Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΑΝ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΓΧΩΡΕΘΕΙΤΕ

ΑΝ ΔΕΝ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΓΧΩΡΕΘΕΙΤΕ



Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα, ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ’ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει.Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε, αἰσχραῖς γὰρ κατεῤῥύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥᾳθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας, ταῖς σαῖς πρεσβείαις ῥῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ὁ Δαυῒδ βοῶ σοι· Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

 

 

 

 

Ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ὁ ὁποῖος ἐνήστευε πάντοτε, προσηύχετο, ὑπάνδρευε πτωχὰς γυναίκας, ἔκτιζεν ἐκκλησίας, ποτέ του δὲν ἔβλαψεν, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε τὸ δίκαιον. Ἦτο καὶ ἕνας ἄλλος ὀνομαζόμενος Νικηφόρος, ὁ ὁποῖος ποτέ του καλὸν δὲν ἔκαμε, μάλιστα ἔκλεπτεν, ἀδικοῦσε τὸν κόσμον, ἐπόρνευεν, ὅλα τὰ κακὰ τὰ εἶχε κάμει. Ἤθελε δὲ νὰ φονεύση καὶ τὸν ἀδελφόν του Σαπρίκιον. Μίαν ἡμέραν στέλλει ὁ βασιλεὺς καὶ παίρνει τὸν Σαπρίκιον καὶ τοῦ λέγει: Νὰ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσῃς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ τὸν Χριστόν μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι ποτέ. Τὸν ἐβασάνισεν ὁ βασιλεὺς δυνατὰ καὶ ὡσὰν εἶδε πὼς δὲν εἶνε τρόπος νὰ νικήση τὴν γνώμην του, ἀπεφάσισε νὰ τὸν θανατώση. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ὁ δήμιος νὰ τὸν ὑπάγη εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, τὸ ἔμαθεν ὁ Νικηφόρος καὶ πηγαίνει εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει τοῦ Σαπρικίου: Ἐγώ, ἀδελφέ, σοῦ ἔπταισα· καὶ ἔμαθα ὅτι θὰ σὲ θανατώσουν. Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νὰ μὲ συγχωρήσῃς· σοῦ ἔσφαλα.

 

 

Πάλιν κύπτει ὁ Νικηφόρος καὶ τὸν παρακαλεῖ, τοῦ φιλεῖ τὰ πόδια. Ἀδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διὰ τὸν Θεόν. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός του δὲν τὸν συγχωρεῖ. Ἔφθασαν καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Τὸν παρεκάλει ὁ Νικηφόρος μετὰ δακρύων, καὶ δὲν τὸν ἐσυγχώρησε. Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Νικηφόρος: Ἰδού, ἀδελφέ, τώρα θὰ σὲ κόψουν· διατὶ δὲν μὲ συγχωρεῖς; Ἐσὺ θὰ κολασθῆς· ἐγὼ σὲ συγχωρῶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Ἐγὼ δὲν σὲ συγχωρῶ ποτέ! Καὶ καθὼς ἐσήκωσεν ὁ δήμιος τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψη τὸ κεφάλι, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην, σηκώνει τὴν χάριν του, καὶ ἐρωτᾶ ὁ Σαπρίκιος τὸν στρατιώτην: Διατὶ θέλης νὰ μὲ φονεύσῃς; Λέγει του ὁ στρατιώτης: Καὶ δὲν τὸ ἠξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δὲν προσκυνᾶς τὰ εἴδωλα. Λέγει του ὁ Σαπρίκιος: Διὰ τοῦτο μὲ βασανίζεις; Ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸν Χριστὸν καὶ προσκυνῶ τὰ εἴδωλα! Καὶ εὐθὺς λέγοντας τὸν λόγον δὲν τὸν ἐφόνευσεν, ἀλλ᾿ ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγε μὲ τὸν διάβολον. Βλέπων ὁ Νικηφόρος τοὺς Ἀγγέλους ὁποὺ ἔστεκαν μὲ ἕνα στέφανον χρυσοῦν, λέγει εἰς τὸν δήμιον: Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς καὶ πιστεύω εἰς τὸν Χριστόν μου. Λέγει τοῦ Σαπρικίου: Συγχώρησόν με, ἀδελφέ, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρῆσοι σε. Καὶ ἀμέσως ἔκοψεν ὁ στρατιώτης τὸ κεφάλι τοῦ Νικηφόρου καὶ παρέλαβον οἱ Ἄγγελοι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ τὴν ὑπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον.Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς συγχωρῶμεν· νὰ τοὺς τρέφωμεν, νὰ τοὺς ποτίζωμεν, νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν ψυχήν των, καὶ τότε νὰ λέγωμεν εἰς τὸν Θεόν: Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσῃς καθὼς καὶ ἐγὼ συγχωρῶ τοὺς ἐχθρούς μου. Εἰ δὲ καὶ δὲν συγχωρήσωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ τὸ αἷμά μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν (42).Κάμνετε ἐδῶ ἀφορισμούς; Νὰ προσέχετε, χριστιανοί μου, ποτέ σας νὰ μὴ κάμνετε, διότι ὁ ἀφορισμὸς εἶνε ξεχωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν παράδεισον, καὶ παραδομὸς εἰς τὸν διάβολον, εἰς τὴν κόλασιν. Δι᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀδελφὸν ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς νὰ βγάλη ἀπὸ τὴν κόλασιν. Ὅλοι οἱ πνευματικοί, πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ὅλος ὁ κόσμος νὰ σὲ συγχωρήση, ἀσυγχώρητος εἶσαι. Ἀμὴ ποῖος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ σὲ συγχωρήση; Ἐκεῖνος ὁποὺ τὸν ἀδίκησες. Καὶ ἂν ἐξετάσωμεν καλά, πρέπει νὰ δώσῃς εἰς τὸ ἕνα τέσσαρα, καθὼς λέγει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ τότε νὰ λάβης συγχώρησιν. Ἔτυχε καὶ δὲν ἔχεις νὰ πληρώσῃς; Πήγαινε καὶ πώλησον τὰ πράγματά σου, καὶ ὅσα πάρεις δόσε τα· καὶ καλύτερα νὰ εἶσαι σκλάβος ἐδῶ εἰς τὸ σῶμα πέντε, δέκα χρόνους, καὶ νὰ πηγαίνης εἰς τὸν παράδεισον, παρὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἐδῶ καὶ αὔριον νὰ πηγαίνης εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίεσαι πάντοτε.Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ὅσοι ἀδικήσατε Χριστιανοὺς ἢ Ἑβραίους ἢ Τούρκους, νὰ δώσητε τὸ ἄδικον ὀπίσω, διότι εἶνε κατηραμένον καὶ δὲν βλέπετε καμμίαν προκοπήν. Ἐκεῖνα τὰ ἄδικα τὰ τρώγετε διὰ νὰ ζῆτε· καὶ ἐκεῖνα σᾶς θανατώνουν, καὶ ὁ Θεὸς σᾶς βάνει εἰς τὴν κόλασιν. Ὅποιος θέλει νὰ δώση τὸ ἄδικον ὀπίσω, ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ βάλω ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσιν. Ἕνα πρόβατον κλεμμένον νὰ βάλης εἰς 100 ἰδικά σου, τὰ μαγαρίζει ὅλα· διότι εἶνε ἀφωρισμένον καὶ κατηραμένον. Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε καὶ δι᾿ ἐκείνους, ὁποὺ ἤθελον δώσει τὰ ἄδικα ὀπίσω, τρεῖς φοράς: Ὁ Θεὸς συγχωρήσοι καὶ ἐλεήσοι αὐτούς.Τὸ πρῶτον μας νόημα εἶνε αὐτό: Ὅσοι ἠδικήθημεν νὰ συγχωρῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας διὰ τὸ ἰδικόν μας καλόν, καὶ ὅσοι ἀδικήσαμεν νὰ δίδωμεν τὰ ἄδικα ὀπίσω. Τὸ δεύτερον εἶνε τοῦτο: Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς θέλωμεν νὰ ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια ὡσὰν τοὺς ἕνδεκα Ἀποστόλους τοὺς καλούς, καὶ νὰ μὴ βλαφθῶμεν ὡσὰν τὸν Ἰούδαν τὸν κακόν, νὰ ἐξομολογούμεθα καθαρὰ καὶ νὰ κοινωνῶμεν μὲ φόβον καὶ τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ τότε νὰ φωτισθῶμεν. Εἰ δὲ καὶ πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, μεμολυσμένοι μὲ ἁμαρτίας, καὶ τολμῶμεν νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, βάνομεν φωτιὰ καὶ καιόμεθα.Ποῖος ἠξεύρει, ἀδελφοί μου, νὰ μοῦ εἰπῆ, ὁ ἥλιος φωτεινὸς εἶνε ἢ σκοτεινός; Μοῦ φαίνεται ὅλοι σας τὸ γνωρίζετε, ὅτι εἶνε φωτεινὸς καὶ τὰ πάντα φωτίζει. Εἶνε ὅμως μερικὰ ζῶα ὁποὺ τὰ λέγουν νυχτερίδες, καὶ ἄλλα κουκουβάγιες, καὶ ὅταν βγῆ ὁ ἥλιος θαμβώνονται καὶ σκοτίζονται καὶ δὲν βλέπουν. Ἔτσι εἶνε καὶ εἰς τὰ Ἄχραντα Μυστήρια· τὸν καλὸν τὸν φωτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν ἄγγελον· ὁμοίως καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν πάλιν τὸν σκοτίζουν καὶ τὸν κάμνουν ὡσὰν διάβολον. Καθὼς καὶ ἡ φωτιὰ ὅλα τὰ πράγματα δὲν τὰ καίει, μάλιστα τὸ χρυσάφι τὸ λαμπρύνει καὶ τὸ καθαρίζει, καὶ τὰ ἄλλα πράγματα τὰ καίει. Λοιπὸν ἂς γίνωμεν καὶ ἡμεῖς μάλαμα νὰ καθαρισθῶμεν, καὶ ὄχι ξύλα νὰ καιώμεθα.Ἐδῶ ὁποὺ ἦλθα, χριστιανοί μου, ἔλαβα μίαν χαρὰν μεγάλην καὶ μίαν λύπην μεγάλην. Καὶ χαρὰν μεγάλην ἔλαβα βλέπων τὴν καλήν σας γνώμην καὶ τὴν καλήν σας μετάνοιαν· λύπην ἔλαβα πάλιν στοχαζόμενος τὴν ἀναξιότητά μου, πὼς δὲν ἔχω καιρὸν νὰ σᾶς ἐξομολογήσω ὅλους ἕνα πρὸς ἕνα, νὰ μοῦ εἰπῆ καθένας τὰ ἁμαρτήματά του, νὰ τοῦ εἴπω καὶ ἐγὼ ἐκεῖνο ὁποὺ μὲ φωτίση ὁ Θεός (42). Θέλω ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, τέκνα μου. Καθὼς ἕνας πατέρας εἶνε ἄρρωστος, πηγαίνει τὸ παιδί του νὰ τὸ παρηγορήση, ἐκεῖνος μὴ δυνάμενος τὸ διώχνει· μὰ πῶς τὸ διώχνει; Μὲ τὴν καρδιὰ καημένη! Θέλει νὰ τὸ παρηγορήση, μὰ δὲν ἠμπορεῖ. Μὰ πάλιν διὰ νὰ μὴ ὑστερηθῆτε τελείως, σᾶς λέγω τοῦτο: Ἂν θέλετε νὰ ἰατρεύσετε τὴν ψυχήν σας, τέσσαρα πράγματα σᾶς χρειάζονται. Κάμνομεν μίαν συμφωνίαν; Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐγεννήθητε ἕως τώρα, ὅσα ἁμαρτήματα ἐπράξατε, νὰ τὰ πάρω ἐγὼ εἰς τὸν λαιμόν μου· καὶ ἡ εὐγένιά σας νὰ κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Καὶ τί θὰ κάμω; Ἔχω μία καταβόθρα καὶ τὰ ρίχνω μέσα. Ποία εἶνε ἡ καταβόθρα; Εἶνε ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ μας.Πρώτη τρίχα εἶνε ὅταν θέλετε νὰ ἐξομολογῆσθε, τὸ πρῶτον θεμέλιον εἶνε αὐτὸ ὁποὺ εἴπομεν, νὰ συγχωρῆτε τοὺς ἐχθρούς σας. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Ἐπήρατε τὴν πρώτην τρίχαν.Δευτέρα τρίχα εἶνε νὰ εὑρίσκετε πνευματικὸν καλόν, γραμματισμένον, ἐνάρετον, νὰ ἐξομολογῆσθε καὶ νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ ἔχης 100 ἁμαρτίας νὰ εἰπῇς τὰς 99 εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ μίαν νὰ μὴ φανερώσῃς, ὅλες σου ἀσυγχώρητες μένουν. Καὶ ὅταν κάμνης τὴν ἁμαρτίαν, τότε πρέπει νὰ ἐντρέπεσαι, καὶ ὅταν ἐξομολογῆσαι, πρέπει νὰ μὴ ἔχης καμμίαν ἐντροπήν.Μιὰ γυναίκα ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ εἰς ἕνα ἀσκητήν. Ὁ ἀσκητὴς εἶχεν ἕναν ὑποτακτικὸν ἐνάρετον. Λέγει ὁ ἀσκητὴς τοῦ ὑποπτακτικοῦ του: Πήγαινε, νὰ ἐξομολογηθῆ ἡ γυναίκα. Ὁ ὑποτακτικὸς ἐμάκρυνεν ἕως ὁποὺ ἔβλεπε, μὰ δὲν ἤκουεν. Ἐξωμολογήθη ἡ γυναίκα καὶ ἔφυγε. Ὕστερα ἔρχεται ὁ ὑποτακτικὸς καὶ λέγει: Γέροντα, εἶδα ἕνα παράδοξο θαῦμα. Ἐκεῖ ὁποὺ ἐξωμολογεῖτο ἡ γυναίκα, ἔβλεπα ὁποὺ ἔβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω καὶ ἐκρεμᾶτο ἕνα μεγάλο· ἔκανε νὰ βγῆ, καὶ πάλιν ἐτραβήχθη ὀπίσω. Λέγει ὁ Γέροντας: Πήγαινε νὰ τὴν κράξης νὰ ἔλθη ὀπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ὁ ὑποτακτικὸς τὴν εὖρεν ἀποθαμένην. Γυρίζει ὀπίσω καὶ τὸ λέγει τοῦ γέροντός του. Αὐτὸς μὴ δυνάμενος νὰ ἐννοήση τὸ θαῦμα, παρεκάλεσεν τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώση ἂν ἡ γυναίκα ἐσώθη ἢ ἐκολάσθη. Καὶ φαίνεται ἔμπροσθέν του μία ἀρκούδα μαύρη καὶ τοῦ λέγει: Ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ἡ γυναίκα ὁποὺ ἐξωμολογήθηκα, καὶ δὲν σοῦ ἐφανέρωσα ἕνα θανάσιμον ἁμάρτημα ὁποὺ εἶχα πράξει, καὶ διὰ τοῦτο ὅλα μου τὰ ἁμαρτήματα ἔμειναν ἀσυγχώρητα, καὶ μὲ ἐπρόσταξεν ὁ Κύριος νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κόλασιν νὰ καίωμαι πάντοτε. Καὶ ἀμέσως ἐξῆλθε μία βρόμα ὡσὰν καπνὸς καὶ ἐχάθη ἀπὸ ἔμπροσθέν του.Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅταν ἐξομολογῆσθε, νὰ λέγετε ὅλα σας τὰ ἁμαρτήματα καθαρά· καὶ πρῶτον νὰ εἰπῆς τοῦ πνευματικοῦ σου: Πνευματικέ μου, θὰ κολασθῶ, διότι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς μου μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ὡσὰν ἑαυτόν μου (44). Καὶ νὰ εἰπῆς ἐκεῖνα ὁποὺ σὲ τύπτει ἡ συνείδησίς σου· ἢ ἐφόνευσας ἢ ἐπόρνευσας ἢ ὅρκον ἔκαμες ψεύματα ἢ τοὺς γονεῖς σου δὲν ἐτίμησας καὶ τὰ τούτοις ὅμοια. Ἰδοὺ ἐπῆρες τὴν δευτέραν τρίχα.Ἡ τρίτη τρίχα εἶνε, ὡσὰν ἐξομολογηθῆς θὰ σὲ ἐρωτήση ὁ πνευματικός: Διατί, παιδί μου, νὰ κάμης αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα; Σὺ νὰ προσέχης νὰ μὴ κατηγορήσῃς ἄλλον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ εἰπῆς: Αὐτὰ τὰ ἔκαμα ἀπὸ τὴν κακήν μου προαίρεσιν. Βαρὺ εἶνε νὰ κατηγορήσῃς τὸν ἑαυτόν σου; -Ὄχι. -Λοιπὸν ἐπῆρες τὴν τρίτην τρίχα.Ἔχομεν καὶ τέταρτην. Ὅταν σου δώση ἄδειαν ὁ πνευματικὸς καὶ ἀναχωρήσῃς, νὰ ἀποφασίσῃς μὲ στερεὰν γνώμην καὶ ἀπόφασιν, καλύτερα νὰ χύσῃς τὸ αἷμα σου, παρὰ νὰ ἁμαρτήσῃς. Τὸ κάμνεις αὐτό; -Μάλιστα. -Ἐπῆρες καὶ τὴν τέταρτην τρίχα.

 

 

Αὐτὰ τὰ τέσσαρα εἶνε τὰ ἰατρικά σου, καθὼς εἴπομεν. Τὸ πρῶτον εἶνε νὰ συγχωρήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου· τὸ δεύτερον νὰ ἐξομολογῆσαι καθαρά· τὸ τρίτον εἶνε νὰ κατηγορῆτε τὸν ἑαυτόν σας· τὸ τέταρτον νὰ ἀποφασίζετε νὰ μὴ ἁμαρτήσετε πλέον. Καὶ ἂν ἠμπορεῖτε νὰ ἐξομολογῆσθε καθ᾿ ἑκάστην· εἰ καὶ δὲν ἠμπορεῖτε καθ᾿ ἡμέραν, ἂς εἶνε μίαν φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ μία φορὰ τὸν μήνα ἢ ὀλιγώτερον τέσσαρας φορὰς τὸν χρόνον. Καὶ συνηθίζετε τὰ τέκνα σας ἀπὸ μικρὰ εἰς τὸν καλὸν δρόμον, νὰ ἐξομολογοῦνται. Ἐκεῖνα ὁποὺ σᾶς δίδουν οἱ πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας καὶ ἄλλα, δὲν εἶνε ἰατρικά, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ πέσετε ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ὅστις τὰ βάλη μέσα εἰς τὴν καρδίαν του αὐτὰ τὰ τέσσαρα, νὰ ἀποθάνη ἐκείνην τὴν ὥραν, σώνεται· εἰ δὲ χωρὶς αὐτά, χιλιάδες καλὰ νὰ κάμη, εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνει.

             

                                                                                                Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου