Ο
αληθινός μαθητής του Χριστού είναι κι αυτός σαν το Δάσκαλό του,
«σημείον αντιλεγόμενον». Δεν μπορούν να τον καταλάβουν, στο βάθος, παρά
μόνον όσοι έχουν τον ίδιο τον Κύριο κάτοικο της καρδιάς τους. Ο κόσμος
οσοδήποτε εκλεπτυσμένα κι αν είναι τα κριτήριά του, είναι βέβηλος
μπροστά σε τέτοιες μορφές, κι ας έχει την καλύτερη πρόθεση, κι ας
στέκεται μπροστά τους με θαυμασμό[1].
Τα
λόγια αυτά του Αλέξανδρου Καλόμοιρου εκφράζουν τη θέση που έχουν μέσα
στον πνευματικό και ευρύτερο κοινωνικό περίγυρό τους οι γνήσιοι
«πνευματικοί άνθρωποι», που δεν είναι άλλοι από τους γνήσιους μαθητές
του Χριστού. Η παρουσία τους είναι ένα «σημείον αντιλεγόμενον», που
ταράζει τα λιμνάζοντα νερά και «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών»,
αφού άλλοι τους δέχονται και οικειοποιούνται τα μηνύματα ζωής και
αλήθειας, που προβάλλουν, ενώ άλλοι τους παρεξηγούν και τους
αποστρέφονται, επειδή η αλήθεια είανι γι’ αυτούς ένας έλεγχος και «ουκ
έρχονται προς το φως, ίνα μη ελεχθεί τα έργα αυτών». Ένα τέτοιο «σημείο
αντιλεγόμενον» υπήρξε ο πολύς Φώτης Κόντογλου, του οποίου η ζωή, το έργο
και οι επιδράσεις θ’ αποτελέσουν το αντικείμενο της παρούσης εργασίας.
Προσεγγίζοντας το «φαινόμενο» Κόντογλου, διότι πραγματικά περί
φαινομένου πρόκειται, έχει κανείς το φόβο μήπως και με τα λεγόμεά του
αδικήσει την πληθωρική αυτή και πολύπλευρη προσωπικότητα και κατά κάποιο
τρόπο τη βεβηλώσει, αφού όσα κι αν πει κανείς για τον κυρ Φώτη είναι
ελάχιστα και σχεδόν ανίκανα να αποδώσουν το μεγαλείο της Ορθοδοξίας και
της ελληνικής λεβεντιάς που έκρυβε μέσα του αυτός ο άνθρωπος.
Ο
Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε, σύμφωνα με τους περισσότερους βιογράφους
του, στα 1895, όπως φαίνεται και από ένα αυτόγραφο σημείωμά του, αν και
το 1896 το είχε επίσης δηλώσει σε ερωτηματολόγιο της Εθνικής
Πινακοθήκης. Σίγουρη πάντως φαίνεται να είναι η ημερομηνία της γεννήσεώς
του, 8 Νοεμβρίου, ημέρα κατά την οποία η εκκλησία εορτάζει τη Σύναξη
των Ταξιαρχών[2].
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και ήταν το τέταρτο παιδία του
Νικολάου και της Δέσποινας Αποστολέλη, το γένος Κόντογλου. Είχε τρια
μεγαλύτερα αδέλφια, το Γιάννη, τον Αντώνη και την Τασίτσα. Το πατρικό
του επίθετο ήταν Αποστολέλης, αλλά δεν το χρησιμοποίησε παρά μόνο στα
πρώτα χρόνια της ζωής του. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι τον πατέρα του
σχεδόν δεν τον γνώρισε, αφού πέθανε όταν ο Φωτής (έτσι τον φώναζαν
μικρό οι δικοί του και οι φίλοι του) ήταν μόλις δύο χρονών. Αλλά και
μέχρι τότε ελάχιστα τον είχε δει, γιατί ήταν ναυτικός και τα δύο αυτά
χρόνια τον περισσότερο καιρό ταξίδευε. Την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα
του Δέσποινα, μαζί με τον αδελφό της αρχιμανδρίτη Στέφανο Κόντογλου,
ηγούμενο του πατρογονικού μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής. Απ’ αυτού
φαίνεται ότι πήρε το όνομα «Κόντογλους» που άρχισε να το χρησιμοποιεί σ’
όλη τη μετέπειτα ζωή του. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο
περιβάλλον του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής και κοντά στη θάλασσα.
Ανατράφηκε μέσα στην ήρεμη εκκλησιαστική και παραδοσιακή ατμόσφαιρα και
οι εμπειρίες αυτές από την επαφή του με τη θρησκεία αλλά και με την
παράδοση και με το θαλασσινό στοιχείο αποτέλεσαν τον πολύτιμο θησαυρό
του, ένα θησαυρό που αποτυπώνεται σ’ όλο το έργο του, λογοτεχνικό,
ζωγραφικό, αγιογραφικό και στο γενικότερο στοχασμό και στην κοσμοθεωρία
του. Ο ίδιος θα πει :
«Τα
μικρά μου χρόνια τα πέρασα απάνω σ’ ένα ανεμοδαρμένο βουνό, την Αγία
Παρασκευή… Μέσα σ’ αυτή την εξαίσια φύση εζούσα. Οι σύντροφοί μου ήτανε
όλο απλοί άνθρωποι, στη στεριά ξοχάρηδες και τσομπάνηδες, στη θάλασσα
ψαράδες, βαρκάρηδες και καπεταναίοι… Αγαπούσα τη στεριά με τα δέντρα, με
τα σπαρτά, με τα μποστάνια, με τα πρόβατα, με τα βόδια, με τα’ άλογα,
με τα τυροκομίσματα και με τ’ αρμέγματα, μα η θάλασσα με τραβούσε
περισσότερο»[3].
Και παρακάτω θα γράψει : «Τις περισσότερες ώρες πήγαινα και καθόμουνα
μέσα στη μικρή ευωδιασμένη εκκλησία, όχι μοναχά κατά τις ακολουθίες,
αλλά και την ώρα που δεν ήτανε μέσα κανένας άλλος, παρεκτός, από μένα.
Διάβαζα τ’ αρχαία τροπάρια και βρισκόμουνα σε μια κατάσταση που δεν
μπορώ να τη μεταδώσω στον άλλον»[4].
Νομίζω ότι αυτές οι δύο προσωπικές του μαρτυρίες είναι πολύ
χαρακτηριστικές και δείχνουν τι δύο μεγάλες του αγάπες, τη θρησκεία και
τη θάλασσα, που αποτέλεσαν την ανεξάντλητη πηγή της εμπνεύσεώς του.
Στο
Αϊβαλί, τελειώνει το Σχολαρχείο και το Γυμνάσιο (1908-1912), που ήταν
ονομαστό. Εκεί συνδέεται με ισχυρή φιλία με το συμμαθητή του και
μετέπειτα γνωστό λογοτέχνη Στρατή Δούκα, ο οποίος έγραψε χαρακτηριστικά
για τον Κόντογλου : «Κοντός, πυρόξανθος με μια μοναδική σημαδιακή τούφα
στα μαλλιά του, με μιας εξαρχής σου επιβάλλονταν με τα χαρίσματα του
αφηγητή, μιμητή και ζωγράφου καταγέλαστων και κωμικών τύπων, απ’ τους
οποίους είχε καταρτίσει από τότε ολόκληρη πινακοθήκη, αλλά και το
φωτογραφικό ταλέντο του, με το οποίο ξεφούρνισε στο άψε σβήσε τόμους
ολόκληρους με ιστορίες περιπετειών αλά Ιούλιο Βέρν. Κείνη την εποχή,
συχνά πήγαινε σε διάφορες εκκλησίες, για να μου δείξει μερικές καλές
εικόνες που ξεχώριζαν»[5].
Αφού
τελειώνουν το Γυμνάσιο, οι δύο φίλοι Δούκας και Κόντογλους φτάνουν στην
Αθήνα, για να σπουδάσουν, ο ένας Νομικά, ο άλλος ζωγραφική. Ως τα 1914,
χρονιά που εγκαταλείπει τις σπουδές του ο Δούκας, συγκατοικούν και στις
αναμνήσεις του τελευταίου οφείλουμε και τις περισσότερες πληροφορίες
για τα νεανικά χρόνια του Κόντογλου. Τον Κόντογλου τον γράφει ο θείος
του, ο ηγούμενος Στέφανος Κόντογλου στη «Σχολή Καλών Τενχών» και μάλιστα
στη Γ΄Τάξη. Διευθυντής ήταν ο Γ. Ιακωβίδης και καθηγητές ο Σπ. Βικάτος,
ο Δ. Γερανιώτης, ο Α. Καλούδης, ο Γ. Ροϊλός και πολλοί άλλοι,
ακαδημαϊκοί ζωγράφοι και συνεχιστές οι περισσότεροι της «Σχολής του
Μονάχου». «Ο Φωτής» αναφέρει ο Δούκας, «είχε απαρχής καταρτίσει με τις
οικονομίες του πλούσια συλλογή από γερμανικές καλλιτεχνικές εκδόσεις
Γύζη, Λέμπαχ, Μπίκλιν, Στούκ, Κλίγκερ καθώς και των μεγάλων καλλιτεχνών
της αναγεννήσεως. Ένα μεγάλο μέρος από το αρκετά σεβαστό οικογενειακό
του επίδομα διετίθετο για την αγορά τους… Για την πόρεψή μας διαθέταμε
ελάχιστα»[6].
Όλ’ αυτά δείχνουν την καλλιτεχνική φύση και τις αναζητήσεις του
Κόντογλου, ο οποίος διέθετα τα περισσότερα χρήματά του για την
πνευματική του τροφοδοσία παρά για την υλική του ευζωΐα.
Με
την κήρυξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν αποκλείονται οι πατρίδες
μας και κόβεται το επίδομα σπουδών του, συγκατοικεί με το ζωγράφο Σπύρο
Παπαλουκά με τον οποίο δουλεύει κάνοντας «ρετούς» σε φωτογραφικές
μεγεθύνσεις. Η σκληρή όμως αυτή και ελάχιστα αμειβόμενη εργασία δεν
είναι γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα ο πόλεμος εμποδίζει την επικοινωνία με το
σπίτι του και αυτό αποτελεί μια αφορμή να διακόψει τις σπουδές του στην
Αθήνα, οι οποίες φαίνεται ότι δεν τον ικανοποιούσαν ιδιαίτερα και δεν
κάλυπταν τις δύσκολες καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Έτσι το 1915
εγκαταλείπει τις σπουδές του και ταξιδεύει στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στη
Γαλλία. Δουλεύει στο Perigueux και στη Limoges
σαν τορναδόρος σ’ εργοστάσιο πυρομαχικών και σαν ανθρακωρύχος και
τελικά καταλήγει στο «ποιητικό, αξιαγάπητο Παρίσι» όπου, για να ζήσει
αλλά και να ικανοποιήσει την ανάγκη για εικαστική έκφραση, εργάζεται στη
εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών. Η δουλειά του αυτή έχει,
φαίνεται, επιτυχία και βραβεύεται σε κάποιους διαγωνισμούς. Στο
Παρίσι κάνει παρέα με το φίλο του ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά και
γνωρίζεται με λίγες εξέχουσες μορφές που παρισινού καλλιτεχνικού κόσμου,
όπως με το ζωγράφο και γλύπτη Ροντέν και με τον Μαυρίκιο Μαίτερλιγκ.
Σπουδές όμως στη ζωγραφική δε φαίνεται να παρακολούθησε συστηματικά. Στο
Παρίσι ζει σχεδόν πέντε χρόνια «ζωγραφίζοντας κάπου – κάπου, γράφοντας
λίγα πράγματα και ονειροπολώντας περισσότερο»[7].
Καθώς όμως το «γράφοντας λίγα πράγματα» αναφέρεται στο πρώτο του
λογοτεχνικό έργο, το «Πέδρο Καζάς» και σε κομμάτια της «Βασάντα»,
μπορούμε να υποθέσουμε ότι και το «ζωγραφίζοντας κάπου – κάπου» δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά αποτελεί μετριοπαθή έκφραση του
Κόντογλου, ο ποίος σπάνια συνήθιζε να περιαυτολογεί και να προβάλει το
έργο του. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το γεγονός ότι έγραψε ένα
σύντομο αυτοβιογραφικό κείμενο, αλλά σε τρίτο πρόσωπο, για να μην
αναγκαστεί μέσα από την αντωνυμία «εγώ» να προβάλλει συνεχώς το άτομό
του. Αλλά και μόνο αυτό το αυτοβιογραφικό σημείωμα να διαβάσει κανείς,
καταλαβαίνει πως όλα αυτά που αναφέρει για τον εαυτό του σε γ’ πρόσωπο ο
Κόντογλου είναι ελάχιστα σε σχέση με το έργο του, τόσο το αγιογραφικό –
ζωγραφικό, όσο και το λογοτεχνικό αλλά και το στοχαστικό.
Με
το τέλος του πολέμου, αλλά και όταν η νοσταλγία υπερνικά την αγάπη του
για τα ταξίδια, επιστρέφει στο Αϊβαλί, την πατρίδα του, γύρω στα 1919.
Εκεί εκδίδει στα 1920 τον Pedro Cazas,
κι ας γράφει στο εξώφυλλο ως τόπο έκδοσης το Παρίσι. Το έργο αυτό
βρίσκει μεγάλη απήχηση κριτική, γιατί αποκαλύπτει το μεγάλο ταλέντο του.
Ο Στρατής Μυριβήλης είπε : «Μέσα σ’ αυτήν την τελματική μετριότητα
έπεσε η μεγάλη πετριά : Πέτρος Καζάς»[8].
Στα
1920 – 1922 διδάσκει Γαλλικά και Τεχνικά στο Παρθεναγωγείο Κυδωνιών και
πρωτοστατεί στη ίδρυση του πνευματικού ομίλου «Νέοι Άνθρωποι», ενός
ομίλου με πολλές αξιώσεις. Στα χρόνια αυτά ήταν ο «Σάκλετον του Αϊβαλιού
που χειρονομούσε ακατάπαυστα, μιλούσε ακατάπαυστα, έδειχνε, σχεδίαζε το
λόγο στον αγέρα, ήταν φανατικός, πολεμούσε να φανατίσει, ήταν ένα
τεντωμένο νεύρο, έμοιαζε θεριό ανήμερο, φυλακισμένο στη στεριά, από τα
κύματα. Διηγούταν με τρόπο μοναδικό, που δεν το έχω ξανασυναντήσει σε
άνθρωπο, ιστορίες απίθανες για τα ταξίδια του, αληθινά ή φανταστικά, για
τους ανθρώπους που είδε, για την τέχνη που είδε, για τα πράγματα που
σπούδαζε. Ανακάτευε σε ό,τι έλεγε ιστορίες του Έντγκαρ Άλαν Πω και
πορτουγέζικα λιμάνια, βυζαντινούς αγίους και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο
και καλογέρους Αϊβαλιώτες»[9].
Μετά
την μικρασιατική καταστροφή ο Κόντογλου καταφεύγει στη Μυτιλήνη αρχικά
και αργότερα στην Αθήνα όπου οι θαυμαστές του «Πέδρο Καζάς» τον
τακτοποιούν σε ένα υπουργείο. Στη θέση αυτή δεν άντεξε να μείνει για
πολύ. Έτσι το 1923 ξεκινά για το Άγιον Όρος πραγματοποιώντας ένα ταξίδι
που θα σταθεί καθοριστικό για τη ζωή και την τέχνη του. Είναι η πρώτη
του επαφή με τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη. Εκεί, στο Άγιο Όρος, ο
πληγωμένος από την προσφυγιά Φωτής βρίσκει ζωντανή και υψωμένη σ’
ανώτερο επίπεδο τη ζωή που άφησε στην αγαπημένη του Ανατολή. «Περνώ
ευτυχισμένες μέρες. Γαλήνη. Ειρήνη» θα πει. Η περίοδος αυτή θα αποβεί
δημιουργική για τον Κόντογλου : αντιγράφει και σπουδάζει τα μυστικά της
βυζαντινής ζωγραφικής, και ζωγραφίζει τοπία, μοναστήρια, ανθρώπους και
γράφει μικρά, χυμώδη κείμενα. Επιστρέφοντας στη Μυτιλήνη κάνει την πρώτη
του έκθεση με τον Κ. Μαλέα με 50 αντίγραφα από τα έργα του Θεοφάνους
Κρητός και του Φράγκου Κατελάνου. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου
μεταφέρει την έκθεσή του στην Αθήνα στο Λύκειο των Ελληνίδων. Την ίδια
εποχή γνωρίζει τον Φώτο Πολίτη και το Δημήτρη Πικώνη, ενώ ο Β.
Δασκαλάκης και η παρέα του του εξασφαλίζουν εργασία στο εγκυκλοπαιδικό
Λεξικό του Ελευθερουδάκη, όπου κάνει σχέδια και γράφει μικρά κείμενα.
Στα
1924 ανεβαίνει και πάλι στον Άγιον Όρος για να κάνει αντίγραφα για το
Διονύσιο Λοβέρδο. Παράλληλα σχεδιάζει τοπία από την Αθωνική φύση καθώς
και θέματα από τον πλούτο των αναμνήσεών του. Στην Αθήνα ζωγραφίζει
κυρίως θέματα από τον προσφυγικό οικισμό της Νέας Ιωνίας και τους
ανθρώπους της. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνεται το σημαντικότατο πορτρέτο
του Ν. Χρυσοχόου, που θα σημειώσει σταθμό στην ελληνική προσωπογραφία. Ο
Κόντογλου βρίσκεται στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωή του. Το 1925
εκδίδει με τον Β. Δασκαλάκη το περιοδικό τέχνης «Φιλική Εταιρεία», του
οποίου κυκλοφόρησαν μόνο έξι τεύχη, με κείμενα του Πικιώνη, του Βάρναλη,
του Δούκα, του Σφακιανάκη και δικά τους. Τυπώνει τη «Βασάντα» (1925)
και τα «Ταξίδια σε διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Ανατολής» (1928) με
δική του εικονογράφηση. Παράλληλα κάνει εκθέσεις, αρθρογραφεί και κάνει
μεταφράσεις στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» που εκδίδει ο φίλος του
Κωστής Μπαστιάς. Στα
1925 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη, που την
αγάπησε ειλικρινά σ’ όλη τη ζωή του και τη ζωγράφισε πολλές φορές.
Καρπός αυτού του ευτυχισμένου γάμου υπήρξε η μοναχοκόρη του Δεσπούλα,
που αποτέλεσε κι αυτή πηγή έμπνευσης σε πολλά ζωγραφικά έργα του. Στα
1926 εκθέτει έργα του στο Βόλο μαζί με τον Γ. Καλμούχο, ζωγραφίζει το
«Μακεδονομάχο» χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τη βυζαντινή τεχνοτροπία
σε κοσμικά θέματα και εικονογραφεί με το δικό του πρωτότυπο τρόπο το
βιβλίο «Παύλος Μελάς» της Ναταλίας Μελά. Ζωγραφίζει τις πρώτες του
φορητές εικόνες σε βυζαντινή τεχνοτροπία στο Μητροπολιτικό Ναό της
Κιμώλου. Η λατρεία του για τη βυζαντινή αγιογραφία τον οδηγεί στη μελέτη
των παλαιών τεχνικών και στην κατανόησή τους, αλλά και στην προσπάθειά
του να διασώσει και να συντηρήσει τόσο φορητές εικόνες όσο και
τοιχογραφίες. Δε σπούδασε [πουθενά την τέχνη της συντήρησης, αλλά την
έμαθε από την πλούσια εμπειρία του και τα διαβάσματα πολλών βιβλίων. Στα
1930 – 1932 εργάζεται ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο, μια εργασία
που θα συνεχίσει με ιδιαίτερο ζήλο και καύχημα «εν Κυρίω» για πολλά
χρόνια και μάλιστα θα γίνει δημοφιλής απ’ αυτήν. Στα 1933 διδάσκει
ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο Αμερικανικό Κολλέγιο. Την ίδια χρονιά
μετά από πρόσκληση της Αιγυπτιακής κυβέρνησης εργάζεται στο Κοπτικό
Μουσείο για τον Μάρκο Πασά, διευθυντή του Μουσείου. Εκεί του δίνεται η
ευκαιρία να μελετήσει την τέχνη του Φαγιούμ. Στα 1935 διοργανώνει το
βυζαντινό τμήμα του Μουσείου της Κέρκυρας.
Στα
1931 – 1932 χτίζει το σπίτι του στην περιοχή Κυπριάδου, με μηχανικό το
φίλο του Κίμωνα Λάσκαρη. Στολίζει το μπροστινό δωμάτιο με τοιχογραφίες
φτιαγμένες από το χέρι του και με βοηθούς τους μαθητές του Γιάννη
Τσαρούχη και Νίκο Εγγονόπουλο. Το σπίτι αυτό θα γίνει ο χώρος που θα
βρει στέγη η ζωντανή παραδοσιακή τέχνη. Την ίδια εποχή ο φίλος και
θαυμαστής του Κάρολος Κουν θα τον προτρέψει να πάρει επιτέλους το
«Απολυτήριο γραφικής» από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, για να διδάξει
στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου όμως δεν έμεινε πολύ καιρό. Η συμμετοχή του
στη Biennale της Βενετίας στα 1934 είναι μια
ακόμη αναγνώριση του ζωγραφικού του έργου. Στα τέλη θα ιστορήσει το
παρεκκλήσιο της ιστορικής οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο των Πατρών. Στα 1935
τυπώνει τον «Αστρολάβο» σε κανονική μορφή βιβλίου, με πολλά σχέδια δικά
του και λίγα του Τσαρούχη. Η τελευταία και μεγάλη εργασία που έκανε ως
συντηρητής ήταν ο καθαρισμός των τοιχογραφιών της Περιβλέπτου στον
Μυστρά, έργο που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην εποχή του, αφού γινόταν
για πρώτη φορά στην Ελλάδα έστω και με τρόπο ερασιτεχνικό. Ο Κόντογλου
δούλεψε στον Μυστρά μέχρι το 1940 και εκεί έγραψε θαυμάσιες σελίδες για
τους Παλαιολόγους και την τέχνη τους. Έγραφε χαρακτηριστικά για τον
Μυστρά : «Φεύγουμε με καρδιά σφιγμένη από τη Σπάρτη και προπάντων από
τον αγαπημένο μας Μυστράν, αυτή την Κιβωτό της Διαθήκης, το όρος Θαβώρ,
όπου όλοι μαζί το έχομεν σαν κοινή πατρίδα, κάτω από την σκέπην των
αγίων και της ελπίδος των Χριστιανών»[10].
Στα 1937 – 1939 ζωγραφίζει στο Δημαρχείο Αθηνών την αίθουσα του
Αναγνωστηρίου και κάνει τέσσερις ακόμη συνθέσεις στο ισόγειο ιστορώντας
την πορεία των Ελλήνων από τη μυθολογική εμφάνισή τους μέχρι το 1821.
Αυτό αποτελεί και το σημαντικότερο έργο της κοσμικής του ζωγραφικής και
είναι χαρακτηριστικό ότι σ’ αυτή του τη δουλειά εκφράστηκε με τη
«βυζαντινή» τεχνοτροπία του. Στην περίοδο αυτή εντάσσονται και μερικά
από τα πιο αξιόλογα έργα του στην εκκλησιαστική ζωγραφική, όπως το
παρεκκλήσιο της Αγίας Ειρήνης της οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά
και η ιστόρηση του ναού της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιοπέσι, στην Παιανία,
καθώς και τμήματος του τέμπλου της Αγίας Παρασκευής, ναού που βρισκόταν
σ’ εκείνη την περιοχή.
Στα
χρόνια της Κατοχής, που ακολουθούν, ο Κόντογλου περνά μεγάλες
δοκιμασίες. Για να μπορέσει να ζήσει πουλά το σπίτι του για ένα τσουβάλι
αλεύρι και ένα τενεκέ λάδι. Φιλοξενείται σε σπίτια φίλων του, κυρίως
στο Παγκράτι, και καταλήγει σ’ ένα γκαράζ. Ως
ζωγράφος δέχεται ελάχιστες παραγγελίες. Στην περίοδο αυτή αρχίζει την
εικονογράφηση της Καπνικαρέας. Ο θάνατος της αγαπημένης του αδελφής, της
Τασίτσας, τον συγκλονίζει κυριολεκτικά σε συνδυασμό με την επιδείνωση
της υγείας της γυναίκας του.
Και
κάτω όμως από αυτές τις δύσκολες συνθήκες εξακολουθεί να ζωγραφίζει και
να γράφει, ίσως γιατί η μοίρα αλλά και η ιδιαιτερότητα των καλλιτεχνών
είναι να εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσα από τα έργα
τους. Αυτά αντιπροσωπεύουν γι’ αυτούς το σιωπηλό δάκρυ που χύνουμε
εμείς οι υπόλοιποι «κοινοί» θνητοί μπροστά στις δοκιμασίες και τα
λυπητερά του εφήμερου βίου. Αυτό, βέβαια, δεν ισχύει απόλυτα για τον
Κόντογλου, του οποίου τόσο το ζωγραφικό – αγιογραφικό όσο και τι
λογοτεχνικό έργο και η γενικότερη κοσμοθεωρία του αποβλέπουν στην
προβολή της τέχνης και του πνευματικού πλούτου της Ορθοδοξίας και του
Ελληνισμού, που αποτελούν πραγματική και, γιατί όχι, μοναδική πηγή ζωής.
Στα χρόνια αυτά έχουμε τα έργα : «Φημισμένοι άνδρες και λησμονημένοι»
(1942), «Ο Θεός Κόνανος και το μυστήριό του το λεγόμενο Καταβύθιση»
(1943), «Μυστικός Κήπος» (1944), «Η Αφρική» (1944), «Οι Έλληνες στις
θάλασσες της νοτιάς» (1944), «Ιστορίες και περιστατικά» (1944), «Αρχαίοι
άνθρωποι» (1945), «Ένα καράβι πάνω σε μια ξέρα» (1945).
Μετά
την απελευθέρωση και ως το 1946 συνεχίζει την αγιογράφηση στην εκκλησία
της Ζωοδόχου Πηγής στην Παιανία και μέχρι το 1952, στην Καπνικαρέα. Στα
1947 συγγράφει δύο ακόμη βιβλία : «Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός
ημών Αγίου Μάρκου του Αναχωρητού του εξ Αθηνών» και «Βίος και πολιτεία
του Βλασίου Πασκάλ του δια Χριστόν σαλού».
Στα
1948 ζωγραφίζει στο παρεκκλήσιο του Νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού και
μπορούμε να πούμε ότι ουσιαστικά στρέφεται στην αγιογραφία
αποκλειστικά, αφού πλέον με συνεργείο από μαθητές του εικονογραφεί
ορισμένες εκκλησίες και ιδιωτικά παρεκκλήσια. Στα 1950 αγιογραφεί στο
ναό του Αγίου Ανδρέα στα Κάτω Πατήσια και τμήματα του νέου ναού της
Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω, που δυστυχώς σήμερα έχουν μαυρίσει και δεν
φαίνονται. Την ίδια χρονιά εγκαινιάζει τη συνεργασία του με τη
φιλελεύθερη και με εκλεκτούς συνεργάτες εφημερίδα «Ελευθερία» με τα
«Κυριακάτικα θέματα». Μέσα από τις στήλες αυτής της εφημερίδας θα
εκθέσει τις θαλασσινές και τις ταξιδιωτικές του περιπέτειες, θα γράψει
τα εορταστικά του κείμενα αλλά και θα δώσει όλη του τη μάχη για τις δύο
μεγάλες του αγάπες, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Ο ίδιος είχε
συνείδηση της επίδρασης και της δύναμης αυτών των κειμένων. Τον ίδιο
αυτόν σκοπό θα εξυπηρετήσει και ως συνεκδότης του μηνιαίου περιοδικού
«Κιβωτός»[11],
του οποίου σκοπός ήταν «η τόνωσης του ορθόδοξου φρονήματος, το σάλπισμα
για ένα φωτισμένο και ουσιαστικό γύρισμα στην παράδοση»[12].
Ο Κόντογλου είχε την ευθύνη σ’ αυτό το περιοδικό για δύο περίπου
χρόνια, μέχρι τον Ιανουάριο του 1954. Παράλληλα συνεχίζει ν’ ασχολείται
με την αγιογραφία. Με συνεργεία μαθητών του αγιογραφεί στα 1952 το Ναό
του Ευαγγελισμού στη Ρόδο και στα 1953 το ναό του Αγίου Γεωργίου
Στεμνίτσας. Στην Αθήνα αγιογραφεί το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου
Ομονοίας, το ναό του Αγίου Χαραλάμπους Πολυγώνου (από το 1954 ως το
1958), το ναό του Αγίου Γεωργίου Κυψέλης (από το 1954 μέχρι το 1961), το
ναό του Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων (από το 1957 μέχρι το 1962), τα
ιδιωτικά παρεκκλήσια της οικογένειας Πατέρα στο Ψυχικό (1959 – 1969),
Καμπάνη στο Πικέρμι (1960) και Γουλανδρή στην Εκάλη (1961) και έκανε την
περίφημη Πλατυτέρα στο Καθολικό της Μονής Πεντέλης (1955). Παράλληλα
συμμετέχει διακριτικά σε ομαδικές εκθέσεις, αν και δεν μετέχει ενεργά
στην αθηναϊκή καλλιτεχνική κίνηση ούτε κάνει ατομικές εκθέσεις.
Στα
1960 εκδίδει το δίτομο βιβλίο του «Έκφρασις», που αποτελεί ένα
θησαύρισμα της αγιογραφικής πείρας του Κόντογλου και που πραγματικά
αποτελεί το σπουδαιότερο οδηγό αγιογραφικής, που έχει ασκήσει και
εξακολουθεί να ασκεί σημαντικότατη επιρροή στους νεώτερους αγιογράφους.
Το έργο αυτό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Ακολουθεί
τώρα η εποχή των βραβεύσεων για τον Κόντογλου. Του απονέμεται το
παράσημο «Ο Ταξιάρχης του Φοίνικος». Παράλληλα αρθρογραφεί στον Ορθόδοξο
Τύπο άλλοτε με το όνομά του και άλλοτε με το ψευδώνυμο Αβέρκιος
Κολυβάς. Γράφει επίσης βιβλία με αντιπαπικό και ανθενωτικό περιεχόμενο.
Στα 1962 κυκλοφορεί το βιβλίο : «Σημείον Μέγα, ήγουν τα θαύματα της
Θερμής. Εκθαμβωτική εμφάνισης των αγίων μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και
Ειρήνης, μετά των συν αυτοίς μαρτυρικώς τελειωθέντων κατά το έτος 1462
μ.Χ. εν τη αρχαία μονή των Καρυών ευρισκομένη πλησίον της Θερμής εν τη
νήσω Λέσβω». Το βιβλίο αυτό γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και αλλεπάλληλες
επανεκδόσεις και ανατυπώσεις.
Στα
κείμενα αυτά μαστιγώνει τις ακρότητες της εποχής μας, την υποκρισία,
την αμαρτία γενικά και τον «ευρωπαϊσμό», που τον θεωρούσε φοβερά
επικίνδυνο.
Στα
1962 αρχίζει από τον εκδοτικό οίκο «ΑΣΤΗΡ» η έκδοση των απάντων του με
τον γενικό τίτλο «Έργα». Το έργο του «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»,
βραβεύεται από την «ομάδα των δώδεκα», με το βραβείο Πουρφίνα. Την ίδια
χρονιά εκδίδονται οι «Αδάμαστες Ψυχές» και η «Πονεμένη Ρωμηοσύνη»[13].
Στα 1963 εκθέτει για τελευταία φορά αγιογραφίες του σε ομαδική έκθεση
και οργανώνει το «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» στο ξενοδοχείο
«Γαλήνη» στα Καμένα Βούρλα.
Στις
13 Σεπτεμβρίου του 1962 ένα αυτοκίνητο τον χτυπά μαζί με την γυναίκα
του έξω από το νοσοκομείο της Βούλας. Σπάζει το πόδι του, εγχειρίζεται
και μένει πολύ καιρό άρρωστος. Το 1964 βασανίζεται από διάφορες
αρρώστιες και κάνει εγχειρίσεις στα νεφρά. Περιγράφει αυτές τις
ταλαιπωρίες του τόσο σε προσωπικές επιστολές όσο και σε δημοσιεύματα.
Το
1965, στις 24 Μαρτίου η Ακαδημία Αθηνών τον τιμά με το «Αριστείο
Γραμμάτων και Τεχνών». Σε λίγους μήνες και συγκεκριμένα στις 13 Ιουλίου
του ίδιου χρόνου ο Κόντογλου πεθαίνει από μόλυνση στο μετωπιαίο λοβό. Ο
τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος στον επικήδειο λόγο είπε ότι «θα
ηδύνατο, χωρίς υπερβολήν, να καταταγή μεταξύ των Αγίων και Ομολογητών
της πίστεως»[14].
Αλλά και το κοσμικό έργο του τονίστηκε τόσο στον ημερήσιο όσο και στον
περιοδικό λογοτεχνικό τύπο. Η ταφή του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο μέσα σε
ιδιαίτερη συγκίνηση. Αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι της
Αγίας Παρασκευής στη Νέα Μάκρη όπου βρίσκονται περιμένοντας την εκ των
νεκρών ανάσταση, που σίγουρα θα τον φέρει στον Παράδεισο, σ’ έναν τόπο
όμοιο μ’ αυτόν που αγάπησε και για τον οποίο είχε γράψει με νοσταλγία :
«Αγαπημένη γωνιά. Αγιασμένο βουνό. Πως ξεμάκρυνες από μένα κι έσβησες
που μήτε το μάτι μου πια να σε ξεδιαλύνει; Όσο ήτανε χειμώνας,
διασκέδαζα την πίκρα μου για τον χαμό σου. Ίσως – ίσως να ‘τανε
μουδιασμένη κι η καρδιά μου από τα χιόνια. Μα τώρα που πρασινίσανε τα
βουνά, τώρα που βελάζουνε τ’ αρνιά λίγο πιο πέρα από το ρημητήρι μου και
τα πουλιά τραγουδάνε το Μάη, ε, ε, τώρα άνοιξε και μέσα μου μια καυτερή
πληγή, που με βασανίζει χωρίς έλεος. Συλλογιέμαι την άνοιξη στα δικά
μας βραχοβούνια, και τρέχουνε τα μάτια μου. Ωστόσο ξέρω πως γιορτάζεις
κι εσύ, με μυρουδιές και με πρασινάδες, όπως γιορτάζουνε όλα τα βουνά
του κόσμου. Τα πάντα λησμονιούνται, μόνο η καρδιά του ανθρώπου θυμάται
και ματώνει».
Του αειμνήστου κυρού Φωτίου Κόντογλου αιωνία η μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου