Η δικαίωση του ανθρώπου
11 Νοεμβρίου, 2012 — vatopaidifriend4122. Τι εννοούμε λέγοντας δικαίωση;
Την απελευθέρωση τού ανθρώπου από την αμαρτία και την οφειλόμενη σ’ αυτήν ενοχή, την αναγέννηση, ανακαίνιση και θέωση της φύσεώς του, που είναι όλα καρποί του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Οπως η αμαρτία με την εισήγηση του πλάνου επέφερε αχρείωση της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου και εξασθένηση των πνευματικών του δυνάμεων σταθερώς αποκλινουσών από το Θεο και φερομένων προς το κακό, έτσι και η χάρη του Θεού, που πλούσια απέρρευσε από το πάθος και την ιλαστική θυσία του Χριστού, αποκατέστησε το «κατ’ εικόνα» στην αρχέγονή του εύκλεια, ενισχύοντας τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου στο αγαθό και την αρετή. Παρόλο ότι η δικαίωση είναι έργο καθαρό της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού, όμως για την πραγμάτωσή της απαιτείται από μέρους του ανθρώπου η ελεύθερη σύμπραξη και συνέργειά του με τη χάρη του Χριστού.
Τη δυνατότητα αυτή την έχει ο άνθρωπος, του οποίου η φύση δεν καταστράφηκε ολοσχερώς δια της αμαρτίας, αλλά διασώζει, έστω και τραυματισμένη, την ελευθερία της και τον πόθο προς τα πνευματικά και τα επουράνια. Η δικαίωση με άλλα λόγια δεν είναι έργο παθητικό. Και προέρχεται μεν από το Θεο, όμως για την ενεργό αξιοποίησή της απαιτείται από τον άνθρωπο, ως απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη, η ελεύθερη συνέργειά του.
123. Ποιο είναι το ληπτικό όργανο της δικαιώσεως;
Είναι το ιερό μυστήριο του βαπτίσματος. Σ’ αυτό ο βαπτιζόμενος αποθέτει μεν τον παλαιόν εν αμαρτίαις άνθρωπο, αναγεννιέται πνευματικά και ανακτίζεται σε μια νέα γεμάτη από Θεο ύπαρξη και ζωη. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά δίκαιος στο ιερό βάπτισμα. Αν δε τυχόν πεθάνει αμέσως μετά την τελετή της αναγεννήσεως, είναι βέβαιο ότι θα κληρονομήσει την αιώνια ζωη. Αυτό συμβαίνει με τα άρρωστα νήπια, που βαπτίζονται λίγο πριν πεθάνουν.
124. Ποιο είναι το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως;
Το χρονικό διάστημα που προηγείται του βαπτίσματος. Αυτό φυσικά δεν αναφέρεται στα νήπια, τα στερούμενα λόγου και συνειδήσεως, αλλά μόνο στούς ενήλικες. Στις ψυχές αυτών η προκαταρκτική θεία χάρη γεννά τη γενική λεγόμενη πίστη, δηλαδή την αποδοχή των αληθειών της θείας Αποκαλύψεως, εμφυσώντας σ’ αυτές αποστροφή προς την αμαρτία, φόβο προ της τιμωρού δικαιοσύνης του Θεού και πόθο αποκτήσεως της δικαιώσεως της χορηγούμενης δια του βαπτίσματος. Ολα αυτά αποτελούν απαραίτητη συνθήκη επιτυχίας της δικαιώσεως. Κατά τη μαρτυρία της Γραφής της αναγεννήσεως προηγείτο πάντοτε η συναίσθηση της αμαρτίας και η μετάνοια η η κατάνυξη της καρδίας Στην αρχαία δε Εκκλησία υπήρχε ο θεσμός των κατηχουμένων, οι οποίοι ζούσαν εν μετανοία, διδασκόμενοι τις αλήθειες του Ευαγγελίου, προτού βαπτισθούν και γίνουν επίσημα μέλη της Εκκλησίας. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η προπαρασκευή αυτή δεν είναι η γενεσιουργός αιτία της δικαιώσεως, αλλά απλή συνθήκη παροχής αυτής. Ούτε δε είναι έργο αξιόμισθο, το οποίο οφείλει να αμείψει ο Θεός, συγχωρώντας και ανακαινίζοντας τον άνθρωπο.
125. Υπάρχουν άλλα στάδια δικαιώσεως;
Ναι, υπάρχουν. Η δικαίωση φυσικά, ως ενέργεια και δωρεά χάριτος του Χριστού, είναι μία· η κάθαρση από την αμαρτία και η πνευματική αναγέννηση. Εντούτοις δεν είναι έργο μαγικό και παθητικό. Ο λογικός άνθρωπος δεν μένει στατικός και ανενεργός στο χάρισμα του Θεού. Οπως δε στο προπαρασκευαστικό στάδιο δεχόμενος την κλήση της χάριτος πρέπει να δουλέψει κι αυτός για να μπορέσει να λάβει τη δικαίωση, έτσι κι αφού τη λάβει, πρέπει να συμπράξει με την χάρη του Θεού, ώστε να αξιοποιήσει υποκειμενικά την ευλογία του Αγίου Πνεύματος.
Το στάδιο αυτό στο οποίο θα εισέλθει ο αναγεννηθείς άνθρωπος, είναι ο αγιασμός. Είναι δε αυτός το αγαθό φρόνημα, η αγία διάθεση που μορφώνεται στη δικαιωμένη ψυχή από τη χάρη του Θεού, η οποία εκδηλώνεται σε χαρά και ακράτητη ορμη προς τέλεση του αγαθού και νέκρωση του σαρκικού φρονήματος, το οποίο πάντα υπάρχει στον άνθρωπο και είναι επικλινές και ευεπίφορο στην αμαρτία. Με τη χάρη του Θεού ο άνθρωπος προχωρεί από δύναμη σε δύναμη και από δόξα σε δόξα, προκόπτοντας στο αγαθό και τελειούμενος πνευματικά .
126. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στη δικαίωση;
Βεβαίως υπάρχουν. Αφοῦ η δικαίωση δεν είναι κάτι εξωτερικό στον άνθρωπο, αλλά έχει άμεση σχέση με το εσώτερο βάθος της πνευματικής του φύσεως και συναρτάται προς την ελεύθερη συνέργεια του λογικού όντος, είναι φυσικό να μην είναι όμοια σε όλους τούς δικαιωμένους, αλλά να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αυτό θα εξαρτηθεί από το βαθμο προσοικειώσεως της δικαιώσεως και το μέτρο συνεργασίας των ανθρώπων με τη χάρη του Θεού. Καθόσον δε οι άνθρωποι συνεργάζονται διαφορετικά, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, με τη δύναμη του Θεού, κατ’ ανάλογο τρόπο θα ποικίλλει και ο βαθμός αγιασμού των ανθρώπων και η δόξα η οφειλόμενη σ’ αυτούς στη βασιλεία των ουρανών. Και ενώ το αγαθό του αγιασμού, η ένωση δηλαδή με το Θεο και η μακαριότητα των δικαίων θα είναι το ίδιο σε όλους, όμως ο βαθμός της δόξας των δικαίων, η ανάκρασή τους με τη φωτεινότητα του Θεού και η λαμπρότητα της πνευματικής τους φύσεως δεν θα είναι η ίδια, αλλά θα ποικίλλει ανάλογα με το βαθμο της προσωπικής τους οικειώσεως του αγαθού της σωτηρίας. Κατά τούς λόγους του Κυρίου, στη βασιλεία των ουρανών τα πνευματικά της αστέρια δεν θα είναι τα ίδια, δεν θα εκπέμπουν όλα το ίδιο φως, αλλά «αστήρ αστέρος θα διαφέρει εν δόξη» , όπως θα υπάρχουν και πολλές μονές «εν τη οικία του Πατρός», όπου θα ενδιαιτώνται οι Αγιοι . Η δόξα της Θεοτόκου, λόγου χάρη, και των άλλων μεγάλων αγίων, δεν θα είναι όμοια με αυτήν που θα έχει ένας απλός δικαιωμένος πιστός.
127. Μπορεί ο άνθρωπος να εκπέσει της δικαιώσεως;
Βεβαίως μπορεί. Οπως δηλαδή ο πιστός συμπράττων με τη χάρη του Θεού μπορεί να προχωρήσει στον αγιασμό, την ένωσή του με το Θεο και τη δόξα του κληρονομώντας την αιώνια ζωη, έτσι ο ίδιος, αν αδιαφορήσει για το πνευματικό αγαθό και κυριευθεί από το αμαρτητικό της φύσεώς του καταπατώντας το νόμο του Θεού και πράττοντας έργα αισχύνης και φθοράς, μπορεί να εκπέσει της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και να χαθεί.
Η αμαρτία είναι το μέτρο εκπτώσεως τούανθρώπου από το αγαθό της δικαιώσεως. Αν και δεν είναι πάντα ευχερής και ακίνδυνη η διάκριση των αμαρτημάτων, γίνεται από κοινού παραδεκτό, ότι αυτά διακρίνονται σε δύο ομάδες, τα συγγνωστά και τα θανάσιμα. Τα πρώτα είναι κοινά για όλους τούς πιστούς. Μονο ο Χριστός και σε κάποιο στάδιο η Θεοτόκος εξαιρέθηκαν από αυτά (σχετική αναμαρτησία της Παρθένου). Κατά τον αδελφόθεο Ιάκωβο «πολλά πταίομεν άπαντες» , ενώ κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν (Α´ Ιωάν. 1,18). Ενδεικτικά ομοίως είναι και τα λόγια του Κυρίου· «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών» (Ματθ. 6,12).
Τα δεύτερα δε, τα θανάσιμα, είναι σοβαρές παραβάσεις του νόμου του Θεού, αμαρτήματα, τα οποία αν δεν συγχωρηθούν με τη μετάνοια, θα οδηγήσουν στον πνευματικό θάνατο, δηλαδή τον αιώνιο αποχωρισμό της ψυχής από τη ζωη του Θεού. Ως τέτοια η Γραφή αναφέρει τα αμαρτήματα του Δαβίδ, του Σολομώντα και του Πετρου, τα οποία βέβαια απαλείφθηκαν με τη μετάνοια. Αντίθετα το παράπτωμα του Ιούδα, για τον οποίον είπε ο Κυριος ότι καλό θα ήταν να μην ερχόταν καν στον κόσμο, τον οδήγησε στην αγχόνη και την αιώνια απώλεια. Ενδεικτικά, τέλος, είναι και τα λόγια του Απ. Παύλου, ο οποίος διακρίνοντας τούς εργαζόμενους στο ναο σ’ εκείνους που καταθέτουν χρυσό, άργυρο, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, απ’ αυτούς που φθείρουν το ναο του Θεού, λέγει ότι αυτός που καταθέτει ξύλα, χόρτα και καλάμη δύσκολα θα σωθεί («ως δια πυρός»), ενώ αυτός που φθείρει το ναο του Θεού θα καταστραφεί
Παράλληλα με τη διάκριση βαθμών αγιασμού και δόξας στη βασιλεία των ουρανών, υπάρχει και η διάκριση βαθμών σκοτισμού και κολάσεων στο βασίλειο του σκότους, που θα είναι ανάλογη προς το βαθμο πωρώσεως στην αμαρτία και της εκπτώσεως του ανθρώπου από τη χάρη του Θεού. Αλλιώτικα θα βασανίζονται ο Σατανάς και οι διαβόητοι αμαρτωλοί, από τούς απλούς παραβάτες του νόμου του Θεού. Θα μου πείτε βέβαια, ποια σημασία θα ’χει, αν οι κολαζόμενοι θα είναι σε μεγάλη η σε μικρή φωτιά; Διαφοροποιούνται οι καταστάσεις αυτές; Ο συλλογισμός αυτός είναι βάσιμος. Φαίνεται όμως, ότι οι καταστάσεις αυτές είναι καθαρά προσωπικές, που δεν μπορούμε να τις ξέρουμε εμείς που βρισκόμαστε έξω απ’ αυτές. Μολις μπούμε στη διαδικασία φυσικά θα τις μάθουμε, ο μη γένοιτο! Και δυο λόγια ακόμη. Τη διάκριση των αμαρτημάτων που κάνει ο ηθικός νόμος την υιοθετεί και το ανθρώπινο δίκαιο, που διακρίνει τις παραβάσεις του νόμου σε πλημμελήματα και εγκλήματα, τα οποία και ανάλογα τιμωρεί.
128. Ποιοί είναι οι όροι της δικαιώσεως;
Είναι δύο: η πίστη και τα αγαθά έργα. Η πίστη η δικαιούσα τον άνθρωπο δεν είναι μόνο μία απλή συγκατάθεση του νου στην αλήθεια του Θεού, δηλαδή μια νοητική αποδοχή του θεωρητικού μέρους των δογματικών αληθειών της πίστεως, όπως αυτές περιέχει η θεία αποκάλυψη (οι πηγές της πίστεως). Μια τέτοια πίστη είναι άχρηστη για τον άνθρωπο. Αυτή μπορούν να έχουν και τα δαιμόνια, που πιστεύουν και φρίσσουν , χωρίς αυτό να τα βοηθεί σε τίποτε. Αλλά, παράλληλα με τη νοητική παραδοχή, η πίστη είναι και αφοσίωση της ψυχής στο λυτρωτικό αγαθό, ένθερμη πεποίθηση στην πρόνοια του Θεού και στροφή της βούλησης στο αγαθό και το νόμο του Θεού. Με άλλα λόγια η πίστη πρέπει να είναι και έργο καρδιάς ηθικό.
Τα αγαθά έργα είναι καρπός της πίστεως, που ζωογονείται από την αγάπη προς το Θεο και τον πλησίον. Τα έργα είναι η ζωντανή πιστοποίηση της αλήθειας της πίστεως , και ως τέτοια έχουν τη θέση τους στη δικαίωση. Ο τύπος ο εκφράζων συνοπτικά την ορθόδοξη περί των όρων της δικαιώσεως αντίληψη, είναι η πρόταση: Ο άνθρωπος δικαιούται (σώζεται) δια της πίστεως «της δι’ αγάπης ενεργουμένης» . Τοσο η πίστη όσο και η αγάπη (τα αγαθά έργα) είναι οι απαραίτητες συνθήκες της σωτηρίας. Λογω δε της εμπεριχωρήσεως των εννοιών πίστη, αγάπη, αγαθά έργα, είτε πούμε ότι η πίστη σώζει η η αγάπη η τα αγαθά έργα, λέμε ένα και το αυτό πράγμα.
Τούς όρους της δικαιώσεως κατά την ορθόδοξη αντίληψη διατυπώνει άριστα η Ομολογία του Δοσιθέου σε όσα γράφει· «Πιστεύομεν μηδένα σώζεσθαι άνευ πίστεως. Καλούμεν δε πίστιν την ούσαν εν ημίν ορθοτάτην υπόληψιν περί Θεού και των θείων, ήτις ενεργουμένη δια της αγάπης, ταυτόν ειπείν δια των θείων εντολών, δικαιοί ημάς παρά Χριστού και ταύτης άνευ τω Θεώ ευαρεστήσαι αδύνατον». Οι όροι της δικαιώσεως άριστα διατυπώνονται και στην αγία Γραφή. Ετσι ο μεν Ιωάννης γράφει, ότι η εντολή του Θεού είναι «να πιστεύωμεν τω ονόματι του υιού αυτού Ιησοῦ Χριστού και αγαπώμεν αλλήλους» (σύνδεσμος πίστεως και αγάπης), ο δε Ιάκωβος «εξ έργων δικαιούται ο άνθρωπος και ουκ εκ πίστεως μόνον» , ενώ ο Παύλος τονίζει ότι «εν Χριστώ Ιησοῦ ούτε περιτομή τις ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» . Εκ των ιερών τούτων συγγραφέων ο μεν Ιάκωβος εξαίρει, σύμφωνα με τούς πρακτικούς σκοπούς της επιστολής του, ως όρο δικαιώσεως τα αγαθά έργα ως καρπούς της ζωντανής πίστεως, τα οποία αντιβάλλει προς τη νεκρή και άχρηστη πίστη, την οποία ομολογούν και τα δαιμόνια. Ο δε Παύλος εκφράζει τούς όρους της δικαιώσεως στον μεταξύ τους οργανικό σύνδεσμο και την αλληλουχία πίστεως και αγάπης. Είναι αναντίρρητο βέβαια ότι ο Απόστολος σε άλλα σημεία των επιστολών του, εξαίρει μόνο την πίστη ως όρο της δικαιώσεως, αποκλείων τα έργα· «Λογιζόμεθα δικαιούσθαι πίστει άνθρωπον χωρίς έργων νόμου» και «ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη δια πίστεως». Ομως τα έργα αυτά που δεν μετέχουν στη δικαίωση δεν είναι τα έργα που βλαστάνουν δια της χάριτος στην καρδιά του αναγεννημένου, αλλά τα έργα του νόμου τα εκτρέφοντα στην ψυχή το αίσθημα της αυτοδικαιώσεως και της εγωιστικής εγκαυχήσεως, όπως ήταν τα υποκριτικά έργα των Φαρισαίων, τα οποία με σφοδρότητα εστηλίτευσε ο Κυριος .Συμφωνα με όσα είπαμε, λοιπόν, ο άνθρωπος σώζεται στο πεδίο του αγιασμού, όταν έχει πίστη φλογερή και ζωντανή, ολόψυχη αφοσίωση στο λυτρωτικό έργο του Χριστού και παράλληλα έχει αγάπη ειλικρινή και ανυπόκριτη στο Θεο και τούς ανθρώπους, που εξωτερικεύεται σε έργα αυποιΐας προς το συνάνθρωπο, έργα δυνάμενα να φθάσουν μέχρι αυτοθυσίας στη διακονία του πλησίον.
129. Ποια είναι η περί δικαιώσεως διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων;
Η περί δικαιώσεως τούανθρώπου προτεσταντική εκδοχή δεν είναι όμοια με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Δεν είναι εσωτερική αναγέννηση της ψυχής δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος, όπως δέχονται αυτές, αλλά εξωτερική από το Θεο ανακήρυξη του ανθρώπου ως δικαίου, χωρίς να καταλογίζονται σ’ αυτόν οι αμαρτίες του, ένεκα της δικαιοσύνης του Χριστού. Είναι απλά μια δικαστική απόφαση του Θεού, χωρίς το εσωτερικό περιεχόμενο του πράγματος. Η Αυγουσταία Ομολογία λέγει· «Δικαιούν κατά την δικανικήν συνήθειαν σημαίνει απολύειν τον ένοχον και κηρύττειν δίκαιον, αλλά δια ξένην δικαιοσύνην, την μεταδιδομένην εις ημάς δια της πίστεως», ο δε τύπος της Συμφωνίας· «Το ρήμα δικαιούν εν τω έργω τούτω σημαίνει απλώς κηρύττειν τινά δίκαιον, απολύειν απλώς από των αμαρτημάτων και των αιωνίων δι’ αυτά ποινών δια την δικαιοσύνην του Χριστού, την από του Θεού τη πίστει καταλογιζομένην» .
Τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού, επηρεαζόμενα από την περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδασκαλία τους, δεν είναι σωστά. Η εξωτερική δικαστική απόφαση και η κήρυξη ενός ως δικαίου ισχύει μόνο για τούς ανθρώπους, οι οποίοι κρίνοντες εξωτερικά και επί τη βάσει αποδείξεων, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το εσωτερικό βάθος της ψυχής του ανθρώπου και μπορούν καμιά φοράε λλείψει μαρτυριών και τεκμηρίων ν’ ανακηρύξουν ένοχο τον αθώο και αντίστροφα αθώο τον ένοχο. Στον πάνσοφο όμως και δίκαιο Θεο δεν ισχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ότι υπάρχουν χωρία στη Γραφή με την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, όμως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ανακήρυξη από το Θεο κάποιου ως δικαίου δεν μπορεί να είναι άσχετη προς την εσωτερική του δικαίωση, που δημιουργεί η χάρη του Θεού. Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο Θεός κρίνει ψευδώς ανακηρύσσοντας δίκαιο τον άδικο, πράγμα που φθείρει βάναυσα την έννοια της θείας αγιότητας και δικαιοσύνης. Το χωρίο της Γραφής «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου… δικαιωθήσονται» , εντάσσεται στη σειρά της πιο πάνω σκέψεως. Στη μέλλουσα ζωη ο Θεός θ’ αναγνωρίσει ως δίκαιους όχι τούς ακροατές αλλά τούς ποιητές του νόμου. Η αναγνώριση όμως αυτή –για να είναι αληθινή– προϋποθέτει την εσωτερική δικαιοσύνη του ανθρώπου, στην οποία έφτασε αυτός με τη βοήθεια του Θεού.
Αλλά και όλες οι άλλες θέσεις της Γραφής, όπου η έννοια της δικαιώσεως περιγράφεται ως έκπλυση των αμαρτιών δια του αίματος του Χριστού, ως εσωτερική ανακαίνιση και αγιασμός, αντίκεινται προς την έννοια της δικαιώσεως ως εξωτερικής πράξεως του Θεού. Δεν πρέπει, λοιπόν, να χωρίζονται οιέννοιες «δικαίωσις» και «αγιασμός», αλλά να βρίσκονται σε οργανικό σύνδεσμο σαν δύο σκέλη της αυτής πραγματικότητας. Ο αγιασμός βέβαια ακολουθεί στη δικαίωση, επιτυγχανόμενος με τη συνέργεια Θεού και ανθρώπου, όμως δεν πρέπει ν’ αποχωρίζεται εκείνης, αποτελώντας τη δυναμική αξιοποίηση της δικαιώσεως. Αλλά και η έννοια της αμαρτίας ως πραγματικής καταστάσεως στον άνθρωπο, η οποία τον αποξενώνει από τον Θεο, φθείροντας την υπόστασή του, κρατύνει την αντίληψη της δικαιώσεως ως θετικής καταστάσεως, ως πραγματικής αναγεννήσεως της φύσεώς του. Οτι, τέλος, και το λυτρωτικό έργο του Χριστού ως ανακαίνιση και θέωση της φύσεως του ανθρώπου, χάνει με την προτεσταντική εκδοχή το αληθινό νόημά του, δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί.
130. Ποιοί είναι οι όροι της δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;
Κατά την προτεσταντική εκδοχή κύριος και αποκλειστικός όρος της δικαιώσεως είναι η πίστη. Σ’ αυτή δεν έχουν θέση τα όποια έργα του ανθρώπου είτε κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως είτε μετα ταύτα. Ο αποκλεισμός των αγαθών έργων από τη δικαίωση και σωτηρία είναι φυσική ακολουθία των περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδαγμάτων του Προτεσταντισμού. Εφόσον κατά τη βασική προτεσταντική αρχη δια της πτώσεως καταστράφηκε ολοσχερώς το «κατ’ εικόνα» με συνέπεια να νεκρωθεί η πνευματική φύση του ανθρώπου, ο,τι καλό κι αν κάνει αυτός φέρει το χαρακτήρα της αμαρτίας και είναι αδύνατο να συμβάλει στη σωτηρία του.
Επομένως μόνο δια της χάριτος και της αγάπης του Θεού μπορεί να δικαιωθεί και να σωθεί ο αμαρτωλός. Σ’ αυτήν ανάγεται ο άνθρωπος αποκλειστικά δια της πίστεως, η οποία είναι η αρχη, το μέσον και το τέλος της σωτηρίας. Η σώζουσα πίστη δεν είναι φυσικά η απλή αποδοχή των αληθειών της θείας Αποκαλύψεως, έργο δηλαδή νοητικό, αλλά η πεποίθηση στη χάρη του Θεού και η αφοσίωση στην αξιομισθία του Χριστού, με τη δύναμη της οποίας συγχωρούνται οι αμαρτίες.
Η πίστη φυσικά θα έχει σαν φυσική ακολουθία της καλούς καρπούς, την αγάπη και τα αγαθά έργα. Οπως όμως αυτά παρόντα τίποτε δεν συνεισφέρουν στη δικαίωση του ανθρώπου, έτσι και απόντα δεν μπορούν να την παραβλάψουν. Τα αγαθά έργα είναι φυσικά αναγκαία, η αναγκαιότητα όμως αυτή οφείλεται στο ότι είτε είναι εντάλματα του Θεού είτε ότι είναι καρποί της πίστεως. Προς τη σωτηρία όμως δεν έχουν καμία σχέση, ούτε συμβάλλονται στη δικαίωση η στην αύξηση της δικαιώσεως η και στην παραμονή στη χάρη, καθόσον οι πιστοί φρουρούνται «εν δυνάμει Θεού δια πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω» .
Ηπιότερη είναι η περί αγαθών έργων διδασκαλία της Αγγλικανικῆς Εκκλησίας (χωρίς βέβαια να εξομαλύνονται πλήρως οι διαφορές της με την ορθόδοξη αντίληψη), η οποία στο 12ο άρθρο της λέγει, ότι τα αγαθά έργα αν και είναι ο καρπός της πίστεως και ακολουθούν στη δικαίωση, δεν μπορούν μεν να εκπλύνουν τις αμαρτίες μας και να αντέξουν στην αυστηρότητα της κρίσεως του Θεού, όμως είναι αρεστά στο Θεο εν Χριστώ, εκπηγάζοντα αναγκαίως από την αληθινή και ζωντανή πίστη, της οποίας εκφράζουν τη ζωτικότητα και δια των οποίων αυτή γνωρίζεται, όπως γνωρίζονται τα δένδρα από τούς καρπούς τους.
131. Είναι τα αγαθά έργα αξιόμισθα;
Σε αντίθεση με την προτεσταντική αρχη η οποία αποκλείει τα αγαθά έργα εκ της δικαιώσεως και σωτηρίας, δεχόμενη ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο από τη χάρη του Θεού δια της πίστεως, η ορθόδοξη πίστη αναγνωρίζει τη θέση των αγαθών έργων στη δικαίωση, όχι βέβαια εκείνων που γίνονται κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως (γιατί η ψυχή τούανθρώπου είναι ακόμα μολυσμένη), αλλά των έργων που γίνονται με την πνοη της χάριτος στις αναγεννημένες ψυχές, απονέμοντας σ’ αυτά σχετική αξιομισθία. Τα αγαθά έργα, ως καρποί και ένδειξη της ζωντανής πίστεως, αποτελούν απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σωζονται μόνο οι άξιοι πιστοί, αυτοί που με τη χάρη του Θεού αξιοποιούν στη ζωη τους το αγαθό της δικαιώσεως. Λεγουμε δε σχετική αξιομισθία, για να την αντιδιαστείλουμε από την απόλυτη, η οποία δεν ταιριάζει στα πλάσματα.
Και είναι βέβαια αλήθεια –όπως είδαμε στα προηγούμενα– ότι σε αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής η δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου είναι έργο της θείας χάριτος. Στα χωρία όμως αυτά δεν αποκλείεται ρητά η σχετική αξιομισθία των αγαθών έργων. Ετσι στο κλασικό χωρίο, στο οποίο επιμένουν πολύ οι Διαμαρτυρόμενοι· «τη χάριτι εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον· ουκ εξ έργων ίνα μη τις καυχήσηται» , τίποτε δεν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς έργα, η ότι η ηθική ζωη δεν ασκεί ροπή επί της σωτηρίας των χριστιανών. Ο Απόστολος λέγει γενικά στούς Εφεσίους, ότι εσείς που ζούσατε στα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, σωθήκατε με τη δωρεά της χάριτος του Θεού, μη μπορώντας έτσι να καυχηθείτε για τα όποια καλά έργα σας.
Η γενικώτερη όμως διδασκαλία της Γραφής συνηγορεί υπέρ της σχετικής αξιομισθίας των αγαθών έργων. Σε πλήθος χωρίων της η αιώνια ζωη παρουσιάζεται ως αμοιβή, η δε σωτηρία τίθεται σε ουσιώδη συνάφεια με τα αγαθά έργα. Θα μνημονεύσουμε απλά τη Β´ προς Κορινθ. επιστολής (5,10), όπου λέγεται· «Τούς γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς α έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν» και της περικοπής Ματθ. 25,31-46, όπου οι άνθρωποι θα συναχθούν ενώπιον του κριτηρίου του Χριστού για να κριθεί έκαστος ανάλογα με τα έργα του, αγαθά η κακά, κληρονομώντας αντίστοιχα είτε την αιώνια ζωη είτε την αιώνια κόλαση.
Οι αιτιάσεις των Διαμαρτυρομένων, ότι η ορθόδοξη περί αγαθών έργων αντίληψη αίρει το απόλυτο της θείας χάριτος, μειώνει την αξιομισθία του έργου του Χριστού και εκτρέφει τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση στις ψυχές των ανθρώπων, μπορεί μεν να έχουν βάση σε περιπτώσεις εκτροπής από το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα σε αστήρικτες ψυχές, όχι όμως και σ’ εκείνες που με φόβο και τρόμο κατεργάζονται τη σωτηρία τους Τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση εκτρέφουν τα έργα του παλαιού νόμου, τα οποία τόσο έντονα καυτηρίασε ο Παύλος. Αλλωστε τα αγαθά έργα, ως ήδη σημειώσαμε, είναι σχετικώς αξιόμισθα. Δεν είναι αυτοδύναμα, αλλά προϊόντα της χάριτος του Θεού, ο οποίος αμείβοντας αυτά στεφανώνει τα ίδια τά έργα του.
132. Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε από προτεστάντες θεολόγους, υιοθετηθείσα και από ορθοδόξους ( Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλάς) για να συμβιβασθεί η διδασκαλία της Γραφής, η οποία άλλοτε μεν ομιλεί περί δικαιώσεως και σωτηρίας εκ πίστεως, άλλοτε δε δια πίστεως ενεργουμένης εν αγάπη. Κατά τη θεωρία, η δικαίωση δια πίστεως τελείται εδώ κάτω στη γη, ενώ η δεύτερη δια πίστεως και αγαθών έργων θα γίνει κατά την καθολική κρίση. Ο Χριστός δηλαδή όσους εδικαίωσε κατά το βάπτισμα δια της πίστεως, θα δικαιώσει για δεύτερη φορά κατά την κρίση με βάση την πίστη και τα αγαθά έργα τους. Στη δεύτερη περίπτωση η δικαίωση συμπίπτει με τη σωτηρία. Σχηματικά η θεωρία αυτή είναι ορθη. Δεδομένου δε, ότι όσοι δικαιώνονται στο βάπτισμα δεν διαπτύσσουν τη δικαίωσή τους σε βίο θεοφιλή και ενάρετο προαγόμενοι με τη βοήθεια της χάριτος στο πεδίο του αγιασμού, είναι λογικό ο Θεός να σώσει μόνο εκείνους, που πίστευσαν και συγχρόνως παρήγαγαν έργα αγαθά. Ουσιαστικά όμως φαίνεται περιττή και χωρίς περιεχόμενο η διαίρεση της μίας δικαιώσεως σε δύο, στην επίγεια και την επουράνια. Η δεύτερη δικαίωση δεν είναι τίποτε άλλο από την έσχατη κρίση του Θεού, ο οποίος θα κρίνει και θα σώσει τον κόσμο, σταθμώμενος τη δικαίωση, που έφερε ο άνθρωπος κατά τη στιγμη του θανάτου του, αν δηλαδή οικειοποιήθηκε το λυτρωτικό έργο του Χριστού, έζησε με πίστη στο Σωτήρα και παρήγαγε έργα αγαθά και ενάρετα. Η μία δηλαδή πίστη η εν αγάπη ενεργουμένη, η οποία αποτελεί την ουσία της δικαιώσεως, απλά θα επιβραβευθεί από το Θεο ως σωτηρία πλέον και είσοδος στη βασιλεία των ουρανών.
Πηγή: paterikiorthodoxia.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου