Φοβερό πράγμα
εἶναι ὁ φθόνος, ἀγαπητοί, καί ἀνήσυχο, πού πάντοτε κινεῖται καί πότε
δέν παύει νά ἐνεργῆ τό φυσικό τοῦ γνώρισμα. αὐτό εἶναι τό νά προσάπτη
μῶμο στούς ἀμωμήτους, νά κατηγορῆ τούς ἀκατηγόρητους, καί αὐτούς τούς
εὐσεβεστατους καί ὀρθοδοξοτατους νά τούς διαβάλλη ὡς κακοδόξους καί
δυσσεβεις. Γιά ἐπιβεβαίωσι αὐτοῦ εἶναι ἀρκετά τά παραδείγματα τῶν
μεγάλων διδασκάλων καί ἅγιών της ἐκκλησίας μας, ἐννοῶ τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ
Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἠσαν
εὐσεβεστατοι καί ὀρθοδοξοτατοι, διαβάλλονται ἀπό τούς ἀντίπαλούς τους ὡς
δυσσεβεις καί κακόδοξοι.
Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτωσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους; Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια καί κακόδοξα ὀνόματα.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες συκοφαντίες. Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκεινούς τούς ἀνόητους Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γί? αὐτόν στά Παράλληλά του Πλουταρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λογω τοῦ δυσφημου, σ? ἐκείνην τήν χυδαία καί λαική παροιμία πού ἁρμόζει σ? αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει: «ὅταν γαυγιζη ἕνας, ἀμέσως γαυγιζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγελη: «Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογιά σέ ὁποιονδήποτέ σας ζήτα λόγο» (Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά σκανδαλιζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλυπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ. 10,10).
Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό» (Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).
Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν, ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).
Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια, ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.
Τέταρτον. Διατηροῦμε τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.
Πέμπτον. Μαζί μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι, κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).
Ἕκτον. Κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν ἴδια δύναμι καί τα δυό.
Ἕβδομο. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ, αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της.
Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτωσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους; Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια καί κακόδοξα ὀνόματα.
Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες συκοφαντίες. Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκεινούς τούς ἀνόητους Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γί? αὐτόν στά Παράλληλά του Πλουταρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λογω τοῦ δυσφημου, σ? ἐκείνην τήν χυδαία καί λαική παροιμία πού ἁρμόζει σ? αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει: «ὅταν γαυγιζη ἕνας, ἀμέσως γαυγιζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγελη: «Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογιά σέ ὁποιονδήποτέ σας ζήτα λόγο» (Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά σκανδαλιζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλυπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ. 10,10).
Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό» (Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).
Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν, ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).
Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια, ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.
Τέταρτον. Διατηροῦμε τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.
Πέμπτον. Μαζί μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι, κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).
Ἕκτον. Κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν ἴδια δύναμι καί τα δυό.
Ἕβδομο. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ, αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της.
Ομολογια Πιστεως - Δηλαδη Απολογια Δικαιοτατη (σελ. 11-16)
Αγιου Νικοδημου του Αγιορειτου - Ομολογια Πιστεως (Αποδοσις στην νεοελληνικη)
Εκδοσις: Συνοδια Σπυριδωνος Ιερομοναχου - Νεα Σκητη Αγιον Ορος
Αγιου Νικοδημου του Αγιορειτου - Ομολογια Πιστεως (Αποδοσις στην νεοελληνικη)
Εκδοσις: Συνοδια Σπυριδωνος Ιερομοναχου - Νεα Σκητη Αγιον Ορος
Το κείμενο έχει περαστεί από ψηφιακό πολυτονιστή. Λάθη στον τονισμό είναι πιθανόν να υπάρχουν. Κάθε παρατήρηση δεκτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου