ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΙΠΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ.ΚΑΙ ΗΡΘΕ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ!
ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΕΙΠΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ.ΚΑΙ ΗΡΘΕ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ!
Μιά κοπέλλα εὐγενής καί ὡραία, πού καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία, ἦταν
ἀρραβωνιασμένη. ῎Επειτα μετάνοιωσε ἡ νέα καί δέν τόν ἤθελε τόν μνηστῆρα.
῎Αλλά γιά νά μήν τήν ἐνοχλεῖ ἐκεῖνος, ἔφυγε καί πῆγε στό Μοναστήρι, πού
ἦταν ῾Ηγουμένη ἡ ῾Αγία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου, κοντά στήν
Κωνσταντινούπολη καί ἐκεῖ ἐμόνασεν.῾Ο μνηστήρας της δέν μποροῦσε μέ
κανέναν τρόπο νά τήν βγάλη ἀπό τό Μοναστήρι. ῏Ηταν μεθυσμένος ἀπό τόν
ἔρωτα. Γι᾿ αὐτό βρῆκε ἕνα μεγάλο μάγο καί τοῦ ἔταξε πολλά χρήματα, ἄν θά
μποροῦσε νά καταφέρη τήν νέα μέ τά μάγια του, νά ἐγκαταλείψη τό
Μοναστήρι καί νά γίνη γυναίκα του.Ο μάγος ἐκεῖ στήν Καππαδοκία ἔκανε τά
μάγια του καί ἡ γυναίκα βγῆκε ἀπό τίς φρένες της. Γύριζε ὅλο τό
Μοναστήρι καί φώναζε τόν μνηστῆρα μέ τό ὄνομά του. ῾Ωρκιζόταν δέ, ὅτι
ἐάν δέν τῆς ἀνοίξουν τήν πόρτα νά πάη νά τόν βρῆ θά πνιγόταν. ῾Η ῾Οσία
Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου, ἡ ῾Ηγουμένη, τήν ἔβλεπε σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση,
ἔκλαιγε καί ἔλεγε:·-᾿Αλλοίμονο σέ μένα τήν ἀθλία, διότι διά τήν ἀμέλειαν
τῶν βοσκῶν ἁρπάζουν οἱ λύκοι τά πρόβατα. ᾿Αλλά, πονηρέ διάβολε, ἄδικα
κοπιάζεις. ῾Ο Χριστός δέν θά σέ ἀφήση νά καταπιῆς τήν ἀμνάδα μου. Τότε
συγκέντρωσε ὅλη τήν ἀδελφότητα καί τίς δίδαξε νά φυλάγωνται ἀπό τίς
πανουργίες τοῦ δαίμονος. Διέταξε κατόπιν νά νηστέψουν ὅλες ὅλη τήν
ἑβδομάδα καί νά προσεύχωνται.
Νά
κάμνουν δέ διά τήν πάσχουσαν ἀδελφήν, κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. ῎Ετσι
προσευχόταν ἡ κάθε μία στό κελλί της.Τήν τρίτη νύχτα βλέπει ἡ ῾Αγία
Εἰρήνη ἐκεῖ πού προσευχόταν, τά μεσάνυχτα, μπροστά της τόν Μέγαν
Βασίλειον, πού τῆς εἶπε:Γιατί μᾶς ὀνειδίζεις Εἰρήνη, ὅτι ἀφήνομε καί
γίνονται στήν πατρίδα μας τά φοβερά καί ἀνόσια μάγια; ῞Οταν ξημερώση,
πάρε τήν ἄρρωστη μαθήτριά σου καί νά τήν πᾶς εἰς τάς Βλαχέρνας. ᾿Εκεῖ θά
ἔλθη νά τήν θεραπεύση ἡ Μήτηρ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, πού ἔχει τή
δύναμη.Ο ῞Αγιος ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος. ῾Η ῾Αγία πῆρε τήν πάσχουσα καί δύο
ἀδελφές, τίς ἐναρετώτερες, καί πῆγε στόν Ναό τῶν Βλαχερνῶν. Ἐκεῖ
προσευχόταν ὅλη τήν ἡμέρα μέ δάκρυα. Τό μεσονύκτιον ὅμως ἀπό τόν κόπον
ἀποκοιμήθηκαν.Τότε βλέπει στόν ὕπνο της ἡ ῾Αγία πολύ λαό, πού ἑτοίμαζαν
τούς δρόμους. ῏Ηταν χρυσοφορεμένοι, ὁλόφωτοι καί ραντίζανε μέ εὐωδέστατα
ἄνθη καί ἐθυμίαζαν. ῾Η ῾Αγία τούς ρώτησε, γιατί ἔκαμναν τόση ἑτοιμασία.
᾿Εκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:- ῾Η Μήτηρ τοῦ Θεοῦ ἔρχεται. ῾Ετοιμάσου καί σύ ν᾿
ἀξιωθῆς νά την προσκυνήσης.Τότε ἔφτασε ἡ Παντάνασσα. Τήν ἀκολουθοῦσε
πλῆθος ἀμέτρητο ἀστραπηφόρων, τό δέ θεῖο καί σεβάσμιο πρόσωπό της ἔχυνε
τόση λάμψη, πού δέν μποροῦσε νά τό βλέπη ἄνθρωπος. ῞Οταν εἶδε ὅλους τούς
ἐκεῖ ἀρρώστους ἡ Παναγία, ἦλθε καί στήν ἄρρωστη μαθήτρια τῆς Εἰρήνης.
Η
῾Ηγουμένη πέφτει στά πόδια τῆς Παναγίας φοβισμένη καί ἔντρομη.῎Ακουσε
ὅμως ὅτι ἡ Θετόκος φώναξε τό Μέγαν Βασίλειον καί τόν ἐρώτησεν γιά τήν
Εἰρήνη, τί χρειαζόταν. ᾿Εκεῖνος τῆς ἐξέθεσεν ὅλη τήν ὑπόθεση τῆς
νέας. Καλέστε τήν ᾿Αναστασία, εἶπεν ἡ Παναγία.῾Η ῾Αγία ᾿Αναστασία ἡ
Φαρμακολύτρια ἔφθασε ἀμέσως. Τότε ἡ Θεοτόκος τῆς εἶπε: Πηγαίνετε στήν
Καισάρεια μέ τόν Βασίλειο, ἐξετάστε μέ ἐπιμέλεια καί νά θεραπεύσετε
αὐτήν τήν κόρη της, διότι σέ σένα ὁ Υἱός καί Θεός μου χάρισε αὐτήν τήν
χάριν. Κατόπιν προσκύνησαν τήν Παναγία ἡ ῾Αγ. ᾿Αναστασία καί ὁ Μέγας
Βασίλειος καί ἀνεχώρησαν ἐσπευμένως νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολή. ῎Ακουσε δέ
καί ἡ ῾Οσία ῾Ηγουμένη μιά φωνή, πού τῆς ἔλεγε·:- Πήγαινε στό Μοναστήρι
σου, ἐκεῖ θά θεραπευθῆ.Ὅταν ἡ Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε καί στίς
ἄλλες μοναχές τό ὅραμα καί ἀνεχώρησαν χαρούμενες. ῏Ηταν Παρασκευή καί
τήν ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ μαζεύτηκαν ὅλες στό Ναό. ῾Η ὁσία τούς διηγήθηκε
τήν ὀπτασία καί τίς διέταξε νά σηκώσουν μάτια καί χέρια στόν Οὐρανό καί
νά λέγουν ἀπό τήν καρδιά τους τό «Κύριε ἐλέησον».Επειτα ἀπό πολλή ὥρα
προσευχῆς μέ δάκρυα, φάνηκαν στόν ἀέρα πετώντας ἡ ᾿Αναστασία ἡ
Φαρμακολύτρια καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε: ῞Απλωσε, Εἰρήνη,
τά χέρια σου. Δέξου αὐτά καί μή μᾶς ὀνειδίζεις ἄδικα.Αὐτό τῆς τό εἶπε,
διότι ἡ ῾Οσία Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στήν εἰκόνα του καί τοῦ ἔλεγε νά
διώξη τούς Μάγους ἀπό τήν Καισάρεια.
Ἅπλωσε
τότε τά χέρια της καί πῆρε ἕνα δέμα, πού ἐρχόταν ἀπό τόν ἀέρα καί τό
ὁποῖον ἐζύγιζε τρεῖς λίτρες.Οταν ὅμως τό ἔλυσε, βρῆκαν μέσα διάφορα
μαγικά· σπάγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα καί γραμμένα ὀνόματα
δαιμόνων, ἰδιαιτέρως ὅμως εἶχαν δύο μικρά ἀγαλματάκια ἀπό μολύβι. Τό ἕνα
ἦτο τοῦ ἀνδρός τό ὁμοίωμα καί τό ἄλλο τῆς μοναχῆς. Οἱ μοναχές ἐθαύμασαν
καί ὅλη τήν νύχτα εὐχαριστοῦσαν τήν Θεοτόκον.Τό πρωί ἔστειλε ἡ
῾Ηγουμένη στίς Βλαχέρνες δύο μοναχές καί τήν πάσχουσαν. ῎Εδωσε συγχρόνως
εἰς αὐτές καί τά προαναφερθέντα μαγικά, καθώς καί λάδι μέ πρόσφορον,
γιά νά λειτουργήση ὁ Προσμονάριος.Αὐτός μετά τήν θείαν Λειτουργίαν
ἔχρισε τήν ἄρρωστη ἀπό τό λάδι τῆς κανδήλας. ῎Επειτα ἔβαλε τά μαγικά
ἐπάνω στά ἀναμμένα κάρβουνα. Τήν ὥρα δέ πού καιγόταν ἐκεῖνα, λύνονταν
καί τά ἀόρατα δεσμά τῆς μοναχῆς. ῏Ηλθε τότε στό μυαλό της καί δόξαζε τόν
Θεόν, πού τήν ἀπάλλαξε.῞Οταν ὅμως διαλύθηκαν τελείως τά μολυβένια
ἀγάλματα, ἔβγαιναν φωνές μεγάλες ἀπό τά κάρβουνα, ὅπως κάνουν οἱ χοῖροι,
ὅταν τούς σφάζουν.Οσοι ἦσαν παρόντες καί ἔβλεπαν καί ἄκουγαν αὐτά,
φύγανε ἔντρομοι, δοξάζοντες τόν Θεόν, πού κάμνει τέτοια θαυμάσια.
Κατόπιν ἐπέστρεψαν οἱ μοναχές στό Μοναστήρι καί διηγόνταν στίς ἄλλες τά
συμβάντα. agiokiprianitis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου