Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Το Μέγα Απόδειπνο



Στὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, ἂν καὶ ἔχουν γραφεῖ καὶ ἄλλες, ἔχουμε ἐν χρήσει τρεῖς Θεῖες Λειτουργίες, οἱ ὁποῖες φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ποὺ τὶς συνέγραψε, καθὼς καὶ τὴν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων.
α) Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία τελεῖται ὅλες τὶς καθημερινές, τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς Ἑορτὲς τοῦ ἔτους, πλὴν τῶν 12 ἡμερῶν ποὺ θὰ ἀναφέρουμε στὴ συνέχεια
β) Αὐτὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μὲ δομὴ ἴδια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διαφέρουν τὰ συστατικὰ λόγια, κάποιες εὐχές, ἀντὶ τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» ψάλλουμε τὸ «Ἐπὶ σοῖ χαῖρε Κεχαριτωμένη» καὶ ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή), μόνο ποὺ οἱ εὐχὲς εἶναι μακροσκελέστερες ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ γενικότερα διακρίνεται γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά της. Τελεῖται 10 φορὲς τὸν χρόνο: Τὶς 5 Κυριακές της Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων καὶ τὴν ἡμέρα μνήμης τοῦ συγγραφέα τῆς Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουαρίου).
γ) Αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ἡ ὁποία εἴθισται νὰ τελεῖται δὶς τοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ἡμέρα μνήμης τοῦ συγγραφέως τῆς (23 Ὀκτωβρίου) καὶ μία Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα. Τελεῖται στὸν σολέα (τὸν χῶρο μεταξύ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ τοῦ κυρίως Ναοῦ), μὲ τὸν λειτουργὸ νὰ βλέπει πρὸς δυσμᾶς (πρὸς τὸν λαό). Ὁ λειτουργὸς φέρει λευκὰ ἄμφια (καὶ οἱ συλλειτουργοί του), ἐνῶ ἐὰν ἱερουργεῖ Ἀρχιερέας, αὐτὸς δὲν φέρει Σάκκο, ἀλλὰ ἀντ’ αὐτοῦ φελώνιο πολυσταύριο (καὶ φυσικὰ ὠμοφόριο). Τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὅτι τὰ Ἅγια μετὰ τὸν Καθαγιασμὸ δὲν «συστέλλονται», ὅπως συμβαίνει στὶς ἄλλες δύο λειτουργίες, καὶ οἱ πιστοὶ κοινωνοῦν ὅπως καὶ οἱ Ἱερεῖς, χωριστὰ τὸν Ἄρτο (Σῶμα Χριστοῦ), καὶ χωριστὰ τὸν Οἶνον (Αἷμα Χριστοῦ). Αὐτὸ σὲ πολυπληθεῖς ἐνορίες ἔχει πρακτικὲς δυσκολίες, ἀπαιτεῖ δύο ἱερεῖς, ὥστε ὁ ἔνας νὰ μεταδίδει Τὸν Ἅγιο Ἄρτο, καὶ ὁ ἄλλος τὸν Ἅγιον Οἶνον, καὶ ἐὰν ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη, πολλαπλάσιοι τῶν δύο Ἱερέων. Ἡ Ἀποστολικὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ὅλων, καὶ πάνω σ’ αὐτὴν βασίστηκαν οἱ ἑπόμενες.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς Θεῖες Λειτουργίες (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «Προηγιασμένη» ὅπως ἁπλὰ τὴν ἀποκαλεῖ ὁ λαός μας, καὶ τὴν ὁποία θὰ ἐξετάσουμε στὴν συνέχεια), ἔχουν Πασχάλιο καὶ Ἀναστάσιμο χαρακτήρα. Ἀποτελοῦν χαρμόσυνο, πανηγυρικὸ καὶ ἐπινίκιο Μυστήριο. Ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πλὴν τῶν Σαββάτων καὶ τῶν Κυριακῶν (ὅποτε τελεῖται κανονικὰ ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἀντίστοιχα), ἀποτελεῖ περίοδο «πένθιμη», ἀφοῦ μὲ τὸ τέλος της, θὰ κληθοῦμε νὰ ζήσουμε τὸ Ἄχραντο Πάθος καὶ τὴν Σταύρωση Τοῦ Κυρίου. Εἶναι περίοδος νηστείας, προετοιμασίας, προσευχῆς, περισυλλογῆς καὶ μετανοίας. Γιὰ αὐτὸ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες ἀπαγορεύουν ρητά, τὴν τέλεση Θείας Λειτουργίας τὶς καθημερινές, τῆς Σαρακοστῆς, διότι ὁ «χαρμόσυνος» χαρακτήρας τῆς Θείας Λειτουργίας, δὲν συνάδει μὲ τὸ πένθιμον τῆς περιόδου.
Οἱ πιστοὶ ὅμως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἤθελαν νὰ «κοινωνοῦν» πιὸ συχνά. Δὲν ἠδύναντο νὰ περιμένουν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ ἕως τὸ ἑπόμενο Σάββατο γιὰ νὰ «μεταλάβουν» τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Δὲν φρόντιζαν μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ τροφὴ τοῦ σώματος, ὅπως κάνει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας. Ἐπιθυμοῦσαν καὶ λαχταροῦσαν τὴν κατεξοχὴν πνευματικὴ τροφή, τὴν Θεία Εὐχαριστία. Καὶ ὅταν κοινωνοῦσαν πλημμύριζε ἡ ὕπαρξή τους αἰωνιότητα καὶ χαρά, δηλαδὴ Χριστό. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴν στερήσει τὴν πνευματικὴ τροφὴ ἀπὸ τὰ Μέλη της, αὐτὸ τὸ Πανάγιον Σῶμα καὶ Πανακήρατον Αἷμα τοῦ Κυρίου μας, «εἷς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἷς ζωὴν αἰώνιον», ὅρισε τὴν μετάληψη ἀπὸ Προηγιασμένα Ἅγια.
Λέγοντας «Προηγιασμένα», ὅπως τὸ λέει καί ἡ λέξη, ἐννοοῦμε τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, τὰ ὁποία ἔχουν καθαγιασθεῖ προηγουμένως, σὲ προηγούμενη δηλαδή Θεία Λειτουργία. Συγκεκριμένα τίς Κυριακὲς (ἢ καὶ τὰ Σάββατα) τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, οἱ Ἱερεῖς δὲν ἐξάγουν ὅπως συνήθως «ἕναν ἀμνό», τὸ «κυβοειδὲς» τεμάχιο ἄρτου ποὺ τοποθετεῖται στὸ κέντρο τοῦ Δισκαρίου, καὶ ποὺ μετὰ τὸν Καθαγιασμὸ θὰ γίνει τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἂν πρόκειται νὰ τελεστοῦν δύο Προηγιασμένες μέσα στὴν ἐρχόμενη ἑβδομάδα (Τετάρτη καὶ Παρασκευή), ὁ Ἱερέας ἐξάγει ἀπὸ τὸ πρόσφορο (ἢ καὶ ἀπὸ ἄλλα «ὑψωμένα» πρόσφορα) μὲ τὴν Ἁγία Λόγχη, δύο ἐπιπλέον ἀμνούς, τοὺς τοποθετεῖ στὸ Ἅγιο Δισκάριο, μαζὶ μὲ αὐτὸν ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴν «τρέχουσα» Θεία Λειτουργία, μαζὶ μὲ τὴν μερίδα τῆς Θεοτόκου, τὶς μερίδες τῶν ἐννέα Ταγμάτων καὶ τὴν μερίδα τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου. Τοὺς δύο ἐπιπλέον ἀμνοὺς ὁ Ἱερέας μετὰ τὸν καθαγιασμό, θὰ τοὺς «ἐμβαπτίσει» στὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας ποὺ βρίσκεται στὸ Ἅγιο Ποτήριο, καὶ στὴν συνέχεια θὰ τοὺς τοποθετήσει, (θὰ τοὺς «φυλάξει») στὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο (μεταλλικὸ συνήθως κουτί, ποὺ παραμένει πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, αὐτὴν τὴν περίοδο), μέχρι τὴν μέρα καὶ ὥρα ποὺ θὰ τελεστεῖ ἡ Προηγιασμένη.
Ἀρχικὰ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ πιστοί, ἀπλώς κοινωνούσαν τὴν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, χωρίς νά προηγηθεί κάποια Ἀκολουθία. Ἐπειδὴ ὅμως τήν ἐποχὴ ἐκείνη Νηστεία σήμαινε ἀποχὴ τροφῆς μέχρι τὴν δύση τοῦ ἡλίου, λογικὸ ἦταν ὁ πιστος νὰ «κατακλείει» τὴν Νηστεία, μεταλαμβάνοντας μετὰ τὸν Ἑσπερινό. Αὐτὴ τὴν πρακτικὴ ἀκολουθεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.
Τὴν Τετάρτη, ἠ Προηγιασμένη τελεῖται κανονικὰ «Ἑσπερινή». Ὅμως τίς Παρασκευὲς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τό ἀπόγευμα, τελεῖται ἠ ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν» στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅποτε ἡ Προηγιασμένη τελεῖται τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς.
Μέ τόν Ἑσπερινὸ συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ Ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ Τίμια Δῶρα εἶναι σκεπασμένα μὲ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχὲς εἶναι γεμάτες συντριβὴ καὶ ταπείνωση. «Μυστικωτέρα εἷς πᾶν ἡ τελετὴ γίνεται» (Ἄγ. Θεόδωρος Στουδίτης).
Κατά τήν διάρκεια τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὁ Ἱερέας κλείνει τὴν Ὡραία Πύλη καὶ λέγοντας χαμηλόφωνα τὸ «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων …», καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἐπὶ τοῦ «Ἀντιμηνσίου» ἀνοίγει τὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο, καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ συντριβή, μεταφέρει τὰ Προηγιασμένα Ἅγια (τὸν καθαγιασμένο Ἀμνὸ ποὺ εἶναι ἐμβαπτισμένος στὸ Ζωήρυτον Αἷμα Τοῦ Κυρίου), ἀπὸ τὸ μικρὸ Ἀρτοφόριο, στὸ Ἅγιο Δισκάριο, τοποθετεῖ ἐπ’ αὐτοῦ τὸν ἀστερίσκο καὶ τὸ μέλαν κάλυμμα, τὸ μεταφέρει στὴν Ἁγία Πρόθεση, βάζει κρασὶ στὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὸ σκεπάζει καὶ καλύπτει ἀμφότερα τὰ Ἅγια μὲ τὸν «Ἀέρα», λέγοντας χαμηλόφωνα μόνο τὸ «Δι’ εὐχῶν …».
Μετὰ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ (τὸ «Πάτερ Ἠμῶν»), γίνεται ἠ μετάληψη τῶν πιστῶν, καί ἀκολουθεῖ ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχὴ καὶ ἡ Ἀπόλυση. Οἱ πιστοὶ μὲ κατάνυξη παίρνουν τὸ ἀντίδωρο, καὶ μὲ τὸν Χριστὸ νὰ πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή τους, ἐνισχυμένοι καὶ ἐνδυναμωμένοι, ἐπιστρέφουν στὸν καλὸ ἀγώνα. Ἐπιστρέφουν στὸ στάδιο τῶν Ἀρετῶν ὅπως περιγράφει ἕνας ὑπέροχος ὕμνος τῆς περιόδου αὐτῆς τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅπου μὲ ὄπλα τὴν πίστη, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, θὰ πολεμήσουν τὸν Διάβολο, καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὁπότε νικητὲς πλέον θὰ ἑορτάσουν τὴν πανέκλαμπρη καὶ πανευφρόσυνη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Είθε στὸν ὑπεροχο Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ θὰ ἀναγνωσθεῖ καὶ φέτος ἀπὸ τὸν Ἱερέα στὴν Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, νὰ συμπεριληφθοῦμε στοὺς ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας ἐργασαμένους, ὥστε νὰ ἔχουμε «κερδίσει», καὶ ὄχι νὰ μᾶς «χαριστεῖ» ἡ συμμετοχή, στὸ Οὐράνιο Δεῖπνο, ποὺ μᾶς καλεῖ ὁ Σωτήρας Χριστός. Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτου π. Μιλτιάδου Μίτσελλ.
Θεολόγου – Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μητροπόλεως Καρπάθου & Κάσου, Ἐφημερίου Ἱ. Ν. Μεταμ. Τοῦ Σωτῆρος Ὄθους
Από: Ενωμένη Ρωμιοσύνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου