Τί
παρηγοριά εἶναι η Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄπιστον κόσμο που
ζοῦμε! Τί πνευματική δροσιά νοιώθουμε, μέσα σέ τοῦτον τόν ψυχικό ξέρακα
πού τά ἔχει ξεράνει ὅλα τά πάντα! Τί πνοή ἀθανασίας μᾶς χαρίζει ὁ
Χριστός, μέσα σε τοῦτο τόν κόσμο πού εἶναι κολλημένος στήν ἀκολασία και
στήν ἁμαρτία κάθε λογῆς, καί πού μυρίζει τή βαρειά μυρουδιά τοῦ θανάτου!
Γιά μᾶς τους Όρθοδόξους, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἀνάμνηση, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀληθινά γεννιέται ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅπως σταυρώνεται μέσα μας ὁ Κύριος τή Μεγάλη Πέμπτη καί σταυρωνόμαστε μαζί του, καί πάλι ἀναστηνόμαστε μαζί του τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεώς του.
Ὅλον τόν κόσμο, τή φύση καί τή ζωή πού εἶναι γύρω μας, ὅλα τά αἰσθητά τά νοιώθουμε μέσα ἀπό τη Γέννηση, ἀπό τη Σταύρωση κι΄ἀπό τήν Ἀνάσταση του Χριστοῦ. Οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν ζοῦνε αὐτοί, ἀλλά μέσα τους ζῆ ὁ Χριστός, κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα σέ μένα ζῆ ὁ Χριστός».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Όρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι «ὁ μαθών, ἀλλά ὁ παθών τά θεῖα», κατά τον Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, δηλαδή δέν μαθαίνει τά τῆς θρησκείας ἐξωτερικά, ἀλλά τά κάνει ζωή του.
Δέν γιορτάζει μοναχά τή Γέννηση τοῦ Χριτοῦ, ἤ τήν Ἀνάστασή του, ἤ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἤ ὁποιαδήποτε γιορτή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἡ ψυχή του γίνεται ἕνα μέ ἐκεῖνο πού γιορτάζει: Γεννιέται μαζί μέ τόν Χριστό, σταυρώνεται μ΄Αὐτόν, ἀνασταίνεται μαζί Του, μαρτυρᾶ μαζί μέ τόν Μάρτυρα τῆς πίστεως, ἀσκητεύει μέ τόν Ἀσκητή, ὁμολογεῖ μαζί μέ τόν Ὁμολογητή.
Μ΄αὐτόν τόν τρόπο οἱ πατέρες μας, μ΄ὅλο πού ζήσανε ἀγράμματοι, ἤτανε «παθόντες και οὐχί μαθόντες τά θεῖα», εἴχανε κάνει ζωή τους τή θρησκεία. Ὁ χειμώνας ἁγιαζότανε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄνοιξη μέ την Ἀνάστασή Του, τό καλοκαίρι μέ τή Μεταμόρφωσή Του, μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου μέ τήν μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, του Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὅλα γύρω τους ευωδιάζανε και ψέλνανε, τά βουνά, ἡ θάλασσα, τά δένδρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι, τά σύννεφα, τά ζῶα, τά πουλιά. Κ΄οἱ ἀνθρωπινες ψυχές νοιώθανε πώς ἤτανε δεμένες μεταξύ τους μέ τήν βαθειά ἁρμονία τῆς πίστης, καί βρισκόντανε σέ κατάνυξη, σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική χαρά.
Σήμερα ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ξεμακρύναμε ἀπό τή ζωογόνο πνοή τῆς θρησκείας μας, κ΄ἡ ψυχή μας ξεράθηκε ἀπό τήν ἀπιστία. Πολλοί ἀπό μᾶς θεληματικά ἀπομείναμε ἔξω ἀπό τήν πνευματική τράπεζα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό πνευματικό συμπόσιό Του.
Ἀναίσθητοι σέ τούτη τήν πνευματική ἀμβροσία καί σέ τοῦτο τό νέκταρ πού γεύεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ζητᾶνε νά γεμίσουνε τήν ἀδειανή ψυχή τους με φαρμακερές θροφές πού τόν ἀποκτηνώνουνε, καί πού τόν κάνουνε νά μπουχτίζη ἀπό τίς σαρκικές ἡδονές, καί νά μή βρίσκη καμμιά εὐχαρίστηση στή ζωή, ἐπειδή αὐτή ἡ ζωή, σάν λείπη ἡ ζωογόνος πνοή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἄνοστο πρᾶγμα, πού μπορεῖ στην ἀρχή νά θαρρῆ κανένας πώς θά τόν χορταίνη παντοτεινά καί θά τόν κάνη εὐτυχισμένον, μά στό τέλος βλέπει πώς εἶναι ψεύτικο πρᾶγμα, μια ἀπάτη κούφια, ἄν δέν ζωογονιέται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Χριστό.
Ὅποιος δέν πιῆ ἀπό «το ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον», στο τέλος θά νοιώση πώς τό νερό τῆς ζωῆς, πού νόμιζε πώς εἶναι ἱκανό μοναχό του νά τόν ξεδιψᾶ καί νά τόν δροσίζη, εἶναι ἄνοστο, γλυφό και ἁρμυρό, καί στό τέλος τό ἀηδιάζει. Γιατί ἡ σάρκα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, δεν ὠφελεῖ σέ τίποτα, τό πνεῦμα ἐκεῖνο πού τή ζωογονεῖ, «το πνεῦμά ἐστι τό ζωοποιοῦν».
Μή νομίζετε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, πώς εἶναι λόγια κούφια ὅσα εἶπε ὁ Κύριος. Ὄχι! Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὄχι τούτη ἡ ψεύτικη ζωή, ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστί καί ζωή ἐστιν».
«Ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσει, καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσει πώποτε». « Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τίς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα». « Ἀμήν άμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ θάνατον οὐ μή θεωρήσει εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἄφθαστη ζωή κι΄ὁ καταργητής τοῦ θανάτου, κ΄ἡ ἀληθινή, ὄχι ἡ ψεύτικη, εὐτυχία εἶναι ἐκείνη πού δίνει Ἐκεῖνος.
Μήν περιπλανιόσαστε μάταια νά τήν βρῆτε ἀλλοῦ, στίς σαρκικές ἀπολαύσεις , στίς ἐπιστῆμες, στίς τέχνες, στήν ψεύτικη δόξα. Ὅλα, ὅπως τό βλέπετε καθαρά, εἶναι ἴσκιοι καί καπνός, ὅλα γίνουνται σκόνη καί μηδέν. Πήγαινε, δράμε κοντά του μέ ταπείνωση, ζέστανε τήν παγωμένη καρδιά σου ἀπό τή ζωοποιό φλόγα τῆς ἀγάπης Του, πού ἀπ΄αὐτή δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, καί θά βρεῖς ὅ,τι δέν ἐβρῆκες ἐκεῖ πού περιπατοῦσες.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «Σ΄ὅλους τούς δρόμους πού πορεύουνται οἱ ἄνθρωποι, πουθενά δέν βρίσκουνε ἀνάπαυση, ὥς πού νά καταφύγουνε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Σήμερα πού γιορτάζουμε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται τό πιό μεγάλο μυστήριο, τόσο μεγάλο, πού μήτε οἱ Ἄγγελοι δεν τό γνωρίζανε. Γιά τοῦτο λέγει ο θεῖος ὑμνωδός στήν Παναγία: « Το ἀπ΄αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον διά σοῦ , Θεοτόκε τοῖς ἐπί γῆς παεφανέρωται.
Θεός ἐν ἀσυχγύτῳ ἑνώσει σαρκούμενος καί σταυρόν ἑκουσίως ὑπέρ ἡμῶν καταδεξάμενος». Ὁ Θεός ἐπῆρε κορμί σάν τό δικό μας, « ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιά νά μᾶς γλυτώση ἀπό τον αἰώνιο θάνατο, νά μᾶς βγάλη ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς δείξη τόν ἀληθινό δρόμο, ὤστε να καταλάβουμε πώς πηγαίνουμε νά πέσουμε στόν γκρεμνό τῆς ἀπώλειας. Νά μᾶς κάνη τέκνα φωτόμορφα τοῦ Θεοῦ, κληρονόμους τῆς ἀπαθανάτου ζωῆς, σάν θά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἀφοῦ ζήσουμε δεμένοι μεταξύ μας μέ τήν ἀγάπη Του. Ἦρθε λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο τοῦτον γιά νά μᾶς χαρίση ἐκεῖνα τά δῶρα πού δέν μπορεῖ νά τά χαρίση κανένας ἄλλος, παρά μοναχά Ἐκεῖνος.
Μά ἄν δεν πιστέψουμε πώς ἀληθινά ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, κι΄ἄν δεν ποθήσουμε να ἀποχτήσουμε αὐτά τά δῶρα πού μᾶς φέρνει, ἐρχόμενος στόν κόσμο, τήν εἰρήνη καί τή σωτηρία, πῶς θά γιορτάσουμε, κατά τό πρέπον, τή Γέννηση Του; Λέγω «κατά τό πρέπον», δηλαδή πνευματικά, κι΄ὄχι σάν ἕνα ἔθιμο, ὅπως κάνουμε οἱ περισσότεροι.
Θά γιορτάσουμε, λοιπόν, τά Χριστούγεννα «ἐν πνεύματι και άληθείᾳ», ἄν τά γιορτάσουμε συγκινημένοι ἀπό τις τελετουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή μέ κατάνυξη, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία, κι΄ἀκούγοντας μέ κατάνυξη τούς ἐξαίσιους ὕμνους καί τά ἑορταστικά τροπάρια. Καί ὕμνοι καί τροπάρια σάν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καμωμένα ἀπό θεόπνευστους κι΄ἅγιους ὑμνωδούς, οὔτε γινήκανε οὔτε θά γίνουνε πιά. Ἐγώ, κάθε χρόνο πού τά ψέλνω, ἐνθουσιάζομαι καί γίνομαι ὅλο πνεῦμα, σάν νά τά ψέλνω πρώτη φορά. Γιατί εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἀθανασία.
Ποιό τροπάρι νά πῆ κανείς πρῶτο καί ποιό δεύτερο; Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό το κάθισμα τοῦ Ὄρθρου, μέ τόν ἀρχαϊκόν ἀνατολίτικον χαρακτῆρα, πού λέγει: « Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν μάγων Ἀνατολῆς τῶν βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ᾠδήν ἐπάξιον, Δόξα ἐν ὑψίστοις, λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαῖας». Καί τό ἄλλο πού λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κὀλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθἐλησε καί ὡς ηὐδὀκησεν.
Ἄσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών. Καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι’ἡμᾶς. Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη Χριστός, τον ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι». «Διπλός, λέγει, γεννήθηκε ὁ Χριστός, δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος, θέλοντας νά ἀναπληρώση, νά συμπληρώσει «τόν ἄνω κόσμον», ἤγουν τόν κόσμο τῶν Ἀγγέλων, πού ἕνα μέρος ἀπ΄αὐτούς ξεπέσανε μαζί μέ τόν Ἑωσφόρο, μεταμορφωμένον σέ διάβολο, νά τούς ἀντικαταστήση μέ ἀνθρωπινες ψυχές πού θά ἁγιάσουνε μέ τό κήρυγμα πού ἦρθε νά κάνη στή γῆ, γεννώμενος ἄνθρωπος».
Ὁ κανών τῶν Χριστουγέννων, ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ἀπό τ΄ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησής μας. Και εἶναι διπλός, πεζός καί ἰαμβικός. Εὐωδιάζει ἀπό πνευματική εὐωδία, γεμᾶτος ἀπό θεῖον ἐνθουσιασμό, κι’ἀπό οὐράνια δροσερότητα. Ὁ Ἰαμβικός, μέ τά ἀρχαῖα λόγια του, ἀνεβάζει τον ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἄς πάρουμε ἕνα ἀπό τά τροπάριά του, τοῦτο: «Νεῦσον προς ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα, -ἐχθροῦ ταπεινῶν τήν ἐπηρμένην ὀρφρῦν. Φέρων τε, παντεπότπτα, τῆς ἁμαρτίας- ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους, μάκαρ, μελῳδούς τῇ βάσει τῆς πίστεως».
Ὁ ὑμνωδός παρακαλεῖ τόν Θεό, καί μαζί μ΄αυτόν ὅλος ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαός, νά δεχθῆ τήν προσευχή τους καί νά τους στερεώση στήν πίστη Του. Λέγει λοιπόν: «Εἰσάκουσε, ὦ εὐεργέτη, τους ὕμνους πού σοῦ προσφέρουνε οἱ δούλοι σου, καί ταπείνωσε τήν ὑπηρεφάνεια τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ἀνεβάζοντας μας, ἐμᾶς πού σέ μελωδοῦμε, Ἐσύ πού τα βλέπεις ὅλα, ἀπάνω ἀπό τήν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα, ἀτράνταχτα, ἀπάνω στο θεμέλιο τῆς πίστεως».
Ἱδού κ΄ἕνα ἄλλο : « Ἀπό τήν Παρθένο, Χριστέ, ἀνεβλάστησες σάν ἄνθος ἀπάνω στή ράβδο πού φύτρωσε ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἐσύ, πού σε ὑμνήσανε οἱ προφῆτες, κατέβηκες ἀπό βουνό ἰσκιερό και πυκνοδασωμένο, καί ἦλθες νά πάρης σάρκα ἀπό μητέρα πού δέν γνώρισε ἄντρας, Ἐσύ, ὁ ἄυλος καί Θεός, Δόξα στή δύναμή Σου, Κύριε».
Ἄλλο ἰαμβικό τροπάρι εἶναι τό παρακάτω: « Ὁ λαός εἶδεν, ὁ πρίν ἠμαυρωμένος,- μεθ΄ἡμέραν φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας - Ἔθνη Θεῷ δέ κλῆρον Υἱός προσφέρει, -νέμων ἐκεῖσε την ἀπόρρητον χάριν – οὗ πλεῖον ἐξηγήνθησεν ἡ ἁμαρτία».
Μετάφραση: « Ὁ λαός, πού ἤτανε πρίν τυφλός, εἶδε τό φῶς τῆς μέρας, γιατί ἄστραψε ἀπό πάνω του ἡ φωτοχυσία τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄνοιξε γιά νά κατεβῆ στή γῆ. Κι΄ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) δωρίζει στό Θεό τά ἔθνη (τούς ἐθνικούς, τούς εἰδωλολάτρες), καί δίνοντας τήν ἀνείπωτη χάρη ἐκεῖ πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἁμαρτία».
Δηλαδή: Ἐπειδή οἱ Ἑβραῖοι, πού εἴχανε τήν εὔνοια νά φανερωθῆ σ΄αὐτούς ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός, φανήκανε ἀνάξιοι νά τόν νοιώσουνε καί πέσανε στά σαρκικά, καί φανήκανε ἀχάριστοι καί δέν πιστέψανε στόν Χριστό, παρά τόν σταυρώσανε, ὁ Χριστός ἀπέστραψε τό πρόσωπό του ἀπ΄αὐτούς καί κάλεσε κοντά του « τά ἔθνη», δηλαδή τούς εἰδωλολάτρες, ὅπῶς ἤτανε οἱ Ἕλληνες, καί μέ τή γλῶσσα τους κηρύχθηκε τό Εὐγγέλιο, καί στή φυλή τους ἄνθησε ἡ εὐσέβεια, μ΄ὅλο πού οἱ Ἕλληνες ἤτανε δοσμένοι στή μάταια γνώση καί στή σαρκική ἐμορφιά.
Γιά τοῦτο λέγει κ΄εδῶ ὁ ὑμωνδός πώς ὁ Χριστός, μέ τή Γέννησή του «προσφέρει Θεῷ (ὡς) κλῆρον (τά) ἔθνη, νέμων τήν ἀπόρρητον χάριν (τό ἀπόρρητο κήρυγμά του) ἐκείσε, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία», ἐκεῖ, πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἀμαρτία, ἐκεῖ πού λατρεύανε το δωδεκάθεο.
Στό τέλος ἄς ποῦμε καί τόν εἱρμό τῆς Θ΄ὠδῆς, πού κράζει ὁ ὑμνωδός ἐκστατικός: «Μυστήριον ξένο ὁρῶ και παράδον: Οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος Χριστός ὁ Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Μετάφραση: «Μυστήριο ἀπίστευτο βλέπω καί παράδοξο: Τό σπήλαιο νά γίνεται θρόνος χερουβικός, τήν φάτνη νά μεταμορφώνεται σέ θεϊκή κλίνη, πού ἀπάνω της ξάπλωσε Ἐκείνος πού δέν χωρᾶ πουθενά, ὁ Χριστός ὁ Θεός, πού τον ὑμνοῦμε καί τόν μεγαλύνουμε».
Γιά μᾶς τους Όρθοδόξους, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἀνάμνηση, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀληθινά γεννιέται ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅπως σταυρώνεται μέσα μας ὁ Κύριος τή Μεγάλη Πέμπτη καί σταυρωνόμαστε μαζί του, καί πάλι ἀναστηνόμαστε μαζί του τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεώς του.
Ὅλον τόν κόσμο, τή φύση καί τή ζωή πού εἶναι γύρω μας, ὅλα τά αἰσθητά τά νοιώθουμε μέσα ἀπό τη Γέννηση, ἀπό τη Σταύρωση κι΄ἀπό τήν Ἀνάσταση του Χριστοῦ. Οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν ζοῦνε αὐτοί, ἀλλά μέσα τους ζῆ ὁ Χριστός, κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα σέ μένα ζῆ ὁ Χριστός».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Όρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι «ὁ μαθών, ἀλλά ὁ παθών τά θεῖα», κατά τον Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, δηλαδή δέν μαθαίνει τά τῆς θρησκείας ἐξωτερικά, ἀλλά τά κάνει ζωή του.
Δέν γιορτάζει μοναχά τή Γέννηση τοῦ Χριτοῦ, ἤ τήν Ἀνάστασή του, ἤ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἤ ὁποιαδήποτε γιορτή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἡ ψυχή του γίνεται ἕνα μέ ἐκεῖνο πού γιορτάζει: Γεννιέται μαζί μέ τόν Χριστό, σταυρώνεται μ΄Αὐτόν, ἀνασταίνεται μαζί Του, μαρτυρᾶ μαζί μέ τόν Μάρτυρα τῆς πίστεως, ἀσκητεύει μέ τόν Ἀσκητή, ὁμολογεῖ μαζί μέ τόν Ὁμολογητή.
Μ΄αὐτόν τόν τρόπο οἱ πατέρες μας, μ΄ὅλο πού ζήσανε ἀγράμματοι, ἤτανε «παθόντες και οὐχί μαθόντες τά θεῖα», εἴχανε κάνει ζωή τους τή θρησκεία. Ὁ χειμώνας ἁγιαζότανε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄνοιξη μέ την Ἀνάστασή Του, τό καλοκαίρι μέ τή Μεταμόρφωσή Του, μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου μέ τήν μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, του Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὅλα γύρω τους ευωδιάζανε και ψέλνανε, τά βουνά, ἡ θάλασσα, τά δένδρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι, τά σύννεφα, τά ζῶα, τά πουλιά. Κ΄οἱ ἀνθρωπινες ψυχές νοιώθανε πώς ἤτανε δεμένες μεταξύ τους μέ τήν βαθειά ἁρμονία τῆς πίστης, καί βρισκόντανε σέ κατάνυξη, σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική χαρά.
Σήμερα ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ξεμακρύναμε ἀπό τή ζωογόνο πνοή τῆς θρησκείας μας, κ΄ἡ ψυχή μας ξεράθηκε ἀπό τήν ἀπιστία. Πολλοί ἀπό μᾶς θεληματικά ἀπομείναμε ἔξω ἀπό τήν πνευματική τράπεζα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό πνευματικό συμπόσιό Του.
Ἀναίσθητοι σέ τούτη τήν πνευματική ἀμβροσία καί σέ τοῦτο τό νέκταρ πού γεύεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ζητᾶνε νά γεμίσουνε τήν ἀδειανή ψυχή τους με φαρμακερές θροφές πού τόν ἀποκτηνώνουνε, καί πού τόν κάνουνε νά μπουχτίζη ἀπό τίς σαρκικές ἡδονές, καί νά μή βρίσκη καμμιά εὐχαρίστηση στή ζωή, ἐπειδή αὐτή ἡ ζωή, σάν λείπη ἡ ζωογόνος πνοή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἄνοστο πρᾶγμα, πού μπορεῖ στην ἀρχή νά θαρρῆ κανένας πώς θά τόν χορταίνη παντοτεινά καί θά τόν κάνη εὐτυχισμένον, μά στό τέλος βλέπει πώς εἶναι ψεύτικο πρᾶγμα, μια ἀπάτη κούφια, ἄν δέν ζωογονιέται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Χριστό.
Ὅποιος δέν πιῆ ἀπό «το ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον», στο τέλος θά νοιώση πώς τό νερό τῆς ζωῆς, πού νόμιζε πώς εἶναι ἱκανό μοναχό του νά τόν ξεδιψᾶ καί νά τόν δροσίζη, εἶναι ἄνοστο, γλυφό και ἁρμυρό, καί στό τέλος τό ἀηδιάζει. Γιατί ἡ σάρκα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, δεν ὠφελεῖ σέ τίποτα, τό πνεῦμα ἐκεῖνο πού τή ζωογονεῖ, «το πνεῦμά ἐστι τό ζωοποιοῦν».
Μή νομίζετε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, πώς εἶναι λόγια κούφια ὅσα εἶπε ὁ Κύριος. Ὄχι! Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὄχι τούτη ἡ ψεύτικη ζωή, ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστί καί ζωή ἐστιν».
«Ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσει, καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσει πώποτε». « Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τίς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα». « Ἀμήν άμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ θάνατον οὐ μή θεωρήσει εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἄφθαστη ζωή κι΄ὁ καταργητής τοῦ θανάτου, κ΄ἡ ἀληθινή, ὄχι ἡ ψεύτικη, εὐτυχία εἶναι ἐκείνη πού δίνει Ἐκεῖνος.
Μήν περιπλανιόσαστε μάταια νά τήν βρῆτε ἀλλοῦ, στίς σαρκικές ἀπολαύσεις , στίς ἐπιστῆμες, στίς τέχνες, στήν ψεύτικη δόξα. Ὅλα, ὅπως τό βλέπετε καθαρά, εἶναι ἴσκιοι καί καπνός, ὅλα γίνουνται σκόνη καί μηδέν. Πήγαινε, δράμε κοντά του μέ ταπείνωση, ζέστανε τήν παγωμένη καρδιά σου ἀπό τή ζωοποιό φλόγα τῆς ἀγάπης Του, πού ἀπ΄αὐτή δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, καί θά βρεῖς ὅ,τι δέν ἐβρῆκες ἐκεῖ πού περιπατοῦσες.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «Σ΄ὅλους τούς δρόμους πού πορεύουνται οἱ ἄνθρωποι, πουθενά δέν βρίσκουνε ἀνάπαυση, ὥς πού νά καταφύγουνε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Σήμερα πού γιορτάζουμε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται τό πιό μεγάλο μυστήριο, τόσο μεγάλο, πού μήτε οἱ Ἄγγελοι δεν τό γνωρίζανε. Γιά τοῦτο λέγει ο θεῖος ὑμνωδός στήν Παναγία: « Το ἀπ΄αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον διά σοῦ , Θεοτόκε τοῖς ἐπί γῆς παεφανέρωται.
Θεός ἐν ἀσυχγύτῳ ἑνώσει σαρκούμενος καί σταυρόν ἑκουσίως ὑπέρ ἡμῶν καταδεξάμενος». Ὁ Θεός ἐπῆρε κορμί σάν τό δικό μας, « ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιά νά μᾶς γλυτώση ἀπό τον αἰώνιο θάνατο, νά μᾶς βγάλη ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς δείξη τόν ἀληθινό δρόμο, ὤστε να καταλάβουμε πώς πηγαίνουμε νά πέσουμε στόν γκρεμνό τῆς ἀπώλειας. Νά μᾶς κάνη τέκνα φωτόμορφα τοῦ Θεοῦ, κληρονόμους τῆς ἀπαθανάτου ζωῆς, σάν θά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἀφοῦ ζήσουμε δεμένοι μεταξύ μας μέ τήν ἀγάπη Του. Ἦρθε λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο τοῦτον γιά νά μᾶς χαρίση ἐκεῖνα τά δῶρα πού δέν μπορεῖ νά τά χαρίση κανένας ἄλλος, παρά μοναχά Ἐκεῖνος.
Μά ἄν δεν πιστέψουμε πώς ἀληθινά ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, κι΄ἄν δεν ποθήσουμε να ἀποχτήσουμε αὐτά τά δῶρα πού μᾶς φέρνει, ἐρχόμενος στόν κόσμο, τήν εἰρήνη καί τή σωτηρία, πῶς θά γιορτάσουμε, κατά τό πρέπον, τή Γέννηση Του; Λέγω «κατά τό πρέπον», δηλαδή πνευματικά, κι΄ὄχι σάν ἕνα ἔθιμο, ὅπως κάνουμε οἱ περισσότεροι.
Θά γιορτάσουμε, λοιπόν, τά Χριστούγεννα «ἐν πνεύματι και άληθείᾳ», ἄν τά γιορτάσουμε συγκινημένοι ἀπό τις τελετουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή μέ κατάνυξη, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία, κι΄ἀκούγοντας μέ κατάνυξη τούς ἐξαίσιους ὕμνους καί τά ἑορταστικά τροπάρια. Καί ὕμνοι καί τροπάρια σάν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καμωμένα ἀπό θεόπνευστους κι΄ἅγιους ὑμνωδούς, οὔτε γινήκανε οὔτε θά γίνουνε πιά. Ἐγώ, κάθε χρόνο πού τά ψέλνω, ἐνθουσιάζομαι καί γίνομαι ὅλο πνεῦμα, σάν νά τά ψέλνω πρώτη φορά. Γιατί εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἀθανασία.
Ποιό τροπάρι νά πῆ κανείς πρῶτο καί ποιό δεύτερο; Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό το κάθισμα τοῦ Ὄρθρου, μέ τόν ἀρχαϊκόν ἀνατολίτικον χαρακτῆρα, πού λέγει: « Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν μάγων Ἀνατολῆς τῶν βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ᾠδήν ἐπάξιον, Δόξα ἐν ὑψίστοις, λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαῖας». Καί τό ἄλλο πού λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κὀλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθἐλησε καί ὡς ηὐδὀκησεν.
Ἄσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών. Καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι’ἡμᾶς. Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη Χριστός, τον ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι». «Διπλός, λέγει, γεννήθηκε ὁ Χριστός, δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος, θέλοντας νά ἀναπληρώση, νά συμπληρώσει «τόν ἄνω κόσμον», ἤγουν τόν κόσμο τῶν Ἀγγέλων, πού ἕνα μέρος ἀπ΄αὐτούς ξεπέσανε μαζί μέ τόν Ἑωσφόρο, μεταμορφωμένον σέ διάβολο, νά τούς ἀντικαταστήση μέ ἀνθρωπινες ψυχές πού θά ἁγιάσουνε μέ τό κήρυγμα πού ἦρθε νά κάνη στή γῆ, γεννώμενος ἄνθρωπος».
Ὁ κανών τῶν Χριστουγέννων, ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ἀπό τ΄ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησής μας. Και εἶναι διπλός, πεζός καί ἰαμβικός. Εὐωδιάζει ἀπό πνευματική εὐωδία, γεμᾶτος ἀπό θεῖον ἐνθουσιασμό, κι’ἀπό οὐράνια δροσερότητα. Ὁ Ἰαμβικός, μέ τά ἀρχαῖα λόγια του, ἀνεβάζει τον ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἄς πάρουμε ἕνα ἀπό τά τροπάριά του, τοῦτο: «Νεῦσον προς ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα, -ἐχθροῦ ταπεινῶν τήν ἐπηρμένην ὀρφρῦν. Φέρων τε, παντεπότπτα, τῆς ἁμαρτίας- ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους, μάκαρ, μελῳδούς τῇ βάσει τῆς πίστεως».
Ὁ ὑμνωδός παρακαλεῖ τόν Θεό, καί μαζί μ΄αυτόν ὅλος ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαός, νά δεχθῆ τήν προσευχή τους καί νά τους στερεώση στήν πίστη Του. Λέγει λοιπόν: «Εἰσάκουσε, ὦ εὐεργέτη, τους ὕμνους πού σοῦ προσφέρουνε οἱ δούλοι σου, καί ταπείνωσε τήν ὑπηρεφάνεια τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ἀνεβάζοντας μας, ἐμᾶς πού σέ μελωδοῦμε, Ἐσύ πού τα βλέπεις ὅλα, ἀπάνω ἀπό τήν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα, ἀτράνταχτα, ἀπάνω στο θεμέλιο τῆς πίστεως».
Ἱδού κ΄ἕνα ἄλλο : « Ἀπό τήν Παρθένο, Χριστέ, ἀνεβλάστησες σάν ἄνθος ἀπάνω στή ράβδο πού φύτρωσε ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἐσύ, πού σε ὑμνήσανε οἱ προφῆτες, κατέβηκες ἀπό βουνό ἰσκιερό και πυκνοδασωμένο, καί ἦλθες νά πάρης σάρκα ἀπό μητέρα πού δέν γνώρισε ἄντρας, Ἐσύ, ὁ ἄυλος καί Θεός, Δόξα στή δύναμή Σου, Κύριε».
Ἄλλο ἰαμβικό τροπάρι εἶναι τό παρακάτω: « Ὁ λαός εἶδεν, ὁ πρίν ἠμαυρωμένος,- μεθ΄ἡμέραν φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας - Ἔθνη Θεῷ δέ κλῆρον Υἱός προσφέρει, -νέμων ἐκεῖσε την ἀπόρρητον χάριν – οὗ πλεῖον ἐξηγήνθησεν ἡ ἁμαρτία».
Μετάφραση: « Ὁ λαός, πού ἤτανε πρίν τυφλός, εἶδε τό φῶς τῆς μέρας, γιατί ἄστραψε ἀπό πάνω του ἡ φωτοχυσία τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄνοιξε γιά νά κατεβῆ στή γῆ. Κι΄ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) δωρίζει στό Θεό τά ἔθνη (τούς ἐθνικούς, τούς εἰδωλολάτρες), καί δίνοντας τήν ἀνείπωτη χάρη ἐκεῖ πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἁμαρτία».
Δηλαδή: Ἐπειδή οἱ Ἑβραῖοι, πού εἴχανε τήν εὔνοια νά φανερωθῆ σ΄αὐτούς ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός, φανήκανε ἀνάξιοι νά τόν νοιώσουνε καί πέσανε στά σαρκικά, καί φανήκανε ἀχάριστοι καί δέν πιστέψανε στόν Χριστό, παρά τόν σταυρώσανε, ὁ Χριστός ἀπέστραψε τό πρόσωπό του ἀπ΄αὐτούς καί κάλεσε κοντά του « τά ἔθνη», δηλαδή τούς εἰδωλολάτρες, ὅπῶς ἤτανε οἱ Ἕλληνες, καί μέ τή γλῶσσα τους κηρύχθηκε τό Εὐγγέλιο, καί στή φυλή τους ἄνθησε ἡ εὐσέβεια, μ΄ὅλο πού οἱ Ἕλληνες ἤτανε δοσμένοι στή μάταια γνώση καί στή σαρκική ἐμορφιά.
Γιά τοῦτο λέγει κ΄εδῶ ὁ ὑμωνδός πώς ὁ Χριστός, μέ τή Γέννησή του «προσφέρει Θεῷ (ὡς) κλῆρον (τά) ἔθνη, νέμων τήν ἀπόρρητον χάριν (τό ἀπόρρητο κήρυγμά του) ἐκείσε, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία», ἐκεῖ, πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἀμαρτία, ἐκεῖ πού λατρεύανε το δωδεκάθεο.
Στό τέλος ἄς ποῦμε καί τόν εἱρμό τῆς Θ΄ὠδῆς, πού κράζει ὁ ὑμνωδός ἐκστατικός: «Μυστήριον ξένο ὁρῶ και παράδον: Οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος Χριστός ὁ Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».
Μετάφραση: «Μυστήριο ἀπίστευτο βλέπω καί παράδοξο: Τό σπήλαιο νά γίνεται θρόνος χερουβικός, τήν φάτνη νά μεταμορφώνεται σέ θεϊκή κλίνη, πού ἀπάνω της ξάπλωσε Ἐκείνος πού δέν χωρᾶ πουθενά, ὁ Χριστός ὁ Θεός, πού τον ὑμνοῦμε καί τόν μεγαλύνουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου