ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΣ ΚΥΠΡΟΥ Ο ΑΓΙΟΣ: Η Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη κατά τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου Στο Κείμενο |
|
Σε άλλα άρθρα
αναφερθήκαμε εκτενώς στην αντίληψη περί Άδου που επικρατούσε στην
εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και γενικότερα στην προ της
σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας περιόδου. Κατά τους χρόνους
εκείνους, ο Άδης ήταν μια σκοτεινή φυλακή όπου οδηγούντο δέσμιες
οι ψυχές των νεκρών, όταν κατά τον βιολογικό θάνατο αποχωρίζονταν
τα οικεία τους σώματα ανεξαρτήτως αν οι ψυχές αυτές ήταν δικαίων ή
αδίκων, Ιουδαίων ή Εθνικών, πιστών ή απίστων.
Βεβαίως υπήρχε τεράστια διαφορά στην κατάστασή τους, αναφορικά με
τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους, διότι οι μεν ψυχές των
δικαίων και πιστών ανθρώπων, ανέμεναν τον Λυτρωτή και Σωτήρα να
τις ελευθερώσει από τα αιώνια δεσμά του σκότους και του θανάτου,
ενώ οι ψυχές των ανόμων ήταν βουτηγμένες στο σκοτάδι της
απελπισίας.
Ο
Λυτρωτής λοιπόν φάνηκε, και Αυτός δεν ήταν άλλος, από τον
Ίδιο τον Κύριο του ουρανού και της γης, που δεν δίστασε να λάβει
"δούλου μορφήν", και να υποστεί σταυρικό θάνατο κατά σάρκα, ώστε
να γίνει "Κύριος και του Άδου και του θανάτου", να καταλύσει το
κράτος τους, και να κηρύξει "ημέραν σωτηρίας" και στον κόσμο των
"υποκάτω της γης".
Αυτό
επετελέσθη, "ίνα εν τω ονόματι του Ιησού, παν γόνυ κάμψει,
επουρανίων, και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα
εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός"
(Φιλιππισίους 2/β: 10,11), ή όπως περιγράφει ο απόστολος και
Ευαγγελιστής Ιωάννης στο βιβλίο της Αποκαλύψεως, "παν κτίσμα ο (το
οποίον ήταν) εν τω ουρανώ και επί της γης, και υποκάτω της γης,
και της θαλάσσης, και τα εν αυτοίς πάντα, ήκουσα λέγοντας: Τω
καθημένω επί τω θρόνω και τω Αρνίω, η ευλογία και η τιμή και η
δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. (Αποκάλυψις 5/ε: 13
και 20/κ: 13).
Ο
Κύριος λοιπόν του ουρανού, έλαβε δούλου μορφήν, και ενωμένος
με το πρόσλημμα της ανθρώπινης υποστάσεως, αποκαλύφθη και
εκήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας, όχι μόνο στους εν σαρκί επί γης
ζωντανούς, αλλά και στους προ-αποθανώντες νεκρούς στον Άδη, όταν
κατέβηκε προς αυτούς ως άσαρκος ψυχή, προς τις άσαρκες ψυχές των
νεκρών.
Στον
περιορισμένο χώρο των άρθρων αυτής της σειράς, θα μεταφερθούμε σε
κείμενα αρχαίων Χριστιανών συγγραφέων για να διαπιστώσουμε
τη γνώμη και την αντίληψη της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, πάνω σε
αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου.
Αρχίζουμε την περιήγησή μας, από τον λόγο του αγίου Επιφανείου, αρχιεπισκόπου Κύπρου, "Λόγος
εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,
και εις τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, και εις την εν τω Άδη του
Κυρίου κατάβασιν, μετά το σωτήριον πάθος, παραδόξως γενομένην. Το
αγίω και μεγάλω Σαββάτω". Υπενθυμίζουμε, ότι ο άγιος Επιφάνειος Κύπρου, έζησε από το 315 ως το 403 μ.Χ.
Ξεκινάμε την ανάγνωση του λόγου, ο οποίος βρίθει από εικόνες γεμάτες ποίηση και ομορφιά:
(Σημείωση της ΟΟΔΕ:
Με μωβ χρώμα, σημαίνονται τα αποσπάσματα που διαβάσθηκαν στην εν
λόγω εκπομπή, σχετικά με την εις Άδου κάθοδο, επειδή εμείς εδώ
παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία, που δεν αναγνώσθηκε στην εκπομπή.
Την παρακάτω ομιλία, λάβαμε σε ψηφιακή μορφή, από την ιστοσελίδα:
"Οι δρόμοι της πίστης. Ψηφιακή Πατρολογία", από την ενότητα για τις ομιλίες του αγ. Επιφανείου Κύπρου, και ειδικότερα από τη διεύθυνση της κατωτέρω ομιλίας
Ανάμεσα
στο κείμενο, με διαφορετική γραμματοσειρά και κόκκινο χρώμα,
μπορείτε να δείτε μεταφράσεις λέξεων ή φράσεων για όσους δεν
κατανοούν καλά τα αρχαία, και υποβοηθητικά σχόλια και ερμηνεία
αποσπασμάτων του λόγου του αγίου, όπως αναπτύχθηκαν στην ομιλία
της εκπομπής αυτής).
Τι τούτο; σήμερον σιγή πολλή εν τη γη· σιγή πολλή και ηρεμία λοιπόν· σιγή πολλή, ότι ο Βασιλεύς υπνοί·
γη
εφοβήθη και ησύχασεν, ότι ο Θεός σαρκί ύπνωσε, και τους απ'
αιώνος υπνούντας ανέστησεν. Ο Θεός εν σαρκί τέθνηκε, και ο άδης
ετρόμαξεν. Ο Θεός προς βραχύ ύπνωσε, και τους εν τω άδη εξήγειρε.
Πού ποτε νυν εισιν αι προ βραχέος
ταραχαί, και φωναί, και θόρυβοι κατά του Χριστού, ω παράνομοι; που
οι δήμοι, και ενστάσεις, και τάξεις, και τα όπλα, και δόρατα; που
οι βασιλείς και ιερείς και κριταί οι κατάκριτοι; που αι
λαμπάδες και μάχαιραι και οι θρύλλοι οι άτακτοι; που οι λαοί, και
το φρύαγμα, και η κουστωδία η άσεμνος; αληθώς όντως, επεί και
όντως αληθώς λαοί εμελέτησαν κενά και μάταια.
Προσέκοψαν τω ακρογωνιαίω λίθω Χριστώ, αλλ' αυτοί συνετρίβησαν· προσέρηξαν τη πέτρα τη στερεά, αλλ' αυτοί συνετρίβησαν,
και εις αφρόν τα κύματα αυτών διελύθησαν· προσέκοψαν τω αηττήτω
άκμονι, και αυτοί κατεκλάσθησαν· ύψωσαν επί ξύλου την πέτραν
της ζωής, και κατελθούσα αυτούς εθανάτωσεν· εδέσμησαν τον
μέγαν Σαμψών ήλιον Θεόν· αλλά λύσας τα απ' αιώνος δεσμά,
τους αλλοφύλους και παρανόμους απώλεσεν. Έδυ Θεός ήλιος Χριστός
υπό γην, και σκότος πανέσπερον Ιουδαίοις πεποίηκεν.
Σήμερον
σωτηρία τοις επί γης, και τοις απ' αιώνος υποκάτω της γης·
σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος ορατός, και όσος αόρατος. ∆ιττή (διπλή) σήμερον
του ∆εσπότου παρουσία, διττή η οικονομία, διττή φιλανθρωπία,
διττή η κατάβασις ομού και συγκατάβασις, διττή προς
ανθρώπους επίσκεψις· απ' ουρανού επί την γην, από της γης υποκάτω
της γης ο Θεός παραγίνεται· πύλαι άδου ανοίγονται. Οι απ'
αιώνος κεκοιμημένοι, αγάλλεσθε· οι εν σκότει και σκιά θανάτου
καθήμενοι, το μέγα φως υποδέξασθε.
Μετά
των δούλων ο ∆εσπότης· μετά των νεκρών ο Θεός· μετά των θνητών η
ζωή· μετά των υπευθύνων ο ανεύθυνος· μετά των εν σκότει το
ανέσπερον φως· μετά των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής· και μετά των
κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών.
Χριστός
επί γης, πεπιστεύκαμεν· Χριστός εν νεκροίς, συγκατέλθωμεν
και θεάσωμεν και τα εκεί μυστήρια· γνώμεν κρυπτού κρυπτά υπό γην
θαυμάσια· μάθωμεν πώς και τοις εν άδου επεφάνη το κήρυγμα.
Τι ουν; (τι λοιπόν;) πάντας απλώς σώζει επιφανείς εν άδη Θεός; Ουχί, αλλά κακεί (και εκεί) τους
πιστεύσαντας. Χθές τα της οικονομίας, σήμερον τα της εξουσίας·
χθές τα της ασθενείας, σήμερον τα της αυθεντίας· χθές τα της
ανθρωπότητος, σήμερον τα της θεότητος ενδείκνυται. Χθές
εραπίζετο, σήμερον τη αστραπή της θεότητος το του άδου
ραπίζει οικητήριον· χθές εδεσμείτο, σήμερον αλύτοις δεσμοίς (με άλυτα δεσμά)
καταδεσμεί τον τύραννον· χθές κατεδικάζετο, σήμερον τοις
καταδίκοις ελευθερίαν χαρίζεται· χθές υπουργοί του Πιλάτου
αυτώ ενέπαιζον, σήμερον οι πυλωροί του άδου ιδόντες αυτόν,
έφριξαν.
Αλλά γαρ άκουσον του Χριστού πάθους τον λόγον
ανώτερον· άκουσον, και ύμνησον· άκουσον, και δόξασον·
άκουσον, και κήρυξον Θεού μεγάλα θαυμάσια· Πώς ο νόμος
υποχωρεί· Πώς η χάρις επανθεί· Πώς οι τύποι παρέρχονται· Πώς αι
σκιαί διαβαίνουσιν· Πώς ο ήλιος την οικουμένην πληροί· Πώς η
Παλαιά πεπαλαίωται· Πώς η Καινή βεβαιούται· Πώς τα αρχαία
παρήλθεν, και Πώς τα νέα επήνθησε.
∆ύο λαοί εν Σιών κατά του Χριστού πάθους
καιρόν παραγεγόνασι· ο εξ Ιουδαίων ομού, και ο εξ εθνών· δύο
βασιλείς, Πιλάτος και Ηρώδης· δύο αρχιερείς, Άννας και Καϊάφας·
ίνα τα δύο ομού πάσχα γένωνται, το μεν καταπαυόμενον, το δε του
Χριστού εναρχόμενον· δύο θυσίαι κατ' αυτήν την εσπέραν
επετελούντο· επειδή και σωτηρίαι, ζώντων λέγω και νεκρών,
επραγματεύοντο. Και ο μεν Ιουδαίος εδέσμει θύων αμνόν επί σφαγήν, ο
δε εξ εθνών Θεόν εν σαρκί. Και ο μεν τη σκιά ητένιζεν· ο δε τω
ηλίω Θεώ προσέτρεχε, Και οι μεν δήσαντες Χριστόν απεπέμποντο,
οι δε εξ εθνών προθύμως αυτόν εδέχοντο. Και οι μεν
κτηνόθυτον, οι δε θεόσωμον θυσίαν προσέφερον. Αλλ' οι μεν Ιουδαίοι
την εξ Αιγύπτου διάβασιν εμνημόνευον, οι δε εξ εθνών την εκ της
πλάνης λύτρωσιν προεκηρύττοντο.
Και ταύτα που; εν Σιών τη πόλει του
Βασιλέως του μεγάλου· εν ή ειργάσατο σωτηρία εν μέσω της
γης, εν μέσω δύο ζώων γνωσθείς Ιησούς ο θεόπαις· εν μέσω Πατρός
και Πνεύματος των δύο ζώων, ζωή εκ ζωής, φησί, ζωός
γνωριζόμενος, και εν μέσω αγγέλων και ανθρώπων τη φάτνη
τικτόμενος· και εν μέσω δύο λαών λίθος ακρογωνιαίος κείμενος· και
εν μέσω νόμου και προφητών ομού κηρυττόμενος· και εν μέσω
Μωϋσή και Ηλία επί του όρους οπτανόμενος· και εν μέσω των δύο
ληστών Θεός τω ευγνώμονι ληστή γνωριζόμενος· και εν μέσω της
παρούσης ζωής και της μελλούσης κριτής αιώνιος καθεζόμενος·
και εν μέσω σήμερον ζώντων και νεκρών διττήν ζωήν και
σωτηρίαν ποιησάμενος. ∆ιττήν πάλιν λέγω ζωήν, διττήν γέννησιν ομού
και αναγέννησιν.
(Και περιγράφοντας με αντιθετικές εικόνες την "ένσαρκον οικονομίαν" του Χριστού, αναφέρει και τα εξής:)
Και άκουσον Χριστού διττού τόκου τα πράγματα, και κρότει τα θαύματα:
Άγγελος
μεν τη Μαρία μητρικήν του Χριστού γέννησιν ευηγγελίσατο·
άγγελος δε τη Μαρία τη Μαγδαληνή την εκ του τάφου φρικτήν
αναγέννησιν ευηγγελίσατο. Νυκτί Χριστός εν Βηθλεέμ
γεννάται· νυκτί πάλιν εν τη Σιών αναγεννάται. Σπάργανα εις την
γέννησιν καταδέχεται· σπάργανα και ενταύθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθείς εδέξατο σμύρναν και εν τη ταφή και αλοήν
καταδέχεται. Εκεί Ιωσήφ άνανδρος ανήρ της Μαρίας (δηλαδή ο άνδρας εκείνος που δεν ήταν άνδρας της)
προσηγόρευται· αλλ' ώδε Ιωσήφ ο εξ Αριμαθαίας κηδευτής της ζωής
ημών αναδείκνυται. Εν Βηθλεέμ και εν φάτνη ο τόπος· αλλά και
εν τω τάφω ως επί φάτνης ο τόπος. Πρώτοι πάντων ποιμένες την
Χριστού ευηγγελίζοντο γέννησιν· αλλά και πρώτοι πάντων ποιμένες
Χριστού μαθηταί ευηγγελίσθησαν του Χριστού την εκ νεκρών
αναγγέννησιν. Εκεί, Χαίρε, ο άγγελος τη Παρθένω εβόησε· και
ενταύθα, Χαίρετε, ο της μεγάλης βουλής άγγελος Χριστός ταις
γυναιξί ανακέκραξεν. Εν τη πρώτη γεννήσει Χριστός μετά
τεσσαράκοντα ημέρας εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, εις τον
ναόν, και προσήγαγεν ως πρωτότοκος ζεύγος τρυγόνων Θεώ· (κατά τον Νόμο ως Πρωτότοκος)
αλλά και εν τη εκ νεκρών αναστάσει Χριστός μετά τεσσαράκοντα
ημέρας ανήλθεν εις την άνω Ιερουσαλήμ, όθεν ουκ εχωρίζετο, και εις
τα όντως Άγια των αγίων ως πρωτότοκος άφθαρτος εκ νεκρών,
και προσήγαγε τω Θεώ και Πατρί ως δύο αμώμους τρυγόνας, την
ψυχήν και την σάρκα την ημετέραν· ον (τον οποίον)
και υπεδέξατο, ως Συμεών τις, ο Παλαιός των ημερών Θεός και
Πατήρ, ως εν αγκάλαις εν ιδίοις κόλποις απεριγράπτως.
Εάν δε μυθικώς ταύτα και ου πιστώς ακούης,
κατηγορούσί σου αι άλυτοι σφραγίδες του ∆εσποτικού της
αναγεννήσεως Χριστού μνήματος. Ώσπερ γαρ εσφραγισμένων των
πανεμφύτων μητρανοίκτων κλείθρων της παρθενικής φύσεως Χριστός εκ
Παρθένου γεγέννηται· ούτως αδιανοίκτων όντων των του τάφου
σφραγίδων η Χριστού αναγέννησις πέπρακται.
Πώς δε εν τάφω και πότε, και υπό τίνων
Χριστός η ζωή κατατίθεται, των ιερών λογίων ακούσωμεν. Οψίας
γενομένης, φησίν, ήλθεν άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ· ούτος
τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον, και ητήσατο παρ' αυτού το σώμα του
Ιησού. Εισήλθεν βροτός προς βροτόν, αιτούμενος λαβείν τον
Θεόν· τον Θεόν των βροτών αιτείται· πηλός προς πηλού λαβείν
τον πάντων πλαστουργόν· ο χόρτος παρά χόρτου κομίσασθαι το
ουράνιον πυρ· η σταγών η οικτρά παρά σταγόνος οικτράς λαμβάνει την
άβυσσον.
Τις ίδε; τις ήκουσε πώποτε; Άνθρωπος
ανθρώπω τον ποιητήν των ανθρώπων χαρίζεται· άνομος των
ανόμων τον όρον και του νόμου υπισχνείται χαρίζεσθαι· κριτής
άκριτος ως κατάκριτον τον κριτήν των κριτών εις ταφήν αφίησιν.
Οψίας γενομένης, φησίν, ήλθεν
άνθρωπος πλούσιος τούνομα Ιωσήφ. Όντως πλούσιος, πάσαν την
σύνθετον του Κυρίου υπόστασιν κομισάμενος· αληθώς πλούσιος, ότι την
διττήν ουσίαν του Χριστού παρά Πιλάτου έλαβε· και γαρ
πλούσιος, ότι τον ατίμητον μαργαρίτην ηξιώθη κομίσασθαι. πλούσιος·
βαλάντιον γαρ εβάστασε γέμον του θησαυρού της θεότητος. Πώς γαρ
ου πλούσιος ο την του κόσμου ζωήν και σωτηρίαν κτησάμενος; Πώς
δε ου πλούσιος Ιωσήφ, δώρον δεξάμενος τον πάντα τρέφοντα και
πάντα δεσπόζοντα;
Οψίας γενομένης· ην γαρ λοιπόν δύσας εν
άδη ο της δικαιοσύνης ήλιος. ∆ιό ήλθεν άνθρωπος πλούσιος
τούνομα Ιωσήφ από Αριμαθαίας, ος ην κρυβόμενος, δια τον φόβον των
Ιουδαίων. Ήλθε δε και Νικόδημος, ο ελθών προς τον Ιησούν
νυκτός. Μυστήριον μυστηρίων απόκρυφον. ∆ύο κρυπτοί μαθηταί
κατακρύψαι Ιησούν εν τάφω έρχονται, το κρυπτόν εν τω άδη
μυστήριον του κρυπτού Θεού εν σαρκί δια της ιδίας κρύψεως
διδάσκοντες. Έτερος δε τον έτερον υπερβάλλων τη προς Χριστόν
διαθέσει. Ο μεν γαρ Νικόδημος εν τη σμύρνη, και εν τη αλόη
μεγαλόψυχος· ο δε Ιωσήφ εν τη προς Πιλάτον τόλμη και παρησία
αξιέπαινος. Ούτος γαρ πάντα φόβον αποριψάμενος, τολμήσας εισήλθε
προς Πιλάτον, αιτούμενος το σώμα του Ιησού· και εισελθών
πανσόφως εχρήσατο, ίνα του ποθουμένου σκοπού εντός γένηται. ∆ιό ουκ
εχρήσατο προς Πιλάτον κόμποις τισί και υψηλοίς ρήμασιν, ίνα
μη εις οργήν τούτον εξάψας εκπέση της αιτήσεως· ουδέ λέγει
προς αυτόν· ∆ος μοι το σώμα του Ιησού, του προ βραχέως τον ήλιον
σκοτίσαντος, τας πέτρας ρήξαντος, και την γην δονήσαντος, και
τα μνημεία ανοίξαντος, και το καταπέτασμα του ναού σχίσαντος.
Ουδέν τοσούτον προς Πιλάτον λέγει. Αλλά τι; αίτησίν τινα
οικτράν, και τοις πάσι μικράν. Ω κριτά, αιτούμενος παρά σου
ελήλυθα αίτησιν πάνυ μικράν.
Και ούτως· ∆ος μοι νεκρόν προς ταφήν· το
σώμα εκείνου του παρά σου κατακριθέντος Ιησού του Ναζαρινού,
Ιησού του πτωχού, Ιησού του αοίκου, Ιησού του κρεμαμένου, του
γυμνού, του ευτελούς, Ιησού του τέκτονος υιού, Ιησού του
δεσμίου, του αιθρίου, του ξένου, και επί ξενία αγνωρίστου, του
ευκαταφρονήτου, και επί πάσι κρεμαμένου. ∆ος μοι τούτον τον
ξένον· τι γαρ σε ωφελεί το σώμα τούτου του ξένου; ∆ος μοι
τούτον τον ξένον· εκ μακράς γαρ ήλθεν ώδε της χώρας, ίνα σώση τον
ξένον· κατήλθε γαρ εις την σκοτεινήν ανενέγκαι τον ξένον. ∆ος μοι
τούτον τον ξένον· αυτός γαρ και μόνος υπάρχει ξένος. ∆ος μοι
τούτον τον ξένον, ούτινος την χώραν αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος
μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον πατέρα αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος
μοι τούτον τον ξένον, ούτινος τον τόπον και τον τόκον, και τον
τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον
ξένην ζωήν και βίον ζήσαντα επί ξένα. ∆ος μοι τούτον τον
Ναζωραίον ξένον [ου τον τόκον και τον τρόπον αγνοούμεν οι ξένοι.
∆ος μοι τούτον τον εκούσιον ξένον], τον μη έχοντα ώδε που την
κεφαλήν κλίνη. ∆ος μοι τούτον τον ξένον, τον ως ξένον επί
ξένης άοικον, επί φάτνης τεχθέντα. ∆ος μοι τούτον τον ξένον,
τον εξ αυτής της φάτνης ως ξένον εξ Ηρώδου φυγόντα. ∆ος μοι
τούτον τον ξένον, τον εξ αυτών των σπαργάνων εν Αιγύπτω ξενωθέντα,
ου πόλιν έχοντα, ου κώμην, ουκ οίκον, ου μονήν, ου συγγενή·
επ' αλλοδαπής δε χώρας τυγχάνει ούτος ο ξένος.
∆ος μοι, ω ηγεμών, τούτον τον επί ξύλου γυμνόν·
σκεπάσω τον της εμής φύσεως σκεπάσαντα γύμνωσιν. ∆ος μοι
τούτον τον νεκρόν ομού και Θεόν· σκεπάσω τον τας εμάς
ανομίας καλύψαντα. ∆ος μοι, ω ηγεμών, νεκρόν, τον επί Ιορδάνου την
εμήν αμαρτίαν ενθάψαντα. Υπέρ νεκρού παρακαλώ υπό πάντων
αδικηθέντος, υπό φίλου πραθέντος, υπό μαθητού προδοθέντος, υπό
αδελφών διωχθέντος, και υπό δούλου ραπισθέντος. Υπέρ νεκρού
πρεσβεύω, του υπό των υπ' αυτού εκ δουλείας ελευθερωθέντων
κατακριθέντος, του υπ' αυτού όξος ποτισθέντος, του υπό των
ιαθέντων υπ' αυτού τραυματισθέντος, του υπό των μαθητών
καταλειφθέντος, και αυτής της μητρός αποστερηθέντος.
Υπέρ νεκρού, ω ηγεμών, δυσωπώ, του επί
ξύλου κρεμαμένου αοίκου. Ου γαρ πάρεστι τούτω ου πατήρ επί
γης, ου φίλος, ου μαθητής, ου συγγενής, ουκ ενταφιαστής· αλλ'
αυτός μόνος του μόνου μονογενής, εν κόσμω Θεός, και άλλος ουδείς.
Τούτων ούτως υπό Ιωσήφ προς Πιλάτον
ειρημένων, εκέλευσεν ο Πιλάτος δοθήναι αυτώ το πανάγιον σώμα
του Ιησού. Και ελθών επί τον Γολγοθά τόπον, καθείλε Θεόν εν σαρκί
από του ξύλου, και τίθησιν επί γην· Θεόν εν σαρκί γυμνόν,
και άνθρωπον ου ψιλόν. Και οράται κείμενος κάτω, ο πάντας ελκύσας
άνω· και γίνεται προς βραχύ άπνους, η πάντων ζωή και πνοή·
και οράται αόμματος, ο κτίσας τα πολυόμματα· και κείται
ύπτιος, η πάντων ανάστασις· και νεκρούται σαρκί Θεός, ο τους
νεκρούς ανιστών· και σιγά προς βραχύ η του Θεού λόγου βροντή· και
αίρεται παλάμαις, ο την γην κατέχων δρακί.
Άρα γαρ, άρα, ω Ιωσήφ, αιτήσας και λαβών, οίδας
ον είληφας; άρα προσελθών τω σταυρώ, καθελών Ιησούν, οίδας
τίνα εβάστασας; Ει όντως οίδας ον κρατείς, νυν γέγονας
πλούσιος. Πώς δε άρα και την θεόσωμον ταύτην και φρικωδεστάτην
Ιησού επιτελείς κηδείαν; Επαινετός σου ο πόθος· αλλ' επαινετώτερος
ο της ψυχής σου τρόπος.
Άρα γαρ, άρα ου φρίττεις, ον τα χερουβίμ
φρίττουσιν, επί χειρών βαστάζων; ή ποίω φόβω πάντως της
θείας εκείνης σαρκός απογυμνοίς το λέντιον; Πώς δε δη ευλαβώς το
όμμα κατέστελλες; ου φρίττεις ενατενίζων, ανακαλύπτων φύσιν
σαρκός Θεού, του υπέρ φύσιν; Άρα γαρ, άρα, ειπέ μοι, ω Ιωσήφ, και
προς ανατολάς καταθάπτεις νεκρόν, την ανατολήν των ανατολών;
άρα δε και τοις σοίς δακτύλοις νεκροπρεπώς Ιησού κατακλείεις
τα όμματα του τω αχράντω δακτύλω του τυφλού ανοίξαντος όμμα; άρα
δε και το στόμα περικλείεις του το μογιλάλου ανοίξαντος στόμα; άρα
δε και χείρας περιστέλλεις του εκτείναντος τας ξηρανθείσας
χείρας; ή και τους πόδας νεκροπρεπώς καταδεσμείς του το
βαδίζειν δόντος τοις ακινήτοις ποσίν; άρα και επί κλίνης
αίρεις τον τω παραλύτω κελεύσαντα: Άρον σου τον κράβατον, και
περιπάτει; άρα δε και μύρα κενοίς τω ουρανίω μύρω τα εαυτού
κενώσαντι, και κόσμον αγιάσαντι; άρα και την θεόσωμον έτι
αιμοροούσαν εκείνην Ιησού εκμάξαι τολμάς πλευράν, του την
αιμοροούσαν ιασαμένου Θεού; άρα δε και ύδατι καταπλύνεις σώμα
Θεού, του πάντας εκπλύναντος, και την κάθαρσιν δόντος;
Ποίας δε άρα και λαμπάδας υπανάψεις τω
φωτί τω αληθινώ, τω φωτίσαντι πάντα άνθρωπον; ποίας δε και
άσεις επιταφίους ωδάς τω ασιγήτως αινουμένω υπό πάσης
ουρανίου στρατιάς; άρα δε και δακρυροείς ως νεκρόν τον δακρύσαντα,
και νεκρόν τετραήμερον τον Λάζαρον αναστήσαντα; άρα δε και
θρήνους ποιείς τω την χαράν πάσι διδόντι, και την λύπην της
Εύας διαλύσαντι;
Όμως μακαρίζω σου τας χείρας, ω
Ιωσήφ, υπουργησάσας, και ψηλαφησάσας έτι αιμοροούσας τας θεοσώμους
Ιησού χείρας και πόδας· μακαρίζω σου τας χείρας προσεγγισάσας τη
του Θεού αιμοροούση πλευρά, προ Θωμά του πιστού απίστου και
επαινουμένου περιέργου· μακαρίζω σου το στόμα εμπλησθέν
απλήστως και ενωθέν προς Ιησού το στόμα, και Πνεύματος αγίου
εκείθεν πληρωθέν· μακαρίζω σου τους οφθαλμούς προστεθέντας τοις
του Ιησού οφθαλμοίς, και το φως το αληθινόν εκείθεν μεταλαχόντας·
μακαρίζω σου το πρόσωπον προσπελάσαν προς το του Θεού
πρόσωπον· μακαρίζω σου τους ώμους βαστάσαντας τον πάντας
βαστάζοντα· μακαρίζω σου την κεφαλήν εν ή προσήγγισεν Ιησούς
πάντων κεφαλή· μακαρίζω σου τας χείρας, εν αις εβάστασας τον
βαστάζοντα πάντα· μακαρίζω Ιωσήφ και Νικόδημον. Γεγόνασι γαρ προ
των χερουβίμ Θεόν εν εαυτοίς υψώσαντες και φέροντες·
γεγόνασι προ των εξαπτερύγων Θεού υπουργοί, ου πτέρυξιν, αλλά
σινδόσι τον Κύριον καλύψαντες, και τιμήσαντες. Όν τα χερουβίμ
τρέμουσι, τούτον επί των ώμων Ιωσήφ και Νικόδημος φέρουσι, και
πάσαι αι των ασωμάτων τάξεις εξίστανται.
Ήλθε γαρ Ιωσήφ και Νικόδημος· ουκούν
συνέδραμε πας και ο των αγγέλων θεόδημος· και προφθάνει
χερουβίμ, και συντρέχει σεραφίμ, και συμβαστάζουσι θρόνοι, και
καλύπτουσι τα εξαπτέρυγα, και φρίττουσι τα πολυόμματα, ορώντα
εν σαρκί Ιησούν αόμματον, και συγκαλύπτουσι δυνάμεις, και άδουσιν
αι αρχαί, και φρίττουσιν αι τάξεις, και εξίστανται πάσαι αι
στρατιαί των μεταρσίων ταγμάτων, και θαμβούμεναι προς εαυτάς
διαπορούσι, και λέγουσι· Τις ούτος ο φοβερός λόγος, και φόβος,
και τρόμος, και τρόπος; τι τούτο το μέγα, και παράδοξον, και
ακατάληπτον θέαμα; Ο άνω ημίν τοις ασωμάτοις ως Θεός γυμνός,
αθεώρητος, κάτω βροτοίς γυμνός ευθεώρητος. Ω παρίστανται χερουβίμ μετ' ευλαβείας, τούτον Ιωσήφ και Νικόδημος κηδεύουσι μετ' αδείας.
(Και συνεχίζει το λόγο του για την κάθοδο του Κυρίου μας ο άγιος Επιφάνειος, με ρητορικές ερωτήσεις:)
Πότε κατήλθεν ο τα άνω μη λιπών; Πως εξήλθεν ο
έσω ων; Πως ήλθεν επί γης ο τα πάντα πληρών; Πως εξέδυ ο
πάντας λαθών; Ο άνω μετά Πατρός ως Θεός ανελλειπής, κάτω
μετά της μητρός ως βροτός αληθώς ανελλειπώς. Ο ου πώποτε ημίν
εκφανείς, Πώς ανθρώποις ως άνθρωπος ομού και φιλάνθρωπος Θεός
επιφαίνεται; Πώς ο
αόρατος ωράθη; Πώς ο άϋλος εσαρκώθη; Πώς ο απαθής έπαθε; Πώς ο
κριτής εις κριτήριον παρέστη; Πώς η ζωή θανάτου εγεύσατο; Πώς ο
αχώρητος εν τάφω χωρείται; Πώς οικεί το μνήμα ο μη λιπών (Αυτός που δεν εγκατέλειψε)
τον κόλπον τον πατρικόν; Πώς σπηλαίου πύλην εισέρχεται ο πύλας
του παραδείσου ανοίξας, τας δε πύλας της Παρθένου μη διαρήξας,
αλλά πύλας του άδου συντρίψας; ο πύλας επί Θωμά μη ανοίξας,
αλλά πύλας της βασιλείας ανθρώποις διανοίξας, τας δε πύλας
του τάφου και σφραγίδας αδιανοίκτους σώζων; Πώς δε εν νεκροίς
λογίζεται ο εν νεκροίς ελεύθερος; Πώς το φως το ανέσπερον εν
σκοτεινοίς και σκιά θανάτου παραγίνεται;
Πού
πορεύεται; πού παραγίνεται ο υπό θανάτου κρατηθήναι μη
δυνάμενος; Τις ο λόγος; τις ο τρόπος; τις η βουλή της εν τω άδη
αυτού καταβάσεως; Τάχα τον Αδάμ τον κατάδικον και ημών
σύνδουλον ανενέγκαι κατέρχεται; (Μήπως κατέρχεται για να σηκώσει τον Αδάμ;)
Όντως
τον πρωτόπλαστον ως απολωλός πρόβατον επιζητήσαι πορεύεται.
Πάντως και τους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους βούλεται
επισκέψασθαι· πάντως τον αιχμάλωτον Αδάμ, και την
συναιχμάλωτον Εύαν των οδυνών λύσαι πορεύεται ο Θεός, και υιος
αυτής όθεν και υιος αυτού αναδέδεικται. Αλλά συγκατέλθωμεν, αλλά
συγχορεύσωμεν, αλλά σπεύσωμεν, αλλά συσκιρτήσωμεν, αλλά
προπέμψωμεν, αλλά ανυμνήσωμεν, αλλά ταχύνωμεν, Θεού
καταλλαγάς προς ανθρώπους βλέποντες, καταδίκων απόλυσιν εξ αγαθού
∆εσπότου γινομένην. Πορεύεται γαρ ο φύσει φιλάνθρωπος εξάξαι (να βγάλει έξω)
τους απ' αιώνος δεσμίους εν ανδρεία και εξουσία πολλή, τους
κατοικούντας εν τάφοις, ους κατέπιεν τυραννικώς ο πικρός και
ακόρεστος θάνατος τυραννήσας, και εκ Θεού αποσυλήσας ομού τε
και σωρεύσας, τοις άνω κατοικούσιν ελευθερώσας συναριθμήσαι.
Εκεί δέσμιος Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και πρωτογέννητος πάντων κατωτάτων καταδίκων κατώτερος. Εκεί Άβελ ο πρωτόθυτος, (αυτός που θυσιάστηκε πρώτος)
και πρωτοδίκαιος ποιμήν Χριστού ποιμένος τύπος της αδίκου
σφαγής. Εκεί Νώε ο Χριστού τύπος, της μεγάλης κιβωτού Θεού
Εκκλησίας κτιστής, της τα θηριώδη έθνη πάντα εκ κατακλυσμού
ασεβείας δια περιστεράς, αγίου Πνεύματος, διασωσάσης, και τον
ζοφερόν κόρακα (διάβολον) εκ ταύτης εξορισάσης. (τον εξώρισε) Εκεί Αβραάμ ο Χριστοπάτωρ θύτης, ο την ξιφάξιφον ομού, και θνητάθνητον Θεώ θύσας θυσίαν πανόλβιον. (Δηλαδή,
εκεί είναι ο Αβραάμ, ο προπάτορας του Χριστού, που προσέφερε ως
θύτης στον Θεό θυσία τρισμακάρια, τον γιο του Ισαάκ, με ξίφος,
αλλά και χωρίς ξίφος, θυσιάζοντά τον, και θανατώνοντάς τον χωρίς
να τον θανατώσει, επειδή επετέλεσε τη θυσία στην καρδιά του,
και ο Θεός δεν επέτρεψε και την πραγματοποίησή της στον Ισαάκ)
Εκεί κάτω δέσμιος Ισαάκ ο πάλαι δέσμιος Χριστό τύπος υπό Αβραάμ
γενόμενος άνω. Εκεί Ιακώβ ενάδη κατώδυνος κάτω πριν δια
Ιωσήφ κατώδυνος άνω. (δηλαδή στη γη)
Εκεί Ιωσήφ ο δέσμιος, ο εν Αιγύπτω γεγονώς εν τω δεσμωτηρίω
εις Χριστού τύπον δεσμώτης και δεσπότης. Εκεί Μωϋσής εν σκοτεινοίς
κάτω, ο ποτέ εν τη θήκη εν σκοτεινοίς άνω. Εκεί ∆ανιήλ εν άδη τω
λάκκω, ο εν τω λάκκω ποτέ των λεόντων άνω. Εκεί Ιερεμίας ως
εν λάκκω βορβόρου, εν τω λάκκω του άδου και της φθοράς του
θανάτου. Εκεί εν τω κοσμοδόχω κήτει του άδου κείται εις τύπον
Ιωνάς Χριστού του αιωνίου και προαιωνίου Ιωνά του ζώντος εις
αιώνα, και εις τους αιώνας των αιώνων και επ' αιώνα. Και έτι εκεί
∆αβίδ ο Θεοπάτωρ, εξ ου το κατά σάρκα Χριστός.
Και
τι λέγω ∆αβίδ και Ιωνάν και Σολομώντα; Εκεί και αυτός ο πολύς
Ιωάννης, ο μείζων πάντων των προφητών, ως εν τη σκοτεινή μήτρα
Χριστόν προκηρύττων τοις εν άδη άπασιν· ο διττός (διπλός) πρόδρομος, και κήρυξ ζώντων και νεκρών· ο εκ φυλακής Ηρώδου τη πανδήμω (γεμάτη κόσμο) φυλακή παραπεμφθείς του άδου όθεν των απ' αιώνος δικαίων τε και αδίκων κεκοιμημένων.
Οι δε προφήταί τε και δίκαιοι άπαντες λιτάς αλήκτους κρυφιομύστως Θεώ εκείθεν προσέφερον, (προσέφεραν όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες στον Θεό μυστικά δεήσεις χωρίς τέλος) λύτρωσιν εξαιτούντες της πανωδύνου εκείνης και κατηφούς εχθροκράτου ζοφεράς, και πανεσπέρου παννυξίας.
Και
ο μεν προς Θεόν έλεγε· Εκ κοιλίας άδου κραυγής μου άκουσον,
φωνής μου· (Ιωνάς 2/β: 3), ο δ' άλλος· Εκ βαθέων εκέκραξά σοι,
Κύριε· Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου· (Ψαλμός ρκθ:1,2), και
άλλος· Επίφανον το πρόσωπόν σου, και σωθησόμεθα· (Ψαλμός οθ:
4), και έτερος· Ο καθήμενος επί των χερουβίμ, εμφάνηθι
(Ψαλμός οθ:2)· και άλλος· Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ
εις το σώσαι ημάς (Ψαλμός οθ:3)· και έτερος· Ταχύ προκαταλαβέτωσαν ημάς
οι οικτιρμοί σου, Κύριε· (Ψαλμός οη: 8), και άλλος· ρύσαι
την ψυχήν μου εξ άδου κατωτάτου· (Ψαλμός πε: 13), και έτερος· Κύριε,
ανάγαγε εξ άδου την ψυχήν μου· (Ψαλμός κθ: 4)
και άλλος· Μη εγκατάλιπε την ψυχήν μου εις άδην· (Ψαλμός ιε: 10),
και έτερος· Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο
Θεός μου (Ιωνάς β: 7). Ων (των οποίων) δη απάντων υπακούσας ο πανοικτίρμων Θεός ο Χριστός ου δίκαιον κέκρικε (δεν έκρινε δίκαιο)
τοις επ' αυτού και μετ' αυτόν της οικείας μεταδούναι μόνοις
φιλανθρωπίας· αλλά και τοις προ της αυτού επιδημίας εν άδη
κατεχομένοις, και καθημένοις εν σκότει, σκιά θανάτου.
∆ιό
ανθρώπους μεν εν σαρκί όντας δια σαρκός εμψύχου ο Θεός Λόγος
επεσκέψατο· ψυχαίς δε σωμάτων απηλλαγμέναις δια της ενθέου και
αχράντου αυτού ψυχής εν άδη επέφανε, σώματος αλλ' ου θεότητος
απηλλαγμένης. Ουκούν σπεύσωμεν τω νώ, και επί τον άδην
βαδίσωμεν, όπως ίδωμεν πώς εκεί ποτε τον τω κράτει κραταιόν κατά
κράτος κρατεί του κράτους κρατοτύραννον, και λαώ πανστρατί τη
αυτού αστραπή τας αθανάτους εκείνας των φαλάγγων αχειρί 43.456
χειρούται τάξεις· θύρας αθύρους άρας εκ μέσου, και πύλας
αξύλους τω ξύλω του σταυρού Χριστός η θύρα κατακλάσας, ήλοις
τε τοις ενθέοις μοχλούς αιωνίους συντρίψας και συνθλάσας· και
δεσμοίς χειρενθέοις τας αλύτους αλύσεις ως κηρόν διαλύσας· και
λόγχη τη θεοπλεύρω καρδίαν του τυράννου την άσαρκον
διατρήσας. Εκεί συνέτριψε τα κράτη των τόξων, ότε τω σταυρώ
τοξότας χειροθέους νευράς διέτεινε.
(Στη
συνέχεια, μας προτρέπει να ακολουθήσουμε την κάθοδο του Χριστού
στον Άδη, για να παρακολουθήσουμε όσα συνέβησαν εκεί:)
∆ιό εάν μεθ' ησυχίας ακολουθήσης Χριστώ, νυν όψη (τώρα θα δεις)
που μεν τον τύραννον έδησε· που δε την τούτου κεφαλήν ανήρτησε·
Πώς δε το δεσμωτήριον ανέσκαψε, που δε τους δεσμώτας εξήγαγε, πώς
δε τον όφιν επάτησε, και πού την κάραν εκρέμασε· Πώς δε τον Αδάμ
ηλευθέρωσε, και πώς την Εύαν ανέστησε, και πώς το μεσότοιχον
έλυσε, και πώς τον πικρόν κατεδίκασε δράκοντα, και πώς
τα αήττητα έστησε τρόπαια· που δε τον θάνατον εθανάτωσε, και πώς
την φθοράν κατέφθειρε, και πού τον άνθρωπον εις το αρχαίον
κατέστησεν αξίωμα.
Ο χθές τοίνυν οικονομικώς τας
λεγεώνας των αγγέλων παραιτούμενος, και λέγων τω Πέτρω· Ου δύναμαι
άρτι παραστήσαι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; σήμερον
θεοπρεπώς ομού τε και πολεμικώς, και δεσποτικώς κάτεισι κάτω του
άδου και θανάτου· και τύραννον δια θανάτου τας αθανάτους των
ασωμάτων στρατευμάτων και ταγμάτων αοράτων ου δώδεκά τινας
λεγεώνας, αλλά μυρίας μυριάδας και χιλίας χιλιάδας έχων αγγέλων,
εξουσιών, θρόνων αθρόνων, εξαπτερύγων, απτερύγων,
πολυομμάτων, αομμάτων, ουρανίων ταγμάτων· άτε δη άτε ως οικείον
∆εσπότην, και βασιλέα προπεμπούσας, και δορυφορούσας, και
τιμώσας Χριστόν· ου συμμάχους· άπαγε!
Ποίας γαρ και συμμαχίας ο παντοδύναμος
επιδέεται Χριστός; Αλλ' οφειλούσας ομού και φιλούσας τω εαυτών αεί
παρίστασθαι ∆εσπότη τω Θεώ φερέγγειοί τινες δορυφόροι,
οπλίται και σκηπτούχοι λαμπροί της θείας οξείς δεσποτικής
σκηπτουχίας, νεύματι μόνω σπουδή τω θείω τάχει αλλήλας
προφθανούσας, ομού εις έργον αγούσας τη κελεύσει την πράξιν, και
τη νίκη κατεστεμμένας προς εχθρών και παρανόμων παρατάξεις. ∆ιό δη
και κατιούσας τότε δρόμοις ομού τε και σύνδρομοι τω Θεώ και
∆εσπότη επί τα εν άδου και υπόγεια, και γης απάσης βαθύτερα,
των απ' αιώνος κεκοιμημένων υποχθόνια οικητήρια, εξάγων εν
ανδρεία τους απ' αιώνος πεπεδημένους.
(Ας
παρακολουθήσουμε λοιπόν, πώς περιγράφει τα γεγονότα της καθόδου
του Χριστού στον Άδη ο άγιος Επιφάνειος, στηριζόμενος σε
αγιογραφικές μαρτυρίες, και μαρτυρίες από τη ζωντανή παράδοση της
αρχαίας Εκκλησίας:)
Ως
γουν τα παντόθυρα, και ανήλια, και πανέσπερα του άδου
δεσμωτήρια και οικητήρια, καταδύσεις και σπήλαια η θεόδημος του
∆εσπότου κατέλαβεν αιγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας
Γαβριήλ αρχιστράτηγος· άτε δη άτε εξ έθους ων χαράς ευαγγέλια
ανθρώποις φέρειν και ρήσίν τινα ισχυράν αρχαγγελικωτάτων και
στρατηγικωτάτων λαμπράν και λεοντιαίαν φωνήν προς τας
εναντίας δυνάμεις, και λέγει:
(Δηλαδή,
μόλις κατεβαίνει ο ένδοξος και φωτοφόρος Δεσπότης με την
ανθρώπινη ψυχή στις ανήλιες και σκοτεινές, και ερμητικά κλειστές
φυλακές του Άδη, τον προλαβαίνει ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ, ο οποίος
και συνηθίζει να προφθαίνει τα χαρμόσυνα Ευαγγέλια, και
βρωντοφωνάζει με λαμπρή αρχαγγελικότατη φωνή προς τις ενάντιες
δυνάμεις, αυτό που αναγράφεται προφητικά στον 23ο Ψαλμό κατά τους
Εβδομήκοντα:)
Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών· μεθ' ον (με τον οποίον) βοά και Μιχαήλ· Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι (Ψαλμός κγ: 7). Είτα (έπειτα) και αι δυνάμεις φασίν· (λέγουν) Απόστητε, πυλωροί οι παράνομοι· είτα και εξουσίαι (αγγελικά τάγματα)
μετ' εξουσίας· Συντρίβητε, αι αλύσεις αι άλυτοι· και άλλος·
Αισχύνθητε, εναντίοι πολέμιοι· και έτερος· Φοβήθητε, τύραννοι οι
παράνομοι. Και καθάπερ επί τινος φοβεράς και αηττήτου
παντοδυνάμου βασιλικής τροπαιούχου στρατού παρατάξεως φρίκη τις
και τάραχος και φόβος κατώδυνος τοις του ακαταγωνίστου ∆εσπότου
επιπίπτει εχθροίς· ούτω δη και επί τοις εν άδου εκείνοις και
παραδόξου Χριστού εν τοις καταχθονίοις παρουσίας εξαίφνης
εγένετο· άνωθεν αστραπής η αμαύρωσις των εναντίων του άδου
δυνάμεων τας όψεις σκοτίζουσα και βροντοφώνων βοών ακουόντων και
στρατών κελευόντων λέγοντας· (δηλαδή,
μόλις επισυμβαίνει η ξαφνική και παράδοξη, και ένδοξη του Χριστού
Παρουσία στο σκοτεινό Άδη, μια αστραπή από ψηλά μαυρίζει τις
όψεις των εναντίων δυνάμεων, και ακούγονται κάποιες βροντόφωνες
βοές στρατών που διατάζουν:) Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ου γαρ ανοίξατε, (όχι μόνο να τις ανοίξετε) αλλ' εξ αυτών θεμελίων ταύτας άρατε, (από τα ίδια τους τα θεμέλια να τις σηκώσετε) εκριζώσατε, μεταστήσατε εις το μηκέτι κλείεσθαι· (μετατοπίστε τις, ώστε να μην ξανακλειστούν ποτέ)
Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών. Ουχ ως αδυνατούντος του παρόντος
∆εσπότου και θυρών κεκλεισμένων ότε κελεύει εισέρχεσθαι, (σηκώστε τις πύλες, όχι επειδή αδυνατεί ο παρών Δεσπότης να εισέλθει, όταν είναι κλειστές) αλλά δραπετοδούλως υμίν επιτρέποντος την των πυλών των αιωνίων έπαρσιν και μετάστασιν και κατάκλασιν. (αλλά σαν σε δούλους που δραπετεύουν, επιτρέπει για εσάς την απομάκρυνση των αιωνίων πυλών)
∆ιό ουδέ τοις δήμοις υμών, αλλ' αυτοίς τοις δοκούσι παρ'
υμών είναι άρχουσιν, αυτοίς επιτρέπει λέγων: Άρατε πύλας, οι
άρχοντες υμών. (γι'
αυτό δεν απευθύνεται σ' εσάς που είσαστε άρχοντες και δούλοι,
αλλά σ' αυτούς που νομίζουν ότι είναι ανάμεσά σας άρχοντες, σ'
αυτούς επιτρέπει την απομάκρυνση των πυλών, διατάζοντάς τους) Υμών, αλλ' ουκ άλλων τινών.
Λοιπόν
άρχοντες. Ει γαρ και μέχρι του νυν των απ' αιώνος
κεκοιμημένων κακώς ήρξατε· αλλ' ουκέτι λοιπόν αυτών, αλλ'
ουδ' άλλων, αλλ' υμών, αλλ' ουδ' αυτών υμών έσεσθε άρχοντες. (Δηλαδή,
δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες άλλων, αν και μέχρι τώρα κακώς
κυβερνούσατε τους απ' αιώνος κεκοιμημένους. Δεν θα είσαστε πλέον
άρχοντες αυτών, ούτε άλλων, αλλά ούτε και των ιδίων σας των
εαυτών) Πάρεστι γαρ (επειδή παρευρίσκεται)
Χριστός η ουράνιος θύρα· Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί των του
άδου δυσμών. Κύριος όνομα αυτού, και του Κυρίου αι διέξοδοι των
του θανάτου πυλών. (Φωνάζει
λοιπόν, ν' ανοίξουν τις πύλες σ' Αυτόν που δεν τον συγκράτησαν τα
δεσμά του Άδου, του οποίου το όνομα είναι Κύριος, μια και του
Κυρίου είναι οι διέξοδοι των πυλών του θανάτου) Υμείς εποιήσατε τας εισόδους· τας διεξόδους αυτός ποιήσαι παραγέγονεν. (Εσείς φτιάξατε τις εισόδους των πυλών αυτών, ενώ ο Κύριος ήρθε για να ποιήσει τις διεξόδους τους) ∆ιό (γι' αυτό) μη μέλλετε·
Άρατε πύλας και ταχύνατε· άρατε, και μη αναβάλλετε. Ει δε αναμένειν νομίζετε, αυταίς ταις πύλαις αχειρί (χωρίς χέρι) και αυτοματί αίρεσθαι επιτρέπομεν. Και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι.
Άμα (την ίδια στιγμή)
αι δυνάμεις εβόησαν, άμα αι πύλαι επήρθησαν, άμα αι αλύσεις
ελύθησαν, άμα οι μοχλοί κατεκλάσθησαν, άμα τα κλείθρα (τα κλειδιά)
εξέπεσαν, άμα τα θεμέλια του δεσμωτηρίου εδονήθησαν, άμα αι
εναντίαι δυνάμεις εις φυγήν ετράπησαν, έτερος έτερον
συνωθούμενος, και άλλος προς άλλον συμποδιζόμενος, και έτερος τω
ετέρω φεύγειν φθεγγόμενος· έφριξαν, εσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν,
εταράχθησαν, ηλλοιώθησαν, εθροήθησαν, έστησαν ομού (μαζί)
και εξέστησαν, ηπόρησαν ομού και ετρόμαξαν. Και ο μεν κεχηνώς
ίστατο, ο δε τοις γόνασι το πρόσωπον συνεκάλυπτε· και άλλος πρηνής
ανεπήγνυτο, και έτερος ωσεί νεκρός απεστηλούτο, και άλλος τω
θάμβει κατείχετο, και έτερος ουρανίων ηλλοιωμένος κατέκειτο, και
άλλος ενδότερον έφευγεν.
Εκεί
γαρ τότε διέκοψε Χριστός εν εκστάσει κεφαλάς δυναστών· εκεί
εσείσθησαν εν αυτώ, εκεί διήνοιξαν χαλινούς αυτών λέγοντες·
Τις εστιν ούτος (Ποιος είναι αυτός) ο βασιλεύς της δόξης; τις εστιν ούτος ο τοσούτος, ο μετά τοσούτων (εννοεί το πλήθος των αγγελικών δυνάμεων)
τοιαύτα ενταύθα επιτελών θαύματα; Τις ούτός εστιν ο
βασιλεύς της δόξης, ο εν άδη ποιών νυν τα ουδέποτε εν άδη
γενόμενα; τις ούτος ο εξάγων ένθεν (που βγάζει από εδώ)
τους απ' αιώνος κεκοιμημένους; τις εστιν ούτος ο λύσας και
καταλύσας ημών των αηττήτων το θράσος και το κράτος, και εξάγων εκ
της του άδου φυλακής τους απ' αιώνος πεπεδημένους;
Πρός ους (προς τους οποίους) ανέκραζον αι του ∆εσπότου δυνάμεις λέγουσαι· Μαθείν βούλεσθε, (θέλετε να μάθετε)
ω παράνομοι τύραννοι, τις εστιν ούτος βασιλεύς της δόξης; Κύριος
κραταιός και δυνατός· Κύριος δυνατός και ισχυρός και
αήττητος εν πολέμοις. Ούτος εκείνός εστιν ο εκ των ουρανίων αψίδων
εξορίσας και απορίψας υμάς, ω δείλαιοι και παράνομοι
τύραννοι!
Εκείνος ούτός εστιν ο εν ύδασι Ιορδάνου
συντρίψας τας κεφαλάς των δρακόντων υμών. Ούτος εκείνός εστιν ο
δια σταυρού στηλιτεύσας, και θριαμβεύσας, και νεκρώσας υμάς.
Εκείνος ούτός εστιν ο δήσας, και ζοφώσας, και τη αβύσσω
παραπέμψας υμάς. Ούτος εκείνός εστιν ο πυρί αιωνίω και γεέννη
παραπέμπων και απολλών υμάς. Λοιπόν μη μέλλετε, μηδέ
αναμένετε, αλλά σπεύσατε, και τους δεσμίους εξάξατε, ους
μέχρι και νυν κακώς κατεπίετε. Το γαρ υμέτερον κράτος λοιπόν
καταλέλυται· η υμών τυραννίς λοιπόν πέπαυται· το υμέτερον φρύαγμα
δεινώς κατήργηται· η υμών μεγαλαυχία εις τέλος εκλέλοιπεν· η
υμών ισχύς πεπάτηται και απόλωλε.
Ταύτα
αι δεσποτικαί του ∆εσπότου δυνάμεις ταις εναντίαις δυνάμεσιν
έλεγον, ομού τε και κατέσπευδον. Και οι μεν το δεσμωτήριον (δηλαδή τον Άδη)
εξ αυτών των θεμελίων κατέσκαπτον· οι δε τας εναντίας
εξουσίας κατεδίωκον εκ των εξωτέρων ταμείων φευγούσας ενδότερον.
Και άλλοι τας καταδύσεις, και τα φρούρια, και τα σπήλαια
διερεύνων, και έτρεχον. (Δηλαδή,
στην αγγελική επέλαση στη σκοτεινή φυλακή του Άδη, οι δαιμονικές
δυνάμεις, που μέχρι τότε ήταν εξουσιαστές του χώρου, έτρεχαν
κυνηγημένοι προς τα ενδότερα και σκοτεινότερα μέρη του Άδη, όπως
ανάγλυφα και με ζωηρά χρώματα μας περιγράφει ο άγιος
Επιφάνειος)
Και έτεροι άλλος άλλον άλλοθεν δέσμιον τω ∆εσπότη προσέφερον, και
άλλοι τον τύραννον δεσμοίς αλύτοις έδεον, και έτεροι τους
απ' αιώνος δεσμίους απέλυον· και άλλοι επέταττον, και έτεροι
υπούργουν ως τάχιστα· και οι μεν εισερχομένου του ∆εσπότου
ενδότερον προέτρεχον, οι δε ως βασιλεί και Θεώ νικηφόρω
παρείποντο.
(Και συνεχίζει το λόγο του ο άγιος Επιφάνειος, περιγράφοντας την απελευθέρωση του Αδάμ:)
Τούτων
δη λοιπόν ούτως, αλλά και υπέρ τούτων εν τω άδη γινομένων τε
και βοωμένων, θρυλλουμένων απάντων και σειομένων, ως η παρουσία
του ∆εσπότου αυτά τα κατώτατα των κατωτάτων καταλαμβάνειν
έμελλεν, (έμελλε να καταλάβει)
ο Αδάμ εκείνος, ο πάντων ανθρώπων πρωτόκτιστος, και πρωτόπλαστος,
και πρωτόθνητος ενδότερος πάντων, μετά πολλής της ασφαλείας
δέσμιος κατεχόμενος, ήκουε των του ∆εσπότου ποδών προς τους
δεσμίους εισερχομένων, και εγνώρισε την φωνήν αυτού εν τω
δεσμωτηρίω περιπατούντος, (όπως κάποτε στον παράδεισο τον άκουσε "περιπατούντα εν τω Παραδείσω"-Γένεσις 3/γ: 8,) και στραφείς προς άπαντας τους συν αυτώ απ' αιώνος δεσμίους φησί:
Φωνήν ποδών τινος ακούω προς ημάς εισερχομένου· (ακούω τα πόδια και την φωνή κάποιου που έρχεται προς εμάς,)
και εάν όλως ενταύθα εκείνος παραγενέσθαι κατηξίωσεν, ημείς
των δεσμών ηλευθερώθημεν· εάν όλως εκείνον μεθ' ημών
οψόμεθα, ημείς του άδου λυτρούμεθα.
Ταύτα
και τα τοιαύτα του Αδάμ προς πάντας τους συγκαταδίκους
αυτού λέγοντος, εισήλθεν ο ∆εσπότης προς αυτούς, το νικητικόν
όπλον του σταυρού κατέχων. Όν (τον οποίον) ιδών ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος, και τη εκπλήξει το στήθος τύψας, εβόησε προς πάντας, και είπεν: Ο Κύριός μου μετά πάντων!
Και αποκριθείς ο Χριστός, λέγει τω Αδάμ: Και μετά του πνεύματός σου· και κρατήσας αυτού της χειρός ανίστησι, λέγων: (και κρατώντας τον από το χέρι, τον ανέστησε λέγοντας:) Έγειρε, ο καθεύδων, και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός (Εφεσίους 5/ε: 14) (Σήκω πάνω εσύ που κοιμάσαι, και αναστήσου από τους νεκρούς, και θα σε φωτίσει ο Χριστός). Εγώ ο Θεός σου, ο δια σε γενόμενος υιος σου, ο δια σε και τους από σου, (για εσένα και για τους απογόνους σου)
νυν λέγων και κατ' εξουσίαν επιτρέπων τοις εν δεσμοίς· Εξέλθετε,
και τοις εν σκότει· Φωτίσθητε, (Ψαλμός 2/β: 3) και τοις
κεκοιμημένοις· Ανάστητε·
Σοί διακελεύομαι: (Εσένα προστάζω:) Έγειρε, ο καθεύδων· ου γαρ δια τούτό σε πεποίηκα, ίνα εν άδη κατέχη δέσμιος. (δεν σε έπλασα γι' αυτό, για να είσαι δέσμιος στον Άδη) Ανάστα εκ των νεκρών· εγώ ειμι η ζωή των νεκρών. Ανάστα, πλάσμα το εμόν, ανάστα, μορφή η εμή, και κατ' εικόνα εμήν γεγενημένη. Έγειρε, άγωμεν εντεύθεν· (Σήκω να φύγουμε από 'δω)
συ γαρ εν εμοί, καγώ εν σοί, εν και αδιαίρετον υπάρχομεν
πρόσωπον· δια σε ο Θεός σου γέγονα υιος σου· δια σε ο
∆εσπότης, έλαβον την σήν μορφήν του δούλου· δια σε ο υπεράνω των
ουρανών ήλθον επί γης και υποκάτω γης· δια σε τον άνθρωπον γέγονα
ωσεί άνθρωπος αβοήθητος, εν νεκροίς ελεύθερος· δια σε τον
από κήπου εξελθόντα από κήπου (εννοεί τον κήπο της Γεθσημανή) Ιουδαίοις παρεδόθην, και εν κήπω εσταυρώθην.
Ίδε του προσώπου μου τα εμπτύσματα, άπερ (τα οποία ακριβώς)
δια σε κατεδεξάμην, ίνα σε αποκαταστήσω εις το αρχαίον εμφύσημα.
Ίδε μου των σιαγόνων τα ραπίσματα, α κατεδεξάμην, ίνα σου την
διαστραφείσαν μορφήν επανορθώσω εις το κατ' εικόνα μου. Ίδε
μου του νώτου την φραγγέλλωσιν, (τα μαστιγώματα στην πλάτη)
ην κατεδεξάμην, ίνα σκορπίσω των αμαρτιών σου το φορτίον το
επί του νώτου κείμενον. Ίδε μου τας προσηλωθείσας χείρας εν
τω ξύλω (του σταυρού) καλώς, δια σε τον εκτείναντα την χείρα εν τω ξύλω (το απαγορευμένο δένδρο στον παράδεισο) κακώς. Ίδε μου τους προσηλωθέντας, και ορυχθέντας τω ξύλω (του σταυρού) πόδας, δια τους σούς πόδας τους κακώς δραμόντας επί το ξύλον (που κακώς έτρεξαν προς το ξύλο του απαγορευμένου καρπού) της παρακοής τη έκτη ημέρα, ή η απόφασις γέγονεν, και την σήν ανάπλασιν, και παραδείσου άνοιξιν πεπόνημαι. (δηλαδή
την 6η ημέρα συνετελέσθη η απόφαση της εξώσεώς σου από τον
Παράδεισο, την 6η ημέρα της εβδομάδος, [διότι Παρασκευή πέθανε ο
Κύριος] την ανάπλασή σου και το άνοιγμα του Παραδείσου ποίησα) Εγευσάμην δια σε χολήν, ίνα ιάσωμαί σοι (για αν σου γιατρέψω) την δια βρώσεως εκείνης της γλυκείας πικράν ηδονήν. (γιατί πάντα πικρή είναι η ηδονή της γλυκειάς αμαρτίας)
Εγευσάμην όξους, ίνα καταργήσω του σου θανάτου το δριμύ, και παρά
φύσιν ποτήριον. Εδεξάμην σπόγγον, ίνα εξαλείψω το
χειρόγραφόν σου της αμαρτίας. Εδεξάμην κάλαμον, ίνα υπογράψω
ελευθερίαν τω γένει των ανθρώπων.
Ύπνωσα εν τω σταυρώ, και ρομφαία ενύχθην
την πλευράν, δια σε τον εν παραδείσω υπνώσαντα, και την Εύαν εκ
πλευράς εξενέγκαντα. Η εμή πλευρά ιάσατο το άλγος της πλευράς· ο
εμός ύπνος εξάξει σε εκ του εν άδη ύπνου· η εμή ρομφαία έστησε
την κατά σου στρεφομένην ρομφαίαν.
Λοιπόν έγειρε, άγωμεν εντεύθεν. Εξήγαγέ
σε ο εχθρός από γης παραδείσου· αποκαθιστώ σε ουκέτι εν
παραδείσω, αλλ' εν ουρανίω θρόνω. Εκώλυσά σε του ξύλου του τυπικού
της ζωής, αλλ' ιδού αυτός εγώ ηνώθην σοι η ζωή. Έταξα τα χερουβίμ
δουλοπρεπώς φυλάττειν σε· ποιώ τα χερουβίμ θεοπρεπώς
προσκυνήσαί σε. Εκρύβης από Θεού ως γυμνός· αλλ' ιδού
έκρυψας εν εαυτώ Θεόν γυμνόν. Ενεδύθης τον της αισχύνης
δερμάτινον χιτώνα· αλλ' ενεδύθην Θεός ων τον της σής σαρκός
αιμάτινον χιτώνα.
∆ιό εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από του
θανάτου εις την ζωήν, από της φθοράς εις αφθαρσίαν, από του
σκότους εις το αιώνιον φως. Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν, από της
οδύνης εις ευφροσύνην, από δουλείας εις ελευθερίαν, από
φυλακής εις την άνω Ιερουσαλήμ, από των δεσμών επί την άνεσιν, από
της κατοχής επί την του παραδείσου τρυφήν, από της γης εις
τον ουρανόν. Επί τούτο γαρ απέθανον, και ανέστην, ίνα και νεκρών
και ζώντων κυριεύσω.
Εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν· ο γαρ Πατήρ
μου ο ουράνιος το απολωλός εκδέχεται πρόβατον. Τα εννενήκοντα
εννέα των αγγέλων πρόβατα τον σύνδουλον αναμένουσιν Αδάμ, πότε
αναστή, και πότε ανέλθη και προς Θεόν επανέλθη. Χερουβικός
θρόνος ηυτρέπισται· οι αναφέροντες οξείς τε και έτοιμοι· ο νυμφών
παρεσκεύασται· εδέσματα έτοιμα· αι αιώνιοι σκηναί και μοναί
έτοιμοι· οι θησαυροί των αγαθών ανεώχθησαν, η των ουρανών βασιλεία
προ αιώνων ητοίμασται· α οφθαλμός ουκ οίδεν, και ους ουκ
ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α αγαθά τον
άνθρωπον περιμένουσι.
Ταύτα και τα τοιαύτα του ∆εσπότου
λέγοντος, ανίστανται συν αυτώ ο εν αυτώ ηνωμένος Αδάμ, και
συνανίσταται και η Εύα· και άλλα πολλά σώματα πίστει απ' αιώνος
κεκοιμημένα ανέστησαν κηρύττοντα του ∆εσπότου τριήμερον
ανάστασιν, ην φαιδρώς, οι πιστοί, υποδεξώμεθα, και οψώμεθα, και
περιπτυξώμεθα μετά αγγέλων χορεύοντες, μετά των ασωμάτων
εορτάζοντες, ομού και συνδοξάζοντες τον υμάς εκ της φθοράς Χριστόν
αναστήσαντα, και ζωοποιήσαντα· ω η δόξα, και το κράτος συν
τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού
Πνεύματι· νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου