«Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» —
«Φάγος και οινοπότης» — «Οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι» — «Μετά τελωνών
και αμαρτωλών» — «Έλεον και ου θυσίαν» — Ο Άσωτος υιός — Διατί αθετεί το
Σάββατον; — Οι στάχυς των σπορίμων — Η διαγωγή του Δαυίδ — «Ει έξεστιν
αγαθοποιείν εν Σαββάτω». — Αι άνιπτοι χείρες — «Ου τα εισερχόμενα αλλά
τα εξερχόμενα»
Καίτοι ο λόγος τον οποίον αρτίως διεξήλθομεν απετέλεσε σημαντικήν
περίοδον εις το κήρυγμα του Κυρίου, και από τούδε εις το εξής τα νέφη
σωρεύονται πυκνότερα εναντίον Του, δεν πρέπει όμως να υποτεθή ότι αύτη
ήτο η πρώτη φορά, και εν Γαλιλαία ακόμη, καθ' ην η έχθρα κατά του
προσώπου Του και της διδασκαλίας Του φανερά ανεπτύχθη.Πρώτον, τα πρωιμώτερα ίχνη της αμφιβολίας και αστοργίας επήγασαν από την έκφρασιν την οποίαν πολλάκις μετεχειρίσθη; «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Τας λέξεις ταύτας απηύθυνε προς την γυναίκα την αμαρτωλόν και προς τον παράλυτον. Και κατά τας δύο περιστάσεις η εκφώνησις αύτη διήγειρεν έκπληξιν και αποδοκιμασίαν. Εις την οικίαν του Σίμωνος, όπου θαύμα δεν συνέβη, ο Ιησούς αντικατέστησε την φράσιν δι' άλλης. Αλλά κατά την ίασιν του παραλυτικού, φανερός γογγυσμός ηγέρθη μεταξύ των Γραμματέων και Φαρισαίων, κ' εκεί αποκαλύψας πλειότερον εκ του αληθούς μεγαλείου Του, ο Ιησούς, διά της δυνάμεως του ποιείν θαύματα, διεξεδίκασε το δικαίωμά Του όπως συγχωρή αμαρτίας.
Το επιχείρημα ήτο αναντίρρητον, διότι ου μόνον η κρατούσα δοξασία εσχέτιζε πάσαν ασθένειαν μετά της αμαρτίας, αλλά και γενικώς υπεστηρίζετο υπό των ραββίνων ότι «ουδείς άνθρωπος θεραπεύεται από της ασθενείας του μέχρις ου όλαι αι αμαρτίαι Του συγχωρηθώσιν. Ήτο άρα εν πλήρει συμφωνία με τας δοξασίας των ότι Εκείνος όστις διά «της ιδίας εξουσίας Του ηδύνατο να ιατρεύη ασθενείας, ηδύνατο προσέτι διά της ιδίας εξουσίας Του ν' απαγγέλλη την άφεσιν. Είνε αληθές ότι εδυσκολεύοντο να εννοήσουν ή ίασιν ή συγχώρησιν μεταδιδομένην διά τοιούτων ανωμάλων μέσων, και άνευ των παραφέρνων των θυσιών και των ιερατικών επεμβάσεων. Αλλ' όμως παρά πάντα ταύτα έμενε το γεγονός ότι αι ιάσεις πράγματι ετελούντο, και ενώπιον χιλιάδων μαρτύρων. Ησθάνθησαν άρα ότι το έδαφος τούτο της αντιδράσεως ήτο αστήρικτον, και σιωπηλώς εγκατελείφθη. Το να λέγωσιν ότι υπήρχε «βλασφημία» εις τας εκφράσεις Του θα εχρησίμευε μόνον εις το ν' αναδείξη εν μείζονι λαμπρότητι το ότι υπήρχε θαύμα εις τας πράξεις του.
Δεύτερον, η κατηγορία ότι ήτο «φάγος και οινοπότης», η διατηρηθείσα ημίν διά της μνείας Αυτού του Κυρίου, ήτο λίαν καταφώρως ψευδής ώστε να μη αρκή να εξεγείρη πρόληψιν εναντίον Εκείνου όστις, ει και δεν ησπάσθη τον ασκητικόν βίον του Ιωάννου, έζησεν όμως εν άκρα λιτότητι, και απλώς έπραττεν ό,τι και οι λεπτολογώτατοι των Φαρισαίων, δεχόμενος προσκλήσεις εις δείπνα, όπου συνεχώς εύρισκε νέας ευκαιρίας όπως διδάσκη και αγαθοποιή. Η συκοφαντία πράγματι ανετράπη όταν ο Σωτήρ έδειξεν ότι η γενεά εκείνη ήτο ομοία με παιδάρια ιδιότροπα και διεστραμένα, τα οποία εις τίποτε δεν ηδύναντο να ευχαριστηθώσι, αφού κατηγόρουν τον Ιησούν επί ακρασία, διότι δεν απέφυγεν έν αβλαβές γεύμα, και τον Ιωάννην επί κατοχή δαιμονίου, διότι αντετάχθη κατά της κοινωνικής διαφθοράς του αιώνος.
Τρίτον, και εις την ένστασιν, «Διατί οι μαθηταί σου ου νηστεύουσι;» δεν φαίνεται να επέμειναν πολύ. Ο Ιησούς είχε δείξει το παράδειγμα της εγκρατείας διά της τεσσαρακονθημένου νηστείας, και πάντοτε διά των έργων και της διδασκαλίας Του υπέδειξεν ότι «Ουκ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και άσκησις συν αγιασμώ».
Τέταρτον, μεγαλητέραν αντίδρασιν εκίνησεν η υπό του Χριστού εκλογή του Ματθαίου ως ενός των Αποστόλων, και η ανοχή ην πάντοτε έδειξε προς τους τελώνας και αμαρτωλούς. Πας λεπτολόγος Ιουδαίος εθεώρει ως επικατάρατον το πλήθος του έθνους του, το μη γνωρίζων τον Νόμον. «Ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον Νόμον επικατάρατοί εισι». Και καθώς πας Ιουδαίος εθεώρει τον εθνικόν κόσμον μεθ' υπερτάτης περιφρονήσεως, ούτω και η φατρία των άγαν ζηλωτών εθεώρουν τους αμελεστέρους αδελφούς των ως όντας ολίγον τι καλλιτέρους των εθνικών. Και όμως ιδού Άνθρωπος όστις ανεμιγνύετο ελευθέρως και οικείως μετά των τελωνών και αμαρτωλών! Το δε χείριστον, υπέφερεν ώστε γυναίκες από τας οποίας είχεν εκβάλη επτά δαιμόνια, να Τον συνοδεύωσιν εις τας οδοιπορίας Του, και πόρναι να λούωσι τους πόδας Του με δάκρυα! Πόσον διάφορος των Φαρισαίων, οίτινες ισχυρίζοντο ότι υπήρχε μολυσμός εις την απλήν αφήν εκείνων οι οποίοι είχον αυτοί απλώς θιχθή υπό του βεβήλου όχλου, είχον δε διατυπώσει ως κανόνα ότι ουδείς ώφειλε να δεχθή ξένον εις την οικίαν του αν απλώς τον υπώπτευεν ως αμαρτωλόν!
Εν αρχή του κηρύγματός Του ο Ιησούς, μετά τρυφεράς ειρωνείας, είχεν απαντήσει εις την κατηγορίαν, μνημονεύσας την βαθείαν εκείνην έκφρασιν του Ωσηέ, όταν τους έστειλε να υπάγουν να μάθουν το τι σημαίνει: «Έλεον θέλω και ου θυσίαν». Είπε προσέτι αυτοίς, «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού αλλ' οι κακώς έχοντες». Κατά τας οψιμωτέρας ημέρας Του, όταν επορεύετο εις Ιεροσόλυμα, οι εχθροί εκείνοι και πάλιν «διεγόγγυζον» λέγοντες «Ούτος ο άνθρωπος μετά αμαρτωλών εσθίει και πίνει». Τότε ο Ιησούς απήντησε και εδικαιολόγησε τους τρόπους Του, και σαφέστερον απεκάλυψε το έλεος την αγάπην του Θεού προς τους μετανοούντας. Τούτο δε έπραξε διά των τριών ωραιοτάτων παραβολών του Απολωλότος Προβάτου, της Απολεσθείσης Δραχμής, και, προ πάντων, της του Ασώτου Υιού. Ληφθείσαι εκ των απλουστάτων στοιχείων της καθημερινής πείρας, αι παραβολαί αύται, και η τελευταία μάλιστα, αναδείκνυον, εις ανιούσαν κλίμακα τρυφερότητος, τα βαθύτατα μυστήρια της θείας συμπαθείας, την χαράν την γινομένην εν τω ουρανώ, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι.
Εις το απολωλός βλέπομεν τον μωρόν και ανάλγητον αμαρτωλόν. Εις απολομένην δραχμήν, τον αμαρτωλόν τον φέροντα το αποτύπωμα της θείας εικόνος, αλλά κείμενον απολωλότα, άχρηστον και αγνοούντα την ιδίαν αξίαν του. Εις τον άσωτον υιόν, βλέπομεν τον αμαρτωλόν τον εν γνώσει και συνειδήσει.
Πού αλλού, εις όλην την βιβλιοθήκην της ανθρωπίνης φιλολογίας, δύναται να ευρεθή τι τόσον εκλάμπρως γλαφυρόν, τόσον φαεινώς διαυγές, τόσον ανάπλεων απείρου τρυφερότητος· τόσον πιστόν εις την εικόνα την οποίαν παρέχει των συνεπειών της αμαρτίας, και όμως τόσον πλήρες ελέους εις την ελπίδα την οποίαν εμπνέει προς διόρθωσιν και επιστροφήν, όσον η μικρά αύτη διήγησις; Πώς συνοψίζει τας παραμυθίας της θρησκείας και τας κακοπαθείας του βίου! Πάσα αμαρτία και τιμωρία, πάσα μετάνοια και συγγνώμη, ως άριστα διαγράφονται διά των ολίγων τούτων λέξεων. Αι ριζικαί διαφοραί ιδιοσυγκρασίας και κλίσεως, αίτινες χωρίζουσι τας διαφόρους τάξεις των ανθρώπων, η νόθος ανεξαρτησία ανησύχου ελευθέρας θελήσεως, η προτίμησις των απολαύσεων του παρόντος υπέρ τας ελπίδας του μέλλοντος, η πόρρω περιπλάνησις από της καθαράς και ειρηνικής χώρας, ήτις είνε αυτή η εστία μας, όπως εκπέση ο υιός εκείνος εις παν πάθος το οποίον σκορπίζει και φθείρει τα σπανιώτατα δώρα της ζωής, η βραχεία εξακολούθησις των αγρίων εκείνων σπασμών της απηγορευμένης ηδονής, η δάκνουσα πείνα, η φλέγουσα δίψα, η απεγνωσμένη δουλεία, η ανέκφραστος και ασυμπαθής κατάπτωσις ήτις αφεύκτως θα επακολουθήση, πού εζωγραφήθησαν όλα ταύτα τα μυριάκις επαναληφθέντα γνωρίσματα της αμαρτίας και της λύπης, αν και εδώ ζωγραφούνται με ολίγας γραμμάς μόνον, υπό αβροτέρας και αληθεστέρας χειρός; Απαραμίλλως εικονίζονται εις την εικόνα του άφρονος εκείνου υιού απαιτούντος προώρως την μερίδαν την οποίαν απαιτεί από τα αγαθά του πατρός του· αποδημούντος εις χώραν μακράν σπαταλούντος την ουσίαν του δι' ασώτου βίου· υποφέροντος εξ ενδείας εν τω ισχυρώ λιμώ· ηναγκασμένου να εκπέση εις την ατιμίαν του βόσκειν χοίρους και ποθούντος να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι. (Σημειωτέον ότι οι Εβραίοι είχον τόσην αποστροφήν εις τους χοίρους, ώστε ούτε τους ωνόμαζον, αλλά δι' ευφημισμού τους εκάλουν δ α β ά ρ α κ χ έ ρ, ήτοι, «άλλο πράγμα».) Και ύστερον πώς ήλθεν εις τον εαυτόν του, πώς ενθυμήθη τους μισθίας του πατρός του, οίτινες επερίσσευον άρτων, και αυτός απέθνησκε της πείνης, πώς επέστρεψεν οίκαδε, πώς εξωμολογήθη εν αγωνία και συντριβή — όλη αύτη η ασύγκριτος κλίμαξ ήτις, ως φωνή εξ ουρανού, τόσας εκατοντάδας μυριάδων καρδιών εκίνησεν εις μετάνοιαν και δάκρυα.
«Και εγερθείς επορεύθη προς τον πατέρα αυτού. Έτι δε αυτού πόρρω απέχοντος, ο πατήρ είδε και εσπλαγχνίσθη επ' αυτόν, και δραμών έπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν! Είπε δε αυτώ ο υιός, Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Είπε δε ο πατήρ τοις οικέταις. Ενέγκατε την στολήν την καλήν και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον επί την δεξιάν αυτού και πέδιλα εις τους πόδας· και θύσαντες τον μόσχον τον σιτευτόν φαγόντες ευφρανθώμεν· ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και εκ πρώτης όψεως ήθελε φανή ότι εδώ έμελλε να τελειώση η παραβολή ως εν μουσική αγγελικής κινύρας. Και εδώ θα ετελείωνεν αν το μυστήριον της ανθρωπίνης κακίας ήτο άλλο παρ' ό,τι είνε. Αλλά το συμπέρασμα της σχετίζεται αμεσώτερον προς τας περιστάσεις αίτινες την προυκάλεσαν. Οι οργίλοι γογγυσμοί των Φαρισαίων και Γραμματέων είχον δείξει εις πόσην άγνοιαν διετέλουν, εν τη πωρώσει και τη υπερηφανία της καρδίας των, ότι, εις το όμμα του Θεού, το δάκρυ ενός αληθώς μετανοούντος αμαρτωλού είνε αμετρήτως πολυτιμότερον ή η άστοργος τυπικότης χιλίων Φαρισαίων. Ολίγον υπώπτευον ότι η μετάνοια δύναται να φέρη την πόρνην και τον τελώνην εις στενωτέραν προς τον Δημιουργόν των ή η πολύπονος επιτήδευσις μυρίων φορτικών και σεβασμίων υποκρισιών. Και διά τούτο ο Ιησούς προσέθηκε πως ο υιός, ο πρωτότοκος υιός εισήλθε, και ηγανάκτησε προς τον θόρυβον της χαράς, και ωργίσθη επί τη προθύμω εκείνη συγγνώμη, και εμέμφθη την φιλόστοργον καρδίαν του πατρός, και εξετραγώδησε τας αμαρτίας του αδελφού του, και έδειξεν όλην την ανελεημοκακίαν καρδίας ήτις είχεν εκλάβη την ευπρέπειαν την εξωτερικήν ως ιερόν έρωτα.
Ψυχολογικαί και δραματικώταται είνε αι εκφράσεις του πρωτοτύπου, του κατά Λουκάν. Εκείνο το ιδού, με το οποίον αρχίζει ο πρωτότοκος την αποστροφήν του· το «εγώ τοσαύτα έτη δουλεύω», «εμοί ουκ έδωκας ερίφιον», το «ούτος ο υιός σου» (αντί να είπη ο αδελφός μου), το «ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών», δεν αποδίδονται ευκόλως εις ουδεμίαν των νεωτέρων γλωσσών.
Όταν αναγινώσκωμεν την διήγησιν ταύτην, και μελετώμεν όλα όσα εμπερικλείει — τον άσωτον βίον και την μετάνοιαν του νεωτέρου υιού, εν αντιθέσει προς την πεπωρωμένην κακοβουλίαν και τον φθόνον του πρεσβυτέρου — δυνάμεθα από καρδίας να ευχαριστήσωμεν τον Θεόν, ότι εκείνος, ο εξάγων καλόν εκ του πονηρού, μέλι εκ του φονευμένου λέοντος και ύδωρ εκ της ακροτόμου πέτρας, ηδύνατο και εκ του υλικού τούτου ν' αντλήση την θειοτάτην έκφρασιν πάσης αποκαλύψεως την παραβολήν του Ασώτου Υιού.
Η σχέσις του Ιησού προς τους Τελώνας και αμαρτωλούς εξηγήθη ούτω, καθώς και ο πλήρης ανταγωνισμός μεταξύ του πνεύματος Αυτού κ' εκείνης της πεφυσιωμένης θρησκοληψίας ήτις είνε η παραποίησις του αληθούς θρησκεύματος. Ο Ιουδαϊσμός των ημερών εκείνων υποκαθιστά κενούς τύπους και ανοήτους τελετάς αντί αληθούς ευθύτητος· υπελάμβανε την ανελεήμονα αποκλειστικότητα ως γνησίαν ευσέβειαν. Ήτο τόσον βαθέως υποκριτικός, ώστε να μη αναγνωρίζη την ιδίαν υποκρισίαν του. Ευχαριστεί τον Θεόν διά τας κακίας του τας οποίας ενόμιζεν ως αρετάς, κ' εφαντάζετο ότι Εκείνος θα ηρέσκετο εις λατρείαν εν ή ούτε ταπείνωσις υπήρχεν, ούτε αλήθεια, ούτε ευορκία, ούτε αγάπη. Εκείνοι οίτινες εφρόνουν ότι ήσαν τόσον πλούσιοι και ευθηνούντες εν αγαθοίς, ώφειλον να μάθωσιν ότι ήσαν ελεεινοί και τρισάθλιοι και τυφλοί και γυμνοί. Τα πρόβατα εκείνα, τα οποία εφαντάζοντο ότι δεν είχον πλανηθή, ώφειλον να εννοήσωσιν ότι το δύστηνον απολωλός πρόβατον θα ηδύνατο να προσαχθή εις την μάνδραν επί των ώμων του Ποιμένος του Καλού, μετά βαθυτέρας ακόμη φιλοστοργίας. Εκείνοι οι υιοί οι πρωτότοκοι είχον να μάθωσιν ότι το πνεύμα του Πατρός των ήτο τούτο, το συμπέρασμα της δεσποτικής παραβολής: «Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.»
Αλλ' όσον και ήτο καταφανές ότι το πνεύμα του Χριστού και το πνεύμα του Φαρισαίου αντέκειντο αδιαλλάκτως προς άλληλα, μέχρι τούδε οι εχθροί του Χριστού δεν ηδυνήθησαν να βλάψωσι την επίδρασίν Του ή να περιστείλωσι το έργον Του. Το να συγχωρή, διά του αυτού λόγου όστις ιάτρευε τας νόσους, τας αμαρτίας εξ ων επίστευον ότι όλαι αι νόσοι προέρχονται, το να συμμετέχη κοινωνικών εορτών, το να αναστρέφηται μετά τελωνών και αμαρτωλών, όλα ταύτα δεν ηδύναντο να ερμηνευθώσιν ως παραβάσεις του Νόμου. Αλλά μία βαρυτέρα κατηγορία, επιμονώτερον επαναλαμβανομένη, σφοδρότερον υποστηριζομένη, υπελείπετο, η κατηγορία ότι παρέβαινε τους νόμους του Μωυσέως διά της μη τηρήσεως του Σαββάτου. Τούτο επροξένησε κατάπληξιν, αδημονίαν, μανίαν, δίψαν εκδικήσεως, ήτις κατεδίωζε τον Χριστόν μέχρι του σταυρού. Διότι το Σάββατον ήτο θεσμός όχι μόνον μωσαϊκός αλλ' αρχέτυπος, και κατέστη το μάλλον διακριτικόν και το μάλλον εμπαθώς τηρούμενον εξ όλων των δογμάτων, τα οποία εχώριζον τους Ιουδαίους από των εθνικών ως ιδιαίτερον λαόν. Ήτο ενταυτώ το σημείον των αποκλειστικών προνομίων των και το κέντρον της αγόνου τυπολατρείας των. Όχι μόνον ετηρείτο εν τω ουρανώ, πριν υπάρξωσιν άνθρωποι, αλλ' ο λαός του Ισραήλ δι' αυτό έγεινε, λέγει το Ταλμούδ, διά να τηρή το Σάββατον. Μήπως δεν τηρείται θαυμασίως και υπ' αυτού του Σαββατιαίου λεγομένου ποταμού της Αγίας Πόλεως; Εσεμνύνοντο διότι επροτίμησαν να χάσουν μάχας, να κατακοπώσιν υπό των εχθρών των, ν' αφίσωσιν την Ιερουσαλήμ κινδυνεύουσαν, όπως μη λύσωσι το Σάββατον. Κατά τον άγαν σχολαστικόν ραββίνον Σαμμαΐ ουδείς εν Σαββάτω ώφειλε να βοηθήση τον ασθενή ή να παρηγορήση τον τεθλιμμένον. Και αυτή η διατήρησις της ζωής ήτο παράβασις του Σαββάτου. Το Σάββατον ώφειλον και οι πτωχοί να εστιώνται τρις, αλλά χωρίς ν' ανάπτωσι πυρ μήτε να μαγειρεύωσιν. Αφ' ετέρου το να φονεύση τις κώνωπα είνε το αυτό ως να φονεύση κάμηλον. Και η Μεγάλη Συναγωγή εξέδωκε τριακονταεννέα διατάξεις και απειραρίθμους παραδιατάξεις όσον αφορά την τήρησιν του Σαββάτου. «Δεν πρέπει εν Σαββάτω να διαβαίνης ποταμόν επί καλοβάθρων, διότι πράγματι φέρεις τα καλόβαθρα. Γυνή δεν πρέπει να φέρη ταινίας εν Σαββάτω, εκτός αν είνε ερραμέναι εις την εσθήτα της. Αν έχη τις ψευδείς οδόντας δεν πρέπει να τους φέρει εν Σαββάτω. Άνθρωπος πάσχων εξ οδονταλγίας δεν πρέπει να πλύνη το στόμμα του με όξος, αλλά να το κρατή εις το στόμα του και να το καταπίνη. Δύο γράμματα της αλφαβήτου δεν πρέπει να γράψη τις. Ο ασθενής δεν πρέπει να στείλη να ζητήση ιατρόν εν Σαββάτω. Ράπτης δεν πρέπει να εξέλθη με την βελόνην του την νύκτα της Παρασκευής, μήπως την λησμονήση επάνω του, και ούτω λύση το Σάββατον φέρων την βελόνην. Αλέκτωρ δεν πρέπει να φέρη ταινίαν περί το σκέλος του εν ημέρα Σαββάτου, κτλ κτλ.
Και όμως, ιδού Άνθρωπος αξιών ότι είνε προφήτης, και περισσότερον προφήτου, όστις εσκεμμένως έθετεν εκποδών, καθώς εφαίνετο αυτοίς, την προαιώνιον αγιότητα της ημέρας ταύτης των ημερών! Και ο προσεκτικός αναγνώστης των Ευαγγελίων θα εκπλαγή βλέπων οπόση μερίς της έχθρας την οποίαν ο Κύριος ημών προεκάλει, ου μόνον εν Ιερουσαλήμ, αλλά και εν Γαλιλαία και τη πέραν του Ιορδάνου χώρα, περί μόνον το κεφάλαιον τούτο εστρέφετο. Επτά ιάσεις εν Σαββάτω ιστορούνται, και άλλαι μνημονεύονται, εν τοις Ευαγγελίοις.
Ο χορτασμός των πεντακισχιλίων και η ομιλία εν τη Συναγωγή της Καπερναούμ συνέβησαν αμέσως προ του Πάσχα. Ουδείς εκ των Ευαγγελιστών διηγείται τα συμβάντα, τα αμέσως επακολουθήσαντα. Αν παρευρέθη ο Ιησούς εις το Πάσχα τούτο, θα το έκαμεν όλως κατ' ιδίαν, και ουδέν συμβεβηκός της επισκέψεώς Του απεμνημονεύθη. Είνε δε πιθανώτερον ότι ο κίνδυνος και η αντίδρασις την οποίαν είχε συναντήσει εν Ιερουσαλήμ ήρκεσαν να επιφέρωσι την αποχήν του, «έως αν παρέλθη τυραννία». Δυνατόν εντοσούτω, αν δεν απήλθεν αυτοπροσώπως, τινές των μαθητών Του να εξεπλήρωσαν την εθνικήν ταύτην υποχρέωσιν και δυνατόν ίσως η επιτήρησις της διαγωγής των, συνδυαζομένη προς το μίσος το οποίον είχεν εμπνεύσει το πρόσταγμά Του προς τον παράλυτον όπως άρη τον κράββατον εν Σαββάτω, να έπεισε τους Γραμματείς και Φαρισαίους της Ιερουσαλήμ να πέμψωσί τινας εκ των ιδικών των προς ιχνηλάτησιν των διαβημάτων Του, και κατασκόπευσιν των πράξεων Του, και παρά τας όχθας της αγαπητής Του λίμνης. Βέβαιον είνε ότι από τούδε, εις πάντα σταθμόν του σταδίου Του, εις τους αγρούς, εις τας Συναγωγάς, εις τας εορτάς, εις τας οδοιπορίας, εις Καπερναούμ, εις Μάγδαλα, εν Περαία, εν Βηθανία, πανταχού Τον βλέπομεν να επιτηρήται, να στενοχωρήται, να επιτιμάται, να επερωτάται, να πειράζηται, να υβρίζηται, υπό των σκευωρών τούτων, των αντιπροσώπων των αρχόντων του έθνους Του, περί των οποίων επανειλημμένως μας λέγουν οι Ευαγγελισταί ότι δεν ήσαν εγχώριοι, αλλά «ελθόντες τινές από Ιεροσόλυμα. Η πρώτη εν Γαλιλαία προσβολή προήλθεν εκ της περιστάσεως ότι, διερχόμενοι διά των σπορίμων εν ημέρα Σαββάτου (ο Λουκάς έχει την φράσιν «εν Σαββάτω δευτεροπρώτω», το οποίον κατά τινα εικασίαν ίσως σημαίνει, εν Σαββάτω πρώτω του μηνός του δευτέρου), οι μαθηταί Του πεινάσαντες, έκοψαν στάχυας, έτιλαν αυτούς εις τας παλάμας των χειρών των, εφύσησαν το άχυρον, και έφαγον. Αναντιρρήτως, τούτο ήτο μέγιστον σφάλμα, θανάσιμον μάλιστα, εις τους οφθαλμούς των νομοφυλάκων. Το θερίζειν και το αλωνίζειν εν Σαββάτω βεβαίως ήσαν απηγορευμένα, αλλ' οι Ραββίνοι απεφάνθησαν ότι το να κόψη τις στάχυν είνε το αυτό ως να θερίση, και το να τίλη το στάχυν με την χείρα, το αυτό ως ν' αλωνίση! Ίσως οι κατάσκοποι ούτοι Φαρισαίοι έχον ακολουθήσει τον Ιησούν κατά το Σάββατον τούτο διά να επιτηρήσωσιν αν θα εβάδιζε περισσότερον ή την κεκανονισμένην Σαββάτου οδόν, ήτοι περί τους δισχιλίους πήχεις. Αλλ' εκεί έσχον το ευτύχημα ν' ανακαλύψωσιν έν πολύ χειρότερον σκάνδαλον· μίαν πράξιν των μαθητών ήτις, κατά την τεχνικήν ερμηνείαν του νόμου, καθίστα αυτούς ενόχους θανάτου διά λιθοβολισμού. Αυτός ο Ιησούς δεν υπήρξε συναυτουργός εις το πταίσμα. Φαίνεται εκ των εκφράσεων του ευαγγελιστού Μάρκου ότι περιεπάτει κατά μήκος των εσπαρμένων αγρών διά της συνήθους οδού, υποφέρων την πείναν Του όσον ηδύνατο, ενώ οι μαθηταί Του ήνοιξαν δρόμον αναμέσων των σταχύων, κόπτοντες αυτούς καθόσον προυχώρουν. «Εγένετο παραπορεύεσθαι Αυτόν διά των σπορίμων, και ήρξαντο οι μαθηταί Αυτού οδόν ποιείν τίλλοντες τους στάχυας». Δεν υπήρχε δε ουδέν κακόν εις το τίλλειν τους στάχυας· τούτο ου μόνον εκυρούτο διά των εθίμων, αλλά ρητώς επετρέπετο υπό του Μωσαϊκού Νόμου, (Δευτερονομ. ΚΓ'. 25). Αλλά το έγκλημα συνίστατο εις το ότι τούτο εγίνετο εν Σαββάτω! Πάραυτα οι Φαρισαίοι περικυκλούσι τον Κύριον, και δεικνύουσι τους μαθητάς ερωτώντες οργίλως, «Ίδε, τι ποιούσιν, ο ουκ έξεστι ποιείν εν Σαββάτω;»
Μετά θείας ετοιμότητος, με το βάθος εκείνο της οξυνοίας και το εύρος της γνώσεως, το οποίον εχαρακτήριζε τας αποκρίσεις Του εις τας εξαφνικωτέρας ερωτήσεις, ο Ιησούς υπεράσπισε τους μαθητάς Του. Επειδή η κατηγορία την φοράν ταύτην δεν απηυθύνετο κατ' Αυτού αλλά κατά των μαθητών Του, ο τρόπος της υπερασπίσεως Του, διαφέρει εξ ολοκλήρου από εκείνον τον οποίον, ως είδομεν, είχε μεταχειρισθή εν Ιερουσαλήμ. Εκεί εστήριξε την υποτιθεμένην αθέτησιν του Νόμου επί της προσωπικής Του εξουσίας· εδώ, ενώ ακόμη εκήρυττεν Εαυτόν Κύριον του Σαββάτου, ηρύσθη από την ιστορίαν των και από τον Νόμον των παράδειγμα το οποίον απέλυε πάσης μομφής τους μαθητάς Του. «Ουκ ανέγνωτε, (είπε, μετά τινος ίσως λεπτής ειρωνείας) πως ο Δαυίδ, ου μόνον εισήλθεν εις τον Οίκον του Θεού εν Σαββάτω, αλλ' έφαγε τους άρτους της Προθέσεως, ους ουκ έξεστι φαγείν ειμή τοις ιερεύσι μόνοις;» Εάν ο Δαυίδ, ο ήρως των, ο ευνοούμενός των, ο άγιός των, φανερώς ούτω παρέβη το γράμμα του Νόμου, και όμως έμεινεν ανεύθυνος λόγω ανάγκης υπερτέρας πάσης λειτουργικής διατάξεως, πως ήσαν άξιοι μομφής οι μαθηταί διά την αθώαν πράξιν ότι εθεράπευον την πείναν των; Και πάλιν αν οι ραββίνοι διετύπωσαν ότι δεν υπάρχει Σαββατισμός εν τω Ναώ, και οι ιερείς ανάπτουσι πυρ και σφάζουσι τα θύματα εν τω Ναώ κατά το Σάββατον, και ο Νόμος όστις θεσπίζει το Σάββατον τους συγχωρεί, δεν ηδύνατο μείζον τι του Ναού να συγχωρήση τούτους; Και υπήρχε Τις μείζων του Ναού ενταύθα. Και είτα πάλιν τους υπομιμνήσκει ότι ο έλεος είνε κρείττων της θυσίας. Το Σάββατον επίτηδες εθεσπίσθη δι' έλεον, και διά τούτο ου μόνον δύνανται όλαι αι πράξεις του ελέους αμέμπτως να επιτελώνται εν αυτώ, αλλά τοιαύται πράξεις θα είνε αρεστοτέραι τω Θεώ ή όλαι αι αυτάρεσκοι λεπτολογίαι, αίτινες μετέβαλον πλούσιον ευεργέτημα εις φόρτον και εις παγίδα. Το Σάββατον έγεινε διά τον άνθρωπον, όχι ο άνθρωπος διά το Σάββατον, και διά τούτο, «Κύριος εστιν ο Υιός του Ανθρώπου και του Σαββάτου.
Εις έν των παλαιών χειρογράφων, των ευρισκομένων εν τη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Καντεβριγίας, φέρεται εν τω κειμένω του Ευαγγελιστού Λουκά, μετά το εδάφιον 5 του ΣΤ' κεφαλαίου, αξιοσημείωτος προσθήκη. Κατ' αυτήν, ο Χριστός την ιδίαν ημέραν, ιδών τινα εργαζόμενον εν Σαββάτω, είπεν αυτώ ότι, εάν μεν γνωρίζη τι κάμνει, θα είνε ευλογημένος, εάν δε όχι, θα είνε επικατάρατος και παραβάτης του νόμου. Η προσθήκη είνε προδήλως απόκρυφος και υποβολιμαία. Πλην, όπως και αν έχη, η ιδέα δεν φαίνεται απορριπτέα. Και ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει, ότι καλλίτερον ν' αροτριά τις παρά να χορεύη.
Περί την δείλην της αυτής ημέρας, ο Κύριος εισήλθεν εις την Συναγωγήν. Άνθρωπός τις (η παράδοσις λέγει ότι ήτο κτίστης, πηρωθείς ένεκα ατυχήματος εν τη εργασία, όστις παρεκάλεσε τον Χριστόν να τον θεραπεύση διά να μη βιασθή να επαιτή) εκάθητο εν τη Συναγωγή. Η παρουσία του, και ο σκοπός της παρουσίας του ήσαν γνωστά εις όλους· και εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο Γραμματείς, Φαρισαίοι και Ηρωδιαναί, των οποίων το κακόβουλον βλέμμα ήτο προσηλωμένον προς τον Ιησούν, διά να ίδωσι τι θα έπραττεν, όπως τον κατηγορήσωσιν. Εκείνος δεν τους άφησεν επί μακρόν εν τη αμφιβολία. Πρώτον εκάλεσε τον άνθρωπον με την ξηράν χείρα να σταθή εις το μέσον. Και τότε ανέφερεν εις την κρίσιν της ιδίας συνειδήσεώς των το ζήτημα τα οποίον ήτο εις τας καρδίας των, διατυπώσας μόνον αυτό κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να τους δείξη την αληθή σημασίαν του. «Έξεστιν (είπεν) εν Σαββάτω αγαθοποιείν ή κακοποιείν; ζωοποιείν (ως Εγώ πράττω δηλ) ή αποκτείνειν (ως υμείς εν ταις καρδίαις υμών μελετάτε να πράξητε);» Μία μόνον απάντησίς θα υπήρχεν εις τοιούτον ερώτημα, αλλ' εκείνοι δεν είχον έλθη εκεί διά να ζητήσωσιν ή διά να είπωσι την αλήθειαν. Ο μόνος σκοπός των ήτο να επιτηρήσωσι τι Αυτός θα έπραττε, και να στηρίζωσιν επί τούτου κατηγορίαν ενώπιον του Συνεδρίου, ή τουλάχιστον να Τον στηλιτεύσωσιν από τούδε με το στίγμα καταλύτου του Σαββάτου. Εις την ερώτησιν έμειναν βωβοί και ανάλγητοι. Αλλ' Εκείνος δεν ήθελε να τους επιτρέψη να διαφύγωσι την κρίσιν της ιδίας αυτών συνειδήσεως, ήθελε να τους δείξη ότι είνε αυτοκατάκριτοι, και διά τούτο εδικαιώθη εκ της ιδίας πρακτικής πείρας των ως και εκ της αδυναμίας των εις το ν' αποκριθώσιν. Είνε τις εξ υμών, ηρώτησεν, όστις, εάν έν μόνον πρόβατον εμπέση εις λάκκον ύδατος, δεν θα το δράξη διά να τα εξαγάγη εκείθεν; Πόσον καλλίτερος είνε ο άνθρωπος από έν πρόβατον; Το επιχείρημα ήτο ακαταμάχητον, αλλ' όμως η σιωπή των εξηκολούθει ακόμη. Εκείνος τους εθεώρησε μετ' οργής και αγανακτήσεως. Και είτα, καταστείλας την πικράν συγκίνησίν Του, διά να εκτελέση την πράξιν του ελέους Του, είπε προς τον άνθρωπον: «Έκτεινόν σου την χείρα». Δεν ήτο η χειρ εξηραμμένη; Πώς ηδύνατο να την εκτείνη; Το ρήμα του Χριστού έδωκε την δύναμιν προς εκτέλεσιν του προστάγματός Του· την εξέτεινε, και η χειρ ιάθη όλη.
Ούτω κατά πάντα τρόπον οι εχθροί Του ηττώντο· ηττώντο εις τα επιχειρήματα, κατησχύνοντο εις σιωπήν, εκωλύοντο εις τας προσπαθείας των όπως εύρωσιν αφορμήν τινα προς κατηγορίαν επί εγκλήματι. Διότι ιατρεύσας τον άνθρωπον ο Χριστός ουδέν έπραξε το οποίον και η ασπονδοτέρα έχθρα των θα ηδύνατο να διαστρέψη εις αθέτησιν της εντολής του Σαββάτου. Ούτε έθιξε τον άνθρωπον, ούτε τον εξήτασε, ούτε τον διέταξε να εκτελέση ασκήσεις· μόνον έν ρήμα είπε, και ουδέ Φαρισαίος ηδύνατο να ισχυρισθή ότι το να είπη τις έν ρήμα ήτο αθέτησις του Σαββάτου, και αν ακόμη τούτο συνωδεύετο υπό θαυματουργού ευλογίας! Πρέπει να ησθάνθησαν πόσον κατακράτος ενικήθησαν, αλλά τούτο μόνον ηρέθησεν επί μάλλον την λύσσαν των. Ήσαν έμπλεοι «ανοίας, πωρώσεως, και σκληροκαρδίας», και ανεκοίνουν προς αλλήλους τι ηδύναντο να πράξωσι προς τον Ιησούν. Μέχρι τούδε ήσαν εχθροί των Ηρωδιανών, τους εθεώρουν σχεδόν ως αποστάτας, αφού ούτοι ησπάζοντο την Ρωμαϊκήν κυριότητα, εμιμούντο τα έθιμα των εθνικών, απεδέχοντο τας δοξασίας των Σαδδουκαίων, και τόσον εκολάκευον τον βασιλεύοντα οίκον, ώστε είχον προσπαθήσει βλασφήμως να παραστήσωσιν Ηρώδην τον Μέγαν ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν. Αλλά τώρα αι παλαιαί εχθροπάθειαί των διηλλάγησαν εν τη μανιώδει λύσση των εναντίον του κοινού εχθρού. Κάτι τι, ίσως ο φόβος του Αντίπα, ίσως πολιτική υποψία, ίσως το φυσικόν μίσος των φιλοκόσμων και αποστατών εναντίον διδασκαλιών καταισχυνουσών τον βίον των, είχε προσφάτως προσθέσει τους Ηρωδιανούς τούτους εις τον αριθμόν των διωκτών του Σωτήρος. Επειδή η Γαλιλαία ήτο το κύριον κέντρον της ενεργείας του Χριστού, οι Φαρισαίοι των Ιεροσολύμων έχαιρον να καρπωθώσι βοήθειαν τινα παρά του Γαλιλαίου τετράρχου και των οπαδών του· έλαβον δε κοινόν συμβούλιον πώς θα ηδύναντο να καταστρέψωσι βία τον Προφήτην, ον δεν ηδύναντο ούτε διά συλλογισμών ν' αναιρέσωσιν ούτε διά νόμων να συλλάβωσιν εις τα δίκτυά των.
Η έχθρα αύτη των αρχόντων δεν είχεν ακόμη αποξενώσει από του Χριστού τα πνεύματα των πολλών. Κατέστη όμως ευκταίον δι' αυτόν να μεταβή εις άλλον τόπον, επειδή δεν είχεν έλθη ακόμη ο καιρός του Πάθους Του. Αλλά προ της αναχωρήσεώς Του συνέβησαν σκηναί βιαιοτέραι ακόμη, και εκρήξεις μανίας εναντίον Του ακόμη σημαντικώτεραι και κινδυνωδέστεραι. Αναγκαιότερον οσημέραι καθίστατο όπως δεικνύη ότι η ρήξις μεταξύ Αυτού και των θρησκευτικών αρχόντων του έθνους Του ήτο βαθεία και οριστική· αναγκαιότερον οσημέραι απέβαινεν όπως εκθέτη το ανειλικρινές των δογμάτων των, και την λεπτολόγον θεατρικότητα ήτις ήτο μόνον το άνθος της βαθυρρίζου υποκρισίας των.
Η πρώτη φανερά καταγγελία Του κατά των αρχών εφ' ων εβασίζετο το Φαρισαϊκόν σύστημα, έλαβεν αφορμήν έκ τινος νέας αποπείρας των εν Ιεροσολύμοις γραμματέων, όπως βλάψωσι την θέσιν των μαθητών Του. Μια των ημερών παρετήρησαν ότι οι Απόστολοι είχον καθίσει εις δείπνον χωρίς να νίψωσι πρώτον τας χείρας των. Οι Ιουδαίοι των μεταγενεστέρων χρόνων διηγούντο μετά μεγάλου θαυμασμού, πως ο ραββίνος Αχίβας, όταν ήτο φυλακισμένος και επρομηθεύετο δι' ύδατος τοσούτου μόνον ώστε να μη αποθάνη εκ δίψης, επροτίμησε ν' αποθάνη εκ πείνης μάλλον ή να φάγη χωρίς να πλύνη τας χείρας. Οι Φαρισαίοι λοιπόν ερχόμενοι προς τον Ιησούν εν σώματι, ως συνήθως, Τον ερωτώσι, με αίσθημα πεφυσιωμένης σοβαρότητος επί τω δικαίω της μομφής των. «Διατί οι μαθηταί Σου παραβαίνουσι την παράδοσιν των πρεσβυτέρων; ου γαρ νίπτουσι τας χείρας εν τω εσθίειν».
Έν ραββινικόν βιβλιάριον πραγματευόμενον περί παραθέσεως τραπέζης, περιέχει εικοσιέξ προσευχάς δι' ων οι Φαρισαίοι συνώδευον την πλύσιν των χειρών. Το να ολιγωρή τις την Φαρισαϊκήν παράδοσιν ήτο ως να εφόνευεν άνθρωπον, και συνεπήγετο απώλειαν της αιωνίου ζωής. Και όμως οι μαθηταί του Χριστού ετόλμων να δειπνώσι με ανίπτους τας χείρας!
Ως συνήθως, ο Κύριος υιοθέτησε την συμπεριφοράν των μαθητών Του, και δεν τους άφησεν, εν τη απλότητι και τη αμαθεία των, να τρομάξωσιν από τους δεινούς Φαρισαίους. Εις την ερώτησίν των απήντησε δι' άλλης σοβαρωτέρας. Διατί σεις, είπεν, αθετείτε την εντολήν του Θεού διά των παραδόσεων των ιδικών σας; Η εντολή του Θεού ήτο: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου», αλλ' η ιδική σας ερμηνεία είνε ότι, αντί να δίδη τις εις τον πατέρα του, και την μητέρα του, δύναται να δίδη εις τον κορβανάν. «Υποκριταί! καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού διά των παραδόσεων υμών· και καλώς προεφήτευσεν Ησαΐας λέγων: Ο λαός ούτος τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ' εμού· αλλά μάτην λατρεύουσί μοι, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων».
Τούτο ήτο φανερά επιτίμησις ενός λαμβάνοντος υπερτέραν εξουσίαν. Ήτο η αποδοκιμασία του Χριστού καθ' όλου του προφορικού νόμου, όστις είχε καταντήσει να τιμάται περισσότερον από την Πεντάτευχον. Η ουσία του συστήματος τούτου ήτο να θυσιάζηται το πνεύμα εις το γράμμα. Εμυθολόγουν δε οι Ιουδαίοι, ότι ο Θεός διά στόματος παρέδωκε τον προφορικόν τούτον νόμον εις τον Μωυσήν, και διά στόματος ούτος μετεβίβασεν εις τους νεωτέρους μέχρι των εσχάτων. Επί τούτου θεμελιούται το Ταλμούδ (ήτοι «διδασκαλία») το οποίον συνίσταται από την Μισνά («επανάληψιν») και την Γεμάρα («συμπλήρωσιν»). Και τόσον άμετρος κατέστη ο σεβασμός ο προς το Ταλμούδ, ώστε ελέγετο ότι ήτο, εν σχέσει προς τον Νόμον, ως οίνος προς ύδωρ. Ο Θεός ο ίδιος, κατά τους μωροτέρους των Ραββίνων, ασχολείται αναγινώσκων το Ταλμούδ!
Και όλον εκείνο το κολοσσιαίον πλήθος των σχολίων, των μικρολογιών και των μύθων, ο Χριστός το κατεδίκαζε! Και δεν ήτο μόνον τούτο. Μη αρκούμενος να διασαλεύη τας βάσεις της θρησκοληψίας των, εδίδασκεν εις τα πλήθη διδασκαλίας αίτινες υπενόμευον όλον το κύρος των, και εδυσφήμουν την ανεγνωρισμένην σοφίαν των. Το αποφασιστικόν της αποδοκιμασίας Του ήτο εις ακριβή αναλογίαν προς το απεριόριστον των ιδίων των αγερώχων αξιώσεων. Και στραφείς απ' αυτών, ως εάν ήσαν απεγνωσμένοι, εκάλεσε το πλήθος, και είπε προς πάντας τας ολίγας και βαρυσημάντους ταύτας λέξεις:
«Ου τα εισερχόμενα εις το στόμα κοινοί τον άνθρωπον· αλλά τα εξερχόμενα του στόματος κοινοί τον άνθρωπον».
Οι Φαρισαίοι πικρώς προσεβλήθησαν εκ του λόγου τούτου. Καταδικαστική όπως ήτο της κοινής ιερατικής οιήσεως η έκφρασις εκείνη του Ιησού, έμελλε να είνε ο επιθανάτιος κώδων της περισσείας του τελετουργικού, δι' ην είς των πατέρων της Εκκλησίας έπλασε την αμίμητον λέξιν «εθελοπερισσοθρησκεία». Οι μαθηταί Του δεν εβράδυναν να Τον πληροφορήσουν περί της αγανακτήσεως την οποίαν επροξένησαν οι λόγοι Του, διότι πιθανώς μετείχον ου μικράν μερίδα εκ της λαϊκής ευλαβείας προς την κορυφαίαν των Ιουδαϊκών αιρέσεων. Αλλ' η απάντησις του Ιησού υπήρξεν έκφρασις γαληνίου αδιαφορίας προς πάσαν επίγειον κρίσιν, και τελευταία παραπομπή εις μόνον το κριτήριον του Θεού. «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο Ουράνιος εκριζωθήσεται. Άφετε αυτούς είνε τυφλούς τυφλών οδηγούς. Και ει τυφλός τυφλόν οδηγεί, ουκ εις βόθρον πεσούνται αμφότεροι;»
Ολίγω ύστερον, ενώ ήσαν εν οικία και μόνοι, ο Πέτρος έσπευσε να Τον ερωτήση αιτών εξήγησιν των λόγων ους είχεν εκφέρει εμφαντικώς προς το πλήθος. Ο Ιησούς είπε τότε ότι εκ της καρδίας εκπορεύονται πονηροί λογισμοί, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, αρπαγαί, ανομίαι, απάτη, ακολασία, βασκανία, βλασφημία, υπερηφανία, μωρία. Ταύτα εστι τα κοινούντα τον άνθρωπον· το δε εσθίειν ανίπτους χερσίν ου κοινοί τον άνθρωπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου