Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ "Περί τοῦ Παραδείσου"


ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ "Περί τοῦ Παραδείσου" Κεφάλαιον ΙΕ'


Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίουἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Παραδείσου"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον ΙΕ '
Γιὰ ποιὸ λόγον τὸ ἁμάρτημα τῆς γυναικὸς εἶναι ἄξιον
συγχωρήσεως· καὶ τὶ σημαίνεται διὰ τοῦ ὄφεως, τῆς
γυναικὸς καὶ τοῦ ἀνδρός. Ποιὰ ἡ καταδίκη τοῦ ὄφεως. Καὶ
σὲ ποιὰ (σημεῖα) διακρίνεται αὐτὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἀδάμ.

73.  Ὁ ὄφις, εἶπεν μὲ ἠπάτησεν: καὶ αὐτὸ φάνηκεν στὸ Θεὸν συγγνωστόν· ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε γνωρίσει ὅτι ὁ ὄφις ἔχει πολλοὺς τρόπους νὰ ἐξαπατᾶ (διότι μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ οἱ διάκονοί του εἶναι σὰν διάκονοι τῆς δικαιοσύνης), (ὁ ὁποῖος ὄφις ἐπὶ πλέον) δίνει στὸ κάθε πρᾶγμα ψεύτικα ὀνόματα ὥστε τὴν ἀκρισίαν νὰ τὴ λέγῃ ἀρετὴν καὶ νὰ δίνῃ στὴ φιλοπονίαν τὸ ὄνομα τῆς ἀπληστίας. Διότι ὁ ὄφις ἐξηπάτησε τὴ γυναίκα, ἡ γυνὴ παρέσυρεν τὸν ἄνδρα πρὸς παραβίασιν τῆς ἀληθείας. Ἡ σωματικὴ ἡδονὴ ἔλαβεν τὸν τύπον: ἡ γυναῖκα εἶναι σύμβολον τῆς αἰσθήσεώς μας, ὁ ἄνδρας (σύμβολον) τοῦ νοῦ. Ἡ ἡδονὴ ἑπομένως κινεῖ τὴν αἴσθησιν, ἡ αἴσθησις μεταγγίζει στὸ νοῦν τὸ πάθος ποὺ δέχθηκεν (ἡ ἴδια). Ἡ ἡδονή, λοιπόν, εἶναι ἡ πρώτη καταγωγὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ γι' αὐτὸ ἄς μὴ ἀπορῇς, γιατὶ προηγουμένως καταδικάζεται διὰ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ ὁ ὄφις, δεύτερον ἡ γυναῖκα, τρίτον ὁ ἄνδρας. Κατὰ τὴν τάξιν τοῦ ἁμαρτήματος ἐτηρήθη καὶ ἡ σειρὰ τῆς καταδίκης. Διότι ἡ ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων εἴθισται νὰ καθιστᾶ καὶ τὸ νοῦν αἰχμάλωτον τῆς αἰσθήσεως. Γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ ὄφις εἶναι τύπος τῆς ἡδονῆς, παρατήρα τὴν καταδίκη του.
74.   Ἐπὶ τοῦ στήθους σου, εἶπεν, καὶ τῆς κοιλίας σου θὰ περιπατῆς (Γεν. γ', 14).  Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ περιπατοῦσαν ἐπὶ τῆς κοιλίας των, παρὰ ὅσοι ζοῦν γιὰ τὴν κοιλιάν καὶ γιὰ τὴ λαιμαργίαν τῶν ὁποίων θεὸς εἶναι ἡ κοιλία, καὶ δόξα τὰ ἀπόκρυφα ὄργανά τους, οἱ ὁποῖοι ὄζουν γῆς καὶ φορτωμένοι τροφὴν γέρνουν στὰ γήϊνα; Λοιπόν, καλῶς λέγει περὶ τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία συντονισμένη πρὸς τὴ γῆν φαίνεται ὅτι τρώει χῶμα: Ἐπὶ τοῦ στήθους σου καὶ τῆς κοιλίας σου θὰ περιπατήσῃς καὶ θὰ τρῶς γῆν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. Πρέπει νὰ ἀρθῇ κάθε συγχώρηση ἀπὸ τὸ διάβολον: μήπως τυχὸν ἕνεκα τῆς πονηρίας του μπορέσῃ νὰ προφασισθῆ κάτι, γιὰ νὰ πῆ ὅτι ἡ ἀδικία του προῆλθεν ἐκ τῆς καταδίκης· καὶ γι' αὐτὸ νὰ ἰσχυρίζηται αὐθαδῶς, ὅτι γι' αὐτὸ καταδικάσθηκε, δηλαδὴ γιὰ νὰ βλάπτῃ: διότι φαίνεται νὰ εἶναι κοντὰ στὴ γνώμη, ἐὰν αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἀπόφασιν (τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ φίδι) ἐκλάβωμεν ὡς (ἀπόφασιν) καταδίκης. Διότι ὁ Θεὸς δὲν κατεδίκασεν τὸν ὄφιν σ' αὐτό, διὰ νὰ βλάπτῃ: ἀλλ' ἔδειξεν τὶ θὰ ἐγίνετο (ὁ ὄφις). Καὶ βέβαια ὅτι ἐκεῖνος ὁ πειρασμὸς εὐρύτερον ὠφελεῖ τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἀπεδείξαμεν ἀνωτέρω: ἀλλ' ὅμως ὅταν διαβάζωμεν ὅτι ἐγράφη, τοῦ Θεοῦ λέγοντος: Τοὺς τιμῶντας με τιμήσω καὶ ὁ καταφρονῶν (με) θὰ στερηθῇ τῆς τιμῆς (Α' Βασ. β',30), εἶναι θεμιτὸν ἀπ' αὐτὰ τὰ λόγια κάτι νὰ ἐκτιμήσωμεν.
  Διότι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ τὸ καλόν, ὄχι τὸ κακόν. Ἑπομένως ἄς σὲ διδάξουν τὰ θεϊκὰ λόγια ὅτι ἐνεργεῖ τὴ δόξαν, (ἐνῶ) τὴν ποινὴν τὴν ἐγκαταλείπει. Τοὺς τιμῶντας με, εἶπεν θὰ τιμήσω δηλώνων ὅτι ἡ τιμὴ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων εἶναι δικόν του ἔργον. Καὶ γιὰ τοὺς καταφρονητές του δὲν εἶπε "θὰ τοὺς στερήσω τὴν τιμήν", ἀλλὰ "θὰ στερηθοῦν τῆς τιμῆς"· μὴ λογίζων τὴν ὕβριν των εἰς τὴν δικήν του ἐνέργειαν, ἀλλὰ δεικνύων τὶ μέλλει νὰ εἶναι. Λοιπὸν ἐδῶ δὲν εἶπεν: Σὲ κάνω νὰ περπατᾶς ἐπὶ τοῦ στήθους σου καὶ τῆς κοιλίας σου καὶ νὰ τρώγῃς χῶμα πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, ἀλλά: Θὰ περιπατῆς, εἶπεν, καὶ θὰ τρώγῃς: καθὼς εἶχεν προείπει μᾶλλον περὶ τοῦ ὄφεως τὰ μέλλοντα, φαίνεται, παρὰ εἶχεν προδιατυπώσει τὶ θὰ ἔκανεν.
  Διότι ἡ γῆ, εἶπεν, θὰ σοῦ εἶναι τροφή, ὄχι ἡ ψυχὴ καὶ δι' αὐτοῦ δηλαδὴ ὠφελεῖ, τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος παρέδωσεν εἰς ἀπώλειαν τῆς σαρκός αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λέγει δὲ ὅτι ἕρπει μὲ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλίαν ὁ ὄφις, ὄχι τόσον ἕνεκα τῆς μορφῆς τοῦ σώματος, ὅσον ἐκ τοῦ ὅτι ἕνεκα γηΐνων σκέψεων ἐξέπεσεν ἐξ ἐκείνης τῆς οὐρανίου μακαριότητος. Διότι τὸ στῆθος συχνὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποχώρησις τῆς σοφίας. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Χριστοῦ ἔκλινεν τὴν κεφαλήν, δὲν τὴν ἔστρεψεν πρὸς τὴ γῆν. Ἐάν, λοιπόν, ἡ σοφία τοῦ διαβόλου παραβάλληται πρὸς δεινότατα δεσμὰ ποὺ συνοδεύουν καὶ βαρύνουν  τὸ στῆθος.  Καὶ ἀκόμη ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ποὺ φρονοῦν τὰ γήϊνα, οὔτε μὲ ἐσωτερικὸν ζῆλον ὑψώνωνται πρὸς τὸν οὐρανόν, φαίνονται νὰ ἕρπουν μὲ τὴν κοιλίαν. Πράγματι ὀφείλομεν νὰ γεμίζωμεν τὴν κοιλίαν τῆς ψυχῆς μας ὄχι μὲ τὰ φθαρτά, τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ (τὴν) ἱκανοποιῶμε μὲ τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ. Καλῶς, λοιπόν, ὁ Δαβὶδ ὑποδυόμενος τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ λέγει: Ἐταπεινώθη εἰς τὸν χοῦν ἡ ψυχή μου, προσεκολλήθη εἰς γῆν ἡ γαστέρα μου (Ψαλ. μγ',25). Διότι προσεκολλήθη ὅσον συσχηματίζεται τῷ ὄφει βόσκοντι ἐν τῇ γηῒνη ἀδικίᾳ. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος  λέγει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ συσχηματιζώμεθα τῷ Χριστῷ (Ῥωμ. ιστ',5), ἵνα ἡ ἀρετὴ ἐκτείνηται μέσα μας. Αὐτὴ ἡ ἀπόφασις γιὰ τὸ φίδι δὲν θεωρεῖται αὐστηρή, ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδάμ, ποὺ ἁμάρτησεν ἐλαφρότερον, καταδικάζεται μὲ τέτοιαν ἀπόφασιν.
75.   Διότι εἶναι γεγραμμένον: Κατηραμένη ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου: ἐν λύπῃ θὰ τρώγῃς αὐτὴν πᾶσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου (Γεν. γ',17). Φαίνεται σίγουρα ὅτι ὑπάρχει κάποια ὁμοιότης στὴν (καταδικαστικὴν) ἀπόφασιν: ἀλλ' ὅμως στὴν ἴδιαν ὁμοιότητα (καὶ) μεγάλη διάκρισις. Διότι εἶναι ἐνδιαφέρον (νὰ δοῦμε) ποιὸ ἀπ' τὰ δύο νὰ τρώγῃ κάποιος γῆν, ὅπως ἐλέχθη εἰς τὸν ὄφιν, ὅτι θὰ τρώγῃ γῆν: ἢ μήπως ὅπως στὸν Ἀδὰμ ἐλέχθη "ἐν λύπῃ θὰ τρώγῃς". Διότι ἡ ἐπανάληψις τῶν λέξεων εἶναι ἡ αὐτή: Τὸ "ἐν λύπῃ" εἰσάγει διάκρισιν. Θεώρησε τὴν δύναμιν ποὺ ἔχει ἡ διάκρισις. Καλὸν μοῦ εἶναι νὰ τρώγω γῆν ἐν λύπῃ μᾶλλον, παρὰ ἐν ἡδονῇ, τοὐτέστιν ἄς φαίνωμαι ὅτι λυποῦμαι εἰς κάποιαν πρᾶξιν καὶ αἴσθησιν σώματος, παρὰ ὅτι εὐχαριστοῦμαι ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ. Διότι πολλοὶ γιὰ ἀσήμαντες ἀδικίες δὲν ἔχουν συνείδησιν ἁμαρτίας. Ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ λέγει "Δαμάζω τὸ σῶμα μου καὶ δουλαγωγῶ" (Α' Κορ. θ',27) θλίβεται ἐν τῇ μετανοίᾳ τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων: διότι τόσα ἁμαρτήματα δικά του δὲν εἶχεν, ὥστε νὰ ὀφείλῃ νὰ θλιβῆ γι' αὐτά. Τελικὰ καὶ ἐμᾶς συμβουλεύει ὅτι αὐτὴ ἐδῶ ἡ λύπη εἶναι ὡφέλιμος, δηλαδὴ ἡ κατὰ Θεόν, ὄχι ἡ κατὰ κόσμον. Πρέπει, εἶπεν, νὰ θλίβησθε εἰς μετάνοιαν κατὰ Θεόν (Β' Κορ. ζ',9,10). Διότι ἡ κατὰ Θεὸν λύπη σωτηρίαν κατεργάζεται, ἡ δὲ κατὰ κόσμον λύπη κατεργάζεται θάνατον. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πάρε τὶς περιπτώσεις ἐκείνων ποὺ ἔφθασαν στὴ χάριν,  οἱ ὁποῖοι ἐθλίβοντο ἐν τοῖς ἔργοις τοῦ σώματος: καὶ ἐκείνων ποὺ ἔμειναν στὴν τιμωρίαν, οἱ ὁποῖοι ηὐφραίνοντο ἀπὸ τὰ ἔργα τούτου τοῦ κόσμου. Τέλος οἱ Ἑβραῖοι ποὺ στέναζαν εἰς τὰ ἔργα τῆς Αἰγύπτου (Ἐξ. β', 24), ἀκολούθησαν τὴ χάριν τῶν δικαίων. Καὶ ἐπειδὴ ἔφαγαν ἄρτον ἐν λύπῃ, ἔφαγαν πνευματικὸ βρῶμα (Ἐξ. ιστ', 15 ἑξ.). Οἱ Αἰγύπτιοι δέ, οἱ ὁποῖοι τέτοια ἔργα ἐν ἀγαλλιάσει τελοῦσαν, ὑπηρετοῦντες ἀπεχθῆ βασιλέα, δὲν ἔτυχαν καμίας συγχώρησης.
76.    Ἀλλ' ὑπάρχει καὶ ἡ ἑξῆς διάκρισις, ὅτι στὸν ὄφιν λέγεται ὅτι θὰ φάγῃ γῆν· εἰς δὲ τὸν Ἀδάμ: Ἐν λύπῃ, εἶπεν θὰ φάγῃς, καὶ ἐν ἱδρῶτι θὰ φάγῃς καὶ θὰ φάγῃς τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ (Γεν. γ',18)· σὰν κάποια πρόοδος ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὑπάρχει σ' αὐτὰ καὶ ὅταν τρώγωμεν γῆν, φαινόμεθα ὅτι βρισκόμεθα εἰς κάποιαν μοχθηρίαν: ὅταν χόρτον, εἰς κάποιαν πρόοδον: ὅταν δὲ ἄρτον, πόση δύναμις συντελέσθηκεν. Λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἄς ἔχωμεν τὴν ἐπίδοσιν τῆς ζωῆς ὅπως ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος λέγει: Ζῶ δὲ ἤδη ὄχι ἐγώ (Γαλ. β',20), τοὐτέστιν, ὄχι ἐγώ, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἔτρωγα γῆν: ὄχι ἐγὼ ποὺ (ἔτρωγα) χόρτον, διότι πᾶσα σὰρξ χόρτος. Ἀλλὰ ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστός (Αὐτόθι), τοὐτέστιν, ζῆ ἐκεῖνος ὁ ζῶν ἄρτος ποὺ ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ζῆ ἡ σοφία, ζῆ ἡ χάρις, ζῆ ἡ δικαιοσύνη, ζῆ ἡ ἀνάστασις.
77.   Ἔπειτα δὲς ὅτι δὲν εἶναι κατηραμένος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ φίδι: οὔτε ἡ γῆ καθ' ἑαυτὴν εἶναι κατηραμένη, ἀλλὰ Κατηραμένη, εἶπεν, ἐν τοῖς ἔργοις σου (Γεν. γ',17), τὸ ὁποῖον ἐλέχθη πρὸς τὸν Ἀδάμ. Τότε εἶναι κατηραμένη ἡ γῆ, ἐὰν ἔχῃς ἔργα γήϊνα, δηλαδὴ ἔργα κοσμικά. Καὶ κατηραμένη ὄχι ἐν γένει· ἀλλὰ γιὰ νὰ παράγῃ ἀκάνθας καὶ τριβόλους, ἐὰν δὲν θὰ ἔχῃ καλλιεργηθῆ διὰ τῆς ἐπιμελείας τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας. Διότι ἐὰν αὐτὴν θὰ ἔχωμεν καλλιεργήσῃ βέβαια μὲ κόπον καὶ ἱδρῶτα, ἀλλ' ὅμως τὸν ἄρτον θὰ φάγωμεν. Διότι ἀντιμάχεται ὁ νόμος τῆς σαρκὸς πρὸς τὸ νόμον τοῦ νοός. Καὶ πρέπει νὰ κοπιῶμεν καὶ νὰ στάζωμεν ἱδρῶτα, γιὰ νὰ τιμωρήσωμεν τὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ ὑποδουλώσωμεν, καὶ νὰ σπείρωμεν τὰ πνευματικά. Διότι ἐὰν σαρκικὰ σπείρωμεν, θὰ θερίσωμεν σαρκικά: ἄν ὅμως σπείρωμεν πνευματικά, θὰ θερίσωμεν τὰ πνευματικά.

Read more: http://www.egolpion.com/paradeisou_ie.el.aspx#ixzz2idiQqR8K

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου