Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

π. Ἱερόθεος Βλάχος - Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως

π. Ἱερόθεος Βλάχος - Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως


     π. Ἱερόθεος Βλάχος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου

Εἰσήγηση στὸ διήμερο Συνέδριο ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος
γιὰ τὰ 150 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση καὶ 90 ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
στὴν Αἴθουσα τῆς Παλαιᾶς Βουλῆς στὴν Ἀθήνα.

Ἀπὸ μικρὸς μεγάλωσα σὲ ἕνα σπίτι, ὅπου ὁ πατέρας μου διάβαζε φιλοκαλικὰ βιβλία. Στὸ ράφι τοῦ μεγάλου δωματίου κοντὰ στὸ εἰκονοστάσι εἶχε τὴν Κλίμακα τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ τὴν διάβαζε καθημερινά, καὶ τὰ Κυριακοδρόμια τοῦ Νικηφόρου Θεοτόκη, ποὺ διάβαζε κάθε Κυριακή. Ταυτόχρονα μᾶς μετέφερε ἱστορίες ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ βιβλία, μᾶς ἀνέφερε τὶς συμβουλὲς ποὺ τοῦ ἔδινε κάποιος κοσμοκαλόγηρος στὸν τύπο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ φίλος του ὁ Μᾶρκος, καθὼς ἐπίσης μᾶς ἐδιηγεῖτο καὶ ἱστορίες καὶ παραδόσεις ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ τὸν Ἅγιο νεομάρτυρα Γεώργιο.

Ἦταν, λοιπόν, φυσικὸ νὰ μελετοῦμε καὶ ἐμεῖς τὰ κείμενα αὐτὰ καὶ νὰ συνδεόμαστε μὲ τὴν παράδοση ποὺ ἐξέφραζαν. Στὴν συνέχεια, πολὺ νωρὶς βρῆκα τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, γιατί, ἂς μοῦ ἐπιτρέψετε τὴν ἔκφραση, «κολλοῦσαν» σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ὑποδομὴ ποὺ εἶχα ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Διάβαζα γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν μελετῶ τακτικά. Δὲν διάβαζα ἄλλους λογοτέχνες καὶ συγγραφεῖς, γιατί, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν γιὰ μένα πολυτέλεια ἡ
ἀγορὰ βιβλίων. Μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση οἱ λεκτικὲς εἰκόνες καὶ οἱ φράσεις τοῦ Παπαδιαμάντη ποὺ λειτουργοῦσαν σὰν εἰκονικὲς παραστάσεις, χωρὶς νὰ προκαλοῦν τὴν φαντασία, γιατὶ ἦταν εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ποὺ ἀναφέρονταν σὲ πρόσωπα τὰ ὁποῖα συναντοῦσα καὶ στὸ δικό μου περιβάλλον, στὸ σπίτι μου, στὴν γειτονιά μου, στὰ ἠπειρωτικὰ χωριὰ κ.λπ.

Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ συγχωρέσετε αὐτὴν τὴν προσωπικὴ εἰσαγωγή, ἀλλὰ δὲν εὕρισκα κάτι ἄλλο γιὰ πρόλογο, προσπαθώντας νὰ ἐκθέσω τὴν ἀγάπη μου πρὸς τὸν Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ τὴν παράδοση ποὺ βρῆκα τότε στὸ περιβάλλον ποὺ γεννήθηκα, ποὺ σήμερα ἄρχισε νὰ χάνεται. Νομίζω ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης διαβάζεται ἑλκυστικὰ σὲ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, ποὺ τὸ διαμόρφωσε ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀτόφιες καὶ παραστατικὲς μορφὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὸ παπαδιαμαντικὸ ἐκκλησίασμα τῶν κυριακάτικων συνάξεων. Ὅταν τὸν βγάλης ἀπὸ τὸ περιβάλλον αὐτό, τότε διαβάζεται περισσότερο ρομαντικά. Ἀγνοεῖ κανεὶς τὸ παρελθὸν ποὺ χάθηκε.

Στὴν συνέχεια θὰ ἀναφερθῶ σὲ μερικὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ τὸν παρουσιάζουν ἐκφραστὴ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἀφοῦ, ὅπως φαίνεται καθαρὰ στὰ ἔργα του, ἡ θεολογία ἦταν ἐφαρμοσμένη καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος ἦταν βιωμένο στὰ πρόσωπα τῶν ἔργων του, καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιγραφή, ἐξέθετε τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, τὸ καρδιακό του βίωμα. Διαβάζοντας κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, αἰσθάνομαι ὅτι λειτουργοῦν ψυχοθεραπευτικά, γαληνεύουν τὴν ψυχή, ὑγραίνουν τὰ μάτια, ἐμπνέουν γιὰ ἕναν κόσμο κεκοσμημένο.

1. Ἀναγκαία διευκρίνιση

Κατ᾿ ἀρχὰς εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινισθῆ ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων, μὲ τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα καὶ τὰ συναξάρια. Γιατὶ τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα ἀποβλέπουν στὴν ἀδρανοποίηση τοῦ φανταστικοῦ τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ καθοδηγοῦν σὲ μία ἀφάνταστη καὶ ἀνίδεη προσευχή, στὸ ἀνίδεο καὶ ἀφάνταστο τοῦ νοῦ. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση ὅτι «νοῦς φανταζόμενος εἶναι ἀνίκανος διὰ τὴν θεολογίαν». Βεβαίως βρίσκει κανεὶς μέσα σὲ πατερικὰ κείμενα στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα παρουσιάζεται ἡ ὀμορφιὰ τῆς κτίσεως, ἰδίως ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὴν Καινὴ Κυριακή, τὸ Πάσχα, στὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος παρουσιάζει τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσεως κατὰ τὴν ἄνοιξη. Ὅμως τὰ φιλοκαλικὰ κείμενα ἔχουν ἄλλη ἀποστολή.

Ἐπίσης, πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ δεόντως ὅτι οἱ Πατέρες γράφουν ἀνάλογα μὲ τὴν διακονία ποὺ ἔχουν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἕνας ἀσκητής, ποὺ ἔχει τὴν ἐπίβλεψη καὶ τὴν ποιμαντικὴ διακονία νὰ προετοιμάζῃ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ὄρος Σινᾶ, κινεῖται σὲ ἄλλα ἐπίπεδα καὶ γράφει ἀνάλογα μὲ τὴν ποιμαντικὴ διακονία ποὺ ἐξασκεῖ. Ἕνας ἄλλος Πατήρ, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ καθοδηγεῖ ἕναν λαὸ ποὺ βρίσκεται σὲ μία κατάσταση πορείας ἀποφυγῆς ἀπὸ τὰ πάθη, χρησιμοποιεῖ ἕναν διαφορετικὸ λόγο, χωρὶς νὰ ἀφίσταται τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας.

Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως φαίνεται σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, δὲν ἦταν Πνευματικὸς πατέρας καὶ καθοδηγητής, οὔτε ἐξασκοῦσε ποιμαντικὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπρεπε νὰ καθαρίσουν τὸ παθητικὸ καὶ τὸ λογιστικὸ τῆς ψυχῆς, οὔτε ἦταν δάσκαλος καὶ Ἱεροκήρυκας.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως ἐκφραζόταν στὶς κοινότητες τῆς Σκιάθου, τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε θεραπευτικές. Στὰ κείμενά του, λοιπόν, περιέγραφε μία κοινωνία ποὺ διαπνεόταν ἀπὸ τοὺς δερματίνους χιτῶνες τῆς φθορᾶς καὶ τῆς θνητότητας, μιὰ κοινωνία ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξασκοῦσε τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία, διακατεχόταν ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ζοῦσε μέσα στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν «ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν», κατὰ τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ. Πρόκειται γιὰ ἕνα κλίμα καὶ μία ἀτμόσφαιρα ποὺ καθαρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑπάρχουν στοιχεῖα νοερᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ προσευχὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕναν βαθὺ πόνο. Καὶ προτιμῶ αὐτὴν τὴν κοινωνία ἀπὸ μερικὲς ἄλλες κοινωνίες ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ πουριτανικὲς ἰδέες μὲ φαντασιώσεις ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς.

Τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη πιθανὸν νὰ μὴ ὠφελοῦν τοὺς μοναχούς, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ κάτι ἄλλο. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ καθοδηγῇ μοναχοὺς μὲ ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις. Ἄλλος ἦταν ὁ προορισμός του. Ζωντας μέσα στὸν κόσμο καὶ ἐπιδιώκοντας «νὰ βγάλη τὸ ψωμί του», ἔγραψε τὶς ἀναμνήσεις του καὶ τὸν πόνο του, χωρὶς νὰ κάνῃ θρησκευτικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ μᾶλλον ἔγραφε ἐξομολογητικὰ καὶ ἀνθρώπινα, συγκρίνοντας ἐν πολλοῖς τὸν κόσμο τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος μὲ τὸν κόσμο τῆς ἐξορίας.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στὴν ζωή του μὲ πόνο, ποὺ θεραπεύει τὴν καρδιά, μὲ βαθυτάτη αὐτομεμψία καὶ μάλιστα εἶχε τὴν τόλμη νὰ τὴν γράφη, ἔζησε μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα δικαιοσύνης, μὲ ἔντονη ξενιτεία, ποὺ αὐξανόταν μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς του ἡλικίας μέσα σὲ μιὰ ἱερατικὴ οἰκογένεια καὶ μία λατρευτικὴ καὶ θεραπευτικὴ κοινότητα.
Ὁ ἀείμνηστος Φιλόθεος Ζερβάκος θὰ γράψη γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη: «Ἐγύρισα ὅλας τὰς Μονᾶς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Παλαιστίνης, τοῦ Σινᾶ. Εὑρήκα καλογήρους, ἱερομονάχους, μοναχούς, ἀλλὰ πτωχοὺς καὶ ἀκτήμονας ὡσὰν τὸν Παπαδιαμάντην πάνυ ὀλίγους...».
Ἂν συγκρίνῃ κανεὶς τὴν ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὴν πλειονότητα τῶν μοναχῶν τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μὲ συνεχεῖς ἐπαιτεῖες καὶ κατασκευάζουν πολυτελῆ Μοναστήρια, ὅπου διαβιώνουν μὲ κοσμικὴ ἄνεση, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἔζησε, λοιπόν, μὲ πόνο, ἀλλὰ καὶ ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα νὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, πέθανε μὲ ἐξομολόγηση, μὲ τὴν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων, μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, ψάλλοντας μὲ πόνο τὸ δοξαστικὸ τῆς Παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, «τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον Κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτόν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν».
Τὸ ὀρθόδοξο τέλος του ἦταν ἔνδειξη τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἀποδοχῆς τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν σᾶς ἀποκρύπτω ὅτι νοσταλγῶ νὰ ἔχω τὸ ἴδιο τέλος ποὺ εἶχε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐλπίζω στὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ὅτι θὰ μοῦ τὸ χαρίση.

2. Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη

Ὁ Θεὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων μὲ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ φυσικὰ μὲ τὴν μεγάλη φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καὶ τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας.

Ὁ Θεὸς τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη εἶναι ἕνας θεὸς ἀπρόσιτος, σκληρός, ποὺ ὑποχρεώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής του. Στὴν «Σούμα Θεολόγικα», ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης, μετὰ τὰ ἐπιχειρήματα περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, φθάνει σὲ ἀναγκαστικὲς δεσμεύσεις: «Ἀνάγκη λοιπὸν νὰ παραδεχθῶμεν πρώτην τίνα ποιητικὴν αἰτίαν, ἣν πάντες ὀνομάζουσι Θεόν».
Καὶ ἀλλοῦ: «Συνεπῶς πρέπει νὰ ὑπάρχη ὃν νοοῦν, ὑφ᾿ οὗ πάντα τὰ φυσικὰ ὄντα κυβερνῶνται καὶ κατευθύνονται πρὸς τὸν ἑαυτῶν σκοπόν· τὸ δ᾿ ὃν τοῦτο ὀνομάζομεν Θεόν». Καὶ ἀλλοῦ: «Δὲν δυνάμεθα νὰ διακριβώσωμεν πῶς ὁ Θεὸς εἶνε, ἀλλὰ μᾶλλον πῶς δὲν εἶνε».

Ὁ Θεὸς ἀκόμη τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας εἶναι θεὸς φεουδάρχης, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖται ἀπὸ τρεῖς ἀρχές, ἤτοι ὅτι εἶναι ἡ ὑψίστη δικαιοσύνη, ἡ ὑψίστη τιμὴ καὶ ὅτι εἶναι θεὸς τάξεως, ἀφοῦ ἔβαλε σὲ ὅλη τὴν κτίση τὴν τάξη. Ὁπότε κάθε ἁμαρτία εἶναι προσβολὴ τῆς τιμῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ παράβαση τῆς τάξεως ποὺ ὑπάρχει σὲ ὅλην τὴ δημιουργία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ τιμωρηθῆ, ἢ πρέπει νὰ ἐξιλεώσῃ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν τρωθεῖσα τιμή Του.

Ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν δυτικὴ θεολογικὴ προβληματική, εἶχε ὑπ᾿ ὄψη του ἕναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σὲ μία ἀλληλογραφία ποὺ εἶχε μὲ κάποιον ἑλληνοαμερικανὸ Ἱερέα Παπαστεφάνου φαίνεται αὐτὸς ὁ ἐπηρεασμός του. Γράφει κάπου:

«Ο θεός μου εἶναι ὅλο λάσπη, αἵματα, ἐπιθυμίες κι ὁράματα. Δὲν εἶναι ὁ ἁγνός, ἄσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δὲν εἶναι φῶς. Μὲ ἀγῶνα, μὲ κάματο μετουσιώνει τὴ νύχτα μέσα στὰ σωθικά του καὶ τὴν κάνει φῶς. Ἀνηφορίζει ἀγκομαχώντας τὸν ἀνήφορο τῆς ἀρετῆς. Φωνάζει βοήθεια. Δὲ μᾶς σῴζει. Ἐμεῖς τόνε σῴζομε. Salvatores Dei! Τί θὰ πεῖ τόνε σῴζομε; Σῴζομε μέσα ἀπ᾿ τὴν ἐφήμερη πήλινη ὕπαρξή μας τὴν πνοὴ τὴν αἰώνια, μετουσιώνουμε τὴ σάρκα, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὰ κάνομε πνέμα».

Καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιστολές του (25-4-54) γράφει:

«Τρία τὰ μεγάλα θεολογικὰ στάδια ποὺ πέρασα:

- Θεέ μου, ἐσὺ θὰ μὲ σώσης·

- Θεέ μου, ἐγὼ θὰ σὲ σώσω·

- Μαζὶ θὰ συνεργαστοῦμε μαζὶ θὰ σωθοῦμε, Θεέ μου».

Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας. Ὁ Παπαδιαμάντης γνώρισε τὸν Θεὸ ἀπὸ νηπτικοὺς πατέρας, ποὺ ὀνομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅσο καὶ στὴν Σκιάθο. Εἶναι Θεὸς ἀγάπης, ποὺ συμπονεῖ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἀγαπᾷ, ποὺ ἀγαπᾷ πιὸ πολύ τους ἁμαρτωλοὺς ποὺ συναισθάνονται τὴν πνευματική τους φτώχεια. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ὅλο τὸ ἔργο του. Ὁ Θεός, ὅπως ἔλεγε ὁ ὅσιος Σιλουανός, εἶναι ταπείνωση καὶ πραότητα ποὺ συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Γράφοντας ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ τῆς «Παπικῆς Ρώμης» σχολιάζει:

«Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι εἶναι δεινοὶ εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἠμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

Ἀκόμη σὲ ὅλα τὰ ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν Χριστίνα, τὴν δασκάλα, ποὺ ζοῦσε χωρὶς στεφάνι, τὴν βλέπει μὲ συμπάθεια, γι᾿ αὐτὸ στὸ τέλος τοῦ διηγήματός του γράφει γι᾿ αὐτήν: «Ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν».
Τὸν «μπάρμπα-Γιαννιὸ τὸν Ἔρωντα», ποὺ πέθανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Πολυλογοῦς ποὺ ἀγαποῦσε, καὶ σκεπάστηκε ἀπὸ τὸ χιόνι, τὸν ἀφήνει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῆ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου».
Τὴν Φραγκογιαννοῦ, ποὺ καταδιωκόμενη ἀπὸ δυὸ ἄνδρες γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ ἔκανε καὶ στὴν προσπάθειά της νὰ ἀνεβῇ τὸν βράχο τοῦ ἁγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης».
3. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη

Ἡ εὐσέβεια τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸν καλβινιστικὸ πουριτανισμό, δὲν διακρίνεται ἀπὸ κάποια πουριτανικὴ ἠθική, ἀλλὰ εἶναι ἡ εὐσέβεια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Προτεστάντες καὶ κυρίως οἱ Καλβινιστές, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο προορισμό, ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάνουν λόγο γιὰ σεσωσμένους καὶ μή, ἀπὸ καθαρὰ ρατσιστικὰ κριτήρια καί, βέβαια, ἡ σωτηρία ἐκδηλώνεται καὶ ἐξωτερικά, δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἐκδηλώσεις γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς σωτηρίας.
Τὰ πέντε σημεῖα, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς Καλβινιστὰς στὴν συνάντηση τοῦ Dordt τῆς Ὁλλανδίας τὸ 1618, ἤτοι «ἡ τέλεια ἀδυναμία ἢ ἡ τέλεια διαφθορά», «ἡ ἐκλογὴ τῶν σεσωσμένων ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς ὅρους», «ἡ εἰδικὴ ἀπολύτρωση ἢ ἡ περιορισμένη ἐξιλέωση», ποὺ γίνεται μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, «ἡ ἀκατανίκητη χάρη» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἐκλεγμένο ἀναπόφευκτα στὴν σωτηρία, «ἡ ἐμμονὴ τῶν ἁγίων», ἀφοῦ οἱ ἐκλεγμένοι εἶναι αἰώνια σεσωσμένοι καὶ δὲν ἔχουν δυνατότητα ἐπιλογῆς, δημιούργησαν ἕναν πουριτανικὸ χριστιανισμὸ ποὺ βασίζεται σὲ ρατσιστικὴ νοοτροπία.
Οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σὲ σεσωσμένους ἢ μή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐξωτερικὰ κριτήρια, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία στὸν κόσμο, τὴν κυριαρχία στὴν κοινωνία, καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ τὴν προτεστάντικη ἠθική, ποὺ χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἁγίους, σὲ ἠθικοὺς καὶ ἀνηθίκους, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, μὲ βάση ἐξωτερικὰ κριτήρια. Σὲ αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἔπεσε καὶ ὁ Καζαντζάκης, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του «Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται» χωρίζει τοὺς Κληρικοὺς στὶς δυὸ αὐτὲς κατηγορίες, ἀφοῦ ὁ παπα-Φώτης εἶναι ἅγιος, ἐνῷ ὁ παπα-Γρηγόρης εἶναι ὁ φαταούλας, ὁ ἐκμεταλλευτής, καὶ ὅσο ἐξυψώνει ὑπερβολικὰ τὸν πρῶτο, τόσο ταπεινώνει ὑπερβολικὰ τὸν δεύτερο. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ καὶ ἄλλα στοιχεῖα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιγράφει.

Ἀντίθετα, ὁ Παπαδιαμάντης διακρίνεται ἀπὸ μιὰ εὐαισθησία, ὅση ἔχουν οἱ ἐρημῖτες μοναχοί. Ποιὸς δὲν ἔχει πλησιάσει τέτοιους ἐρημῖτες καὶ δὲν ἔχει αἰσθανθῆ τὴν ἀρχοντική τους ἀγάπη, ποὺ σὲ θερμαίνουν μὲ τὴν θαλπωρή, μὲ τὸν ἱλαρὸ λόγο; Ἀλλὰ καὶ ὅταν χρησιμοποιοῦν «σκληρό» λόγο εἶναι θεραπευτικός, ἀφοῦ προέρχεται ἀπὸ εὐαίσθητη καρδιά. Ὁ ἀσκητὴς εἶναι «ἀνίκανος» νὰ κάνῃ κακό.

Ὁ ἴδιος ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει αἴσθηση τῆς ἀναξιότητός του, τῆς πνευματικῆς του πτωχείας, παρὰ τὴν μεγάλη ἀρχοντιά του. Στὸ τέλος τοῦ ἔργου του «ἁμαρτίας φαντάσματα» γράφει: «Τ᾿ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου».
Προφανῶς πρόκειται γιὰ σημειώσεις τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέα, ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν εἶναι δείχνει τὴν ἴδια νοοτροπία ποὺ τὸν διακατεῖχε. Συνεχίζει:

«Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. Ἠισθάνθην βαθείαν συντριβὴν τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾿ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. "Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῆς, Κύριε..."».

Δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, σὲ εὐσεβεῖς καὶ ἀσεβεῖς, ἀλλὰ σὲ ὅλους βλέπει τὴν ὀντολογία τους. Κάθε ἄνθρωπος, παρὰ τὴν πτώση του, διασῴζει τὸ κάλλος τῆς δημιουργίας, παραμένει μέσα του τὸ κατ᾿ εἰκόνα ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, μαζὶ μὲ τοὺς δερμάτινους χιτῶνας τῆς πτώσεως. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἔχῃ εὐαισθησία καρδιακὴ γιὰ νὰ βλέπῃ τὴν θετικὴ αὐτὴ δόξα μέσα στὴν κατὰ κόσμον ἀδοξία.

Στὴν «Ἐξοχικὴ λαμπρή» σκιαγραφεῖ ἀνάγλυφα τὸ πάθος τοῦ παπα-Κυριάκου, ποὺ ἀναδύθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ παπα-Θοδωρῆ, ἀλλὰ στὸ τέλος ὁ παπα-Κυριάκος μετανοεῖ καὶ λέγει:

«Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπε, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῆς.

Ἐπανέλαβε δέ:

Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν ... συγχωρήσῃ .... κ᾿ ἐκεῖνον κ᾿ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου.

Ἠισθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.

-Ὢ Κύριε, εἶπεν ὁλοψύχως, ἥμαρτον, ἥμαρτον! Σὺ παρεδόθης διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, καὶ ἡμεῖς σὲ σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Καὶ ἐστράφη πρὸς τὸν ἀνήφορον, σπεύδων νὰ ἐπανέλθη εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὅπως λειτουργήση.

Καὶ ἤθελα νὰ πιῶ καὶ νερό, εἶπε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λειτουργήσω. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμω; Δὲν πρέπει νὰ μεταλάβω! Θὰ λειτουργήσω χωρὶς μετάληψιν, δὲν εἶμαι ἄξιος!... "Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος!..." Ἐγὼ ἄξιος δὲν εἶμαι!».

Ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα ἦταν ἀστεφάνωτη, ἀλλὰ εἶχε φθάσει σὲ βίωση μεγάλης αὐτομεμψίας ἀφοῦ ἀκόμη «καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν» καὶ ὅταν πήγαινε καθόταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Μόνον στὸν Ἑσπερινό της Ἀγάπης «κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὸ "Ἀναστάσεως ἡμέρα" μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες». Ἡ θρησκευτικὴ κοινότητα τὴν ἔχει ἀπορρίψει, ἀλλὰ αὐτὴ ὅμως δὲν τὴν ἀπέρριψε. Νοσταλγοῦσε τὴν συμμετοχή της σὲ λατρευτικὲς συνάξεις καὶ συμμετεῖχε νοερὰ καὶ ἐξ ἀποστάσεως, διακριτικά.

Περιγράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Παπαδιαμάντης ὅλη τὴν αὐτομεμψία ποὺ κυριαρχοῦσε στὴν ψυχή της.

«Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾿ ἔκλαιε μέσα της, κ᾿ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιάτα της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾿ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾿ ἀσπασθῆ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγη, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.

Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ πομπὴ μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, ...... τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτὴ ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν) εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον τῆς οἰκίας της, μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου ἐκράτει τὴν λαμπαδίτσαν της, μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κ᾿ ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμώσα ἐγγύτερον νὰ προσέλθη καὶ ἀσπασθῆ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας Του.

Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητον λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾿ ἔβλεπε κ᾿ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφον τρέχουσαι φροῦ-φροῦ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾿ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾿ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.

Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθη διὰ τί θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα».

Ἐν τούτοις αὐτὴ ἡ ἴδια μεγάλωνε τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε ὁ ἄντρας της μὲ τὶς «ἐρωμένες» του. «Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε».
Καὶ ὅταν τὰ παιδιὰ τρία ἢ τέσσερα πέθαναν ἕως ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα πονοῦσε πολύ. «Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾿ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια δικά της». Καὶ ὅταν ὁ ἄνδρας της δὲν ἔλεγε νὰ τὴν στεφανωθῆ, «αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ», παρὰ τὴν κατακραυγὴ τῆς κοινωνίας.

Αὐτὸ τὸ ἴδιο περιστατικὸ τὸ βλέπουμε στὸν γάμο τοῦ Καραχμέτη.
4. Ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά.

Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης».

Στὴν ἐποχή του ὁ Μακρακισμὸς ἀλλοίωνε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιὰ νὰ καυτηριάσῃ τὴν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δυὸ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στὸν κόσμο ὅτι εἶναι μὲν ἐλεύθεροι νὰ ἀκούσουν τὸν Μακράκη, ἀλλὰ νὰ ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει:

«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ... Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνω, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας, ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί... καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς....
Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται ποτὲ ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὖτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς;
Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἶον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἶος κρημνός!».

Καὶ ὅταν οἱ Μακρακισταὶ ἀντέδρασαν, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικὸς στὰ ἐπιχειρήματά του, ποὺ δὲν εἶναι στοχαστικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά: «Τί μὲ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν εἶσθε αἱρετικοὶ ἢ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπὶ δεδικασμένου συζήτησις δὲν δύναται νὰ γίνῃ».
5. Τὸ φιλοκαλικὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη

Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.

Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στὰ σπίτια ποὺ ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νὰ πῇ:

«– Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε κύριε.

– Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.

– Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ γλυκὰ τραγουδάκια».

Καὶ αὐτὰ τὰ τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».

Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του Μπούκη τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».

Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δυὸ ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα».

Ἡ μικρὴ Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε:

«Ἂ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα ... τραγούδια;

–Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.

–Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;

– Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσης...

– Ὤχ!

Ἔστεναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:

–Μοσχοβολᾶ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά».

Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ Παπαδιαμάντης ἔψαλε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγνὴ Ἀγγελικούλα. Γράφει στὸ κείμενό του:

«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν "Ἄμωμον ὁδόν" ἕως τὸν "Τελευταῖον ἀσπασμόν". Μόνος ὁ πάπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Αϊ-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.

–Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.

–Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ πάπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.

Τωόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: "Τῶν τοῦ κόσμου ἠδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον" καὶ "ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας" καὶ "τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόπος ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σὲ Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας" καὶ "οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ"».

Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:

«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.

Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.

"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς· καὶ ἐκεῖ Κύριος"».

Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:

«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ».
6. Δυὸ Ἐπαχτίτες γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη

Πολλοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ἔργο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ εἶδαν αὐτὴν τὴν μεγαλωσύνη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφραζόταν μέσα στὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁπλότητά του. Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ σὲ δυὸ Ἐπαχτίτες - Ναυπάκτιους, ποὺ ἔζησαν ἀπὸ κοντὰ τὸν Παπαδιαμάντη.

Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ὁ ὁποῖος στὸ κείμενό του μὲ τίτλο «Ἀλ. Παπαδιαμάντης-ὁ ἄνθρωπος» περιγράφει χαρακτηριστικὰ τὸν μεγάλο αὐτὸν λογοτέχνη. Περιγράφει τὴν φτώχεια του, τὴν τιμιότητά του, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ χρωστᾷ. «Μιὰ μόνη φορὰ καὶ τελευταία μείναν ἀπλήρωτοι ... Τὰ βερεσέδια τους οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τὰ σβύσανε κι᾿ εἴπανε κι ἕνα συχώριο».
Αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ κάνῃ πρωτότυπο ἔργο, ἔκανε μεταφράσεις γιὰ νὰ ζήση. «Ποιὸς δὲν θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ δάκτυλα, ποὺ εἴχανε βγάλει κάλους χοντρούς, βαστώντας τὴν πέννα καὶ γράφοντας; Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιὸ πρωτότυπος ἤτανε γραμμένο του νὰ μεταφράζῃ, νὰ μεταφράζῃ...». «Οἱ γνῶμες του, στολισμένες μὲ παρέκβασες πότε στ᾿ ἀρχαῖα γράμματα, πότε στὰ ἐκκλησιαστικά, μὲ κομμάτια ἢ στίχους ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Ὀράτιο καὶ τὴν Παλαιὰ Γραφὴ καὶ τὸν Συναξαριστή».
Ἦταν σοβαρὸς καὶ μετρημένος: «τὸν πείραζε τὸ ἄκαιρο ἢ τὸ ἀπότομο, καὶ καμμιὰ φορὰ τὸν ἔκανε ν᾿ ἀφίσει τὸ φαΐ, συμπάθειο νὰ ζητήσει καὶ νὰ φύγει βιαστικός».
«Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζοῦσε ἀδιαφορώντας τέλεια, ἂν ἡ κοινωνία τῶν ἀσήμαντων ἢ μοχθηρῶν συγχρόνων του τὸν ἀγνοοῦσε ἢ τὸν παρεγνώριζε». Καὶ ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης κάνει μιὰ πολὺ ἐπιτυχημένη κρίση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ποὺ δείχνει ὅτι ὅλα γύρω του τὰ παρατηροῦσε καὶ τὰ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του.
«Ὁ Παπαδιαμάντης δούλευε γιὰ καιρὸ μέσ᾿ στὸ πλατύτατο πνεῦμα του τὸν κόσμο ποὺ παρατηροῦσε, τὸν περνοῦσε ἀπὸ τῆς μνήμης καὶ τῆς κρίσης του τὸ θαυμαστὸ μηχανισμὸ κι ὕστερα τὸν ὑπαγόρευε, νὰ πῶ ἔτσι, στὸν ἑαυτό του».

Ὁ ἄλλος Ναυπάκτιος ποὺ συνάντησε τὸν Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Σταμάτης Σταματίου (Στὰμ Στάμ). Πῆγε ὁ Παπαδιαμάντης στὰ γραφεῖα τῆς Ἐφημερίδος «Ἀκρόπολις» γιὰ νὰ δώσῃ ἕνα χριστουγεννιάτικο διήγημα.
Ὁ Στὰμ Στὰμ δὲν τὸν ἀνεγνώρισε καὶ μάλιστα σχημάτισε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν πάμπτωχος ποὺ πῆγε νὰ πάρη τὶς δέκα δραχμὲς γιὰ τὰ Χριστούγεννα, ὅπως ὅλοι οἱ πτωχοί. Ὁ Παπαδιαμάντης τὶς πῆρε, ἀλλὰ ἤθελε νὰ δώσῃ καὶ τὰ γραπτά του. Καὶ ἀκολουθεῖ ὁ ἑξῆς διάλογος:

«Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;

Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.

Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.

–Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!...

–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε. Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι.

Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων... καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

–Ο ἴδιος;

–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω».

Καὶ καταλήγει ὁ Στὰμ Στάμ:

«Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!... Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!...
Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!...
Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι...

Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ...».

Αὐτὸς ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης. Ἔτσι ἔζησε καὶ ἐργάστηκε. Ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἕνα κερὶ ποὺ λυώνει, σὰν ἕνα λιβάνι ἁγιορείτικο ποὺ μοσχοβολᾷ τὸν κόσμο, σὰν τὸ λάδι τοῦ καντηλιοῦ ποὺ καίγεται καὶ ἀφήνει μιὰ εὐωδιά. Εἶχε μιὰ γλύκα στὰ μάτια: «καὶ τὰ μάτια του ἔσταζαν μιὰ γλύκα».
Ἔτσι καὶ ἔκλεισε τὴν ζωή του, ψάλλοντας «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου», προσευχόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τὸν πρόδρομο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοσχοβολημένη ἀπὸ ἁγιορείτικο λιβάνι ὕπαρξή του, μοσχοβόλησε τὰ γραπτά του. Πέρασε σὲ αὐτά, χωρὶς καμμιὰ ἰδιαίτερη προσπάθεια, ὅλο τὸν κόσμο τῆς λατρείας καὶ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Καὶ σᾶς ὁμολογῶ ὅτι κάθε φορὰ ποὺ διαβάζω Παπαδιαμάντη λιβανίζομαι ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο θυμίαμα καὶ μυρίζω τὸ ἁγιορείτικο ἁγιοκέρι καὶ χύνω δάκρυα προσευχῆς καὶ ἱκεσίας γιὰ τὸν μπάρμπα-Ἀλέξανδρο ποὺ τώρα τραγουδάει «τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» μαζὶ μὲ τὴν Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του τοῦ Νικόλα Μπούκη, ποὺ ἔγινε ἀγγελοῦδι τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τὰ τραγουδάει μὲ τὴν δύναμη καὶ ἐνέργεια τῆς νηφαλίου μέθης, αὐτὸς ὁ μεθύων ἀπὸ τὸ ἁγιορείτικο κρασὶ τῆς ἀγάπης τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος.

nektarios.gr
________________

Περισσότερα για τον Παπαδιαμάντη : Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Το μήνυμα της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗΝ ΜΑΣ
1. Ο Ησυχασμός1 είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό που περικλείει και εκφράζει ο όρος ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Έξω από την ησυχαστική παράδοση η Ορθοδοξία είναι ανύπαρκτη και αδιανόητη. Η ησυχαστική πράξη, εξ άλλου, είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» -με τις ησυχαστικές πρακτικές- αποκτώνται τα ουράνια χαρίσματα στην ορθοδοξοπατερική παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνισθεί εξ αρχής, ότι ως ησυχασμός νοείται κυρίως η πορεία προς την θέωση και η εμπειρία της θεώσεως και δευτερευόντως η διερεύνηση και καταγραφή αυτής της πορείας και εμπειρίας, η ακαδημαϊκή δηλαδή νοηματοδότηση του όρου «θεολογία».
Ο Ησυχασμός είναι η βάση και το θεμέλιο των δογματικοθεολογικών αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ως η αγιοπνευματική πορεία της «καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως» και όχι κάποια διανοητική-στοχαστική-επιστημονική διαδικασία. Γι’ αυτό η γνώση του Θεού ως θέωση είναι υπόθεση όλων, εγγραμμάτων και αγραμμάτων, σοφών και ασόφων και όχι μόνο των φιλοσοφούντων, όπως διετείνετο ο ουνιτίζων Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1359), τον 14ο αιώνα. Αυτόν κυρίως αντέκρουσε, ως κύριος εκπρόσωπος και πρόμαχος της Ησυχαστικής παραδόσεως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359)2, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος θεολόγος της εποχής του και μέγας Πατήρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασε Θεολογία στην αληθινή Θεολογική Σχολή της Ορθοδοξίας, κατά τα κεφάλαια 12-14 της Α’ Προς Κορινθίους (δόμηση της Εκκλησίας διά των χαρισμάτων), δηλαδή στον χώρο της ασκήσεως και μετανοίας. Μέσα στο (κοινοβιακό) Μοναστήρι ο Παλαμάς έγινε Θεολόγος. Πηγή της Θεολογίας του δεν ήταν η σχολική, ακαδημαϊκή, έστω και αν κατείχε και αυτήν στο έπακρον, γνώση, αλλά η αγιοπνευματική ζωή. Με αυτή την προϋπόθεση αναδείχθηκε συνεχιστής των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων και γνήσιος Θεολόγος της παραδόσεως. Με βάση δε τα θαύματά του -βεβαίωση της αναδείξεώς του σε «ναόν του Αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19)- διακηρύχθηκε το 1368 Άγιος της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τα αγιολογικά κριτήρια της, και όχι λόγω των υπέροχων συγγραμμάτων του, όπως θα ήθελε το κοσμικό πνεύμα3.
Οι εκδοτικές και ερευνητικές συμβολές των γνωστών ακαδημαϊκών Θεολόγων μας Παναγιώτου Χρήστου, π. Ιωάννου Ρωμανίδου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. John Meyendorf, π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Δημητρίου Στανιλοάε, Γεωργίου Μαντζαρίδου, Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου κ.ά. έκαμαν ευρύτερα γνωστό τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον 20ό αιώνα.

Η πατερικότης έναντι της αιρετικής πλάνης

2. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναδείχθηκε από την Χάρη του Θεού σε κατ’ εξοχήν ησυχαστή Θεολόγο, που οριοθέτησε σε κρίσιμους καιρούς την πατερικότητα απέναντι στην αιρετική πλάνη, αυθαιρεσία και αλλοτρίωση της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η πρώτη σπουδαία επισήμανση έγινε από τον Μέγα Φώτιο (±820-±891) στο πλαίσιο της Θεολογίας (Filioque) και Εκκλησιολογίας (κανονική τάξη), αλλά προσδιορίσθηκε σαφέστερα και βαθύτερα από τον Γρηγόριο Παλαμά. Φώτιος και Παλαμάς εχάραξαν την στάση έναντι της Δυτικής Χριστιανοσύνης, που έγινε παράδοση της Ορθοδοξίας, στην οποία εβάδισε, επίσης σε κρίσιμους καιρούς, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1394-1445). Καμιά παρέκκλιση στην στάση αυτή δεν είναι δυνατή -όσο η Λατινική Εκκλησία εμμένει στις πλάνες της- χωρίς συνέπειες για την ορθόδοξη πίστη και την σωτηριολογική δυναμική της.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέχισε την πνευματική σκυταλοδρομία, που άρχισε με τον Μέγα Φώτιο στην αντιμετώπιση της δυτικής πλάνης. Ο Μέγας Φώτιος συνέλαβε την προϊούσα αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, όπως φαίνεται στο σπουδαίο θεολογικό έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας»4, που συνιστά έκτοτε την βασική πηγή για την κατανόηση του βάρους της αιρετικής διδασκαλίας του Filioque. Αναδείχθηκε δε πατέρας της Η’ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολις, 879/880)5, που κατεδίκασε το Filioque και την προσθήκη του στο ιερό σύμβολο. Ο Παλαμάς με την διεύρυνση των δυτικών προκλήσεων στην εποχή του, μετά μάλιστα το τραγικό 1204[6], συνειδητοποίησε πλέον καθαρά ότι είχε προκύψει στη Δύση ένας χριστιανισμός άλλου είδους, εντελώς ξένος προς το πνεύμα της πατερικής παραδόσεως. Ο Παλαμάς αναδείχθηκε σε πατέρα της Θ’ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή των ησυχαστικών συνόδων των ετών 1341, 1347 και 1351, ιδιαίτερα δε της τελευταίας7, που διεκήρυξαν το άκτιστο της θείας Χάριτος, οριοθετώντας την πίστη της Εκκλησίας μας εν αναφορά προς την αιρετική σχολαστική διδασκαλία περί κτιστής Χάριτος (gratia creata) (Θωμάς Ακινάτης). Είναι ψευδοεπιχείρημα, συνεπώς, ότι δεν υπάρχει Οικουμενική Σύνοδος, που έχει καταδικάσει ως αιρετική την Λατινική Εκκλησία. Αυτό αναμένεται να το δεχθεί και διακηρύξει η προετοιμαζόμενη Πανορθόδοξος Σύνοδος -για μας οικουμενική- αναγνωρίζοντας ως οικουμενικές την Η’ και Θ’ Σύνοδο επί Φωτίου και Παλαμά. Αν δεν πράξει αυτό, θα συγκαταριθμηθεί -ο μη γένοιτο- με τις ψευδοσυνόδους της Εφέσου (449) και της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).

Ο άγων διά την διάσωση της διδασκαλίας
περί διακρίσεως ουσίας – ενεργείας

3. Σε τί όμως συνίσταται συγκεκριμένα η προσφορά του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στον χώρο της Θεολογίας; Η συμβολή του, που έχει ιδιαίτερη σημασία και σήμερα λόγω του οικουμενικού διαλόγου, μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα βασικά σημεία:

3.1. Πρωταρχικό χαρακτήρα έχει ο αγώνας του να σωθεί, στο πλαίσιο της πατερικής Θεολογίας (π.χ. Μέγας Βασίλειος), η διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό και το άκτιστο της θείας Χάριτος (ενεργείας του Τριαδικού Θεού). Κατά τον λόγο του ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια. Ο ενεργών είναι το πρόσωπον και η ενέργεια είναι η ουσιώδης κίνηση της θείας φύσεως. Την διάκριση αυτή ο Παλαμάς χαρακτηρίζει «θεοπρεπή και απόρρητον», ως βασική προϋπόθεση της θεώσεως του ανθρώπου. Αν η εκπεμπόμενη από τον Θεό προς τον κόσμο (την κτίση) Χάρη δεν είναι άκτιστη, δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως (σωτηρίας) του ανθρώπου και αγιασμού της κτίσεως. Με την αποδοχή της ακτίστου Χάριτος σώζεται η εμπειρία της παρουσίας του Θεού στην ιστορία. Η μετοχή στην θεία Χάρη υπερβαίνει τις λογικές αναβάσεις της σχολαστικής θεολογήσεως προς τον Θεό, που εμμένει στην περί «actus purus» διδασκαλία, την ταύτιση δηλαδή ουσίας και ενεργείας. Θα μου επιτραπεί στην συνάφεια αυτή ένα ησυχαστικό παράδειγμα. Η δυτική Θεολογία βλέπει τον Θεό ως ένα ηλιακό δίσκο, που είναι μεν φωτεινός εις τον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φθάνουν στην γη, για να θερμάνουν και ζωογονήσουν τον κόσμο. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή υπάρχει ή δεν υπάρχει ο ήλιος, δεν έχει πρακτική σημασία. Αντίθετα ο Θεός της Ορθοδοξίας (όλων των Αγίων της) είναι ένας Ήλιος, του οποίου οι ακτίνες φθάνουν στην γη και την ζωογονούν. Γι’ αυτό και σπεύδουν οι άνθρωποι από τα οποιαδήποτε «υπόγεια» της αμαρτίας και ασωτείας τους να ανεβούν (=μετάνοια) στην επιφάνεια, για να δεχθούν την σωστική ενέργεια του Ηλίου της δικαιοσύνης και να σωθούν δι’ Αυτού.

Το φιλιόκβε

3.1.1. Από την δυτική σχολαστική διδασκαλία περί ταυτίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό απορρέουν όλες οι άλλες αιρέσεις και πλάνες της δυτικής χριστιανοσύνης. Λ.χ. το Filioque, που συνιστά βλασφημία κατά της Αγίας Τριάδος: Ο Πατήρ, μεταδίδοντας (ανάρχως και ατελευτήτως) την ουσία του στον Υιό, Του μεταδίδει (δήθεν) και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως καταργούνται τα προσωπικά και ακοινώνητα ιδιώματα των θείων Προσώπων, η αγεννησία του Πατρός, το γεννητόν του Υιού και το εκπορευτόν του Αγίου Πνεύματος. Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος στο σημείο αυτό να διερωτηθεί: Μήπως όλ’ αυτά είναι σχολαστικά ζητήματα χωρίς σωτηριολογική σημασία; Όπως, όμως, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680-πριν από το 754): «Ο Θεός απεκάλυψεν ημίν ό,τι ην δυνατόν ημίν γνώναι και εδυνάμεθα φέρειν». Για τον Θεό γνωρίζουμε ό,τι Αυτός απεκάλυψε. Αν, λοιπόν, αναφέρουμε στον Τριαδικό Θεό τις δικές μας προλήψεις, τότε πέφτουμε σε ειδωλολατρία, διότι «κατασκευάζεται» Θεός, που δεν υπάρχει.
Άλλη σχετική πλάνη είναι η υποτίμηση του υλικού κόσμου, αφού δεν αγιάζεται με την άκτιστη Χάρη, η υποχρεωτική αγαμία του Κλήρου, η υποτίμηση του ύδατος, όπως εκφράζεται με τον ραντισμό ή την επίχυση στο μυστήριον του Βαπτίσματος, μέχρι την θεώρηση της θείας ενανθρωπήσεως ως εξιλεώσεως του ανθρώπου και όχι ως θεώσεως, ή της Σταυρικής θυσίας του Χριστού ως ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης8. Η παραδοχή, εξ άλλου, του Πάπα ως Vicarius Christi in terra είναι το εύρημα για την κάλυψη του κενού μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Ορθοδοξία των Αγίων μας ουδέποτε χρειάσθηκε έναν άνθρωπο ως μεσάζοντα. Μόνος «μεσίτης Θεού και ανθρώπων» (Α’ Τιμ. 2, 5), ο ων μεθ’ ημών «έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20), μένει ο «Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός» (Ιω. 4, 42). Οι Άγιοι δεν είναι «μεσίτες» μας προς τον Θεό, όπως ο Χριστός, αλλά προσεύχονται για μας στον Χριστό.
Επί πλέον η πίστη στην κοινωνία του Θεού με τον κόσμο, διά κτιστής ενεργείας, δεν οδηγεί μόνο σε αιρέσεις, όπως οι παραπάνω, αλλά και στην εκκοσμίκευση. Με βάση αυτή την διδασκαλία δεν υπάρχουν πραγματικά μυστήρια. Η Θεία Ευχαριστία δεν είναι αληθινή και σωτήρια, αφού δεν ενώνει τον άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, αλλά με την δήθεν κτιστή χάρη Του, που δεν είναι αιώνια, αφού έχει αρχή και τέλος. Απόληξη αυτής της ειδωλολατρικής, όπως ελέχθη, αναφοράς στον Θεό είναι ο δυτικός νομικισμός και ο φεουδαρχισμός, με κύρια έκφραση το Παπικό Κράτος (από το 754). Ο παπικός θεσμός (πρωτείο, αλάθητο, ο Πάπας φορεύς πολιτικής εξουσίας), διαμορφώθηκε με βάση φεουδαλιστική. Ο Πάπας έχει το πλήρωμα της εξουσίας (plenituto potestatis) και ασκεί διπλή εξουσία, πνευματική και κοσμική9.

Οντολογική η σχέση Θεού και κόσμου εις την Ορθοδοξίαν

3.1.2. Η περί κτιστής θείας χάριτος διδασκαλία, όπως και ο νομιναλισμός, είχαν θλιβερές για τον χριστιανισμό της Δύσης συνέπειες, διότι οδήγησαν (τέλη του 16ου αι.) στον γνωστόν Deismus: Deus creator, sed non gubernator, ως προϋπόθεση της «Θεολογίας του θανάτου του Θεού» (μέσα του 20ού αι.). Είτε υπάρχει, δηλαδή, ο Θεός, είτε δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν, είναι άνευ πρακτικής σωτηριολογικής σημασίας, διότι η ύπαρξή του ουδεμία έχει συνέπεια στην ζωή του ανθρώπου και στην πορεία του κόσμου. Η εμμονή της δυτικής χριστιανοσύνης στα ηθικοκοινωνικά προβλήματα είναι καρπός αυτής της αντιλήψεως. Ο αγώνας για θέωση υποκαθίσταται από την προσπάθεια για ηθικοποίηση του ανθρώπου. Σωτηρία όμως είναι η διά της ακτίστου ενεργείας (Χάριτος) του Θεού μεταμόρφωση της φύσεως του ανθρώπου. Η έλλαμψη δηλαδή του ανθρώπου από το άκτιστο, αγιοτριαδικό, Φως, όπως πυρακτώνεται και ο σίδηρος από το υλικό πυρ και αποκτά τις ιδιότητές του. Η πορεία προς την θέωση διαμορφώνει το ορθόδοξο ήθος (Γαλ. 5, 22).
Η ορθόδοξη περί ακτίστου Χάριτος διδασκαλία εμπνέει αισιοδοξία. Ο ορθόδοξος πιστός γνωρίζει ότι ο Θεός κοινωνεί με τον κόσμο μεταδίδοντας σ’ αυτόν την ζωή του. Η σχέση Θεού και κόσμου στην Ορθοδοξία είναι οντολογική, άμεση, ενεργειακή και όχι έμμεση και ηθική. Ο κόσμος ορθόδοξα μεταμορφούται σε «καινήν κτίσιν» (Β’ Κορ. 5, 47) και ό,τι ο όρος αυτός εκφράζει. Η κοινωνία Θεού-κόσμου, εξ άλλου, είναι γεγονός εκκλησιαστικό, ταυτιζόμενη με την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας.

Οι θεούμενοι Άγιοι οι αυθεντίες εις την Εκκλησία

3.2. Μετά από αυτά, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επαναβεβαιώνει την ουσία και τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου Θεολογίας. Η θεολογία και το θεολογείν δεν είναι καρπός μιας ευσεβούς, έστω, αλλά διανοητικής ενασχολήσεως με τα θεία. είναι μαρτυρία της εν Αγίω Πνεύματι αλλοιώσεως του «πάσχοντος τα θεία». Ο λόγος περί Θεού προϋποθέτει γνώση του Θεού. Η θεογνωσία όμως προϋποθέτει την εμπειρική προσέγγιση και γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον οποίο ακολουθεί και αναπαράγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς10. Ο Θεός γνωρίζεται στα όρια της θεοπτίας ή θεώσεως. Θεολόγος είναι ο κοινωνών του Θεού, δηλαδή ο Άγιος. Ο ορθόδοξος Θεολόγος, πορευόμενος «συν πάσι τοις Αγίοις», και πριν ακόμη φθάσει στην εμπειρία της θεώσεως -όπως εμείς οι ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι- θεολογεί με βάση την εμπειρία του δοξασμού των Αγίων και όχι κάποιες στοχαστικές-μεταφυσικές ατομικές αναζητήσεις. Θεολόγος κυριολεκτικά είναι ο «προφήτης», ο διά της θεοπτικής εμπειρίας, τόσον στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, καθιστάμενος «στόμα του Θεού προς τον κόσμον» «ο κατ’ ενώπιον Θεού εν Χριστώ λαλών» (Β’ Κορ. 2, 17).
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη «Ναμπού» (προφήτης) γινόταν ο «Ροέ», ο βλέπων τον Θεό μέσα στο άκτιστο φως-ενέργειά Του. Η αποσύνδεση της ακαδημαϊκής Θεολογίας και στην Ανατολή από την εμπειρία παραμόρφωσε τον Χριστιανισμό, οδηγώντας στην εκκοσμίκευση και την εκφιλοσόφηση της Πίστεως. Αυτό επιχειρήθηκε και στην εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ και τον μαθητή του Ακίνδυνο, ως και τους βυζαντινούς σχολαστικούς. Η «βαβυλώνια αυτή αιχμαλωσία» της ορθόδοξης θεολογίας, την οποία περιέγραψε εναργέστατα ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ11, ξεπεράστηκε εν πολλοίς τον 20ό αιώνα με την επανασύνδεση της ακαδημαϊκής θεολογίας μας με την άσκηση και αγιοπνευματική ζωή, με πρωτοπόρους τους αείμνηστους συναδέλφους πατέρες Πόποβιτς, Στανιλοάε και Ρωμανίδη.

3.3. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς επεβεβαίωσε την διαπίστωση του αγίου Ειρηναίου (β’ αι.), ότι αυθεντίες στην Εκκλησία δεν είναι τα κείμενα, αλλά οι θεούμενοι, οι Άγιοι12. Εξ άλλου, η θεολογία και κυρίως η δογματική διδασκαλία, ανήκει στον χώρο της εκκλησιαστικής ποιμαντικής. Αυτό τον χαρακτήρα έχουν τα έργα των Αγίων Πατέρων. Δεν πρόκειται για «lavoro da tavolino», εργασία του γραφείου ή του σπουδαστηρίου. Η διακρίβωση της αλήθειας και η προφύλαξη από τις αιρέσεις συμπορεύονται με την θεραπεία της καρδίας από τα πάθη, την παράκληση, την παραμυθία και την πνευματική οικοδομή. Η πατερική αντιρρητική δεν είναι κοσμική πολεμική, αλλά ποιμαντική-θεραπευτική αγωγή για τα νοσούντα μέλη του σώματος, τους αιρετικούς και εν πλάνη ευρισκομένους. Ο αντιαιρετικός αγώνας είναι έργο αγάπης και φιλανθρωπίας, διά την απελευθέρωση από την νόσο της αιρέσεως, αφού η αίρεση δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Γι’ αυτό η απόκρουση, με κάθε ποιμαντικό μέσο, της αιρετικής πλάνης είναι φιλανθρωπία και ευεργεσία. Αυτό τον χαρακτήρα έχει η αντιδυτική στάση Πατέρων, όπως ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, τους οποίους μπορούμε άφοβα να χαρακτηρίζουμε «ευεργέτες της Ευρώπης» και του χριστιανισμού της13.

Η θεία άνωθεν σοφία σώζει

3.4. Εξ άλλου, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ανανέωσε την αγιοπατερική στάση έναντι της παιδείας. Όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, έτσι και αυτός, άριστος μάλιστα γνώστης του Αριστοτέλους, δεν απέρριπτε την χρησιμότητα της θύραθεν σοφίας («των ελληνικών μαθημάτων»), αλλά μόνον «προς παίδευσιν». Απεδοκίμαζε όμως, ως πατερικός, την τάση υποβαθμίσεως ή υποκαταστάσεως με αυτήν της πληρότητας και αυτάρκειας της Ορθοδοξίας στο θέμα της σωτηρίας. Αυτήν την φιλοσοφία απέρριπτε, που εκφιλοσοφεί τελικά την «άπαξ τοις Αγίοις παραδοθείσαν πίστιν» (Ιουδ. 3), την εν Χριστώ αποκάλυψη. «Προσδοκάν δε τι των θείων ακριβώς παρ’ αυτής (=της ελληνικής σοφίας) είσεσθαι και τελείως απαγορεύομεν», παρατηρεί14 (Περί των ιερώς ησυχαζόντων 1.1.12). Απορρίπτει, δηλαδή, τον προβαλλόμενο από τον Βαρλαάμ λυτρωτικό χαρακτήρα της θύραθεν σοφίας, κάνοντας και αυτός (πρβλ. Ιακ. 3, 13 ε.) διάκριση σαφή δύο γνώσεων και σοφιών, της θείας και της ανθρωπίνης. Η θεία («άνωθεν») σοφία σώζει, η «επίγειος» απλώς παιδεύει και φωτίζει την διάνοια, αν δεν οδηγεί στην δαιμονοποίηση τον άνθρωπο.

3.5. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, επίσης, προσφέρει πρότυπο αγωνιστού Θεολόγου υπέρ της σωζούσης πίστεως και υπόδειγμα εκκλησιαστικού ανδρός και θεολόγου διαλεγομένου με την αίρεση και την μη Ορθοδοξία. Η μεγαλωσύνη δε και εγκυρότητά του έγκειται στο ότι δεν θέτει ποτέ την γνήσια εκκλησιαστική παράδοση υπό διαπραγμάτευση. Αντίθετα, την θεωρεί πάντοτε αμετακίνητο θεμέλιο και αφετηρία στην συνάντηση με την αίρεση. Σώζοντας δε την εκκλησιαστική και πατερική παράδοση ολόκληρη, υπενθυμίζει ότι η ησυχαστική παράδοση αποτελεί τον πολυτιμότερο καταλύτη για την σύγχρονη θεολογία Ανατολής και Δύσεως, για να επανεύρει τον πραγματικό δυναμισμό της μέσα στην δίνη των σημερινών προκλήσεων. Με τους διαλόγους του ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απέδειξε, ότι αυτό είναι το ορθό πλαίσιο κινήσεως του θεολογικού διαλόγου. Έξω από κάθε κοσμική σκοπιμότητα, αλλά με μόνο στόχο την σωτηρία ως θέωση. Ο διάλογος πρέπει να αποβλέπει στην μετάνοια, για να είναι δυνατή και η σωτηρία. Ο Άγιος Γρηγόριος φωτίζει εξ άλλου, μεθοδολογικές δυσλειτουργίες του σημερινού θεολογικού διαλόγου. Όπως ο καθηγ. Γεώργιος Γαλίτης έχει υποστηρίξει: «Αν η διάκριση αυτή (ουσίας και ενεργείας) ετίθετο ως βάση των συζητήσεων, αν οι διαλεγόμενοι με μας μπορούσαν να αποδεχθούν την διάκριση αυτή, πολλά εμπόδια θα είχαν αρθεί και ο δρόμος της συνεννοήσεως θα ήταν πολύ εύκολος»15. Αυτό όμως θα καθιστούσε πιο εμφανείς πλάνες, όπως το Παπικό πρωτείο, σ’ αντίθεση με εκείνους, που αγωνίζονται στην εποχή μας, να το καταξιώσουν ως εκκλησιαστική διδασκαλία.

Ήλεγξε τους Άρχοντες αλλά και τους Ζηλωτές

3.6. Ο Άγιος Γρηγόριος γίνεται, εξ άλλου, δείκτης πορείας για την θέση και ευθύνη της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο, σ’ όλο το φάσμα μάλιστα της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο ησυχασμός δεν είναι πολιτική απραξία. (Ο όρος «πολιτική» βέβαια χρησιμοποιείται με την αριστοτελική της σημασία, που εξεχριστιάνισε ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, τον 8ο αιώνα). Αυτό επιβεβαιώνει η πολιτική παρέμβαση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στα δρώμενα της εποχής του. Ο Παλαμάς άσκησε κριτική στις πολιτικές ίντριγκες του Πατριάρχου Ιωάννου Καλέκα, όταν συνήργησε στο πραξικόπημα κατά του Ιωάννου Καντακουζηνού (1295-1383), έλεγξε όμως και τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης για τις εγκληματικές ενέργειές τους στην Θεσσαλονίκη, αλλ’ εξίσου και όσους με την αφιλάνθρωπη στάση τους εξέτρεφαν και προωθούσαν την βία. Η παρέμβαση των Ποιμένων και μάλιστα των Επισκόπων είναι αναγκαία και απαρέγκλιτη σε μία κοινωνία μάλιστα, που θέλει να λέγεται χριστιανική. Η θεολογία του γίνεται «άλας της γης» και «φως του κόσμου». Ο διάλογος με τον κόσμο, στην πράξη του Αγίου Γρηγορίου, έχει τον χαρακτήρα της Ιεραποστολής. Δεν τίθεται ποτέ εν αμφιβόλω η αποκλειστικότητα και μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας (πρβλ. Πράξ. 4, 12), όπως βιώνεται στην παράδοση των Αγίων Πατέρων.
Ούτε στην αντιμετώπιση του Βαρλαάμ και του κύκλου του, ούτε στην αντιπαράθεσή του με τους Μουσουλμάνους, παρά τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, προχώρησε σε κάποια σχετικοποίηση της πίστεως και συμβιβαστική διάθεση, για την επίτευξη μάλιστα προσωπικού οφέλους. Και σήμερα ο Άγιος Γρηγόριος θα καλούσε, χωρίς κανένα συμβιβασμό, στην πορεία της θεώσεως, έστω και αν ο κόσμος μας αποκρούει μία τέτοια πρόσκληση, ζώντας στο πάθος της αυτοθεώσεως.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τιμά και δοξάζει το Άγιον Όρος, αποδεικνύοντας ότι η Αθωνική Πολιτεία μένει ορθόδοξη, εφ’ όσον μένει πιστή στην παράδοση του Αγίου Γρηγορίου, διασώζοντας την πίστη και θεολογία του, και την αγωνιστικότητά του, καρπό της αγάπης του για τον Χριστό. Είναι δε ιδιαίτερα ελπιδοφόρο, ότι η δυτική Θεολογία, που παλαιότερα (M. Jugie) αποστρεφόταν τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά ως «αιρετικό», σήμερα έχει σημειώσει θετική στροφή απέναντί του. Ίσως έλθει η εποχή, που η θεολογία του θα οδηγήσει τον διαχριστιανικό διάλογο στην αυθεντική του πορεία.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του π. Ιωάννου Meyendorf στην «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6 (Αθήνα 1965) στ. 83-87, με βιβλιογραφία. Η εκτενέστερη συλλογή σχετικών κειμένων είναι η «Φιλοκαλία». Τα κείμενα όμως είναι εγκατεσπαρμένα στην PG του Migne. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη σ’ όλες τις βαλκανικές χώρες. Βλ. ενδεικτικά π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 1984. Γ. Ι. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979. Του Ιδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983. Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, Λεβαδειά 1992. Του Ιδίου (ως Μητροπολίτου), Παλαιά και Νέα Ρώμη - ορθόδοξη και δυτική παράδοση, Λεβαδειά 2009. Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο βίος και η θεολογία του, Θεσσαλονίκη 1976. Πλούσιο και σπουδαίο υλικό για τον Ησυχασμό, την εποχή και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά περιέχει ο συλλογικός τόμος: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν (Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού), Άγιον Όρος 2000. Για τον Ησυχασμό στην Ρουμανία βλ. την σπουδαία ανακοίνωση του πρώην Αντιπροέδρου της Ρουμανικής Ακαδημίας μακαριστού Virgil Candea, στις σελ. 727-736 (βιβλιογραφία).
2. Βλ. το εκτενές άρθρο του Παναγιώτου Κ. Χρήστου στην ΘΗΕ, τ. 4 (1964) στ. 775-794 (βιβλιογραφία). Πλουσιότατη είναι η μεταγενέστερη βιβλιογραφία.
3. Όπως εδήλωσε ο Πρόεδρος της Συνόδου του 1368, Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1345-55 - 1364-76): «-Και στέργω και τιμώ τούτον ως Άγιον από των θαυμάτων αυτού, α μετά την ενθένδε προς Θεόν εκδημίαν του ειργάσατο, ιαμάτων πηγήν τον ίδιον αναδείξας τάφον...», («Τόμος Συνοδικός» ανακηρύξεως της αγιότητος Γρηγορίου του Παλαμά, PG 151, 711. Πρβλ. Φιλοθέου (Κοκκίνου), Λόγος εγκωμιαστικός εις τον εν Αγίοις Πατέρα ημών Γρηγόριον, Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον Παλαμάν, PG 151, 648/9.
4. PG 102, 263-391.
5. Από μεγάλους Θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή ως η τελευταία προ του σχίσματος Γενική Σύνοδος της αρχαίας Εκκλησίας, με την συμμετοχή και του Πατριαρχείου της Δύσεως (Παλαιάς Ρώμης). Έχει όλα τα γνωρίσματα της Οικουμενικής Συνόδου. Βλ. Φιλίππου Ζυμάρη, πρεσβυτέρου, Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), φωτοτυπημένη διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000. Πρβλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι I9602, σ. 261-2.
6. Α’ Άλωση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της Δ’ Σταυροφορίας.
7. Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Παλαιά και Νέα Ρώμη..., σ. 207-210. Πρβλ. π. Δημητρίου Κουτσούρη, Σύνοδοι και Θεολογία για τον Ησυχασμό, (διδακτορική διατριβή), Αθήνα 1997.
8. Είναι η περιβόητος διδασκαλία Ανσέλμου του Κανταβρυγίας (1033-1109). Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η «περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία και η νεοελληνική κατηχητική και κηρυκτική πράξη, στο: Λόγος ως Αντίλογος, Αθήνα 1992, σ. 85-98: Πρβλ. π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη, Η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης στη νεοελληνική θεολογία, στο περιοδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τ. 71 (τεύχ. 723), 1988, σ. 529-537. (Πρβλ. τον τόμο: Simposio Christiano, Milano 1989, σ. 103-109).
9. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ ο Ιλδεβράνδης (1073-1085) με το κείμενο του «Dictatus Papae» (PL 148, 107ε.) διετύπωσε την περί απόλυτης εξουσίας του πάπα, ακλόνητη έκτοτε, θεωρία σε 27 θέσεις. Η ταύτιση με τις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις είναι πλήρης. «Ο πάπας είναι απόλυτος κύριος της Εκκλησίας και της Πολιτείας».
10. Η θεολόγηση είναι κατ’ αυτόν υπόθεση «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία (δηλαδή στην θεοπτία) και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώτατον. (Λόγος Θεολογικός Α’, 3-4. PG 36, 13 ε.). Αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση αυτή, ισχύει ο λόγος του Μ. Βασιλείου: «Θεολόγος δε πας, και ο μυρίαις κηλίσι την ψυχήν στιγματίσας» (PG 32, 213D).
11. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1986 (μετάφραση από τα ρωσικά).
12. Βλ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1977, σ. 300.
13. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Αντιδυτικοί» Πατέρες ευεργέτες της Ευρώπης, στο Του Ιδίου, Ιχνηλασία πνευματικής σχοινοβασίας. Κατερίνη 1999, σ. 45-54. Και στα Ρουμανικά.
14. Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 1, 12: («Αποκλείομεν τελείως να περιμένει ότι θα μάθει κάποιος από αυτήν κάτι σχετικό με τα θεία»).
15. Γεωργίου Α. Γαλίτη, Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας, στον παραπάνω τόμο: Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς..., σ. 481-488 (εδώ: 484).
(Μάιος 2010)

ΠΗΓΗ:  “ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
    ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
    ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
    ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
    ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ιερά Παράδοσις

Ιερά Παράδοσις




Ιερά Παράδοση και παραδόσεις

Η Ιερά Παράδοση ως πηγή πίστεως

Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη του Θεού" σελ. 30-32.

Τι είναι η Ιερά Παράδοση, και ποια η σχέση της με την Ορθοδοξία, με την Αγία Γραφή και με τη Θεία αποκάλυψη;

Η ίδια η Καινή Διαθήκη μας κάνει λόγο για την Παράδοση που ενεργούσε παράλληλα με την Γραφή και μας αποδεικνύει την αλήθεια ότι και η Γραφή είναι ένα μέρος αυτής της Παραδόσεως.

Πολλά χωρία από την Καινή Διαθήκη θα μπορούσα να παραθέσω. Θα αρκεσθώ όμως στα πιο χαρακτηριστικά. Στους Θεσσαλονικείς γράφει ο Απόστολος: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β' Θεσ. β', 15). Εκτός από τις Επιστολές οι Χριστιανοί καλούνται να εφαρμόσουν και όσα προφορικά τους υπογράμμισε ο Απόστολος.

Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή ο Απόστολος τους επαινεί γιατί κρατούν τις παραδόσεις: «Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε και καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε» (Α' Κορ. ια', 2).

Στην ίδια επιστολή (Α΄) κάνει λόγο για μια προγενέστερη επιστολή (κεφ. ε΄, 9). Το γράφουμε αυτό για να δούμε ότι υπήρξαν και αλλά κείμενα τα οποία δεν διασώθηκαν για να περιληφθούν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης.

Στους Χριστιανούς τών Φιλίππων γράφει: «...α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε, και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ’ υμών» (Φιλ. δ', 9). Πρέπει να τηρούν όχι μόνον όσα τους γράφει στην επιστολή, αλλά και όσα άκουσαν και όσα είδαν και όσα παρέλαβαν. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν περιέχει όση την Αποκάλυψη.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Πολλά έχω υμίν γράφειν, ουκ ηβουλήθην δια χάρτου και μέλανος, αλλά ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη» (Β΄ Ιω., 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εδώ, όπως και στην Γ' επιστολή στ', 13, διαβεβαιώνει ότι δεν έγράψε όλα όσα έπρεπε να τους πεί. Επιφυλάσσεται να αναλύσει περισσότερες αλήθειες «στόμα προς στόμα» με την προσωπική επικοινωνία.

Αλλά και τα Ευαγγέλια δεν περιγράφουν όλη την ζωή του Χριστού, ούτε παρουσιάζουν όλα τα θαύματα τα οποία έκανε όσο ζούσε στην γη. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο καταλήγει ως εξής: «έστι δε και αλλά πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθέν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. Αμήν» (Ιω. κα', 25).

Μερικά μόνον χωρία κατεγράφησαν από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης για να διαπιστωθεί καθαρότερα η αλήθεια ότι η Αγία Γραφή είναι ένα μέρος όλης της Αληθείας που παρέλαβαν oι άγιοι από τον Χριστό και βίωσαν εν Αγίω Πνευματι. Όταν, λοιπόν, θεωρούμε ως μόνη πηγή της θείας Αποκαλύψεως την Αγία Γραφή, τότε κολοβώνουμε την όση Αλήθεια και την όση Αποκάλυψη που παρέδωσε ο Θεός στους φίλους Του, που είναι οι άγιοι, και η οποία διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία.

Μιλώντας για την Παράδοση ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει: «η παράδοσις είναι ο «θεολογικώτατος κλήρος», δηλαδή η κληρονομιά την οποία έλαβε λέγει (ο Δαμασκηνός) «εκ θεολόγου πατρός», εννοών τον θεολόγον Γρηγόριον. Η «παραλαβή» αυτή τού «κλήρου» της παραδόσεως εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δεν είναι παραλαβή μόνον «διδασκαλίας» διότι τότε οι Πατέρες θα ελέγοντο όχι Πατέρες, αλλά απλώς διδάσκαλοι και παιδαγωγοί. Ο Απ. Παύλος γράφει: «Εάν γαρ μύριους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς Πατέρας• εν γαρ Χριστώ Ιησοή δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα». Κατά τον Απόστολον, λοιπόν, παράδοσις είναι το γεννάσθαι από τους Πατέρας εν Χριστώ δια του Ευαγγελίου και παραλαμβάνειν τον Χριστόν και μορφούν Αυτόν εν ημίν» (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: «Η Θεοτόκος», εκδ. «όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος», σελ. 234).

Η Παράδοση δεν είναι κάτι διαφορετικό από την Ορθόδοξη πίστη, δηλαδή την Ορθοδοξία. Ορθοδοξία θα πει «ορθή δόξα», δηλαδή ορθή δοξασία ή ορθή διδασκαλία περί τού Θεού και όλων των θεμάτων που οδηγούν στην σωτηρία τον άνθρωπο. Αυτή όμως η ορθή πίστη απεκαλύφθη από τον Θεό στους άξιους αυτής της Αποκαλύψεως, σε όσους έχουν φθάσει στην θέωση και έχουν την δυνατότητα να παραλάβουν αυτήν την Αποκάλυψη τού Θεού. Οι άγιοι όμως παραλαμβάνουν την Αποκάλυψη και την παραδίδουν στα πνευματικά τους παιδιά και με τον τρόπο αυτόν τα αναγεννούν. Δεν πρόκειται για μια τυπική παράδοση μιας διδασκαλίας, αλλά για την μετάδοση μιας ολόκληρης ζωής που ανιστά τον νεκρό από την αμαρτία άνθρωπο και τον οδηγεί στην θέωση. Έτσι, επειδή οι άγιοι παραλαμβάνουν και παραδίδουν την ορθή διδασκαλία, γι’ αυτό, ισχυριζόμαστε, ότι η Παράδοση ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Παράδοση δεν είναι απλώς μερικές διδασκαλίες που παραδίδονται εξωτερικά από στόμα σε στόμα, αλλά μετάδοση της ζωής που έφερε στον κόσμο ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι και την μετέδωσε στους ανθρώπους. Δεν είναι εξωτερικά σχήματα, αλλά αναγέννηση και θέωση τού ανθρώπου. Ακόμη υποδεικνύει στον άνθρωπο τον δρόμο και τον τρόπο της θεώσεως.

Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη του Θεού" σελ. 30-32.

sourse : http://www.oodegr.com/oode/dogma/genika/paradosi1.htm

image sourse : http://egolpio.wordpress.com/

Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού

Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού

Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
 
Από το βιβλίο: «Η Αποκάλυψη του Θεού» Β΄ Έκδοση 1991. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ.  20-29.
Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: "λόγο του Θεού", "Θεία αποκάλυψη", "πηγή της πίστεως", κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο "Η Αποκάλυψη του Θεού", με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.
Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.
Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ' ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως. Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ' α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη  Σ.  Ρωμανίδη:   Ρωμηοσύνη,   εκδ.   Πουρνάρα,   Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).
Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι' αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.
Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.
Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι' αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).
Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι' αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.
Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι' αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).
Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ' ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).
Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ' ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.
Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι' αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.
Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι' αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ' η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ' η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.
Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.
Η Γραφή καθ' εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ' ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ' όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος καθ' εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολο­γίας εις Πρακτικά τού Β' Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.
Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.
Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».
Όπως όλα τα αλλά «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι θεόπνευστα, έτσι και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και απλανής οδηγός τού λαού τού Θεού στη θέωση. Είναι θεόπνευστη η Αγία Γραφή γιατί γράφηκε από θεοπνεύστους συγγραφείς, τους θεουμένους. Τα συγγράμματα τών αγίων Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί γράφηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους αγίους Πατέρες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων είναι θεόπνευστες γιατί πάρθηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους Πατέρες, από θεουμένους, από Αγίους» (Αρχιεπ. Σινά Δαμιανού: «Ορθοδοξία και Παράδοσις» εις «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 85/16-4-1980).
Φαίνεται καθαρά από όσα παρετέθησαν ότι η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, η όποια και περιγραφόμενη παραμένει άρρητη. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μη πολυπραγμόνει τοίνυν, αλλ’ έπου τοις πεπειραμένοις, μάλιστα μεν έργοις, ει δε μη τούτοις, τοις λόγοις γουν, αρκούμενος ταις παραδειγματικαίς εκφάνσεσιν αυτής. η γαρ θέωσις υπερώνυμος. Διό και ημείς πολλά περί ησυχίας συγγραψάμενοι, νυν μεν τών πατέρων προτρεψάντων, νυν δε τών αδελφών αιτησαμένων, ουδαμού περί θεώσεως αναγράψαι τεθαρρήκαμεν νυν δ’ επείπερ ανάγκη λέγειν, ερούμεν, ευσεβή μεν τη τού Κυρίου χάριτι, παραστήσαι δε ουχ ικανά. και λεγομένη γαρ άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος, κατά τους πατέρας φάναι, τοις ευμοιρηκόσιν αυτής» (Γρηγορίου Παλαμά: Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, Τόμος Α', σελ. 644).
Ελέχθη προηγουμένως ότι και ο απαρτισμός τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης έχει μια ιστορία. Από τους Αποστόλους και τους Ποιμένας τής Εκκλησίας δεν καταβλήθηκε απ' αρχής καμιά προσπάθεια να συγκεντρώσουν σ' έναν τόμο τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Αυτό έγινε μεταγενέστερα. Παρά ταύτα η Εκκλησία ζούσε και οι Χριστιανοί τών πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων είχαν όλη την εμπειρία τής Πεντηκοστής. Σχετικά με τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης γράφει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης: «Η ιστορία τον Κανόνος τής Κ.Δ. παρουσιάζει ορισμένα δυσχερή αλλά και άκρως ενδιαφέροντα προβλήματα. Η ιστορία τού Κανόνος έχει αναμφιβόλως αρχήν, η δε αρχή αυτή, κατά την κρατούσαν σήμερον άποψιν, είναι η συλλογή τών Επιστολών τον Αποστόλου Παύλου. Αναγνωρίζεται επίσης υπό πάντων, ότι περί τα τέλη τού τετάρτου αιώνος μ.Χ. ο κανών τών γνωστών 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης είχε πλέον αποτελεσθή. Τι συνέβη όμως κατά την μεταξύ τών δύο τούτων ορίων περίοδον; Η ιστορία τού Κανόνος κατά την εν λόγω περίοδον εγείρει ορισμένα προβλήματα, η εξέτασις τών οποίων είναι δύσκολος και η λύσις έτι δυσχερεστέρα. Ιδού μερικά τοιαύτα προβλήματα: Εις ποίον ακριβώς σημείον της περιόδου αυτής ανεφάνη η ιδέα τού Κανόνος της Κ. Διαθήκης; Ποία ήτο η σύνθεσις τού πρώτου αυτού κανόνος; Η ιδέα αυτή τού Κανόνος της Κ.Δ. ήτο προϊόν εξελίξεως η ανεφάνη αιφνιδίως; Υποστηρίζεται υπό πολλών ερευνητών ότι εις τον Ιουστίνον, τον φιλόσοφον και μάρτυρα, περί το 150 εν Ρώμη, απουσιάζει η έννοια τού κανόνος. Μετά είκοσιν όμως η τριάκοντα έτη, εις τον Ειρηναίον ο Κανών της Κ. Διαθήκης είναι μία πραγματικότης. Εάν το πράγμα έχη ούτως, διερωτάται τις τι ακριβώς συνέβη μεταξύ 150 και 180 μ.Χ. εν σχέσει προς τον Κανόνα; Ποία ακριβώς στάδια ηκολούθησεν η ιστορική πορεία τού κανόνος μέχρι τού τέλους τού 4ου αιώνος;» (Σάββα Αγουρίδη: Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 58).
Από όσα παρετέθησαν καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία συγκρότησε τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, και μάλιστα μέσα σε μια μεγάλη περίοδο, αυτή ξεχώρισε τα κείμενα και παρέλαβε όσα εκείνη νόμισε. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε πιο κάτω. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η Αγία Γραφή μόνη της δεν είναι η μοναδική «πηγή» της πίστεως. Απλώς περιλαμβάνει κείμενα αυθεντικά που περιγράφουν την εμπειρία την οποία έχουν οι άγιοι συγγραφείς τών κειμένων και μάλιστα όχι όλη την εμπειρία, αλλά αυτήν που σχετίζεται με τα προβλήματα που απασχολούσαν τους Χριστιανούς τών εκκλησιαστικών κοινοτήτων.

Η Βαπτισματική Θεολογία (Σεβ. Μητρ.Ιεροθέου)

Η Βαπτισματική Θεολογία (Σεβ. Μητρ.Ιεροθέου)



Η Βαπτισματική Θεολογία
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Έγιναν στο παρελθόν και γίνονται στην εποχή μας πολλές συζητήσεις για το Βάπτισμα των αιρετικών, δηλαδή εάν οι αιρετικοί πού έχουν αποκλίνει από την Ορθόδοξη πίστη και θέλουν να επιστρέψουν σ’ αυτήν, θα βαπτίζονται εκ νέου ή θα χρίονται απλώς, αφού δώσουν λίβελλο. Υπάρχουν αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για το θέμα αυτό.

Όμως στο κείμενο πού ακολουθεί θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα πού είναι συμφωνία μεταξύ της «Διαρκούς Συνελεύσεως Κανονικών Επισκόπων Αμερικής (SCOBA)» και της «Συνελεύσεως Καθολικών Επισκόπων Αμερικής (ACBC)» την 3 Ιουνίου 1999. Τήν μετάφραση του πρωτοτύπου κειμένου στην ελληνική γλώσσα έκανε ο Πρωτ. π. Γεώργιος Δράγας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος έκανε συγχρόνως και μιά συνοπτική περιγραφή και κριτική του συμφωνηθέντος κειμένου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στην Αμερική.

Η βάση του κειμένου αυτή είναι η συμφωνία στο Μπαλαμάντ το 1993 «Ουνιτισμός, Μέθοδος Ενώσεως του Παρελθόντος και η Παρούσα αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας», την οποία φαίνεται επιθυμεί να στηρίξη.

Τό κείμενο πού σχολιάζουμε, δηλαδή το κείμενο πού υπογράφηκε στην Αμερική μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, με τίτλο «βάπτισμα και μυστηριακή κοινωνία» στηρίζεται σε μερικά σημεία, όπως το έχω εντοπίσει, τα οποία είναι πολύ χαρακτηριστικά και δείχνουν όλο το περιεχόμενο της συγχρόνου οικουμενιστικής κινήσεως.

Τό πρώτον σημείο είναι ότι «το βάπτισμα εδράζεται επί της πίστεως του ιδίου του Χριστού, της πίστεως της Εκκλησίας, και της πίστεως του πιστού, εκ των οποίων απορρέει η οντότητά του» (13). Εκ πρώτης όψεως εδώ κάνει εντύπωση η απουσία του Τριαδικού Θεού, ίσως για να δικαιολογήται κάθε διασταλτική ερμηνεία του Βαπτίσματος. Η πίστη, λοιπόν, είναι το βάσιμο σημείο και στοιχείο του Βαπτίσματος.

Τό δεύτερο σημείο είναι ότι το Βάπτισμα δεν είναι μιά πράξη πού απαιτείται από την Εκκλησία, «αλλά μάλλον το θεμέλιον της Εκκλησίας. Τό βάπτισμα θεμελιώνει την Εκκλησίαν» (26). Εδώ παρουσιάζεται η αλήθεια ότι το άγιο Βάπτισμα δεν είναι το «εισαγωγικό» μυστήριο διά του οποίου εισαγόμαστε στην Εκκλησία, αλλά το θεμέλιο της Εκκλησίας.

Τρίτον σημείον είναι ότι «το βάπτισμα ουδέποτε εγένετο κατανοητό ως ιδιωτική τελετουργία, αλλά μάλλον ως κοινοτικό γεγονός» (13). Αυτό σημαίνει ότι η Βάπτιση των κατηχουμένων αποτελούσε «περίστασιν μετανοίας και ανανεώσεως ολοκλήρου της κοινότητος» (13). Ο Βαπτισθείς «υποχρεούται να οικειοποιηθή την κοινήν πίστιν της κοινότητος εις το πρόσωπον και τάς υποσχέσεις του Σωτήρος» (14).

Τό τέταρτον σημείο είναι συνέχεια και συνέπεια των προηγουμένων. Αφού το Βάπτισμα εδράζεται στην πίστη στον Χριστό, αφού είναι η βάση της Εκκλησίας και επί πλέον αφού είναι έργο της κοινότητος, αυτό σημαίνει ότι η αναγνώριση του Βαπτίσματος συνεπάγεται και την αναγνώριση της Εκκλησίας. Στό συμφωνημένο κείμενο λέγεται: «Αμφότερα τα μέλη της Κοινής αυτής Επιτροπής, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, αναγνωρίζομεν εις τάς παραδόσεις αλλήλων κοινήν διδασκαλίαν και κοινήν πίστιν περί Βαπτίσματος, παρά τάς διαφοροποιήσεις εις την πράξιν, αι οποίαι, ως πιστεύομεν, δεν επηρεάζουν την ουσίαν του μυστηρίου» (17). Κατά το κείμενο υπάρχει κοινή πίστη και διδασκαλία περί του Βαπτίσματος στις δύο «Εκκλησίες», αλλά και οι υπάρχουσες διαφοροποιήσεις δεν επηρεάζουν την ουσία του μυστηρίου. Τά δύο μέρη αναγνωρίζουν μιά εκκλησιαστική οντότητα «εις αμφότερα εξ αυτών, και εάν ακόμη θεωρούν την βίωσιν της οντότητος της Εκκλησίας υπό του ετέρου ως ελαττωματικήν ή πλημμελή» (17). Στό σημείο αυτό βρίσκεται η «ασφαλής βάσις της συγχρόνου χρήσεως της φράσεως "αδελφαί εκκλησίαι"». Η Ορθόδοξη και Λατινική Εκκλησία είναι οι δύο αδελφές Εκκλησίες, γιατί έχουν την ίδια παράδοση, την ίδια πίστη και το ίδιο Βάπτισμα, έστω και εάν υπάρχουν μερικές διαφορές. Γι’ αυτό και στο κείμενο επανειλημμένως υποστηρίζεται η άποψη: «Θεωρούμεν την αμοιβαίαν ταύτην αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής οντότητος του βαπτίσματος, παρά τάς διαιρέσεις ημών, πλήρως σύμφωνον προς την αέναον διδασκαλίαν αμφοτέρων των εκκλησιών» (26). Παρερμηνεύοντας την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου, ισχυρίζονται ότι οι δύο «Εκκλησίες» παρά τις υφιστάμενες «ατέλειες» αποτελούν την ίδια οντότητα της Εκκλησίας. «Χάρις εις την δωρεάν του Θεού, είμεθα αμφότεροι "εκ της Εκκλησίας" κατά την φράσιν του Αγίου Βασιλείου» (26).

Τό πέμπτον σημείο είναι ότι κατηγορείται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ο οποίος, ερμηνεύοντας τις απόψεις του Κυπριανού Καρχηδόνος, του Μ. Βασιλείου και της Β' Οικουμενικής Συνόδου, κάνει λόγο, όπως και όλοι οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος, για την ακρίβεια και την οικονομία, ως προς τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή, οι Πατέρες άλλοτε δέχονται τούς αιρετικούς με την ακρίβεια, δηλαδή με το Βάπτισμα, και άλλοτε με την οικονομία, δηλαδή με χρίσμα. Αλλά και όταν η Εκκλησία δέχεται κάποιον με οικονομία, αυτό σημαίνει ότι εκείνη την ώρα πού τον αποδέχεται, ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας, ακριβώς γιατί η Εκκλησία υπέρκειται των Κανόνων, και όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, και η Εκκλησία είναι η πηγή των μυστηρίων και του Βαπτίσματος και όχι το Βάπτισμα βάση της Εκκλησίας. Η Εκκλησία μπορεί να αποδεχθή κάποιον αιρετικό με την αρχή της οικονομίας, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι αναγνωρίζει ως Εκκλησία την κοινότητα πού τον είχε προηγουμένως βαπτίσει. Μέσα από την προοπτική αυτή ερμηνεύεται η σχετική απόφαση της Β' Οικουμενικής Συνόδου.

Βεβαίως, η σύγχυση επιτείνεται από το ότι μεταξύ των προτάσεων υπάρχει και μία πρόταση, η οποία ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Λέγεται στο κείμενο ότι πρέπει να διευκρινισθή «ότι η αμοιβαία αναγνώρισις του βαπτίσματος δεν εξυπακούεται και την επίλυσιν όλων των ζητημάτων τα οποία τάς διαιρούν, ούτε την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των, αν και υποβοηθεί εις την απομάκρυνσιν ενός βασικού εμποδίου από την οδόν προς την αποκατάστασιν πλήρους κοινωνίας» (σελ. 28).

Από την μικρή ανάλυση φαίνεται πόση σύγχυση επικρατεί στους οικουμενιστικούς κύκλους γύρω από τα θέματα αυτά, καθώς επίσης και ότι η αποδοχή του Βαπτίσματος των αιρετικών (Παπικών, Προτεσταντών πού αλλοίωσαν το δόγμα της Αγίας Τριάδος κλπ) ερμηνεύεται ως αποδοχή της υπάρξεως Εκκλησίας στους αιρετικούς και ακόμη χειρότερο ότι και οι «δύο Εκκλησίες» Ορθόδοξη και Λατινική έχουν ενότητα παρά τις «μικρές» διαφορές ή προερχόμαστε από την ίδια Εκκλησία και πρέπει να αναζητήσουμε να επιστρέψουμε και να αποτελέσουμε την μόνη Εκκλησία. Είναι έκδηλη εδώ η θεωρία των κλάδων.

Όταν υπάρχει μια τέτοια σύγχυση, τότε είναι ανάγκη να υιοθετούμε την άποψη της ακριβείας, πού διασώζει την αλήθεια, ότι δηλαδή όσοι περιπίπτουν στην αίρεση βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας και δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα για την θέωση.

Πάντως, η βαπτισματική θεολογία δημιουργεί τεράστια προβλήματα στους Ορθοδόξους. Τό κείμενο του οποίου είδαμε μερικά σημεία, είναι διάτρητο από εκκλησιολογικής πλευράς. Η πατερική ορθόδοξη διδασκαλία ως προς το θέμα αυτό είναι ότι η Εκκλησία είναι το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, μέσα στην οποία διασώζεται η αποκαλυπτικη αλήθεια –ορθόδοξη πίστη– και τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως διά των μυστηρίων της Εκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Ευχαριστία) με τις απαραίτητες προϋποθέσεις πού είναι η μέθεξη της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τό Βάπτισμα είναι το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας. Δέν εδράζεται η Εκκλησία πάνω στο μυστήριο του Βαπτίσματος, αλλά το Βάπτισμα του ύδατος συνδεδεμένο με το Βάπτισμα του Πνεύματος ενεργούνται μέσα στην Εκκλησία και καθιστούν τον άνθρωπο μέλος του Σώματος του Χριστού. Εκτός της Εκκλησίας, του ζωντανού Σώματος του Χριστού, δεν υπάρχουν μυστήρια, όπως εκτός του σώματος δεν υπάρχουν αισθήσεις.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να παραθέσω το συμπέρασμα του Πρωτ. π. Γεωργίου Δράγα, ύστερα από «μία συνοπτική περιγραφή και κριτική»:

«Αι προτάσεις αύται δεν δύνανται να εύρουν συμφώνους πάντας τούς Ορθοδόξους, και δή τούς ελληνοφώνους (ή ελληνοφρόνους), και συνεπώς καθίστανται μάλλον διαιρετικαί ως προς τον πραγματικόν αυτών χαρακτήρα. Ο κύριος λόγος όστις οδηγεί εις τοιούτον κριτικόν συμπέρασμα είναι η απουσία εκκλησιολογικού υποβάθρου εις την όλην περί μυστηρίων ταύτην έρευναν, ως και η μονομερής ερμηνεία ή και παρερμηνεία, των δεδομένων της Ορθοδόξου μυστηριακής πράξεως, και μάλιστα της μυστηριακής τοιαύτης, έναντι των ετεροδόξων κατά τάς διαφόρους εποχάς. Αι προτάσεις, αύται και τα συμπεράσματα, αλλά και το όλον Συμφωνηθέν Κείμενον, αντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Η αποδοχή των υπό Ορθοδόξων θεολόγων σημαίνει μάλλον σκόπιμον προδοσίαν των ορθοδόξων θέσεων και υποταγήν εις τάς δυτικάς οικουμενιστικάς προοπτικάς, όπερ απορριπτέον!». parembasis.gr