Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ
        Πολύ συχνά, στο πρόσωπό μας, στην οικογένειά μας, στους συγγενείς μας, σε φίλους και εχθρούς, σε γνωστούς και αγνώστους συναντούμε το φαινόμενο του θανάτου. Ο θάνατος είναι η πιο σίγουρη και βεβαία πραγματικότητα στη ζωή μας, όσο κι αν το ξεχνούμε αυτό ή όσο κι αν προσπαθούμε να το ξεχάσουμε.
 
        Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου; Τι διδάσκει γι’ αυτό η χριστιανική διδασκαλία; Ας μελετήσουμε το σοβαρό και τόσο σπουδαίο αυτό θέμα.
 
        Κατ’ αρχάς το πρώτο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό ούτε θνητός ούτε αθάνατος, αλλά του δόθηκε η δυνατότητα ανάλογα με την διαγωγή του και την υπακοή του στο θείο θέλημα να μπορεί να γίνει θνητός ή αθάνατος. Με το φθόνο του διαβόλου και τη συνεργία και υπακοή σ’ αυτόν του ανθρώπου, όπως και την απιστία και ανυπακοή του προς τον Θεό, έγινε ο άνθρωπος θνητός και φθαρτός. Ο Θεός όμως, επειδή δεν αμάρτησε ο άνθρωπος από μόνος του –όπως ο διάβολος– αλλά εξωθήθηκε σ’ αυτό από τον διάβολο, δεν τον άφησε στην θνητότητά του και στην φθορά του. Με την ενανθρώπησή του και την ανάστασή του έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο, πιστεύοντας σ’ Αυτόν και μετανοώντας για τα λάθη του και αγωνιζόμενος να βιώσει το ευαγγέλιο, να μπορεί ν’ ανακαινίσει την φθαρτή και θνητή του φύση και να συμμετάσχει στην ανάσταση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού.
        Παρ’ όλα αυτά όμως λίγοι είναι οι άνθρωποι που συνειδητά και αποφασιστικά πιστεύουν στο Χριστό και προσπαθούν να τον μιμηθούν στην ανθρώπινη ζωή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν συναντούμε το φαινόμενο του θανάτου να λέμε διάφορα, που δεν είναι σωστά και σύμφωνα με την πίστη μας, αλλά δείχνουν απλά την απιστία μας και το πόσο μακριά βρισκόμαστε από το χριστιανικό ήθος και πιστεύω. Ας δούμε λοιπόν μερικά από αυτά κι ας προσπαθήσουμε να τα ανασκευάσουμε με τη βοήθεια της Γραφής και των πατέρων της Εκκλησίας μας.
 
        Α΄. «Δεν χάρηκε τη ζωή».
        Ο κάθε άνθρωπος, κι ο πιο φτωχός κι ο πιο ασθενής κι ο πιο αδύνατος έχει και τις χαρούμενες και ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του. Έτσι τα έκανε ο Θεός, ώστε ούτε όλα να είναι λυπηρά ούτε όλα ευχάριστα. Αυτό που λέγει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε μια του επιστολή ότι «για άλλους αυτή η ζωή είναι μια διαρκής Αποκριά και για άλλους μια διαρκής Σαρακοστή» δεν είναι σωστό. Εκείνο που αξιοποιεί και κάνει ευτυχισμένη την νυν ζωή, αλλά και την αιώνια, δεν είναι τόσο τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά αλλά η γύμναση του ανθρώπου που τον καθιστά ικανό να τ’ αντιμετωπίζει όλα με δοξολογία και ευχαριστία προς τον Θεό, με ελπίδα και αισιοδοξία, με υπομονή και καρτερία. Αν ο άνθρωπος που θνήσκει έχει φθάσει στο πιο μεγάλο σημείο εκγυμνάσεως του στο ν’ αντιδρά θετικά και έξυπνα σ’ όλα όσα αντιμετωπίζει, ή πλέον δεν μπορεί να εξασκηθεί περισσότερο, τότε έφθασε η ιδανική ώρα ν’ αποχωριστεί τον κόσμο αυτό.
       
        Β΄. «Δεν έζησε πολλά χρόνια».
        Ποιά η διαφορά πολλών ή λίγων χρόνων; Και με τα πολλά και με τα λίγα φθάνουμε στον θάνατο. Είναι αδύνατο να αποφύγουμε το μυστήριο του θανάτου. Τί κερδίζουμε εν τέλει με μια μικρότερη ή μεγαλύτερη επιμήκυνση του χρόνου; Το παρελθόν, όσο πλούσιο ποιοτικά και ποσοτικά κι αν είναι, δεν μας θωρακίζει απέναντι του θανάτου ούτε μας κάνει να λυπούμαστε πιο λίγο. Το παρόν, με το οποίο απολαμβάνουμε τα τυχόν ευάρεστα της ζωής, δεν μας δίδει κάτι από τα παρελθόντα ή τα μέλλοντα.
        Τώρα αν λάβουμε υπ’ όψιν αυτό που λέγει η Γραφή ότι «κανείς δεν είναι καθαρός από τον ρύπο της αμαρτίας, έστω κι αν είναι μία ημέρα η ζωή του», τότε αυτός που φεύγει νέος, φεύγει με πιο λίγες αμαρτίες. Επομένως είναι και θετικό εξ αυτής της απόψεως ότι δεν έζησε πολλά χρόνια.
 
        Γ΄. «Έφυγε πρόωρα ή πριν την ώρα του».
        Κανείς δεν φεύγει πρόωρα ούτε πριν την ώρα του. Φεύγει κατά το θέλημα του Θεού, που μας αγαπά και ενδιαφέρεται για μας περισσότερο απ’ ότι το κάνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ώρα του θανάτου, όπως έρχεται για τον καθένα μας χωριστά, είναι η πιο κατάλληλη και η πιο ιδανική. Ο Θεός παίρνει τον καθένα μας, όταν η πνευματική του ανέλιξη έχει φθάσει στο μέγιστο ύψος που αυτός μπορεί, ή όταν αυτός από κει και πέρα μόνο θα κατρακυλά και θα μεγιστοποιεί συνεχώς την επώδυνη θέση του στη βασιλεία του Θεού.
 
        Δ΄. Το παράδειγμα του Δαυΐδ, του Χριστού, του Ιώβ.
        Κάποτε ασθένησε το παιδί του Δαυΐδ και όλα δείχνανε ότι οδεύει προς το θάνατο. Ο Δαυίδ τότε έπεσε μπρούμυτα και με δάκρυα και προσευχές προσπαθούσε να συγκινήσει τον Θεό για να γιατρέψει το παιδί του. Ούτε έτρωγε ούτε φρόντιζε το σώμα του. Μόλις όμως το παιδί πέθανε, αμέσως και κείνος ξεφορτώθηκε την άμετρη λύπη του. Ευχαρίστησε το Θεό και συνέχισε ειρηνικά τη ζωή του. Γιατί φέρθηκε έτσι ο Δαυίδ; Γιατί κατάλαβε ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού και συνεπώς δεν μπορούμε να πάμε κόντρα ούτε και να επιθυμούμε τα’ αντίθετα.
        «Το σον θέλημα Κύριε γενέσθω» (Λκ.22,42) ήταν η συνεχής προσευχή του Χριστού αλλά και των αγίων πριν και μετά απ’ Αυτόν. Προσευχήθηκε πριν το πάθος πεσμένος μπρούμυτα όπως ο Δαυΐδ, ο κατά σάρκα προπάτοράς του· «πάτερ μου, ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»· συνέχισε όμως λέγοντας· «πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26,39). Όχι το θέλημά μου Πατέρα μου να γίνει, αλλά το δικό σου ας επικρατήσει!
        «Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ 1,21-22). Μ’ αυτά τα λόγια αντιμετώπισε ο πολύπαθος Ιώβ την απώλεια της περιουσίας του και τον θάνατο των παιδιών του. Και την τελευταία φράση των λόγων του ψάλλει η Εκκλησία μας στο τέλος κάθε λειτουργίας.
 
        Ε΄. Ο πνευματικός και άυλος παράδεισος είναι αφάνταστα και ασύγκριτα ωραιότερος από τον κόσμο αυτό.  
        Είναι μια συνεχής χαρά, γιορτή και πανήγυρη. Δεν χορταίνεται ούτε και μπουχτίζεται όπως τα θέλγητρα αυτού του κόσμου. Παραμένει συνεχώς ελκυστικός και ανεξερεύνητος. Απρόσβλητος από το κακό, τον πόνο, την θλίψη, τη φθορά. Στην αγία Γραφή όπως και στη νεκρώσιμη ακολουθία, ενώ υπάρχει και το πένθιμο ανθρώπινο στοιχείο, εν τούτοις, μακαρίζονται οι νεκροί. «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι. Ναι λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσωνται εκ των κόπων αυτών· τα δε έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών» (Αποκ. 14,13). «Μακαρία η οδός, η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως» ψάλλουμε στη νεκρώσιμη ακολουθία. Είναι γελοίο και ανόητο να κλαίμε για κάποιον που απολαμβάνει το τέλειο και αιώνιο, και έφυγε από το σχετικό και παροδικό. Η γεύση του παραδείσου είναι κατά πολύ ανώτερη από την πίστη με την οποία προαπολαμβάνουμε τον παράδεισο και την αιώνια ζωή. Επιπλέον δεν υπάρχει φόβος για έκπτωση απ’ αυτόν, όπως συνέβη στους πρωτοπλάστους.
        Το πένθος θα πρέπει να μας κατέχει όταν, εμείς οι ίδιοι ή οι άνθρωποί μας, ζούμε κατά τρόπο αμαρτωλό και εκκοσμικευμένο και όχι όταν πεθαίνουμε. Αν όμως τυχόν κανείς από εμάς αποθάνει, χωρίς να έχουμε βεβαιότητα ότι κέρδισε τον αιώνια μακαριότητα, και πάλι δεν πρέπει να πενθούμε, αλλά με μνημόσυνα, προσευχές και ελεημοσύνες να προσπαθούμε να τον ωφελήσουμε.
 
        ΣΤ΄. «Μα είμαι άνθρωπος· δεν μπορώ να μη λυπηθώ και να μη πενθήσω».
        Να λυπηθείς και να πενθήσεις. Δεν είμαστε στωϊκοί ούτε βουδιστές ούτε έχουμε ως ιδανικό μας την τέλεια απάθεια. Όχι όμως «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13), που θρηνούν άμετρα, σκούζουν, σχίζουν τα ρούχα ή και το δέρμα τους και ενεργούν σαν υστερικοί. Όχι όπως οι κατ’ επάγγελμα Κασσάνδρες και μοιρολογίστρες. Γνωρίζουμε ότι ο Χριστός πέθανε και ανέστη. Και εμείς θ’ αναστηθούμε. Ο θάνατος για μας είναι ένας προσωρινός ύπνος και τίποτα παραπάνω.
 
        Ζ΄. «Μένω μόνος και έρημος ή μόνη και έρημη».
        Τη θέση του εκλιπόντος προσώπου την καταλαμβάνει ο Θεός. Θα γνωρίσεις νέες θεϊκές εμπειρίες. Η χηρεία είναι μια κλήση για μια ζωή αφιερωμένη περισσότερο στο Θεό και στον συνάνθρωπο. Η χηρεία είναι ισότιμη και ισάξια με την παρθενία. Δεν είναι τιμωρία και παραδειγματισμός αλλά εύνοια και ιδιαίτερη τιμή. Είναι μαρτύριο αλλά μαρτύριο δόξας και θριάμβου.
        Ας θυμηθούμε την Άννα την προφήτιδα, που υποδέχθηκε τον Χριστό μαζί με τον δίκαιο Συμεών στο ναό του Σολομώντος. Ήταν χήρα, που έζησε μόνο 7 χρόνια με τον άνδρα της, και μετά –μέχρι την ηλικία των 84 ετών– δεν αποχωριζόταν το ναό, αλλά νύχτα και ημέρα λάτρευε τον Θεό με προσευχές και νηστείες. Θα υποδεχόταν τον Χριστό αν συνέχιζε να είναι παντρεμένη; Πολύ αμφίβολο.
        «Γιατί κλαις;» ρωτά ο άγιος Χρυσόστομος μια χήρα. Και, όταν εκείνη απαντά γιατί έχασα τον άνδρα μου, ο άγιος συνεχίζει· «τον άνδρα σου θα τον ξαναβρείς· πρόσεξε όμως μη χάσεις το Θεό και την εύνοιά του».
 
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου