Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Η μεγάλη ομολογία


Ο βίος του Χριστού


Υποδοχή του Ιησού κατά την επάνοδόν Του εις την Γαλιλαίαν — Σημείον επιζητούσιν — Άρνησις και αποδοκιμασία — Θλίψις του Ιησού και απόπλους — Το προφητικόν Ουαί — Η ζύμη των Φαρισαίων και του Ηρώδου — «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος» — «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά» — Διαστροφαί και παρερμηνείαι — Προρρήσεις περί του Πάθους Του — Τολμηρά επέμβασις του Πέτρου — «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά» — Ο Υιός του Ανθρώπου ερχόμενος εν τη βασιλεία Αυτού»
Πολύ διάφορος ήτο η υποδοχή ήτις περιέμενε τον Ιησούν επί της άλλης όχθης. Οι πτωχοί ειδωλολάτραι της Δεκαπόλεως Τον είχον δεξιωθή μετ' ευλαβείας και ενθουσιασμού· οι φιλόθρησκοι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήμ το συντήντησαν μετά χλεύης και μίσους. Δυνατόν, μετά την απουσίαν ταύτην, η ψυχή Του να επόθησε την μόνην γωνίαν της γης, την οποίαν θα ηδύνατο να ονομάση οικίαν Του. Εισελθών εις το μικρόν πλοιάριόν Του, διεπορθμεύθη εις Μάγδαλα. Είνε, πιθανόν ότι σκοπίμως απέφυγε να πλεύση εις Βηθσαϊδά ή εις Καπερναούμ, ολίγω βορειότερον των Μαγδάλων κειμένας, όπου δε οι Φαρισαίοι είχον ιδρύσει το στραταρχείον των. Αλλ' οι άνθρωποι ούτοι παρεμόνευον την άφιξίν Του. Ως να είχον στήσει σκοπιάν επί του πύργου των Μαγδάλων διά ν' ανακαλύψωσι το ιστίον του πλοιαρίου Του, μόλις επάτησε τον πόδα επί της όχθης, και ήλθον εις συνάντησίν Του. Ουδέ ήσαν μόνοι· την φοράν ταύτην συνωδεύοντο (ω της λυκοφιλίας!) από τους ασπόνδους εχθρούς των, τους Σαδδουκαίους, την δύσπιστον εκείνην αίρεσιν, την ημιθρησκευτικήν και ημιπολιτικήν, εις την οποίαν τώρα ανήκον οι δύο αρχιερείς ως και ο βασιλεύων οίκος. Όλα τα κρατούντα στοιχεία της τότε κοινωνίας οι Φαρισαίοι, επίφοβοι εκ της θρησκευτικής βαρύτητός των παρά τω πλήθει· οι Σαδδουκαίοι, ολιγάριθμοι, αλλ' ισχυροί επί πλούτω και θέσει· οι Ηρωδιανοί, αντιπροσωπεύοντες την επιρροήν των Ρωμαίων και των οργάνων των, των τετραρχών· οι Γραμματείς και οι Νομικοί, εξασκούντες το κύρος των παραδεδεγμένων δοξασιών και της μαθήσεώς των· όλοι ήσαν ηνωμένοι κατ' Αυτού εις μίαν πυκνήν φάλαγγα σκευωρίας και αντιδράσεως, και απόφασιν είχον προ παντός άλλου να παρακωλύωσι το κήρυγμά Του, και ν' απαλλοτριώσιν απ' Αυτού, όσον το δυνατόν, την στοργήν του λαού, μεταξύ του οποίου πολλά εκ των κραταιών έργων Του εγένοντο.
Είχον ανακαλύψει εκ της πείρας ότι το ανυσιμώτερον όπλον προς δυσφήμησιν της αποστολής Του και υπονόμευσιν της επιρροής Του ήτο η απαίτησις σημείου, προ παντός, σημείου εξ ουρανών. Εάν ήτο ο Μεσσίας, διατί να μη τους δώση άρτον εξ ουρανού, ως ο Μωυσής; πού η βροντή του Σαμουήλ και η φλοξ του Ηλία; διατί ο ήλιος να μη σκοτισθή και η σελήνη να μη τραπή εις αίμα; διατί να μη φανή πύρινος στήλος και να μη ενσκήψη λαίλαψ και καταιγίς όπως επικυρώση τους λόγους Του;
Εγνώριζον ότι τοιούτον σημείον δεν θα παρεχωρείτο εις αυτούς, κ' εγνώριζον ότι είχεν εξείπει ήδη τους ισχυροτάτους λόγους της τριπλής αρνήσεώς Του, όπως χαρισθή εις το αλαζονικόν και προκλητικόν αίτημά των. Εάν είχον μάθη το μυστικόν του πειρασμού Του εν τη ερήμω, θα εγνώριζον ότι αι πρώται απαντήσεις Του εις τον πειράζοντα εγένοντο εν τω πνεύματι τούτω της υψίστης αυταπαρνησίας. Εάν παρεχώρει το αίτημά των, ποίος σκοπός θα υπηρετείτο;, όχι η επίδρασις των εξωτερικών δυνάμεων, αλλ' η φυτική αρχή της ζωής έσωθεν, ποιεί το αγαθόν σπέρμα να βλαστήση. Η σκληρά καρδία δεν δύναται να μετατραπή, ούτε η ισχυρογνώμων απιστία να εκριζωθή, διά σημείων και τεράτων, αλλά δι' εσωτερικής ταπεινώσεως, και διά της χάριτος του Θεού ήτις μετέρχεται ως η δρόσος του ουρανού, εν σιγή και αόρατος. Τι θα επηκολούθει εάν το σημείον εδίδετο; υπ' αυτών των αυτοπτών θ' απεδίδετο εις δαιμονικήν ενέργειαν υπό των ακουόντων θα εσχολιάζετο ούτως ή ούτως· υπό της προσεχούς γενεάς θα ηθετείτο ως επίνοια, ή θα εξητμίζετο εις μύθον.

Αλλά παρά πάντα ταύτα, οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι ησθάνοντο ότι προς το παρόν η άρνησις αύτη του να παραχωρήση το αίτημά των τους έδιδε λαβήν κατά του Ιησού, και ήτο τελεσιουργόν μηχάνημα προς μείωσιν του θαυμασμού του λαού. Και όμως εκείνος ουδ' επί στιγμήν εδίστασε ν' απορρίψη τον πειρασμόν τούτον. Δεν θα ειργάζετο ποτέ κανέν επιδεικτικόν θαύμα κατά το κέλευσμά των, όπως ουδέ εις το κέλευσμα του πειράζοντος θα ενέδιδε ποτέ. Είπεν αυτοίς και πάλιν, ως πρότερον, ότι σημείον δεν θα δοθή εις αυτούς ειμή το σημείον του Ιωνά, τουτέστιν η ιδία έκκλησις προς μετάνοιαν την οποίαν είχεν απευθύνει προς τους Νινευίτας. Δεικνύων δε προς το δυσμικόν του ουρανού, είπεν: Υποκριταί! γνωρίζετε να διακρίνετε την όψιν του ουρανού· δεν δύνασθε να μάθητε τα σημεία των καιρών;
Καθώς ωμίλει εξέπεμψε βαθύν εκ μυχίων στεναγμών· ανεστέναξε τω πνεύματι Αυτού, λέγει ο Μάρκος. Επί τινα χρόνον είχεν αποδημήσει εκ των ενταύθα. Τον είχον επιζητήσει μετά πίστεως εις τας χώρας Τύρου και Σιδώνος. Τον είχον δεξιωθή μετά προθύμου ευγνωμοσύνης εις την Δεκάπολιν την ειδωλολάτριδα· εδώ, εις την πατρίδα Του, τον προϋπήντα η πανοπλία θριαμβευούσης αντιδράσεως, υπό το σχήμα του υποκριτικού ζήλου. Βαδίζει προς την όχθην ανά την ωραίαν πεδιάδα, όπου είχε ποιήσει τόσα έργα ελέους και αγάπης θαυμαστά, και είχεν ομιλήσει τόσα αθάνατα λόγια. Επανήλθε διά να εργασθή άπαξ ακόμη εις την μικράν γωνίαν όπου τα βήματά Του είχον παρακολουθήσει τόσαι χαίρουσαι χιλιάδες, κρεμάμεναι εν βαθεία σιωπή εις τα αθάνατα χείλη Του. Καθώς πλησιάζει εις τα Μάγδαλα, το μικρόν χωρίον το προωρισμένον εις πάντα χρόνον να δανείζη το όνομά Του εις λέξιν εκφραστικήν της θειοτάτης συμπαθείας Του — καθώς επιθυμεί να εισέλθη και πάλιν εις τας μικράς πόλεις και τας κώμας όσαι προσέφεραν εις την άστεγον κεφαλήν Του την μόνην σκιάν οικίας, ευρίσκει όλην την επίσημον υποκρισίαν της εκπτώσεως και της παρακμής του Ιουδαϊσμού ηκονημένην και πάνοπλον εναντίον Του!
Δεν επέβαλε τα ελέη Του εις εκείνους οίτινες Τον απέρριπτον. Καθώς ολίγω ύστερον το έθνος Του κατήντησε να προτιμήση τον Βαραββάν, τον φονέα και ληστήν, από τον Κύριον της Ζωής, ούτω τώρα οι Γαλιλαίοι έπεσαν εις παραχώρησιν καταδικασθέντες να κρατήσωσι τους Φαρισαίους των και να χάσωσι τον Χριστόν των. Αφήκεν αυτούς, καθώς είχεν αφήσει τους Γαδαρηνούς, απερριμμένος, χωρίς μήτε ν' αναπαυθή εις την οικίαν. Υπάρχει τι το εμφαντικόν εις το «καταλιπών αυτούς» του Ματθαίου, και εις το «αφείς αυτούς» του Μάρκου. Με λυπημένην καρδίαν, πανδήμως και θλιβερώς τους άφησε, τους άφισε διά να επισκεφθή και πάλιν τα παρακείμενα χωρία, αλλά διά να μη επανέλθη ποτέ πλέον δημοσία, μήτε θαύματα να κάμη, και να διδάξη ή να κηρύξη.
Πρέπει να ήτο αργά κατά την φθινοπωρινήν εκείνην εσπέραν όταν εισήλθε και πάλιν εις το πλοιάριον, και διέταξε τους μαθητάς Του να διευθύνωσι τον πλουν προς την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, κατά το βόρειον άκρον της λίμνης. Εις τον δρόμον των πρέπει να παρέπλευσαν παρά την στιλπνήν άμμον της δυτικής Βηθσαϊδά, επί της οποίας ο Πέτρος και οι υιοί του Ζεβεδαίου είχον παίξει εις την παιδικήν ηλικίαν των, και πρέπει να είδαν την λευκήν μαρμαρίνην Συναγωγήν της Καπερναούμ, ρίπτουσαν την σκιάν της εις τα ύδατα, τα ερυθραινόμενα από τα ανταυγάζοντα χρώματα της δύσεως. Άρα κατά τοιαύτην στιγμήν, ότε κατέλειπε την Γαλιλαίαν εν πλήρει γνώσει ότι το έργον Του εκεί είχε λάβη πέρας, και ότι απέπλεεν απ' αυτής ως αποκήρυκτος και κατάδικος εις θάνατον, άρα κατά την υπερτάτην ταύτην στιγμήν της λύπης απήγγειλε τον έρρυθμον εκείνον ταλανισμόν, εν ώ κατεδίκαζε τας αμετανοήτους πόλεις εν αις πλείστα εκ των κραταιών έργων Του είχον πραχθή;
«Ουαί σοι, Χοραζίν! ουαί σοι, Βηθσαϊδά! ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν εγένοντο εν Τύρω και Σιδώνι, πάλαι αν μετανοήσατε εν σάκκω και σποδώ.
«Αλλά λέγω υμίν ότι ανεκτότερον έσται Τύρω και Σιδώνι εν ημέρα κρίσεως ή υμίν.
«Και συ, Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθείση· ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν συ εγένοντο εν Σοδόμοις, παρέμενον αν έως της ημέρας ταύτης.
«Αλλά λέγω σοι, ότι ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων εν ημέρα κρίσεως ή σοι.
Αν αι πανδήμως ωραίαι και κατανυκτικαί αύται λέξεις εξηνέχθησαν κατά την ευκαιρίαν ταύτην, ως αυστηρός και θλιβερός αποχαιρετισμός προς το δημόσιον κήρυγμά Του εν τη χώρα ην ηγάπα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλά βεβαίως η ψυχή Του ήτο ακόμη πλήρης λύπης επί τη απιστία και σκληροκαρδία, επί ταις εσκοτισμέναις διανοίαις και τη διεφθαρμένη συνειδήσει εκείνων οίτινες δεν άφινον ούτω δι' Αυτόν την δύναμιν να πατήση τον πόδα εις την γενέθλιον χώραν Του. Ελέχθη υπό τινος μεγάλου δικανικού ρήτορος ότι, «ουδείς τρόπος απάτης είνε απεχθέστερος και βδελυρώτερος ή εκείνος όστις περιβάλλει την πεισμονήν και το ψεύδος με το σχήμα της ειλικρινείας, και όπισθεν του δόγματος της θρησκείας». Η απέχθεια κατά της βδελυράς ταύτης κακίας πρέπει να ήτο εξέχουσα εν τη τεθλιμμένη καρδία του Ιησού, ότε, καθώς το πλοιάριον παρέπλεε την τερπνήν όχθην κατευθυνόμενον προς βορράν, έλεγε προς τους μαθητάς Του: «Προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων». Ή, «της του Ηρώδου» κατ' άλλον Ευαγγελιστήν. Φαίνεται δε ότι οι Ηρωδιανοί ήσαν κατά το πλείστον Σαδδουκαίοι.
Ουδέν περισσότερον προσέθηκε· και την παρατήρησιν ταύτην η απλοϊκότης των μαθητών μωρώς παρενόησεν. Ούτοι εξελάμβανον πάντοτε κατά γράμμα όλας τας τροπικάς εκφράσεις Του, μεταφορικώς δε τας κυριωλεκτικάς. Όταν απεκάλεσεν Εαυτόν «τον άρτον τον εκ του ουρανού», έλεγον «σκληρός ο λόγος ούτος»· όταν είπεν, «έχω βρώμα φαγείν ο υμείς ουκ οίδατε», παρετήρησαν μόνον, μη τις έφερεν Αυτώ να φάγη. Όταν είπε, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται», απήντησαν, «Κύριε, ει κεκοίμηται σωθήσεται». Ούτω και τώρα, υπέθεσαν ότι ένδει να μη λαμβάνωσιν άρτους από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, και ανελογίζοντο ότι ένα μόνον άρτον είχον λάβη μεθ' εαυτών διά τον πλουν. Υπέθετον λοιπόν αυτοί, οίτινες μετά την θρέψιν των πεντακισχιλίων είχον συναθροίσει δώδεκα κοφίνους περισσεύματα, και μετά την τροφοδοσίαν των τετρακισχιλίων είχον συλλέξει επτά σπυρίδας πλήρεις, υπέθετον ότι ήτο κίνδυνος μη υποφέρωσιν εκ της πείνης; «Διατί λογίζεσθαι ούτω περί άρτου; τους είπε. Δεν εννοείτε ακόμη ούτε καταλαμβάνετε; έχετε την καρδίαν ακόμη εσκληρυμμένην; έχοντες οφθαλμούς, δεν βλέπετε; και έχοντες ώτα, δεν ακούετε; και δεν ενθυμείσθε;» Και είτα πάλιν, αφού τους ανέμνησε των θαυμάτων εκείνων, «Πώς δεν εννοείτε;» Δεν ετόλμησαν να Του ζητήσωσιν εξήγησιν· υπήρχε τι περί Αυτόν, υπήρχέ τι τόσον φοβερόν και εξηρμένον εν τω προσώπω Του, ώστε η αγάπη των προς Αυτόν, όσον ζωηρά και αν ήτο, συνεκερνάτο δι' υπερβάλλοντος σεβασμού· αλλά τώρα ήρχισαν να εννοώσιν ότι κάτι άλλο έλεγεν ο Ιησούς, και ότι τους εκέλευε να φυλάττωνται όχι από την ζύμην του άρτου, αλλ' από την διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
Εις Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, πιθανώς την επομένην πρωίαν, τυφλός τις προσήχθη εις Αυτόν προς ίασιν. Η θεραπεία επετελέσθη κατά τρόπον λίαν παραπλήσιον προς την του κωφού και αλάλου εν Δεκαπόλει. Δεν είχε τίποτε εκ της ελευθέρας ετοιμότητος, εκ της ακτινοβόλου αυθορμησίας των πρωιμωτέρων θαυμάτων. Κατά μίαν έποψιν διαφέρει παντός άλλου αναγεγραμμένου θαύματος, επειδή ήτο οιονεί δοκιματιστήριος. Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς. Και τότε ο Ιησούς τον προσέταξε να υπάγη εις την οικίαν του, ήτις δεν ήτο εις Βηθσαϊδά· διότι, δι' εμφαντικής επαναλήψεως της λέξεως, απηγορεύθη αυτώ ή να εισέλθη εις την πόλιν ή να είπη τι είς τινα των εν τη πόλει. Αδυνατούμεν να εξηγήσωμεν τα αίτια της μεθόδου την οποίαν μετήλθεν ενταύθα ο Χριστός. Το αδύνατον του εννοήσαι τι ωδήγησε τας πράξεις Του προέρχεται εκ της βραχύτητος της αφηγήσεως, εν η ο Ευαγγελιστής, καθώς συχνά συμβαίνει εις συγγραφείς εντριβείς περί το θέμα των, παρέρχεται πολλάς λεπτομερείας, αίτινες, επειδή ήσαν πολύ οικείαι εις αυτόν φαίνονται ως αυτοεξήγητοι διά τους αναγνώστας. Ό,τι δυνάμεθα αμυδρώς να ίδωμεν είνε η απέχθεια του Χριστού και η αποφυγή των Ηρωδιανών τούτων πόλεων, με την δάνειον ελληνικήν αρχιτεκτονικήν των, με τ' αμελή έθιμα των, και τας ρωμαϊκάς ονομασίας των. Βλέπομεν εν αυτοίς τοις Ευαγγελίοις ότι ο πλούτος και η δύναμις η αναπτυσσομένη ης τα θαύματα, ήτο ανάλογος με την πίστιν των αξιουμένων αυτών· εις μέρη όπου η πίστις ήτο σπανία φυσικόν ήτο τα θαύματα να είνε ολίγα και φειδωλά.
Εκείθεν ο Ιησούς επορεύθη εις την Καισάρειαν την Φιλίππου. Εδώ πάλιν φαίνεται ότι δεν εισήλθεν εις την πόλιν, αλλ' επεσκέφθη τα περίχωρα. Κατά δε την πορείαν Του προς τα βόρεια μέρη συνέβη έν επεισόδιον το οποίον ευλόγως δύναται να θεωρηθή ως το μεσουράνημα του επιγείου διακονήματός Του. Ήτο μόνος. Το πλήθος, το οποίον συνέρρεε τόσον θορυβωδώς πλησίον Του εις πλέον συχναζόμενα μέρη, εδώ ηκολούθει εξ αποστάσεως. Μόνον οι μαθηταί Του ήσαν πλησίον Αυτού καθώς ίστατο κατά μέρος εις προσευχήν εν μονώσει. Και όταν η προσευχή του ετελείωσεν, Εκείνος τους εκάλεσε πλησιέστερον καθώς εξηκολούθουν την οδοιπορίαν, και τους ηρώτησε τα δύο ταύτα βαρυσήμαντα ερωτήματα, εκ της απαντήσεως των οποίων εξηρτάτο όλον το πόρισμα του έργου Του επί της γης·
Πρώτον ηρώτησεν αυτούς:
«Τίνα Με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του Ανθρώπου;»
Η απάντησις υπήρξε θλιβερά. Οι Απόστολοι δεν ετόλμων και δεν ήθελον να είπωσι άλλο τι ειμή λέξεις εγκρατείας και αληθείας, και αποθαρρυντικώς λίαν εμαρτύρησαν ότι ο Μεσσίας δεν ανεγνωρίσθη υπό του κόσμου τον οποίον ήλθε να σώση. Είχον μόνον να επαναλάβωσι τας ματαίας εικασίας του λαού. Άλλοι μεν, απηχούντες την κραυγήν της ενόχου συνειδήσεως του Αντίπα, έλεγον ότι ήτο Ιωάννης ο Βαπτιστής· άλλοι, οίτινες δυνατόν να ήκουσαν τας αυστηράς καταγγελίας της απαθούς λύπης Του, ανεκάλυψαν εις τας ισχυράς εκείνας εκφράσεις τους κεραυνίους τόνους νέου Ηλία· άλλοι, οίτινες είχον ενωτισθή τους φθόγγους της τρυφερότητός Του, είδον εν αυτοίς την θρηνωδούσαν ψυχήν του Ιερεμίου, και ενόμισαν ότι είχεν έλθη ίσως διά να τους σώση εκ της νέας Βαβυλώνος και ν' αποδώση» αυτοίς την Κιβωτόν, άλλοι, και ούτοι οι πολυαριθμότεροι, Τον εθεώρουν μόνον ως ένα των προφητών. Ουδείς, μεθ' όλην την αυθόρμητον κραυγήν την εξελθούσάν ποτε εκ του θαυμασμού του πλήθους, δι' ης εκηρύσσετο Μεσσίας, ουδείς εσκέπτετο τις ήτο πράγματι Αυτός. «Το φως έφαινεν εν τη σκοτία, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν».
«Υμείς δε τίνα Με λέγετε είνε;»
Εάν άλλη εδίδετο απάντησις εις το μέγα τούτο ερώτημα, εάν άλλη απάντησις ηδύνατο να δοθή, όλη η τύχη του κόσμου δυνατόν να μετεβάλλετο. Εάν άλλως εδίδετο η απάντησις, τότε, ανθρωπίνως αν ομιλήσωμεν, άχρι τούδε η αποστολή του Σωτήρος θ' απετύγχανεν (;) εξ ολοκλήρου, χριστιανισμός δε και χριστιανοσύνη δεν θα υπήρχε (;). Διότι το έργον του Χριστού επί γης εστηρίζετο το πλείστον επί των μαθητών Του. Εκείνος έσπειρε το σπέρμα, ούτοι συνεκόμισαν τον θερισμόν. Εκείνος επέστρεψεν αυτούς και αυτοί τον κόσμον. Δεν είχε ποτε ομιλήσει φανερά περί του αξιώματός Του ως Μεσσίου. Ο Ιωάννης εν τοσούτω είχε μαρτυρήσει περί Αυτού, και εις όσους ηδύναντο να δεχθώσι τούτο, είχεν εμμέσως ανακοινώσει λόγω τε και έργω ότι Εκείνος ήτο ο Υιός του Θεού. Αλλά το θέλημά Του ήτο ώστε το φως της αποκαλύψεως να επιλάμψη βαθμηδόν εις τας καρδίαν των τέκνων Του· να εκπηγάση δε περισσότερον εκ των αληθειών τας οποίας ελάλει και εκ του βίου τον οποίον έζη ή εκ των θαυμάτων όσα επετέλει· και να μεταδοθή όχι εν αστραπαίς και βρονταίς υπερφυούς μεγαλειότητος ή εν οπτασίαις ανεκλαλήτου δόξης, αλλά διά του ηρέμου μέσου αναμαρτήτου και πλήρους αυτοθυσίας βίου. Εν τω Υιώ του Ανθρώπου έμελλον ν' αναγνωρίσωσι τον Υιόν του Θεού.
Αλλ' η απάντησις ήλθεν οποία προ αιώνων είχε γραφή εν τη βίβλω της θείας προγνώσεως ότι έμελλε να έλθη, και ο Πέτρος, «ο πανταχού θερμός, ο του χορού των Αποστόλων κορυφαίος», ως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ηξιώθη της αθανάτου τιμής να την εκφράση εκ μέρους όλων και δι' όλους:
«Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος».
Ενδιαφέρον είνε ενταύθα να σημειώσωμεν τας προτέρας ομολογίας των διαφόρων Αποστόλων.
Ήδη εις Βηθαβαρά ο Πέτρος είχεν ειπεί τω Ανδρέα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν».
Και ο Φίλιππος είχεν είπη: «Ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ».
Και ο Ναθαναήλ είχεν είπη: «Ραβδί, Συ ει ο Υιός του Θεού, Συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ».
Και μετά τον περίπατον τον επί της θαλάσσης, οι μαθηταί είχον αναφωνήσει: «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Και πάλιν εις Καπερναούμ, ο Πέτρος είχεν ειπεί: «Πιστεύομεν και πεποίθαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού».
Αλλ' η απάντησις περί ης ο λόγος ήτο η σαφεστάτη και πληρεστάτη πασών· και τοιαύτη απάντησις εκ μέρους του κορυφαίου των Αποστόλων εξηγόραζε διά του πλήρους της διορατικότητος και της βεβαιότητός της την ελλιπή εκτίμησιν του πλήθους. Εδείκνυεν ότι επί τέλους το μέγα μυστήριον είχεν αποκαλυφθή, το από αιώνων και γενεών κεκρυμμένον. Οι Απόστολοι τουλάχιστον ου μόνον ανεγνώρισαν τον Ιησούν τον Ναζωραίον ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν του έθνους των, αλλ' απεκαλύφθη προς αυτούς διά της ιδιαιτέρας χάριτος του Θεού ότι ο Μεσσίας εκείνος ήτο όχι μόνον οποίον προσεδόκων οι Ιουδαίοι, ηγούμενος, και άρχων, και υιός του Δαυίδ, αλλ' ήτο περισσότερον τούτου, ο υιός του Θεού του ζώντος.
Μετά φοβεράς επισημότητος εκύρωσεν ο Σωτήρ την μεγάλην ταύτην ομολογίαν.
«Αποκριθείς δε είπεν αυτώ ο Ιησούς, Μακάριος ει Σίμων Βαρ Ιωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών· και ό αν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό αν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς».
Ουδέποτε τα χείλη του Ιησού εξέφεραν πλέον αξιομνημονεύτους λέξεις. Ήτο η ιδία περί Εαυτού μαρτυρία Του. Ήτο η υπόσχεσις ότι όσοι συνομολογήσωσιν αυτήν είνε μακάριοι. Ήτο το αποκεκαλυμμένον γεγονός, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να την συνομολογήσωσιν όσοι άγονται προς τούτο υπό του πνεύματος του Θεού· έλεγε προς την ανθρωπότητα διά πάντοτε ότι ουχί δι' επιγείων επικρίσεων, αλλά μόνον διά της ουρανίου χάριτος, δύναται η πλήρης γνόσις της αληθείας εκείνης να επιτευχθή. Ήτο η κατάθεσις του θεμελίου λίθου της του Χριστού Εκκλησίας, και η πρώτη φορά καθ' ην εξηνέχθη η λέξις Εκκλησία διά ν' αναμιχθή εντεύθεν τόσον ισχυρώς εις την ιστορίαν του κόσμου. Ήτο η επαγγελία δη η Εκκλησία αύτη, τεθεμελιωμένη επί της πέτρας της θεοπνεύστου ομολογίας, έμελλε να μείνη ανάλωτος εις όλας τας δυνάμεις της Κολάσεως. Ήτο η απονομή εις την Εκκλησίαν ταύτην, εν τω προσώπω του τυπικού αντιπροσώπου της — όστις ήτο μόνον «πρώτος εν ίσοις» και ουδεμίαν είχε προσωπικήν ηγεμονίαν επί των άλλων Αποστόλων — της δυνάμεως του ανοίγειν και κλείειν, του λύειν και δεσμείν, και η υπόσχεσις ότι η δύναμις αύτη πιστώς ενασκουμένη επί της γης θα κυρούται εν τέλει εν τοις ουρανοίς.
«Όλα ταύτα ασφαλώς λέγονται (παρατηρεί συγγραφεύς τις)· αλλά προς την Ρώμην;» Όλον το ρητόν τούτο του Χριστού ευρίσκεται κεχαραγμένον διά κολοσσιαίων γραμμάτων έσωθεν του θόλου του ναού του Αγ. Πέτρου εν Ρώμη. Ολίγη δύναμις χρειάζεται προς ανατροπήν των πυραμίδων των σοφισμάτων και του ψεύδους όσαι έχουν κτισθή επ' αυτού. Εάν δεν ήτο ιστορικόν γεγονός, θα εφαίνετο απίστευτον ότι επί τόσον φαντασιώδους θεμελίου εστηρίχθη η φανταστική αξίωσις των επισκόπων μιας πόλεως, εις ην, και αν είνε πιθανόν ότι απήλθεν ο Πέτρος και εδίδαξε, και ετελειώθη μαρτυρικώς εκεί, και αν ακόμη εθεμελίωσε την εκκλησίαν της, αλλ' όμως είνε πολύ γνωστόν ότι οι Απόστολοι προεχειρίσθησαν παρά του Χριστού οικουμενικοί επίσκοποι και ουχί επίσκοποι τοπικοί μιας πόλεως, ο δε Πέτρος πριν φθάση εις Ρώμην, αν έφθασεν εκεί, είχεν ιδρύσει και άλλας εκκλησίας. Είνε ωσαύτως γνωστόν ότι το πρωτείον το διοικητικόν εδόθη εις τον επίσκοπον Ρώμης, καθώς βραδύτερον εις τον Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αι πόλεις εκείνων ήσαν αι βασιλεύουσαι του τότε κόσμου, και διότι η Εκκλησία του Χριστού, μη ζητούσα ποτέ να ιδρύση κοσμικόν κράτος, συνεμορφούτο πάντοτε προς τας πολιτικάς εξουσίας.
Δυνατόν να λεχθή, ότι από του χρόνου εκείνου κ' εντεύθεν, ο Σωτήρ θα ηδύνατο να εθεώρει μέγα μέρος του έργου Του επί της γης ως συντελεσθέν. Οι Απόστολοί Του τώρα ήσαν πεπεισμένοι περί του μυστηρίου της υπάρξεώς Του· αι βάσεις είχον τεθή εφ' ων, μετ' Αυτού ως ακρογωνιαίου λίθου, όλον το μέγα οικοδόμημα έμελλε να κτισθή.
Αλλ' απηγόρευσεν εις αυτούς ν' αποκαλύψωσι την αλήθειαν ακόμη. Ήσαν έτι όλως εν αγνοία της αληθούς μεθόδου της φανερώσεώς του. Ήσαν έτι αστερέωτοι εν τη πίστει και όπως μείνωσι πιστοί εις Αυτόν κατά την ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας. Άχρι τούδε θα εγνωρίζετο ως Χριστός εις εκείνους μόνον των οποίων η πνευματική διορατικότης ηδύνατο να Τον βλέπη αμέσως εις τον βίον και εις τα έργα Του. Όταν η πίστις των θα εστερεούτο ασάλευτος διά του πανεκλάμπρου γεγονότος της αναστάσεώς Του, όταν αι καρδίαι των θα επληρούντο διά του νέου φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και οι οφθαλμοί των θα ενισχύοντο με της Πεντηκοστής τας φλόγας, τότε θα ήρχετο δι' αυτούς η ώρα να εξέλθωσι και διδάξωσι πάντα τα έθνη, ότι ο Ιησούς όντως ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.
Αλλά καίτοι Τον εγίνωσκον ήδη, ουδέν εγνώριζον ακόμη περί του τρόπου καθ' ον ήτο η θέλησίς Του όπως εκτελεσθώσιν οι θείοι σκοποί Του. Ήτο καιρός όπως περιπλέον ετοιμασθώσιν· ήτο καιρός όπως μάθωσιν ότι, καίτοι Βασιλεύς ήτο, η βασιλεία Του δεν ήτο εκ του κόσμου τούτου· ήτο καιρός όπως όλαι αι μάταιαι εγκόσμιαι ελπίδες περί λαμπρότητος και προαγωγής εν τη βασιλεία του Μεσσίου σβεσθώσιν εν αυτοίς διά πάντοτε, και γνωρίσωσιν ότι η βασιλεία του Θεού δεν είνε βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και πίστις χαίρουσα.
Τούτου ένεκα ήρχισεν αταράχως και εσκεμμένως ν' αποκαλύπτη προς αυτούς την μελετωμένην πορείαν Του εις Ιερουσαλήμ, την απόρριψίν Του υπό των αρχόντων του έθνους, την αγωνίαν και την ύβριν ήτις Τον ανέμενε, τον βίαιον θάνατόν Του, την ανάστασίν Του την τριήμερον. Και άλλοτε είχεν εκφέρει διαφόρους και απωτέρας προρρήσεις των εγγιζόντων τούτων παθημάτων, αλλά τώρα διά πρώτην φοράν ενδιέτριβεν επ' αυτών εναρκώς, και «παρρησία τον λόγον ελάλει». Αλλ' όμως και τώρα δεν απεκάλυψεν εν όλη τη φοβερότητί του τον τρόπον του εγγίζοντος θανάτου Του. Κατέστησε γνωστόν εις αυτούς ότι έμελλε ν' απορριφθή υπό των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, αλλ' όχι ότι έμελλε να παραδοθή εις τους εθνικούς. Προείπεν αυτοίς ότι μέλλει να θανατωθή, αλλ' επεφύλαξε διά τον χρόνον της τελευταίας πορείας Του εις Ιερουσαλήμ το φρικτόν γεγονός ότι ήθελε σταυρωθή. Ούτω απεκάλυψεν αυτοίς το μέλλον μόνον εφ' όσον ηδύναντο να το βαστάσωσι, και τότε δε, όπως παραμυθήση την αγωνίαν των και στηρίξη την πίστιν των, προείπεν εναργέστατα, ότι τη τρίτη ημέρα θα εγερθή πάλιν.
Αλλά το ανθρώπινον πνεύμα έχει παράδοξον ικανότητα εις το ν' απορρίπτη εκείνο το οποίον αδυνατεί να εννοήση. Οι Ευαγγελισταί πιστοί και απλοϊκοί εν τη μαρτυρία των, ουδέποτε κρύπτουσιν αφ' ημών την αμβλύτητα της πνευματικής διορατικότητός των, ουδέ την επικράτησιν των Ιουδαίων προκαταλήψεων επί του πνεύματός των. Ομολογούσι προς ημάς πως ενίοτε εξελάμβανον κατά γράμμα ό,τι ήτο τροπικόν, και τανάπαλιν. Ηχούσαν οι Απόστολοι την αγγελίαν, αλλά δεν την κατενόησαν. «Ου συνήκαν τα λεγόμενα, και απεκρύβη απ' αυτόν, ώστε μη νοήσαι». Τώρα, καθώς πολλάκις άλλοτε, υπερφυής φόβος κατέλαβεν αυτούς, και ηυλαβούντο να τον ερωτήσουν. Η περί της τελετής Του πρόρρησις ήτο τόσον αλλοτρία από της συνήθους έξεως τον σκέψεών των, ώστε την έβαλαν κατά μέρος ως ασυνάρμοστον και ακατάληπτον, ως μυστήριόν τι εις ό δεν ηδύναντο να εμβαθύνωσι· και όσον αφορά την ανάστασιν, όταν και πάλιν προεφητεύθη αύτη εις τους πνευματικωτέρους εν αυτοίς, ήρχισαν μόνον να συζητώσι προς αλλήλους τι άρα εσήμαινεν η εκ νεκρών έγερσις.
Αλλ' ο Πέτρος, εν τη ορμητικότητί του, ενόμισεν ότι ενόησε, και ενόμισεν ότι ηδύνατο να προλάβη· και ούτω διέκοψε τας επισήμους εκείνας εκφράσεις διά του αμαθούς και αλαζονικού ζήλου του. Το συναίσθημα ότι εδόθη αυτώ να νοήση και να εκφράση νέαν και ισχυράν αλήθειαν, ομού με το λαμπρόν εγκώμιον και την επαγγελίαν την οποίαν αρτίως είχε λάβη, συνετέλεσαν να φυσιώσωσι την διάνοιάν του και ν' αποπλανήνωσι την καρδίαν του. Λαβών τον Ιησούν από της χειρός ή από του ιματίου, τον είλκυσεν έν ή δύο βήματα παράμερα από τους άλλους μαθητάς, και ήρχισε να συμβουλεύη, να διδάσκη, να επιτιμά τον Ιησούν. «Ιλεώς Σοι, Κύριε» είπε, Θεός φυλάξοι, τούτο δεν θα γείνη εις Σε!
Αλλ' ο Κύριος, εν αγανακτήσει, εις επήκοον πάντων, τον ήλεγξεν: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! σκάνδαλόν μου ει· δη ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Αύτη η σαρκική και παχυλή και ανθρωπίνη σκέψις σου, αύτη η απόπειρα όπως με αποτρέψης από το βάπτισμα του θανάτου, είνε αμάρτημα κατά των σκοπών του Θεού. Ο Πέτρος ώφειλε να μάθη — είθε και η εκκλησία εκείνη, ήτις επαγγέλλεται ότι έχει κληρονομήσει απ' αυτού τας αποκλειστικάς και υπερανθρώπους αξιώσεις της να είχε μάθη εν καιρώ! — ότι πόρρω απείχε του να είνε αναμάρτητος, και ότι «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση.
«Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!» αυτάς τας ιδίας λέξεις τας οποίας είχε μεταχειρισθή προς τον πειράζοντα εν τη ερήμω. Σημειωτέων ότι ενταύθα η εβραϊκή λέξις Σατάν σημμαίνει απλώς τον εναντίον, τον πολέμιον. Και ονομάσας τον Πέτρον «σκάνδαλον» ο Κύριος, ίσως έκαμνε πάλιν υπαινιγμόν εις το όνομά του. (Λίθος προσκόμματος, και σκανδάλου πέτρα).
Αλλ' αφού ούτω επετίμησε τον κορυφαίον των Αποστόλων Του, ο Κύριος ευδόκησε να λάβη εκ του επεισοδίου τούτου αφορμήν προς βαθυτάτην διδασκαλίαν, την οποίαν απηύθυνε προς τε τους μαθητάς Του και προς πάντας. Μανθάνομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι και εις τα απώτερα ταύτα μέρη τα βήματά Του παρηκολουθούντο ενίοτε από πλήθη, τα οποία συνήθως εβάδιζαν είς τινα απόστασιν απ' Αυτού και των μαθητών Του, αλλ' ενίοτε εκαλούντο πλησίον Του όπως ακούσωσι τους χαριτοβρύτους λόγους του στόματός Του. Απευθυνόμενος λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς, εδίδαξε την υψίστην αρετήν της αυτοθυσίας. «Τι ωφελήσει άνθρωπος εάν όλον τον κόσμον κερδήση και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» Ενταύθα επροφήτευσεν ο Ιησούς ότι ήσαν τινες «των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του Ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία Αυτού.» Εάν εδώ η βασιλεία του Υιού του Ανθρώπου νοείται εν αρχετύπως πνευματική έννοια, δεν θα είνε δύσκολον να εννοήσωμεν την προφητείαν ταύτην εν τη εκδοχή ότι, πριν όλοι μεταστώσιν εκ του προσκαίρου κόσμου, τα θεμέλια της βασιλείας εκείνης θα κατετίθετο διά πάντοτε. Τρεις εκ των μαθητών έμελλον να Τον ίδωσιν αμέσως μεταμορφούμενον· όλοι εκτός ενός έμελλον να γείνωσι μάρτυρες της αναστάσεώς Του· είς τουλάχιστον, ο ηγαπημένος μαθητής, έμελλε να επιζήση τη αλώσει της Ιερουσαλήμ και τη καταστροφή του Ναού, τα οποία θα καθίστων αδύνατον πάσαν κατά γράμμα πλήρωσιν του Μωσαϊκού νόμου. Και η προφητεία δυνατόν να είχε βαθύτερα ακόμη νοήματα, νοήματα πραγματικώτερα άμα και πνευματικώτερα. «Εάν θέλωμεν να μη φοβώμεθα τον θάνατον, λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος, ας ιστάμεθα όπου είνε ο Χριστός· ο Χριστός είνε η ζωή ημών· είνε η ζωή αυτή, ήτις δεν δύναται ν' αποθάνη.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου