Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΚΟΣΜΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ , "ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΙΣ"


                                                                  
   Τα όρια της «καινής κτίσεως» είναι γνωστά μόνο στο Δημιουργό, που εποπτεύει όλους τους αιώνες, ως Κύριος των κόσμων. Η αγαθότης του Θεού βρίσκεται παντού, ακόμα και στην κόλαση λέγουν οι Αγιο Πατέρες. Κατά ταύτα το μυστήριο της σωτηρίας ενεργείται ανάμεσα στη Θεία θέληση που αποβλέπει στην είσοδο όλων στο «τραπέζι της Βασιλείας» και στην ελευθερία των ανθρώπων να αποδεχθούν την πρόσκλησή Του. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, αφήνοντας κατά μέρος αυτή τη γνώση ( των ορίων δηλ. της «καινής κτίσεως»), οφείλουμε να προχωρούμε την οδό των αποκαλυφθέντων στο πρόσωπο του Χριστού αληθειών, εγκαταλείποντας αποφασιστικά την «αχαλίνωτη θεωρία» (Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής), που υπάγεται στο πνεύμα της περιέργειας και ματαιοδοξίας μας.
  Η ΟΔΌΣ των εντολών μας εισάγει στην κοινωνία με το θεό – εκκλησία. Διότι ο κόσμος και ο άνθρωπος, στην «έκπτωτη» κατάστασή τους δεν είναι ακόμη εκκλησία. Καλούνται να γίνουν κάτι τέτοιο δια της συνδέσεώς τους με τον Ζώντα Θεό και πραγματώσεως του προορισμού τους.
   Όπως λέει ο π. Alexander Schmemann, η εκκλησία δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως  κάτι το «Αντικειμενικό», στο οποίο «προστίθενται» ο κόσμος και ο άνθρωπος, ούτε ως  μια οντότητα, όπως είναι προσωπικές οντότητες ο Θεός κ’ ο άνθρωπος. Συνεπώς, όταν λέμε ότι «εισερχόμεθα εις την εκκλησία», εννοούμε ότι αρχίζουμε να στρεφόμεθα «εν μετανοία»προς το Θεό και δια της στροφής αυτής εγκαταλείπουμε τα έργα της αμαρτίας. Εκκλησία είμαστε όλοι οι άνθρωποι στο μέτρο της αναγεννήσεώς μας και της μεταμορφώσεώς μας σε «καινή κτίση», οπότε κοινωνούμε του Θεού και μεταξύ μας «εν αγάπη».
  Καθώς η Ιστορία της Εκκλησίας, (αρχής γενομένης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, της «γενεθλίου ημέρας») είναι «ανεπίστροφη» ( π. Νικ. Afanasieff.),  κάθε χριστιανική γενεά αφομοιώνει και ζει την αποστολική παράδοση «εν μέσω» συγκεκριμένων Ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών.
   Άλλωστε το ίδιο το γεγονός της Θείας Οικονομίας, συνετελέσθη δια της εισόδου της Θείας Ζωής στο χρόνο και της εκφράσεως της Αποκαλύψεως σε ορισμένη γλώσσα, συνήθειες και έθιμα και σε ορισμένο πολιτισμικό περιβάλλον, όπως το είχαν διαμορφώσει οι εβραϊκές παραδόσεις. Αργότερα, όταν χρειάστηκε το ευαγγέλιο να «κατακτήσει» τον ελληνικό πολιτισμό, έγιναν μεταγραφές του σε άλλες κατηγορίες σκέψης, ώστε να καταστεί δυνατή η «ενεργοποίησή» Του.
   Στην πορεία αυτή (που θα συνεχιστεί στους επόμενους αιώνες μέχρι και σήμερα) η Μία και Ενιαία παράδοση, το φως του Πνεύματος δηλαδή, άρχισε να «διαθλάται» στις εκάστοτε Ιστορικές συνθήκες, καταρτίζοντας έτσι τους ανθρώπους, ώστε να αποτελούν «καινήν κτίσιν», οικοιοποιούμενοι το Απολυτρωτικό έργο του Κυρίου.
 
   Και βέβαια υπάρχουν περίοδοι παρακμής στην πορεία της εκκλησίας, περίοδοι όπου «σβύνεται το Πνεύμα», δια του συσχηματισμού με νοοτροπίες του κόσμου και παραδόσεις ανθρώπων, που εγκαινιάζουν άλ  λους τρόπους ζωής. Υπάρχουν όμως και  περίοδοι αναμορφώσεων, αφυπνίσεων και απαιτήσεων γνησιότητας και πιστότητος στο πνεύμα της παραδόσεως, που δείχνουν την διαμέσου των αιώνων επίμονη αναζήτηση της Χριστ. τελειότητας.
   Το ζήτημα της σωτηρίας του σύγχρονου ανθρώπου, κατά ταύτα « συναρτάται » με το πολιτισμικό περιβάλλον, που τον διαμορφώνει. Αυτό  δεν είναι άλλο από το περιβάλλον της εκκοσμικεύσεως, το οποίο  επεκτείνεται καταλυτικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Επομένως εκείνο  που οφείλουμε να πράξουμε, δεν είναι απλώς η καταδίκη της εκκοσμικεύσεως και η υιοθέτηση τρόπων ζωής του παρελθόντος, αλλά η η υπόδειξη των αστοχιών της δια της προσφοράς των δυναμικών εκείνων στοιχείων της παραδόσεως, που καταφάσκουν τον κόσμο , στην υπηρεσία όμως ενός υψηλότερου προορισμού.
    Γιατί δεν μπορούμε  σήμερα να επιστρέψουμε (όπως λέγει ο π. Alexander Schmemann) σ’  εκείνη την ιδιαίτερη χάρη της εκκλησίας στην αρχαιότητα, όπου οι Χριστιανοί λ.χ. «είχαν άπαντα κοινά» και στο φρόνημά τους ακόμη διακρίνοντο από «ένα νου και μια καρδιά».  Ούτε μπορεί να υπάρξει μια επανακατοίκηση της ερήμου, ως σταδίου αγώνος, και εν όψει μιας συνθηκολογήσεως της Αυτοκρατορίας (η οποία ούτως ή άλλως δεν υφίσταται). Η σύγχρονη κατάσταση μάλλον «διαλύει» ήσυχα την πίστη, παρά της ανατίθεται. Οι χριστιανοί οφείλουν να έχουν οξυμένα αισθητήρια και να αναγνωρίζουν τις καινούργιες πλάνες της ανθρωπότητος, κρατώντας σταθερά την εσχατολογική τους βεβαιότητα, πως ο κόσμος αυτός και οι επιθυμίες του σύντομα παρέρχονται. Δεν θα πρέπει βέβαια να επιδιώκουν  μία άνετη εγκατάσταση στον αιώνα τούτο,  μέσα σε ένα «κοσμικό γίγνεσθαι», το οποίο αντιμάχεται τις αιώνιες αλήθειες του ευαγγελίου.
    Όμως θα πρέπει να ζουν με συνέπεια το ευαγγελικό μήνυμα, υιοθετώντας μία τακτική της «έσωτεικευμένηε» ερήμου και ενεργοποιώντας τη δύναμη της προσευχής στην καθημερινότητά τους. Έτσι θα αποτελούν «μαρτυρία» εν μέσω εκκοσμικευμένου ήθους, μαρτυρία ζωής αυθεντικής, ζωής που δεν αρέσκεσαι μόνον στην αναζήτηση του άρτου (η οικονομία λχ. σήμερα έχει γίνει το νέο «όπιον του λαού» κρατώντας τους ανθρώπους στο διαρκές άγχος της επιβίωσης), αλλά και του νοήματος και της ομορφιάς.
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ   ΚΟΣΜΟΥ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
          
   Είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος άνθρωπος (όπως άλλωστε και οι άνθρωποι άλλων εποχών) επιθυμεί ένα χριστιανισμό στα μέτρα του. Αυτό φαίνεται και από τις κατά καιρούς δηλώσεις, ανθρώπων, που αρνούνται τον «εκκλησιαστικό χριστιανισμό» (ή αλλοιώς την «οργανωμένη θρησκεία»), πιστεύουν όμως, στο Θεό, «με το δικό τους τρόπο».
   Η δήλωση αυτή μπορεί να εκκληφθεί ως «νόμιμη», στο μέτρο που υπονοεί την πνευματική στειρότητα αλλά και τα αδιέξοδα ενός ιερατείου, που έχει υπαλληλική νοοτροπία και αδυνατεί να φανερώσει πνευματική πατρότητα. Δεν είναι νόμιμη όμως η επιζήτηση ενός «μη – εκκλησιαστικού Χριστιανισμού», όταν αντανακλά την επιθυμία μη – δέσμευσης σε εντολές του Θεού αλλά «θρησκοποιημένη πίστη», επιλεγμένη ειδικά για να εξυπηρετεί ορισμένο τρόπο ζωής.
  Διότι  η ανύψωση του ανθρώπου στα μέτρα των ευαγγελικών αρετών απαιτεί θυσίες του Εγώ  και απαλλαγή από ιδιοτέλειες και συμπεριφέρονται, που νοθεύουν το ήθος. Η πίστη είναι «έμπρακτος βίωση» των θειών πραγματικοτήτων και όχι αφηρημένη θεωρία, (της οποίας την αλήθεια μπορεί να αναγνωρίσει λ.χ. και κάποιος, που έχει επιλέξει να ζει τρόπους ζωής «δικής του εμπνεύσεως»).
  Το βασίλειο του Θεού και το βασίλειο του κόσμου εξ’  άλλου δεν μπορούν να ταυτιστούν, αφού πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που ανθίστανται στην κλήση της σωτηρίας.  Μόνον εσχατολογικά, όταν ο Χριστός θα γίνει «τη πάντα εν πάσι» και θα ανακεφαλαιώση τη Δημιουργία (κατά την επλίδα των Χριστιανών), τότε θα παύση οριστικά η αντινομία που τώρα διαπιστώνεται στις σχέσεις εκκλησίας και κόσμου (γεγονός που έχει εμβριθώς αναλύσει π. Γεώργιος Florofsky στο έργο του «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»).
  
   Το «Βασίλειο το Καίσαρος» ήταν εχθρικό προς τους χριστιανούς, αφού αυτοί ανθίσταντο στο ειδωλολατρικό κράτος και δεν του προσέφεραν θυσίες. Αργότερα όμως,  η  εκκλησία βρέθηκε αντιμέτωπη( κυρίως στον Δυτικό Μεσαίωνα ) με τον πειρασμό να εγκατασταθεί στον παρόντα αιώνα, να συμβιβαστεί με κοσμικές τακτικές και να «κενώση» τον λόγο του Σταυρού, παρουσιαζόμενη να έχει ένα ανώφελο Μονοπώλιο εξουσίας, Αυτό συνέβη κυρίως με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η ορθόδοξη εκκλησία υπέκυψε δουλικά στο κράτος ή στους εθνικισμούς και χρειάζεται  να βρει σταδιακά την ταυτότητά της, υπερβαίνοντας τα δικά της «είδωλα».
  Η πολιτεία της ερήμου δείχνει αντίσταση στο συμβιβασμό της εκκλησίας, αλλά και  επιδίωξη γνήσιας ευαγγελικής ζωής σε έναν άλλο χώρο «εξόδου» από την αμαρτία. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, η ίδια αυτή ηρωική έξοδος, έγινε ένα είδος φυγής μπροστά στην Ιστορία (όπως εξηγεί ο π. Γεώργιος Florofsky), οδηγώντας στη δημιουργία ενός «πνευματικού ευδαιμονισμού», μιά σέκτας αποχωρισμένης από τα καθημερινά προβλήματα και αδιάφορης για τον «δαιμονοποιημένο» κόσμο.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ  ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ;
   Για την εποχή μας, τώρα, και εν όψει των νέων συνθηκών, εντός των οποίων καλείται «να ζήσει» η εκκλησία, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τις προθέσεις του Νεοτερικού κράτους και τις πρακτικές που αυτό ακολουθεί (ως ρυθμιστής των κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων).  Σ’ αυτό το κράτος, το διαμορφωμένο υπό την επίδραση της φιλοσοφικής παράδοσης των Νέων χρόνων, η εκκλησία (στη Δύση αρχικά), έχει χάσει την προνομιακή της θέση, η οποία της παρείχε (κατά την Μεσαιωνική περίοδο λ.χ.) τη «βοήθεια του Ξίφους» για να επιβάλλει τις αρχές τις, μέσα στους ποικίλους χώρους της κοινωνίας.
    Μέσα στο νέο καθεστώς (το οποίο επεκτείνεται σταδιακά παντού, αφού επιζητείται ο χωρισμός εκκλησίας – κράτους, ακόμα και εκεί που παραδοσιακά  υφίσταται ακόμη ), γίνεται λόγος για «κατάσταση διασποράς», την οποία οφείλει η εκκλησία να αποδεχθεί και να αντιμετωπίσει.
  Τα προβλήματα που δημιουργούνται αφορούν την ποιμαντική και ιεραποστολική  δράση και θεολόγοι της Δύσης (π.χ. Karl Rahner) προσπάθησαν να δώσουν λύσεις, ώστε να είναι εφικτή η «χριστιανική μαρτυρία» εντός ενός κόσμου πολυδιασπασμένου και πλουραλιστικού ως προς τα κοσμοείδωλά του . Ο Karl Rahner ισχυρίζεται, πως στο  νέο περιβάλλον όπου είναι υποχρεωμένη να ζει η εκκλησία, δεν μπορεί πλέον να θριαμβολογεί ή να χρησιμοποιεί μια γιγαντιαία στράτευση του κλήρου, για να επιτύχει την εξωτερική επιβολή της (και εδώ πράγματι ο Παπισμός «εισπράττει» τις αμαρτίες του Μεσαιωνικού του παρελθόντος).
    Θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός της «διασποράς» και να βρει νέους τρόπους ποιμαντικής  ,όπου φωτισμένοι άνθρωποι (εδώ ο Ράνερ εισηγείται  τη δράση του λαϊκού στοιχείου), ζώντας εν μέσω αθεότητος θα συναντούν τους άλλους, στη θέση ακριβώς που βρίσκονται, μεταδίδοντάς του το λόγο της αλήθειας, χωρίς να ασκούν «Ιεραποστολικό Ιμπεριαλισμό».
  
   Αυτή η πρόταση ενδιαφέρει άμεσα και την ορθόδοξη εκκλησία, αφού οι συνθήκες εκκοσμικεύσεως έχουν επεκταθεί παντού και είναι «απαγορευτικές» για μια οργανωμένη επέκταση του ευαγγελίου.
   Θα πρέπει να συμμεριστούμε γνώμες, όπως αυτή του Clement Olivier, που έχει γράψει (Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ εκδ. ΣΥΝΟΡΟ, 1973) για μια εκκλησία «υπόγεια και προφητική», που θα έχει αποστολή της να ικανοποιήσει τη πνευματική δίψα του σύγχρονου ανθρώπου και την αναζήτηση νοήματος στη Ζωή. Καλό είναι μάλιστα να παραιτηθεί η εκκλησία από την ιδεολογικοποίηση του Χριστιανισμού και να δώσει τη μαρτυρία της στο χώρο της καρδιάς και όχι τον νου, να είναι η μαρτυρία της Ζωής, που θα μάθει τους σύγχρονους ανθρώπους για την αλήθεια του Θεού όχι με την πειστικότητα των επιχειρημάτων των λογικοκρατούμενων θεολογιών, αλλά ME THN ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ βίωση του ευαγγελίου.
   Οφείλει κατά ταύτα να αφομοιωθεί  η Πατερική Παράδοση, που θα επιτρέψει την αφύπνιση «εσωτερικής Ιεραποστολής» στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων και με πνεύμα σύνεσης και διάκρισης. Γιατί ενώ τώρα δεν υπάρχουν λ.χ. οι διωγμοί της αρχαίας περιόδου, υπάρχει όμως το πνεύμα της Νεοτερικότητας, το οποίο επιχειρεί να απορροφήσει την πίστη και με τον τρόπο αυτό να «συρρικνώσει» η ακόμα και να αφανίσει τη «Χριστιανική συνείδηση» από όλους τους χώρους του κοινωνικού γίγνεσθαι.
   Έτσι οι άνθρωποι της πίστεως (είτε κληρικοί, είτε λαϊκοί) οφείλουν να συντηρούν τη φλόγα της ευαγγελικής ζωής, χωρίς να μπαίνουν σε «ιδεολογικές αντιπαραθέσεις»  και μάχες με τους συνανθρώπους τους,  αλλά μόνο με τα όπλα του πνεύματος, το παράδειγμα, την αντίσταση σε σύγχρονες μορφές κακού και την προσωπική τους μαρτυρία στους χώρους όπου ζουν και εργάζονται. Ακόμη οι χριστιανικές κοινότητες, χρειάζεται να αναπτύσσουν πνεύμα αγάπης και κατανόησης προς τον σύγχρονο ταραγμένο και συγκεχυμένο άνθρωπο, να του εμπνέουν εμπιστοσύνη και να είναι πρόθυμες σε συμπαράσταση, εκεί όπου χρειάζεται, με τρόπο αφιλοκερδή.

   Αυτή η προφητική και φιλική προς τον άνθρωπο διάσταση της εκκλησίας, μπορεί να δώσει στο σύγχρονο κόσμο τον πνευματικό του προσανατολισμό και να τον ενθαρρύνει μέσα στις υπάρχουσες αντιξοότητες, όπου το κακό έχει πάρει νέες μορφές και ίσως κιόλας να υμνείται ως «επιτυχία» στη ζωή. Στην εποχή των «ψεύτικων θρησκειών», η ορθοδοξία με τον οικουμενικό λόγο των πατέρων της και πιστή στο πνεύμα του Κυρίου της, μπορεί να δώσει στον άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται για να ζήσει στο ύψος των θείων επιταγών και να αντισταθεί νικηφόρα στην επέλαση των Αντιχρίστων Δυνάμεων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου