Το πλήθος ζητεί σημείον — Απάντησις του Ιησού — Ο άρτος της ζωής — Υλοφροσύνη των πολλών — Θλιβερά ερώτησις των μαθητών
Η ηώς της ημέρας εκείνης επανέτειλεν εις έν των θλιβερωτάτων
επεισοδίων της ζωής του Σωτήρος. Διδάσκων την ημέραν εν τη Συναγωγή εις
Καπερναούμ εσκεμμένως διεσκέδασε τους ατμούς της νόθου εκείνης
δημοτικότητος, την οποίαν το θαύμα των Πέντε Άρτων συνήγαγε περί το
πρόσωπόν Του, και έθεσεν ου μόνον τους επιπολαίους οπαδούς Του, αλλά καί
τινας των εγγυτέρων μαθητών του εις δοκιμασίαν, υφ' ην η προς Αυτόν
αγάπη των τελείως εξέλιπεν. Ο λόγος ούτος εν τη Συναγωγή αποτελεί
σημαντικήν κρίσιν εις το στάδιόν Του. Μετ' αυτόν επήλθον εκδηλώσεις
εκπλήξεως και απαρεσκείας, αίτινες υπήρξαν οι πρώτοι μυκηθμοί της
τρικυμίας εκείνης του μίσους ήτις έμελλε τουντεύθεν να εκραγή κατά της
θείας κεφαλής Του.Είδομεν ήδη ότι τινές εκ του πλήθους, εμπλησθέντες αορίστου θαυμασμού και απλήστου περιεργείας, είχον προσκαρτερήσει επί της μικράς κοιλάδος της παρά την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα όπως παρακολουθήσωσι τας κινήσεις του Ιησού, και μετάσχωσι των ωφελημάτων και των θριάμβων των οποίων προσεδόκων ταχείαν την φανέρωσιν. Τον είχον ιδεί αποπέμποντα τους μαθητάς Του, και ίσως τον ανεκάλυψαν διά των οφθαλμών καθώς ανέβαινε μόνος εις το όρος· είχον παρατηρήσει ότι ο άνεμος ήτο εναντίος, και ότι ουδέν άλλο πλοίον ειμή το των Αποστόλων είχεν αποπλεύσει. Εβεβαιώθησαν άρα ότι θα τον εύρισκον κάπου επί των υψωμάτων, άνωθεν της κοιλάδος. Αλλ' όμως όταν η πρωία ανέτειλε, δεν είδον ίχνος Αυτού ούτε επί της κοιλάδος ούτε επί των λόφων. Εν τω μεταξύ πλοιάρια τινα, ίσως εξωσθέντα υπό της αυτής τρικυμίας ήτις είχεν επιβραδύνει τον πλουν τον μαθητών, είχον φθάσει εκ Τιβεριάδος. Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή.
«Ραββί, πότε ήλθες ώδε;» είνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά. Το θαύμα του περιπάτου επί του ύδατος ήτο θαύμα ανάγκης και ελέους· δεν απέβλεπεν αυτούς, ουδ' εγένετο δι' αυτούς· ούτε απλώς ως ποιητής θαυμάτων ο Χριστός ήθελε να πείση και να προσελκύση αυτούς. Και διά τούτο, αναγινώσκων εις τας καρδίας των, γνωρίζων ότι Τον εζήτουν μ' εκείνο το πνεύμα το οποίον Αυτός δεν ηγάπα, ηρέμα ανέσυρε τον πέπλον της ίσως ημιασυνειδήτου υποκρισίας ήτις απέκρυπτε τούτους αφ' εαυτών, και τους ήλεγξεν ότι τον εζήτουν, όχι διότι είδον σημεία, αλλά διότι έφαγον εκ των άρτων και εχορτάσθησαν. Αλλά προς χάριν των προσέθηκε το αιώνιον μάθημα: «Εργάζεσθε μη διά την βρώσιν την απολλυμένην, αλλά διά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον, ην δώσει υμίν ο Υιός του Ανθρώπου, ότι Αυτόν εσφράγισεν ο Πατήρ, ο Θεός».
Κατ' αρχάς εκείνοι συνεκινήθησαν και ησχύνθησαν. Είχεν αναγνώσει εις τας καρδίας των ορθώς, όθεν τον ηρώτησαν: «Τι ποιήσωμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;»
Τούτό εστι το έργον του Θεού ίνα πιστεύητε είς Ον απέστειλεν».
Αλλά ποίον σημείον θα τους έδιδεν ο Ιησούς ίνα πιστεύσωσιν εις Αυτόν; Οι πατέρες των έφαγον το μάννα εν τη ερήμω, το οποίον ο Δαυίδ ωνόμασεν άρτον εξ ουρανού.
Το συμπέρασμα ήτο κατάδηλον. Ο Μωυσής τους είχε δώσει μάννα εξ ουρανού· ο Ιησούς άχρι τούδε, υπηνίσσοντο, τους έδωκε μόνον κριθίνους άρτους εκ της γης. Εφαντάζοντο ότι, εάν ήτο ο αληθής Μεσσίας, έμελλε, σύμφωνα με τας παραδόσεις του έθνους των, να τους πλουτίση και να τους στεφανώση, και να τους σιτίση με καρπούς εκ της Εδέμ, και με κρέατα Βεεμώθ και Λεβιάθαν, και με άμπελον ερυθρού οίνου. Δεν ηδύνατο ο ίδιος ψαλμός τον οποίον ανέφερον να τους διδάξη πόσον ανωφελές θα ήτο αν ο Ιησούς τους έδιδε μάννα, το οποίον υπέθετον ότι ήτο αγγέλων τροφή; Δεν δεικνύει ρητώς ο ψαλμωδός ότι το να χαρίση τις τοιαύτα ευεργετήματα σημαίνει να κάμη τους ανθρώπους να ζητώσιν απλήστως πλείονα; Εάν ο Θεός είχε δώσει εις τους πατέρας των πλείονα, ήτο μόνον διότι «ουκ επίστευσαν επί τον Θεόν, και ουκ έθεντο επ' Αυτώ την ελπίδα αυτών». Αλλ' «έτι της βρώσεως ούσης εν τω στόματι αυτών, και οργή Θεού ανέβη επ' αυτούς, και επάταξε τους ισχυρούς αυτών, και τους ισχυρούς του Ισραήλ κατέβαλε». Και δεν διδάσκει ο ψαλμός ότι μεθ' όλην την οργίλην εκείνην δωρεάν την γενομένην προς αυτούς εις το πλήρες των επιθυμιών της καρδίας αυτών, αντί να πιστεύσωσι και να ταπεινωθώσιν, επί μάλλον και μάλλον ημάρτησαν κατ' Αυτού και Τον ηθέτησαν; Εάν δεν απεδείκνυεν όλη η ιστορία του έθνους των ότι η πίστις πρέπει να εδράζηται επί ισχυροτέρων θεμελίων ή επί σημείων και θαυμάτων, και ότι η πονηρά καρδία της απιστίας πρέπει να ελαύνηται υπό ευγενεστέρων συγκινήσεων ή της εκπλήξεως προς την τεταμένην χείρα και τον βραχίονα τον κραταιόν;
Αλλ' ο Ιησούς πάραυτα τους ωδήγησεν εις υψηλοτέρας σφαίρας ή τας των ιστορικών παραδειγμάτων. Εκείνος όστις τους έδωκε το μάννα ήτο όχι ο Μωυσής αλλ' ο Θεός· και ότι το μάννα ήτο μόνον κατά ποιητικήν μεταφοράν άρτος ες ουρανού· αλλ' ότι ο Πατήρ Του, ο αληθής δοτήρ, τους δίδει τον αληθή άρτον τον εκ του ουρανού τώρα, τον άρτον του Θεού, τον εκ του ουρανού καταβάντα, και παρέχοντα ζωήν τω κόσμω.
Το πνεύμα των εισέτι προσεκολλάτο εις απλάς υλικάς εικόνας. Έσπευσαν να Του ζητήσουν τον άρτον τούτον τον εκ του ουρανού, τόσον απλήστως όσον η Σαμαρείτις είχε ζητήσει το ύδωρ το οποίον σβύνει πάσαν δίψαν. «Κύριε, δος ημίν τον άρτον τούτον».
Ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής. Ο ερχόμενος προς Με ου μη πεινάσει, και ο πιστεύων εις Εμέ ου μη διψήσει εις τον αιώνα». Προσέθηκε δε ότι Αυτός ήλθεν ίνα ποιήση το θέλημα του Πατρός, και ότι το θέλημα Αυτού ήτο ίνα οι ερχόμενοι προς τον Υιόν Του έχωσι ζωήν αιώνιον.
Τότε οι οργίλοι γογγυσμοί εξερράγησαν πάλιν, όχι από τον πολύν όχλον, αλλ' από τους παλαιούς πολεμίους του, τους άρχοντας των Ιουδαίων: Πώς ηδύνατο να λέγη ότι κατήλθεν εκ του ουρανού; πώς ηδύνατο να ονομάζη τον Εαυτόν του άρτον της ζωής; «Ουχ ούτος εστιν Ιησούς, ο υιός Ιωσήφ του τέκτονος, ο από Ναζαρέτ;»
Ο Ιησούς ουδέποτε απήντησεν εις τους μυρμυρισμούς τούτους περί της υποτιθεμένης γενεαλογίας Του και του τόπου της γεννήσεως Του, αποκαλύπτων εις τα κοινά πλήθη το υψηλόν μυστήριον της επί γης παρουσίας Του. «Ουχ' αρπαγόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ». Δεν έσπευδε να διεκδικήση την θεότητά Του, ή ν' απαιτήση την προσκύνησιν την οφειλομένην Αυτώ. Ήθελε ν' αφήση την λάμψιν της θείας φύσεως Του, να επιφυτίση εις τους ανθρώπους βαθμηδόν, όχι κατ' αρχάς ως φως της μεσημβρίας, αλλά πραέως ως φως της πρωίας διά του λόγου και των έργων Του. Κατά πληρεστάτην και βαθυτάτην έννοιαν, «Εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών».
Αλλ' απήντησεν εις τους γογγυσμούς, καθώς πάντοτε έπραττε, δι' εντονωτέρας, πληρεστέρας, σαφεστέρας ανακηρύξεως αυτής της αληθείας την οποίαν εκείνοι απέρριπτον. Ούτω είχε πράξει προς τον Νικόδημον· ούτω είχε διδάξει την Σαμαρείτιν· ούτω είχεν απαντήσει εις τους διδασκάλους του Ναού οίτινες τον κατηγόρουν επί αθετήσει του Σαββάτου. Αλλ' ο δειλός Ραββίς και η πλάνης γυνή έδειξαν αρκετήν πίστιν ώστε να εμβλέψωσι βαθύτερον εις τους λόγους Του, και ταπεινώς να ζητήσωσι την έννοιάν των, και ούτω να οδηγηθώσιν εις την αλήθειαν. Ουχ ούτως οι ακροαταί ούτοι. Ο Θεός τους είχεν ελκύσει προς τον Χριστόν, και ούτοι απέρριψαν την δωρεάν Του. Ότε ο Ιησούς υπέμνησεν αυτούς ότι το μάννα δεν ήτο ζωηδότειρα ουσία, επειδή οι πατέρες των είχον φάγη εκ τούτου και απέθανον, αλλ' ότι αυτός ήτο ο άρτος της ζωής, εκ του οποίου όλοι οι εσθίοντες θα ζήσωσιν εις τον αιώνα· και όταν εν εκπληκτικωτέρα ακόμη γλώσση προσέθηκεν, ότι ο άρτος τον οποίον θα έδιδε θα ήτο η σαρξ Αυτού διά την ζωήν του κόσμου, τότε, αντί να ζητήσωσι την βαθείαν έννοιαν των λεγομένων, ηγανάκτων και εμάχοντο ερωτώντες, «Πώς δύναται ούτος δούναι ημίν την σάρκα Αυτού φαγείν;»
Ούτως ήσαν σαρκικοί, και να είνε τις σαρκικός είνε θάνατος. Δεν επεζήτουν την αλήθειαν, και αύτη επί μάλλον αφηρείτο απ' αυτών. «Από του μη έχοντος, και ο έχει αρθήσεται απ' αυτού». Με γλώσσαν ακόμη εμφαντικωτέραν, ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του Ανθρώπου, και πίητε Αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς»· και πάλιν· «Ο εσθίων εκ του άρτου τούτου ζήσεται εις τον αιώνα».
Είνε αβέβαιον αν, αποκαλών Εαυτόν Υιόν του Ανθρώπου, ο Κύριος ενόει Βεν Αδάμ, ήτοι αντιπρόσωπον της Ανθρωπότητος (καθώς λέγει και ο Παύλος, «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος εξ ουρανού), η Βαρ Ενώς. Το εβραϊκόν Ενώς σημαίνει τον άνθρωπον εν τη ασθενεία Του. Πιθανώς ο τίτλος εσήμαινεν εν ταυτώ τον αντιπρόσωπον της Ανθρωπότητος εν τε τη ασθενεία και τη τιμή αυτής.
Αναμφιβόλως οι λόγοι ήσαν δύσκολοι. Ο θάνατος και το πάθος του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και το μυστήριον της Ευχαριστίας Του, εν ώ πνευματικώς και αυτουσίως εσθίομεν Αυτού την σάρκα και πίνομεν Αυτού το αίμα, μας κατέστησεν ικανωτέρους να καταλαμβάνωμεν το νόημα των λόγων Του. Εάν ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου επέχυσε δι' ημάς αφθονώτερον φως επί της εννοίας των λεγομένων Του, ενυπήρχεν όμως εις τα ρήματα αρκετή δόσις σαφήνειας όπως επιλάμψη εις πάντα προσέχοντα ακροατήν η μεγάλη αλήθεια, η συνήθης ήδη προς αυτούς από του Νόμου των, ότι «Ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ' επί παντί ρήματι Θεού». Οι λόγοι Του, παρατηρεί ο Άγιος Αυγουστίνος, ήσαν τραχείς μόνον εις τους τραχείς, και απίστευτοι μόνον εις τους απίστους. Το μάθημα το οποίον ήθελε να τους διδάξη ήτο τούτο, ότι η αιώνιος ζωή είνε ο Υιός του Θεού. Ηδύναντο να ασπασθώσιν ή ν' απορρίψωσι την αλήθειαν την οποίαν απεκάλυπτεν εις τας συνειδήσεις των, αλλά δεν θα υπήρχε δυνατή δικαιολογία διά την δήθεν ανικανότητά των όπως εννοήσωσι την σημασίαν της.
Υπήρχε διδασκαλία ήτις είνε, και σκοπόν έχει να είνε, ου μόνον παιδαγωγική, αλλά και δοκιμαστική· Τοιούτον υπήρξε το αντικείμενον του λόγου τούτου. Όπως το εννοήσωσιν ορθώς απητείτο αγών, ου μόνον της νοήσεως, αλλά και της βουλήσεως, είχε σκοπόν να θέση τέρμα εις τας ιδιοτελείς και παχυλάς εννοίας και ελπίδας περί εγκοσμίου βασιλείας του Μεσσίου. Όχι δε μόνον το πλήθος και οι άρχοντες, αλλά και οι ίδιοι μαθηταί Του εσκανδαλίσθησαν εκ των λόγων. Και διά τούτο ο Σωτήρ, όταν κατέλιπον την Συναγωγήν και απήλθον κατ' ιδίαν, ελάλησε προς τους μαθητάς Του, και εξήγησεν Αυτοίς ότι, όχι μόνον κατά γράμμα, αλλά κατά πνευματικωτέραν εκδοχήν έπρεπε να εκληφθώσιν οι λόγοι Του. «Το πνεύμα εστι το ζωοποιούν· η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. Τα ρήματα α λαλώ υμίν πνεύμα εστι και ζωή εστι». Διατί άρα εύρον τους λόγους Του τόσον σκληρούς; Λέγει αυτοίς· διότι τινές εξ αυτών δεν επίστευον· διότι, ως είχεν ήδη ειπεί εις τους Ιουδαίους, το πνεύμα της πίστεως είνε δώρημα και χάρις του Θεού, και την δωρεάν ταύτην οι γογγυσταί εκείνοι απέριπτον, και κατά της χάριτος ταύτης εμάχοντο και νυν έτι.
Φαίνεται ότι υπάρχει υπαινιγμός τις προς τον Ιούδαν τον Ισκαριώτην εις τους λόγους τούτους· και είνε πιθανόν ότι, από της στιγμής ταύτης, ότε αι παχυλαί ιδέαι περί κοσμικής βασιλείας του Μεσσίου διεσκεδάσθησαν σκοπίμως υπό του Χριστού, απογοητευθείς ο μέλλων προδότης ήρχισε να τείνη προς την προδοσίαν.
Και από του χρόνου τούτου πολλοί εκ των οπαδών Του εγκατέλιπον τον Ιησούν. Και μεταξύ του πλήθους η ζωή του θα ήτο μοναχικωτέρα από τούδε, επειδή ολιγώτεροι θα υπήρχον οι γνωρίζοντες και αγαπώντες Αυτόν. Με καρδίαν βαθέως τεθλιμμένην, Εκείνος απηύθυνε προς τους Δώδεκα την συγκινητικήν ερώτησιν:
«Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;»
Τότε η καρδία του Σίμωνος Πέτρου ενθέρμως ωμίλησε και δι' όλους τους λοιπούς. «Κύριε, έκραξε, προς τινα πορευσόμεθα; «Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». Και εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού».
Ήτο μεγάλη ομολογία, αλλά κατά την πικράν εκείνην στιγμήν η καρδία του Ιησού ήτο βαρέως τεθλιμμένη, και μόνον απήντησεν: «Ουχ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην, και είς εν υμίν διάβολος;»
Η έκφρασις ήτο τρομερός ισχυρά, καίτοι δε ύστερον εγνώσθη ότι ενόει τον Ιούδαν, αμφίβολον είνε αν τότε εγίνωσκόν τινες τούτο, εκτός αυτού του προδότου.
Πολλοί ψευδείς και κίβδηλοι μαθηταί Τον εγκατέλιπον. Μήτοι αι λέξεις αύται είχον ευμενή σκοπόν να δώσωσιν αφορμήν εις την σκληράν ψυχήν του Ισκαριώτου, ώστε πριν βυθισθή εις βαθυτέραν ενοχήν, να Τον εγκαταλίπη; Εάν ούτως έχη, η νουθεσία απερρίφθη. Εν θανασίμω αμαρτία εναντίον της ιδίας συνειδήσεώς του, ο Ιούδας επέμενε να επισωρεύση δι' εαυτόν οργήν, «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως του δικαίου κρίματος του Θεού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου