυμίας, ηδύνατο ν' ανακτήση ισχύν και ειρήνην ανεκλάλητον· διότι εκεί ήτο μόνος μετά του Θεού. Και ούτω επί της μορφής της κυπτούσης εις ερημικήν δέησιν επί των ορέων, και επί των εργατών εκείνων επί της τεταραγμένης λίμνης, το σκότος έπιπτε και οι μεγάλοι άνεμοι έπνεον.
Ώραι και ώραι παρήρχοντο. Ήτο ήδη τετάρτη φυλακή της νυκτός, ήτοι μεταξύ της τρίτης και της έκτης ώρας προς την πρωίαν· το πλοίον είχε διανύσει μόλις το ήμισυ της πορείας του· ήτο σκότος και ο άνεμος ήτο αντίπνους, και τα κύματα απειλητικά, κ' εκείνοι εκοπίαζον προσπαθούντες με τας κόπας. Δεν ήτο πλέον μετ' αυτών ουδείς ικανός να καταπραΰνη και να σώση, επειδή ο Ιησούς ήτο μόνος εις την ξηράν. Μόνος εις την ξηράν, κ' εκείνοι ηγωνίων εις την κινδυνώδη θάλασσαν. Πλην Εκείνος ουχ ήττον τους είδε και τους ώκτειρε, και τέλος, εν τη εσχάτη αδημονία των είδον μίαν ακτίνα εις το σκότος, και μίαν φοβεράν μορφήν, και έν κυματίζον ιμάτιον, και Είς ήρχετο προς αυτούς πατών επί των αφριζόντων κυμάτων της θαλάσσης, αλλ' εφαίνετο ως να ήθελε να παρέλθη αυτούς. Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».
Η φωνή εκείνη κατεσίγασε τον τρόμον των, και ήσαν πρόθυμοι να Τον λάβωσιν εις το πλοίον αλλ' η ορμητική του Πέτρου αγάπη, ο σφοδρός πόθος εκείνου όστις εν τη απεγνωσμένη αυτοσυνειδησία του είχε κράξει ποτέ, «Έξελθε απ' εμού!» τώρα δεν δύναται ουδέ να περιμένη την προσέγγισιν Του, και περιπαθώς κράζει:
«Κύριε, ει Συ ει, κέλευσόν με του ελθείν προς Σε επί του ύδατος».
«Ελθέ».
Παρά το πλευρόν του πλοίου επί των τεταραγμένων κυμάτων επήδησε, κ' ενόσω το όμμα του ήτο προσηλωμένον προς τον Κύριον, ο άνεμος δυνατόν να ερρίπιζε την κόμην του, και ο αφρός δυνατόν να έβρεχε τα κράσπεδά του, πλην όλα είχον καλώς· αλλ' όταν, με σαλευομένην πίστιν, μετέφερε το βλέμμα απ' Αυτού προς τα μανιώδη κύματα, και προς την βύθιον μελανότητα την κάτω αυτών, ήρχισε να βυθίζεται (ω, πόσον ανόμοιον με πλάσμα ή με μύθον είνε τούτο), και με τόνον απογνώσεως, ασθενώς εφώνησε, «Κύριε, σώσον με!» Ο δε Ιησούς, με οίκτρου μειδίαμα, έτεινε την χήρα Του, και έδραξε την χείρα του πνιγομένου μαθητού Του, ειπών, «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» Και ούτω αμφότεροι ανέβησαν εις το πλοίον. Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Προσεπάθησάν τινες διά ποικίλων μεθόδων να εξηγήσωσι το θαυμάσιον του χαρακτήρος της· εκοπίασαν όπως αποδείξωσιν ότι το επί την θάλασσαν (Ιω. ΣΤ'. 15) (ίσως η αρίστη γραφή είνε επί της θαλάσσης, καθώς φέρεται και παρά τοις άλλοις Ευαγγελισταίς) δυνατόν να σημαίνη ότι ο Ιησούς περιεπάτησεν επί της όχθης της παραλλήλου προς την όχθην του πλοίου· ή ότι εις το σκότος ίσως οι Απόστολοι υπέλαβον κατ' αρχάς ότι περιεπάτει επί της θαλάσσης. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά. Εάν τις βλέπει ότι αδυνατεί να πιστεύση εις τα θαύματα, πλατεία κέλευθος, και «έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν». Καθώς είπον ήδη, εάν πιστεύοντες εις Θεόν, πιστεύομεν εις θείαν Πρόνοιαν επί της ζωής των ανθρώπων — και πιστεύοντες εις την θείαν εκείνην Πρόνοιαν πιστεύομεν εις το θαυμάσιον — και πιστεύοντες εις το θαυμάσιον, δεχόμεθα ως αληθή την ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού — και πιστεύοντες εις την ανάστασιν εκείνην, πιστεύομεν ότι ήτο όντως ο Υιός του Θεού — τότε, όσον βαθέως και αν ακριβώμεν το ομοιόμορφον των φυσικών νόμων, έτι βαθύτερον κατανοούμεν την δύναμιν Εκείνου όστις τηρεί τους νόμους τούτους εις την παλάμην Αυτού την ακήρατον. Δι' ημάς το θαυμάσιον, όταν είνε ούτω μεμαρτυρημένον, ουδαμώς θα είνε εκπληκτικώτερον ή το φυσικόν, ούτε θα υπολάβωμεν ως αδύνατον έννοιαν ότι Εκείνος όστις απέστειλε τον Υιόν Αυτού επί της γης ίνα αποθάνη δι' ημάς, έδωκε πάσαν την εξουσίαν εις την χείρα Του.
Όθεν ούτω, εάν, ως ο Πέτρος, προσηλώμεν τους οφθαλμούς μας επί του Ιησού, και ημείς δυνάμεθα να περιπατήσωμεν θριαμβεύοντες επί των ογκουμένων κυμάτων της απιστίας, και ατρόμητοι εν μέσω των εγειρομένων άνεμων της αμφιβολίας· αλλ' εάν αποσπάσωμεν τα όμματα μας απ' Αυτού, εάν, καθώς συχνά δελεαζόμεθα να πράττωμεν, αποβλέπωμεν μάλλον προς την ορμήν και την μανίαν των καταστρεπτικών εκείνων στοιχείων ή εις Αυτόν τον δυνάμενον να βοηθήση και να σώση, τότε και ημείς αφεύκτως θα βυθισθώμεν. Ω, εάν αισθανώμεθα πάλιν και πολλάκις ότι τα πλημμυρούντα κύματα απειλούσι να μας πνίξωσι, και ο βυθός να καταπίη την χειμαζομένην ναυν της Εκκλησίας και της Πίστεως ημών, είθε πάλιν και πολλάκις να δοθή ημίν ν' ακούσωμεν εν μέσω της τρικυμίας και του σκότους, τας δύο εκείνας γλυκυτάτας του Σωτήρος εκφράσεις:
«Μη φοβού. Μόνον πίστευε».
«Εγώ ειμι. Μη φοβού».

Η λύσσα των εχθρών του Χριστού

«Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» — «Φάγος και οινοπότης» — «Οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι» — «Μετά τελωνών και αμαρτωλών» — «Έλεον και ου θυσίαν» — Ο Άσωτος υιός — Διατί αθετεί το Σάββατον; — Οι στάχυς των σπορίμων — Η διαγωγή του Δαυίδ — «Ει έξεστιν αγαθοποιείν εν Σαββάτω». — Αι άνιπτοι χείρες — «Ου τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα»
Καίτοι ο λόγος τον οποίον αρτίως διεξήλθομεν απετέλεσε σημαντικήν περίοδον εις το κήρυγμα του Κυρίου, και από τούδε εις το εξής τα νέφη σωρεύονται πυκνότερα εναντίον Του, δεν πρέπει όμως να υποτεθή ότι αύτη ήτο η πρώτη φορά, και εν Γαλιλαία ακόμη, καθ' ην η έχθρα κατά του προσώπου Του και της διδασκαλίας Του φανερά ανεπτύχθη.
Πρώτον, τα πρωιμώτερα ίχνη της αμφιβολίας και αστοργίας επήγασαν από την έκφρασιν την οποίαν πολλάκις μετεχειρίσθη; «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Τας λέξεις ταύτας απηύθυνε προς την γυναίκα την αμαρτωλόν και προς τον παράλυτον. Και κατά τας δύο περιστάσεις η εκφώνησις αύτη διήγειρεν έκπληξιν και αποδοκιμασίαν. Εις την οικίαν του Σίμωνος, όπου θαύμα δεν συνέβη, ο Ιησούς αντικατέστησε την φράσιν δι' άλλης. Αλλά κατά την ίασιν του παραλυτικού, φανερός γογγυσμός ηγέρθη μεταξύ των Γραμματέων και Φαρισαίων, κ' εκεί αποκαλύψας πλειότερον εκ του αληθούς μεγαλείου Του, ο Ιησούς, διά της δυνάμεως του ποιείν θαύματα, διεξεδίκασε το δικαίωμά Του όπως συγχωρή αμαρτίας.
Το επιχείρημα ήτο αναντίρρητον, διότι ου μόνον η κρατούσα δοξασία εσχέτιζε πάσαν ασθένειαν μετά της αμαρτίας, αλλά και γενικώς υπεστηρίζετο υπό των ραββίνων ότι «ουδείς άνθρωπος θεραπεύεται από της ασθενείας του μέχρις ου όλαι αι αμαρτίαι Του συγχωρηθώσιν. Ήτο άρα εν πλήρει συμφωνία με τας δοξασίας των ότι Εκείνος όστις διά «της ιδίας εξουσίας Του ηδύνατο να ιατρεύη ασθενείας, ηδύνατο προσέτι διά της ιδίας εξουσίας Του ν' απαγγέλλη την άφεσιν. Είνε αληθές ότι εδυσκολεύοντο να εννοήσουν ή ίασιν ή συγχώρησιν μεταδιδομένην διά τοιούτων ανωμάλων μέσων, και άνευ των παραφέρνων των θυσιών και των ιερατικών επεμβάσεων. Αλλ' όμως παρά πάντα ταύτα έμενε το γεγονός ότι αι ιάσεις πράγματι ετελούντο, και ενώπιον χιλιάδων μαρτύρων. Ησθάνθησαν άρα ότι το έδαφος τούτο της αντιδράσεως ήτο αστήρικτον, και σιωπηλώς εγκατελείφθη. Το να λέγωσιν ότι υπήρχε «βλασφημία» εις τας εκφράσεις Του θα εχρησίμευε μόνον εις το ν' αναδείξη εν μείζονι λαμπρότητι το ότι υπήρχε θαύμα εις τας πράξεις του.
Δεύτερον, η κατηγορία ότι ήτο «φάγος και οινοπότης», η διατηρηθείσα ημίν διά της μνείας Αυτού του Κυρίου, ήτο λίαν καταφώρως ψευδής ώστε να μη αρκή να εξεγείρη πρόληψιν εναντίον Εκείνου όστις, ει και δεν ησπάσθη τον ασκητικόν βίον του Ιωάννου, έζησεν όμως εν άκρα λιτότητι, και απλώς έπραττεν ό,τι και οι λεπτολογώτατοι των Φαρισαίων, δεχόμενος προσκλήσεις εις δείπνα, όπου συνεχώς εύρισκε νέας ευκαιρίας όπως διδάσκη και αγαθοποιή. Η συκοφαντία πράγματι ανετράπη όταν ο Σωτήρ έδειξεν ότι η γενεά εκείνη ήτο ομοία με παιδάρια ιδιότροπα και διεστραμένα, τα οποία εις τίποτε δεν ηδύναντο να ευχαριστηθώσι, αφού κατηγόρουν τον Ιησούν επί ακρασία, διότι δεν απέφυγεν έν αβλαβές γεύμα, και τον Ιωάννην επί κατοχή δαιμονίου, διότι αντετάχθη κατά της κοινωνικής διαφθοράς του αιώνος.
Τρίτον, και εις την ένστασιν, «Διατί οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι;» δεν φαίνεται να επέμειναν πολύ. Ο Ιησούς είχε δείξει το παράδειγμα της εγκρατείας διά της τεσσαρακονθημένου νηστείας, και πάντοτε διά των έργων και της διδασκαλίας Του υπέδειξεν ότι «Ουκ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και άσκησις συν αγιασμώ».
Τέταρτον, μεγαλητέραν αντίδρασιν εκίνησεν η υπό του Χριστού εκλογή του Ματθαίου ως ενός των Αποστόλων, και η ανοχή ην πάντοτε έδειξε προς τους τελώνας και αμαρτωλούς. Πας λεπτολόγος Ιουδαίος εθεώρει ως επικατάρατον το πλήθος του έθνους του, το μη γνωρίζων τον Νόμον. «Ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον Νόμον επικατάρατοί εισι». Και καθώς πας Ιουδαίος εθεώρει τον εθνικόν κόσμον μεθ' υπερτάτης περιφρονήσεως, ούτω και η φατρία των άγαν ζηλωτών εθεώρουν τους αμελεστέρους αδελφούς των ως όντας ολίγον τι καλλιτέρους των εθνικών. Και όμως ιδού Άνθρωπος όστις ανεμιγνύετο ελευθέρως και οικείως μετά των τελωνών και αμαρτωλών! Το δε χείριστον, υπέφερεν ώστε γυναίκες από τας οποίας είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, να Τον συνοδεύωσιν εις τας οδοιπορίας Του, και πόρναι να λούωσι τους πόδας Του με δάκρυα! Πόσον διάφορος των Φαρισαίων, οίτινες ισχυρίζοντο ότι υπήρχε μολυσμός εις την απλήν αφήν εκείνων οι οποίοι είχον αυτοί απλώς θιχθή υπό του βεβήλου όχλου, είχον δε διατυπώσει ως κανόνα ότι ουδείς ώφειλε να δεχθή ξένον εις την οικίαν του αν απλώς τον υπώπτευεν ως αμαρτωλόν!