Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ο στύλος της Εκκλησίας και κήρυξ της θείας Χάριτος



  Του Αρχ/του π. Μάρκου Μανώλη (†) Η σημερινή Κυριακή, ευσεβείς χριστιανοί είναι συνέχεια θα μπορούσε να πη κανείς της προηγουμένης.  


 

        



Του Αρχ/του π. Μάρκου Μανώλη (†)

Η σημερινή Κυριακή, ευσεβείς χριστιανοί είναι συνέχεια θα μπορούσε να πη κανείς της προηγουμένης Κυριακής της Ορθοδοξίας. Διότι σήμερα εορτάζομε την μνήμην του μεγάλου προμάχου της Ορθοδοξίας μας του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσ/νίκης του Παλαμά και όπως οι προ αυτού Άγιοι Πατέρες ηγωνίσθησαν δια τον θρίαμβον της Ορθοδόξου πίστεως έτσι και ο σημερινός μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «επόμενος τοις Αγίοις Πατράσι», ακολουθώντας δηλαδή πιστά την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, εστερέωσε την Ορθοδοξίαν μας, εστήριξε την πίστιν των Ορθοδόξων και κατήσχυνε όλους εκείνους οι οποίοι πολεμούσαν αυτήν, μάλιστα δε εκείνους, που πολεμούσαν τον Ορθόδοξο μοναχισμό, τον ησυχασμό και εκείνους που δεν εδέχοντο διάκρισιν μεταξύ ουσίας και ενεργείας εις την Αγίαν Τριάδa


Βέβαια αυτά τα ζητήματα ίσως μας φαίνονται πολύ θεολογικά και πολλές φορές θα έλεγε κανείς τι σχέσι έχουν αυτά με την ζωή μας. Η πραγματικότης είναι ότι έχουν μεγάλην και τεραστίαν σχέσιν, διότι έτσι, με την διδασκλίαν του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά βλέπομε ότι ο Θεός δεν είναι κάτι το απρόσιτον. Η ουσία Του βεβαίως του Πανάγαθου Θεού, της Παναγίας Τριάδος είναι όντως απρόσιτος και άγνωστος εις ημάς, αλλά γίνονται γνωσταί εις ημάς αι ενέργειαι.

Έρχεται η Χάρις του Κυρίου μας και μας επισκιάζει δια των Αγίων Μυστηρίων και δια των άλλων ακτίστων ενεργειών του Παναγάθου Θεού, ώστε να έχωμεν ζωήν, ώστε να έχωμεν κοινωνίαν με την Αγίαν Τριάδα. Έτσι η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είχε τεραστίαν σημασίαν όχι μόνον δια το Βυζάντιον, όχι μόνον δια την εποχήν, που έζησε τον 14ον αιώνα, αλλά έχει μεγάλην σημασίαν και σήμερα που δεσπόζει η απιστία και κυριαρχεί ο ορθολογισμός και εδώ και εις την Ευρώπην και εις όλον τον κόσμον, δυστυχώς. Και μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ανεκαλύφθη μόλις τα τελευταία χρόνια. Μελετηταί του έργου του μας παρέδωσαν τον πλούτον της διδασκαλίας του και όλοι θαυμάζουν πως εφωτίσθη από το Πανάγιον Πνεύμα αυτός που ζητούσε τον φωτισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Παναγίου Θεού «φώτισόν μου το σκότος» λέγοντας, όλοι θαυμάζουν πως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διετύπωσε αυτήν την υπέροχον Ορθόδοξον διδασκαλίαν.

Έτσι, αδελφοί μου, η Εκκλησία μας θα έχη πάντοτε τα αναστήματα εκείνα, τα οποία θα διακονήσουν τούς Ορθοδόξους, θα στηρίζουν τούς αδυνάτους και θα καταπολεμούν τας αιρέσεις μέχρι τερμάτων αιώνος σύμφωνα με την επαγγελίαν και την υπόσχεσιν του Κυρίου μας που είπε και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής».

Και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν άνδρες άγιοι, του Θεού άνθρωποι, οι οποίοι ακολουθούν την διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων και μάλιστα του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Αυτήν την διδασκαλίαν ηκολούθησε ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο στύλος της Ορθοδοξίας. Αυτήν την διδασκαλίαν ηκολούθησε αργότερα και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης· είχε συλλέξει τα συγγράμματά του και τα είχε υπομνηματίσει με πολλά σχόλια, αλλά δυστυχώς εχάθησαν εις το τυπογραφείον και αυτήν την διδασκαλίαν του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, που εορτάζομε, προσπαθούν να κρατούν σήμερα οι Ορθόδοξοι.

Μεγάλη μορφή και είναι κρίμα ότι δεν τον γνωρίζομε όσο πρέπει, δεν τον έχομε μελετήσει. Σήμερα εις την εορτήν, εις το Ευαγγέλιον, που ακούσαμε του θαύματος του παραλυτικού που έκανε καλά ο Κύριος εις την Καπερναούμ έχει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και μια επίκαιρο ομιλία της εορτής, και εις την ομιλία του λέγει ότι πράγματι όταν εδίδασκε ο Κύριός μας εκεί εις την Καπερναούμ ήτο πολύς κόσμος, παρά πολύς κόσμος που παρακολουθούσε την διδασκαλίαν Του. Ήσαν πολλοί ακροαταί, αλλά δεν ήσαν όλοι πρόθυμοι, δια να κάμουν, να εφαρμόσουν την διδασκαλίαν Του. Ήσαν μεν ακροαταί αλλά όχι και πρόθυμοι ποιηταί. Εμείς όμως πρέπει οσάκις μελετούμε τον λόγον του Θεού η ακούμε τον λόγον του Θεού, λέγει ο Άγιος, να είμεθα και πρόθυμοι και καλοί ακροαταί αλλά και πρόθυμοι ποιηταί.

Εν συνεχεία ερχόμενος εις το θαύμα που έγινε εις τον παραλυτικόν, που αφήρεσαν τμήμα της στέγης οι τέσσεροι σύντροφοί του και βοηθοί του, διότι ήταν πάρα πολύς κόσμος και πλησίασαν τον παραλυτικόν μπροστά εις τα πόδια του Κυρίου και έγινε το θαύμα εκείνο· αυτό χρησιμοποιεί ο Άγιος, δια να το μεταφέρη και εις την κάθε ψυχήν χριστιανού, που δεν προσέχει και έχει μολυνθή από τις αμαρτίες, έχει κουρασθή και έχει παραλύσει πνευματικά από τις αμαρτίες και θέλει να μας βοηθήση εις τον πνευματικόν αυτό τομέα. Έτσι λέγει, προσαρμόζει την πράξιν της θεραπείας της παραλύτου ψυχής. Καθένας που πρόσκειται στις ηδονές είναι παράλυτος εις την ψυχήν, μας λέγει ο Άγιος Γρηγόριος. Κείμενος επάνω στο κρεβάτι της ηδυπαθείας και της σαρκικής ανέσεως. Η ψυχή μας είνα παράλυτη, καθηλωμένη εις ένα σώμα που υπηρετεί τις ηδονές· χρειάζεται, είναι ανάγκη η παράλυτη ψυχή να επιστρέψη εις τον Χριστόν, δια να θεραπευθή. Πως μπορεί να το επιτύχη αυτό; Την βοηθούν τέσσερις παράγοντες· Τέσσερις βοηθούς είχε ο παράλυτος. Τέσσερα πνευματικά μέσα και όπλα. Μας συνιστά και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αν θέλωμε να ζωοποιήσωμε και να αναστήσωμε την παραλυμένη μας ψυχή, ο πρώτος τρόπος είναι η αυτοκατάκρισις, η αυτομεμψία. Μακάριος ο άνθρωπος εκείνος που φεύγει σαν από φωτιά την κατάκρισις, το κουτσομπολιό, την σκληροκαρδίαν και ο,τι είναι εις βάρος του αδελφού του και σκέπτεται την ιδικήν του οικτράν κατάστασιν και έχει την ευλογημένην αυτομεμψίαν. Μετά είναι η εξαγόρευσις των προημαρτημάτων, δηλαδή η εξομολόγησις. Πόσην παρηγορίαν, πόσην ανακούφισιν αισθανόμεθα, οσάκις καταφεύγωμε εις το φιλάνθρωπον αυτό μυστήριον της εξομολογήσεως. Είναι ο δεύτερος βοηθός μετά από την αυτομεμψίαν. Είναι ο δεύτερος βοηθός η ιερά εξομολόγησις εις το να αναστήσωμε την νεκρωθείσαν και παράλυτον ψυχήν μας. Επίσης η υπόσχεσις αποχής των κακών, η υπόσχεσις δηλαδή δια διόρθωσιν. Όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που εορτάζει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν είναι αρκετό το ότι θα πάμε να εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας και πάλι να ξανασυνεχίσουμε την ίδια αμαρτωλόν ζωήν, αλλά χρειάζεται απόφασις διορθώσεως «σπαθί παιδί μου, σπαθί» πρέπει να είναι η απόφασις, λέγει ο Άγιος, όταν φεύγης από το εξομολογητήριον. Και όπως έλεγε κάποιος και σύγχρονος μετανοήσας χριστιανός προτιμώ να πεθάνω παρά να αμαρτήσω. Μια τέτοια διάθεσις, ένα τέτοιο φρόνημα πρέπει να υπάρχη, αν θέλουμε να έλθη η υγεία και η θεραπεία και εις την παράλυτον ιδικήν μας ψυχήν και τέλος δέησιν προς τον Θεόν. Να ο τέταρτος βοηθός μας που θα μας βοηθήση εις τον πνευματικόν αυτόν αγώνα. Χωρίς την παράκλησιν, χωρίς την βοήθεια από τον Κύριόν μας, χωρίς την δέησιν τι μπορούμε να κάνωμε; Χωρίς εμού δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε, μας λέγει ο Κύριος. Να λοιπόν οι τέσσεροι βοηθοί μας εις την πνευματικήν αυτήν νεκρανάστασιν και εξέγερσιν εκ της πνευματικής παραλυσίας.

Με την κατάγνωσιν, όπως είπαμεν, η αυτομεμψία, η εξαγόρευσις των προημαρτημένων, δηλαδή η εξομολόγησις, η υπόσχεσις αποχής των κακών, δηλαδή η απόφασις για διόρθωσιν εις την ζωήν μας και τέλος η δέησις προς τον Θεόν η προσευχή. Απαιτείται όμως να αποστεγάσουμε την στέγην, την οροφήν. Οροφή είναι το μέρος της ψυχής που είναι φορτωμένον από υλικά που προέρχονται από τις σχέσεις μας προς τα γήινα και τα πάθη και χωρίζουν την ψυχήν από τον Χριστόν. Όπως εκεί έγινε η αποστέγασις και πλησίασαν τον παραλυτικόν εκεί όπου ευρίσκετο ο Κύριος, το μεταφέρει αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και εις τον κόσμον της ψυχής μας, εις το νοερόν της ψυχής μας και λέει είναι ανάγκη πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν. Να ξεκολλήσουμε επί τέλους από την αμαρτίαν, από τις ηδονές, από τα πάθη, από όλα εκείνα τα οποία μας κρατούν χάμω και δεν μας αφήνουν να πετάξουμε προς τον ακύμαντον λιμένα της Βασιλείας των Ουρανών. Το να πλησιάσουμε δηλαδή πραγματικά εις τον Χριστόν μας. Όταν καθαρισθή ο λογισμός, τότε μπορούμε να ταπεινωθούμε, να προσπέσουμε και να προσεγγίσουμε εις τον Χριστόν, όπως έκανε ο ευλογημένος ο παραλυτικός. Αμέσως τότε ο παράλυτος νους ακούει την γλυκυτάτην λέξιν, τέκνον και λαμβάνει την άφεσιν των αμαρτιών του. Επίσης λαμβάνει και δύναμην, δια να σηκώση το κρεβάτι. Δηλαδή ο παραλυτικός άγει και διευθύνει το σώμα εις τα έργα της μετανοίας και δεν διευθύνεται από αυτό, όπως προηγουμένως. Έτσι ο άνθρωπος ανασταίνεται και ζη εις την εν Χριστώ ζωήν.
Να αδελφοί μου, ο τρόπος με τον οποίον εδίδασκε τα πλήθη των χριστιανών ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ήξερε καλά τον νόμον του Θεού, την Αγίαν Γραφήν, ήξερε την διδασκαλίαν των προ αυτού Αγίων Πατέρων και ήθελε αυτήν την αθάνατον διδασκαλίαν και τόσον σημαντικήν και σπουδαίαν δια την σωτηρίαν μας να την μεταδώση και εις τούς χριστιανούς και με αυτόν τον τρόπον ηγωνίσθη και με την διδασκαλίαν του και με το παράδειγμά του και με τα θαύματα, τα οποία του εχάρισε ο Κύριος και έγινε πράγματι νεώτερος αστέρας της Ορθοδοξίας μας, στύλος της Εκκλησίας μας, των μοναστών η καλλονή, ο κήρυξ της Θείας Χάριτος.

Ας τον παρακαλέσωμε εις την σημερινήν εορτήν του να πρεσβεύη και δι᾽ εμάς, ώστε ν ἀγαπήσουμε ακόμη περισσότερο τον Κύριόν μας και τον πλησίον και να θελήσουμε και μεις να προσπαθήσουμε ιδιαιτέρως κατά τις ημέρες αυτές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να αναστήσωμε και την παράλυτον ψυχήν μας και να θελήση να αγωνισθή τον ωραίον πνευματικόν αγώνα της μετανοίας.
 * Απομαγνητοφωνημένη ομιλία εις τον Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου Διονύσου κατά την Β´ Κυριακήν των Νηστειών.

Ορθόδοξος Τύπος


πηγή: http://www.pentapostagma.gr/2016/03/%ce%bf-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b3%cf%81%ce%b7%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%bc%ce%ac%cf%82-%ce%bf-%cf%83%cf%84%cf%8d%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7.html#ixzz441BqlGnc



Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Μοναχισμός και Αγιότητα στο Βυζάντιο. Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης, ιδρυτής Λαύρας Αγίου Όρους


OLYMPUS DIGITAL CAMERA
«ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ»
ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΙΔΡΥΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΑΠ. ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ
1. ΑΠΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ
Στο πρώτο κεφάλαιο θα ερευνηθεί η γέννηση ή πιο συγκεκριμένα η προέλευση του Μοναχισμού, οι τύποι του, ο ιδρυτής του αλλά και η ραγδαία εξάπλωση του στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για καμία άλλη άποψη της Βυζαντινής ζωής δεν υπάρχουν τόσο άφθονα στοιχεία όσο για τον μοναχισμό. Υπάρχουν εκατοντάδες βιογραφίες μοναχών οσίων, αναρίθμητους διαλογισμούς, επιστολές, κηρύγματα, προτροπές και απολογίες που αφορούν την μοναχική ιδιότητα. Ένα πράγμα πρέπει να ειπωθεί από την αρχή. O μοναχισμός ήταν ένα κίνημα λαϊκών και όχι κληρικών. ‘Ίσως εξελίχθηκε από ορισμένες χριστιανικές ομάδες που ζούσαν μια ιδιαίτερη και αφοσιωμένη ζωή χωρίς ωστόσο να αποσύρονται από τον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν γνωστοί ως Σπουδαίοι ή Φιλόπονοιενώ στις συριακές επαρχίες ονομάζονταν «οι Γιοί της Επαγγελίας» και είχαν κάποια μορφή οργάνωσης. Στην οργάνωση αυτή ήταν συνήθως ένας λαϊκός που εγκατέλειπε την πόλη και ασκήτευε αρχικά σε μικρούς τάφους και στην συνέχεια στην έρημο. Κλασικό παράδειγμα ήταν ο Άγιος Αντώνιος που θα μιλήσουμε παρακάτω εκτενώς. Η έξοδος των ανθρώπων από τις πόλεις τους (οι αναχωρητές όπως ονομάστηκαν όπου είναι και η πρώτη ομάδα μοναχών) παρατηρήθηκε τον 1ο αιώνα στην Αίγυπτο.[1] Πρόκειται για περιπτώσεις εξαθλιωμένων ανθρώπων που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τους φόρους τους στην αυτοκρατορία. Ωστόσο με την ταχύτατη εξάπλωση του μοναχισμού δεν αφήνει περιθώρια να ισχύει κάτι τέτοιο για τους επόμενους αιώνες και έτσι βλέπουμε η αναχώρηση των ανθρώπων να γίνεται ως μέσο απόδρασης από τα βάρη της καθημερινής ζωής. Όντως ο μοναχισμός γνώρισε άμεση επιτυχία και θα συνεχίσει να έχει τεράστια επιτυχία ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα. Αν όπως γενικά πιστεύεται ότι ο μοναχισμός ξεκίνησε από την Αίγυπτο πρέπει να έφτασε στην Συρία στην Παλαιστίνη και στην Μεσοποταμία πολύ γρήγορα. Βλέπουμε η εδραίωση του μοναχισμού στην Βόρεια Μικρά Ασία να γίνεται πριν από το 340 ενώ γύρω στο 350 υπήρχαν λιγοστοί μοναχοί και στην δυτική Ευρώπη.[2]
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για την προέλευση του μοναχισμού, είτε από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς της εποχής εκείνης, είτε από σύγχρονους ερευνητές του Χριστιανισμού ή ειδικότερα του μοναχισμού. Η πρώτη θεωρία ανάγει τη γένεση του μοναχισμού στο γεγονός της γενίκευσης των διωγμών των χριστιανών από τα μέσα του τρίτου αιώνα. Τότε πολλοί Χριστιανοί για να αποφύγουν τον κρατικό έλεγχο και κατά συνέπεια το διωγμό τους, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από τις κατοικημένες περιοχές και να καταφύγουν σε ερημικές. Αν και η θεωρία αυτή είναι ελκυστική δεν αρκεί από μόνη της να εξηγήσει την οργάνωση του μοναχισμού που ακολούθησε μετά τους διωγμούς. Ίσως θα δικαιολογούνταν αν συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, μετά την παύση των διωγμών, αν αυτή ήταν η μοναδική αιτία, θα έπρεπε όλοι εκείνοι που απομακρύνθηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, όπως και συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις. Η δεύτερη θεωρία εξηγεί το φαινόμενο του μοναχισμού με βάση την εκκοσμίκευση της χριστιανικής ζωής που συνέβηκε μετά το τέλος των διωγμών και την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως ελεύθερης θρησκείας. Λόγω της εισχώρησης πολλών εθνικών στη Χριστιανική Εκκλησία, σταδιακά άρχισε να εκκοσμικεύεται η χριστιανική ζωή. Αντιδρώντας στην κατάσταση αυτή αρκετοί πιστοί έφυγαν στην έρημο. Η τρίτη θεωρία συνδέει τη γένεση του μοναστικού φαινομένου με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση και την κοινωνική κρίση της εποχής. Η διεύρυνση της φτώχειας, η επαχθής αύξηση των φόρων, η νομισματική κρίση, η μεγάλη διαφθορά του διοικητικού μηχανισμού και η κοινωνική ακαταστασία που εμφανίστηκαν κατά την εποχή του Διοκλητιανού, ήταν εκείνοι οι παράγοντες που ευνόησαν τη φυγή στην έρημο. Η τέταρτη θεωρία αποδίδει τη γένεση του μοναχισμού στην αντίδραση προς την έντονη θεσμοποίηση της Εκκλησίας. Αυτό όμως συνεπαγόταν τον περιορισμό των κάθε είδους χαρισματικών τάσεων. Έτσι αρκετοί πιστοί αναζήτησαν ένα χώρο έκφρασης μιας πιο χαρισματικής ζωής μακριά από κάθε κοσμική μέριμνα.
__A55A~1
Σε ένα πρώτο στάδιο της εξέλιξής του στην Αίγυπτο, ο Μοναχισμός πήρε δύο μορφές που επρόκειτο να γίνουν κλασικές και να επικρατήσουν σε όλη την Βυζαντινή περίοδο αλλά και μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τον μοναχικό (αναχωρητικό) μοναχισμό και τον κοινοβιακό μοναχισμό. Την μοναχική μορφή του μοναχισμού ίδρυσε ο Άγιος Αντώνιος όπου παρακάτω θα ειπωθούν περισσότερα πράγματα ενώ την κοινοβιακή ο Άγιος Παχώμιος που ήταν σύγχρονος του Αγίου Αντωνίου. Σύμφωνα με την κοινοβιακή μορφή του Μοναχισμού, οι μοναχοί ζούσαν ομαδικά στα μοναστήρια ή σε διάφορους οίκους ανάλογα με την απασχόληση ή την τέχνη που είχαν μάθει ενώ μεγάλο χρόνο από την  καθημερινή τους ζωή τον περνούσαν κάνοντας χειρωνακτικές εργασίες. Στο κοινόβιο ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην υπακοή. Οι μοναχοί υπάκουαν στις εντολές του αρχηγού του μοναστηριού ενώ οι αρχηγοί των μοναστηριών υπάκουαν στον Ηγουμενεύοντα που είχε στην δικαιοδοσία του όλα τα μοναστήρια. Ως παράδειγμα είναι ότι ο Άγιος Παχώμιος λίγο πριν πεθάνει ήταν Ηγούμενος σε δώδεκα αντρικά και τρία γυναικεία μοναστήρια που αριθμούσαν πολλούς τροφίμους.[3] Κάτι τέτοιο ισχύει και σήμερα με διαφορετικές ονομασίες. Κάθε μοναστήρι έχει τον Ηγούμενό του, ο οποίος έχει μικρή ομάδα μοναχών στην δικαιοδοσία του, ενώ παράλληλα υπακούει στον ανώτερό του Επίσκοπο ή Μητροπολίτη αναλόγως την μητροπολιτική περιφέρεια που βρίσκεται το μοναστήρι.
Εξετάζοντας λοιπόν τον Βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που θεωρείται πατέρας του Μοναχισμού, θα δούμε ότι άρχισε την πνευματική του άσκηση γύρω στο 270 ακολουθώντας τα διδάγματα των λαϊκών, των επονομαζόμενων Σπουδαίων, μαθαίνοντας από αυτούς τα πλεονεκτήματα της σπουδής και της ασκήσεως. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κανονικά μοναστήρια στην Αίγυπτο όπως τα γνωρίζουμε σήμερα αλλά ούτε ζούσαν ερημίτες στην έρημο αλλά «ἕκαστος δὲ τῶν βουλομένων ἑαυτῷ προσέχειν οὐ μακρὰν τῆς ἰδίας κώμης καταμόνας ἠσκεῖτο».[4] Το αποφασιστικό βήμα που έκανε ο Άγιος Αντώνιος, όπως έκαναν στην εποχή του και πολλοί άλλοι, ήταν να αποσυρθεί σε ένα κενό τάφο και μετά στην έρημο. Όμως για τον Αντώνιο η φυγή ως εξαθλιωμένου ανθρώπου από το χωριό δεν ισχύει διότι ήταν εύπορος αγρότης ενώ μοίραζε τα υπάρχοντά του εθελοντικά σε ανθρώπους από διάφορες κοινωνικές κάστες. Ο Άγιος Αντώνιος στηρίζει όπως είδαμε και παραπάνω την μοναχική μορφή του Μοναχισμού. Η άσκησή του και το σκεπτικό του συνίστατο στην απομόνωση, στην προσευχή και την νηστεία. Μολονότι συχνά αγρυπνούσε και δεν πλενόταν ποτέ, ούτε άλειφε το σώμα του με λάδι, δεν προχωρούσε σε αλλόκοτες τιμωρίες του σώματος του όπως θα παρατηρηθεί σε μεταγενέστερες περιόδους. Οι εχθροί αυτού του τύπου της Μοναχικής ζωής ήταν συνήθως οι δαίμονες, οι επιθυμίες και τα οράματα με τρομαχτικά ζώα.[5] Έτσι όπως γενικά πιστεύεται, σύμφωνα με το τελευταίο, οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν την έρημο τους ως γη γεμάτη με τρομαχτικά ζώα. Ο Άγιος Αντώνιος είχε αναπτύξει μέσα από την ασκητική του ζωή πολλά χαρίσματα. Δύο από αυτά είναι το χάρισμα της διδασκαλίας και το χάρισμα να θεραπεύει αρρώστους. Έτσι οδήγησε πολλούς λαϊκούς Χριστιανούς στην απομόνωσή τους στην γη της ερήμου[6].
Όσο η μοναχική όσο και η κοινοβιακή μορφή του Μοναχισμού αποτελούσαν απειλή για την κατεστημένη εκκλησία. Πρέπει συνεπώς να ξαναειπωθεί ότι ο Μοναχός είναι ένας λαϊκός Χριστιανός που ακολουθούσε κατά γράμμα την προτροπή του Χριστού «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναιὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖςκαὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷκαὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».[7] Επιζητούσε λοιπόν να γίνει τέλειος χριστιανός και να επιστρέψει στην απλότητα των αποστολικών χρόνων. Αυτό όμως ήθελε να το πετύχει κάθε μοναχός χωρίς την επιρροή της Εκκλησίας και όσο το δυνατόν έξω από αυτήν. Στο έργο της Εκκλησίας επομένως δεν φαίνονταν οι μοναχοί γιατί αυτοί θεωρούσαν, ότι για να φτάσουν στην Αγιοσύνη, έπρεπε να απέχουν από το κέντρο της πόλης που μέρος της είναι η Εκκλησία.
Όπως προαναφέρθηκε και παραπάνω ο μοναχισμός εξαπλώθηκε σύντομα στην Συρία, στην Παλαιστίνη, στην Μεσοποταμία αλλά και στην δυτική Ευρώπη. Στην Κωνσταντινούπολη ο μοναχισμός έφτασε από την Συρία όπως μας αναφέρουν πολλές πηγές. Φαίνεται να εισήχθη από τον Σύρο Ισαάκ, ο οποίος έγινε γνωστός μετά την προφητεία που έκανε, περί ήττας από τους Γότθους το 378, στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη.[8] Το μοναστήρι που ίδρυσε ο Ισαάκ έμεινε γνωστό με το όνομα του διαδόχου του Δαλμάτου που καταγόταν επίσης από την Ανατολή και ήταν αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς. Το δεύτερο κατά σειρά αρχαιότερο μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Σύρο Δίο ενώ το τρίτο μοναστήρι κατά σειρά ήταν των ρουφινιανών, που ιδρυτής του ήταν ο έπαρχος των πραιτωρίων Ρουφίνος το 392 έως το 395, εγκαθιστώντας εκεί κυρίως αιγυπτίους μοναχούς αλλά και μοναχούς από την Συρία.[9] Η έλξη της Κωνσταντινούπολης που υπήρχε από τους ανατολίτες κυρίως μοναχούς φαίνεται από ένα εξαιρετικά περίεργο κείμενο, τον βίο του Δανιήλ του Στυλίτη. Ο Δανιήλ ήταν μοναχός στην Αγία γη της Ιερουσαλήμ όπως γνωρίζουμε. Πραγματοποιώντας ένα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα όπου διύθυνε, εγκατέλειψε την περιοχή του και ίδρυσε μοναστήρι στην δεύτερη κατ’ αυτόν Ιερουσαλήμ, στις όχθες του Βοσπόρου από την ευρωπαϊκή του πλευρά, σε ένα χωριό που λεγόταν Ανάπλους. Με το πέρασμα των χρόνων ο Δανιήλ δέχθηκε πολλούς μεγάλους μοναχούς στην Μονή του ως φιλοξενούμενους αλλά και ως μόνιμους συνασκητές. Για να κεντρίσει την προσοχή των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης αλλά και των ανθρώπων που ήταν σε αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής έχτισε μία κολόνα είκοσι μέτρων στο κέντρο της μονής όπου και ασκήτεψε την υπόλοιπη ζωή του. [10]
Μέσα από τον βίο του Αγίου Δανιήλ γεννιέται και μία υποκατηγορία του μοναχικού μοναχισμού. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη κατηγορία ασκητών που είναι οι στυλίτες άγιοι, που αντιπροσωπεύουν έναν ακραίο φανατικό ασκητισμό. Ονομάζονται στυλίτες λόγω του τρόπου της άσκησης που ακολουθούν. Μένουν όλη τους τη ζωή πάνω σ’ ένα στύλο, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ένα στενό κουβούκλιο. Παραμένουν όρθιοι, σε στάση σταυρική και προσεύχονται αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα. Υποδηλώνουν έτσι την πλήρη διάστασή τους από τα εγκόσμια. Οι άγιοι αυτοί ανήκουν στη συροπαλαιστινιακή παράδοση της αγιογραφίας. Περίφημοι στυλίτες είναι ο Δανιήλ που προαναφέρθηκε, ο Συμεών, ο Συμεών Νέος και ο Αλύπιος.
2. ΜΟΝΑΧΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Ακολούθως τα πρώτα μοναστήρια είχαν ιδρυθεί όχι στο κέντρο της πόλης αλλά έξω από τα κωνσταντίνεια τείχη και το ίδιο συνέβαινε γενικά παντού. Πολλοί νόμοι κατά των μοναχών είχαν βγει στην Βυζαντινή επικράτεια. Ένας από αυτούς, τους είχε θεσπίσει ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’, ο οποίος διέτασσε τους μοναχούς να μένουν σε έρημα και απομονωμένα μέρη.[11] Αυτός όμως ο νόμος επειδή είχε ανεπιθύμητα αποτελέσματα καταργήθηκε μετά από δύο χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως οι μοναχοί δεν είχαν κάποια θέση μέσα στους πειρασμούς μιας πόλης. Για παράδειγμα στην Αντιόχεια τους περιέπαιζαν, τους κορόιδευαν και τους έσερναν στους δρόμους. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά τα έκαναν Χριστιανοί.[12] Στην ύπαιθρο αντιθέτως, ο μοναχός αν ήταν σπουδαίος και μεγάλος ασκητής τότε εκπλήρωνε τον κοινωνικό προορισμό του, ο οποίος ήταν σε γενικές γραμμές να θεραπεύει αρρώστιες σε ανθρώπους και ζώα, να διώχνει δαιμόνια και να απολυμαίνει την ειδωλολατρία από πολλές τοποθεσίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας.[13] Επομένως ο μοναχός είχε ένα σπουδαίο έργο και ρόλο στην ύπαιθρο. Εδώ μπορεί να τεθεί το ερώτημα αν θα μπορούσαν οι μοναχοί να παίξουν τον ίδιο ρόλο και στις πόλεις. Επομένως, τον 6ο αιώνα είχε γίνει γενικά αποδεκτό από την κοινωνία, ότι όταν ένας μοναχός είναι άτρωτος από τους πειρασμούς και σκληραγωγημένος στην ζωή, μπορούσε να συμμετέχει σε κάποια αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής ή σε κάποια υπηρεσία της πόλης αν όμως έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα. Έτσι δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη κατηγορία αγίων, οι «Ιεροί Σαλοί».[14] Η ιδέα να προσποιείται κανείς τον τρελό πρωτοεμφανίστηκε τον 4ο αιώνα σε κοινόβια μοναστήρια εξασκώντας έτσι οι μοναχοί την ταπείνωση στην γη για να λάβουν μεγαλύτερο μισθό στον ουρανό. Κατά την εξέλιξη αυτής της κατηγορίας στα μέσα περίπου του 6ου αιώνα παρατηρούμε διαφορετικά κίνητρα από τον διασημότερο σαλό, τον Άγιο Συμεών της Έμεσας.[15] Ο στόχος του ήταν να βάλει στον σωστό δρόμο τα περιφρονημένα στοιχεία της κοινωνίας όπως ήταν οι πόρνες και οι ηθοποιοί αλλά και να εκχριστιανίσει τους εβραίους και τους αιρετικούς. Για να πραγματοποιήσει αυτόν το σκοπό του, ο Άγιος Συμεών έκανε τον άκακο παλαβό. Για παράδειγμα έκανε ταπεινωτικές δουλειές σε ταβέρνες, συναναστρεφόταν με ύποπτης ηθικής γυναίκες, δεν φερόταν όπως έπρεπε στην εκκλησία ενώ κρυφά ασκούνταν με τον σκληρότερο τρόπο. Εξάλλου όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος «εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθωἵνα γένηται σοφός».[16]Για προφανείς λόγους ο Συμεών δεν βρήκε μιμητές ενώ η παράδοση του «δια χριστόν σαλού» δεν πέθανε ποτέ από το Βυζάντιο αλλά μεταφέρθηκε και σε άλλες χώρες όπως και στην Ρωσία.
Ο 5ος αλλά και ο 6ος αιώνας ήταν το απόγειο των Χριστιανικών κινημάτων. Βλέπουμε τους «φιλόσοφους» μοναχούς να έχουν την στήριξη του αυτοκράτορα, των αριστοκρατών και των επισκόπων. Ιστορίες για θαύματα και προφητείες αλλά και για τα σοφά λόγια των φιλοσόφων μοναχών διαβάζονταν πάρα πολύ εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν εκεί που προηγουμένως οι μοναχοί ήταν εθελοντικά απόβλητα της κοινωνίας, γίνονται τώρα λαϊκοί ήρωες και μέλη του κατεστημένου. Αυτό όμως το πλήρωσαν με την υποταγή τους στην Εκκλησία και την εξάρτηση τους από αυτήν. Πολλές διατάξεις από τώρα και στο εξής είχαν βγει περί των μοναχών. Ο Ιουστινιανός είχε απαγορεύσει την ίδρυση νέων μοναστηριών χωρίς την άδεια του επισκόπου, ο οποίος θα διόριζε και τον ηγούμενο ενώ παράλληλα σεβόταν την ιερότητα της μοναχικής ζωής.[17] Καθόρισε επιπλέον ότι οι δόκιμοι μοναχοί θα παρέμεναν να δοκιμαστούν επί τρία χρόνια και μετά θα γινόντουσαν κανονικοί μοναχοί. Επιπλέον καθόρισε, όλοι οι μοναχοί εκτός από τους αναχωρητές, να κοιμούνται στο ίδιο κτήριο για να επιβλέπει ο ένας τον άλλον. Παρ’ όλες αυτές τις διατάξεις οι μοναχοί φυσικά δεν τηρούσαν κατά γράμμα αυτούς τους κανονισμούς.[18]
Παραδόξως ο μοναχικός κόσμος υπέστη το σοβαρότερο πλήγμα όχι στην επικράτεια της αυτοκρατορίας αλλά μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όταν οι Ίσαυροι έκαναν την εικονομαχία επίσημο δόγμα του κράτους. Σε αυτή την περίπτωση οι ιερείς δεν αντέδρασαν πολύ αλλά οι μοναχοί ήταν αυτοί που οργάνωναν κινήματα αντίστασης. Όπως υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί, αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν κάποιο ιδιαίτερο «καλογερικό» συμφέρον να υπερασπίσουν την αλαζονεία αλλά ούτε η λατρεία των εικόνων τους απέφερε κάποιο υλικό κέρδος. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όταν ξέσπασαν οι σοβαροί διωγμοί των εικονόφιλων στην δεκαετία του 760, τα κύρια θύματα ήταν οι μοναχοί.[19] Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος ο Ε’ αισθανόταν ιδιαίτερη αποστροφή προς τους μοναχούς και τους ονόμαζε «αμνημόνευτους». Τους ανάγκαζε να παντρευτούν, τους υπέβαλλε σε δημόσια γελοιοποίηση και τους διέλυσε μερικά από τα διασημότερα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης. Η μεγάλη μέρα για τους μοναχούς ήταν όταν πέθανε ο Λέων ο Δ’ ο Ίσαυρος κι ακόμη μεγαλύτερη ημέρα ήταν όταν καταδικάστηκε η εικονομαχία από την 7η οικουμενική σύνοδο το 787 στην οποία εκπροσωπήθηκαν πολλοί μοναχοί. Στα συμβούλια έλαβαν μέρος πάρα πολλοί μοναχοί, περίπου από 132 μοναστήρια, από την Κωνσταντινούπολη κυρίως αλλά και την Βιθυνία. Για τριάντα χρόνια υπήρχε μεγάλη ανάπτυξη στην οικοδόμηση ανέργεση των μοναστηριών αλλά και την πνευματική ανέλιξη των μοναχών μέχρις ότου εμφανίστηκε και πάλι διαταραχή στο εικονομαχικό ζήτημα το 815 έως και το 843.[20] Και πάλι οι μοναχοί πρωτοστάτησαν στο κίνημα της αντίστασης οργανωμένοι πολύ καλά αυτή την φορά, χάρη στην δραστηριότητα του Θεοδώρου του Στουδίτη. Ο μοναχισμός αναδύθηκε από τις εικονομαχικές έριδες πολύ ενισχυμένος. Είχε προσθέσει μια καινούρια σειρά μαρτύρων και ομολογητών στα ημερολόγια της ανατολικής Εκκλησίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος, μετά τον θρίαμβο της ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας, ήταν μοναχός αλλά και ο μετέπειτα πατριάρχης Ιγνάτιος.[21] Έτσι τα μοναστήρια είχαν μεγάλη άνθηση κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα.
Περίπου το 500 η χριστιανική εκκλησία είχε καταφέρει να στρέψει τους περισσότερους ταλαντούχους επιστήμονες της εποχής, σε δραστηριότητες ιεραποστολικές, οργανωτικές, δογματικές, ή καθαρά θεωρητικές. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη μη περαιτέρω ανάπτυξη των επιστημών στο ανατολικό ήμισυ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία θεωρούσε δε, ότι ο ρόλος της Ελληνικής Φιλοσοφίας περιοριζόταν στην προετοιμασία των Ελλήνων για να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Κατά τους 6 πρώτους αιώνες της δημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο αντικειμενικός στόχος της μάθησης ήταν να εκλαϊκεύσει και να διαδώσει τις επιστημονικές θεωρίες και τα συμπεράσματα, αλλά όχι το τεχνικό περιεχόμενο και τις μεθόδους της ελληνικής επιστήμης. Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης ήταν να γράφονται συχνά πραγματείες με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες αναφορές. Κατά τον 6ο αιώνα παρ’ όλο που το Βυζάντιο δεν γνωρίζει τα σκοτάδια που γνωρίζουν άλλοι λαοί, δεν υπάρχει δείγμα ανώτερης παιδείας, αλλά οι ιδιωτικοί δάσκαλοι διατηρούν την παράδοση. Κατά τον 8ο αιώνα αρχίζουν να διδάσκουν αριστοτελική φιλοσοφία, επειδή η Λογική του Αριστοτέλη ήταν χρήσιμη στους αγώνες που έκαναν οι εικονολάτρες. Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί μοναχοί οι οποίοι μετά χαράς ήτα πρόθυμοι να βοηθήσουν στο έργο του διδασκάλου και στο έργο του καθηγητή.
Σε αυτό το σημείο μεταφερόμαστε στην περίοδο της επιτροπείας του Βάρδα έως και την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, μπαίνοντας έτσι σιγά σιγά στην μοναχική ζωή του Αγίου Όρους. Εξετάζοντας λοιπόν τον βίο του Αγίου Νικηφόρου, ο οποίος υπήρξε μοναχός στο όρος Λάτμος αλλά και επίσκοπος Μιλήτου, θα δούμε ότι είχε άριστη μόρφωση.[22] Γνώριζε καλά τον λόγο εκφράζοντας την προσωπική του αντίληψη περί των πραγμάτων ή δίδασκε αυτά που μάθαινε από πρώτο χέρι. Οι γονείς του, τον προόριζαν για να υπηρετήσει την Εκκλησία και ήδη από μικρή ηλικία το είχαν κάνει ευνούχο. Άλλο ένα στοιχείο των μοναχών που ανακαλύπτεται μέσα από τον βίο του Αγίου Νικηφόρου. Δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποιος μοναχός αλλά βοηθούσε πολύ στο μοναχικό βίο ως προς την έλλειψη επιθυμιών. [23] Οι γονείς του όμως φιλοδοξούσαν ότι ο Νικηφόρος έπρεπε να πάρει μια γερή μόρφωση για να έχει μία άριστη σταδιοδρομία. Έτσι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κωνσταντινούπολη. Μία ακόμα απόδειξη οτι η Κωνσταντινούπολη ήταν τότε κέντρο μόρφωσης πολλών ανθρώπων.  Σε ένα χωρίο του βίου του, οι προστάτες του δεν ήθελαν να μολυνθεί η φυσική αγνότητα της ψυχής του με τις κοσμικές γνώσεις, γιατί δεν ήταν εύκολο όταν μια φορά τις δεχτεί κανείς να σβήσει τα ίχνη των ψεύτικων αυτών ιστοριών και έτσι ο Νικηφόρος περιορίστηκε στην σπουδή της Αγίας Γραφής. Η μόρφωση άνοιγε στους μοναχούς την πόρτα στις υπηρεσίες και τα αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής και του παλατιού.
Ο μικρός Αβραάμιος, (έτσι ονομαζόταν ο Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης πριν την μοναχική του κουρά) που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα πήρε μία στοιχειώδη μόρφωση εκεί και στην συνέχεια μεταφέρθηκε και αυτός στην Κωνσταντινούπολη στην ίδια περίπου περίοδο με τον Νικηφόρο.[24] Ένα μέρος του βίου του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου αναφέρει χαρακτηριστικά : «Τοῦτον τοιγαροῦν ἤνεγκε μὲν ἡ μεγαλόπολις Τραπεζοῦς, ηὔξησε δὲ λογικῶς ἡ Βυζαντίς, κυμινᾶς δε καὶ Ἄθως ἐκαρποφόρησαν τῷ Θεῷ». Επιπροσθέτως άλλο σημείο του Βίου του μας αναφέρει ότι : «Τοῦτον τοιγαροῦν τὸν σοφὸν τὰ πάντα καὶ πολὺν Ἀθανάσιον, τὸν ἐκ γενετῆς Ἀβραάμιον ὠνομασμένον – ἔδει γὰρ τὸν πολλῶν πατέρων πατέρα γενησόμενον καὶ τοῦ ὀνόματος ὥσπερ τοῦ πράγματος κοινωνῆσαι τῷ πατριάρχῃ ἤνεγκε μὲν Τραπεζοῦς πόλις, πατέρες δὲ αὐτῷ εὐπατρίδας μὲν καὶ ἄμφω, καὶ τὸ γένος οὐκ ἄσημοι». [25] Εκεί είχε ως δάσκαλο και καθοδηγητή του έναν Αθανάσιο που είχε το αξίωμα «προκαθήμενος των παιδευτηρίων» (είχε στην δικαιοδοσία του όχι μόνο το δικό του σχολείο αλλά και άλλα πολλά σχολικά συγκροτήματα).[26] Ο Αβραάμιος – Αθανάσιος πήγε να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Ρωμανού Λακαπηνού.[27] Ο Αβραάμιος έχοντας προοδεύσει στα φοιτητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, βλέπουμε ότι με ομόφωνη ψήφο μαθητών και διδασκάλων : «κοινῇ ψήφῳ τῶν κοινωνῶν αὐτῶν παιδευτῶν ὁμοῦ καὶ παιδευμάτων» όπως αναφέρει ο βίος του κρίθηκε άξιος της συνεδρίας : «τῆς τοῦ διδασκάλου συνεδρείας ἀξιωθῆναι». Δηλαδή έγινε δάσκαλος μετά τον δάσκαλο.[28] Αφού ο Αβραάμιος πέρασε το στάδιο του φοιτητή όπως είδαμε και του βοηθού καθηγητή έφτασε η ώρα να ανέβει στον καθηγητικό   θρόνο : «Κοινῇ ψήφῳ τῶν αὐτῶν αὖθις καὶ νεύσει βασιλικὴν ἐπὶ τὸν διδασκαλικὸν ἀνάγεται θρόνον».[29] Αυτό το χωρίο μας κάνει να πιστέψουμε ότι πρόκειται για πανεπιστημιακή έδρα όχι στην ίδια σχολή όμως που δίδασκε ο δάσκαλος του αλλά σε άλλο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο αν πάρουμε υπ’ όψιν το νεαρό της ηλικίας του Αβραάμιου.[30] Έτσι λοιπόν γίνεται γνωστό ότι η αυτοκρατορική αρχή επενέβαινε από τότε και πάντοτε για να εγκρίνει έναν διορισμό ενός κανονικού καθηγητή. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για τον Κωνσταντίνο τον Ζ’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος ενέκρινε τον διορισμό του Αβραάμιου-Αθανάσιου ως καθηγητή σε σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Φυσικά η εκλογή ενός καθηγητή γινόταν έπειτα από ψηφοφορία διδασκόντων και διδασκομένων.[31]
3. ΙΔΡΥΣΗ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ
Μέσα από όλη αυτήν την διαδρομή του μοναχισμού φτάνουμε λοιπόν στην ίδρυση του μοναχισμού στο Όρος του Άθω, το οποίο μετονομάστηκε σε Άγιον Όρος, αφού με το πέρασμα των αιώνων πλημμύρισε ο τόπος από αγίους, ομολογητές και μάρτυρες. Η πρόσβαση στην στενή επίμακρη χερσόνησο δεν ήταν εύκολη. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ακτή και από τον Μεσαίωνα Άθως. Δάση, χαράδρες και χείμαρροι εμποδίζουν την πορεία των ανθρώπων αλλά και τα βουνά που το ένα είναι πιο ψηλό από το άλλο. Άνεμοι, τρικυμίες και καταιγίδες σαρώνουν τις ακτές. Τα ναυάγια γύρω από τον Άθω δεν έλειψαν ποτέ. Έτσι η φυσική διαμόρφωση της χερσονήσου οδηγούσε στην εσωτερική αλλά και την εξωτερική απομόνωση το οποίο είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία για την μοναχική ζωή.[32] Μεγάλες διαφορές υπήρχαν από την έρημο του Άθω με τα υπόλοιπα μοναστικά κέντρα της βυζαντινής επικρατείας. Κατά την αρχαιότητα, γνωρίζουμε μέσα από ιστορικούς συγγραφείς του βυζαντίου, ότι στον όρος του Άθω υπήρχαν 5 ή 6 μικρά συγκροτήματα πόλεων όπου στις αρχές του 3ου αιώνα άρχιζαν να σβήνουν σιγά σιγά.[33] Εκτός από την δύσκολη γεωγραφική θέση της χερσονήσου σε αυτό συνέβαλαν και οι λεηλασίες βαρβαρικών φύλων που πραγματοποιούνταν έως και τον 5ο αιώνα. Ο 5ος αιώνας είναι ο αιώνας όπου παρατηρήθηκε η  εκπνοή κάθε ίχνους ζωής από τον Άθω.
Επομένως σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει πολύ πριν κατοικήσουν μοναχοί εκεί. Οι πρώτες μνείες μοναχών στον Άθω είναι λίγο πριν τον 9ο αιώνα. Όμως σύμφωνα με αστήρικτες πληροφορίες και μέσα από βίους Αγίων, ίσως ο Άθως να έγινε κέντρο του μοναχισμού από τον 4ο αιώνα και συγκεκριμένα από τον Μ. Κωνσταντίνο. Στην συνέχεια, ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης έκαψε τα μοναστήρια όπου τα ξαναέχτισε ο ευσεβής αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’. Αυτή η αντίληψη είναι σύμφωνα με την Αθωνική παράδοση που την βλέπουμε μέσα από βίους αγίων. Με την ελάχιστη κριτική και από ιστορική άποψη όμως ο Μ. Κωνσταντίνος δεν έχτισε μοναστήρια ούτε στην Κωνσταντινούπολη ούτε στον Άθω αλλά ούτε ίδρυσε μοναστικά κέντρα. Επομένως ο Ιουλιανός δεν κατέστρεψε τίποτα και ο Θεοδόσιος δεν ξαναέχτισε τίποτα.[34] Το επόμενο ερώτημα που γεννιέται και είναι ενδιαφέρον είναι ότι αν ο Άθως υπήρξε καταφύγιο μοναχών από την Παλαιστίνη. Πολλοί υποστήριξαν, ότι οι μοναχοί της Παλαιστίνης έπειτα από σφαγή που διέπρατταν οι Άραβες, κατέφυγαν στο όρος του Άθω.[35] Δεν έχουμε καμία τέτοια πηγή ή έγγραφο που να αναφέρει κάτι τέτοιο. Μπορεί μεμονωμένα να ήρθαν κάποιοι παλαιστίνιοι μοναχοί στο Όρος. Μόνο μερικά αγιολογικά κείμενα αναφέρουν κάτι τέτοιο όπου μοναχοί του Σινά και της Ραϊθούς για να αποφύγουν τις σφαγές των Αράβων, κατέφυγαν στην Κύπρο και στην Κωνσταντινούπολη. Επομένως οι βίοι των Αγίων μας πληροφορούν ότι οι μοναχοί στο Όρος προήλθαν από τις γειτονικές περιοχές. Είναι αλήθεια ότι οι μοναχοί στο Βυζάντιο ταξίδευαν πάρα πολύ, ακόμα περισσότερο από ότι νομίζουμε εμείς, έχοντας έτσι πρότυπο την ζωή των αποστόλων. Περίμεναν πρώτα να λάβουν το μοναχικό σχήμα και έπειτα ξεκινούσαν μακρινά ταξίδια σε διάφορα μοναστικά κέντρα σε όλη την γη.[36]
Έτσι από τις μικρές αναχωρητικές ομάδες οδηγούμαστε στην ίδρυση μεγάλων μοναστηριών στο  Άγιον Όρος. Πρώτο μοναστήρι που εμφανίζεται είναι η Μονή του Άθωνος.[37] Τέσσερις μόνο μοναχοί είχαν δώσει τα ονόματά τους, σε μια συμφωνία ανάμεσα στους κατοίκους της κοντινής περιοχής της Ιερισσού και στους Αθωνίτες το 942. Το ίδιο μοναστήρι αναφέρεται το 1062 σε πρόσταγμα ως μονή του Αγίου Όρους. Έτσι λοιπόν έχουμε το 942 τον ηγούμενο του μοναστηριού του Άθωνος και έναν μοναχό του ίδιου μοναστηριού και ακόμα δύο μοναχούς ως αντιπρόσωπους των Αθωνιτών στην Θεσσαλονίκη. Το 957 με 958 ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, εκδίδει χρυσόβουλλο για την μονή του Άθω, το οποίο απαλλάσσει την μονή από φόρους. Ακολούθως το 1035 ο Μιχαήλ ο Δ’ Παφλαγόνας παραχωρεί στη μονή του Άθω, ήτοι την μονή των Ιβήρων, όπως αναφέρεται από τον αυτοκράτορα, τις κτήσεις που τις είχαν κατασχεθεί από παλαιότερες διαταγές του αυτοκράτορα. Έτσι λοιπόν βλέπουμε να αναδύεται και ένα δεύτερο μοναστήρι η μονή των Ιβήρων.[38] Το 1045 ο Κωνσταντίνος ο Θ’ ο Μονομάχος απευθύνει στον μοναχό Κοσμά πρόσταγμα που αφορά τους μοναχούς της μονής του Αγίου Όρους. Το 1062 ένα πρόσταγμα, που ο Κωνσταντίνος ο Ι’ Δούκας απευθύνει στον δούκα της Θεσσαλονίκης, αναφέρει τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Σε ποιά τοποθεσία βρισκόταν η θέση του πρώτου μοναστηριού του Άθω παραμένει άγνωστο μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στην θέση όπου υψώθηκε αργότερα η μονή των Ιβήρων. Αργότερα ιδρύθηκαν και άλλες μονές όπως η μονή του Κλήμεντος, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει και η μονή της Ξηροποτάμου και του Αγίου Παύλου. Τα δύο τελευταία μοναστήρια ίσως ήταν αδελφοποιημένα διότι τα ίδρυσε και τα δύο ένα μοναχός Παύλος.[39] Όταν ανοιχθούν όλα τα έγγραφα του Αγίου Όρους, τα οποία είναι αμύθητος θησαυρός, τότε θα βγουν ασφαλή συμπεράσματα για την ίδρυση των μοναστηριών.
Ερχόμαστε τώρα στην άφιξη του Αθανασίου (του Αβραάμιου που γνωρίσαμε πιο πριν) στο όρος Άθω και στην ίδρυση της Λαύρας από τον ίδιο. Έτσι λοιπόν με την άφιξη του Αθανασίου, μελλοντικού ιδρυτού του μεγαλυτέρου μοναστηριού του Άθω, φτάνουμε στο σημείο της ιστορίας που διαθέτουμε αρκετές πηγές. Έχουμε τα τρία κείμενα που έγραψε ο ίδιος ο Άγιος Αθανάσιος, την υποτύπωση, το τυπικό και την διατύπωση αλλά και τους δύο βίους του. Μέσα από την πηγή του Βίου του Αγίου Αθανασίου : «Ὡς δ’ οὖν ἐπέβη τοῦ Ὄρους, περινοστεῖ μεν αὐτό, περισκοπεῖ δε καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ οὐ πολλοὺς ὄντας τότε τοὺς ἀσκουμένους, καὶ τούτων τὴν τραχυτάτην ἀγωγὴν ἀνιχνεύσας καὶ τὸν ἐρημικὸν καὶ ἀπράγμονα βίον, ἐθαύμαζέ τε καὶ ἥδετο τούτοις καὶ ὡς ἀληθῶς ὄρεσιν ἐγγίζειν αἰωνίοις ἐπείθετο, θεῷ τε πολλὴν ὡμολογεῖ τὴν χάριν, ὃς ὡδήγησεν, ὃς ἤγαγεν εἰς ὄρος ἅγιον, αὐτὸν καὶ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ»[40] βλέπουμε ότι την στιγμή που γράφτηκαν, ο Άθως έσφυζε από μοναχούς ενώ στις αρχές τις σύστασής του ήταν σχεδόν άδειος. Άλλη μία πηγή από τον βίο του μας αναφέρει : «Ταῦτα διαπραξάμενος καὶ τῷ βασιλεῖ συνταξάμενος κάτεισιν ἐπὶ τὸ ὄρος τῶν ἑξῆς νεανικώτερον ἐχόμενος πόνων. Ὁ δὲ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν προσετίθετο, ὅσῳ δὲ προσετίθετο, τοσούτῳ καὶ ὁ ταμίας τῶν ἀγαθῶν ἐπεχορήγει τὰ ἐπιτήδεια. Πολλοί μεν γὰρ τῶν ἐγγύς, πολλοί δεν καὶ τῶν πόρρῳ, οἱ μὲν χρήματα, οἱ δὲ κτήματα, οἱ δὲ ὅτι ἕκαστος τύχοιεν ἔχοντες, ὁ περὶ τῶν ἀποστόλων γέγραπται, παρὰ τοὺς πόδας φέροντες ἐτίθουν τοῦ μεγάλου, ᾔδη δὲ τινὲς αὐτῶν καὶ ἑαυτοὺς αὐτοῖς προσετίθουν».[41] Μέσα από αυτήν την πηγή συμπεραίνουμε, ότι όσο αυξανόταν ο αριθμός των μοναχών στο όρος τόσο αυξανόταν και η περιουσία των μοναστηριών, διότι κάθε μοναχός όταν έφευγε από την πόλη μαζί με την περιούσια του, είτε είναι χρήματα είτε χωράφια, τα άφηνε στην μονή που επρόκειτο να γίνει μοναχός. Είναι λοιπόν αναμφισβήτητο ότι από τον ερχομό του Αθανασίου έως και την κοίμησή του ο αριθμός των μοναχών αύξανε ραγδαία. Η μονή της Λαύρας ιδρύθηκε, πάνω στο σημείο που πιθανολογείται ότι ήταν η αρχαία πελασγική πόλη Ακρόθωσι, από τον Άγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 963, που ο ίδιος με την ακολουθία του έκτισε στην αρχή το τετράπλευρο τείχος στη συνέχεια το καθολικό της Μονής και τέλος τις σειρές των κελιών, κατά προτροπή και χρηματοδότηση του φίλου του, αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά. Μια ερμηνεία για τη στάση αυτή του αυτοκράτορα είναι η φιλοσοφία του για το μοναχισμό. Τον προτιμούσε σε απόκρημνα και δύσβατα μέρη. Συνηγορούν προς αυτό τόσο η απαγόρευση του για την ίδρυση μονών σε αγροτικές περιοχές, όσο και η βαριά φορολογία στην εκκλησιαστική περιουσία. Λέγονταν επίσης ότι επιθυμούσε σφόδρα να εγκαταλείψει αργότερα το θρόνο και να μονάσει στη Μεγίστη Λαύρα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τον πόθο του να μονάσει, καθώς δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν από την γυναίκα του Θεοφανώ και τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή, μετέπειτα αυτοκράτορα. Και όπως αναφέρει η παράδοση, βρέθηκε να κοιμάται πάνω σε ένα μοναχικό ράσο.[42]
Πολλές ήταν οι φυγές του Αγίου Αθανασίου εκτός Αγίου Όρους. Ο μάγιστρος Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του εναντίον των Σκυθών νομάδων (Ούγγρων), το 958 με 959, πηγαίνει στον Άθω για να συναντήσει τον Αθανάσιο. Οι Αθωνίτες, που έχουν πληροφορηθεί πια για την πνευματική προσωπικότητα του Αθανασίου, αρχίζουν να συγκεντρώνονται γύρω του. Ο Αθανάσιος καταφεύγει στην άκρη του Άθω, στο ακρωτήριο Μελανά. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος και φθάνει μήνυμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά από την Κρήτη, όπου είχε εκστρατεύσει για να καταστρέψει το ορμητήριο των Αγαρηνών πειρατών. Οι Αθωνίτες συμβουλεύουν έντονα τον Αθανάσιο να βοηθήσει τον Νικηφόρο Φωκά και να φροντίσει για την απελευθέρωση τόσων αιχμαλώτων συνασκητών τους. Όταν φθάνει στην Κρήτη ο Αθανάσιος, οι Σαρακηνοί έχουν στο μεταξύ νικηθεί από τον ένδοξο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Κατά το ετήσιο διάστημα της παραμονής του στο νησί, ο Νικηφόρος επαναλαμβάνει στον Αθανάσιο την επιθυμία του να μονάσει, και το παραχωρεί κάθε διευκόλυνση για να ιδρύσει ένα κατάλληλο προς της μοναχικές του πεποιθήσεις κοινόβιο.
Ο Αθανάσιος αρχίζει με μεγάλους κόπους την ανίδρυση του μοναστηρίου της Λαύρας, του τόπου της μετάνοιας του Νικηφόρου, το 961, τον χρόνο που κοιμήθηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο μεγάλος ασκητής Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας. Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει την ανίδρυση της Λαύρας και φεύγει για την Κύπρο. Οι ικεσίες του αυτοκράτορα, η ανανέωση της ομολογίας του για την αμετάθετη απόφαση του να μονάσει και μια γενναία οικονομική βοήθεια, τον πείθουν να επιστρέψει και να συνεχίσει το έργο του. Χτίζει λοιπόν γύρω από το καθολικό κελιά, μαγειρίο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλο. Από παντού έρχονται μοναχοί για να επανδρώσουν τη μεγάλη μονή που χτίζει ο Αθανάσιος, με επιχορήγηση του αυτοκράτορα, ο οποίος θα είναι αύριο συμμοναστής τους.
Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών και η μεγαλύτερη σε έκταση. Άλλες ονομασίες με τις οποίες φέρεται σε παλαιότερα έγγραφα είναι “Λαύρα των Μελανών”, “Λαύρα του κυρού Αθανασίου”, “Λαύρα του αγίου Αθανασίου”, “Μεγάλη Λαύρα”, ή και απλώς “Λαύρα” που σημαίνει πολυάνθρωπο μοναστήρι.  Το έτος ιδρύσεως θεωρείται και το έτος έναρξης του μοναστηριακού κοινοβιακού βίου στο λεγόμενο πλέον «Άγιο Όρος». Πολλοί μοναχοί ήρθαν να ζήσουν στη Μονή υπό την καθοδήγηση του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος εφάρμοσε καινοτομίες στο μοναστικό βίο του Αγίου Όρους. Οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν την γη και να συνδυάζουν την προσευχή με την εργασία και τη δημιουργία, ενώ ως τότε ζούσαν περισσότερο ασκητικό, αναχωρητικό βίο. Μετά την δολοφονία του Νικηφόρου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο όσιος κλήθηκε στην Βασιλεύουσα, να λογοδοτήσει για κάποιες συκοφαντίες εις βάρος του όπως προαναφέρθηκε. Κατόπιν ανακρίσεως και έρευνας αποδείχθηκε το ασύστατο των κατηγοριών, με αποτέλεσμα την μεταστροφή του κλίματος υπέρ του οσίου και την επικύρωση του πρώτου Τυπικού του Αγίου Όρους, γνωστού και ως «Τράγου» από τον Τσιμισκή.[43] Το παραπάνω μοναδικό κειμήλιο αποτελεί ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό του Αγίου Όρους και σπανιότατη πολιτιστική κληρονομιά.
4. ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Ένα από τα πιο παλαιά έγγραφα που αφορά ολόκληρη την αθωνική κοινότητα σώζεται στα αρχεία του πρωτάτου και είναι το σιγίλιο που εκδόθηκε επί Βασιλείου του Α’. Οι Αθωνίτες με αυτό το σιγίλιο πρόβαλλαν τα αρχαία προνόμια που διακατείχαν για τα κτήματα τους και τα χρησιμοποιούσαν εναντίον της μονής του Κολοβού και των κατοίκων της Ιερισσού που είχαν διαμάχες.[44] Το σιγίλιον ονομάζεται αλλιώς κέλευσις ή χάρτης ή χρυσόβουλλο. Η έκδοση ενός αυτοκρατορικού σιγιλίου θεωρείται δεδομένο ότι οι αθωνίτες μοναχοί αποτελούν ένα σύνολο και ένα νομικό πρόσωπο το οποίο μέσω μιας οργάνωσης έστω και υποτυπώδους ενεργεί στο όνομα όλων των μοναχών. Επιπροσθέτως με το σιγίλλιο του 883, ο αυτοκράτορας από την μία πλευρά απαγορεύει σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, από την πιο υψηλή βαθμίδα έως και την χαμηλότερη, να απαιτούν τον οποιονδήποτε φόρο από τους μοναχούς και από την άλλη πλευρά απαγορεύει από τους ιδιώτες και από τους χωρικούς να τους ενοχλούν αλλά και από τους βοσκούς να βάζουν τα ζώα τους για βοσκή στον αθωνικό χώρο.[45] Η πρώτη απαγόρευση έπαιξε τον ρόλο της, ρόλο σημαντικό για το μέλλον του Αγίου όρους. Έτσι λοιπόν ποτέ δεν γίνεται λόγος για υπάλληλο, στρατιωτικό ή πολιτικό, ο οποίος να δημιούργησε προβλήματα στους αθωνίτες σχετικά με τα κτήματα και τις καλλιέργειες τους στο εσωτερικό της χερσονήσου. Αργότερα υπήρξαν και άλλα χρυσόβουλλα προς όφελος των μοναχών του Άθω, όπως αυτό του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού, του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου και του Στεφάνου.
Η πρώτη χάραξη των συνόρων έγινε το 942. Ως το 942 ο διαχωρισμός ανάμεσα στα εδάφη που είχαν δοθεί σχεδόν πριν από ένα αιώνα στους αθωνίτες και στην υπόλοιπη κλασματική γη, η οποία απλωνόταν προς τα βόρεια και βορειοδυτικά του Άθω, είχε μείνει ακαθόριστος. Όλη η περιοχή νοτίως της Ιερισσού ήταν αρχικά κλασματική, και η ίδια ασάφεια επικρατούσε στα όρια της κοινότητας της Ιερισσού, της μονής του κολοβού και των άλλων γειτονικών μοναστηριών. Η δεύτερη χάραξη των συνόρων πραγματοποιήθηκε το 943. Δεδομένου ότι τα δύο μέρη είχαν αποδεχθεί το έγγραφο που τους εξασφάλιζε τα δίκαιά τους, οι Ιερισσιώτες και οι αθωνίτες του περιορισμού, θα υπέθετε κανείς πως η υπόθεση θα είχε λήξει. Ένα χρόνο αργότερα λοιπόν ο στρατηγός της θεσσαλονίκης Κατακαλών, ο αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος και ο κριτής του θέματος Θωμάς, έρχονται κατόπιν διαταγής να χαράξουν επί τόπου τα σύνορα μεταξύ Ιερισσιωτών και αθωνιτών.[46] Το πιο πιθανό είναι ότι οι αθωνίτες δυσανασχετούσαν αν όχι για τον συμβιβασμό με τους Ιερισσιώτες αλλά για την διαχωριστική γραμμή όπως την οροθέτησε τελικώς ο επόπτης Θωμάς και κατέφυγαν και πάλι στον αυτοκράτορα ζητώντας την επέμβαση του.
Η τελική διαχωριστική γραμμή όπως αναγράφεται στο έγγραφο του Πρωτάτου δίνει πολύ λίγες ενδείξεις στις οποίες μπορεί να στηριχτεί κανείς για να μεταφέρει στον χάρτη την ακριβή θέση. Αρχίζει από ένα ρυάκι απέναντι από τα παλαιά παλάτια της Αμουλιανής, μια τοποθεσία που δεν γνωρίζουμε σήμερα, φτάνει στα χωράφια της Αγίας Χριστίνας, ούτε γι αυτό το μοναστήρι γνωρίζουμε κάποια στοιχεία, και διασχίζει τον ποταμό Γλομπουτζίτζα, το μοναδικό μέρος που είναι σήμερα γνωστό σε εμάς.[47] Επιπροσθέτως περικλείει τη γη των αθωνιτών ένα μαντρί της μονής του Κολοβού και καταλήγει στην βορινή θάλασσα σε ένα σημείο που δεν κατονομάζεται. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει το τυπικό του Τζιμισκή για να δει ότι οι κανονισμοί του, ίσχυαν από τον ποταμό ζυγό και πέρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι μόνο από τον ποταμό Ζυγό και μέσα απαγορεύεται στους λαϊκούς να μπαίνουν στο όρος του Άθωνος για εμπορικούς λόγους.[48]Τα λίγα μοναστήρια και ίσως ελεύθεροι χωρικοί που βρίσκονται στην περιοχή, από τον Ζυγό ως την διαχωριστική γραμμή, επέζησαν για λίγο καιρό πριν γίνουν μετόχια και πάροικοι των μεγάλων μοναστηριών του Όρους.
5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω μερικά συμπεράσματα από όλη την έρευνα περί του μοναχισμού και της αγιότητας στο Βυζάντιο. Ο μοναχισμός στην Βυζαντινή κοινωνία χρησίμευε ως υπόδειγμα για τον ιδανικό τύπο ανθρώπου. Οι μοναχοί είναι οι πνευματικοί καθοδηγητές. Κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη : «φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοιφῶς δὲ πάντων ἀνθρώπωνμοναδική πολιτεία».[49] Οι μοναχοί με την αυτοθυσία και το πένθος και γενικώς με την άσκηση, κατακτούσαν την απάθεια, την ελευθερία από τα πάθη, φθάνοντας σε αγγελική κατάσταση. Έτσι γίνονταν φίλοι του Θεού. Αποκτούσαν παρρησία προς τον Θεό και οι προσευχές τους εισακούονταν. Έτσι βοηθούσαν και την ασφάλεια του κράτους από επιδρομές και φυσικές καταστροφές. Διότι, αν ο Θεός για χάρη δέκα δικαίων ανθρώπων δεν θα κατέστρεφε τα Σόδομα, πολύ περισσότερο θα προστάτευε το κράτος που περιλάμβανε χιλιάδες αγίους μοναχούς.[50] Στα μάτια των Βυζαντινών ο Μοναχισμός είχε την αίγλη της ιδανικότητας και της αληθινής τελειότητας. Ο κύριος κοινωνικός ρόλος, λοιπόν, του βυζαντινού μοναχισμού ήταν η παραγωγή προτύπων πνευματικής τελειότητας. Η κοινοβιακή, όμως μορφή μοναχισμού παρείχε την δυνατότητα, δευτερευόντως, να παρέχει κάποιες κοινωνικές υπηρεσίες, ανάλογα με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών όπου βρισκόταν. Μπορούσαν να στεγάζουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία και λοιπά ή να διαθέτουν σκριπτόρια (όπως η Μονή Στουδίου) για την αντιγραφή βιβλίων. Ποτέ όμως δεν είχαν αυτές τις κοινωνικές υπηρεσίες ως κύρια αποστολή. Αυτό ήταν μία διαφορά από τον δυτικό μοναχισμό που είχε αναλάβει καθ΄ ολοκληρίαν τους τομείς της παιδείας και των κοινωνικών υπηρεσιών στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι στην Δύση η μόρφωση αποτελούσε προνόμιο του κλήρου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ανατολή όπου η πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και εκτός της τάξεως των μοναχών.  Ακόμη, οι ορθόδοξοι μοναχοί, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των συνόδων, δεν παρέμεναν εύκολα στον ίδιο τόπο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, στην πράξη το stabilitas loci, η σταθερότητα τόπου, η πρόσδεση του Μοναχού στο μοναστήρι του. Αλλά και τα μοναστήρια εύκολα ιδρύονταν και εύκολα διαλύονταν. Αυτοί ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για μία μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά σε τομείς όπως η φιλανθρωπία και η παιδεία. Μια τέτοια μεγάλη μορφή που περικλείονταν σε αυτόν όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία ήταν και ο Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης που έγινε νύξη παραπάνω γεμίζοντας το Άγιον Όρος από χιλιάδες μοναχούς και βγάζοντας πολλούς μαθητές, μοναχούς και δασκάλους στο δύσκολο έργο της κοινωνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Cyril Mango, ΒΥΖΑΝΤΙΟ – Η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης, Λονδίνο 1980.
Διονυσία Παπαχρυσάνθου, Ο ΑΘΩΝΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ – Αρχές και οργάνωση, Αθήνα 2004.
Paul Lemerle, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΣ, Αθήνα 2007.
Rosemary Morris, Monks and laymen in Byzantium, 843-1118, Cambridge University Press 1995.
Jacques Noret editor, Vitae duae antiquae Sancti Athanasii Athonitae, Βίος Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, Leuven University Press 1982.
Γεώργιος Χρ. Χαριζάνης, Η ίδρυση και οι απαρχές λειτουργίας της Αθωνικής Πολιτείας, Θεσσαλονίκη 2007.
[1] C. MANGO, Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ, Λονδίνο 1980, σελ. 128.
[2] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.
[3] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 130.
[4] Βίος Αγίου Αντωνίου, κεφ. 3-4, σελ. 26 στιχ. 844-5.
[5] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.
[6] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 129.
[7] Κατά Ματθαίον, κεφ. ΙΘ’, στιχ. 21.
[8] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134.
[9] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134.
[10] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 134-5.
[11] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.
[12] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.
[13] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.
[14] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.
[15] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 136.
[16] Προς Κορινθίους Α’, κεφ. 3, στιχ. 18.
[17] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 137.
[18] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 137.
[19] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 139.
[20] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 139-140.
[21] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 140.
[22] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, μτφρ. Μαρία ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ, Αθήνα 2007, σελ. 218.
[23] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.218-219.
[24] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.
[25] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 5, στιχ. 1-6, σελ. 5.
[26] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.
[27] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.231.
[28] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.232.
[29] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ.232-233.
[30] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ. 233.
[31] P. LEMERLE, Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός, σελ. 233.
[32] Διονυσία ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, αρχές και οργάνωση, Αθήνα 2004, σελ. 23.
[33] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 24.
[34] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 32-33.
[35] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 33.
[36] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 34-35.
[37] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 173.
[38] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 174-175.
[39] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 182-183.
[40] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 38, στιχ. 1-8, σελ. 18-19.
[41] ΑΘΩΝΙΤΗΣ, βίος Αγίου Αθανασίου Αθωνίτη, vita A, παράγραφος 105, στιχ. 1-9, σελ. 50.
[42] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 207.
[43] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 232-233.
[44] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 136.
[45] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 139.
[46] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 168.
[47] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 169.
[48] ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σελ. 172.
[49] Κλίμαξ, κεφ. ΚΣΤ΄, στιχ. 23
[50] C. MANGO, Βυζάντιο, σελ. 133.

H είσοδος στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Αρχιμ. Λεβ Ζιλέ)


ΒΒΒΒΒΒ
Η  Δευτέρα που ακολουθεί την Κυριακή της Τυρινής είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Να ‘μαστε λοιπόν στην πορεία των σαράντα ημερών που μας προετοιμάζει για τον καιρό του Πάθους και την Ανάσταση.
Βασικό χαρακτηριστικό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η νηστεία. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε με ελαφρότητα τη νηστεία των τροφών. Οι πατέρες της Εκκλησίας και η συλλογική συνείδηση των πιστών έχουν τέλεια διακρίνει την πνευματική αξία, επανορθωτική και καθαρτική, της αποχής από ορισμένες τροφές. Θα ήταν όμως σοβαρό λάθος να περιορίσουμε τή νηστεία στη μία αυτή διάσταση. Η νηστεία του σώματος θα πρέπει να συνοδεύεται και από μία άλλη νηστεία.
Η τάξη της  Εκκλησίας των πρώτων αιώνων απαγόρευε κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή τη συζυγική σχέση, τη συμμετοχή σε γιορτές, την παρουσία των Χριστιανών σε θεάματα. Αυτή η τάξη  έχει αποδυναμωθεί και ίσως δεν παρουσιάζεται στους πιστούς με την ίδια αυστηρότητα, όπως κατά την εποχή των πατέρων.
Παραμένει όμως ακριβής ένδειξη του πνεύματος και της πρόθεσης της Εκκλησίας. Αυτή η πρόθεση συνίσταται στο να ασκηθούμε, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, σ’ έναν αυστηρότερο έλεγχο των σκέψεων, των λόγων και των πράξεών μας και να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο Πρόσωπο και τις απαιτήσεις του Σωτήρος. Η φιλανθρωπία είναι και αυτή ένας τρόπος τήρησης της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τον οποίο θερμά συνιστούσαν οι πατέρες. Νηστεία ευάρεστη στον Θεό είναι ένα σύνολο από το οποίο δεν πρέπει να αποκόπτουμε τις εσωτερικές η εξωτερικές πτυχές του, αλλά του οποίου οι εσωτερικές πτυχές ει ναι οι σημαντικότερες.
Αξίζει ακόμη να αναφερθούμε στη θαυμάσια προσευχή η οποία αποδίδεται στον Άγιο Εφραίμ. Εδώ βρισκόμαστε πλέον μπροστά σ’ ένα ξεκάθαρο ξέσπασμα της ψυχής, σύντομο, νηφάλιο, θερμό. Συνοδευόμενη από μετάνοιες αυτή η προσευχή, απαγγέλλεται για πρώτη φορά το βράδυ της Κυριακής πριν από την Καθαρά Δευτέρα, κατά τη διάρκεια του Κατανυκτικού Εσπερινού.
Επαναλαμβάνεται στις περισσότερες Ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κυρίως στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων:
«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύ μα αργίας,περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως.Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονης και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω. Ναί, Κύριε  Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει  εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»
Η προσευχή αυτή συνοψίζει όλη την ουσία της πνευματικής ζωής. Ο χριστιανός που θα την επανα-λαμβάνει συνεχώς, που θα τρέφεται με αυτή κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, θα φοιτά στο πιο απλό και ταυτόχρονα στο πιο τέλειο σχολείο. Αν μάλιστα περιοριστεί στο νάεπαναλαμβάνει και να νιώθει τις πρώτες λέξεις
«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου» , θα εισέλθει βαθιά στην πραγματικότητα της σχέσης ανάμεσα στον Θεό και στην ψυχή, στην ψυχή και στον Κύριό της.
Από το βιβλίο « Πασχαλινή κατάνυξη »,εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 200 –Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

Αρχίζοντας την πορεία της Μ. Σαρακοστής


Συγγραφέας: kantonopou στις Μαρτίου 20, 2013
3569π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
«Κανένας δεν μπορεί να βαστάξει στους πειρασμούς, παρά μονάχα όποιος πίστεψε πως υπάρχει κάποιο πράγμα που είναι ανώτερο από την καλοπέραση του κορμιού και που θα το πάρει σαν αμοιβή για τις θλίψεις που ετοίμασε τον εαυτό του να περάσει» (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
Καθώς αρχίζουμε το «στάδιο των αρετών», υπάρχει μια αίσθηση ότι αρχίζουμε έργο κοπιαστικό και δύσκολο. Και είναι! Η μακρά περίοδος της νηστείας, οι καθημερινές και ποικίλες ακολουθίες, η αναγκαία περισυλλογή και σιωπή, μαζί βέβαια με τις καθημερινές μέριμνες και φροντίδες, κάνουν την Μεγάλη Σαρακοστή όντως Μεγάλη.
Η λογική βάση για να διαπεράσουμε την περίοδο αυτή, όπως και η φίλαυτη συμπεριφορά που οδηγεί σε αγωνιώδη προσπάθεια να μην κουραστούμε, να μην πεινάσουμε, να μην δυσκολευτούμε, δεν αντέχουν στο πνεύμα των ημερών.
Ο χριστιανός καλείται να μην είναι μίζερος, να μην διστάζει στον κόπο και στον πόνο που έρχεται, να είναι ανδρείος. Γιατί χωρίς δυσκολίες, χωρίς πειρασμούς, χωρίς θλίψεις, δεν βιώνεται η «εντός ημών βασιλεία».
Η Μ. Σαρακοστή είναι μια δυνατότητα, που προσφέρεται σε όλους τους χριστιανούς, να περάσουμε μέσα από δυσκολίες για να φτάσουμε στο ανέσπερο φως του Πάσχα. Το κοινόν της πορείας κάνει το δρόμο πιο εύκολο.
Στην πραγματικότητα η Μ. Σαρακοστή είναι η εικόνα της χριστιανικής ζωής. Έχει όλα όσα συνιστούν μια αληθινή πνευματική ζωή: τον αγώνα, την άσκηση, τη μετάνοια, τη λύπη που μεταποιείται σε χαρμολύπη, την έκχυση της Χάριτος, όταν η καρδία είναι «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη».
Απαραίτητα εφόδια είναι: η προσευχή, η νηστεία, η Θεία Κοινωνία, η μελέτη, οι ακολουθίες στο ναό. Έτσι, ο χριστιανός που θέλει να ζήσει αληθινά την εν Χριστό ζωή ζει όπως η Εκκλησία τον καλεί να ζήσει, στην κοινή πορεία με τους άλλους χριστιανούς.
Η πορεία αυτή έχει μαζί τον κόπο και τη χαρά, την ειρήνη της καρδίας, την γλυκύτητα της ζωντανής παρουσίας του Θεού. Δεν είναι μια άρνηση και ένας κουραστικός δρόμος μόνο. Έχει και τη μυστική χαρά των τέκνων του Θεού, την πρόγευση της μέλλουσας ζωής, την ανεκλάλητη εμπειρία τής εδώ και τώρα αιώνιας ζωής του Θεού.
Ποιος, άλλωστε, θα άρχιζε χωρίς αυτή τη σιγουριά; Ποιος λόγος είναι ικανός να κάνει κάποιον να παλεύει για πενήντα σχεδόν μέρες, χωρίς τη βεβαιότητα ότι δεν αγωνίζεται «εις κενόν»;
Ασφαλώς η περίοδος της Μ. Σαρακοστής δεν είναι για όλους, όπως δεν είναι και η πίστη. «Οι βουλόμενοι αθλήσει εισέλθετε». Ο Χριστός κάλεσε να τον ακολουθήσουν, αίροντας το σταυρό τους και αρνούμενοι τον εαυτό τους, όποιοι θέλουν. Η ελευθερία του προσώπου, ως εικόνας Θεού, δεν αφαιρείται αλλά προβάλλεται ως προϋπόθεση.
Ευλογημένοι όσοι αρχίσουν με πόθο και ζήλο την πορεία κι όσοι ακόμα πιο πολύ φθάσουν έως τέλους, στην ολόφωτη νύκτα του Πάσχα, όπου θα εορτάσουν μαζί τους «ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια».

Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟ


Ωραία συνήθεια η νηστεία. Έρχεται από τα βάθη του χρόνου και μας ενώνει με το παρελθόν της χριστιανοσύνης. Είμαστε συνεχιστές μιας αναρίθμητης αλυσίδας ανθρώπων που πριν από μας πάλεψαν στο καμίνι της θυσίας της τροφής, αγωνίστηκαν για να ζήσουν το Πάσχα σύμφωνα με τον τρόπο της Εκκλησίας, γεύτηκαν το ήθος της κοινότητας στην ενορία και τα μοναστήρια, κοινώνησαν στις προηγιασμένες, ανέπεμψαν  τα «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» τις Παρασκευές της  Σαρακοστής, λιτάνευσαν εικόνες, σταυρό, εξομολογήθηκαν τις αμαρτίες τους, πάλεψαν να νικήσουν τα θάνατο νεκρώνοντας τα πάθη του.
Είναι είσοδος στην πνευματική διάσταση του χρόνου η Σαρακοστή. Σε μια εποχή στην οποία το παρόν μας συντρίβει με την κρίση, τις μέριμνες, την λύπη, αλλά και έναν προσανατολισμό χωρίς ελπίδα αιωνιότητας, ενώ το παρελθόν ή το μυθοποιούμε ή το ξεχνάμε, ενώ το μέλλον φαντάζει αγχώδες και αβέβαιο, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι υπάρχει ηο πνευματικός χρόνος. Και για να μπούμε α’ αυτόν χρειάζεται η νηστεία.  Νηστεία σημαίνει παραίτηση και θυσία. Παραιτούμαστε από το δίκιο του εγώ μας και το δικαίωμά του να καταναλώνει ό,τι θέλει, από τροφή και ηδονή, μέχρι αγαθά, δόξα και μια ζωή φαινομενικά χωρίς όρια και τέλος. Παραιτούμαστε από το δικαίωμα να έχουμε κρατούμενα εις βάρος των άλλων. Παραιτούμαστε από την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας που ο κόσμος θέλει να έχουμε.
Η νηστεία μας κάνει να θυμόμαστε τον τρόπο της αγάπης. Μας δίνει χρόνο την ώρα της προσευχής, της λειτουργίας και των ακολουθιών,  άχρηστο για την λογική του κόσμου, δημιουργικό και ανακαινιστικό κατά τον τρόπο της Εκκλησίας. Την στιγμή που ακούμε τα αναγνώσματα, τις ψαλμωδίες,  τα συνεχή «ελέησον», στο λιγοστό φως των καντηλιών και στην γαλήνη του ταμιείου μας καταλαβαίνουμε ότι έχουμε ξαστοχήσει στις προτεραιότητες της ζωής μας. Δεν είναι το άγχος, η ταχύτητα, η πληροφορία που μας κάνουν να ζούμε, αλλά η συνάντηση με τον Θεό, τον πλησίον και τον εαυτό μας στην κοινωνία της αληθινής αγάπης.
Στον πνευματικό χρόνο η προσευχή γίνεται ύδωρ αλλόμενον που ξεδιψά  την ανάγκη μας για αιωνιότητα, αλλά και την ανάγκη να κάνουμε κάτι που ξεφεύγει από τις δυνατότητες του «εγώ» μας. Να ζητήσουμε από τον Ουρανό να μιλήσει στις ζωές όλων μας. Στον πνευματικό χρόνο καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι το άγχος για το μέλλον που μας κινεί, αλλά η θέα του προσώπου του άλλου, είτε αυτός είναι οικείος, σύντροφος και σύζυγος, παιδιά, φίλοι, είτε ο κάθε άλλος, ο κάθε συνάνθρωπος.
Στον πνευματικό χρόνο ξεκινάμε να βρούμε τον τρόπο του Παραδείσου. Κινούμαστε μέσα στον κοσμικό χρόνο και τρόπο. Συνεχίζουμε την εργασία μας. Τη ζωή μας. Παλεύουμε εντός της κοινωνίας, συχνά μέσα σε πλήρη απόρριψη της πνευματικότητας, και με τη δύναμη της πίστης αντέχουμε. Κομίζουμε τον χρόνο της αιωνιότητας και με γνώμονα την αγάπη και τη θυσία ζούμε αληθινά. Εν τω κρυπτώ. Γινόμαστε ο κόκος του σίτου που πολύν καρπόν φέρει. Καρπό της Βασιλείας. Αξίζει το στάδιο και ο κόπος.
Κέρκυρα, 18 Μαρτίου 2013
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Το Μέγα Απόδειπνο



Στὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἂν καὶ ἔχουν γραφεῖ καὶ ἄλλες, ἔχουμε ἐν χρήσει τρεῖς Θεῖες Λειτουργίες, οἱ ὁποῖες φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ποὺ τὶς συνέγραψε, καθὼς καὶ τὴν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.
α) Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία τελεῖται ὅλες τὶς καθημερινές, τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς Ἑορτὲς τοῦ ἔτους, πλὴν τῶν 12 ἡμερῶν ποὺ θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια
β) Αὐτὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μὲ δομὴ ἴδια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διαφέρουν τὰ συστατικὰ λόγια, κάποιες εὐχές, ἀντὶ τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» ψάλλουμε τὸ «Ἐπὶ σοῖ χαῖρε Κεχαριτωμένη» καὶ ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή), μόνο ποὺ οἱ εὐχὲς εἶναι μακροσκελέστερες ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ γενικότερα διακρίνεται γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά της. Τελεῖται 10 φορὲς τὸν χρόνο: Τὶς 5 Κυριακές της Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων καὶ τὴν ἡμέρα μνήμης τοῦ συγγραφέα τῆς Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουαρίου).
γ) Αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἡ ὁποία εἴθισται νὰ τελεῖται δὶς τοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ἡμέρα μνήμης τοῦ συγγραφέως τῆς (23 Ὀκτωβρίου) καὶ μία Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα. Τελεῖται στὸν σολέα (τὸν χῶρο μεταξύ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ τοῦ κυρίως Ναοῦ), μὲ τὸν λειτουργὸ νὰ βλέπει πρὸς δυσμᾶς (πρὸς τὸν λαό). Ὁ λειτουργὸς φέρει λευκὰ ἄμφια (καὶ οἱ συλλειτουργοί του), ἐνῶ ἐὰν ἱερουργεῖ Ἀρχιερέας, αὐτὸς δὲν φέρει Σάκκο, ἀλλὰ ἀντ’ αὐτοῦ φελώνιο πολυσταύριο (καὶ φυσικὰ ὠμοφόριο). Τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὅτι τὰ Ἅγια μετὰ τὸν Καθαγιασμὸ δὲν «συστέλλονται», ὅπως συμβαίνει στὶς ἄλλες δύο λειτουργίες, καὶ οἱ πιστοὶ κοινωνοῦν ὅπως καὶ οἱ Ἱερεῖς, χωριστὰ τὸν Ἄρτο (Σῶμα Χριστοῦ), καὶ χωριστὰ τὸν Οἶνον (Αἷμα Χριστοῦ). Αὐτὸ σὲ πολυπληθεῖς ἐνορίες ἔχει πρακτικὲς δυσκολίες, ἀπαιτεῖ δύο ἱερεῖς, ὥστε ὁ ἔνας νὰ μεταδίδει Τὸν Ἅγιο Ἄρτο, καὶ ὁ ἄλλος τὸν Ἅγιον Οἶνον, καὶ ἐὰν ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη, πολλαπλάσιοι τῶν δύο Ἱερέων. Ἡ Ἀποστολικὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ὅλων, καὶ πάνω σ’ αὐτὴν βασίστηκαν οἱ ἑπόμενες.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς Θεῖες Λειτουργίες (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «Προηγιασμένη» ὅπως ἁπλὰ τὴν ἀποκαλεῖ ὁ λαός μας, καὶ τὴν ὁποία θὰ ἐξετάσουμε στὴν συνέχεια), ἔχουν Πασχάλιο καὶ Ἀναστάσιμο χαρακτήρα. Ἀποτελοῦν χαρμόσυνο, πανηγυρικὸ καὶ ἐπινίκιο Μυστήριο. Ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πλὴν τῶν Σαββάτων καὶ τῶν Κυριακῶν (ὅποτε τελεῖται κανονικὰ ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀντίστοιχα), ἀποτελεῖ περίοδο «πένθιμη», ἀφοῦ μὲ τὸ τέλος της, θὰ κληθοῦμε νὰ ζήσουμε τὸ Ἄχραντο Πάθος καὶ τὴν Σταύρωση Τοῦ Κυρίου. Εἶναι περίοδος νηστείας, προετοιμασίας, προσευχῆς, περισυλλογῆς καὶ μετανοίας. Γιὰ αὐτὸ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες ἀπαγορεύουν ρητά, τὴν τέλεση Θείας Λειτουργίας τὶς καθημερινές, τῆς Σαρακοστῆς, διότι ὁ «χαρμόσυνος» χαρακτήρας τῆς Θείας Λειτουργίας, δὲν συνάδει μὲ τὸ πένθιμον τῆς περιόδου.
Οἱ πιστοὶ ὅμως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἤθελαν νὰ «κοινωνοῦν» πιὸ συχνά. Δὲν ἠδύναντο νὰ περιμένουν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ ἕως τὸ ἑπόμενο Σάββατο γιὰ νὰ «μεταλάβουν» τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Δὲν φρόντιζαν μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ τροφὴ τοῦ σώματος, ὅπως κάνει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας. Ἐπιθυμοῦσαν καὶ λαχταροῦσαν τὴν κατεξοχὴν πνευματικὴ τροφή, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Καὶ ὅταν κοινωνοῦσαν πλημμύριζε ἡ ὕπαρξή τους αἰωνιότητα καὶ χαρά, δηλαδὴ Χριστό. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν στερήσει τὴν πνευματικὴ τροφὴ ἀπὸ τὰ Μέλη της, αὐτὸ τὸ Πανάγιον Σῶμα καὶ Πανακήρατον Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, «εἷς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἷς ζωὴν αἰώνιον», ὅρισε τὴν μετάληψη ἀπὸ Προηγιασμένα Ἅγια.
Λέγοντας «Προηγιασμένα», ὅπως τὸ λέει καί ἡ λέξη, ἐννοοῦμε τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, τὰ ὁποία ἔχουν καθαγιασθεῖ προηγουμένως, σὲ προηγούμενη δηλαδή Θεία Λειτουργία. Συγκεκριμένα τίς Κυριακὲς (ἢ καὶ τὰ Σάββατα) τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, οἱ Ἱερεῖς δὲν ἐξάγουν ὅπως συνήθως «ἕναν ἀμνό», τὸ «κυβοειδὲς» τεμάχιο ἄρτου ποὺ τοποθετεῖται στὸ κέντρο τοῦ Δισκαρίου, καὶ ποὺ μετὰ τὸν Καθαγιασμὸ θὰ γίνει τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἂν πρόκειται νὰ τελεστοῦν δύο Προηγιασμένες μέσα στὴν ἐρχόμενη ἑβδομάδα (Τετάρτη καὶ Παρασκευή), ὁ Ἱερέας ἐξάγει ἀπὸ τὸ πρόσφορο (ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλα «ὑψωμένα» πρόσφορα) μὲ τὴν Ἁγία Λόγχη, δύο ἐπιπλέον ἀμνούς, τοὺς τοποθετεῖ στὸ Ἅγιο Δισκάριο, μαζὶ μὲ αὐτὸν ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴν «τρέχουσα» Θεία Λειτουργία, μαζὶ μὲ τὴν μερίδα τῆς Θεοτόκου, τὶς μερίδες τῶν ἐννέα Ταγμάτων καὶ τὴν μερίδα τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Τοὺς δύο ἐπιπλέον ἀμνοὺς ὁ Ἱερέας μετὰ τὸν καθαγιασμό, θὰ τοὺς «ἐμβαπτίσει» στὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας ποὺ βρίσκεται στὸ Ἅγιο Ποτήριο, καὶ στὴν συνέχεια θὰ τοὺς τοποθετήσει, (θὰ τοὺς «φυλάξει») στὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο (μεταλλικὸ συνήθως κουτί, ποὺ παραμένει πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, αὐτὴν τὴν περίοδο), μέχρι τὴν μέρα καὶ ὥρα ποὺ θὰ τελεστεῖ ἡ Προηγιασμένη.
Ἀρχικὰ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ πιστοί, ἀπλώς κοινωνούσαν τὴν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, χωρίς νά προηγηθεί κάποια Ἀκολουθία. Ἐπειδὴ ὅμως τήν ἐποχὴ ἐκείνη Νηστεία σήμαινε ἀποχὴ τροφῆς μέχρι τὴν δύση τοῦ ἡλίου, λογικὸ ἦταν ὁ πιστος νὰ «κατακλείει» τὴν Νηστεία, μεταλαμβάνοντας μετὰ τὸν Ἑσπερινό. Αὐτὴ τὴν πρακτικὴ ἀκολουθεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Τὴν Τετάρτη, ἠ Προηγιασμένη τελεῖται κανονικὰ «Ἑσπερινή». Ὅμως τίς Παρασκευὲς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τό ἀπόγευμα, τελεῖται ἠ ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν» στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅποτε ἡ Προηγιασμένη τελεῖται τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς.
Μέ τόν Ἑσπερινὸ συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ Ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ Τίμια Δῶρα εἶναι σκεπασμένα μὲ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχὲς εἶναι γεμάτες συντριβὴ καὶ ταπείνωση. «Μυστικωτέρα εἷς πᾶν ἡ τελετὴ γίνεται» (Ἄγ. Θεόδωρος Στουδίτης).
Κατά τήν διάρκεια τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὁ Ἱερέας κλείνει τὴν Ὡραία Πύλη καὶ λέγοντας χαμηλόφωνα τὸ «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων …», καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἐπὶ τοῦ «Ἀντιμηνσίου» ἀνοίγει τὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο, καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ συντριβή, μεταφέρει τὰ Προηγιασμένα Ἅγια (τὸν καθαγιασμένο Ἀμνὸ ποὺ εἶναι ἐμβαπτισμένος στὸ Ζωήρυτον Αἷμα Τοῦ Κυρίου), ἀπὸ τὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο, στὸ Ἅγιο Δισκάριο, τοποθετεῖ ἐπ’ αὐτοῦ τὸν ἀστερίσκο καὶ τὸ μέλαν κάλυμμα, τὸ μεταφέρει στὴν Ἁγία Πρόθεση, βάζει κρασὶ στὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὸ σκεπάζει καὶ καλύπτει ἀμφότερα τὰ Ἅγια μὲ τὸν «Ἀέρα», λέγοντας χαμηλόφωνα μόνο τὸ «Δι’ εὐχῶν …».
Μετὰ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ (τὸ «Πάτερ Ἠμῶν»), γίνεται ἠ μετάληψη τῶν πιστῶν, καί ἀκολουθεῖ ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχὴ καὶ ἡ Ἀπόλυση. Οἱ πιστοὶ μὲ κατάνυξη παίρνουν τὸ ἀντίδωρο, καὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή τους, ἐνισχυμένοι καὶ ἐνδυναμωμένοι, ἐπιστρέφουν στὸν καλὸ ἀγώνα. Ἐπιστρέφουν στὸ στάδιο τῶν Ἀρετῶν ὅπως περιγράφει ἕνας ὑπέροχος ὕμνος τῆς περιόδου αὐτῆς τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅπου μὲ ὄπλα τὴν πίστη, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, θὰ πολεμήσουν τὸν Διάβολο, καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὁπότε νικητὲς πλέον θὰ ἑορτάσουν τὴν πανέκλαμπρη καὶ πανευφρόσυνη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Είθε στὸν ὑπεροχο Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ θὰ ἀναγνωσθεῖ καὶ φέτος ἀπὸ τὸν Ἱερέα στὴν Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, νὰ συμπεριληφθοῦμε στοὺς ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας ἐργασαμένους, ὥστε νὰ ἔχουμε «κερδίσει», καὶ ὄχι νὰ μᾶς «χαριστεῖ» ἡ συμμετοχή, στὸ Οὐράνιο Δεῖπνο, ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Σωτήρας Χριστός. Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτου π. Μιλτιάδου Μίτσελλ.
Θεολόγου – Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μητροπόλεως Καρπάθου & Κάσου, Ἐφημερίου Ἱ. Ν. Μεταμ. Τοῦ Σωτῆρος Ὄθους
Από: Ενωμένη Ρωμιοσύνη

Οι δήθεν ύβρεις κατά του Ελληνισμού την Κυριακή της Ορθοδοξίας


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η Αγία μας Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία καθόρισε, ως όφειλε, επακριβώς τα όρια της αλήθειας και της πλάνης, διότι πιστεύει ότι η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περιχαρακώνουν την βιβλική αλήθεια και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, ώστε να αποτελούν την αλάνθαστη πυξίδα πλεύσης του νοητού σκάφους της ως τα έσχατα της ιστορίας.
Μελετώντας με προσοχή το «Συνοδικό» Της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας στους ναούς, κατά την τελετή της περιφοράς των Ιερών Εικόνων, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τη μέριμνα των Πατέρων να καθαρθεί η πίστη της Εκκλησίας από περιρρέουσες ιδέες του παρελθόντος, τις οποίες κάποιοι αναμίγνυαν με την διδασκαλία Της, με στόχο να επικρατεί σύγχυση στους πιστούς.
Κάποιοι, όμως περίεργοι τύποι, τα τελευταία χρόνια, που αρέσκονται να παριστάνουν τους «ελληναράδες», ασκούν σκληρή κριτική κατά των «όρων» της αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δήθεν μέσω αυτών …υβρίζεται ο Ελληνισμός, επειδή απορρίπτονται από αυτή ορισμένες δοξασίες των αρχαίων προγόνων μας ως αντίθετες με τη χριστιανική διδασκαλία! Δεν κάνουν όμως τον κόπο να μελετήσουν, τι είδους δοξασίες είναι αυτές και την αντιφατικότητα και το ξεπερασμένο τους, ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα.
Αναφέρουμε ως παραδείγματα τις δοξασίες της προΰπαρξης των ψυχών και της αϊδιότητας του κόσμου, τις οποίες η πλειοψηφία των αρχαίων σοφών (π.χ. σοφιστές, επικούρειοι, κλπ) τις απέρριπτε, αν και είχαν διατυπωθεί από μεγάλους σοφούς (π.χ. Πλάτων). Την ύπαρξη και κατά συνέπεια την προΰπαρξη της ψυχής την είχαν απορρίψει οι περισσότεροι των αρχαίων φιλοσόφων. Η δοξασία περί της αιωνιότητας του υλικού κόσμου, αν και είχε διατυπωθεί από ορισμένους φιλοσόφους (υλοζωιστές), εν τούτοις την απέρριψαν πάμπολλοι άλλοι σοφοί, όπως οι νεοπλατωνικοί, διότι ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με την πίστη τους στο «Ένα», την πρωταρχική, κατ’ αυτούς, «άυλη» αρχή του κόσμου! Έστω επίσης οι  αρχαιοελληνικές πίστεις στην ειμαρμένη καθώς και η πίστη στη «θεότητα» των άστρων των στωικών, όχι μόνο απορρίφτηκαν από την πλειοψηφία των αρχαίων σοφών, αλλά πολεμήθηκαν με σφοδρότητα από τους ατομικούς φιλοσόφους, τον Αναξαγόρα, τον Καρνεάδη, τον  Ίππαρχος, κ.α.
Αφού λοιπόν οι θεωρίες αυτές ήταν απορριπτέες από άλλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδος, γιατί να τις υιοθετήσει η Εκκλησία, αφού οι δοξασίες αυτές ήταν αντίθετες  με τη διδασκαλία Της; Ας μην ξεχνάμε επίσης πως υπάρχουν διδάγματα, δοξασίες και θεσμοί των αρχαίων προγόνων μας απόλυτα απαράδεκτες, όπως λ.χ. ο θεσμός της δουλείας, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η κοινοκτημοσύνη των γυναικών (Πλάτων), η «ιερή πορνεία», οι φρικτές ανθρωποθυσίες καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και ως τον 4ο μ. Χ. αιώνα, κ.α. τα οποία κρινόμενα με το πνεύμα του Χριστιανισμού και με τη σημερινή πραγματικότητα, είναι σαφώς αποβλητέα. Υπήρχε περίπτωση να υιοθετήσει κάτι τέτοια η Εκκλησία, για να μη θεωρηθεί «υβρίστρια» των Ελλήνων; Και για ποιο λόγο άλλωστε να το κάνει, αφού ήλθε να απελευθερώσει καθολικά τον άνθρωπο από τη δεισιδαιμονία και την κακοδαιμονία του προχριστιανικού κόσμου και όχι να τον διαιωνίσει!
Αλλά αν θέλουν να αποκαλέσουν κάποιους υβριστές των Ελλήνων, ας αρχίσουν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είχαν απορρίψει ό, τι θεωρούν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» ως «ελληνικό». Ας αρχίσουν από τους ίδιους τους σοφούς, οι οποίοι απέρριπταν τις απόψεις άλλων σοφών. Ας αποκαλέσουν
πρώτα υβριστές των Ελλήνων τους σοφιστές και τους επικούρειους, οι οποίοι δεν δέχονταν και πολεμούσαν το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνος. Ας αποκαλέσουν πρώτα τον Πλάτωνα (427-347 π. Χ.) υβριστή της Ελλάδος, διότι θεωρούσε μόνες πραγματικότητες τις αρχετυπικές ιδέες, τον δε υλικό κόσμο δήθεν αιώνιο των υλοζωιστών ως μη πραγματικό, ως αντικατοπτρισμό του ιδεατού κόσμου, ως «φάσμα των ιδεών»!
Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τους σοφούς και επιστήμονες (σχεδόν στο σύνολό τους), οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τα σκοταδιστικά διδάγματα της αρχαίας θρησκείας και τις δεισιδαιμονίες των ιερέων και καταδιώχτηκαν άγρια από αυτούς. Είναι άλλωστε γνωστό, πως περισσότεροι από πεντακόσιοι γνωστοί σοφοί και επιστήμονες βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τις εκκαθαρίσεις, που έκανε το ιερατείο, μέσω της πολιτικής εξουσίας, μόνο στην Αθήνα, με τις φρικτές «δίκες περί αθεΐας»!
Ας αποκαλέσουν το Σωκράτη (469-399 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, επειδή δίδασκε «καινά δαιμόνια», δηλαδή αλλότρια θρησκευτική πίστη από την κρατούσα, τη δήθεν ελληνική, και γ’ αυτό τον σκότωσαν. Ας αποκαλέσουν τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, ο οποίος θέλοντας να στηλιτεύσει τις δεισιδαίμονες πρακτικές του ιερατείου, και να αναιρέσει την πίστη στους ανύπαρκτους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα και να καταφύγει στην Χαλκίδα, προκειμένου να γλυτώσει τη ζωή του. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον μεγάλο Αίσωπο (6ος π. Χ. αιών), ο οποίος κατάγγειλε την απάτη της αρχαίας θρησκείας και την πρακτική των απατεώνων ιερέων του δελφικού «ιερού», και οι οποίοι τον δολοφόνησαν στον ανίερο εκείνο τόπο. Ας αποκαλέσουν υβριστές της Ελλήνων τον ελευθερόφροναΑλκιβιάδη, τους ρήτορες Λεωγόρα και Ανδοκίδη και τον μεγάλο κυνικό φιλόσοφο Διογένη, (5ος π. Χ. αιών), οι οποίοι διακωμώδησαν τα γελοία πνευματιστικά ελευσίνια μυστήρια.
Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τον Πυθαγόρα (580-490 π. Χ.) και τους μαθητές του, οι οποίοι εξαιτίας του φόβου τους από τους ιερείς και των οργάνων τους, δημιούργησαν μυστική σχολή, όπου δίδασκαν δόγματα αντίθετα με τα κρατούντα και τους οποίους οι ιερείς έκαψαν ζωντανούς στον Κρότωνα το 430 π. Χ.!
Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων το σοφιστή Πρωταγόρα ( 480-411 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι το πραγματικό θείον είναι άγνωστο στους ανθρώπους και πως οι «θεοί» της αρχαίας θρησκείας ήταν ανύπαρκτοι, και γι’ αυτό τον καταδίωξαν άγρια οι ιερείς και έκαψαν τα «αιρετικά» βιβλία του στην αγορά της Αθήνας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τονΑναξαγόρα (490-427 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι ο υλικός κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά ποίημα του Νου, και τα άστρα δεν είναι θεοί, αλλά διάπυρες μάζες, και ο οποίος παραλίγο να χάσει τη ζωή του από το αθηναϊκό ιερατείο και το δεισιδαίμονα όχλο. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ξενοφάνη (570-480 π. Χ.), ο οποίος μίλησε για τον ένα Θεό και αρνήθηκε, χονδροειδή ειδωλολατρία, τον ανόητο πολυθεϊσμό και το γελοίο ανθρωπομορφισμό της αρχαίας θρησκείας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Επίκουρο (341-270 π. Χ.), ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη των «θεών» της αρχαίας θρησκείας και του όχλου και τη μεταθανάτια ζωή, το βασίλειο του Πλούτωνα στον Άδη, Νήσους Μακάρων κλπ. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ευήμερο (2ος αιών π. Χ.), ο οποίος χαρακτήρισε τους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, ως κάποιους επιφανείς ανθρώπους της παλιάς εποχής, τους οποίους θεοποίησαν οι απατεώνες ιερείς και επέβαλαν τη λατρεία τους στους αμαθείς όχλους για να τους εκμεταλλεύονται.
Ας αποκαλέσουν, τέλος, υβριστή των Ελλήνων το ίνδαλμά τους, τον παρανοϊκό Ιουλιανό (361-363 μ. Χ.), ο οποίος απαγόρευε τη διδασκαλία στα σχολεία των έργων αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, όσων είχαν γράψει εναντίον της αρχαίας θρησκείας, καίγοντας με μανία τα έργα τους! Δείτε άλλωστε τι είχε γράψει σε επιστολή του ο άθλιος εκείνος «εστεμμένος φιλόσοφος»: «ας μη φτάνει στην ακοή επικούρειος ή πυρρώνειος λόγος. Τώρα αλήθεια, οι θεοί (σ.σ. μέσω αυτού) καλά έκαναν και κατέστρεψαν τα έργα τους, ευτυχώς που τα βιβλία τους χάθηκαν»(Ιουλ.Επιστ.89β, Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c)!
Ασφαλώς θα τρίζουν τα τιμημένα κόκκαλα όλων των αρχαίων σοφών προγόνων μας, από την ακατανόητη «υπεράσπισή» τους από τους σύγχρονους «αρχαιολάτρες», οι οποίοι ήξεραν να βιώνουν το σεβασμό προς τους άλλους, έστω και αν διαφωνούσαν μαζί τους, ξέχωρα από τους σκοταδιστές ιερείς, τα παράσιτα της θρησκείας και τον δεισιδαίμονα και αμαθή όχλο! Θα τρίζουν τα κόκαλά τους από αγανάκτηση διότι τους ταυτίζουν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» με τους σκοτεινούς παράγοντες της αρχαίας θρησκείας και με τον χυδαίο και θρησκομανή όχλο, ο οποίος ποτέ δε μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτισμό και καταδίωκε την αντίθετη γνώμη!  Θα τρίζουν από αγανάκτηση τα κόκαλά τους, διότι κάποιοι φανατικοί, αμαθείς και εμπαθείς σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» έχρισαν τους εαυτούς τους σε όψιμους τιμητές και υπερασπιστές τους, μη γνωρίζοντας οι δύστυχοι ότι ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός, από τα βάθη της ιστορίας, ως τα σήμερα, είναι σύνθεση και όχι δογματική μονολιθικότητα!
Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ως γνήσιοι Έλληνες (στην καταγωγή, στη σκέψη και στη νοοτροπία) και εν προκειμένω οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σκέφτηκαν και έπραξαν ελληνικά, εκφραζόμενοι σύμφωνα με τα πιστεύω τους ελεύθερα, απέκλεισαν κάποιες ιδέες από την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι οποίες δε συμφωνούσαν με Αυτήν. Σκέφτηκαν και έπραξαν όπως οι φημισμένοι πρόγονοί τους, οι οποίοι ήταν εκλεκτικοί, και όπως κάνουν οι Έλληνες στη διαχρονική μορφή του Ελληνισμού. Έπραξαν ό, τι έπρατταν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, οι οποίοι απέρριπταν ό, τι δε συμφωνούσε με τις δικές τους απόψεις. Τι το πιο φυσικό για πολιτισμένους, ορθά και ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους;
Θλιβερή εξαίρεση στη μακραίωνη παράδοσή μας είναι οι σύγχρονοι αρχαιόπληκτοι «αρχαιολάτρες» και άλλοι θιασώτες της θολής κουλτούρας, οι οποίοι πάσχουν από ανίατο μονισμό για την αρχαία Ελλάδα. Λες και οι αρχαίοι τους «διόρισαν αγροφύλακες» στα αθάνατα διαχρονικά τους κτήματα, τα οποία είναι κτήματα όλου του πολιτισμένου κόσμου και περισσότερο ημών των απογόνων τους! Υβριστής των αρχαίων προγόνων μας δεν είναι η Εκκλησία με τον απόλυτα δικαιολογημένο εκλεκτισμό Της, αλλά πραγματικοί υβριστές είναι όσοι βρίζουν τον διαχρονικό Ελληνισμό, όσοι αρνούνται την ιστορική ενότητά του και τον περιορίζουν χρονικά κατά τη δική τους υποκειμενική εκτίμηση. Εν προκειμένω, πραγματικοί και μάλιστα άθλιοι υβριστές είναι όσοι βρίζουν, με τη γνωστή ψυχοπαθολογική υστερία, την πίστη εκατομμυρίων νεοελλήνων, οι οποίοι σε πείσμα των υβριστών τους, βιώνουν το ελληνικό ιδεώδες ασύγκριτα γνησιότερα από εκείνους με την ορθόδοξη πίστη τους.
Σε αντίθεση με όλους τους σύγχρονους εικονοκλάστες του πραγματικού και διαχρονικού Ελληνισμού, μηδέ των «αρχαιολατρών» εξαιρουμένων, εμείς ως ορθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε της αλήθειας και ταυτόχρονα, ως έλληνες, μετέχουμε του ωραίου. Χάρη σ’ αυτές τις δύο σταθερές διαφέρουμε από όλους όσους έχουν μονοσήμαντες πίστεις και αναγάγουν τον μονισμό σε μονολιθικό δόγμα. Για τούτο έχουμε το προβάδισμα στην αληθινή πρόοδο και τον παγκόσμιο πολιτισμό και αναγκάζουμε τους άλλους να μας ακολουθούν! Ο εκλεκτισμός μας είναι το μεγάλο μας μυστικό για ότι η Εκκλησία μας θριαμβεύει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και μαζί Της θριαμβεύει και το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, το οποίο χωρίς Αυτή θα ήταν χαμένο, ίσως χωρίς ανάμνηση, κάπου στα έσχατα της αρχαιότητας, όταν ο Χριστιανισμός βρήκε να ψυχορραγεί τον Ελληνισμό και τον ανάστησε από το βέβαιο θάνατό του!
Κατά συνέπεια θα συνεχίσουμε, ως Χριστιανοί και ως Έλληνες, την αδιαίρετη διαχρονική μας παράδοση, να είμαστε εκλεκτικοί, εφαρμόζοντας το λόγο του Μ. Βασίλειου: «Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ’ αυτά τα κείμενα ο, τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας»(Μ. Βασιλείου: Προς τους Νέους, όπως αν εξ ελλην­ι­κών ωφελοίντο λόγων»! Αυτός ο εκλεκτισμός μας είναι και θα είναι η ειδοποιός διαφορά μας με τους μονιστές και μονολιθικούς υβριστές μας, ως δήθεν υβριστές των Ελλήνων. Έχουμε ευτυχώς την ικανότητα να παίρνουμε ό, τι εκλεκτό και ωφέλιμο από το ανθρώπινο πνεύμα και να απορρίπτουμε ό, τι σαθρό και βλαβερό για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, αδιαφορώντας για τους γελοίους γρυλλισμούς των επικριτών μας!
http://aktines.blogspot.gr/2013/03/blog-post_382.html