Μετάνοια (Κάλλιστου Γουέαρ) |
Με
αφορμή την ευαγγελική περικοπή του Ασώτου, που θα ακουστεί στις
εκκλησίες αυτή την Κυριακή, παραθέτουμε ένα κείμενο του Κάλλιστου
Γουέαρ, σχετικά με το μυστήριο της εξομολόγησης στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το Ορθόδοξο παιδί λαμβάνει τη θεία Κοινωνία από τη βρεφική ηλικία. Μόλις
όμως γίνει αρκετά μεγάλο για να καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ σωστού
και λάθους και να αντιλαμβάνεται τι είναι αμαρτία, -ίσως όταν γίνει έξι ή
επτά χρονών-, οδηγείται σ’ ένα άλλο μυστήριο, στο μυστήριο της
μετάνοιας ή εξομολόγησης. Με το Μυστήριο αυτό συγχωρούνται οι αμαρτίες
που διαπράχτηκαν μετά το Βάπτισμα, και ο αμαρτωλός συμφιλιώνεται ξανά με
την Εκκλησία: γι’ αυτό και συχνά ονομάζεται «Δεύτερο Βάπτισμα». Το
Μυστήριο ενεργεί ταυτόχρονα και ως φάρμακο για τη θεραπεία της ψυχής,
αφού ο ιερέας δεν προσφέρει μόνο την άφεση αλλά και πνευματικές
συμβουλές. Επειδή κάθε αμαρτία δεν διαπράττεται μόνο κατά του Θεού,
αλλά και κατά του πλησίον και κατά της κοινότητας, η εξομολόγηση και η
μετάνοια στην πρώτη Εκκλησία ήταν μια δημόσια υπόθεση. Για πολλούς
αιώνες όμως, στην Ανατολή και στη Δύση, η εξομολόγηση έχει πάρει τη
μορφή μιας ιδιωτικής «συζήτησης» μεταξύ του ιερέα και του
εξομολογούμενου. Απαγορεύεται αυστηρά στον ιερέα ν’ αποκαλύψει σε
οποιονδήποτε τρίτο όσα άκουσε κατά την εξομολόγηση.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η εξομολόγηση δεν γίνεται στο ειδικό εξομολογητήριο, όπου ένα καφασωτό χωρίζει τον εξομολόγο από τον εξομολογούμενο, αλλά σε οποιοδήποτε πρόσφορο μέρος της εκκλησίας, συνήθως στον ανοιχτό χώρο μπροστά από το εικονοστάσι. Μερικές φορές εξομολόγος και εξομολογούμενος στέκονται πίσω από κάποιο παραπέτασμα, ή μπορεί να υπάρχει κάποιο ειδικό δωμάτιο στην εκκλησία που προορίζεται για την εξομολόγηση. Ενώ στη Δύση ο ιερέας κάθεται και ο εξομολογούμενος γονατίζει, στην Ορθόδοξη Εκκλησία και οι δύο κάθονται (ή μερικές φορές στέκονται και οι δύο). Στην Ρωσική Εκκλησία ο εξομολογούμενος είναι συχνά στραμμένος σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, όπου είναι τοποθετημένα ο Σταυρός και μια εικόνα του Χριστού ή το Ευαγγέλιο, ο ιερέας στέκεται ελαφρά προς τη μια πλευρά. Αυτή η εξωτερική διάταξη τονίζει πως στην εξομολόγηση κριτής είναι ο Θεός και όχι ο ιερέας, καθότι ο ιερέας είναι μόνο μάρτυρας και λειτουργός του Θεού. [...] Όταν ο εξομολογούμενος τελειώσει, γονατίζει ή σκύβει το κεφάλι του και ο ιερέας, τοποθετώντας το επιτραχήλιον στο κεφάλι του εξομολογηθέντος και βάζοντας το χέρι του πάνω στο επιτραχήλι, διαβάζει την ευχή της άφεσης. Στο Ελληνικό ευχολόγιο η διατύπωση της άφεσης είναι αποδοκιμαστική (δηλαδή στο τρίτο πρόσωπο, «Είθε ο Θεός να σε συγχωρήσει...»), ενώ στο Σλαβονικό ευχολόγιο είναι δηλωτική (δηλ. στο πρώτο πρόσωπο, «Σε συγχωρώ...»). Η ευχή στο Ελληνικό ευχολόγιο είναι ως εξής: Όσα εξείπες τη εμή ελαχίστη ταπεινότητι, και όσα ουκ έφθασας ειπείν, ή κατ’ άγνοιαν ή κατά λήθην, οιαδήποτε, ο Θεός συγχωρήσοι σοι εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι... Περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην. Στα σλαβονικά η διατύπωση είναι ως εξής: Είθε ο Κύριος και Θεός μας, Ιησούς Χριστός, με τη χάρη και τη δωρεά της αγάπης Του για την ανθρωπότητα, να συγχωρήσει, παιδί μου... (δείνα), όλα σου τα αμαρτήματα. Κι εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με τη δύναμη που μου έδωσε Αυτός, σε συγχωρώ και «αφίημι» όλες σου τις αμαρτίες. Ο τύπος αυτός, που χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ», εισήχθη αρχικά στα Ορθόδοξα λειτουργικά βιβλία, λόγω Λατινικής επιρροής, από τον Πέτρο Μογίλα στην Ουκρανία, και υιοθετήθηκε από τη Ρωσική Εκκλησία τον δέκατο όγδοο αιώνα. Πολλοί Ορθόδοξοι καταγγέλλουν αυτή την απομάκρυνση από την παραδοσιακή εξάσκηση του Μυστηρίου στη Χριστιανική Ανατολή, επειδή σε καμία άλλη περίπτωση ο ιερέας δεν μιλά στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Ο ιερέας έχει τη δυνατότητα, αν το θεωρεί σκόπιμο, να επιβάλει κάποιο επιτίμιον, αλλ’ αυτό δεν αποτελεί ουσιαστικό τμήμα του μυστηρίου, και πολύ συχνά παραλείπεται. Πολλοί Ορθόδοξοι έχουν τον «πνευματικό τους πατέρα», που δεν είναι απαραίτητα ο ιερέας της ενορίας τους, στον οποίο συχνά προσέρχονται για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Δεν υπάρχει στην Ορθοδοξία κάποιος αυστηρός κανόνας στο πόσο συχνά πρέπει κάποιος να προσέρχεται στην εξομολόγηση. Οι Ρώσοι συνήθως πηγαίνουν πιο συχνά απ’ ό,τι οι Έλληνες. Όπου επικρατεί η συνήθεια της μη συχνής μετάληψης – για παράδειγμα, τέσσερις με πέντε φορές το χρόνο-, οι πιστοί ίσως να εξομολογηθούν πριν από κάθε μετάληψη. Στους κύκλους όμως όπου η συχνή θεία Κοινωνία έχει γίνει ο κανόνας, συνήθως δεν χρειάζεται εξομολόγηση πριν από κάθε μετάληψη. Από το βιβλίο Η Ορθόδοξη Εκκλησία Κάλλιστου Ware Εκδ. Ακρίτας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου