Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Όσ. ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΜΕΤΑΝΟΙΑ


Όσ. ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΜΕΤΑΝΟΙΑ
† ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΕΔΕΣΣΗΣ, ΠΕΛΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΜΩΠΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
        Στη μοναχική παράδοση αναφέρεται ότι κάποτε ο Διάβολος επεσκέφθη στην Αίγυπτο τον διάσημο ασκητή Μακάριο για να τον παγιδεύσει και να τον παρασύρει στην αμαρτία.  Τον ερώτησε πώς κατορθώνουν αυτός και οι μοναχοί του να πετυχαίνουν και να ζουν μια τόσο ανώτερη ηθική και πνευματική ζωή.  Διότι, κι εγώ αγωνίζομαι και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να τα καταφέρω, του λέγει ο Διάβολος.
-Εμείς, λέγει ο Μακάριος, έχουμε πλήρη υπακοή στο θέλημα του Θεού…
-Εγώ, λέγει ο Διάβολος, φρίττω και τρέμω σαν φύλλο ενώπιον του Θεού…
-Εμείς, λέγει ο Αιγύπτιος ασκητής νηστεύουμε.
-Μα, εγώ δεν τρώγω καθόλου, λέγει ο Διάβολος, είμαι τελείως άσαρκος.
-Εμείς κάνουμε ολονύκτιες αγρυπνίες.
-Εγώ καθόλου δεν κοιμάμαι.
-Εμείς κάνουμε ελεημοσύνες.
-Εγώ τα έχω διανείμει όλα στους πτωχούς.
-Εμείς μελετάμε την Αγία Γραφή.
-Εγώ την ξέρω απ’ έξω.
-Εμείς προσευχόμεθα τακτικά.
-Εγώ από καμιά Ακολουθία δεν λείπω.
-Εμείς ασκούμε την ταπεινοφροσύνη και μετανοούμε.
-Α, αυτό δε γίνεται, λέγει ο Διάβολος.  Ταπεινοφροσύνη και μετάνοια είναι πράγματα ξένα και απαράδεκτα για εμένα.  Και έφυγε…
Σχόλια:  
        «Ο Αντίδικος ημών Διάβολος, ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τινά καταπίη».  (Α΄Πέτρ. 5,8)
Ο Διάβολος στην προσπάθειά του να επιτελέσει το ανθρωποκτόνο έργο του, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα.
Ακόμη και σε άγγελο φωτός μετασχηματίζεται «αυτός γαρ ο Σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός».  (Β΄Κορ. 11,14)
Όσες αρετές κι αν έχει ο άνθρωπος χωρίς την ταπεινοφροσύνη δεν έχουν καμία αξία.
Η Παρθένος Μαρία είχε πολλά χαρίσματα, αλλ’ ο Θεός «επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού…».
«Μάθετε απ΄ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία».  (Ματθ. 11,29)
«Ο Θεός και τω Διαβόλω αεί παρέχει αγαθά, αλλ’ εκείνος ου θέλει λαβείν αυτά».  (Μάξιμος Ομολογητής)
«Το αμαρτάνειν ανθρώπινον, το επιμείναι σατανικόν…». (ι. Χρυσόστομος)
Ανθολογία Ανεκδότων Τόμος Α΄ Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Έδεσσα, 1995

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Γεώργιος Φλωρόφσκυ - Πρωτοπρεσβύτερος Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος: ο Προφήτης της φιλανθρωπίας



Ο Χρυσόστομος υπήρξε πολύ δυνατός ιεροκήρυκας. Υπεραγαπούσε το κήρυγμα και το θεωρούσε ως το κατ’ εξο­χήν καθήκον ενός χριστιανού κληρικού. Η ιεροσύνη είναι εξουσία, αλλ’ είναι εξουσία λόγου και πειθούς. Αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα της χριστιανικής αρχής. Οι βασιλείς εξαναγκάζουν, οι κληρικοί πείθουν. Οι πρώτοι ενεργούν με διαταγές, οι δεύτεροι με προτροπές. Οι κληρικοί απευθύνονται στην ανθρώπινη ελευθερία, στην ανθρώπινη θέληση και ζητούν αποφάσεις. Όπως ο ίδιος ο Χρυσόστομος συνήθιζε να λέει, «είμαστε υποχρεωμένοι να επιτύχου­με τη σωτηρία των ανθρώπων με τον λόγο, την πραότητα και την προτροπή». Η όλη αξία της ανθρώπινης ζωής για τον Χρυσόστομο βρισκόταν στο ότι αυτή ήταν, και έπρεπε να είναι, μια ζωή εν ελευθερία, και γι’ αυτό μια ζωή χρήσιμη. Στα κηρύγματά του μιλούσε συνεχώς για την ελευθερία και την απόφαση. Η ελευθερία ήταν γι’ αυτόν μια εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Ο Χριστός ήλθε, όπως ο Χρυσόστομος συνήθιζε να υπενθυμίζει, ακριβώς για να θεραπεύσει τη βούληση του ανθρώπου. Ο Θεός πάντοτε ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη καταστρέφει την ελευθερία μας, Ο ίδιος ο Θεός ενεργεί διά κλήσεων και προτροπών, όχι καταπιεστικώς. Δείχνει την ευθεία οδό, καλεί και προσκαλεί, και προειδοποιεί για τους κινδύνους της κακίας, αλλά δεν εξαναγκάζει. Οι χριστιανοί κληρικοί πρέπει να ενεργούν κατά παρόμοιο τρόπο. Εξ ιδιοσυγκρασίας ο Χρυσόστομος ήταν μάλλον υπέρ των άμεσων και επαναστατικών λύσεων,οξύς και αυστηρός, αλλ’ ήταν πάντοτε κατά του εξαναγκασμού, ακόμα και στον αγώνα με τους αιρετικούς. Απαγορεύεται στους Χριστιανούς, συνήθιζε να επαναλαμβάνει, να μετέρχονται βία, ακόμα και για αγαθούς σκοπούς. «Η πολεμική μας δεν κάνει τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά μάλλον κάνει τους νεκρούς να ζήσουν, γιατί ασκείται με πνεύμα πραότητας και ταπεινοφροσύνης. Καταδιώκω με λόγια, όχι με έργα. Καταδιώκω την αίρεση, όχι τους αιρετικούς. Είναι δικό μου γνώρισμα το να καταδιώκομαι μάλλον, παρά να καταδιώκω. Έτσι ο Χριστός ήταν νικητής ως εσταυρωμένος και όχι ως σταυρωτής». Η δύναμη του Χριστιανισμού βρισκόταν, γι’ αυτόν, στην ταπείνωση και στην ανεκτικότητα, όχι στη δύναμη. Έπρεπε κανείς να είναι αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής προς τους άλλους.
Εν τούτοις, ο Χρυσόστομος δεν ήταν καθόλου ένας αισιόδοξος αισθηματίας. Η διάγνωσή του για την ανθρώπινη κατάσταση ήταν μαύρη κι άραχνη. Ζούσε σε μια εποχή που η Εκκλησία κατακλύσθηκε ξαφνικά άπα πλήθη κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών. Είχε την εντύπωση ότι κήρυττε σε νεκρούς. Παρατηρούσε την έλλειψη φιλανθρωπίας και την επαναπαυόμενη αδικία και τις είδε σχεδόν μέσα σε μια αποκαλυπτική προοπτική: «Κατεσβέσαμεν τον ζήλον και το σώμα του Χριστού είναι νεκρόν». Είχε την εντύπωση ότι μιλούσε σε ανθρώπους για τους οποίους ο Χριστιανισμός ήταν μόνον ένας συμβατικός συρμός, ένας κενός τύπος, μια επιτήδευση και τίποτα περισσότερο: «Μέσα στις χιλιάδες μπορεί κανείς δύσκολα να βρει περισσότερους από εκατό που έχουν σωθεί, και ακόμα και γι’ αυτό αμφιβάλλω». Ένοιωθε μάλλον στενοχώρια για τον μεγάλο αριθμό των κατ’ όνομα μόνον Χριστιανών, που τους θεωρούσε «μια επί πλέον τροφή για το πυρ».
Η ευημερία ήταν γι’ αυτόν ένας κίνδυνος, το χειρότερο είδος διωγμού, χειρότερο κι από ένα φανερό διωγμό. Κανείς δεν βλέπει κινδύνους. Η ευημερία εκτρέφει την αδιαφορία. Οι άνθρωποι πέφτουν στον ύπνο και ο διάβολος σκοτώνει τους υπνώττοντας. Ο Χρυσόστομος ανησυχούσε ιδιαίτερα για το φανερό και αυθαίρετο χαμήλωμα των αξιολογικών κριτηρίων και των απαιτήσεων, που παρατηρείτε ακόμα και μεταξύ του κλήρου. Το άλας έχανε την ολιστική του δύναμη. Αντέδρασε σ’ αυτό όχι μόνο με λόγους αποδοκιμασίας και επιπλήξεως, αλλά και με έργα φιλανθρωπίας και αγάπης. Αγωνιζόταν απεγνωσμένα για την ανανέωση της κοινωνίας, για τη θεραπεία των κοινωνικών κακών. Κήρυττε και ασκούσε τη φιλανθρωπία, ιδρύοντας νοσοκομεία και ορφανοτροφεία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους ενδεείς. Ήθελε να ανακτηθεί το πνεύμα ασκήσεως της αγάπης. Ήθελε περισσότερη δραστηριότητα και αφοσίωση μεταξύ των Χριστιανών. Ο Χριστιανισμός γι’ αυτόν ήταν ακριβώς «η οδός», όπως είχε μερικές φορές ορισθεί στους αποστολικούς χρόνους, και ο ίδιος ο Χριστός ήταν «η οδός». “Ο Χρυσόστομος ήταν πάντα εναντίον όλων των συμβιβασμών, εναντίον της πολιτικής της συνδιαλλαγής και της προσαρμογής. Ήταν προφήτης ενός ολοκληρωμένου Χριστιανισμού.
Ο Χρυσόστομος ήταν κυρίως ένας κήρυκας της ηθικότητας, αλλ’ η ηθική του ήταν βαθειά ριζωμένη στην πίστη. Συνήθιζε να ερμηνεύει τη Γραφή στο ποίμνιο του, και ο αγαπημένος του συγγραφέας ήταν ο αγ. Παύλος. Ήταν στις επιστολές του που μπορούσε κανείς να δει αυτή την οργανική σχέση μεταξύ πίστεως και ζωής. Ο Χρυσόστομος είχε το αγαπημένο του δογματικό θέμα, στο οποίο επανειλημμένα επανήρχετο –πρώτ’ απ’ όλα το θέμα της Εκκλησίας, που συνδεόταν στενά με το δόγμα της λυτρώσεως, δηλαδή της θυσίας του αρχιερέως Χριστού· η Εκκλησία είναι η καινούργια ύπαρξη, η εν Χριστώ ζωή, και η εν ανθρώποις ζωή του Χριστού. Δεύτερον, το θέμα της θείας Ευχαριστίας, ενός μυστηρίου και μιας θυσίας. Είναι πολύ δίκαιο να ονομάζουμε τον Χρυσόστομο, όπως πράγματι καλείτο, «ο διδάσκαλος της θείας Ευχαριστίας», doctor eucharisticus. Και τα δύο θέματα συνδέονται μεταξύ τους. Ήταν εν τη θεία Ευχαριστία, και δ’ αυτής, που η Εκκλησία μπορούσε να είναι ζώσα.
Ό Χρυσόστομος ήταν μια μαρτυρία της ζωντανής πίστεως και γι’ αυτό το λόγο η φωνή του ακουγόταν τόσο πρόθυμα και στην Ανατολή και στη Δύση· αλλά γι’ αυτόν η πίστη ήταν κανόνας ζωής κι όχι απλώς μια θεωρία. Τα δόγματα πρέπει να γίνονται πράξεις. Ο Χρυσόστομος κήρυττε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, το Ευαγγέλιο της καινούργιας ζωής. Δεν ήταν κήρυκας μιας αυτόνομης ηθικής. Κήρυττε τον Χριστό, και τούτον εσταυρωμένον και αναστάντα, τον αμνόν και τον αρχιερέα. Η ορθή ζωή ήταν γι’ αυτόν η μόνη επαρκής απόδειξη της ορθής πίστεως. Η πίστη ολοκληρώνεται στα έργα, τα έργα της φιλανθρωπίας και της αγάπης. Χωρίς την αγάπη, η πίστη, η μυστική θεωρία, και η θέα των μυστηρίων του Θεού είναι αδύνατα. Ο Χρυσόστομος παρακολουθούσε τον απεγνωσμένο αγώνα για την αλήθεια μέσα στην κοινωνία των χρόνων του. Ενδιαφερόταν πάντοτε για ζωντανές ψυχές. Μιλούσε σε ανθρώπους, σε ζωντανά πρόσωπα. Πάντοτε απευθυνόταν σ’ ένα ποίμνιο, για το οποίο αισθανόταν ευθύνη. Πάντοτε συζητούσε συγκεκριμένες περιπτώσεις και καταστάσεις.
Ένα από τα συνήθη και αγαπημένα του θέματα ήταν το θέμα του πλούτου και της φτώχειας. Το θέμα το έθετε ή το υπαγόρευε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Χρυσόστομος έπρεπε να εργαστεί. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ζωή όπως είχε διαμορφωθεί μέσα σε μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις, με όλες τις προστριβές μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών. Απλούστατα δεν μπορούσε να αποφύγει τα κοινωνικά προβλήματα χωρίς να απομακρύνει τον Χριστιανισμό από τη ζωή, αλλά τα κοινωνικά προβλήματα ήταν γι’ αυτόν κυρίως θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα. Δεν ήταν κατά κύριο λόγο ένας κοινωνικός αναμορφωτής, έστω κι αν είχε τα δικά του σχέδια για μια χριστιανική κοινωνία. Ενδιαφερόταν για τη συμπεριφορά των Χριστιανών μέσα στον κόσμο, για τα καθήκοντά τους, για το επάγγελμά τους.
Στα κηρύγματά του βρίσκουμε, πρώτ’ απ’ όλα, μια διεισδυτική ανάλυση της κοινωνικής καταστάσεως. Βρίσκει πάρα πολλή αδικία, ψυχρότητα, αδιαφορία και πόνο και θλίψη στην κοινωνία των χρόνων του. Και βλέπει καλά σε ποιά έκταση αυτή η κατάσταση οφείλεται στον άπληστο χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας, στο άπληστο πνεύμα της ζωής. Αυτό το πνεύμα πλεονεξίας εκτρέφει την ανισότητα και επομένως την αδικία. Δεν ενοχλείται ο Χρυσόστομος μόνον από τη μάταιη πολυτέλεια της ζωής· φοβάται τον πλούτο ως ένα μόνιμο πειρασμό. Ο πλούτος διαφθείρει τον πλούσιο. Ο πλούτος καθ’ εαυτόν δεν έχει καμιά αξία. Είναι μια μάσκα, κάτω απ’ την οποία κρύβεται το πραγματικό πρόσωπο του ανθρώπου, άλλ’ εκείνοι που έχουν πλούτη φθάνουν στο σημείο να τα αγαπούν, και εξαπατώνται· φθάνουν στο σημείο να τα εκτιμούν και να στηρίζονται σ’ αυτά. Όλα τα πλούτη, όχι μόνο τα μεγάλα, είναι επικίνδυνα, εφ’ όσον ο άνθρωπος μαθαίνει να στηρίζεται πάνω σ’ ό,τι είναι, απ’ την ίδια του τη φύση, κάτι το πρόσκαιρο και χιμαιρικό.
Ο Χρυσόστομος είναι πολύ ευαγγελικός σ’ αυτό το σημείο, θησαυροί πρέπει να θησαυρίζονται εν ουρανώ και όχι επί της γης και όλοι οι γήινοι θησαυροί είναι χιμαιρικοί και καταδικασμένοι να φθαρούν. «Μια αγάπη για τον πλούτο είναι αφύσικη αγάπη», λέγει ο Χρυσόστομος. Είναι απλώς ένα φορτίο της ψυχής και μάλιστα ένα επικίνδυνο φορτίο. Υποδουλώνει την ψυχή· την αποσπά από την υπηρεσία προς τον Θεό. Το χριστιανικό πνεύμα είναι πνεύμα αυταπαρνήσεως και ο πλούτος προσδένει τον άνθρωπο σε άψυχα πράγματα. Το πνεύμα πλεονεξίας διαστρέφει την δράση, διαστρεβλώνει την προοπτική. Ο Χρυσόστομος ακολουθεί πιστά τις εντολές της επί του Όρους Ομιλίας. «Μη μερι­μνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε…». Η ψυχή είναι σπουδαιότερη από το ένδυμα ή την τροφή, αλλ’ η αγωνία είναι η κυριαρχούσα διάθεση της άπληστης κοινωνίας.
Οι Χριστιανοί καλούνται να απαρνηθούν όλα τα πλούτη και να ακολουθήσουν τον Χριστό με πλήρη εμπιστοσύνη και πίστη. Τα πλούτη μπορούν να δικαιωθούν μόνο με τη χρήση τους: θρέψετε τους πεινασμένους, βοηθήστε τους φτωχούς, και δώστε τα πάντα στους ενδεείς. Εδώ είναι η κυρία ένταση, η κυρία σύγκρουση μεταξύ του πνεύματος της Εκκλησίας και της ψυχικής διαθέσεως της κοσμικής κοινωνίας. Η ωμή αδικία της καθημερινής ζωής είναι η αιμορροούσα πληγή αυτής της κοινωνίας. Σ’ ένα κόσμο θλίψεως και στερήσεως, όλα τα πλούτη είναι άδικα —είναι απλώς αποδείξεις ψυχρότητας και συμπτώματα ολιγοπιστίας. Ο Χρυσόστομος προχωρεί τόσο πολύ, ώστε να αποκηρύσσει ακόμα και την πολυτέλεια των ναών. «Η Εκκλησία», λέγει, «είναι ένας θριαμβευτικός χορός αγγέλων και όχι ένα χρυσοχοείο. Η Εκκλησία ζητά τις ψυχές των ανθρώπων και μόνο προς χάριν των ψυχών ο Θεός δέχεται κάθε άλλη προσφορά. Το ποτήρι που ο Χριστός προσέφερε στους μαθητές κατά τον Μυστικό Δείπνο δεν ήταν από χρυσάφι. Κι όμως ήταν πολύτιμο όσο τίποτα άλλο. Όταν θέλεις να τιμήσεις τον Χριστό, κάνε το όταν τον βλέπεις γυμνό στο πρόσωπο των φτωχών. Δεν έχει καμιά αξία, αν φέρεις μετάξι και πολύτιμα μέταλλα στον ναό και αφήσεις έξω τον Χριστό να υποφέρει από το κρύο και τη γύμνια. Δεν έχει καμιά αξία, αν ο ναός είναι γεμάτος από χρυσά σκεύη, αλλά ο ίδιος ο Χριστός πεθαίνει από την πείνα. Κατασκευάζετε χρυσά δισκοπότηρα, αλλά παραλείπετε να προσφέρετε ένα ποτήρι κρύο νερό στους φτωχούς. Ο Χριστός, ως ένας άστεγος ξένος περιφέρεται έξω και ζητιανεύει και αντί να τον δεχθήτε, σεις κάνετε διακοσμήσεις».
Ο Χρυσόστομος φοβόταν πως κάθε τι που αποθηκευόταν, ήταν κατά κάποιο τρόπο κλεμμένο από τους φτωχούς. Ένας δεν μπορεί να είναι πλούσιος, παρά μόνο αν κρατήσει τους άλλους φτωχούς. Η ρίζα του πλούτου βρίσκεται πάντα βυθισμένη σε κάποια αδικία. Εν τούτοις, η φτώχεια καθ’ εαυτή δεν ήταν για τον Χρυσόστομο μια αρετή. Φτώχεια σήμαινε γι’ αυτόν πρώτ’ απ’ όλα στέρηση και ανάγκη και θλίψη και πόνο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Χριστός μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στους φτωχούς, και έρχεται σε μας μεταμφιεσμένος σαν ζητιάνος, και όχι σαν πλούσιος άνθρωπος. Η φτώχεια είναι μια ευλογία μόνο όταν γίνει χαρούμενα αποδεκτή για χάρη του Χριστού. Οι φτωχοί έχουν λιγότερη αγωνία από τους πλούσιους και είναι πιο ανεξάρτητοι -ή τουλάχιστον μπορεί να είναι. Ο Χρυσόστομος γνωρίζει καλά ότι η φτώχεια μπορεί επίσης να αποτελέσει πειρασμό, όχι μόνο γιατί είναι ένα βάρος, αλλά και γιατί μπορεί να ενθαρρύνει τον φθόνο ή την απελπισία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήθελε να πολεμήσει τη φτώχεια, όχι μόνο για να απαλύνει τον πόνο, αλλά και για να απομακρύνει τους πειρασμούς.
Ο Χρυσόστομος ενδιαφερόταν πάντοτε για τα ηθικά θέματα. Είχε τις δικές του απόψεις για μια δίκαιη κοινωνία και το πρώτο που θεωρούσε απαραίτητο γι’ αυτήν ήταν η ισότητα. Αυτή αποτελεί την πρώτη αξίωση κάθε γνήσιας αγάπης. Αλλά ο Χρυσόστομος ήθελε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Αισθανόταν ότι μόνο ένας κάτοχος όλων των πραγμάτων υπήρχε στον κόσμο -ο ίδιος ο Θεός, ο ποιητής των όλων. Στην κυριολεξία, καμιά ατομική περιουσία δεν έπρεπε να υπάρχει. Τα πάντα ανήκουν στον Θεό. Το κάθε τι δεν δίδεται, αλλά δανείζεται μάλλον εμπιστευτικά από τον Θεό στον άνθρωπο, για τους σκοπούς του Θεού. Ο Χρυσόστομος θα ήθελε να προσθέσει: Τα πάντα είναι του Θεού εκτός των καλών έργων του ανθρώπου  -αυτά είναι το μόνο πράγμα που ο άνθρωπος μπορεί να κατέχει. Αφού τα πάντα ανήκουν στον Θεό, τον Κύριο όλων μας, τα πάντα δίδοντα για κοινή χρήση. Δεν αληθεύει τούτο ακόμα και για τα εγκόσμια πράγματα; Πόλεις, αγορές, δρόμοι δεν είναι κοινά για όλους; Η οικονομία του Θεού είναι του ιδίου είδους. Νερό, αέρας, ήλιος και σελήνη και η υπόλοιπη κτίση δόθηκαν για κοινή χρήση. Έριδες αρχίζουν συνήθως, όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να οικειοποιηθούν πράγματα, τα οποία, λόγω  της φύσεως τους, δεν δόθηκαν για ιδιαίτερη κατοχή από μερικούς με αποκλεισμό των άλλων.
Ο Χρυσόστομος είχε σοβαρές αμφιβολίες για την ατομική ιδιοκτησία. Δεν αρχίζει η διαμάχη απ’ τη στιγμή που η ψυχρή διάκριση μεταξύ του «δικού μου» και του «δικού σου» πρωτοεμφανίζεται; Ο Χρυσόστομος δεν νοιαζόταν τόσο πολύ για τα αποτελέσματα, όσο για τις αιτίες -για τον προσανατολισμό της βουλήσεως. Πού πηγαίνει ο άνθρωπος να συγκεντρώσει τους θησαυρούς του; Ο Χρυσόστομος επιζητούσε τη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν δημιουργήθηκε κάθε άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού; Δεν θέλει ο Θεός τη σωτηρία και μεταστροφή κάθε επί μέρους ανθρώπου, άσχετα από τη θέση του μέσα στη ζωή, και μάλιστα άσχετα από τη διαγωγή του κατά το παρελθόν; Όλοι καλούνται σε μετάνοια και όλοι μπορούν να μετανοήσουν. Δεν υπήρχε, όμως, στο κήρυγμά του καμιά περιφρόνηση των υλικών πραγμάτων. Τα υλικά αγαθά προέρχονται επίσης από τον Θεό και δεν είναι κακά καθ’ εαυτά. Εκείνο που είναι κακό είναι μόνο η άδικη χρήση των αγαθών, προς όφελος μερικών, ενώ οι άλλοι αφήνονται να πεινούν. Η απάντηση βρίσκεται στην αγάπη. Η αγάπη δεν είναι εγωιστική, «ου περπερεύεται, ου ζητεί τα εαυτής». Ο Χρυσόστομος κοίταζε πίσω προς την πρώτη Εκκλησία. «Κοιτάξετε την αύξηση της ευσέβειας. Αποχωρίζονται τα πλούτη τους, και χαίρονται, και είχαν μεγάλη χαρά, γιατί μεγαλύτερα ήταν τα πλούτη που έπαιρναν χωρίς κόπο. Κανένας δεν ονειδιζόταν, κανένας δεν εφθονείτο, κανένας δεν μνησικακούσε· δεν υπήρχε υπερηφάνεια, δεν υπήρχε καταφρόνηση. Δεν γινόταν λόγος για «δικό μου» και «δικό σου». Γι’ αυτό και η χαρά υπηρετούσε στο τραπέζι τους-κανένας δεν φαινόταν να τρώει από τα δικά του ή από του άλλου. Ούτε θεωρούσαν την περιουσία των αδελφών τους ξένη γι’ αυτούς· ήταν περιουσία του Κυρίου. Ούτε πάλι νόμιζαν ότι κάτι ήταν δικό τους, όλα ήταν των αδελφών». Πώς ήταν τούτο δυνατόν; ρωτά ο Χρυσόστομος: Με την έμπνευση της αγάπης, σε αναγνώριση της άπειρης αγάπης του Θεού.
Με καμιά έννοια ο Χρυσόστομος δεν κήρυττε τον «κομμουνισμό». Η γενική περιγραφή καθ’ εαυτή μπορεί να ξεγελάσει και να παραπλάνηση όπως κάθε άλλη. Η ουσία είναι το πνεύμα. Ό,τι ο Χρυσόστομος κήρυττε στις πόλεις, οι μοναχοί με θέρμη το εφάρμοζαν στις κοινότητές τους, ομολογούντες με έργα ότι ο Θεός ήταν ο μόνος κύριος και ο κάτοχος των πάντων. Ο Χρυσόστομος δεν θεωρούσε τη μοναστική ζωή απλώς ως μια ανώτερη οδό που προοριζόταν για τους εκλεκτούς, αλλά μάλλον ως ένα κανονικό ευαγγελικό υπόδειγμα ζωής που δόθηκε για όλους τους Χριστιανούς. Σ’ αυτό το σημείο συμφωνούσε πλήρως με την κυρία παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, από του αγ. Βασιλείου και του αγ. Αυγουστίνου μέχρι του αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου στους μεταγενέστερους χρόνους. Αλλά η δύναμη του μοναχισμού δεν βρίσκεται στο ίδιο το πρότυπο, αλλά στο πνεύμα της αφιερώσεως, στην εκλογή μιας «υψηλότερης κλήσεως». Ήταν αυτή η κλήση μόνο για τους λίγους; Ο Χρυσόστομος πάντα υποπτευόταν την ανισότητα. Δεν ήταν επικίνδυνο να διακρίνεις μεταξύ των «ισχυρών» και των «αδυνάτων»; Ποιός θα έκρινε και θα αποφάσιζε εκ των προτέρων; Ο Χρυσόστομος πάντα είχε στον νου του πραγματικούς ανθρώπους. Υπήρχε κάποιο είδος εξατομικεύσεως έμφυτο στη μέθοδο με την οποία προσέγγιζε τους ανθρώπους, αλλά εκτιμούσε πάρα πολύ την ομοθυμία -το πνεύμα αλληλεγγύης, της κοινής φροντίδας και ευθύνης, του πνεύματος της διακονίας. Κανένας δεν μπορεί να αυξηθεί στην αρετή, παρά μόνο αν υπηρετεί τους αδελφούς του. Γι’ αυτόν τον λόγο πάντα τόνιζε την αξία της φιλανθρωπίας. Εκείνοι που παραλείπουν να ασκούν εμπράκτως τη φιλανθρωπία, θα αφεθούν έξω από τον νυμφώνα του Χριστού. Δεν είναι αρκετό, λέγει, να υψώνετε τα χέρια στον ουρανό -απλώστε τα στους ενδεείς, και τότε θα εισακουσθείτε από τον Πατέρα. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την παραβολή της τελικής κρίσεως, η μόνη ερώτηση που θα τεθεί τότε είναι η ερώτηση για τη φιλανθρωπία. Αλλά πάλι δεν ήταν ένας απλός μοραλισμός αυτό που ενδιέφερε τον Χρυσόστομο. Η ηθική του είχε ένα ολοφάνερο βάθος. Το αληθινό θυσιαστήριο είναι το ίδιο το σώμα των ανθρώπων. Δεν είναι αρκετό να λατρεύεις τον Θεό στα θυσιαστήρια. Υπάρχει ένα άλλο θυσιαστήριο, καμωμένο από ζωντανές ψυχές και αυτό το θυσιαστήριο είναι ο ίδιος ο Χριστός, το σώμα του. Η θυσία της δικαιοσύνης και της ευσπλαχνίας θα έπρεπε να προσφερθεί επίσης πάνω σ’ αυτό το θυσιαστήριο, αν πρόκειται οι προσφορές μας να γίνουν δεκτές στα μάτια του Θεού. Τα έργα της φιλανθρωπίας πρέπει να εμπνέονται από την απόλυτη αφοσίωση και αφιέρωση στο Χριστό, που ήλθε στον κόσμο να ανακουφίσει κάθε ανάγκη  και λύπη και πόνο.
Ο Χρυσόστομος δεν πίστευε σε αφηρημένα σχήματα· είχε μια φλογερή πίστη στη δημιουργική δύναμη της χριστιανικής αγάπης. Γι’ αυτόν τον λόγο έγινε ο διδάσκαλος και ο προφήτης για όλες τις εποχές μέσα στην Εκκλησία. Κατά τη νεότητά του έζησε μερικά χρόνια στην έρημο, αλλά δεν θα ήθελε να παραμείνει εκεί. Γι’ αυτόν η μοναστική απομόνωση ήταν μόνο μια περίοδος καταρτισμού. Γύρισε στον κόσμο να κηρύξει τη δύναμη του Ευαγγελίου. Ήταν ένας κεκλιμένος από τον Θεό ιεραπόστολος· είχε έναν αποστολικό και ευαγγελικό ζήλο. Ήθελε να μοιραστεί την έμπνευσή του με τους αδελφούς του. Ήθελε να εργαστεί για τη στερέωση της βασιλείας του Θεού. Προσευχόταν για τέτοια πράγματα μέσα στην κοινή ζωή, ώστε κανένας δεν θα είχε ανάγκη να αποτραβηχτεί στην έρημο αναζητώντας την τελείωση, γιατί θα υπήρχε η ίδια ευκαιρία και μέσα στις πόλεις. Ήθελε να μεταμορφώσει την ίδια την πόλη και γι’ αυτό τον σκοπό διάλεξε για τον εαυτό του το δρόμο της ιεροσύνης και του αποστολικού αξιώματος.
Ήταν τούτο ένα ουτοπικό όνειρο; Ήταν δυνατό να αναμορφώσει τον κόσμο και να αφαιρέσει την κοσμικότητα του κόσμου; Επέτυχε ο Χρυσόστομος στην αποστολή του; Η ζωή του ήταν θυελλώδης και σκληρή, ήταν μια ζωή καρτερίας και μαρτυρίου. Καταδιώχθηκε και αποδοκιμάστηκε όχι από τους εθνικούς, αλλά από φευδαδέλφους, και πέθανε άπατρις σαν αιχμάλωτος στην εξορία. Όλα όσα του δόθηκαν για να τα υποστεί τα δέχθηκε με πνεύμα χαράς, σαν να ερχόταν από το χέρι του Χριστού, που και ο ίδιος αποδοκιμάσθηκε και θανατώθηκε. Η Εκκλησία με ευγνωμοσύνη αναγνώρισε εκείνον τον μάρτυρα και πανηγυρικά ανακήρυξε τον Χρυσόστομο ως ένα από τους «οικουμενικούς διδασκάλους» για όλους τους μελλοντικούς αιώνες.
Υπάρχει κάποια ασυνήθιστη γεύση επικαιρότητος στα κείμενα του Χρυσοστόμου. Ο κόσμος στον οποίον έζησε ήταν σαν τον δικό μας, ένας κόσμος εντάσεων, ένας κόσμος άλυτων προβλημάτων σ’ όλους τους τομείς της ζωής. Οι συμβουλές του μπορεί να βρίσκουν όχι λιγότερη απήχηση στην εποχή μας από εκείνη που εύρισκαν στη δική του εποχή. Αλλά η σπουδαιότερη συμβουλή του είναι μια πρόσκληση προς πραγμάτωση του ολοκληρωμένου Χριστιανισμού, στον οποίον πίστη και φιλανθρωπία, πίστη και πρακτική εφαρμογή, συνδέονται οργανικά σε μια απόλυτη εγκατάλειψη του ανθρώπου στην καταπληκτική αγάπη του Θεού, σε μια απόλυτη εμπιστοσύνη στο έλεός του, σε μια απόλυτη προσήλωση στην υπηρεσία του, δια Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.

(π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, «Θέματα Εκκλησιαστικής ιστορίας»,  εκδ. Π. Πουρναρά -Θεσ/νίκη, σ. 93-103)

Τι έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ 12 Νοε Νικόλαος Σωτηρόπουλος

Το έτος 2007 ονομάστηκε έτος Άγ.Ιωάννου του Χρυσοστόμου, διότι με αυτό συμπληρώθηκαν 1600 έτη από τη μαρτυρική κοίμηση του μεγα­λυτέρου Πατρός και οικουμενικού δι­δασκάλου της Εκκλησίας μας. Επί τη έπετείω αυτή διοργανώθηκαν πολλές εκδηλώσεις, εκφωνήθηκαν πολλές ομιλίες και πλέχτηκαν για τον άγιο πολλά εγκώμια. Το κυριότερο όμως πράγμα δεν έγινε. Ποίο είναι αυτό; Ή μίμησις του αγίου και μάλιστα από τούς σημερινούς διαδό­χους του, τους επι­σκόπους. «Τιμή αγίου,  μιμήσις αγίου» μάς λέγουν στα κηρύγμα­τα τους, δίχως όμως να είναι διατεθειμένοι νά εφαρμόσουν αυτοί πρώτοι αυτό πού κηρύττουν.
“Ας αναφέρομε μερικά παραδείγμα­τα:
  •      Ό I. Χρυσόστομος ήλεγξε σφό­δρα τούς σκληρούς και άσπλαχνους πλουσίους. Πόσοι επίσκοποι ελέγ­χουν σήμερα τούς πλουσίους; Οι πε­ρισσότεροι επιδιώκουν τη γνωριμία μαζί τους, διότι, ως πλούσιοι, είναι ισχυροί, και οι επίσκοποι μας θέλουν νά «τα έχουν καλά» με τούς ισχυρούς τής γης.
  •     Ό Ί. Χρυσόστομος έκανε πολλά θαύματα, ένα μάλιστα απ’ αυτά την ήμερα τής ένθρονίσεώς του, όταν θε­ράπευσε ένα δαιμονισμένο, πού κυ­λιόταν και άφριζε τη  στιγμή τής ενθρονίσεως! Το θαύμα αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Πόσοι επί­σκοποι σήμερα μπορούν νά συνδέ­σουν και νά σφραγίσουν τη χειροτο­νία ή ένθρόνισή τους μ’ ένα θαύμα; Δημοσίως, ενώπιον του λαού, εξόρκισε το δαιμόνιο ο άγιος. Δυστυχώς στις ήμερες μας «δε­σπότης» Αθηναϊκού προαστίου απαγόρευ­σε τούς δημοσίους εξορκισμούς και ανάγ­κασε σέ παραιτήσει πα­σίγνωστο χαρισματούχο ιερομόναχο εξορ­κιστή, τής Ί. Συνόδου έπικροτούσης τον θρίαμβο αυτό του Σα­τανά!
  •     Ό Ι. Χρυσόστο­μος ήλεγξε την ομοφυλοφιλία. Το βδελυρό αυτό αμάρτημα θεωρούσε «πάσης κολάσεως χείρον». Τούς ομο­φυλοφίλους θεωρούσε χειρότερους από τούς φονείς, «αλόγων ανοητότερους και κυνών αναιδέστερους»! Σή­μερα ή ομοφυλοφιλία κάνει θραύση στις τάξεις του άγαμου κλήρου, και οι επίσκοποι σιωπούν, ορισμένοι δε την καλύπτουν, προστατεύουν, προάγουν και προσπαθούν με επαίσχυντα Συνο­δικά έγγραφα νά την νομιμοποιή­σουν!
  •     Το πρώτο πράγμα, πού έκανε ο Ι. Χρυσόστομος, όταν έγινε αρχιεπί­σκοπος, ήταν ή κάθαρση του κλήρου του από τους αναξίους κληρικούς. Σήμερα, αντί καθάρσεως από τούς αναξίους βλέπουμε εκκλησιαστικές εκκαθαρίσεις κατά των άξιων, δικαίων και ευλαβών κληρικών!
 
  •       Ό I. Χρυσόστομος συγκρούσθη­κε πολλάκις με τα ανάκτορα, εμπόδι­σε μάλιστα κάποτε και τη βασίλισσα Ευδοξία να εισέλθει στον Ί. ναό της Άγ. Σοφίας, επειδή εκείνη αδίκησε μία χήρα και της άρπαξε το αμπέλι της! Σήμερα, πού οι πολιτικοί άρχον­τες αποχριστιανίζουν με αντιχριστια­νικούς νόμους το έθνος μας και περι­θωριοποιούν την Εκκλησία, ποίος επίσκοπος τολμά νά τους εμπόδιση νά εισέλθουν στο ναό; Με το νόμο υπέρ των αμβλώσεων συντελείται εθνοκτονία, οι αρχιερείς μας όμως προτιμούν τη φιλία των ένοχων πολι­τικών, και με τη σιωπή και ανοχή τους γίνονται συνένοχοι στον αργό αυτό θάνατο της Ελλάδος.
  •       Προσκύνησαν οι επίσκοποι μας κατά το παρελθόν έτος με φαινομε­νική ευλάβεια την τίμια κάρα του αγί­ου, καρατόμησαν όμως με παράνομη και άδικη καθαίρεση ένα άξιο και ασυμβίβαστο κληρικό, μιμητή του Ι. Χρυσοστόμου, τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά, επειδή πολεμεί τον Οικου­μενισμό και έπαυσε ορθώς καικανο­νικώς το μνημόσυνο των αναξίων προϊσταμένων του!
  •               Ό Ί. Χρυσόστομος πολέμησε τις αιρέσεις της εποχής του. Πολλοί ση­μερινοί διάδοχοι του εναγκαλίζονται τις σύγχρονες αιρέσεις, τις ονομά­ζουν «αδελφές εκκλησίες» και πολε­μούν …όσους κάνουν άντιαιρετικό αγώνα!
  •     Ομιλούν για το «χρυσό στόμα» του Χρυσοστόμου με ευκολία, απο­φεύγουν όμως νά διαμαρτυρηθούν και νά ελέγξουν όσους με αντικανο­νικό και άδικο αφορισμό προσπάθη­σαν νά φιμώσουν ένα άλλο σύγχρονο ορθόδοξο στόμα, αυτό του αγωνιστού θεολόγου και Ίεροκήρυκος Νικολάου Σωτηροπούλου! Ό Χρυσόστομος υπεράσπιζε τούς αδικημένους και διωκόμενους. Αυτοί προτιμούν την εύνοια και φιλία των αδικούντων και διωκόντων!
  •     Μνημειώδης έμεινε ο λόγος του Ι. Πατρός «ουδέν δέδοικα ώς επισκό­πους πλήν ένίων». Δυστυχώς πολλοί επίσκοποι σήμερα δεν μιμούνται τον Χρυσόστομο, άλλά τούς επισκόπους εκείνους, πού φοβήθηκε όσο τίποτε άλλο ο άγιος στις ήμερες του! Επειδή πολλοί επίσκοποι, πού ύμνησαν και εγκωμίασαν τον άγιο Ιω­άννη κατά το 2007, τυγχάνει νά είναι Οίκουμενισταί, θα προσθέσομε και τούτο: Τι είπε ο Χριστός ελέγχοντας τούς γραμματείς και Φαρισαίους; «Έπί της Μωσέως καθέδρας έκάθισαν οί γραμματείς και Φαρισαίοι. Πάν­τα ούν όσα έάν εϊπωσιν ύμϊν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δέ τά έργα αυτών μή ποιείτε’ λέγουσι γάρ, καί ού ποιούσι» (Ματθ. 23, 2-3). Ή διδασκα­λία τους ήταν σωστή, τα έργα τους όμως πονηρά και υποκριτικά. Οι Οίκουμενισταί είναι χειρότεροι των γραμματέων και των Φαρισαίων, διότι κάθονται στους θρόνους του Χρυσο­στόμου και των άλλων Πατέρων τής Εκκλησίας και νοθεύουν και διαστρέ­φουν το Ευαγγέλιο, εξισώνοντας το φως με το σκότος, την αλήθεια μετην πλάνη, την Ορθοδοξία με την αίρεση! Και ή διδασκαλία τους είναι αιρετική, και τα έργα τους (συμπροσευχές, συλλείτουργα, συμμετοχή στο Π.Σ.Ε.) παράνομα. Αυτοί δεν είναι μιμηταί, άλλ’ άρνηταί του Ι. Χρυσοστόμου.
Και κάτι ακόμη, πού άφορα στην αρχιεπισκοπική διαδοχολογία των ήμερων μας. Ό Ι. Χρυσόστομος με με­γάλο δισταγμό δέχθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Αντιόχεια. Θεωρούσε εαυτόν ανάξιο για το αξίω­μα της ιεροσύνης. Το ίδιο συνέβη και με την εις επίσκοπο χειροτονία του. Με δόλιο τρόπο και βιαίως τον απήγα­γε ο έπαρχος της Αντιοχείας, κατ’ έντολήν του αύτοκράτορος, και τον παρέδωσε στους στρατιώτες, οι όποιοι τον μετέφεραν χωρίς τη θέλησή του στην Κωνσταντινούπολη για νά τον χειροτονήσουν αρχιεπίσκοπο! Άλλοι δε μεγάλοι άγιοι τής Εκκλη­σίας μας εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν στην έρημο για ν’ απο­φύγουν το αξίωμα. Ενώ σήμερα… Σή­μερα δεν προσπαθούν νά αποφύγουν το αξίωμα, άλλά το επιδιώκουν, το διεκδικούν, το λαχταρούν και μιμούν­ται όχι τους Πατέρας, άλλά τούς υπο­ψηφίους βουλευτές στην προσπάθεια τους, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, νά το αποκτήσουν!
‘Αλλ’ ας μη άπογοητευώμεθα. Ό Θεός δεν πρόκειται νά εγκατάλειψη την Εκκλησία του.
Και αν στις χαλε­πές αυτές ήμερες απουσιάζουν οι εν ενεργεία μιμηται του άγιου, ζει ακόμη και διανύει το 101 έτος της ηλικίας του (το 2008)  ο «εν αποστρατεία» ευρισκόμε­νος αναντιρρήτως άξιος μιμητής του Χρυσοστόμου, ο φλογερός Μητρο­πολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης. Ή πολυτάραχη ζωή του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία συνε­χής μίμηση του Χρυσοστόμου. Είναι βεβαίως σήμερα παροπλισμένος λόγω του βαθύτατου γήρατος του. Υπάρχουν όμως τα σοφά συγγράμμα­τα του και οι μαγνητοφωνημένες πύ­ρινες ομιλίες του, πού μας εμπνέουν, καθοδηγούν και μας προτρέπουν όλους, κληρικούς και λαϊκούς, νά γίνωμε μικροί μιμηταί του μεγάλου Χρυσοστόμου. Και ναι μεν δεν είναι εις θέσιν πλέον νά δίνη μάχες υπέρ της Ορθοδοξίας, συνεχίζει όμως νά ρίπτει την αιωνόβια σκιά του επάνω στα εκκλησιαστικά μας πράγματα και νά μας δίνη ελπίδα. Οι Ιουδαίοι ήλπιζαν, ότι ή σκιά του Πέτρου θα έπεφτε επά­νω στους ασθενείς τους και θα τούς θεράπευε. Εμείς ελπίζουμε, ότι και ή σκιά ακόμη του π. Αυγουστίνου, εάν θέλει ο Θεός, μπορεί νά βοηθήσει, ώσ­τε ή Εκκλησία μας νά ανορθωθεί, νά αναλάμψει και νά γίνει, όπως την ώραματίζετο ο νέος αυτός Χρυσόστομος τής συγχρόνου Ελλάδος, ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ΖΩΣΑ.

Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης & προφητεία περί Αντιχρίστου


Ο Όσιος Νείλος καταγόταν (σύμφωνα με την Ακολουθία του που εκδόθηκε το 1847 μ.Χ.) από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ.
Από νεαρή ηλικία παρελήφθη από τον θείο του, ιερομόναχο Μακάριο, στην εκεί ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την καλουμένη του Μαλεβή, όπου και αφού εκπαιδεύθηκε με θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. 
Ποθώντας όμως και οι δύο ακόμη πιο ασκητικό βίο, μετέβησαν στο Άγιον Όρος, όπου, αφού για λίγο χρόνο ασκήτεψαν στο σπήλαιο που είχε ασκητέψει ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης (τιμάται 12 Ιουνίου), στη συνέχεια μετέβησαν σε έρημη έκταση κοντά στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου, έκτισαν ναό τιμώμενο στο όνομα της Υπαπαντής και παρέμειναν εκεί ασκητεύοντας με αυστηρότητα....

Αργότερα ο Όσιος Νείλος, για μεγαλύτερη άσκηση, κατέφυγε σε σπήλαιο που βρισκόταν σε πολύ απόκρημνο βράχο, όπου, αφού ανήγειρε μικρό ναό, παρέμεινε ασκούμενος και νυχθημερόν προσευχόμενος καθ' όλο τον υπόλοιπο βίο αυτού.

Ο Όσιος Νείλος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 12 Νοεμβρίου του 1651 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του σπηλαίου του. 

Μετά την οσία ταφή του, μύρο ευώδες ανέβλυσε από τον τάφο του, που παρείχε την ίαση σε όσους ασθενείς προσέφευγαν εκεί με πίστη. 

Ονομάσθηκε έτσι Μυροβλύτης, καθώς τό Άγιο Μύρο έτρεχε από τόν τάφο του καί έφθανε μέχρι τά απότομα βράχια τής παραλίας, από όπου μέ βάρκες τό μάζευαν οι ναυτικοί! 
 ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Αργότερα, λόγω εδαφικών μεταβολών, ο τάφος του Οσίου εξαφανίσθηκε και παρέμεινε άγνωστος για πολλά χρόνια.


Το 1815 μ.Χ., ο Όσιος Νείλος παρουσιάσθηκε σε κάποιον μοναχό, που ονομαζόταν Αιχμάλωτος και αφού του προείπε πολλά μέλλοντα...


στην συνέχεια τον πρόσταξε να καταστήσει βατή τον οδό προς το σπήλαιό του, για να μεταβαίνουν οι μοναχοί να προσκυνούν και να λειτουργούν το ναό που είχε ιδρύσει.

Αμέσως ο μοναχός Αιχμάλωτος ανακοίνωσε στους υπόλοιπους πατέρες όσα προστάχθηκαν από τον Όσιο, αυτοί δε έσπευσαν με προθυμία όχι μόνο να διανοίξουν την οδό, αλλά και να οικοδομήσουν νέο ναό προς τιμήν του Οσίου. 

Κατά την εκσκαφή των θεμελίων του ναού, ανευρέθη ο τάφος του και τα σεπτά λείψανά του, τα οποία ανέδιδαν άρρητη ευωδία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Προφητεία του Οσίου Νείλου του Νέου και Μυροβλύτου

Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων:

Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. 

Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας,  διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. 

Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη.

Οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, 

παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, 

αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.

Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, 

διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. 

Κὰ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, 

θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον,

διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην,

τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.

Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει,

μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. 

Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, 

ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ.

Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ.

Σχόλιο: Η προφητεία του Οσίου δεν είναι για πανικό, αλλά για επιφυλακή και αγώνα, όπως & κάθε σοβαρή αναφορά στον Αντίχριστο.