ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥ |
Λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ὁ ἐπίσκοπος, κατὰ κύριο
καὶ οὐσιαστικὸ λόγο, καὶ ὁ ἱερεύς, κατὰ δευτερεύοντα καὶ
σχετικό, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ. Δηλαδὴ βρίσκονται
στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐκπροσωποῦν, μιλοῦν ἐξ ὀνόματός του
καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ τὸ εὐαγγέλιό του,
προσφέρουν τὴ χάρη τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, λύουν τὰ δεσμὰ
τῆς ἁμαρτίας καὶ παρέχουν τὴν ἄφεση, καθοδηγοῦν καὶ ποιμαίνουν
τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ συμπεριφέρονται
πρὸς τοὺς ποιμένες ὅπως θὰ συμπεριφερόταν στὸν ἴδιο τὸν Χριστό,
νὰ τοὺς τιμοῦν, νὰ τοὺς ὑπακούουν, νὰ εἶναι ἑνωμένοι μαζύ τους.
Καὶ οἱ ποιμένες ὅμως πρέπει συνεχῶς νὰ σκέπτονται τὸ πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, τὰ ἔργα του, τὰ λόγια του, τὸν ἓν γένει βίο καὶ τὴν
πολιτεία του.
Ἃς δοῦμε λοιπὸν τί σημαίνει νὰ βρίσκεται ὁ ποιμὴν εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ. Σύμφωνα μὲ τὰ εὐαγγέλια πρέπει νὰ νηστεύει καὶ νὰ προσεύχεται ἀπολύτως γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα -μέχρι καὶ 40 μέρες- νὰ μὴ ξεχνᾷ ὅτι ὁ διάβολος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πιστὸ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, νὰ μὴ ξεχνᾷ ὅτι ὁ Χριστὸς περνοῦσε ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος σὲ δύσκολες ποιμαντικὲς στιγμές, ὅπως πρὶν ἐκλέξει τοὺς μαθητές του. Πρέπει νὰ εἶναι πιὸ ἀκτήμων -εἰδικὰ ὁ ἄγαμος- καὶ ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία. Ἡ ἀκτημοσύνη τοῦ αὐτὴ νὰ μὴ εἶναι ἐξ ἀνάγκης ἀλλὰ προαιρετικὴ καὶ σφόδρα ἐπιθυμητή. «Ὅρος ἀφιλαργυρίας' οὕτως θέλει τὸ μὴ ἔχειν ὡς θέλει τὶς τὸ ἔχειν» λένε οἱ πατέρες. Ἐξυπακούεται ὅτι μετὰ ἀπ’ αὐτὰ θὰ εἶναι τελείως ἀνάργυρος. Τοὺς τυχὸν ἐράνους καὶ τοὺς δίσκους καὶ τὰ παγκάρια πάντοτε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων θὰ διαχειρίζεται καὶ θὰ διαθέτει καὶ θὰ προσέχει μήπως ἐμφανισθεῖ κάποιος Ἰούδας μέσα στοὺς συνεργάτες του ἣ μήπως καταντήσει καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος σὰν τὸν Ἰούδα. Ἐπιβάλλεται ν’ ἀγαπᾷ τοὺς πάντες ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, νὰ τοὺς εὐλογεῖ καὶ νὰ μὴ τοὺς καταριέται, νὰ τοὺς εὐεργετεῖ, καὶ νὰ προσεύχεται γὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν καταδιώκουν. Νὰ συγχωρεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς σταυρωτές του. Νὰ πλένει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του καὶ νὰ ἐργάζεται μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια, τρέφοντας καὶ αὐτούς, ὅπως συνήθιζε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἐλέγχει μὲ δύναμη τὸ παντοειδὲς κακό' μερικὲς φορὲς νὰ παίρνει καὶ τὸ φραγγέλιο. Νὰ ξηραίνει κάποτε κάποια συκιὰ ἢ νὰ στέλνει κάποια γουρούνια νὰ γκρεμοτσακιστοῦν' ὥστε νὰ δείχνει ἔμπρακτα τί τιμωρία περιμένει τοὺς ἄκαρπους καὶ ὅσους ἀκολουθοῦν ἀνεπιστρεπτὶ τὸν χοιρώδη βίο. Τὴ στιγμὴ ποὺ θέλουν νὰ τὸν κάνουν βασιλιά, γιατί τοὺς χόρτασε ὑλικά, νὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ φεύγει στὴν ἐρημιὰ μόνος-μονώτατος καὶ νὰ προσεύχεται, ἐπιζητῶν τὴν συντροφιὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐπιμένουν νὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιὰ καὶ φωνάζουν ὡσαννὰ καὶ ζήτω καὶ χειροκροτοῦν καὶ στρώνουν χαλιὰ ἢ τὰ ροῦχα τους ἀπὸ κεῖ ποὺ θὰ περάσει ἐκεῖνος, μὴ μπορώντας ἀλλιῶς νὰ τοὺς νουθετήσει, ν’ ἀνεβαίνει σ’ ἕνα γαϊδουράκι κονιορτοποιώντας ἔτσι τὸν κοσμικὸ Μεσσία ποὺ λατρεύουν. Ἡδονικὰ νὰ τέρπεται καὶ νὰ εὐχαριστεῖται μὲ τὶς «ἀσθένειες τοῦ» δηλαδὴ μὲ τὶς φυλακίσεις, τοὺς διωγμούς, τὶς συκοφαντίες, τοὺς ὀνειδισμούς, τοὺς λιθοβολισμούς, τὰ μαστιγώματα, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ὑποχρεωτικὲς πεῖνες καὶ τὶς προαιρετικὲς νηστεῖες, τὴν καθημερινή του προσαγωγὴ γιὰ θανάτωση…Αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι φίλοι, συγγενεῖς κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα, μαθητές, πνευματικά του παιδιά, θὰ τοὺς λέγει ἀπερίφραστα καὶ δίχως ὑποχωρήσεις «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ σκάνδαλόν μου εἰ ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Νὰ κηρύττει συνεχῶς τὸ «μετανοεῖτε», ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός», ὅτι «διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ εἰσελθεὶν ἠμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Κυρίως νὰ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο καὶ σπάνια νὰ γελᾷ. Νὰ ἔχει τὸ προορατικό' νὰ διαβάζει τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Νὰ προφητεύει, νὰ θαυματουργεῖ ποικίλως καὶ ποικιλοτρόπως, νὰ βγάζει δαιμόνια, νὰ ἐπιτελεῖ ἰάσεις. Νὰ κηρύττει σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς καὶ ὅτι οἱ θεοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν εἶναι δαιμόνια. Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ Θεὸς ἀληθινὸς ποὺ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐνσαρκώθηκε καὶ βίωσε τὸ μυστήριό της κενώσεως. Ὅσοι θεωροῦν τὸν Χριστὸ ὡς ἁπλὸ ἄνθρωπο μόνο ἢ ἀκόμη καὶ προφήτη ἢ μεγάλο μύστη ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ παραθεωρεῖ τὴν θεία τοῦ φύση δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν ἐπ’ οὐδενί. Ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, Θεὸς ἀληθινός, καὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅτι ὑπάρχει Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία –ἡ Ὀρθόδοξη- καὶ ὅτι οἱ ἄλλες «ἐκκλησίες» εἶναι ἁπλῶς χριστώνυμοι-ἐγκόσμιοι ὀργανισμοί. Εἶναι βασιλεῖες ἐκ τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ὁποίου τὸ «σχῆμα παράγει»(ΑΚορ.7,31). * * * * * * Ὅπως φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὰ προεκτεθέντα μόνο ἕνας ἅγιος μπορεῖ νὰ γίνει ἐπίσκοπος ἢ ἱερεὺς καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερέων καταχρηστικῶς καὶ κατ’ ἄκραν οἰκονομίαν βρίσκονται εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ. Μερικοὶ δὲ μὲ τὰ ὅσα κάνουν, ὅπως λέγει ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἔπρεπε νὰ ἐκβληθοῦν καὶ ἀπὸ τὴ τάξη τῶν λαϊκῶν χριστιανῶν. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι τόσο μεγάλο καὶ ἀπαιτητικὸ τὸ ἐπισκοπικὸ καὶ ἱερατικὸ ἀξίωμα, λέγει ὁ ἴδιος πατέρας, θὰ πρέπει «τὸν ἔρωτα πρὸς αὐτὸ οὔτε οἱ λίαν εὐδόκιμοι νὰ τὸν τρέφουν στὴ ψυχὴ τοὺς ἀλλὰ μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἀπωθοῦν». Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι λόγω τῶν ἐξοντωτικῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ τῆς ἱερωσύνης ἐλάχιστοι τῶν ἀξιωματούχων τῆς Ἐκκλησίας θὰ σωθοῦν. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων θὰ πρέπει οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ νὰ κατέχονται συνεχῶς ἀπὸ αὐτομεμψία, συντριβή, ταπείνωση, ἐξουθένωση, στεναγμούς, ἀγωνία καὶ συνεχῆ ἀνησυχία καὶ ἀδιάλειπτη ἐκζήτηση τοῦ θείου ἐλέους. Νὰ βιώνουν κατὰ Χριστό, ὅσο εἶναι δυνατό, τὸ ἀνυπόφορο μαρτύριο τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἱερωσύνης καὶ ποτὲ νὰ μὴ θεωροῦν τὸ «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ» μέσο καὶ πρόφαση γιὰ ἡγεμονικὴ ἔπαρση καὶ ἐγωϊσμό, γιὰ ὑπερφίαλες ἀπαιτήσεις τιμῶν καὶ δόξας κοσμικῆς, γιὰ βίωση ἡσυχίας, ρᾳστώνης καλοπεράσεως καὶ ἡδονικῆς ἀπολαύσεως. Νὰ ἀναρωτιώνται εἶμαι πιὸ φτωχὸς ἀπὸ τὰ πιὸ φτωχὰ πνευματικά μου παιδιά' εἶμαι πιὸ γυμνός, πιὸ πεινασμένος, πιὸ ἄστεγος, πιὸ ἀκτήμων, πιὸ ἀπροστάτευτος, πιὸ ἀδικημένος, πιό… Καὶ ἂν τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω δὲν πετυχαίνουν, τουλάχιστον, ἃς φυλάσσουν τὴν καθαρότητα τοῦ δόγματος καὶ τῆς ἓν Χριστῷ ἀποκαλύψεως. Γένοιτο.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
|
Τρίτη 2 Απριλίου 2013
ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥ
Κυριακή 31 Μαρτίου 2013
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος
Σχόλιο τοῦ ᾿Αλκαίου:
Πολλοί θά πᾶνε αὐτές τίς μέρες ὀλιγοήμερες διακοπές. ῎Αλλοι ἔχουν ἤδη
φύγει. ῾Η ῾Αγία Παρασκευή μᾶς δίνει τήν ὄψη μιᾶς ἀσυνήθιστης γιά μᾶς
τούς πολλούς πόλης. ῾Αγία Παρασκευή: μιά ἔρημη πολιτεία, θά ἦταν ὁ
τίτλος πού θά ταίριαζε σέ μιά τέτοια περίπτωση. ᾿Ελάχιστες οἱ εἰδήσεις
τοπικοῦ ἐνδιαφέροντος. ᾿Ελάχιστη ἡ κίνηση. ῾Η πόλη εἶναι τώρα
περισσότερο ἀνθρώπινη. ᾿Αλλά μιᾶς καί μιλήσαμε γιά ἐρημιά, ἄς δοῦμε μιά
ἄλλη ἐρημιά, ἡ ὁποία "βοᾷ ἐν τῇ σιωπῇ της". Τήν ἐρημιά τοῦ ῾Αγίου
῎Ορους. Μιά βραδιά, λοιπόν, στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἕνα μικρό
προσκύνημα στό περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας, πού αὐτές τίς ἡμέρες
δοκιμάζεται μέ τήν λαίλαπα τῶν πυρκαγιῶν...

Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ / Μιά εἰσαγωγή σέ ἕνα κόσμο μυστηρίου καί θαύματος
Σχόλιο τοῦ ᾿Αλκαίου:
Πολλοί θά πᾶνε αὐτές τίς μέρες ὀλιγοήμερες διακοπές. ῎Αλλοι ἔχουν ἤδη
φύγει. ῾Η ῾Αγία Παρασκευή μᾶς δίνει τήν ὄψη μιᾶς ἀσυνήθιστης γιά μᾶς
τούς πολλούς πόλης. ῾Αγία Παρασκευή: μιά ἔρημη πολιτεία, θά ἦταν ὁ
τίτλος πού θά ταίριαζε σέ μιά τέτοια περίπτωση. ᾿Ελάχιστες οἱ εἰδήσεις
τοπικοῦ ἐνδιαφέροντος. ᾿Ελάχιστη ἡ κίνηση. ῾Η πόλη εἶναι τώρα
περισσότερο ἀνθρώπινη. ᾿Αλλά μιᾶς καί μιλήσαμε γιά ἐρημιά, ἄς δοῦμε μιά
ἄλλη ἐρημιά, ἡ ὁποία "βοᾷ ἐν τῇ σιωπῇ της". Τήν ἐρημιά τοῦ ῾Αγίου
῎Ορους. Μιά βραδιά, λοιπόν, στήν ἔρημο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ἕνα μικρό
προσκύνημα στό περιβόλι τῆς Παναγιᾶς μας, πού αὐτές τίς ἡμέρες
δοκιμάζεται μέ τήν λαίλαπα τῶν πυρκαγιῶν...

Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

Μιά βραδυά στην Έρημο του Αγίου Όρους
Το παρακάτω κείμενο είναι μια περιγραφή του Αγίου Όρους από το βιβλίο "ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ" Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Ακραίφνιου-Κοκκίνου
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλ. Αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια μεγάλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμη, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουρανίους και ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμη για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.
Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωτότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις». Εκεί δε μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου Θεολογίας. Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή. Κατά τον Άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή έστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».
Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.
Διαβάζουμε στο Γεροντικό : «Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ : Πες ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθεί. Τους αποκρίνεται ο γέρων : «Αν δεν ωφελείται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθεί». Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεση να ωφεληθείς με την σιωπή.
Αν ξέρεις να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιλήσουν. Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύση και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν
πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγιον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».
Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν. Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος ένευ βίου (καλού). Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί. Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας απάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν. Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις.
Και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν. Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτηση : «Αββά, ειπέ ρήμα πως σωθώ». Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει από την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργαστεί λογικά. Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήσει.
Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθεί από τον Θείο έρωτα. Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον Θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους.....
«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πει κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε : «Λόγο θέλετε να ακούσετε;» Του απαντούν : «Ναι αββά». Είπε λοιπόν ο γέρων : «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.
Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ότι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πως να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του Λόγου από τους Γέροντες. Και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα τα έκανε». Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν : «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).
Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο Λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος. Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια. Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρείβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.
Όταν λοιπόν τους ρωτήσεις με απλότητα, ταπείνωση και προθυμία να εφαρμόσεις, τότε θα ακούσεις τις «ελλάμψεις» της Χάριτος. Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και Χάρι. Λόγια «χαριτωμένα».
........................................
Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεση να διδαχθείς περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.
........................................
Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή. Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο. Αυτοί είναι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλαδή σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκηση και την διακονία. Εκεί βλέπει κανείς την , ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωση και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της Θεολογίας...
Ζουν την πίστη και τα έργα. Γιατί ομολογουμένως η πίστη χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστη είναι ειδωλολατρεία. Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού. Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρα φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Αγ. Νικόδημος)..........
Δειλινό στο Όρος
Ο ήλιος έπεφτε στην δύση. Τα πρωϊνά του Όρους είναι μυρωμένα, μαγεμένα. Το σκοτάδι της νύκτας διαλύεται, ενώ οι μοναχοί βρίσκονται στα Καθολικά των Ιερών Μονών, λέγοντας το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως...». Το διώχνουν θα έλεγε κανείς οι γλυκύτατες μελωδικές φωνές, τα κλυκόηχα κτυπήματα των σημάντρων και τα ζεστά κτυπήματα των ταλάντων.
Αλλά και τα απογευματινά στο Όρος είναι γεμάτα γαλήνη. Πέρασε μια μέρα πάλης και η νύκτα τώρα απλώνει το πέπλο της, μέσα στο οποίο ο μοναχός θα κρύψει πολλούς αγώνες, άφθονα δάκρυα και πολλές πνευματικές ασκήσεις. Πέφτει ο ήλιος, αλλά ο ήλιος που υπάρχει στην καρδιά των ασκητών δεν σβήνει. Μια διαρκής φωτόλουστη μέρα υπάρχει στην ολοκάθαρη καρδιά τους, χωρίς τα σύννεφα των παθών. Ω τα δειλινά του Όρους!
Δειλινά γεμάτα «μαγεία», γεμάτα Χάρι, τυλιγμένα στη σιωπή.
Μετά τον εσπερινό μερικοί αθλητές, με αργές κινήσεις, με πρόσωπο σκυμμένο στην γη, βγαίνουν από τα καθολικά των Ιερών Μονών ή από τα μικρά εκκλησάκια των σπιτιών τους έξω στην φύσι για να ξεκουραστούν λίγο, κάθονται σε ένα λίθινο πεζούλι και αδολεσχούν στην προσευχή, στο γλυκύτατο όνομα του Χριστού. Θέλουν και επιμένουν να το ράψουν στην καρδιά τους με τα χρυσά της προσευχής γράμματα.
Οι ώρες αυτές της γαλήνης, που και η φύση ηρεμεί, που μόνο η θάλασσα μερικές φορές ακούγεται να παίζει με τα βράχια, που ο Βασιλιάς ήλιος χρωματίζει τον ουρανό με όλα τα χρώματα, με συνεπαίρνουν. Η φύση στο Όρος έχει μια άλλη χάρη, απαύγασμα και αυτή της προσευχής και της αγιότητος. Ναι, η άκτιστη Χάρι περνά από την ψυχή στο σώμα κι απλώνεται μέσα στην άλογο φύση και σε όλη την δημιουργία. Τίποτε το άγριο δεν υπάρχει εκεί ή τουλάχιστον δεν το βλέπεις σαν άγριο....όλα είναι ήρεμα. Όλη την νύκτα και την μέρα το Όρος φλέγεται από την προσευχή.
Και αυτή η φύση ημερεύει από τις καλλικέλαδες φωνές των μοναχών, τα γλυκόηχα σήμαντρα και από την υπακοή! «Εδώ και ύδατα καλλίροα και αήρ ευκραέστατος και αύρα ποντιάς, το περιέχον ημάς καταψύχουσα, άλση τε συνηρεφή και κατάσκια πανταχόθεν και χλόη αειθαλής, την όρασιν κατατέρπουσα, φυτών δε έιδη παντοία, ελαίαι, άμπελοι, δάφναι, μυρσίναι.
Σιγώ τάλλα, τα μεν εις τροφήν, τα δε εις τρυφήν, γης υγιαινούσης βλαστήματα, και πτηνών στίφη καλλικελάδων, εν οις πολλή η αηδών και ο κόσσυφος και η χελιδών, ταις φωναίς των τήδε κακείσε περιϊόντων και επ’ αδεία μελετώντων μουσοτρόφων τούτων νεανίσκων συναμιλλώμενα» (Ευγένιος Βούλγαρις).
Δεν με έλκει πολύ η φύσις, αλλά η φύσι του Αγίου Όρους έχει μια άλλη χάρι. Ίσως γιατί την βλέπει κανείς μέσα από την προοπτική των θεωμένων μοναχών και φωτίζεται. Ίσως γιατί την θεωρεί όχι με το μάτι ή το μυαλό, αλλά με την θεωμένη καρδιά. Και η καρδιά ξέρει να αγαπά και να εκτιμά. Ίσως συντελεί πολύ η ησυχία, με όλην την σημασία της, γιατί «άφροντις βίος δια την εις Θεόν ελπίδα φυσικώς κινεί την ψυχήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Ανάβαση στο δικό μου Θαβώρ
Δειλινό στο Όρος. Και ενώ ο ήλιος πήγαινε να βασιλεύσει, εγώ ανέβαινα για να ανατείλω. Η δύση του ήλιου με βρήκε να ανεβαίνω με πολύ κόπο ένα στενό και δυσκολοδιάβατο μονοπάτι προς την ....ανατολή! Εμείς με την μικρή πίστη δυσκολευόμαστε πολύ σε τέτοιες αναβάσεις, που είναι χαρά για τους πιστούς που έκαναν πράξη την ηρωϊκή τους απόφαση να απαρνηθούν τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα και τις χαρές και αγάπησαν την άσκηση.
Ανέβαινα λοιπόν κάπου στην βόρεια πλευρά του Όρους. Ήθελα να εφαρμόσω τον λόγο του Ιερού Χρισοστόμου : «ως έστι σοι θερμός ούτως ο έρως (καθώς είναι θερμή ακόμη η επιθυμία σου) άπελθε προς αυτούς εκείνους τους αγγέλους, ανάκρασον αυτόν πλέον (θέρμανε περισσότερο την επιθυμία, την αγάπη).
Ου γαρ ούτως ο παρ’ ημών λόγος δυνήσεταί σε ανάψαι, ως η των πραγμάτων θέα».
Δεξιά και αριστερά υψωνόταν απροσπέλαστοι βράχοι με τις κοφτερές κορυφές τους, σαν να έσχιζαν τον ουρανό, όπως και η φωνή και η ζωή των «οικητόρων» του Όρους. Βάδιζα σκυφτός με την «ευχή» στα χείλη, την καρδιά και τον νού, γιατί έτσι πρέπει κανείς να επισκέπτεται το αγιώνυμο Όρος, με αισθήματα απλού προσκυνητού.
Μέσα στους βράχους, σε μικρή απόσταση από το δρομάκι, βλέπει κανείς μερικά σπιτάκια που είναι τα κελλιά των μοναχών-ερημιτών πατέρων. Το ένα μέσα στην σπηλιά, το άλλο προεξέχει λιγάκι και νομίζεις, καθώς το βλέπεις, θα πέσει στην θάλασσα. Μέσα σε αυτές τις μικρές σπηλιές ζουν οι μέλισσες οι πνευματικές, που κάνουν το γλυκύτατο μέλι της ησυχίας. Θυμήθηκα το Δοξαστικό που συνέταξε ο άγιος Νικόδημος για τους αγιορείτας Πατέρας και άρχισα να το ψάλλω, «Ω μελισσών θεοσύλλεκτε, ο εν οπαίς και σπηλαίοις του Όρους καθάπερ εν σίμβλοις νοητοίς το γλυκύτατον μέλι της ησυχίας κηροπλαστήσας». Παρόμοια κελλιά υπάρχουν και στην νότια πλευρά του Όρους στα λεγόμενα Καρούλια. Εκεί το θέαμα είναι ασύγκριτα πιο υποβλητικό. «Επάνω στην κοκκινωπήν επιφάνειαν των βράχων, οι οποίοι νομίζει κανείς είναι αλειμμένοι με σκωρίας, έρπουν εις φρικτόν ύψος πλήθος κατοικιών μέχρι της οφρύος των βράχων. Άλλαι είναι σπήλαια, των οποίων την είσοδον έφραξαν με τοίχους, αφήνοντες μόνον μικράν τινά θύρα. Αλλού, μικρή προεξοχή του βράχου επέτρεψε εις κάποιον τολμηρόν ερημίτην να κτίσει ολόκληρον εκκλησίδριον με τρούλλον, ένα ή δύο κελλιά και κηπάριον από χώμα κουβαλητόν, από το οποίον αναθρώσκει θαυμάσια ανθοδέσμη από καταπράσινα δενδρύλλια, η οποία δίδει εις το τοπίον πλέον όψιν εξωτικήν. Το δε άσπιλον χώμα, δια του οποίου είναι χρισμένα όλα αυτά τα κρυσφήγετα, συντελεί, ώστε να ταπαρομοιάζει κανείς με φωλεάς γλάρων. Οι ασκηταί συγκοινωνούν μεταξύ των με ακροσφαλή μονοπάτια, τα οποία δεν δικρίνονται εκ της θαλάσσης. Αλλά η αναρρίχησις είναι απόφασις πολύ τολμηρά. Υπάρχουν πολλοί εξ’ αυτών των ασκητών, οι οποίοι επί έτη δεν εξήλθον εκ του στενού προαυλίου των. Δια τούτω εις τα ευρυχωρότερα από αυτά τα ασκητήρια υπάρχουν και μικρά νεκροταφεία και εντός των σπηλαίων κοιμητήρια, , όπου φυλάσσονται τα οστά των αδελφών, επί δε του μετώπου εκάστου κρανίου είναι χαραγμένο το όνομά του και η ημερομηνία καθ’ ήν εκοιμήθη» (Φώτης Κόντογλου). Εγκατεσπαρμένοι δεξιά και αριστερά βρίσκονται αυτοί οι πνευματικού γλάροι, τα περιστέρια του ουρανού, που ζουν τον Θεό και ανέρχονται μέχρι τρίτου ουρανού. Αυτό το θέαμα παρατηρεί και όποιος ανεβαίνει εκείνο το στενό μονοπάτι της βόρειας πλευράς του Όρους, που ανέβαινα εκείνο το δειλινό.
Και τον συγκλονίζει σύγκορμα. Αισθάνεται κοντά του την Χάρι του Θεού, που τον δροσίζει, αλλά και τον κατακαίει σαν την «καταφλεγόμενη και μη καιομένην» βάτο του Μωϋσέως. Η θύμησι του φέρνει σκηνές από προγενέστερους Πατέρας, που πέρασαν από τον τόπο εκείνο και τώρα κοιμούνται ήσυχα και ήρεμα, περιμένοντας την αρχαγγελική φωνή και την έλευση του Νυμφίου που θα νυμφευθούν και ομολογουμένως του αποκόπτει την καρδιά από τον κόσμο μ’ όλα τα καλά του.
Μια ολόκληρη ζωή εδώ αγωνίστηκαν για να ειρηνεύσουν και ειρήνευσαν. Τώρα αναπαύονται στους κόλπους του Αβραάμ. Η φωνή του Χριστού «ουκ απέθανε αλλά καθεύδει» αντηχεί δυνατά σε εκείνους τους απόμερους χώρους.
Ανέβαινα με σκέψεις και αισθήματα αλλοιώτικα. Η ησυχία ήταν ο κανόνας της περιοχής. Κάπου – κάπου ακούς μικρά αγριοπούλια να πετούν και να φωνάζουν ή και αηδόνια να κελαϊδούν. «Ο Άθως αηδόνας τρέφει πολλάς και καλάς» (Αγ. Νικόδημος). Κάπου-κάπου ακουγόταν ένα δυνατό κτύπημα. Καθώς προχωρούσα έφτασα σε ένα μικρό σπιτάκι και εκεί είδα έναν γαλήνιο ερημίτη να αγωνίζεται να σπάσει έναν μεγάλο βράχο.
--Ευλογείτε, Γέροντα, του είπα.
--Ο Κύριος, απάντησε.
Αυτός είναι ο χαιρετισμός του Όρους. Όταν ζητάς ευλογίες σου απαντούν, ο Κύριος (να σ’ ευλογήσει). Γνωρίζουν καλά την σημασία του Χριστού για την πνευματική ζωή. Ξέρουν και την ιδική τους αδυναμία. Ο Κύριος είναι ο πόθος τους και η νοσταλγία. Το όνομά Του συχνά επαναλαμβάνουν, αφού ζουν την παρουσία Του. Αυτό είναι «συγκοιταζόμενος, συνανιστάμενος, γλυκαίνων και ευφραίνων την καρδίαν τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
--Τι κάνετε εκεί Γέροντα;
--Να, παιδί μου. Προσπαθώ να σπάσω αυτόν τον βράχο, για να κάνω μια μικρή δεξαμενή και να συγκεντρώσω το βρόχινο νερό, για να πίνω λιγάκι. Πέρυσι υπέφερα πολύ από την δίψα.
--Μα είναι πολύ δύσκολη εργασία! Και μάλιστα με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων.
--Τι να κάμω; Αφού το σώμα έχει την ανάγκη του νερού. Ο Θεός θα με βοηθήσει. Τίποτε να μην έχουμε εδώ στην έρημο, αλλά λίγο νεράκι είναι απαραίτητο. Πέρασε μέσα στο κελλί για να μας το ευλογήσεις!
Να ευλογήσω εγώ το κελλί του ευλογημένου, σκέφτηκα!! Ο ρυπαρός τον κεκαθαρμένο!
Μπήκα διακριτικά, με πολύ σεβασμό μέσα στο κελλί. Στο κελλί ενός ερημίτου μπαίνεις με δέος σαν σε χώρο μυστηρίου. Ήταν ακαθάριστο, απεριποίητο. Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες για τον πνευματικό αθλητή. Που υπάρχει ώρα για τέτοιες δουλειές! Μου έφερε λίγο νερό και ένα λουκούμι, δείγματα της αγάπης του. Πράγματι εκεί στην έρημο καταλαβαίνεις την άδολη και ειλικρινή αγάπη. Μέσα σε ένα μικρό δίσκο με το λίγο νερό και το μικρό γλυκό υπάρχει ολόκληρη η καρδιά του μοναχού! Σου προσφέρει τα πάντα.
--Από τον κόσμο έρχεσαι ;
--Ναι.
--Τι γίνεται ο κόσμος ;
Είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, που ακούς στο Όρος. Αυτήν την φορά όμως έχει μεγάλη σημασία. Γιατί ο ερωτών μοναχός έχει πενήντα χρόνια που έφυγε από τον «δυσώνυμο» κόσμο και δεν ξαναγύρισε. Επίσης γνωρίζει καλά ο ασκητής, τι θα πει κόσμος. Είναι το κτίσμα του Θεού, που συγχρόνως γίνεται και απάτη του πονηρού.Μήπως με τα κτίσματα δεν ξεγέλασε ο Σατανάς και τον Αδάμ ; Πόσοι από μας δεν παθαίνουμε το ίδιο;
--Ο κόσμος, Γέροντα, ξέφυγε πολύ από τον Θεό, δεν Τον θυμάται καθόλου και ούτε ζει θεοπρεπώς. Άδειασαν οι Εκκλησίες και γέμισαν όλα τα στέκια του διαβόλου. Έφυγε από τους πνευματικούς και γέμισε τα ψυχιατρεία. Έχει άγχος από τις δουλειές και οι αασχολήσεις του είναι όλες γήϊνες.
Σήμερα έχουμε εκλογές, αύριο πτώση της κυβερνήσεως, μεθαύριο συνέδρια κ.λ.π. Ώρες ολόκληρες παρακολουθούν τις προβολές του Σατανά, που τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν την ζωή των Αγίων....
--Ω ο ταλαίπωρος κόσμος, είπε ο άγιος ασκητής. Τον κυβερνά ο σατανάς! Φέρνει καθημερινά περιπτώσεις και γεγονότα για να του κλέβει το ενδιαφέρον για την ενθύμιση του Ιησού. Να παύσει να βλέπει τον εαυτό του και τις εσωτερικές του πληγές. Αντικείμενο του ενδιαφέροντος να είναι οι άλλοι και όχι ο εαυτός του. Αυτή η φυγή δημιουργεί και το άγχος που είπατε προηγουμένως.
Ο Αδάμ αμάρτησε, κρύφτηκε, έφυγε από τον Θεό και ήλθαν έπειτα όλα τα δεινά. Το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι. Προσεύχομαι εκτενώς για την σωτηρία όλου του κόσμου. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και τον κόσμο σου».
Όλη την νύκτα προσεύχομαι για να τον λυπηθεί ο Θεός. Αυτή είναι η αποστολή μας σ’ αυτή την ταραγμένη εποχή. Σ’ εμάς έπεσε ο κλήρος να γίνουμε μάρτυρες...
Πολλά μου είπε ο ασκητής εκείνος. Τέτοιες σοφίες θα ακούσεις σε κάθε σου βήμα σαν επισκεφτείς το Όρος. Τον ευχαρίστησα, ζήτησα την ευχή του, τον παρακάλεσα να με θυμάται στις προσευχές του και βγήκα σκεπτικός από το κελλί, που είναι τώρα ο τάφος του, αλλά από εκεί θα αναστηθεί στην αληθινή ζωή.
pathfinder.gr / ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ
ΤΟΥ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13
Έχω γράψει πολλές φορές σε βιβλία και έχω μιλήσει σε διάφορα ακροατήρια για το Άγιον Όρος και την ζωή του, από την ανατολή έως την δύση. Σε μια ομιλία μου και συζήτηση που έγινε σε ορθοδόξους φοιτητές και επιστήμονες στην Δαμασκό της Συρίας και κράτησε περίπου μια ολόκληρη μέρα (9 ώρες) στο τέλος κάποιος αραβόφωνος ορθόδοξος είπε με δυνατή φωνή: «Μάς μέθυσες από το κρασί του Αγίου Όρους».
Πράγματι, το Άγιον Όρος διαθέτει ένα δυνατό κρασί, άκρατον οίνον, ανέδειξε μοναχούς που ήταν μεθυσμένοι από την νηφάλια μέθη και γι’ αυτό ως μεθυσμένος μπορεί κανείς να γράψη, να μιλήση και να ακούση για το Άγιον Όρος.
Σε ένα άλλο τριήμερο σεμινάριο στην Τακόμα του Σιάτλ της Αμερικής άκουσαν για τρεις ημέρες περίπου 200-300 προσήλυτοι στην Ορθοδοξία για την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με ενδιαφέρον, προσευχή και κατάνυξη, σε συσχετισμό με την σύγχρονη ζωή του Αγίου Όρους και είπαν ότι οσφράνθηκαν την ατμόσφαιρα Αγίου Όρους.
Παντού ο λόγος περί του Αγίου Όρους προκαλεί ενδιαφέρον και προσευχή.
Η συγγραφή του τρίτομου έργου του π. Μωϋσή με τίτλο «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος» μου δίνει την ευκαιρία για μια ακόμη φορά να εκφράσω την αγάπη μου για το Άγιον Όρος που γνώρισα και την σημασία του για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, αλλά και την ανθρωπότητα, γιατί παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής που είναι δυσεύρετος.
Για να καταλάβη κανείς το Άγιον Όρος χρειάζεται να το προσεγγίση με τα μάτια της καρδιάς, με τον έσω άνθρωπο, την ορμή του πνεύματος, γιατί το φώς του είναι τόσο δυνατό που τυφλώνει τον άρρωστο οφθαλμό και η ακοή τόσο ισχυρή που σπάζει τα τύμπανα, τα οποία είναι συνηθισμένα να ακούνε συμβατικές φωνές.
1. Η προσωπική μου προσέγγιση του Αγίου Όρους
Άκουγα γενικά για το Άγιον Όρος από την μικρή μου παιδική
ηλικία, αφού ο πατέρας μου πριν παντρευτή είχε ισχυρά
επιθυμία να μονάση στο Άγιον Όρος και έκτοτε ζούσε συνεχώς
με την αναφορά του σε αυτό. Διάβαζε βιβλία που εξέφραζαν το
Άγιον Όρος και την αγιορείτικη ζωή και μας μεγάλωσε με
αγιασμένες διδασκαλίες και ιστορίες ασκητών. Από μικρός
γνώρισα έναν αγιορείτη Μοναχό που μόναζε στα Ζαγοροχώρια,
τον π. Ιάκωβο Βολοδήμο, που μου μίλησε πρώτη φορά για την
ευχή.Την δεκαετία του ’60 γνώρισα προσωπικά το Άγιον Όρος. Η προετοιμασία μου έγινε στο Πανεπιστήμιο με την εκμάθηση της παλαιογραφίας, δηλαδή διδάχθηκα να διαβάζω τους κώδικες με τα βιβλικά και πατερικά κείμενα.
Μέ αυτό το κίνητρο εξωτερικά, αλλά και με την καρδιακή μου αναζήτηση πλησίασα το Άγιον Όρος για να μελετήσω μαζί με ομάδα συμφοιτητών μου και Καθηγητών στις Βιβλιοθήκες των Μονών του Αγίου Όρους, μόλις είχε γιορτασθή η χιλετηρίδα του (1963), και τότε υπήρχαν κοσμικοί άνθρωποι που περιέγραφαν τις γιορτές εκείνες ως τον επιθανάτιο ρόγχο του.
Όμως το Άγιον Όρος δεν πεθαίνει εύκολα, γιατί διαθέτει άλλους ρυθμούς, και τότε που φαίνεται ότι τελειώνει στην πραγματικότητα τελειούται, ανασταίνεται και ζωογονείται.
Πλησίασα το Άγιον Όρος ένα πρωϊνό –βαθύ όρθρο– του Ιουνίου του έτους 1966. Τα μάτια του σώματος μου μαγεύονταν από το καταπληκτικό τοπίο που έβλεπαν και τα μάτια της καρδιάς μου προσπαθούσαν να συλλάβουν αυτό που δεν φαινόταν εξωτερικά, να αισθανθούν τον τόπο του μυστηρίου εκστατικά.
Ξεκίνησα από τις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών, σε συνδυασμό με τις αγιορείτικες ακολουθίες, που μου φαίνονταν σaν μια νεκροαναστάσιμη ζωή κουβέντιαζα με τους μοναχούς και καταλάβαινα ότι είχαν άλλο ήθος και χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα άκουγα τις συνομιλίες τους, που είχαν μια ιδιαίτερη χάρη και αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα έβλεπα έναν κόσμο που ερχόταν από παλαιά και εξέφραζε μια άλλη παράδοση πολύ διαφορετική από τον στοχαστική-ακαδημαϊκή νοοτροπία και την ηθικίστικη γνώση που συναντούσα έως τότε έβλεπα μια νεκροαναστάσιμη πολιτεία.
Σάν να ξυπνούσα από έναν ύπνο και έβλεπα άλλους ανθρώπους, που έρχονταν από κάποιο άλλον πλανήτη, με άλλα χαρακτηριστικά, άλλη νοοτροπία, άλλη βιοτή.
Από τις βιβλιοθήκες και τους κώδικες, πέρασα στην ζωή των κοινοβιακών και ιδιορρύθμων Μονών –πού τώρα εξέλειπαν ανοίχτηκα στην σκητιώτικη ζωή και την έρημο περπάτησα ώρες ολόκληρες μέσα στα ήσυχα και αγιασμένα μονοπάτια του Αγίου Όρους, που συνδέουν όλες τις Ιερές Μονές πέρασα από απότομους, κρημνώδεις βράχους γνώρισα σοφούς και απλούς μοναχούς, λογάδες και σιωπηλούς, κατά Χριστόν σαλούς, ανυπόδυτους και μονοχίτωνες, αλλά και σοφούς και ευπαιδεύτους, που στέκονταν θαυμάσια σε κοσμικά ακροατήρια είδα μάτια έντονα και διεισδυτικά, αγνά, ήρεμα, γλυκά, αλλά και μερικά πονηρά που αποτελούσαν την παραφωνία του Όρους μοιράστηκα το φαγητό και το ποτό τους, αλλά και τον γλυκύτατο λόγο τους άκουγα λόγους για τον θάνατο και την ζωή αγάπησα την νύκτα και τον όρθρο, τις αγρυπνίες με το παιχνιδιάρικο ψάλσιμο προσευχήθηκα στα μονοπάτια και κάτω από τα δένδρα, στους βράχους και τις σπηλιές ξαγρύπνησα σε ολονύκτιες ακολουθίες, αλλά και σε μικρά εκκλησάκια, και μάλιστα στις απλωταριές, σε καλοκαιρινές ολόφεγγες βραδυές.
Το κυριότερο είναι ότι στις επανειλημμένες επισκέψεις μου άκουσα την μυστική κραυγή του Αγίου Όρους, τον εσωτερικό κτύπο της καρδιάς του, τον ρυθμό της εσωτερικής μυστικής ζωής του.
Είδα το Άγιον Όρος ως έναν ζωντανό άνθρωπο, που έχει πνευμόνια με τα οποία αναπνέει το οξυγόνο της αιωνιότητας στόμα για να κραυγάζη ακατάπαυστα και να βρυχάται από πείνα και δίψα για Θεό καρδιά που έχει τον ρυθμό της εσωτερικής νοεράς προσευχής, μέσα από την οποία βγαίνει μια δυνατή φωνή με την επένδυση της σιωπής σώμα πολυόμματο, σaν τα Χερουβείμ, που βλέπουν μακρυά.
Όλα αυτά αν και φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, εν τούτοις είναι αρμονισμένα.
Σε όλες τις μετέπειτα επισκέψεις μου, στις δεκατίες του '60, '70, '80, είχα κέντρο την Νέα Σκήτη, μια ευλογημένη από κάθε πλευρά περιοχή, μένοντας στο καλύβι του Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος (Ξένου), που τον είχα Διευθυντή στο οικοτροφείο του Αγρινίου, κατά τα μαθητικά μου χρόνια, μια ισχυρή φυσιογνωμία, που εξέφραζε την αρρενωπότητα των αγιορειτών Πατέρων, με τον αυθόρμητο, διεισδυτικό, ελεγκτικό λόγο, αλλά και την μητρική καρδιά, όταν χρειαζόταν. Από την Νέα Σκήτη, όπου ασκούνταν ευλογημένοι Πατέρες και διατηρώ συγκινητικές αναμνήσεις στην καρδιά μου, ως πολύτιμο θησαυρό, ξανοιγόμουν, ως σε ορμητήριο πνεύματος, στην έρημο του Αγίου Όρους.
Στο Άγιον Όρος γνώρισα έναν άλλον κόσμο, μια άλλη Ήπειρο, γύρισα στο παρελθόν και αισθανόμουν το μέλλον, είδα πώς περίπου ζούσε ο Αδάμ προ της πτώσεως, πώς θρηνούσε μετά την έξοδο από τον Παράδεισο, πώς ζούσε μέσα στον άδη και πώς ζή τώρα στον Παράδεισο. Γνώρισα πολλούς αγιορείτες που ζούσαν όλες τις φάσεις της αδαμικής ζωής, δηλαδή της προπτωτικής, της μεταπτωτικής, και της εσχατολογικής. Το Άγιον Όρος είναι σε σμικρογραφία ολόκληρη η πνευματική αυτοβιογραφία της ανθρωπότητας, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις, την κοινωνικότητα και την αναρχία, την ηθική και την ασκητική, την λογική και την υπερλογική, τον βίο και την ζωή.
2. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για το Άγιον Όρος
Από φοιτητής ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τον βίο και την
διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε αυτό
οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον μακαριστό Καθηγητή μου
Παναγιώτη Χρήστου και τους τότε συνεργάτες του, γιατί μας
άνοιξαν τα μάτια σε αυτή την διδασκαλία που είναι η καρδιά της
ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και του Αγίου Όρους, αλλά και μας
συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.Στις περίφημες τριάδες του, το γνωστότερο έργο του περί των ιερώς ησυχαζόντων, υπάρχει και μια θαυμάσια αναφορά για το Άγιον Όρος. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον όσιο και ομολογητή Νικηφόρο γράφει: «Βίον αιρείται και ακριβέστερον, δηλαδή τον μονήρη, τόπον δε προς κατοικίαν τον της αγιωσύνης επώνυμον, εν μεθορίω κόσμου και των υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η της αρετής εστία), ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς».
Από το χωρίο αυτό και τα όσα προηγούνται και έπονται μπορούμε να σχολιάσουμε δύο σημεία.
Το πρώτον ότι ο Άθως είναι το επώνυμο της αγιωσύνης, δηλαδή το Άγιον Όρος είναι ο αγιασμένος τόπος, αφού είναι το μεθόριον μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, η εστία της αρετής. Είναι επώνυμος της αγιότητος, γιατί εκεί κατοικούν μοναχοί που αγιάζονται. Άλλωστε, γνωρίζουμε από την ορθόδοξη θεολογία ότι η Χάρη του Θεού από την ψυχή διαπορθμεύεται στο σώμα και από εκεί σε ολόκληρη την κτίση. Τα πάντα αγιάζονται από την Χάρη του Θεού δια του αγιασμένου ανθρώπου.
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, αφού σε αυτό μένουν επίγειοι άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι.
Είναι μεταξύ του κόσμου και του Παραδείσου, στην πραγματικότητα είναι ο προθάλαμος, ο πρόναος της θείας Λειτουργίας, που τελείται στον ουρανό, όπως την περιγράφει το βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Είναι εστία των αρετών, γιατί εκεί εξασκείται η πρακτική φιλοσοφία, η άσκηση με την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, που είναι η επίβαση της θεωρίας.
Το δεύτερον είναι ότι στο χωρίο αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε όλη αυτήν την ενότητα καταγράφεται σαφέστατα η διαφορά της θεολογίας και του τρόπου ζωής μεταξύ του οσίου Νικηφόρου και του δυτικόφρονος Βαρλαάμ.
Ο Νικηφόρος ήλκε το γένος «εξ Ιταλών», κατέρριψε την κακοδοξία τους και προσεχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας.
Πήγε στο Άγιον Όρος, υποτάχθηκε στους εγκρίτους των Πατέρων, δείχνοντας για πολύ χρόνο την ταπείνωσή του, προσέλαβε από εκείνους την τέχνη της ειρήνης, δηλαδή την πείρα της ησυχίας, και έγινε αρχηγός αυτών που αγωνίζονται με τον κόσμο της διανοίας, δηλαδή τους λογισμούς και τις φαντασίες, και παλεύουν με τα πνευματικά της πονηρίας, οπότε έγινε διδάσκαλος των μοναχών στην ησυχαστική παράδοση.
Επειδή έβλεπε ότι πολλοί αρχάριοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ούτε μετρίως την αστάθεια του νού τους, ο όσιος Νικηφόρος πρότεινε τον τρόπο με τον οποίον ήταν δυνατόν να συστείλουν μετρίως «τό πολυπόρευτον και φαντασιώδες» του νού.
Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στον όσιο Νικηφόρο, γράφει ότι για πολύ καιρό πέρασε «εν ηρεμία και ησυχία», έπειτα εισήλθε στα ερημικότερα μέρη του Αγίου Όρους, και αφού συγκέντρωσε διάφορα πατερικά χωρία «τήν νηπτικήν ημίν αυτών παρέδωκεν πράξιν».
Από τις αναφορές αυτές του αγίου Γρηγορίου Παλαμά φαίνεται η μέθοδος της ευσεβείας και της ησυχαστικής ζωής. Προηγείται η υπακοή στους πεπειραμένους Πατέρας, μέσα σε ζωή υπακοής, ησυχίας και ηρεμίας, και ακολουθεί η παραλαβή της τέχνης της ειρήνης των λογισμών. Μέ την ειδική αυτή τέχνη της νοεράς ησυχίας οι μοναχοί συστέλλουν τον νού από τις φαντασίες και την διάχυσή του στο περιβάλλον, και με τον τρόπο αυτόν νικούν τα πνεύματα της πονηρίας και λαμβάνουν το στεφάνι της νίκης.
Αντίθετα, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, ενώ ήλθε και εκείνος από την Ιταλία, εν τούτοις κράτησε την «κακοδοξία».
Και «ο φιλόσοφος ούτος την εαυτού φαντασιώδη πολύνοιαν επαφήκεν, οίόν τι πύρ, τώ κωλύοντι καθάπερ ύλη χρησάμενον» εναντίον του Νικηφόρου και της διδασκαλίας του. Δεν σεβάσθηκε την ομολογία του και την εξορία του, δεν σεβάσθηκε εκείνους που εκπαιδεύθηκαν από αυτόν στα θεία, δια των οποίων ο Θεός στόλισε και συνεκρότησε την Εκκλησία Του.
Έτσι, ενώ ο όσιος Νικηφόρος ακολούθησε την ησυχαστική μέθοδο, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ στηρίχθηκε στην φιλοσοφία και τον φαντασιώδη νού ενώ ο Νικηφόρος υποτάχθηκε στους Πατέρας, παραλαμβάνει την τέχνη της ησυχίας και γεννά λαμπρούς μαθητάς, ο Βαρλαάμ προσβάλλει και ατιμάζει τα συγγράμματα των αγίων και την μέθοδο με την οποία ο άνθρωπος αποκτά την γνώση του Θεού. Δύο κόσμοι διάφοροι μεταξύ τους, ο ένας κόσμος είναι της ορθόδοξης ζωής, ο άλλος κόσμος είναι της ζωής της στοχαστικής και σχολαστικής.
Ο π. Μωϋσής στο τρίτομο έργο του περιγράφει τους αγιορείτες Πατέρες του εικοστού αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την ζωή και την μέθοδο του οσίου Νικηφόρου και όχι του Βαρλαάμ. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί αυτήν την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων την συναντάμε και σήμερα στην εκκλησιαστική μας ζωή. Υπάρχουν μοναχοί και λαϊκοί που αγαπούν την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση και άλλοι που ακολουθούν την βαρλααμική παράδοση, η οποία είναι στην πραγματικότητα η σύγχρονη λεγόμενη μεταπατερική θεολογία.
Γι’ αυτό το έργο του π. Μωϋσή είναι σημαντικό, αφού μας δείχνει το Άγιο Όρος ως το μεθόριο μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, ως εστία της αρετής και ως το επώνυμο της αγιότητος, που συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας.
3. Το Άγιον Όρος με τα μάτια του π. Μωϋσή
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισα στο Άγιον Όρος, στην Μονή της
Σίμωνος Πέτρας. Εκείνος μου είπε ότι με συνάντησε για πρώτη
φορά στο καράβι που πηγαίναμε στο Άγιον Όρος εγώ ήμουν
Κληρικός και εκείνος λαϊκός. Δεν θυμάμαι αυτήν την σκηνή ούτε
και τον π. Μωϋσή.Όμως ήμουν στην Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας το έτος 1979, όταν την επισκέφθηκε ο π. Παΐσιος για να μιλήση με τους μοναχούς. Την εποχή εκείνη αναζητούσα τον π. Παΐσιο για να συζητήσω μαζί του κάποιο θέμα και τον βρήκα στην Ιερά Μονή του οσίου Γρηγορίου.
Ανέβηκα μαζί του στην Σιμωνόπετρα και επειδή δεν μπορούσε να με δη εκεί, με προσέλαβε στην συνοδεία του, βαδίζοντας περίπου τέσσερεις ώρες για να πάμε στο Κελλί του, την Παναγούδα, και να μιλήσουμε εκεί, όπου και διανυκτέρευσα και αξιώθηκα να γίνω αυτήκοος μάρτυρας του τρόπου της νυκτερινής προσευχής του.
Στην Σιμωνόπετρα, λοιπόν, άκουσα την διήγηση του π. Παϊσίου για τον πειρασμικό νυκτερινό επισκέπτη, το «ταγκαλάκι» που ενόχλησε τον π. Παΐσιο, που κοιμόταν δίπλα από το κελλί του π. Μωϋσή.
Έκτοτε ο π. Μωϋσής είχε πολλούς πειρασμούς και όλους τους αντιμετωπίζει με θάρρος, υπομονή, σιωπή, ησυχία και προσευχή. Μιλά και γράφει μέσα από πόνο και χαρά, με ποίηση και λόγο, με επιχειρήματα σοβαρά και αποφατικά, πάντως, όμως, μέσα από την μυστική ακρόαση του εσωτερικού σφυγμού του Αγίου Όρους. Αξιώθηκε και αυτός να γνωρίση τον κτύπο της καρδιάς του Αγίου Όρους, την μυστική και απόρρητη αγρυπνία του, το δυνατό του κρασί.
Δεν παραμένει στο εξωτερικό περίβλημα, που μπορεί να είναι σaν το σκληρό καρύδι, αλλά εισέρχεται φιλάνθρωπα στην ψύχα, τον καρπό, που τρώγεται ευχάριστα, θερμαίνει και ζωογονεί.
Ο λόγος του είναι ποιητικός και εκφαντικός, βγαλμένος μέσα από τον δικό του πόνο, την μυστική του προσευχή, τον αλάλητο στεναγμό, την αναζήτηση την καρδιακή, την αγωνία και την ησυχία του νοσοκομείου, το άγγιγμα του θανάτου και την βίωση της αναστάσιμης ζωής, την δεύτερη ζωή που του χάρισε ο Θεός με την συνέργεια των γιατρών, αλλά και την άλλη ζωή της αιωνίου απαρχή.
Είναι μια μαρτυρία ζωντανή και ευεργετική. Θαυμάζω την δραστηριότητά του, την κινητικότητά του, τον λόγο του και την μαρτυρία του, τα πετάγματα και την ισορροπία του, την αρρενωπότητα και την μητρικότητά του. Έτσι εξηγείται και η συγγραφή, που την εκλαμβάνει ως ευλογία θεϊκή.
Στο τρίτομο αυτό έργο μου άρεσαν πολλές εκφράσεις και χαρακτηρισμοί που δίνει σε διάφορους αγιορείτας που βιογραφεί. Παραθέτω μερικούς από αυτούς: «Εξασκών την νοεράν εργασίαν και εσθίων της θείας αγάπης το μέλι, γενόμενος και εις άλλους ωφέλιμος». «Η προσευχή τον ανέβαζε σε θείες θεωρίες». «Ιερός βλαστός και ευώδης ανθός… την ευωδία του ευφράνθησαν πολλοί». «Δόθηκε μετά δακρύων στην φίλη προσευχή». «Υπέταξε τον αντάρτη νού, την δέσποινα κοιλία και απέκτησε χρηστοήθεια» «Γέρασε μόνος και δεν είχε καμιά βοήθεια». «Ήλθε στο Άγιον Όρος στην περιβότητη Χερσόνησο των αγίων.
Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό φροντιστήριο της οσιότητος… του έδωσε ισχυρή δύναμη, για ν’ αρχίσει ιεραποστολικό έργο» «Τίς ασθένειες του σώματος θεωρούσε υγεία της ψυχής και πηγή ταπεινώσεως» «Ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 έτη μούντζωνε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά» «Άδολος, απλός, ευθύς, πράος, υπάκουος, ακτήμων, σπάνιος αγωνιστής, ευλαβέστατος, ειλικρινής, απονήρευτος» «Εκούσια και ακούσιος πείνα, φτώχεια, στέρηση, κακουχία, και ταλαιπωρία. Πυκνές ασθένειες και πολλοί πειρασμοί τον κούρασαν αλλά δεν τον απογοήτευσαν.
Τα δεχόταν όλα ως από Θεού» «Υπήρξε ασκητικός και βιαστής στην καλογηρική του». «Οι ένθεες αρετές στόλιζαν την αγνή του καρδιά…. Το νού του είχε μόνιμα στραμμένο στα ουράνια. Είχε χάρη το προσωπό του. Γαλήνευε κανείς μόνο που τον έβλεπε. Είχε παιδική ψυχή, απλότητα, ακακία, αγαθότηττα. Την αρετή του την έκρυβε επισταμένως. «Ζεί απλά, λιτά, καλογερικά, αναπτύσσοντας την αρετή της φιλοξενίας». «Έως της κοιμήσεώς του διατήρησε ακμαία τη φιλοθεΐα, τη φιλαγιότητα, το φιλάρετο, το φιλάδελφο, φιλάρετο και φιλοαθωνικό πνεύμα».
Πρίν τελειώσω αυτήν την σύντομη εισήγησή μου δεν μπορώ να αγνοήσω την άποψη του π. Μωϋσή για το Άγιον Όρος, όπως την διατύπωσε με ποιητικό τρόπο.
«Καράβι που ταξιδεύει το Άγιον Όρος με κατάρτι τον Άθωνα, σημαία την Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγία, στ’ αμπάρια κουβαλάει νάμα, μέλι, κερί και λιβάνι για τους πεινασμένους του νάρθηκα, για τους λαβωμένους των στασιδιών».
Καράβι είναι το Άγιον Όρος σaν την Εκκλησία –ναύς– που πλέει μέσα στην νεκρά θάλασσα του βίου τούτου, για να αποβιβάση τους επιβάτες του στο εύδιο λιμάνι, την θεωρία του Θεού. Αυτό το ζωντανό και ζωηφόρο καράβι δέχεται πολλούς πειρασμούς, από πειρατές και διαφόρους εσμούς, από κύματα και ονειδισμούς, βράχια και πάθια και όμως αυτό πορεύεται για να ελλιμενισθή στον προορισμό του, στο πέρας του μυστηρίου.
Κατάρτι του είναι ο περιώνυμος Άθως, τον οποίο στολίζει το αγιορείτικο Θαβώρ, που κρύβει μεταμορφωμένους αγιορείτας, φανερούς και αφανείς, γνωστούς και αγνώστους, θεατούς και αθεάτους, ενδεδυμένους και γυμνούς.
Άγκυρα είναι η Παναγιά, η άγκυρα της πίστεως και της ελπίδας, τα μητρόθεα σπλάχνα που αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο, που παραμένει σιωπηλή και εύλαλη μητέρα, η οποία αγαπά όλους τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όσους γίνονται πνευματικές μητέρες του Υιού της.
Στά αμπάρια του αυτό το ευλογημένο καράβι, ως πολύτιμους θησαυρούς δεν κουβαλάει απλώς τους καρπούς της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας, της παλαιογραφίας, αλλά ό,τι πιο ταπεινό, φτωχό και γλυκό διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι πέρα από τα αποκυήματα της φαντασίας, τους στοχασμούς και τους ευσεβισμούς. Είναι το νάμα, που γλυκαίνει και τρελλαίνει το μέλι, που γίνεται από τις μέλισσες της ησυχίας και προσφέρεται γι’ αυτούς που αγαπούν τα γλυκέα τώ λάρυγγι, τα άρρητα ή και ρητά ρήματα το κερί, που φωτίζει κενωτικά και παρηγορεί ιλαρά, όπως ιλαρό είναι το Φως του κόσμου το λιβάνι, που ευωδιάζει ουρανό και ανεβαίνει ως οσμή ευωδίας θανάτου και ζωής, ευλογημένης θανατοζωής.
Και τους θησαυρούς αυτούς τους φυλάει κρυφά, μυστικά για να τους δώση με απλοχεριά σ’ αυτούς που το αγαπούν και την μυστική φωνή του ακούν, σε όσους έχουν πονέσει εσχατολογικά και έχουν πληγωθή βαθειά, σ’ αυτούς που κάθονται στον Νάρθηκα και πεινούν για άλλη δικαιοσύνη και πονούν από τις πληγές που κανένα Νοσοκομείο δεν θεραπεύει και κανένας δεν μπορεί να ακουμπήση παρά μόνον ο αιώνιος γιατρός που αγγίζει τρυφερά.
Το Άγιον Όρος είναι τόπος λόγου και σιωπής, μυστηρίου και φανέρωσης, άσκησης και θεοπτίας, ανθρωπιάς και θεϊκής φοράς, παρελθόντος και εσχάτου.
Όλο το Άγιον Όρος βρίσκεται μέσα στην καρδιά του και το καταλαβαίνει αυτός που ακούει τον μυστικό κτύπο της, που λέγει ακατάπαυστα την ευχή, την ουράνια ωδή. Το εξωτερικό πλησίασμα του Αγίου Όρους είναι οι λαμπρές ακολουθίες του, αλλά το εσωτερικό του άγγιγμα είναι τα τερριρέμ, όχι της ψαλτικής, αλλά της ζωής της καρδιακής. Άν μπορούσε κανείς να πλησιάση την καρδιά ενός Αθωνίτου μοναχού, που κάθεται στο στασίδι του σε στάση ύπνου και ξύπνιου, όταν ψάλλονται τα τερριρέμ, αυτός μπορεί να δη τί είναι το Άγιον Όρος.
Αυτήν την στάση του αγρυπνούντος κεκοιμημένου μοναχού και την εσωτερική κραυγή του, που ορμά προς τον άναρχο Τριαδικό Θεό, σε μια αεικίνητη στάση και σε μια στάσιμη κίνηση περιγράφει στο τρίτομο έργο του ο π. Μωϋσής.
Έτσι το διάβασα και αυτήν την αίσθηση διέκρινα. Αυτό είναι το Άγιον Όρος. Όποιος γνώρισε κάποιο άλλο Άγιον Όρος, έχει σφαλερή αίσθηση και γνώμη που προσφέρεται για ταχύτατη αναθεώρηση, για να προσεγγίση κάποιον ζωηφόρο ερημίτη. Το Άγιον Όρος είναι γεμάτο από πνεύμα και ζωή, αγάπη και θαλπωρή, κομποσχοίνι και προσευχή, αναμονή και προσμονή, όνειρο και κραυγή, λάδι και κρασί, ώσμωση καταπληκτική και αιώνια ευλογητή.
Για να μιλήσης για το Άγιον Όρος πρέπει να είσαι καρδιακός αναζητητής, νηφάλια μεθυσμένος και οινοχόος καλός, πονεμένος εραστής και ευαίσθητος ποιητής, όπως είναι ο π. Μωϋσής.
Ευχαριστώ για την δική σας προσοχή.–
Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα
Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα
Μωυσή Μοναχού Αγιορείτου
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν
κυρίως Αγιορείτης. Στη θεοφώτιστη διδασκαλία του διδάσκει αυτό
που συνάντησε και βίωσε στο Άγιον Όρος. Ο άγιος Γρηγόριος ήταν
Αγιορείτης πριν γίνει Αγιορείτης, αφού είχε συνεχή τον σύνδεσμο
με την ασκητική, ησυχαστική, αθωνική ζωή. Όταν αναγκάσθηκε να
εξέλθει του φίλτατου Αγίου Όρους προς υπεράσπιση του ησυχασμού,
παρέμεινε ακραιφνής Αγιορείτης παρά τις πολεμικές, τις διώξεις,
τις τιμές και τις δόξες, μέχρι τη μακαρία κοίμησή του1.
Η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου
του Παλαμά δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά συμπύκνωση όλης
της παλαιότερης διδασκαλίας της Εκκλησίας, στη διάκριση μεταξύ
ουσίας και ενεργείας του Θεού, που συναντούμε στην Αγία Γραφή,
στους Αποστολικούς Πατέρες, στους Καππαδόκες Πατέρες, ιδίως στον
Μ. Βασίλειο και κατόπιν στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, τον άγιο
Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Η παλαμική διδασκαλία παρουσίασε
θαυμάσια τις διαστάσεις και τις συνέπειες της σωτήριας αυτής
διδασκαλίας2.
Ο Βαρλαάμ αποτελεί τον κανονάρχη
των ορθολογιστών φιλοσόφων, που αμφισβητούσαν βάναυσα την
ησυχαστική ζωή των νηπτικών πατέρων του παραδοσιακού αθωνικού
Ορθόδοξου μοναχισμού. Η τυχόν επικράτηση των αιρετικών
βαρλααμικών απόψεων θα σήμαινε κατάργηση του μοναχισμού και της
νηπτικής του εργασίας. Ο άγιος Γρηγόριος σταθερά επέμενε ότι ο
αληθινός δρόμος της θεογνωσίας είναι η καθαρότητα της καρδιάς κι
όχι η έξαρση της λογικής που οδηγεί στον αγνωστικισμό. Ένα από
τα πρώτα έργα του αγίου το «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων»
αναφέρεται με σαφήνεια στην παιδεία κι ότι η φιλοσοφία δεν
οδηγεί στη γνώση του Θεού, καθώς επίσης στη νοερά προσευχή και
στο άκτιστο φως3.
Ο άγιος Γρηγόριος μετέβη στο
Άγιον Όρος ως μαθητής και όχι ως διδάσκαλος. Η πολυετής προσευχή
του ήταν «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος!». Διετέλεσε υποτακτικός
θεοφώτιστων Γερόντων, παρέμεινε σιωπηλός και μόνο όταν υπήρξε
απόλυτη ανάγκη μίλησε και έγραψε κι εξήλθε του Όρους, για να
μεταφέρει την Παράδοση της Εκκλησίας, που μελέτησε και
διδάχθηκε, και το καθαρό βίωμα της εμπειρίας του. Ο ησυχασμός
είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το βασικό γνώρισμα της
αγιοπατερικής διδασκαλίας και αυτό μετέφερε, καθώς αναφέρει ο
άριστος βιογράφος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο επίσης
νηπτικός και ησυχαστής4.
Ας δούμε τις ιερές μορφές Αθωνιτών όσιων και τη νοερά εργασία
τους την εποχή του αγίου Παλαμά και μετά από αυτόν:
Ο άγιος Φιλόθεος ως Λαυριώτης
μοναχός υπογράφει τον Αγιορείτικο Τόμο του 1339. Πήρε μέρος στις
ησυχαστικές έριδες, στο πλευρό του αγίου Παλαμά. Το 1346, ενώ
ήταν ακόμη στη Μ. Λαύρα, έγραψε δύο λόγους περί του Θαβωρείου
Φωτός και κατά του Ακινδύνου. Πήρε μέρος στη Σύνοδο του 1351 ως
μητροπολίτης Ηρακλείας για το ησυχαστικό ζήτημα και συνέταξε τον
Τόμο των Πρακτικών της. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα
του Παλαμά και καθώρισε τη μνήμη του τη Β' Κυριακή των Νηστειών
συνθέτοντας την ακολουθία του. Στα πολλά έργα του ο άγιος
Φιλόθεος χρησιμοποιεί με χάρη τη χαρακτηριστική ησυχαστική
ορολογία ως γνήσιος ησυχαστής.
Γέροντας του αγίου Γρηγορίου, ο
οποίος τον ενέπνευσε και μύησε στα καλά της ησυχαστικής ζωής,
είναι ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής, ο οποίος ασκήθηκε στα
ερημικώτερα μέρη του Αγίου Όρους και διέδωσε τις ησυχαστικές
αντιλήψεις μεταξύ των Αγιορειτών. Καρπός της αθωνικής ησυχίας
είναι η σοφή πραγματεία του «Περί νήψεως και φυλακής καρδίας»,
που βρίσκεται στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. Εκτός της
μελέτης και της συγγραφής μόνιμο μέλημά του ήταν η άσκηση της
νοεράς προσευχής, που έχοντας πηγή τους λόγους των αγίων
Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου Αιγυπτίου, Ιωάννου της Κλίμακος,
Διαδόχου Φωτικής και Συμεών του Νέου Θεολόγου, έγινε κτήμα της
φωτισμένης καρδιάς του. Γι’ αυτό μπορεί να μιλά τόσο καθαρά περί
νήψεως στα έργα του: «Την μεν προσοχήν τινές των αγίων νοός
τήρησιν έφησαν, άλλοι δε καρδιακήν φυλακήν, έτεροι δε νήψιν και
άλλοι νοεράν ησυχίαν και άλλοι άλλως. Τα δε πάντα εν και το αυτό
δηλούσιν ως αν τις είποι άρτον και είποι και τεμάχιον και είποι
και βουκίον, Ούτω και περί τούτων νόει. Τι δε εστί προσοχή και
τι τα ταύτης ιδιώματα, ακριβώς μάνθανε. Προσοχή εστί μετανοίας
ακραιφνούς γνώρισμα, προσοχή εστίν αθέτησις αμαρτίας και αρετής
επανάληψις, προσοχή εστίν συγχωρήσεως αμαρτιών ανενδοίαστος,
πληροφορία· προσοχή εστίν αρχή θεωρίας, μάλλον δε υπόθεσις
θεωρίας· δια ταύτης γαρ ο Θεός, παρακύψας, εμφανίζεται τω νοΐ·
προσοχή εστίν αταραξία νοός, ή μάλλον, στάσις αυτής, δι' ελέους
Θεού τη ψυχή βραβευθείσα· προσοχή εστί καθαίρεσις μεν λογισμών,
Θεού δε μνήμης ανάκτορον και της των επερχομένων υπομονής
ταμειούχος· προσοχή εστί πίστεως, ελπίδος και αγάπης παραίτιος»5.
Ο ησυχαστής όσιος Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους πρώτους και
σημαντικούς προδρόμους της μεγάλης ησυχαστικής κινήσεως του 14ου
αιώνα6.
Επίσης Γέροντας του αγίου Παλαμά
υπήρξε ο όσιος Νικόδημος ο Ησυχαστής (1322), ο οποίος κατά τον
άγιο Φιλόθεο υπήρξε «ανήρ θαυμαστός κατά τε πράξιν και θεωρίαν»,
ασκητής έξω της μονής Βατοπαιδίου, τον οποίο ανακάλυψε ο θείος
Παλαμάς, θαύμασε τον βίο του κι έζησε πλησίον του εν νηστεία και
αγρυπνία και νήψει και αδιαλείπτω προσευχή επί μία τριετία
(1319-1322) και από αυτόν έλαβε το μέγα και αγγελικό των μοναχών
σχήμα7.
Ο άγιος Παλαμάς συνδεόταν επίσης
με τον Αθωνίτη φιλοησυχαστή κι αντιλατινόφρονα άγιο Θεόληπτο,
μητροπολίτη Φιλαδέλφειας (1324/26)8.
Είναι γεγονός και πρέπει να τονισθεί πως όλοι οι οπαδοί της
ησυχαστικής κινήσεως ήταν και πρόκριτοι της ανθενωτικής, γι'
αυτό και είχαν πρώτους αντιπάλους τους λατινόφιλους. Ο άγιος
Θεόληπτος σε λόγο του «Περί του μοναδικού επαγγέλματος» γράφει
προς μοναχό: «Την οδό της διανοίας οδεύων, τα ρήματα της ευχής
αναλέγου· και διαλέγου τω Κυρίω αεί βοών και μη εκκακών πυκνά
δεόμενος και την αναίδειαν μιμούμενος τής τον αμείλικτον κριτήν
δυσωπησάσης χήρας. Τότε πνεύματι περιπατείς και σαρκικαίς
επιθυμίαις ου προσέχεις και λογισμοίς κοσμικοίς ου διατέμνεις
της ευχής την συνέχειαν ναός δε Θεού χρηματίζεις, απερισπάστως
τον Θεόν εξυμνών. Ούτω κατά διάνοιαν ευχόμενος, αξιούσαι και εις
μνήμην Θεού διαβαίνειν και εν τοις αδύτοις του νου εισιέναι και
μυστικαίς θεωρίαις τον αόρατον κατοπτεύειν και γνωστικώς ενιαίως
και αγαπητικαίς εκχύσεσι, μόνος τω Θεώ μόνω κατά μόνας
λειτουργών»9. Ο άγιος
Θεόληπτος υπήρξε συμμαθητής του αγίου Παλαμά του ιερού
«φροντιστηρίου» του οσίου Νικηφόρου Περί φυλακής της καρδίας και
της τέχνης της προσευχής. Ο άγιος Θεόληπτος μαθητή είχε τον
λόγιο μητροπολίτη Εφέσου Ματθαίο και τη μοναχή Ευλογία, πρώην
αυτοκράτειρα Ειρήνη Χουμναίνα Παλαιολογίνα. Θεωρείται
πρωτεργάτης ενός αναγεννητικού πνεύματος στο Βυζάντιο, βασισμένο
στην πατερική παράδοση. Πρόκειται για λαμπρό εισηγητή του
ησυχαστικού πνεύματος στις κοινωνίες του κόσμου και συνεχιστή
του έργου του Αθωνίτη Οικουμενικού Πατριάρχη Αθανασίου, που
έγινε φορέας των ησυχαστικών ιδεών μέσω των μαθητών του στον
κόσμο και η προσευχή του Ιησού έγινε κτήμα πολλών,
φτερουγίζοντας από τις έρημους και τις μονές, για να σκηνώσει σε
όλη την Εκκλησία, ακόμη και στα αυτοκρατορικά δώματα, αφού ο
άγιος Αθανάσιος υπήρξε σύμβουλος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του
Β' του Παλαιολόγου και στην εποχή του πραγματοποιείται μια
θεοκρατία στην πόλη του, στην καλύτερη μορφή της10.
Την ίδια εποχή στο Άγιον Όρος
εργάζεται ο μεγάλος νηπτικός πατήρ και διδάσκαλος της νοεράς
προσευχής όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης (+1346), ο οποίος διέδωσε
τον ησυχασμό σε όλα τα Βαλκάνια δια των αγίων μαθητών του. Ο
βιογράφος και μαθητής του άγιος Κάλλιστος γράφει περί αυτού:
«Πάσαν σχεδόν την των μοναχών πληθύν και νύκτωρ και μεθημέραν
εδίδαξε και εφώτισε, και δια της καθαράς ησυχίας και προσευχής
τω Θεώ μετά σπουδής πάντας τους προσερχόμενους προσωκειώσατο»11.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην παράφραση του ωραιότατου
βίου του Καλλίστου αναφέρει πώς ο όσιος Γρηγόριος «είχε
διαπαντός έργον περισπούδαστον να δράμη Αποστολικώς όλην την
Οικουμένην, και να σύρη όλους τους Χριστιανούς εις την θείαν
ανάβασιν με την διδασκαλίαν του, εις τρόπον όπου με το μέσον της
πρακτικής αρετής να τους ανεβάση, ωσάν και τον εαυτόν του, εις
το ύψος της θεωρίας με την συχνήν δέησιν της νοεράς προσευχής,
καθώς και έγινε με το έργον τη αλήθεια δια της θείας χάριτος»12.
Αξιόλογοι μαθητές του οσίου
Γρηγορίου του Σιναΐτου και θερμοί ακόλουθοι της ησυχαστικής
παραδόσεως ήταν Μάρκος ο νηπτικός από τις Κλαζομενές, Ιάκωβος
Επίσκοπος Σερβίων, Ααρών ο διορατικός, Μωυσής, Κλήμης από τη
Βουλγαρία, Λογγίνος, Κορνήλιος και Ησαΐας. Οι τρεις τελευταίοι
είναι αυτοί που βρήκε ο Γρηγόριος ασχολούμενους με τη θεωρητική
ζωή στη σκήτη του Μαγουλά. Απέκτησαν και αυτοί αρκετούς μαθητές
και τους μύησαν στα μυστικά της ιεράς ησυχίας: «Τη μελέτη και
σπουδή των κρειττόνων προστετηκότες και μέχρι τελευτής τη νοερά
και σωτηριώδει εργασία εμμελετώντες και ασχολούμενοι» κατά τον
άγιο Κάλλιστο.
Ο άγιος Κάλλιστος (+1363)
συνδέεται στενά, εκτός του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτη, και με
τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, του οποίου υπήρξε ενθουσιώδης
ακόλουθος, τον συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη και στην
Κωνσταντινούπολη, υπέγραψε τον Αγιορείτικο Τόμο (1339),
συγκάλεσε σύνοδο στα ανάκτορα των Βλαχερνών, που επικύρωσε την
παλαμική διδασκαλία13.
Αναδείχθηκε και σημαντικός συγγραφέας14,
όπου καθαρά φαίνεται η καθαρή καρδιά και η αγάπη της ησυχίας:
«Νους καθαρθείς δια της νήψεως, ραδίως σκοτίζεται, ει μη τη
συνέχει μνήμη του Ιησού απασχολείται πάντη των έξωθεν. Ο δε την
πρακτικήν συναρμόσας τη θεωρία, οιονεί τη του νοός τηρήσει,
ψόφους ουκ απαναίνεται κτύπους ανάρθρους ή και ενάρθρους ουκ
αποσείεται, τρωθείσα γαρ η ψυχή τω θείω έρωτι του Χριστού, ως
αδελφιδώ τούτω γε κατακολουθεί15
Οι άριστα βιογραφούμενοι από τον
άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο Αγιορείτες όσιοι· Γερμανός ο Μαρούλης
(1336) ο λάτρης της ησυχίας, ο ισόβιος υποτακτικός, ο θεωρητικός16,
Σάββας ο Βατοπαιδινός (+1394), ο δια Χριστόν σαλός, ο «λιμώ τε
και δίψει και παννύχοις προσταλαιπωρών αγρυπνίαις, ώσπερ άσαρκος
τις και άυλος ων η πτηνός μάλλον και ουκ άνθρωπος, μηδέν έχων
μεθ' εαυτού το παράπαν, ει μη το σώμα», ο αγωνισθείς κατά του
Ακίνδυνου17, Ισίδωρος
ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (+1350), του οποίου ο βίος είναι
γεμάτος από θεοφάνειες, αγγελοφάνειες κι αγιοφάνειες, ο άγιος
Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον έστειλε στον κόσμο και στάθηκε ένας από
τους πρωτοστάτες του αντιβαρλααμικού αγώνος, μεταλαμπαδευτής της
νοεράς προσευχής σε περισσότερα στρώματα ανθρώπων, το μοναχικό
σχήμα έλαβε από τον άγιο Παλαμά, του οποίου υπήρξε συνοδοιπόρος
στους αντιαιρετικούς αγώνες και ως Πατριάρχης τον αποκατέστησε
και τον χειροτόνησε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης18.
Ορισμένοι των μαθητών του οσίου
Γρηγορίου του Σιναΐτου μετέφεραν το ησυχαστικό αθωνικό πνεύμα
στα Βαλκάνια και πέραν αυτών, όπως οι όσιοι Ρωμύλος (+1375), που
μετέφερε στον σερβικό μοναχισμό την ασκητική και μυστική
παράδοση του διδασκάλου του, με τους δικούς του μαθητές Νέστορα,
Δανιήλ, Σισώη, Μαρτύριο και Γρηγόριο κι έχουμε μια μεγάλη
εξάπλωση του ησυχασμού στη Σερβία και Βουλγαρία19,
Θεοδόσιος (+1362), που στη μονή που ίδρυσε στο Κελιφάρεβο
Τυρνόβου, καλλιέργησε τα γράμματα και τη νήψη και την έκανε
κέντρο ησυχασμού, παιδείας και πολιτισμού, σε δύο συνόδους που
κλήθηκε υπεράσπισε σθεναρά την αλήθεια των ήσυχαστών20,
ως και ο μαθητής του Ευθύμιος Τυρνόβου (+1401/2), σημαντικός
Βούλγαρος συγγραφέας, ο οποίος έγραφε στον συνέκδημό του άγιο
Κυπριανό Κιέβου περί των καλών της ησυχίας: «Η έρημος είναι
μήτηρ της ησυχίας, νηστείας διδάσκαλος, σύζυγος πνευματική,
κλίμαξ προς ουρανόν φέρουσα, οδός προς Θεόν απλανής, άλυσις
ευεργετική, ησυχία και νηστεία, αγνεία παρακλητική, σοφίας
καθηγητής»21. Φίλος
των παραπάνω αγίων ήταν ο άγιος Νικόδημος της Τισμάνα (+1406) ως
και των αγίων Φιλόθεου Κόκκινου και Γρηγορίου του Παλαμά.
Καλλιέργησε μακροχρόνια τη νοερά προσευχή κι αξιώθηκε
χαρισμάτων. Στις μονές που ίδρυσε στη Βουλγαρία και Ρουμανία,
μετέφερε τις ησυχαστικές ιδέες. Θεωρείται πατέρας του ρουμάνικου
μοναχισμού22.
Παρόμοιο έργο επιτελεί στη Ρωσία ο Αθωνίτης ησυχαστής άγιος
Κυπριανός μητροπολίτης Κιέβου (+1406) με τις μεταφράσεις
ασκητικονηπτικών κειμένων και την εδραίωση της περί τον άγιο
Σέργιο του Ραντονέζ ησυχαστικής κινήσεως και της προς το Άγιον
Όρος στροφής των Ρώσων. Η μυστική ζωή ήρεμα γίνεται δεκτή, παρά
τις κάποιες αντίθετες ιδέες, υιοθετούνται οι παλαμικές
αντιλήψεις και δημιουργείται η σημαντική κίνηση των πέρα του
Βόλγα σπουδαίων στάρετς23.
Μεγάλη μορφή ησυχαστή είναι του
οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη (+1365), του οποίου η συνομιλία με
τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη αποτελεί σταθμό στη νηπτική
γραμματεία. Αναφέρει λοιπόν πώς με τη βοήθεια της Θεοτόκου
«άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν, και ο νους
μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου, και της
Θεοτόκου μου, και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμησιν αυτών,
και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την
καρδίαν μου… Εποθούσα την ησυχίαν πάντοτε, δια να απολαύσω πλέον
περισσότερον τον καρπόν της προσευχής ο οποίος είναι μία αγάπη
υπερβολική εις τον Θεόν, και μία αρπαγή του νοός προς τον
Κύριον… Όταν έλθη η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον
δια μέσου της προσευχής, τότε παύει η προσευχή· επειδή και ο
νους κυριεύεται όλος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και δεν
ημπορεί πλέον να ενεργήση τας δυνάμεις του, αλλά μένει αργός,
και υποτάσσεται εις το Άγιον Πνεύμα, και όπου θέλει το Άγιον
Πνεύμα τον πηγαίνει, ή εις αέρα άυλον θείου φωτός, ή εις άλλην
θεωρίαν ανεκδιήγητον ή και πολλάκις εις ομιλίαν θεϊκήν και εν
συντομία, καθώς θέλει το Πνεύμα το Άγιον, έτσι παρηγορεί τους
δούλους του καθώς πρέπει εις τον καθένα, έτσι του δίδει και την
χάριν του»24.
Βλαστός της αθωνικής ησυχαστικής
χορείας είναι και ο όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (1380), μαθητής
των σπουδαίων ησυχαστών Γρηγορίου και Μωυσή της σκήτης του
Μαγουλά, των οποίων το πνεύμα μετέφερε στη μοναστηριούπολη των
Μετεώρων25. Επίσης ο
άγιος Κάλλιστος ο Β', ο Παντοκρατορινός και Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως (1397), ο οποίος μαζί με τον όσιο Ιγνάτιο τον
Ξανθόπουλο έγραψαν περί των καλών της θεοποιού ευχής:
«Αδιαλείπτως τοίνυν παράμεινον τω ονόματι του Κυρίου Ιησού, ίνα
καταπίη η καρδία τον Κύριον και ο Κύριος την καρδίαν και γένηται
τα δύο εις εν. Και αύθις μη χωριζέτω την καρδίαν υμών από του
Θεού, αλλά προσμένετε και φυλάσσετε αυτήν μετά της μνήμης του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε έως ου εμφυτευθή το όνομα του
Κυρίου έσω εν τη καρδία και μηδέν έτερον εννοή, ίνα μεγαλυνθή
Χριστός εν υμίν»26. Ο
άγιος Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης συνεχίζοντας θα πει: «Όταν το του
νοός πρόσωπον νεύον είσω καρδίας, δρα την του πνεύματος έλλαμψιν
εξ αυτής αείβλυτα πηγάζουσαν, τότε πάνυ καιρός του σιγάν»27.
Παρατηρούμε πώς κεντρική μορφή
του 14ου αιώνα αναδείχθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359).
Τα έργα του τον κατατάσσουν μεταξύ των μεγάλων θεολόγων και
πατέρων της Εκκλησίας. Ύστερα από τις γνωστές ησυχαστικές έριδες
μας άφησε δωρεά ανεκτίμητη, ογκώδη μυστική γραμματεία. Ο
Αθωνίτης ασκητής, ύστερα από πολλούς και μακρούς αγώνες,
δικαιώθηκε από τρεις συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως 1341,1347
και 1351. Ο σοφός ιεράρχης της Θεσσαλονίκης ανανέωσε με το έργο
του τις περί του ακτίστου φωτός θείες εμπειρίες της Εκκλησίας.
Το έργο του αυτό επηρέασε βαθειά τη μετέπειτα θεολογία και τη
μοναστική ζωή. Η νίκη του αγίου Παλαμά κατά των αιρετικών, ήταν
νίκη του Αγίου Όρους, κατά των ρευμάτων του ουμανισμού και της
κυριαρχίας του ορθού λόγου και της γνώσεως, που έθεταν την πίστη
σε δεύτερη μοίρα και αλλοίωναν το νόημα της ευαγγελικής αγάπης,
προσευχής και ασκήσεως. Ο 14ος αιώνας με την παρουσία
εμπνευσμένων μορφών και με κορυφαίο τον άγιο Παλαμά δύναται να
χαρακτηρισθεί ως ο λαμπρότερος στην ιστορία της αθωνικής
αγιότητος. Η πνευματική ζωή είχε φθάσει σε υψηλό βαθμό και η
αρετή των μοναχών κυριαρχούσε28.
Θα μπορούσαμε να πούμε πώς η
δόξα του 14ου αιώνα ήταν μια πλούσια δωρεά, που θα έπρεπε να
φυλαχθεί στις δυσκολίες που θα ακολουθούσαν. Όμως και μέσα στους
αιώνες της δουλείας ο Άθωνας δεν υστερήθη οσίων ησυχαστών: Νήφων
ο Καυσοκαλυβίτης (+1411) μαθητής των οσίων Νείλου του Εριχιώτη,
Θεογνώστου και Μαξίμου του Καυσοκαλύβη με υπερθαύμαστη άσκηση
και υψηλή θεωρητική ζωή29,
Νείλος της Σόρας (+1508), ο οποίος χρησιμοποίησε στα συγγράμματά
του την ησυχαστική ορολογία των Αθωνιτών, την οποία παρουσίασε
σε μοναχούς και λαϊκούς, γιατί η άσκηση και η προσευχή ως
μέθοδος τελειοποιήσεως του πνεύματος είναι εξ ίσου απαραίτητη σε
όλους30, ως και ο
ομόφρονας μαθητής του Ιννοκέντιος τού Βολογκόντσκυ (+1521)31,
Διονύσιος ο εν Ολύμπω (+1541), ο λάτρης της ησυχίας και νήψεως32,
Θεωνάς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (+1542), όπου κατά τον άγιο
Νικόδημο τον Αγιορείτη «ησύχαζεν εκεί (στο ασκητήριό του) μόνος,
μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και πάλιν συνήρχετο με τους μαθητάς
του, παρήγορων αυτούς πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του…
συνομιλεί με τον Θεόν, και εις την αγάπην αυτού ανεφλέγετο,
είναι απόδειξις, ότι ηγάπησε τον Θεόν εξ όλης ψυχής του, και εξ
όλης καρδίας του, και εξ όλης ισχύος του, και εξ όλης της
διανοίας του»33.
Φορέας των παλαμικών ιδεών στη
Ρωσία ήταν και ο Βατοπαιδινός μοναχός Μάξιμος ο Γραικός (+1556),
ο οποίος παρά τις πικρές του περιπέτειες, μέσα στη φυλακή έγραψε
με κάρβουνο στον τοίχο κανόνα στο Άγιον Πνεύμα, κι αναδείχθηκε
για το αναμορφωτικό του έργο το πιο λαμπρό ελληνικό όνομα στη
Ρωσία34.
Ο όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης
(+1651) «καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον
ερμημικώτερον και εύρων σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο
μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας
προσπάθειας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος,
μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας,
άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ει μη μόνος εκείνος, όστις
τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους
άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος… πόσας δε αγγελικάς
οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις»35.
Πράγματι ο «ΙΗ' αιών ομοιάζει εν
Άθω εις πολλά τον ΙΔ'»36.
Πρώτος της πνευματικής αυτής κινήσεως υπήρξε ο όσιος Ακάκιος ο
Καυσοκαλυβίτης (+1730), τον οποίο δικαίως ο ομόφρονας
υποτακτικός του παπα-Ιωνάς ο Καυσοκαλυβίτης (+1765) εξαίρει ως
πρότυπο ασκητή-ησυχαστή, νηστευτή-σπηλαιώτη, αλείπτη
νεομαρτύρων, διδάσκαλο της νοεράς προσευχής, όταν προσευχόταν
«έβγαινε φλόγα πυρός από του στόματός του»37.
Του ίδιου πνεύματος ήταν και ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης
(+1745), περί του οποίου ο πρώτος βιογράφος του όσιος Νικόδημος
ο Αγιορείτης, γράφει περί των μεγάλων ασκητικών του αγώνων και
προσευχών του «μετά δακρύων πολλών και στεναγμών (έλεγε) το
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Είχεν έργον
παντοτινόν ο αείμνηστος, και εσπούδαζεν, αν ήτον τρόπος, και δεν
εμποδίζετο από τους ανθρώπους, να μην την αφίνη, ούτε από τον
νουν του ούτε από το στόμα του»38. Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779), μετά εικοσαετή
άσκηση στη μονή Φιλόθεου και εσωτερική πληροφορία εξήλθε στον
κόσμο και κατά τις εθνοσωτήριες και ψυχωφελείς ιεραποστολικές
του περιοδείες μοίραζε σταυρούς και κομποσχοίνια, μιλώντας απλά
αλλά μεστά, για τη δύναμη της νοεράς προσευχής: «Να πάρετε όλοι
από ένα κομπολόγιον, και το κομπολόγιόν σας να έχη τριάντα τρία
σπυρία, και να προσεύχεσθε να λέγητε το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ
και Λόγε του Θεού του ζώντος, δια της Θεοτόκου και πάντων σου
των Αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλόν σου. Μέσα
εις το Κύριε Ιησού Χριστέ, αδελφοί μου, τι θεωρεί; θεωρεί η Αγία
Τριάς, ο Θεός μας, η ένσαρκος οικονομία του Χριστού μας. Και
πάντες οι Άγιοι με τον Σταυρόν και με το Κύριε Ιησού Χριστέ
επήγαν εις τον παράδεισον. Και όποιος λέγει αυτόν τον λόγον και
κάμνει και τον Σταυρόν του, καν άνδρας, καν γυναίκα, ευλογεί τον
ουρανόν, την γην, την θάλασσαν. Με τον Σταυρόν και με το Κύριε
Ιησού Χριστέ ιατρεύονται κάθε αρρωστείες. Με τον Σταυρόν και με
το Κύριε Ιησού Χριστέ, οι Απόστολοι αναστούσαν νεκρούς και
ιάτρευαν πάσαν ασθένειαν. Με τον σταυρόν και με το Κύριε Ιησού
Χριστέ αποστομώνει ο άνθρωπος κάθε αιρετικόν. Με τον Σταυρόν και
με το Κύριε Ιησού Χριστέ αγιάζει ο άνθρωπος και πηγαίνει εις τον
παράδεισον, να χαίρεται και να ευφραίνεται ωσάν οι Άγγελοι»39.
Μια τετράδα οσίων θα σταθεί στην
κορυφή της δημιουργικής πνευματικότητας του 18ου και 19ου αιώνος
και θα μας δώσει ένα λαμπρό αναγεννητικό έργο, του οποίου τους
ευχύμους καρπούς γευόμαστε μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τους
ομόφρονες νεοησυχαστές Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (+1794), Μακάριο
Νοταρά (+1805), Νικόδημο Αγιορείτη (+1809) και Αθανάσιο Πάριο
(+1813). Οι τρεις τελευταίοι είναι και οι πρωτοστάτες του
λεγόμενου κινήματος των Κολλυβάδων. Το κίνημα αυτό μιλούσε ζωηρά
για επιστροφή στη ζωντανή πατερική παράδοση, περί συνεχούς θείας
Μεταλήψεως, συνειδητής συμμετοχής του λαού στη λατρεία, νήψεως
και ασκητικότητος. Μάλιστα οι όσιοι αυτοί ασχολήθηκαν με τη ζωή
και το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Γέροντα
είχε τον ησυχαστή Βασίλειο, συγγραφέα και μεταφραστή νηπτικών
έργων. Μετά πολυετή παραμονή στον Άθωνα επέστρεψε στη Ρουμανία,
όπου στις μονές που προΐστατο, έτρεφε τους πολλούς μοναχούς του
κυρίως με τα νηπτικά έργα, που μετέφραζαν συνέχεια, όπως τη
Φιλοκαλία το 1793, και πολλά άλλα, που στη συνέχεια μεταφέρθηκαν
και στη Ρωσία και δημιούργησαν ησυχαστική αναγέννηση με
πλουσίους καρπούς. Μεταξύ των έργων αυτών διακρίνονται και έργα
του αγίου Παλαμά. Περί της νοεράς προσευχής γράφει ο όσιος
Παΐσιος: Οι άγιοι ονομάζουν την προσευχή αυτή τέχνη τεχνών.
Ποιος μπορεί ν' ασχοληθεί μ' αυτή χωρίς να διδαχτεί από έναν
τεχνίτη, δηλαδή από έναν έμπειρο καθοδηγητή; Η προσευχή αυτή
είναι μάχαιρα του πνεύματος, δοσμένη απ' τον Θεό για να
συντρίψουμε τον εχθρό των ψυχών μας. Για κείνον όμως που δεν τη
χρησιμοποιεί σωστά, υπάρχει φόβος να στραφεί εναντίον του. Η
προσευχή αυτή έλαμψε σαν ήλιος ανάμεσα στους μοναχούς40.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
γνώρισε τον μοναχισμό και τη νοερά άθληση από τους ενάρετους
εξόριστους Κολλυβάδες Γρηγόριο, Νήφωνα, Αρσένιο και Σίλβεστρο
τον Καισαρέα στην Ύδρα. Η γνωριμία του και συνεργασία του με τον
άγιο Μακάριο Κορίνθου τον Νοταρά έφερε ως μεστό καρπό τη συλλογή
και έκδοση της περίφημης Φιλοκαλίας, το 1782, η οποία αποτέλεσε
σταθμό για την Ορθόδοξη πνευματικότητα και είχε μεγάλη απήχηση
στον μοναχισμό και στον πιστό λαό, ώστε αργότερα να χαρακτηρίζει
την εποχή αυτή41. Η
απώλεια των χειρογράφων του οσίου της εκδόσεως των Απάντων του
Αγίου Παλαμά μετά δικών του σχολίων τον έκανε κατά τον βιογράφο
του «κλαίοντα και οδυρόμενο». Κατά τον άγιο Νικόδημο: «Ο Παλαμάς
εις τον ακρότατον ανελθών και ταις θεοπτικαίς λάμψεσι
καταυγαζόμενος την διάνοιαν, σοφώτατα και θεολογικώτατα
συγγράμματα τη Εκκλησία καταλείπει». Ο Γέρων Θεόκλητος
Διονυσιάτης εύστοχα παρατηρεί για τον όσιο Νικόδημο: «Τον
Παλαμάν εθεώρει ως τον εκφραστικώτερον θεολόγον του Ησυχασμού,
υπέρ ου τόσον εμόχθησε και τόσα έπαθεν επί δεκαπενταετίαν δια
την Συνοδικήν του δικαίωσιν. Εις τα έργα του ο θειος Πατήρ
περισσότερον παντός άλλου επικαλείται τον Παλαμάν, ον μνημονεύει
μετά πολλού σεβασμού και αγάπης, οσάκις πρόκειται να υποστηρίξη
μίαν άποψίν του θεολογικήν, αναφερομένην εις την Ορθόδοξον
πνευματικότητα»42. Θ'
αρκεσθούμε μόνο σε μια φράση του οσίου από το αριστουργηματικό
του Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον επί του θέματός μας·
«Συνεργούντος σοι του συνεχώς εν τη καρδία σου μελετωμένου
γλυκύτατου Ιησού, θέλεις αναβή και εις τα υπέρ φύσιν διότι
ανασκαλεύων δια της νοεράς ταύτης εργασίας και εξάγων τον χουν,
και την τέφραν των παθών, και πονηρών λογισμών και προλήψεων από
της καρδίας σου, η οποία έχει εν εαυτή συγκεχωσμένον τον
σπινθήρα της υπερφυσικής χάριτος του Θεού, θέλεις εύρη και αυτόν
τον ίδιον σπινθήρα ον ήλθεν ο Χριστός βαλείν επί της γης της
καρδίας, και θέλεις χαρή επί τη ευρέσει αυτού χαράν ανεκλάλητον,
και από της χαράς σου θέλεις χύση γλυκύτατα δάκρυα43.
Ο όσιος Αθανάσιος ο Πάριος στο
προοίμιο της παραφράσεως του βίου του αγίου Παλαμά, μεταξύ
άλλων, αναφέρει πώς γράφει: «από ένα θερμότατον πόθον, όπου
αισθάνομαι εις την καρδίαν μου, προς τον μέγαν εν ιεράρχαις
Γρηγόριον, τον θαυμάσιον ποιμένα της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης,
τον λαμπρότατον φωστήρα, όλου του νοητού στερεώματος της
Ορθοδόξου Εκκλησίας… Εφρόνει (μετά της Καθολικής Εκκλησίας
δηλονότι) και όχι μόνον εφρόνει, αλλά και πολλά έγραψε, και με
όλας τας δυνάμεις ηγωνίσθη να απόδειξη και απέδειξεν ότι πάσα
θεία ενέργεια και η θεία και θεοποιός χάρις και το φως όπου
έλαμψεν ο Κύριος εις την θείαν του μεταμόρφωσιν ήσαν και είναι
άκτιστα, και δυσσεβείς και κακόφρονας απέδειχνεν εκείνους, όπου
τα εδογμάτιζαν κτιστά44.
Παραλείποντες θαυμαστά στοιχεία
βίων ιερών μορφών νεοησυχαστών Αγιορειτών του 19ου και 20ου
αιώνος, που υπάρχουν σε πολλά σύγχρονα Γεροντικά45,
θα σταθούμε σε τέσσερις αρκετά γνωστές μορφές των ημερών μας,
μακαριστούς πλέον και μακάριους, οι οποίοι πολλούς πολύ
ωφέλησαν.
Πρόκειται για τον πολύτεκνο και
καλλίτεκνο ασκητή Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (+1959)46
περί του οποίου γράφει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής
Βατοπαιδίου αρχιμανδρίτης Εφραΐμ ως πνευματικός εγγονός αυτού:
«Μελετώντας κανείς τις επιστολές του μακαρίου Γέροντα Ιωσήφ, το
πρώτο που επισημαίνει είναι τον πόθο του, τη νοσταλγία του, την
πολλή μεγάλη επιθυμία του να πείση το συνάνθρωπό του να ασχοληθή
με την ευχή του Ιησού. Γιατί όταν ήλθε στον Άθωνα έθεσε σαν
στόχο του να ζήσει όπως οι παλαιοί ασκητές»47.
Γράφει ο Γέρων Ιωσήφ προς νέο σ' επιστολή του ενδιαφερόμενο για
την ευχή του Ιησού: «η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η
τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα
χρόνια. Όταν εγώ ήλθα στο Άγιον Όρος, εζήτησα απ' ευθείας τους
ερημίτας, όπου εργάζονται την προσευχήν. Τότε υπήρχαν πολλοί
πριν σαράντα χρόνια όπου είχαν ζωή μέσα τους. Άνθρωποι αρετής.
Γεροντάκια παλαιά. Από αυτούς εκάναμε Γέροντα και τους είχαμε
οδηγούς. Λοιπόν η πράξις της νοεράς προσευχής είναι να βιάσης
τον εαυτό σου να λέγης συνεχώς την ευχήν με το στόμα,
αδιαλείπτως. Εις την αρχήν γρήγορα να μην προφθάνη ο νους να
σχηματίζη λογισμό μετεωρισμού. Να προσεχής μόνον στα λόγια:
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Όταν αυτό πολυχρονίση, το
συνηθίζει ο νους και το λέγει. Και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχης μέλι
στο στόμα σου. Και θέλεις όλο να το λέγης. Αν το αφήνης,
στενοχωρείσαι πολύ. Όταν το συνηθίση ο νους και χόρταση -το μάθη
καλά- τότε το στέλνει εις την καρδίαν48.
Ο διακριτικός και διορατικός
Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης (+1991), παρ' ότι έζησε πολλά
έτη στην Αθήνα, ζούσε ζωηρά τη νοερά εργασία και συμβούλευε «θα
λες το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του Ζώντος,
ελέησόν με, με πολύ ηρεμία, απαλότητα και γλυκύτητα. Να μη
ταράζεσαι από τις διάφορες εικόνες που θα σου φέρνει ο πονηρός,
ούτε να βιάζεσαι όταν λες τις λέξεις αυτές, και να προσέχεις
καλά το νόημά τους»49.
Ζώντας αδιάλειπτα τη νοερά προσευχή συχνά έλεγε πώς να λένε την
προσευχή: «Χωρίς βία και άγχος, θα τα λέτε ήρεμα, ταπεινά, με
αγάπη, με γλύκα»50 κι άλλοτε «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα,
με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθής να προσεύχεσαι»51.
Αν θα προσθέταμε κεφάλαια στη
Φιλοκαλία, οπωσδήποτε θα έπρεπε να θέσουμε τα έργα του Γέροντος
Σωφρονίου Σαχάρωφ (+1994) μαθητού του αγίου Σιλουανού του
Αθωνίτη (+1938) και εξαίρετου βιογράφου του. Ο καθηγητής Γ.
Μαντζαρίδης το βιβλίο του «Περί προσευχής» χαρακτηρίζει
ανεκτίμητο θησαυρό στην Ορθόδοξη θεολογική και εκκλησιαστική
γραμματεία52.
Πράγματι το βιβλίο αυτό είναι αποκαλυπτικό των βιωμάτων του
συγγραφέως: «Η απόκτησις της προσευχής δια του Ονόματος του
Ιησού σημαίνει απόκτησιν της αιωνιότητος. Εις τας πλέον θλιβεράς
στιγμάς της καταρρεύσεως του φυσικού ημών οργανισμού η προσευχή,
Ιησού Χριστέ, αποβαίνει το ένδυμα της ψυχής. Όταν η δραστηριότης
του εγκεφάλου ημών παύη, πάσα δε άλλη προσευχή καθίσταται
δύσκολος δια την μνήμην και την προφοράν, τότε το φως της
θεογνωσίας, όπερ εκπορεύεται από του Ονόματος και το οποίον
ενδομύχως έχομεν αφομοιώσει, θα παραμείνη αναφαίρετον από του
πνεύματος ημών…53.
Ο Γέροντας Παΐσιος (+1994)
ζώντας στα βάθη της καθαρής του καρδιάς την προσευχή κι
αγαπώντας θερμά την ησυχία μιλούσε συχνά στους πολλούς
επισκέπτες του περί προσευχής, ως συνέχεια της προσευχής του: «Ο
άνθρωπος να συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του και να έχει
εμπιστοσύνη κι ελπίδα στο έλεος του Θεού, διότι αυτό θα τον
σώσει. Έτσι συγκεντρώνεται ο νους του κι αισθάνεται την ευχή ως
ανάγκη. Έτσι αρχίζει να λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελθέ»… και η
καρδιά ξεκουράζεται»54.
Η ησυχαστική παράδοση σε όλη την
ιστορία του Αγίου Όρους ήταν και είναι ζωντανή. Ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι λίαν επίκαιρος σήμερα. Η γνήσια
μοναχική ζωή, είναι η εμπνευσμένη μυστική ζωή, με πλούσια και
μοναδική δημιουργία και προσφορά για όλη την Εκκλησία και τον
κόσμο. Με τη νοερά άθληση ο Ορθόδοξος μοναχός βιώνει στην
εντέλεια την ενότητα της Εκκλησίας και συνεργεί στη σωτηρία του
κόσμου.
Η κύρια εργασία των μοναχών
είναι η προσευχή, της οποίας η ευεργετική δύναμη έχει
απεριόριστη αξία για όλο τον κόσμο. Η αγάπη αυτών που παρέμειναν
κρυμμένοι σε σπήλαια και χαράδρες δεν ήταν λιγότερη από αυτών
που εργάσθηκαν εκτός του Όρους.
Μέσα από τις κρύπτες τους
προσεύχονταν νυχθήμερα υπέρ της σωτηρίας παντός του κόσμου. Η
προσωπική τους τελείωση ήταν δύναμη για το ένα σώμα της
Εκκλησίας, του οποίου αποτελούσαν δυναμικά μέλη. Οι προσευχές
τους ήταν ανυπολόγιστης αξίας για όλη την ανθρωπότητα κι
επηρέαζαν τις εκβάσεις της ιστορίας. Οι άσημοι ασκητές βίωναν
στα βάθη της καρδιάς τους τα μυστήρια του Θεού, ήσαν οι όντως
θεολόγοι. Ο άγιος Μάξιμος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας από τη
Θεοτόκο στην κορυφή του Άθωνα. Οι θείες ελλάμψεις του ακτίστου
και ενυποστάτου φωτός, που χαρίζεται στους κατά χάριν αξίους,
ένωναν μυστικά τους νέους μαθητές του Κυρίου, τους ησυχαστές,
καθώς θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η ζωή των όσιων του
Άθω Πατέρων υπογραμμίζεται από την αναγκαιότητα της πρακτικής
αρετής και ασκήσεως για να καθαρισθεί ο νους και η καρδιά και να
γίνουν δεκτικοί των θείων θεωρημάτων. Αποκορύφωμα όλων των
πρακτικών ασκήσεων η προσευχή, η αγάπη, η οποία αντικαθιστούσε
την ιεραποστολή, τη διδασκαλία και τη φιλανθρωπία. Μόνη η
προσευχή καταξίωνε τον σκοπό της αναχωρήσεως από τον κόσμο.
Θεολογία και προσευχή δεν αποτελούν κάτι ανεξάρτητο. Υπάρχει
ενότητα πλήρης στην πράξη ως μία θεωρητική ζωή προσιτή σε όλους.
Η Εκκλησία σήμερα καλείται να μελετήσει ιδιαίτερα την πλούσια
ησυχαστική της παράδοση και πρώτος ο μοναχισμός και μάλιστα ο
αθωνικός.
Κλείνω με τα θεόπνευστα λόγια
του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου: «Εγώ εγνώρισα ότι η προσευχή
είναι εύκολος, επειδή βοηθεί η χάρις του Θεού. Ο Κύριος αγαπά
ημάς υπερβαλλόντως, και δια της προσευχής καταξιοί ημάς να
συνομιλώμεν μετ' Αυτού και να μετανοώμεν και να δοξολογώμεν
Αυτόν. Αδυνατώ να περιγράψω οπόσον πολύ αγαπά ημάς ο Κύριος. Δια
του Πνεύματος του Αγίου γνωρίζεται η αγάπη αυτή, και η ψυχή του
προσευχομένου γνωρίζει το Άγιον Πνεύμα»55
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)