1. Παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νά προσέξετε τό κήρυγμα πού θά κάνω σήμερα ἑρμηνεύοντας τόν 13ο Ψαλμό. Ὁ Ψαλμωδός μιλάει γιά...
1. Παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νά προσέξετε τό κήρυγμα πού θά κάνω
σήμερα ἑρμηνεύοντας τόν 13ο Ψαλμό. Ὁ Ψαλμωδός μιλάει γιά ἕναν ἄθεο
ἄνθρωπο, πού στήν καρδιά του πρῶτα, μυστικά, ἀλλά καί φανερά ἔπειτα,
διακήρυξε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι
Θεός» (στίχ. 1)!… Τό σύνθημα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε
τήν κοινωνία, γιατί στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας παρουσιάζει μία κοινωνία
στά «κακά της χάλια»!… Ἔτσι εἶναι, ἀδελφοί μου! Γιά ἕναν πού δέν
ὑπάρχει Θεός ὅλα ἐπιτρέπονται! Καί οἱ ἀνηθικότητες καί οἱ φόνοι καί οἱ
ἀπάτες, ὅλα-ὅλα ἐπιτρέπονται στήν ἄθεη κοινωνία. Γι᾽ αὐτό καί παρακάτω
λέγει ὁ Ψαλμωδός μας περί τῶν πολιτῶν τῆς ἀθέου κοινωνίας: «Διεφθάρησαν
καί ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν
ἕως ἑνός» (στίχ. 1) Καί στήν συνέχεια λέγει ὁ Ψαλμωδός μας πιό κτυπητές
ἐκφράσεις χαρακτηρίζοντας τούς ἀνθρώπους μιᾶς ἄθεης κοινωνίας. Λέγει
δηλαδή γι᾽ αὐτούς ὅτι «ὅλοι τους παρεξέκλιναν», ὅλοι τους
«ἐξαχρειώθηκαν» («ἅμα ἠχρειώθησαν»)· ὁ λάρυγγάς τους, γιά τά λόγια πού
ἐκστομίζουν, εἶναι σάν «ἀνοικτός τάφος», πού βρωμάει («τάφος ἀνεῳγμένος ὁ
λάρυγξ αὐτῶν»), τά χείλη τους στάζουν «δηλητήριο φαρμακερῶν ἀσπίδων»
καί τά πόδια τους τρέχουν «ἐκχέαι αἷμα», νά διαπράξουν, δηλαδή, φόνους
(στίχ. 3). «Χαρεῖτε», λοιπόν, τήν κοινωνία τῶν ἀθέων, πού ὁ ἄρχοντάς
τους διεκήρυξε καί φρόντισε νά ἐφαρμόσει τό σύνθημα «οὐκ ἔστι Θεός»!…
Ἀπό τά παραπάνω, χριστιανοί μου, φαίνεται ὅτι ἡ ἀθεΐα φέρει πολλή
ἀμαρτία. Τό «οὐκ ἔστι Θεός» (στίχ. 1) φέρει τό «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα
ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» καί τά
ὑπόλοιπα θλιβερά καί ἀποτροπιαστικά, πού εἴπαμε παραπάνω (στίχ. 3).
2. Τήν διαπίστωση τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τῶν ἀθέων κάνει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ὅπως παλαιά, στόν καιρό τοῦ κατακλυσμοῦ καί στίς ἡμέρες τῆς πυργοποιΐας καί τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων (βλ. Γεν. 6,5-12. 11,5. 18,21), ὁ Ἴδιος ὁ Θεός διεπίστωσε τήν κακία καί τήν διαφθορά τῶν ἀνθρώπων καί ἐπέφερε τήν καταστροφή τους, ἔτσι καί τώρα, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός «ἔσκυψε ἀπό τόν οὐρανό», λέγει παραστατικά ὁ Ψαλμός μας, γιά νά δεῖ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία «εἴ ἐστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν» (στίχ. 2). Ἀλλά ὁ Θεός, ἐκτός ἀπό τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀθέου κοινωνίας, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω, διαπιστώνει κάι ἄλλο σοβαρό ἁμάρτημά τους: Οἱ ἄνθρωποι εἶναι «δημοβόροι», ὅπως λέγει κάπου ὁ Ὅμηρος. Κατατρώγουν τόν λαό μέ τόση ἀναισθησία μέ ὅση τρῶνε τό ψωμί τους!: «Οἱ ἐσθίοντες τόν λαόν μου – λέγει ὁ Θεός – ἐν βρώσει ἄρτου» (στίχ. 4). Εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό πού λέγει ὁ Θεός ἀλλοῦ πρός τούς ἄρχοντες: «Φέρεστε στό λαό μου σάν νά ἦταν ζῶα, πού πᾶνε γιά σφαγή. Τούς γδέρνετε καί παίρνετε τό δέρμα τους καί ξεκολλᾶτε τίς σάρκες τους ἀπό τά κόκκαλά τους. Τρέφεστε μέ τίς σάρκες τοῦ λαοῦ μου, τούς κάνετε κομμάτια σάν νά ἦταν κρέας γιά τήν χύτρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο κακομεταχειρίζεστε τόν λαό μου» (Μιχ. 3,2-3)!…
Ἡ κοινωνία λοιπόν τῶν ἀνθρώπων, πού διαμορφώθηκε μέ τό σύνθημα «οὐκ ἔστι Θεός» παρουσιάζει μεγάλη ἀθλιότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά οἱ ἄρχοντές τους, μαζί μέ τά ἄλλα, εἶναι καί καταπιεστές τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων. Καταπατοῦν κάθε ἐπιθυμία τους. «Βουλήν πτωχοῦ κατῃσχύνατε», λέγει ὁ Θεός σ᾽ αὐτούς. Ὁ πτωχός ὅμως καί ὁ ἀνίσχυρος, τόν ὁποῖον ἀδικοῦν αὐτοί οἱ ἄθεοι ἐξουσιαστές ἔχει ἐλπίδα τόν Θεό. «Κύριος ἐλπίς αὐτοῦ ἐστι», λέγει ὁ Ψαλμός μας γιά τόν πτωχό (στίχ. 6). Ὁ Κύριος εἶναι «ἐν γενεᾷ δικαίων» (στίχ. 5) τήν ὁποίαν ὅμως καταφρονοῦν οἱ ἄθεοι.
3. Ἄθλια εἶναι, χριστιανοί μου, ἡ ζωή καί ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων χωρίς τόν Θεό. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος χωρίς τόν Θεό, γιατί εἶναι πλασμένος γι᾽ Αὐτόν. Ὅπως τό ψάρι ἔγινε γιά τό νερό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γιά τόν Θεό. Καί ἐπειδή οἱ ἄθεοι ἀπέβαλαν τόν Θεό ἀπό τήν ψυχή τους καί τήν ζωή τους, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἔχουν γιά θεό καί θεούς ἄλλα δικά τους κατασκευάσματα, δεισιδαιμονίες καί ἀνύπαρκτα φαντάσματα. Αὐτά ὅμως δέν θά τούς δίνουν χαρά καί ἀνάπαυση στήν ζωή, ἀλλά θά τούς φέρουν φόβο καί ταραχή. Γι᾽ αὐτό καί λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας περί ἀθέων ὅτι «ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος» (στίχ. 5)!
Τέλος πάντων! Ὅλη ἡ ταλαιπωρία καί ἡ ἀθλιότητα τῶν ἀθέων ἑρμηνεύεται, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός μας, ἀπό τό ὅτι αὐτοί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό καί δέν προσεύχονται σ᾽ Αὐτόν: «Τόν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο» (στίχ 4β)· δέν ἔχουν τό γλυκό καί προστατευτικό αἴσθημα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ: «Οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (στίχ. 3β).
4. Ὁ Ψαλμωδός μας στρέφει τέλος τά βλέμματά του στόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τῆς Σιών, σ᾽ αὐτούς πού πάσχουν ἀπό τήν κακία καί τήν καταδυνάστευση τῶν κακῶν ἐξουσιαστῶν. Γι᾽ αὐτό καί τελειώνει τόν ψαλμό του μέ προσευχή ὑπέρ αὐτῶν· ὑπέρ ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τά δεινά καί ἀπελευθέρωσής τους ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί ἐπιστροφῆς τους στήν γλυκειά πατρίδα τους.
Με πολλές ευχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
2. Τήν διαπίστωση τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τῶν ἀθέων κάνει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Ὅπως παλαιά, στόν καιρό τοῦ κατακλυσμοῦ καί στίς ἡμέρες τῆς πυργοποιΐας καί τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων (βλ. Γεν. 6,5-12. 11,5. 18,21), ὁ Ἴδιος ὁ Θεός διεπίστωσε τήν κακία καί τήν διαφθορά τῶν ἀνθρώπων καί ἐπέφερε τήν καταστροφή τους, ἔτσι καί τώρα, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός «ἔσκυψε ἀπό τόν οὐρανό», λέγει παραστατικά ὁ Ψαλμός μας, γιά νά δεῖ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία «εἴ ἐστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν» (στίχ. 2). Ἀλλά ὁ Θεός, ἐκτός ἀπό τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀθέου κοινωνίας, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε παραπάνω, διαπιστώνει κάι ἄλλο σοβαρό ἁμάρτημά τους: Οἱ ἄνθρωποι εἶναι «δημοβόροι», ὅπως λέγει κάπου ὁ Ὅμηρος. Κατατρώγουν τόν λαό μέ τόση ἀναισθησία μέ ὅση τρῶνε τό ψωμί τους!: «Οἱ ἐσθίοντες τόν λαόν μου – λέγει ὁ Θεός – ἐν βρώσει ἄρτου» (στίχ. 4). Εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό πού λέγει ὁ Θεός ἀλλοῦ πρός τούς ἄρχοντες: «Φέρεστε στό λαό μου σάν νά ἦταν ζῶα, πού πᾶνε γιά σφαγή. Τούς γδέρνετε καί παίρνετε τό δέρμα τους καί ξεκολλᾶτε τίς σάρκες τους ἀπό τά κόκκαλά τους. Τρέφεστε μέ τίς σάρκες τοῦ λαοῦ μου, τούς κάνετε κομμάτια σάν νά ἦταν κρέας γιά τήν χύτρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο κακομεταχειρίζεστε τόν λαό μου» (Μιχ. 3,2-3)!…
Ἡ κοινωνία λοιπόν τῶν ἀνθρώπων, πού διαμορφώθηκε μέ τό σύνθημα «οὐκ ἔστι Θεός» παρουσιάζει μεγάλη ἀθλιότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά οἱ ἄρχοντές τους, μαζί μέ τά ἄλλα, εἶναι καί καταπιεστές τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων. Καταπατοῦν κάθε ἐπιθυμία τους. «Βουλήν πτωχοῦ κατῃσχύνατε», λέγει ὁ Θεός σ᾽ αὐτούς. Ὁ πτωχός ὅμως καί ὁ ἀνίσχυρος, τόν ὁποῖον ἀδικοῦν αὐτοί οἱ ἄθεοι ἐξουσιαστές ἔχει ἐλπίδα τόν Θεό. «Κύριος ἐλπίς αὐτοῦ ἐστι», λέγει ὁ Ψαλμός μας γιά τόν πτωχό (στίχ. 6). Ὁ Κύριος εἶναι «ἐν γενεᾷ δικαίων» (στίχ. 5) τήν ὁποίαν ὅμως καταφρονοῦν οἱ ἄθεοι.
3. Ἄθλια εἶναι, χριστιανοί μου, ἡ ζωή καί ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων χωρίς τόν Θεό. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος χωρίς τόν Θεό, γιατί εἶναι πλασμένος γι᾽ Αὐτόν. Ὅπως τό ψάρι ἔγινε γιά τό νερό, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γιά τόν Θεό. Καί ἐπειδή οἱ ἄθεοι ἀπέβαλαν τόν Θεό ἀπό τήν ψυχή τους καί τήν ζωή τους, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἔχουν γιά θεό καί θεούς ἄλλα δικά τους κατασκευάσματα, δεισιδαιμονίες καί ἀνύπαρκτα φαντάσματα. Αὐτά ὅμως δέν θά τούς δίνουν χαρά καί ἀνάπαυση στήν ζωή, ἀλλά θά τούς φέρουν φόβο καί ταραχή. Γι᾽ αὐτό καί λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας περί ἀθέων ὅτι «ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος» (στίχ. 5)!
Τέλος πάντων! Ὅλη ἡ ταλαιπωρία καί ἡ ἀθλιότητα τῶν ἀθέων ἑρμηνεύεται, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός μας, ἀπό τό ὅτι αὐτοί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό καί δέν προσεύχονται σ᾽ Αὐτόν: «Τόν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο» (στίχ 4β)· δέν ἔχουν τό γλυκό καί προστατευτικό αἴσθημα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ: «Οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (στίχ. 3β).
4. Ὁ Ψαλμωδός μας στρέφει τέλος τά βλέμματά του στόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τῆς Σιών, σ᾽ αὐτούς πού πάσχουν ἀπό τήν κακία καί τήν καταδυνάστευση τῶν κακῶν ἐξουσιαστῶν. Γι᾽ αὐτό καί τελειώνει τόν ψαλμό του μέ προσευχή ὑπέρ αὐτῶν· ὑπέρ ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τά δεινά καί ἀπελευθέρωσής τους ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί ἐπιστροφῆς τους στήν γλυκειά πατρίδα τους.
Με πολλές ευχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου