Ὑπομονή στόν πόνο. Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν. Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
Ὑπομονή στόν πόνο
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Κάποτε ὁ Νήφων ἄκουσε ἕνα σοφό γέροντα νά λέει, πώς οἱ πόνοι γεννᾶνε δόξα. Σκίρτησε ἡ ψυχή του τήν ὥρα ἐκείνη, καί θέλησε ν’ ἀσκηθεῖ στήν ὑπομονή τοῦ πόνου.
Ἀποσυρόταν λοιπόν κάπου κι ἔβγαζε τά παπούτσια του. Ὕστερα γονάτιζε καταγῆς, διπλωνόταν στά δυό κι ἔριχνε ὅλο τό βάρος τοῦ σώματός του πάνω στά πόδια του.
Σ’ αὐτή τή στάση προσευχόταν ὥρα πολλή, ὑπομένοντας τόν ἀφόρητο πόνο πού τοῦ προξενοῦσε. Ἔβαζε μάλιστα κάτω ἀπ’ τά πόδια του μιά πλατειά καί ὁμαλή πέτρα.
Πάνω σ’ αὐτή στριφογύριζε, πληγώνοντας τά πόδια του, γιά νά θερίσει τόν καρπό τοῦ πόνου.
Ὅταν τέλειωνε τήν προσευχή του κι ἔκανε νά σηκωθεῖ, ἴσα πού μποροῦσε νά κουνηθεῖ. Καί τά δυό του πόδια, πιασμένα καί μουδιασμένα, ἦταν λές κολλημένα πάνω στή πέτρα. Μέ μεγάλη βία καί ἀργές κινήσεις τά ἅπλωνε ἕνα-ἕνα. Οἱ ἀρθρώσεις ἔτριζαν ὀδυνηρά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε παρηγορητικά στόν ἑαυτό του:
-«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»»21.
Ὅταν, ἐπιτέλους, συνερχόταν λίγο, ἔβαζε τά πόδια του κι ἀργοκινοῦσε παραπατώντας γιά τό κελλί του.
Στό δρόμο συλλογιζόταν:
‟Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφων! Ἀφοῦ δέν ἀντέχεις αὐτόν τόν μικρό πόνο, πῶς θ’ ἀντέξεις τή φλόγα τῆς κολάσεως;....’’.
Ὁ δρόμος τῶν ἀρετῶν
Βλέπει τότε μιάν ἀπέραντη θάλασσα. Μεσοπέλαγα ὑψωνόταν ἕνας πανύψηλος στύλος, πού κατέληγε σέ θρόνο ὑπέλαμπρο ἀλλά κενό. Ξαφνικά παρουσιάζεται κάποιος καί τοῦ λέει:
-Τί στέκεσαι; Ἀνέβα στό στύλο! Εἶναι Θεοῦ θέλημα.
Ἄρχισε νά σκαρφαλώνει. Μέ πολύ κόπο ἔφτασε σχεδόν ὥς τήν κορυφή. Ἔμενε ἀκόμα μιά ὀργυιά περίπου γιά ν’ ἀνέβει στό θρόνο. Μά δέν ὑπῆρχε κάποια πρόσβαση, καί τό διάστημα, πού τό χώριζε, του φαινόταν πολύ μεγάλο. Βρισκόταν στό πιό δύσκολο κι ἐπικίνδυνο σημεῖο.
Λιποψύχησε, καθώς τό βλέμμα του ἔπεσε κάτω, στό φοβερό πέλαγος.
-Τρομάρα μου! Τί θά κάνω ὁ δύστυχος; συλλογίστηκε. Ἄν δοκιμάσω μέ μιά δρασκελιά νά φτάσω στό θρόνο, ὑπάρχει φόβος νά γλιστρήσω καί νά γκρεμιστῶ στήν ἄβυσσο. Ποιό λοιπόν τό κέρδος, πού ἔφτασα ὥς ἐδῶ; Ἀλλά πάλι... νά γυρίσω πίσω; Καί νά πάει χαμένος ὅλος ὁ κόπος μου; Ἄχ, τί νά κάνω;
Ἦταν σέ δεινή ἀμηχανία.
Ξαφνικά ὅμως, χωρίς νά τό καταλάβει κι ὁ ἴδιος ἀποτόλμησε τό πήδημα καί..... βρέθηκε καθισμένος στό θρόνο! Ὥ, τί χαρά ἔνιωσε, ἀγναντεύοντας ἀπό κεῖ τό πανόραμα πού τόν τριγύριζε! Ὡστόσο ἀποροῦσε:
-Τί μ’ ἔπιασε κι ἀνέβηκα ἐδῶ πάνω; Πῶς θά ξανακατέβω;
Τότε ἀκριβῶς ξύπνησε.
-Τί νά σημαίνει αὐτό τό ὄνειρο; ἀναρωτήθηκε.
Ἡ ἀπορία του κορυφώθηκε, ὅταν εἶδε τό ἴδιο ὄνειρο ὄχι μόνο τήν ἑπόμενη, ἀλλά καί τήν τρίτη νύχτα. Ζήτησε τότε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
-Κύριε! Φανέρωσέ μου, Σέ παρακαλῶ, τή σημασία τοῦ ὀνείρου.
Καί ὁ Θεός, πράγματι, τοῦ φώτισε τό νοῦ, κι ἔτσι μπόρεσε νά ἐξηγήσει μόνος του τό ὅραμα:
‟Ἡ ἀνάβαση στό στύλος εἶναι ὁ τραχύς δρόμος τῶν ἀρετῶν, πού ὁδηγεῖ στήν οὐράνια βασιλεία. Τό τελευταῖο ἐκεῖνο σημεῖο, πού δυσκολεύτηκα καί περάσω, σημαίνει, ὅτι πολλές φορές ξαναγυρνᾶμε στά γήινα κι ἔτσι δυσκολευόμαστε νά φτάσουμε ὥς τήν ἀπάθεια. Γιατί ὁ θρόνος, ὅπου κάθισα κι ἀτένισα τά πάντα, εἶναι ἡ ἀπάθεια. Αὐτή βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές, σάν θρόνος. Κι ὅποιος καθήσει σ’ αὐτόν τό θρόνο, βλέπει καθαρά τά πάντα –καί τά θεῖα καί τ’ ἀνθρώπινα καί τά δαιμονικά’’.
Μόλις ξεδιάλυνε τό ὄνειρο ὁ δίκαιος, δόξασε μ’ ὅλη του τήν καρδιά τό Θεό, πού τόσο νοιάζεται γι’ αὐτόν καί τόν φροντίζει.
21. Ματθ. 11:12.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.62-65)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
4
Σεπτεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου