Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως εκφραστής τής αγιορειτικής ζωής
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Εισήγηση στό Διεθνές Συνέδριο γιά τό Άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά (βλ. σχετική αναφορά, σελ. 4).
*
Υπάρχουν
πολλοί τρόποι γιά νά ερμηνεύση κανείς τήν διδασκαλία τού αγίου
Γρηγορίου τού Παλαμά, χρησιμοποιώντας δηλαδή κριτήρια φιλοσοφικά,
σχολαστικά, ιστορικά, ηθικιστικά κλπ. Νομίζω ότι ο καθένας από αυτούς
τούς τρόπους τόν αδικεί καί τόν παρερμηνεύει. Προσωπικά, προτιμώ νά τόν
ερμηνεύσω μέσα από τό φυσικό καί πνευματικό περιβάλλον στό οποίο έζησε
καί ανδρώθηκε πνευματικά, δηλαδή τό Άγιον Όρος.
Τό θέμα «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης»
πάντοτε μέ προκαλούσε, γιατί αντιλήφθηκα ότι μόνον μέσα από αυτήν τήν
προϋπόθεση μπορεί κανείς νά ερμηνεύση αυθεντικά τό πρόσωπο, τό έργο καί
τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου. Γι’ αυτό καί στό παρελθόν έγραψα ένα
βιβλίο μέ τόν τίτλο αυτόν.
Είχα τήν εξαιρετική ευλογία από τόν Θεό νά αρχίσω τίς
μελέτες μου πάνω στήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, κατά
τήν διαμονή του στό Άγιον Όρος καί νά τήν βλέπω μέσα από τήν ζωντανή
παράδοση πού συνάντησα σέ αυτόν τόν ιερό τόπο. Η συχνή επικοινωνία μου
μέ ερημίτες καί κοινοβιάτες μοναχούς, πού ζούσαν κατά διαφόρους βαθμούς
τήν ησυχαστική καί θεοπτική παράδοση τής Εκκλησίας, μού έδωσε τήν
δυνατότητα νά τήν αντιπαραβάλω μέ εκείνα πού διάβαζα στόν άγιο Γρηγόριο
τόν Παλαμά καί έβλεπα τήν ομοιότητά τους.
Θεωρώ ότι είναι βασική αρχή, ακόμη καί επιστημονική, ότι
η μελέτη ενός έργου καί ενός προσώπου πρέπει νά ενταχθή μέσα στό
ζωντανό περιβάλλον στό οποίο έζησε καί διαμορφώθηκε από αυτό. Έτσι, τό
θέμα «ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως εκφραστής τής αγιορείτικης ζωής»
είναι σημαντικό καί δείχνει τήν προϋπόθεση ερμηνείας όλου τού έργου του.
Έχουν διατυπωθή διάφορες θεωρίες γιά τήν διδασκαλία τού
αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ότι δήθεν ήταν ένας βιβλικός θεολόγος, ένας
νομιναλιστής φιλόσοφος, ένας μασσαλιανιστής κλπ. Θεωρώ, όμως, ότι ο
άγιος Γρηγόριος ήταν ένας αυθεντικός αγιορείτης καί μέσα από αυτό πρέπει
νά ερμηνευθή η προσωπικότητα, η διδασκαλία καί τό έργο του.
1. Αγιορείτης κατά τήν καρδία πρίν γίνη αγιορείτης μοναχός
Τό
Άγιον Όρος στήν εποχή τού αγίου Γρηγορίου ασκούσε μεγάλη επίδραση στήν
εκκλησιαστική ζωή τής Κωνσταντινουπόλεως, όπου γεννήθηκε ο άγιος,
δοθέντος, μάλιστα, ότι αγιορείτες πήγαιναν πολλές φορές στήν
Βασιλεύουσα. Αυτοκράτορες καί Επίσκοποι μόναζαν στό Άγιον Όρος, οπότε
καί όλη η ατμόσφαιρα τών Ιερών Μονών τής Βασιλεύουσας, αλλά καί η ζωή
τών κατοίκων της είχαν επηρεασθή από τήν ζωή πού επικρατούσε στό Άγιον
Όρος.
Ο πρώτος Πνευματικός Πατέρας πού επηρέασε τόν μικρό
Γρηγόριο ήταν ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας, ο οποίος πρίν αναδειχθή
Επίσκοπος ασκούνταν στήν ησυχία τού Αγίου Όρους. Ο Θεόληπτος, κατά τόν
άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, έγινε γιά τόν άγιο Γρηγόριο «πατήρ καί μυσταγωγός
τών καλλίστων εκ Πατέρων άνωθεν» καί από αυτόν τόν αγιορείτη «τήν νήψιν
καί τήν νοεράν άριστα μυηθείς προσευχήν, εις έξιν θαυμαστώς αυτής
εληλάκει, εν τοίς θορύβοις έτι καί τώ κόσμω διάγων».
Οι λόγοι τού Θεολήπτου Φιλαδελφείας τόν αποδεικνύουν
πραγματικό διδάσκαλο τής ησυχαστικής ζωής, αφού κάνει λόγο γιά «τήν εν
Χριστώ κρυπτήν εργασίαν» καί τήν επαναφορά τού νού πρός τόν εαυτό του.
Γενικά, στά κείμενά του διδάσκει γιά τήν ευγένεια καί τήν λαμπρότητα τού
Βαπτίσματος, η οποία αποβλήθηκε μέ τήν φιλία πρός τόν κόσμο γιά τήν
αμαύρωση τού εσόπτρου τής ψυχής μέ τήν αμαρτία καί τήν αλλοίωση τών
θείων χαρακτήρων πού προσλάβαμε μέ τό άγιο Βάπτισμα γιά τήν επαναφορά
τού ανθρώπου μέ τήν πράξη καί θεωρία γιά τήν μνήμη τού Θεού, η οποία
καλείται θεωρία καί η οποία ελκύει τήν όραση καί τήν έφεση τού νού πρός
τόν εαυτό του καί τήν όραση τού Φωτός γιά τό αφάνταστο τού νού καί τήν
σύνδεσή του μέ τήν αγάπη γιά τόν κόπο πού πρέπει νά καταβάλλη ο μοναχός
γιά νά αναπτύξη αυτήν τήν κρυπτή έργασία κλπ. Είναι χαρακτηριστικός ο
λόγος τού Θεολήπτου: «Πρώτον ο νούς ζητεί καί ευρίσκει είτα ενούται τώ
ευρεθέντι καί τήν μέν ζήτησιν ποιείται διά τού λόγου, τήν δέ ένωσιν διά
τής αγάπης. Καί η μέν διά τού λόγου ζήτησις γίνεται διά τήν αλήθειαν η
δέ τής αγάπης ένωσις διά τό αγαθόν».
Όποιος είναι εξοικειωμένος μέ τά κείμενα τού αγίου
Γρηγορίου τού Παλαμά, διαβάζοντας τά κείμενα τού Θεολήπτου καταλαβαίνει
πόσο τόν επηρέασαν όχι μόνον στό νά ζή ως αγιορείτης από τήν νεότητά
του, πρίν ακόμη εισέλθη στό Άγιον Όρος, αλλά καί στήν φρασεολογία πού
συναντάμε στά δικά του έργα. Πρόκειται γιά τήν ίδια θεολογία, ακόμη καί
στίς λέξεις. Φαίνεται ότι η μετέπειτα διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού
Παλαμά γιά τήν νοερά εργασία είναι περαιτέρω ανάπτυξη –καί μέ τήν δική
του προσωπική πείρα– τής διδασκαλίας τού πρώτου Πνευματικού του Πατρός,
τού Θεολήπτου Φιλαδελφείας, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στήν
εύπλαστη ψυχή τού νεαρού Γρηγορίου.
Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ήταν κατά πνεύμα αγιορείτης πρίν
ακόμη εισέλθη στό Άγιον Όρος. Ο ίδιος μνημονεύει τόν Θεόληπτο στά
κείμενά του. «Τόν φερωνύμως Θεόληπτον εκείνον ακούεις, τόν Φιλαδελφείας
πρόεδρον, μάλλον δ’ από ταύτης ως από λυχνίας τόν κόσμον φωτίσαντα».
2. Οι βάσεις τής αγιορείτικης ζωής
Σέ όλα τά θέματα απαιτούνται προϋποθέσεις καί νόμιμη
άθληση γιά νά επιτευχθή κάποιο αποτέλεσμα. Δέν μπορεί νά εξετάζεται η
επιστημονική κατάρτιση ενός ερευνητού, άν δέν εξετασθούν τά κέντρα στά
οποία σπούδασε καί εργάσθηκε, αλλά καί ο τρόπος καί η μέθοδος τής
εργασίας του. Τό ίδιο πρέπει νά γίνη καί στήν περίπτωσή μας. Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς δέν μπορεί νά εξετάζεται ως ένας επιστήμονας
θεολόγος, αλλά ως ένας εμπειρικός θεολόγος. Καί αυτό θά πρέπει νά
ερευνηθή μέσα από τήν σύγχρονη αγιορείτικη ησυχαστική παράδοση. Ο άγιος
Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο αυθεντικός βιογράφος του, μάς δίνει πολλά
στοιχεία γιά τό θέμα αυτό πού θά δούμε στήν συνέχεια.
Όποιος επιθυμεί νά γίνη μοναχός στό Άγιον Όρος πρέπει νά
επιλέξη τόν Πνευματικό του Πατέρα, στόν οποίο θά κάνη τελεία καί
αδιάκριτη υπακοή, προκειμένου νά βοηθηθή γιά νά καθαρισθή ο νούς του από
τούς λογισμούς καί τήν φαντασία, νά μεταμορφωθή τό παθητικό μέρος τής
ψυχής του καί νά στραφή ολοκληρωτικά στόν Θεό. Η πνευματική πείρα τού
πνευματικού οδηγού καί η αδιάκριτη υπακοή τού υποτακτικού είναι
απαραίτητα γιά τήν μύηση στά μυστήρια τής πνευματικής ζωής.
Αυτήν τήν οδό ακολούθησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Κατά τόν άγιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, επέλεξε ως πνευματικό του οδηγό τόν
μοναχό Νικόδημο καί «φοιτά τώ γενναίω ανδρί θαυμαστώ κατά τήν πράξιν καί
θεωρίαν», πού εορτάζεται ως άγιος, γνωστός σέ όλους σχεδόν τούς
μοναχούς τού Αγίου Όρους. Ο άγιος Γρηγόριος «κείρεται παρ’ αυτού, καί
πρός υποταγήν εαυτόν τελείως εκδίδωσιν». Μέ τίς υποσχέσεις καί τήν
αποταγή έγινε «θαυμάσιος» «καί λόγω καί πράξει καί τοίς τού νού
θεωρήμασι». Η αποταγή, η τελεία υπακοή, η τήρηση τών υποσχέσεων πού
έδωσε κατά τήν μοναχική κουρά ήταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις τής
πνευματικής του ανόδου στήν θεωρία τού Φωτός, διά τής καθάρσεως καί τού
φωτισμού τού νού.
Ο άγιος Γρηγόριος μνημονεύει καί τόν ομολογητή Νικηφόρο,
ο οποίος ήταν ιταλικής καταγωγής καί αφού καταδίκασε τήν κακοδοξία,
προσχώρησε στήν Ορθόδοξη Εκκλησία. Πήγε στό Άγιον Όρος, επέλεξε «βίον
ακριβέστερον, δηλαδή τόν μονήρη», παρέλαβε από τούς εγκρίτους Πατέρες,
διά τής υποταγής, «τής ησυχίας τήν πείραν» καί έγινε αρχηγός γι’ αυτούς
πού αγωνίζονται στόν κατά τήν διάνοια κόσμο πρός τά πνευματικά τής
πονηρίας. Ο Νικηφόρος έκανε συλλογή πατερικών διδασκαλιών καί πρότεινε
ειδικό τρόπο, ώστε οι αρχάριοι πού δέν μπορούσαν νά συγκρατήσουν «τήν
αστασίαν τού νού», νά συστείλουν μετρίως «τό πολυπόρευτον καί
φαντασιώδες» τού νού.
Πρόκειται γιά τόν λόγο «Περί νήψεως καί φυλακής τής
καρδίας» πού είναι «μεστός ου τής τυχούσης ωφελείας». Στήν εισαγωγή
προτρέπονται όσοι θέλουν νά αποκτήσουν τήν πνευματική πείρα τής
κοινωνίας τους μέ τόν Θεό, νά βρούν τόν θησαυρό μέσα στήν καρδιά τους,
νά υποδεχθούν τό υπερουράνιο πύρ καρδιακώς εν αισθήσει καί νά φθάσουν
στήν θεϊκή φωτοφανεία. Έπειτα, παρατίθενται κείμενα Πατέρων πού κάνουν
λόγο γιά τήν νοερά προσευχή. Καί τέλος περιγράφεται η μέθοδος μέ τήν
οποία ο νούς θά εισέλθη «πρός τόν καρδιακόν τόπον». Μέ τήν ευχή «Κύριε
Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού», πού γίνεται μέ τόν κατάλληλο τρόπο, όπως
γράφει ο Νικηφόρος, «ανοιχθήσεταί σοι διά τούτο καί η καρδιακή είσοδος,
καθώς σοι γεγράφαμεν, εκτός πάσης αμφιβολίας καθώς καί ημείς πείρα
εγνώκαμεν». Καί μέ αυτό τό άνοιγμα τής καρδιάς έρχεται ο χορός τών
αρετών. Ο λόγος καί ο τρόπος τής νοεράς προσευχής βεβαιώνεται από τήν
προσωπική πείρα, δέν είναι ένας θεωρητικός, φανταστικός βίος.
Ο Νικηφόρος στόν Άθωνα είχε ιδρύσει «φροντιστήριον», στό
οποίο είχε αφοσιωμένους μαθητές καί στούς οποίους απηύθυνε καί τήν
θεολογική του διαθήκη. Η διδασκαλία τού Νικηφόρου τού ησυχαστή επηρέασε
όχι μόνον τούς συγχρόνους του μοναχούς, αλλά καί όλη τήν μεταγενέστερη
φιλοκαλική καί νηπτική παράδοση. Τό εμπειρικό του έργο, πού διασώζεται
στήν Φιλοκαλία, καθόρισε τήν ζωή τών επομένων γενεών.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στά εισαγωγικά του
ότι «ο Νικηφόρος ο οσιώτατος Πατήρ ημών… καθηγητής καί μυσταγωγός τών
υψηλών τής ασκητικής φιλοσοφίας μαθημάτων εγένετο Γρηγορίου τού
Θεσσαλονίκης».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποδέχθηκε αυτήν τήν μέθοδο
τού οσίου Νικηφόρου. Έχω δέ τήν εντύπωση ότι όχι μόνον αποδέχθηκε αυτό
τό έργο, αλλά τά όσα γράφει στό σύγγραμμά του «Υπέρ τών ιερώς
ησυχαζόντων» γιά τήν επάνοδο τού νού στήν καρδιά, τίς κοινές ενέργειες
ψυχής καί σώματος, τήν αξία τού σώματος στήν ησυχαστική παράδοση, τήν
όραση τού ακτίστου Φωτός, είναι αναλύσεις ευρύτερες τών όσων είχε
διδαχθή από τούς Πνευματικούς του Πατέρες, τόν Θεόληπτο Φιλαδελφείας,
τόν όσιο Νικόδημο καί τόν Νικηφόρο τόν Μονάζοντα. Στήν πραγματικότητα ο
άγιος Γρηγόριος ερμήνευσε θεολογικά τήν ουσία καί τήν μέθοδο τού
ησυχασμού, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τών Πατέρων, καί τήν κατοχύρωσε
συνοδικά. Έχω δέ τήν βεβαιότητα, όπως φαίνεται άλλωστε καί στήν
βιογραφία τού αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, ότι ο άγιος Γρηγόριος είχε
αποκτήσει καί δική του προσωπική πείρα τής νοεράς προσευχής καί τού
θείου Φωτός, η οποία ταυτιζόταν μέ τήν πείρα τού οσίου Νικηφόρου καί γι’
αυτό τήν υποστήριξε μέ θεολογικό τρόπο, αναιρώντας τήν αντίθετη
διδασκαλία τού Βαρλαάμ.
Ο άγιος Γρηγόριος, μετά τήν εκδημία τού Πνευματικού του
Πατρός Νικοδήμου, εξήλθε στήν έρημο τού Αγίου Όρους καί έζησε καθ’
ολοκληρίαν ησυχαστικά. Νομίζω ότι στόν λόγο πού συνέταξε γιά τόν όσιο
Πέτρο τόν Αθωνίτη, πού ήταν τό πρώτο κείμενο πού έγραψε, κατέγραψε τίς
εμπειρίες τής δικής του ζωής, τίς οποίες βίωσε στό Άγιον Όρος καί
μάλιστα στήν έρημο. Είναι φυσικό ότι, όταν κανείς ερμηνεύη ένα γεγονός,
εκφράζει τήν βαθύτερη προσωπική του πείρα. Έτσι, διαβάζοντας τόν λόγον
αυτό αισθάνομαι ωσάν νά αυτοβιογραφήται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, γιά
τήν αγάπη του πρός τό Άγιον Όρος, γιά τήν άσκηση καί τήν ησυχία του
στήν έρημο, γιά τήν επιστροφή τού νού στήν καρδιά, γιά τήν παραδείσια
ζωή στήν έρημο, γιά τούς πειρασμούς πού δέχθηκε καί πολλά άλλα.
Κυρίως, εκείνο πού εκφράζει τόν ίδιο τόν άγιο Γρηγόριο
καί τό οποίο αποτελεί τήν κύρια εμπειρία του είναι τά όσα περιγράφει γιά
τήν επιστροφή τού νού στόν εντός άνθρωπο, από τήν περιπλάνησή του στά
αισθητά, ο οποίος νούς βλέπει «τό προσγενόμενον ειδεχθές προσωπείον εκ
τής κάτω περιπλανήσεως». Αυτό τό κάλυμμα, πού εμποδίζει τήν έλευση τού
νού στήν καρδιά, εκδιώκεται μέ τό πένθος, οπότε ο ασκητής αποκτά ειρήνη
καί γνώση τού Θεού.
3. Μυστήρια καί ησυχασμός
Ο αγιορείτης μοναχός εντάσσεται οργανικά μέσα στήν ζωή
τής Ιεράς Μονής ή μιάς μοναχικής κοινότητας προκειμένου νά επιτύχη τήν
θέωσή του, γιατί αυτός είναι ο σκοπός τής μοναχικής ζωής. Η καθημερινή
ζωή τής Μονής είναι οι πολύωρες ακολουθίες, η αδιάλειπτη προσευχή, η
μελέτη τής Αγίας Γραφής καί τών Πατερικών κειμένων καί η καθημερινή
συμμετοχή στήν θεία Λειτουργία. Μέ τόν τρόπο αυτό αναπτύσσεται στήν
πνευματική του ζωή.
Αυτόν τόν δρόμο ακολούθησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
πού συνίσταται στόν συνδυασμό θείας Λειτουργίας καί ησυχαστικής ζωής.
Δέν υπερτόνιζε τήν θεία Ευχαριστία σέ βάρος τής ησυχαστικής ζωής, όπως
έκαναν οι δυτικόφρονες, ούτε υπερτόνιζε τήν ησυχαστική ζωή σέ βάρος τής
θείας Λειτουργίας, όπως έκαναν οι μασσαλιανοί.
Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή πού κάνει ο άγιος
Φιλόθεος ο Κόκκινος γιά τήν περίοδο πού ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν
Ηγούμενος στήν Ιερά Μονή Εσφιγμένου στό Άγιον Όρος καί συνδύαζε τίς
ακολουθίες στόν Ναό, τό Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας καί τήν
πνευματική καθοδήγηση.
Γιά τήν συμμετοχή του στίς ακολουθίες καί τήν θεία
Λειτουργία γράφει ο Φιλόθεος ο Κόκκινος: «τήν δέ περί τόν θείον νεών καί
τούς υπηρέτας καί υμνωδούς εκείνου σπουδήν καί φιλοκαλίαν, τάς δέ
μυστικάς τών υπερφυών καί υψηλοτάτων ιερουργίας καί τελετάς έτι τε τήν
ευκοσμίαν περί τό ιερόν βήμα καί τήν τών εις ιερέας τελούντων επιμέλειαν
καί ανάβασιν, ήν εκείνος καί μόνον ορώμενος εν τώ τά θεία καί μυστικά
τελείν υπερφυώς τοίς κοινωνοίς ενεποίει, τί χρή λέγειν;». Η τέλεση τής
θείας Λειτουργίας μέσα σέ μιά τέτοια κατάσταση, ώστε νά εμπνέη τούς
συλλειτουργούς του καί μόνον πού τόν έβλεπαν, ήταν αποτέλεσμα καί καρπός
τής ησυχαστικής ζωής καί τής νοεράς προσευχής, τήν οποία ασκούσε, αλλά
καί τών θεοπτικών εμπειριών πού είχε αξιωθή νά γνωρίση.
Παράλληλα δίδασκε τούς μοναχούς. Γράφει ο άγιος Φιλόθεος
Κόκκινος: «Τάς δέ συνεχείς καί παντοδαπάς ομιλίας τε καί διδασκαλίας,
καί τό χρυσούν καί ακάθεκτον ρεύμα τού λόγου…. τί χρή καί λέγειν;». Η
διδασκαλία πού είναι καρπός τού Αγίου Πνεύματος, «τό ακάθεκτον ρεύμα τού
λόγου», έχει σχέση μέ τήν εσωτερική ζωή, αφού ο άγιος έλαβε τό χάρισμα
τής μετατροπής τού ηθικού λόγου σέ θεολογικό λόγο, ως καρπό τής
προσευχής καί τής κοινωνίας του μέ τόν Θεό.
Η ακριβής τέλεση τής λατρείας καί τής θείας Λειτουργίας,
η ορθόδοξη διδασκαλία είναι αποτέλεσμα τής ησυχαστικής ζωής, πού ζή ο
μοναχός στό κελλί του, αλλά καί καθ’ όλη τήν διάρκεια τής ημέρας καί τής
νύκτας. Η προσπάθειά του νά ξεχωρισθή ο νούς από τήν ταύτισή του μέ τήν
λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον καί νά επιστρέψη στήν καρδιά φαινόταν
έκδηλα κατά τήν διάρκεια τής θείας Ευχαριστίας πού γινόταν μέ τρόπο
νηπτικό καί μυσταγωγικό.
Αυτήν τήν ζωή πού έζησε στό Άγιον Όρος τήν αποτύπωσε σέ
πολλά κείμενά του. Όποιο έργο του κι άν διαβάση κανείς διαπιστώνει
αμέσως τό αγιορείτικο πνεύμα του καί είναι μιά αυτοβιογραφία του. Θά
μνημονεύσω τρία παραδείγματα.
Τό πρώτο είναι η δεύτερη ομιλία του στά Εισόδια τής
Θεοτόκου καί η περιγραφή τής ζωής τής Παναγίας στά Άγια τών Αγίων, όταν
τήν παρουσιάζη ως πρότυπο τού ησυχαστού καί στήν πραγματικότητα
περιγράφη θεολογικά τήν δική του ησυχαστική εμπειρία. Νομίζω ότι είναι
μιά αυτοβιογραφία τού ιδίου τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί δείχνει
πώς ζούσε στήν έρημο τού Αγίου Όρους. Ο άνθρωπος αποτελείται από τόν νού
καί τήν αίσθηση καί μεταξύ αυτών τών δύο υπάρχει η φαντασία, η δόξα καί
η διάνοια. Τά τρία αυτά (φαντασία, δόξα, διάνοια) συνδέονται μέ τήν
αίσθηση καί είναι άλογες δυνάμεις τής ψυχής. Η συνουσία τού ανθρώπου μέ
τόν Θεό δέν γίνεται μέ τήν αίσθηση, τήν φαντασία, τήν δόξα καί τήν
διάνοια, αλλά μόνον μέ τόν νού. Οπότε, ο νούς πρέπει νά καθαρισθή, νά
ενεργοποιηθή γιά νά δοξασθή από τό Φώς. Αυτή η ενεργοποίηση γίνεται μέ
τήν ησυχία τών αισθήσεων. Πρέπει νά προηγηθή η λήθη τών κάτω, η απόθεση
όλων τών νοημάτων καί η μύηση τών άνω. Τότε ο νούς συνάπτεται μέ τήν
στροφή πρός τόν εαυτό του μέ τήν προσοχή καί τήν αδιάλειπτη θεία
προσευχή, οπότε καί «δόξαν ορά Θεού καί θείαν εποπτεύει χάριν».
Τό δεύτερο παράδειγμα είναι τό έργο του πού
τιτλοφορείται «Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων», οι γνωστές Τριάδες, τό οποίο
στήν πραγματικότητα δείχνει τήν τριάδα τής πορείας τής πνευματικής
ζωής, ήτοι τήν κάθαρση μέ τήν άσκηση, τόν φωτισμό μέ τήν προσευχή, καί
τήν θέωση μέ τήν θεωρία τού ακτίστου Φωτός. Αυτό είναι τό περιεχόμενο
στίς δύο πρώτες Τριάδες, αλλά καί στήν τρίτη Τριάδα. Συγχρόνως, σέ αυτό
τό έργο του δείχνει καί τόν δυτικό τρόπο μοναχικής καί χριστιανικής
ζωής, πού δέν στηρίζεται σέ αυτήν τήν αποδεδειγμένη πατερική μέθοδο, καί
ο οποίος δυτικός μοναχισμός αντί τής ησυχαστικής εμπειρίας στηρίζεται
στήν φιλοσοφία, τόν στοχασμό, τήν λογική καί τήν ηθική.
Τό τρίτο παράδειγμα είναι η ερμηνεία διαφόρων χωρίων τής
Αγίας Γραφής καί τών αγίων Πατέρων πού γίνεται από τόν άγιο Γρηγόριο
τόν Παλαμά, μέσα από τήν εμπειρία πού απέκτησε στό Άγιον Όρος καί μέσα
από τήν εμπειρική ζωή τών αγιορειτών Πατέρων. Αυτό πρέπει, ιδιαιτέρως,
νά προσεχθή καί από επιστημονικής πλευράς. Γιά παράδειγμα αναφέρω τήν
ερμηνευτική ανάλυση τού Τελώνου τής σχετικής παραβολής τού Χριστού
(Λουκ. ιη', 10-14) ως τύπου ησυχαστού τού Ασώτου υιού τής περιφήμου
παραβολής τού Χριστού (Λουκ. ιε', 11-32) ως τού νού πού φεύγει από τήν
καρδιά καί στήν συνέχεια επιστρέφει σέ αυτήν τού σαββατισμού καί τής
καταπαύσεως κατά τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου (Εβρ. δ', 9-11) ως τήν
βίωση τού ιερού ησυχασμού. Επίσης, ένας καταπληκτικός συνδυασμός μεταξύ
ησυχαστικής καί λειτουργικής ζωής παρατηρείται στήν ερμηνεία τής
Ευαγγελικής περικοπής κατά τήν Δευτέρα Κυριακή τών Νηστειών, όταν ο
άγιος Γρηγόριος ερμηνεύη τήν θεραπεία τού παραλυτικού τής Καπερναούμ.
Μέ όσα εγράφησαν στήν ενότητα αυτή φαίνεται καθαρά η
μεγάλη σχέση πού υπάρχει μεταξύ τής ιεράς ησυχίας, τής λατρείας καί τών
βιβλικοπατερικών κειμένων. Η ενότητα τής Εκκλησίας δέν στηρίζεται μόνον
στήν θεία Λειτουργία, αλλά καί στήν ιερά ησυχία καί τήν Αγία Γραφή -
πατερικά κείμενα καί αυτό συνιστά τήν αγιορείτικη ζωή.
4. Τό δόγμα, καρπός πράξεως καί θεωρίας
Τό δόγμα δέν είναι μιά προσπάθεια τών Πατέρων νά
ανυψώσουν τήν απλή πίστη τών πρώτων Χριστιανών σέ φιλοσοφία ούτε είναι
καρπός μιάς φιλοσοφούσης διάνοιας, αλλά καρπός εμπειρίας. Η εμπειρία τού
Θεού πού αποκτούν οι άγιοι διατυπώνεται μέ όρους τής εποχής τους,
προκειμένου νά αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί καί νά καθοδηγηθούν οι
πιστοί. Οι αγιορείτες δέν στοχάζονται, δέν πολυπραγμονούν γύρω από τό
δόγμα, αλλά μετέχουν τής ακτίστου καθαρτικής, φωτιστικής καί θεοποιού
ενεργείας τού Θεού καί γι’ αυτό η θεολογία τους δέν είναι φιλοσοφικός
στοχασμός, αλλά διήγημα, δηλαδή όσοι έχουν τήν εμπειρία διηγούνται αυτά
πού είδαν, άκουσαν καί βίωσαν. Αυτό τό συναντάμε καί σέ αγιορείτες
Πατέρες πού ομιλούν μέ απλότητα γιά υψηλά θεολογικά ζητήματα.
Οι δογματικοί αγώνες τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά
στηρίζονται στήν βίωση τής νηπτικής-ησυχαστικής παραδόσεως πού συνάντησε
καί έζησε στό Άγιον Όρος. Δέν ομιλεί στοχαστικώς, αλλά εμπειρικώς.
Φυσικά, γνώριζε καί τήν αριστοτελική φιλοσοφία, αλλά, τελικά, ομιλούσε
από τήν πείρα του, καί μέσα από αυτήν τήν πείρα ερμήνευε τήν Αγία Γραφή
καί τά έργα τών αγίων Πατέρων. Θά δούμε δύο συγκεκριμένα σημεία γιά τό
θέμα αυτό.
Τό πρώτο είναι όσα γράφει σχετικά περί τού Αγίου
Πνεύματος, αντιμετωπίζοντας τό Filioque τών Δυτικών, στήν πρώτη φάση τού
αντιαιρετικού του αγώνος. Τό σημαντικό είναι ότι στόν δυτικόφρονα
αγνωστικισμό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντέταξε τήν εμπειρική γνώση
τού Θεού. Δίδασκε ότι γνωρίζουμε τίς ενέργειες τού Αγίου Πνεύματος καί
γενικά τίς ενέργειες τού Τριαδικού Θεού, όχι, όμως, τήν ουσία Του. Αυτό
δέν είναι θέμα λογικό καί φιλοσοφικό-φανταστικό, αλλά καθαρά εμπειρικό.
Κατά τήν θεοπτία ο θεόπτης βλέπει ότι τό Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από
τόν Πατέρα καί πέμπεται καί διά τού Υιού καί ότι ο ίδιος μετέχει τών
ενεργειών τού Θεού πού προχέονται διά τών προσώπων.
Τό δεύτερο θέμα αναφερόταν στά περί τής μεθέξεως τής
ακτίστου Χάριτος τού Θεού πού αντιπαρατασσόταν στό actus purus τών
Δυτικών. Ο Βαρλαάμ, ακολουθώντας τήν δυτική παράδοση, ταύτιζε τήν
άκτιστη ενέργεια τού Θεού (actus purus) μέ τήν ουσία Του καί έθετε
κτιστές ενέργειες στήν σχέση Του μέ τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο. Αυτό
διαστρέβλωνε όλη τήν θεολογία τής Εκκλησίας περί τού Θεού καί τής
σωτηρίας τού ανθρώπου. Ο φιλοσοφών θεολόγος μπορεί νά καταλήξη σέ ένα
τέτοιο συμπέρασμα γιά νά διασώση τήν «υπερβατικότητα» τού Θεού. Όμως, ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνώριζε από τήν εμπειρία του ότι ο άνθρωπος
κατά τόν φωτισμό καί τήν θεοπτία δέν μετέχει τών δήθεν κτιστών, αλλά τών
ακτίστων ενεργειών τού Θεού.
Καί τά δύο αυτά θέματα αντιμετωπίσθηκαν από τόν άγιο
Γρηγόριο τόν Παλαμά μέσα από τήν εμπειρική θεολογία πού έζησε ο ίδιος
στό Άγιον Όρος. Έτσι πρέπει νά δούμε τήν διάκριση μεταξύ θεοπτίας καί
στοχαστικής αναλογίας. Είναι χαρακτηριστικό τό χωρίο τού αγίου Γρηγορίου
τού Παλαμά πού κάνει λόγο γιά τό σοβαρό αυτό θέμα. Γράφει: «Θεωρία δέ
εστι τής υγιαινούσης ο καρπός, οίον τι τέλος ούσα καί είδος θεουργόν
δι’ αυτής γάρ θεοποιείται άνθρωπος, ου από τής τών λόγων ή τής τών
ορωμένων στοχαστικής αναλογίας, άπαγε (χαμαίζηλος γάρ αύτη καί
ανθρωπίνη), αλλά τής από τής καθ’ ησυχίαν αγωγής».
Τό χωρίο αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει τήν διαφορά
μεταξύ τής βαρλααμικής θεολογίας καί τής ορθοδόξου θεολογίας. Η ομιλία
αυτή είναι μιά πραγματεία πού αναλύει ακόμη περισσότερο τήν πρώτη ομιλία
του στά Εισόδια τής Θεοτόκου πού είχε συντάξει όταν ασκείτο στό Άγιον
Όρος. Αυτήν τήν δεύτερη ομιλία-πραγματεία στά Εισόδια ασφαλώς τήν
διαμόρφωσε μετά τούς πρώτους διαλόγους του μέ τόν Βαρλαάμ καί η πιθανή
συγγραφή της πρέπει νά έγινε τό 1341 σέ Μονή τής Κωνσταντινουπόλεως όπου
καί διέμεινε.
Ο άγιος Γρηγόριος κάνει τήν διάκριση μεταξύ τής θεωρίας
τού Θεού, τής θέας τού ακτίστου Φωτός, πού είναι καρπός «τής καθ’
ησυχίαν αγωγής», από «τής τών λόγων ή τής τών ορωμένων στοχαστικής
αναλογίας». Η στοχαστική αναλογία μάς υπενθυμίζει τήν δυτική αντίληψη
περί τής αποκαλύψεως, ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ τού κόσμου καί τού
Θεού, ότι ο κόσμος είναι αντίγραφο τών αγέννητων ιδεών (τό γνωστό
analogia entis) καί ότι ο Θεός αποκαλύπτει τόν εαυτό Του είτε μέ τήν
λογική πού είναι τό ευγενέστερο στοιχείο τής ψυχής, η οποία είναι
αντίγραφο τών ιδεών («λόγων», «στοχαστικής») είτε μέ τήν όραση τού
κόσμου («ορωμένων») καί αυτά γίνονται μέσα στήν φιλοσοφία-μεταφυσική
(«αναλογία»). Όμως, η ορθόδοξη θεολογία είναι καρπός τής αποκαλύψεως τού
Θεού μέσα στήν θεωρία τού ακτίστου Φωτός πού γίνεται μέ τόν φωτισμένο
νού, ο οποίος αποδεσμεύεται από τήν κυριαρχία τής λογικής καί τό
περιβάλλον.
Είναι επόμενο ότι μέ τήν δύναμη αυτή τής εμπειρικής ζωής
κατοχυρώθηκε συνοδικώς καί ο ησυχασμός ως μέθοδος γνώσεως τού Θεού.
Αλλά καί τά δύο αυτά θέματα (Filioque καί actus purus) αντιμετωπίσθηκαν
από τίς Η’ καί Θ’ Οικουμενικές Συνόδους, γι’ αυτό καί είναι απαραίτητο
νά παρουσιασθή η αξία τών δύο αυτών Οικουμενικών Συνόδων.
5. Η εξάσκηση τής ποιμαντικής
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν εξελέγη Επίσκοπος
Θεσσαλονίκης, εξάσκησε τήν ορθόδοξη ποιμαντική, όπως τήν βλέπουμε,
κυρίως, στίς ομιλίες του. Πρόκειται γιά τήν ποιμαντική πού είναι
αγιορείτικη καί εξασκείται καί σήμερα από αγιορείτες Πατέρες.
Είναι σημαντικός ο τρόπος μέ τόν οποίον εισήλθε ο άγιος
Γρηγόριος στήν Θεσσαλονίκη μετά τήν εκλογή του καί τήν ελευθέρωσή της
από τούς Ζηλωτές. Μάς ενθυμίζει αγιορείτικες τελετές μέ τίς εικόνες,
ψαλμωδίες, καί ευχές, μέ ειρηνική διδασκαλία.
Η βασική του διακονία, όπως καί κάθε Επισκόπου, ήταν η
τέλεση τής θείας Λειτουργίας καί τών ιερών ακολουθιών, όπως τό
διαπιστώνουμε σέ πολλές ομιλίες πού κάνει, κατά τήν διάρκεια τής θείας
Λειτουργίας σέ μεγάλες Δεσποτικές εορτές, στίς μνήμες τών αγίων, αλλά
καί σέ άλλες καθημερινές ακολουθίες. Ο άγιος Φιλόθεος ομολογεί ότι οι
περισσότεροι ακροατές χαρακτήριζαν τίς πάνδημες εορτές καί συνάξεις, τίς
ιερές πομπές καί λιτανείες, τίς φωνές του καί τίς διδασκαλίες ως «Θεού
φωνάς καί ρήματα ζωής».
Τό κήρυγμα ήταν από τίς πιό βασικές του ενέργειες. Ο
άγιος Γρηγόριος, κατά τόν άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, διακρινόταν γιά «τήν
ακάματον σπουδήν τε καί προθυμίαν» «περί τό λέγειν καί δημηγορείν καί
διδάσκειν επ' Εκκλησίας». Επίσης, δίδασκε είτε δημοσίως είτε ιδιωτικώς,
όπως γράφει: «τά δέ κοινή καί ιδία, νύν μέν πρός πολλούς, νύν δέ πρός
ολίγους, έστι δ’ ότε καί πρός τούς καθ’ ένα διαλέξεις καί ομιλίας». Όλοι
θαύμαζαν «τό κάλλος τού λόγου, τό δέ πολυειδές καί πυκνόν καί υψηλόν
καί υπερφυές τών θείων εκείνων θεωρημάτων καί νοημάτων». Τό περιεχόμενο
τού λόγου του αναφερόταν στήν θεραπεία τών ανθρώπων. Κάθε λόγος, ομιλία
καί διάλεξη «παιδαγωγία ψυχής άντικρυς ήν καί διόρθωσις ήθους καί
αμαρτίας ανατροπή καί διδασκάλιον αρετής καί φιλοσοφία παντός αγαθού». Η
ομιλία του εξέπεμπε τήν γλυκύτητα καί τήν δύναμη τού λόγου του, ενώ
χυνόταν ήρεμα στίς ψυχές καί εισερχόταν, κατά «τόν ελαίου καί μέλιτος
τρόπον». Τόση εντύπωση προκαλούσαν οι λόγοι του, ώστε γιά νά τόν
ακούσουν καί νά τόν βλέπουν όλοι έσπρωχνε ο ένας τόν άλλον, απωθούσαν
καί φιλονικούσαν, ποιός θά έλθη πρώτος γι’ αυτά.
Στίς ομιλίες του συνέδεε τόν Χριστό μέ τούς αγίους, τήν
Εκκλησία μέ τήν κοινωνία, τό δόγμα μέ τό ήθος, τήν θεολογία μέ τήν
προσευχή, τήν πράξη μέ τήν θεωρία, τά Μυστήρια μέ τήν άσκηση, τήν
λατρεία μέ τό κήρυγμα, τήν έγγαμη μέ τήν ασκητική ζωή.
Ο άγιος Γρηγόριος ποικιλοτρόπως ευεργετούσε τό ποίμνιό
του, ακόμη καί μέ θαύματα. Κατά τόν άγιο Φιλόθεο, πολλοί έρριπταν τούς
ασθενείς μπροστά στά πόδια του καί γίνονταν καλά. Τελικά, όλοι τόν
έβλεπαν «ως ένα τών πάλαι θεοφόρων καί αποστολικών ανδρών καί
διδασκάλων» καί φιλοτιμούνταν νά αυξάνουν καθημερινά τήν αγάπη τους καί
τήν θερμή πίστη τους πρός αυτόν. Τελικά, ο άγιος Γρηγόριος ενεργούσε ως
ένας εμπειρικός θεολόγος, ως ένας θαυμάσιος αγιορείτης Πατέρας.
Επίλογος
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέ τήν ζωή του καί τήν
διδασκαλία του εκφράζει τήν ζωή τού Αγίου Όρους, τό οποίο ανέδειξε
πολλούς θεόπτες, μάρτυρες καί αγίους. Ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος είναι
καρπός τού Αγίου Όρους, αλλά καί ο θεολόγος αυτού, πού τό ανέδειξε καί
τό ερμήνευσε θεολογικά. Φυσικά, μέ αυτό πού λέγω δέν εννοώ ότι τό Άγιον
Όρος είναι κάτι ξένο πρός τήν Εκκλησία, αλλά είναι ο αγιασμένος χώρος
τής Εκκλησίας, τό ιερό Βήμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όλα τά κείμενα πού
έχει γράψει όχι μόνον παρουσιάζουν τήν θεολογική καί εμπειρική ζωή τού
Αγίου Όρους, αλλά, συγχρόνως, είναι καί η αυτοβιογραφία του ως
αγιορείτου μοναχού καί θεολόγου. Αισθάνομαι τόν άγιο Γρηγόριο ως έναν
αγιορείτη, πού είναι συνισταμένη πολλών αγιορειτών, οι οποίοι διέπρεψαν
καί διαπρέπουν στό Άγιον Όρος, μέ μεγάλη εμπειρία Θεού, μέ χωρητικότητα
νοός καί ατρόμητο χαρακτήρα.
Τόν τελευταίο καιρό γράφεται καί λέγεται ότι στήν εποχή
μας παρουσιάσθηκαν πολλές θεολογικές τάσεις, πού εκφράζουν διαφορετικές
παραδόσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σέ μιά επί μέρους πλευρά τής
αλήθειας, αλλά τελικά πρέπει νά γίνη η σύνθεση όλων αυτών. Αυτό
δημιουργεί τήν αίσθηση ότι αναζητάμε νά βρούμε τήν αλήθεια καί ότι
πρέπει νά βρεθή τό κατάλληλο πρόσωπο γιά νά κάνη τήν σύνθεση αυτή.
Νομίζω, όμως, ότι όσοι αναζητούν τήν σύνθεση δέν πρέπει νά αποβλέπουν
στό μέλλον, γιατί αυτή η σύνθεση έγινε καί ευρίσκεται στό πρόσωπο, τό
έργο καί τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ο οποίος είναι
επίκαιρος καί μέ τήν διδασκαλία του απαντά τόσο στόν σχολαστικισμό όσο
καί στόν ηθικισμό. Ο άγιος εξέφρασε τήν ζωή τής Εκκλησίας, όπως τήν
συνάντησε στό Άγιον Όρος καί όπως μπορεί νά τήν συναντήση κανείς καί
σήμερα στό Άγιον Όρος, άν όμως διαθέτη ταπείνωση, έμπνευση, προσευχή,
ευαισθησία καί πραγματική αναζήτηση. Όποιος ερμηνεύει τόν άγιο Γρηγόριο
τόν Παλαμά έξω από αυτό τό πλαίσιο τόν αδικεί.
Τό Άγιον Όρος καί σήμερα είναι η ζωντανή κοινότητα τής
προφητικής, αποστολικής καί πατερικής ζωής, δηλαδή είναι τό
«φροντιστήριο» τής ορθοδόξου θεολογίας καί αναμένει μαθητές, γιά νά
μαθητεύσουν στά μυστήρια τής Βασιλείας τού Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου