Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Ελευθέριος Κοσμίδης, Μικρό γεροντικό


Μικρό γεροντικό
        Η νύχτα σα να μη το θελε να ρθει, αργόσερνε το κατάμαυρο νυχτικό της με τις χιλιάδες μικρές τρυπίτσες. Τότε που συναντιούνται η άκρη του φεγγοβόλου ήλιου με την πρώτη ακμή της νύχτας, σφιχταγγαλιάζονται το λευκόχρυσο με το μαύρο και δίνουνε ένα υπερκόσμιο πορτοκαλί χρώμα στην πλάση, τόσο ξεχωριστό που και στουρνάρι να είσαι και αγαπάς και αγαπιέσαι. Κείνο το απόβραδο κύλησε αργά, το μαύρο πέπλο της νύχτας  έκανε ώρες για να πέσει. Η νύχτα είναι αρχόντισσα παλιά, έχει μια ξεχασμένη περηφάνια, είναι πονόψυχη, καλόκαρδη, παρά τη φτώχεια της έχει αξιοπρέπεια. Το πέπλο της το μαύρο που όλα τα βράδια σκεπάζει την πλάση έχει φθαρεί πολύ, έχει γεμίσει αμέτρητες τρυπούλες. Ο Πλαστουργός όμως που μεριμνά για όλα, και γνωρίζει την αρχοντική της καταγωγή, δεν αφήνει κανένα να την προσβάλει, παραχωρεί μέσα από τις αμέτρητες τόσες δα τρυπούλες να φαίνεται το φως του ήλιου πίσω απ΄το μαύρο της νυχτιάς. Έτσι κάπως γεννιέται ο έναστρος ουρανός.

        Η βιωτή του καθενός ξεκινά από τη σύλληψή του. “Εκ κοιλίας μητρός” ποτίζεται με τα νάματα των γονιών και των δασκάλων του. Εκείνοι του δίνουν ή του στερούν την ευκαιρία να συναντάει το Χριστό στο Άγιο Ποτήριο. Έπειτα μεγαλώνοντας, διαβάσματα, σχολεία, στρατός, παντρολογήματα ώσπου έρχονται οι μέριμνες. Οι σκοτούρες για τα μικρά τα καθημερινά, τις σχέσεις, την ωριμότητα, τη σοφία, τις αρετές και τα τάλαντα που καλλιεργούνται ή θάβονται... Φτάνει ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, σε μια κατάσταση λίγο πολύ γνωστή. Η πρόνοια του Θεού μας οδηγεί στην αγκαλιά ενός γέροντα. Βλέπει τότε εκείνος, με το βλέμμα όχι το ανθρωπινό αλλά το βλέμμα του Θεού, την πνευματική ακτινογραφία του καθενός μας. Βλέπει πάθη, βλέπει λήθη, βλέπει ακηδία, βλέπει πλεονεξία, βλέπει αυταρέσκεια, βλέπει αδικία, σκληρότητα, βλέπει ναυάγια, τραγωδίες. Αν εκτάκτως κάποια αγαθή ψυχή τον συναντήσει ατραυμάτιστη ακόμη από τα φαρμακερά αγκάθια του κόσμου, πετάει γοργά σα νιόφτερο πουλί στο μοναστήρι, για πετάματα αλλιώτικα, όπου κάθε αγωνιζόμενος, συντριβόμενος ανίσταται, και από χώμα γίνεται φωστήρ φαεινός, δοχείον της χάριτος.
        Τι βλέπει τελικά ο γέροντας; Βλέπει το μαύρο πέπλο της ψυχής μας κατατρυπημένο και καταξεσκισμένο. Γνωρίζοντας την ευγενική μας καταγωγή, το κατ εικόνα, καθώς και τον υψηλό μας προορισμό, το καθομοίωσιν, αγωνίζεται σιωπηλά, υπομονετικά, κρυφά με ανείπωτο κόπο και πόνο ψυχής, να φαντάζει το φως του Χριστού, έναστρος ουρανός στη μαύρη μας ψυχούλα. Μας δείχνει τον τρόπο με τη δική του ζωή, μας φωτίζει το δρόμο αφού καίγεται ο ίδιος σα λαμπάδα, ανέχεται όλους, υπομένει τις αδυναμίες μας, εργάζεται με λεπτότατες κλωστές στο μαύρο πέπλο της ψυχής μας, κατά το μέτρο της χωρητικότητας του καθενός, μας διδάσκει τη σκληρή αγάπη της εκοπής του θελήματος για το όφελος της ψυχής. Γνωρίζει, ως μάρτυς τη προαιρέσει, να νύττει αποτελεσματικά. Κοντά του μια μικρή λεξούλα μπορεί να προκαλέσει καταιγίδα εγωισμών, θύελλα δικαιωμάτων, έπος δικαιολογιών… Τόσα ξέρω, τόσα λέω!
“Όντως, μέγα κατ’ αλήθειαν το μυστήριο της υπακοής”
       
Έρρωσθε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου