Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ


Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ



Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, που πραγματοποιήθηκε κατά την επίσκεψή του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009.

     Όταν το έτος 1966 για πρώτη φορά επισκέφθηκα το Άγιον Όρος ως δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, συναντήσαμε τον μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος μας ρώτησε τι είμαστε. Του απαντήσαμε ότι είμαστε θεολόγοι. Εκείνος αμέσως μας είπε: «Η Εκκλησία γνωρίζει μόνον τρεις Θεολόγους, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Εσείς είσθε φοιτητές της Θεολογικής Σχολής».
Η άποψη αυτή του π. Θεοκλήτου μου έκανε εντύπωση και με έμαθε να ακριβολογώ και ως προς το θέμα αυτό, γιατί κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η θεολογία είναι η εμπειρική γνώση του Θεού, είναι χάρισμα. Από τότε ασχολήθηκα επανειλημμένως με το θέμα και κατάλαβα ότι πράγματι κατά την εκκλησιαστική ορολογία θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί για τον Θεό. Αλλά, για να ομιλή κανείς αυθεντικώς για τον Θεό και να έχη απλανή γνώση γι' Αυτόν, θα πρέπει προηγουμένως να έχη προσωπικές εμπειρίες για τον Θεό.
 Έτσι, με την απόλυτη έννοια θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στην θέα του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός και με την σχετική έννοια θεολόγος είναι και εκείνος που ομιλεί για την γνώση που έχουν οι θεούμενοι. Αυτό γίνεται και με την επιστήμη. Κατ' εξοχήν επιστήμονες είναι εκείνοι που ερευνούν τα διάφορα φυσικά γεγονότα και προσφέρουν καινούρια γνώση, αλλά και εκείνοι που μεταφέρουν την γνώση των ερευνητών.
Στον Αγιορειτικό Τόμο, που γράφηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γίνεται λόγος για την ομολογία της πίστεως που κηρύσσεται από τους αξίους εν Πνεύματι και αυτοί είναι αφ' ενός μεν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», που ακολούθησαν την νόμιμη οδό αθλήσεως, ήτοι την αποταγή της κτήσεως των χρημάτων, της δόξης των ανθρώπων και των μη καλών ηδονών των σωμάτων, και βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή στους προηγουμένους στην κατά Χριστόν πολιτεία, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιερά ησυχία, την ειλικρινή προσευχή και μυήθηκαν στα υπέρ νουν, αφού έφθασαν στην μυστική υπέρ νουν ένωση με τον Θεό, αφ' ετέρου δε είναι «οι τη προς τους τοιούτους αιδοί, και πίστει και στοργή»[1]. Έτσι, αν δεν έχουμε προσωπική γνώση του Θεού, δεχόμαστε την μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας, που είχαν αποκτήσει μια τέτοια προσωπική γνώση δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
 Με τις μετέπειτα σπουδές και μελέτες μου αντιλήφθηκα ότι μπορεί κανείς να αναφερθή σε δύο μορφές θεολογίας, την επιστημονική θεολογία και την χαρισματική ή εμπειρική θεολογία.
1. Η Θεολογία ως επιστήμη
Ο Χριστός ενηνθρώπησε σε μια δεδομένη ιστορική εποχή, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση άκρως καθαρά, αλλά θνητή και παθητή, έζησε σε συγκεκριμένο περιβάλλον και γνώρισε προσωπικά όλη την τραγωδία των ανθρώπων μετά την πτώση.
Το ίδιο και η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, έρχεται σε σχέση με τους ανθρώπους που ζουν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, σε ιδιαίτερες εθνότητες και με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και ποικιλόμορφες πολιτισμικές εκφράσεις. Επίσης, για την ενότητα της Εκκλησίας και την κανονική της συγκρότηση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα διοικήσεως και οργανωτικής δομής.
Είναι σημαντικό να γνωρίζη κανείς τα ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία των χρόνων του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Με τα θέματα αυτά ενδιαφέρεται η θεολογία ως επιστήμη και ασχολούνται οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών που ερευνούν όλα τα ιστορικά φαινόμενα και εντοπίζουν σημαντικά σημεία που μπορούν να βοηθήσουν τους φοιτητές, που θα γίνουν οι μελλοντικοί Κληρικοί και οι καθηγητές θεολόγοι.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικές περιοχές με τις οποίες ασχολείται η επιστημονική ή ακαδημαϊκή θεολογία.
α) Μελέτη των κειμένων
Οι θεόπτες Άγιοι, Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες για ποιμαντικούς λόγους κατέγραψαν σε διάφορα κείμενά τους την εμπειρία που είχαν αποκτήσει. Τα κείμενα αυτά είναι τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης και οι ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας. Πρόκειται για κείμενα που διασώζουν γραπτώς την θεολογία της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, γράφει την Αποκάλυψη, και η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, ερμηνεύει την Αποκάλυψη. Τα κείμενα αυτά διασώζουν και τα ιστορικά γεγονότα κάθε εποχής, καθώς επίσης και την προσωπική εμπειρία που είχε ο καθένας από αυτούς, αλλά και το ιδιαίτερο χάρισμα που τους δόθηκε από τον Θεό.
Είναι επόμενο ότι οι επιστήμονες θεολόγοι μελετούν τα κείμενα αυτά και βλέπουν τα κοινά σημεία, εντοπίζουν δε και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που τα χαρακτηρίζουν. Για παράδειγμα η λέξη «θέωση» δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή, αλλά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Εν τούτοις, όμως, το πνευματικό νόημα της λέξεως αυτής αποδίδεται στην Αγία Γραφή με άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός, αγιασμός κλπ. Ακόμη ερευνούν το γλωσσικό ιδίωμα κάθε θεόπτου, δια του οποίου εκφράζεται ο αποκαλυπτικός λόγος, όπως επίσης και τα αίτια που προκάλεσαν την συγγραφή ενός προφητικού, αποστολικού ή πατερικού κειμένου. Αυτά εντοπίζονται από προσεκτικούς ερευνητές, που έχουν όμως μια εκκλησιαστική πείρα, γιατί διαφορετικά μπορεί να καταλήξουν σε απίθανα συμπεράσματα, όπως το παρατηρούμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
Επίσης, τα χειρόγραφα των προφητικών, ευαγγελικών, αποστολικών και πατερικών κειμένων παραδίδονται με διάφορες μορφές, με μεγαλογράμματη και μικρογράμματη γραφή, διαφορετικών αιώνων και με διαφοροποιημένες φράσεις τις οποίες εντοπίζουν εκείνοι που διαθέτουν και τις απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, αλλά και σημαντικές γνώσεις της επιστήμης της παλαιογραφίας. Οπότε, επιδιώκεται να χρονολογηθή το κείμενο, να αποκατασταθή, με την κριτική έκδοση, στην αρχική του κατά το δυνατόν μορφή, καθώς επίσης να ανιχνευθούν και τα πατερικά χωρία στα οποία αναφέρεται ο συγγραφεύς για να γίνη η σχετική παραπομπή. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που έχει πολλά αξιόλογα αποτελέσματα.
β) Εκκλησιαστική ιστορία
Η Εκκλησία έζησε σε διάφορες χρονικές περιόδους και ήλθε αντιμέτωπη με ποικίλα προβλήματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του ότι τους αποστέλλει ως πρόβατα «εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι΄, 16). Είναι επόμενο ότι το νέο μήνυμα του Χριστού που μεταφέρθηκε από τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες και τους μετέπειτα Πατέρες προκάλεσε το κατεστημένο της εποχής τους και δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι διωγμοί εναντίον της Εκκλησίας είναι μια ένδοξη περίοδος γι' αυτήν και η εκκλησιαστική ιστορία και ως προς το θέμα αυτό πρέπει να μελετηθή επισταμένως, να καταγραφή και να αξιολογηθή κατάλληλα.
Ακόμη, όπως είναι γνωστόν, οι Χριστιανοί παρουσιάσθηκαν στην ιστορία ως το τρίτο γένος, δηλαδή δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε ειδωλολάτρες, είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μια νέα πραγματικότητα, που διακρίνονταν από τις δύο αυτές κατηγορίες. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες έζησε μέσα σε δύο μεγάλα θρησκευτικά, πολιτισμικά και πολιτικά περιβάλλοντα, ήτοι το ιουδαϊκό και το ελληνικό. Ιδιαιτέρως όταν η Εκκλησία εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης στον ευρύτερο χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε η ελληνική και ελληνιστική παράδοση, με τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, έπρεπε να απαντήση σε όλα αυτά. Έτσι, η αρχαία Εκκλησία προσέλαβε μερικά στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση και μερικά άλλα από την ελληνική παράδοση για να εκφράση την αποκαλυπτική της αλήθεια. Ακόμη ήλθε αντιμέτωπη με τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και τους εξ Εθνών Χριστιανούς, όπως το συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των Αποστολικών Πατέρων.
Το μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες του 4ου αιώνος ήταν η σχέση μεταξύ της αποκαλυπτικής αλήθειας της Εκκλησίας και της ελληνικής φιλοσοφίας. Υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί, κυρίως οι αιρετικοί, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη μέσα από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, με αποτέλεσμα να εκκοσμικεύεται η πίστη, αφού εξελλήνισαν τον Χριστιανισμό. Αντίθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αντιμετωπίζοντας τους φιλοσοφούντες αυτούς Χριστιανούς, εκχριστιάνισαν τον ελληνισμό, λαμβάνοντας μερικούς όρους από την ελληνική φιλοσοφία και δίδοντας σε αυτούς άλλο νόημα για να εκφράσουν την αποκαλυπτική αλήθεια και να μην αλλοιωθή στα νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Οι Πατέρες είδαν τα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους της εποχής τους και έδωσαν σε αυτά απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική αλήθεια.
Έτσι, η Εκκλησία έπρεπε να αντιμετωπίση τις αιρέσεις και τα σχίσματα, για να διασφαλίση την ορθόδοξη πίστη, και αυτό το έκανε με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες θέσπισαν όρους και κανόνες για την ενότητα της πίστεως και την κανονική συγκρότηση και την ενότητα της Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα μελετούν διάφοροι επιστήμονες θεολόγοι, οπότε αναπτύσσεται η εκκλησιαστική ιστορία, η ιστορία των δογμάτων και η δογματική της Εκκλησίας, ώστε οι Χριστιανοί να πληροφορηθούν κατά το δυνατόν ακριβώς την ιστορία της Εκκλησίας, και πως η Εκκλησία, δια των Αγίων της, που είχαν φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα, κατόρθωσε να διαφυλάξη την αποκαλυπτική αλήθεια, την οποία φανέρωσε ο Χριστός στους Αποστόλους.
γ) Εκκλησιαστικές τέχνες
Οι Χριστιανοί αγαπούν τον Θεό και το εκφράζουν αυτό ποικιλοτρόπως, συγκεντρώνονται σε ωρισμένους τόπους για να λατρεύσουν τον Θεό και να εκφράσουν την πίστη τους. Επίσης, πρέπει να τελέσουν την θεία Ευχαριστία που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Είναι επόμενο ότι η ανέγερση των ευκτηρίων οίκων και των ναών έγινε με διάφορες μορφές και ρυθμούς, που παρέλαβε η Εκκλησία από τον χώρο στον οποίο έζησε, αλλά τα διαμόρφωσε τελικά σύμφωνα με την δική της παράδοση. Συγχρόνως, παρέλαβε και διάφορα πολιτισμικά σχήματα της εποχής, όπως την μουσική, την ζωγραφική, την ποίηση κλπ., τα αξιολόγησε και τα μεταμόρφωσε ακόμη περισσότερο για να εκφράση την αλήθειά της.
Βαθύτερος σκοπός της ήταν να εκφράση την άκτιστη αλήθεια που είχε με κτιστά σχήματα του παρόντος, τα οποία έπρεπε να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο, με τρόπο όμως που να μην περικλείη τον άνθρωπο στα κτιστά σχήματα του παρόντος, αλλά να τον παραπέμπη στον άκτιστο ναό, στην άκτιστη λατρεία, στον άκτιστο νόμο του Θεού. Με μια τέτοια προοπτική έκτισε Ναούς, τους διακόσμησε, καθόρισε τον τρόπο της λατρείας.
Όλα αυτά πρέπει να μελετηθούν από επιστήμονες ερευνητές για να εντοπισθή ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ιστορικά η Εκκλησία, αλλά και το πως προσλαμβάνει διάφορα πολιτισμικά σχήματα του παρόντος και τα μεταμορφώνει, πως αναπτύσσει και πολιτισμό, χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με αυτόν.
δ) Θρησκείες και χριστιανικές Ομολογίες
Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Θεό κατ' εικόνα και καθ΄ ομοίωσή Του και τοποθετήθηκε στον Παράδεισο για να έχη διαρκή κοινωνία μαζί Του. Όμως, ο Αδάμ και η Εύα με την πτώση τους, έχασαν αυτήν την κοινωνία με τον Θεό και στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν και να εκφράσουν ίχνη αυτής της κοινωνίας λάτρευσαν τα κτίσματα. Έτσι, από την αληθινή σχέση τους με τον Θεό περιέπεσαν σε μια θρησκευτική ζωή, λατρεύοντας είδωλα για θεούς, αναπτύσσοντας διάφορες θρησκευτικές ιδεολογίες. Οι θρησκείες είναι έκφραση της ασθένειας του ανθρώπου, που προήλθε από την απομάκρυνσή του από τον Θεό, και δημιουργούν φανατισμούς, θρησκευτικούς πολέμους κλπ.
Συγχρόνως μερικοί Χριστιανοί, έχοντας διαφορετικές απόψεις, αλλοιώνουν την χριστιανική πίστη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες χριστιανικές Ομολογίες, που στηρίζονται στην λογικοκρατία, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία η στηρίζονται σε μια εξωτερική ηθικολογία, όπως το κάνει ο πουριτανισμός. Το καθένα από αυτά τα θρησκευτικά συστήματα ανέπτυξε ιδιαίτερες δογματικές διδασκαλίες, λειτουργικούς τύπους που πρέπει να μελετηθούν και να διερευνηθούν.
Επί πλέον σε όλες αυτές τις χριστιανικές ομάδες αναπτύσσονται κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, όπως η λεγόμενη διαλεκτική θεολογία, η πολιτική θεολογία κλπ. Και τα ρεύματα αυτά πρέπει να μελετηθούν για να μπορούμε όλα αυτά να τα γνωρίσουμε και να τα αξιολογήσουμε σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ακόμη, μερικές Χριστιανικές Ομολογίες συνδέονται στενότατα με διάφορες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, για να επιβληθούν στον κοινωνικό χώρο. Δεν μπορούμε ως θεολόγοι να αγνοούμε την εμφάνιση στην Δύση διαφόρων φύλων και των Φράγκων που κυρίευσαν την Ευρώπη και μετέδωσαν μια άλλη αντίληψη που διαφοροποιείται από τον Χριστιανισμό, όπως τον έζησαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, Πάπα Ρώμης Διάλογοι.
Τα φιλοσοφικά ρεύματα που έχουν κατά καιρούς αναπτυχθή στην Ευρώπη, όπως ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, ο μετανεωτερισμός, μαζί με διάφορες επαναστατικές κινήσεις, επηρέασαν τα πράγματα στην Δύση και σε άλλες χώρες της Ανατολής, ακόμη και στις Χριστιανικές Ομολογίες.
Είναι φυσικό αυτή η φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική και χριστιανική πλευρά να μελετηθή επισταμένως, ώστε να γνωρίζουμε το τι αναταράξεις προξένησαν και τι συνέπειες είχαν για μερικά τμήματα του Χριστιανισμού, αλλά και πως επηρέασαν σε έναν βαθμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή.
ε) Μελέτη του συγχρόνου βίου
Η Εκκλησία ασχολείται με τον άνθρωπο και επιδιώκει να του μεταφέρη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά και να τον οδηγήση στην σωτηρία. Πάντοτε, όμως, οι Πατέρες προσπαθούσαν να γνωρίσουν τον άνθρωπο της εποχής τους, τον τρόπο σκέψεώς του και να του μιλήσουν με τρόπο κατάλληλο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να ενταχθή ουσιαστικά στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο, αφού πρέπει να ομιλήση κανείς στην γλώσσα του κάθε ανθρώπου και να τον θεραπεύση. Τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους της εποχής μας είναι κοινωνικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά και πνευματικά.
Τα κοινωνικά προβλήματα έχουν σχέση με τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην κοινωνία, τα διάφορα ρεύματα που επικρατούν στην κοινωνία και τις διάφορες κυριαρχούσες κοινωνικές τάσεις. Τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις ανασφάλειες που προέρχονται από διάφορα αίτια, ήτοι ασθένειες, πάθη, οικογενειακά προβλήματα, έλλειψη νοηματοδότησης της ζωής. Τα υπαρξιακά θέματα σχετίζονται με την απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα για την ζωή, τον θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Τα πνευματικά προβλήματα έχουν σχέση με την αναζήτηση και κοινωνία με τον αληθινό Θεό.
Πρέπει να μελετηθή το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον που θα εργασθή ο Κληρικός, να εντοπισθούν τα προβλήματα που κυριαρχούν, τα κοινωνικά ρεύματα που επικρατούν και τα οποία έχουν επηρεάσει σε διαφόρους βαθμούς και τους Χριστιανούς. Όταν κανείς θα γνωρίση αυτό το περιβάλλον και την όλη νοοτροπία του Χριστιανού που ποιμαίνει, τότε μπορεί να τον βοηθήση αποτελεσματικά. Όπως ο Χριστός ενσαρκώθηκε και με τον τρόπο αυτό νίκησε την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, έτσι και κάθε Κληρικός, όταν κατά κάποιον τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, εισέλθη στα προβλήματα του ανθρώπου και κενωθή, τότε γνωρίζει τις συνθήκες στις οποίες ζη και μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά.
Η ποιμαντική της Εκκλησίας αποβλέπει στην σωτηρία κάθε ανθρώπου, του αθέου, του αιρετικού, του αγνωστικιστού, του εμπαθούς, του φίλαυτου, του αιρετικού κλπ. Η ποιμαντική αυτή γίνεται με τον φωτισμό του Θεού, αλλά δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίση και την γνώση των θρησκευτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων, γιατί η Εκκλησία ποτέ δεν εργάζεται μονοφυσιτικά, αποβλέποντας μόνον στον πνευματικό τομέα, παραβλέποντας όμως το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Για όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη η θεολογική επιστήμη, είναι καλό ο Κληρικός να έχη τις διάφορες επιστημονικές γνώσεις και να γνωρίζη τις κυριαρχούσες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, όταν γνωρίζη τα σύγχρονα επιτεύγματα της γενετικής μηχανικής, της μοριακής βιολογίας, μπορεί στην συνέχεια να προσφέρη και τον αυθεντικό θεολογικό λόγο, για να καθοδηγήση τον σύγχρονο άνθρωπο σε διάφορα διλήμματα που αναφύονται.
Οι Θεολογικές Σχολές έχουν να προσφέρουν πολλά στον σύγχρονο φοιτητή της θεολογίας στα πιο πάνω ζητήματα και μπορούν να του δώσουν τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια για το έργο της ποιμαντικής του διακονίας και της προσφοράς του στον σύγχρονο άνθρωπο.
Δεν πρέπει, όμως, να αγνοούμε και την άλλη μορφή θεολογίας.
2. Η θεολογία ως χάρισμα - εμπειρία
Η κατ' εξοχήν εκκλησιαστική ερμηνεία για την θεολογία είναι ότι πρόκειται για χάρισμα και εμπειρία που δίδεται από τον Θεό σε αυτόν που έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να φθάση στην αποκάλυψη, κατά την οποία μετέχει του ακτίστου Φωτός, της δόξης της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά και έχει χωρητικότητα νού για να εκφράση και να διατυπώση αυτές τις πνευματικές εμπειρίες.
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχει διδάξει ότι, όταν φθάνη κανείς στην θεωρία του Θεού, γνωρίζει εξ εμπειρίας ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, οπότε διακρίνει τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των δαιμόνων και από τις ενέργειες της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή των λογισμών. Αυτός δε που κάνει αυτήν την διάκριση των ενεργειών αν προέρχωνται από τον Θεό, τον διάβολο, τις αισθήσεις και την φαντασία, είναι πραγματικός θεολόγος και μπορεί να καθοδηγήση ακριβώς τα πνευματικά του παιδιά.
Έτσι, το έργο του θεολόγου ταυτίζεται με το έργο του Πνευματικού Πατρός και το έργο του Πνευματικού Πατρός ταυτίζεται με το έργο του θεολόγου. Γιατί, το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου για την σωτηρία του είναι να μάθη να διακρίνη τις κτιστές ενέργειες από τις άκτιστες ενέργειες, πως ξεχωρίζεται το θέλημα του Θεού, από τις ενέργειες των παθών και τον πειρασμό του διαβόλου.
Επίσης, ο ίδιος δίδασκε ότι υπάρχουν δύο τύποι θεολόγων στην Εκκλησία, από πλευράς εμπειρίας. Οι πρώτοι είναι οι θεολογούντες που έχουν φθάσει στον φωτισμό του νού και έχουν νοερά αδιάλειπτη προσευχή και οι δεύτεροι είναι οι πραγματικοί θεολόγοι που έχουν φθάσει στην θέα της δόξης του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου και μπορούν να ομιλήσουν απλανώς για τον Θεό και να καθοδηγήσουν απλανώς τους ανθρώπους προς την θέωση.
Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη μέσα στην ιστορία, παραλαμβάνει τον άνθρωπο στην κατάσταση της πτώσεως και τον οδηγεί στην σωτηρία, την θέωση. Η μεταποίηση αυτή του ανθρώπου από πεπτωκότα σε θεούμενο είναι ο βαθύτερος σκοπός της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία, σύμφωνα με πολλά αγιογραφικά και πατερικά κείμενα, είναι πνευματικό θεραπευτήριο, πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο και μεταβάλλει την φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.
Όπως σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί που γνωρίζουν την μέθοδο και τον τρόπο της θεραπείας, αλλά υπάρχουν και άρρωστοι που πάσχουν και υποφέρουν και θέλουν να θεραπευθούν, το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Ο κατ΄ εξοχήν θεραπευτής είναι ο Χριστός και τα πρόσωπα με τα οποία ο Χριστός θεραπεύει είναι οι Κληρικοί, ιδιαιτέρως δε είναι οι άγιοι, οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι η υγεία, τι είναι η ασθένεια και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται κάθε πνευματική ασθένεια. Υπάρχουν και μέλη μέσα στην Εκκλησία που δεν γνωρίζουν ότι είναι ασθενείς ή δεν θέλουν να θεραπευθούν και δημιουργούν διάφορα προβλήματα μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέσα από αυτήν την προοπτική η Εκκλησία έδωσε τον τίτλο του Θεολόγου σε τρεις μεγάλους αγίους, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ήτοι τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Μεταγενέστερα προσετέθη και τέταρτος μεγάλος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα, τον οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος, που συνέγραψε την ασματική ακολουθία του, χαρακτηρίζει τέταρτο Θεολόγο.
Στην συνέχεια θα αναλυθή γιατί οι τέσσερεις αυτές μεγάλες προσωπικότητες έχουν χαρακτηρισθή ως Θεολόγοι. Ένα κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων αυτών προσώπων είναι ότι ζούσαν μέσα στο Φως του Θεού και ομιλούσαν γι' αυτό. Δεν ήταν, δηλαδή, μερικοί άνθρωποι που είχαν ισχυρή λογική και μπορούσαν να ομιλούν με φιλοσοφικό τρόπο για τον Θεό, αλλά είχαν δη τον Θεό ως Φως και εν τω Φωτί, και έδωσαν την μαρτυρία του θείου αυτού Φωτός. Δηλαδή ήταν θεόπτες Άγιοι εν τω Φωτί.
α) Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής
Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή των Μαθητών του Χριστού, αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας, γιατί εκεί φανερώθηκε η δόξα της θεότητος του Χριστού, δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, η οποία, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου, κατέστη πηγή των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Στο όρος της Μεταμορφώσεως μεταξύ των Τριών Μαθητών παρευρέθηκε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Είδε και αυτός την δόξα της θεότητος του Χριστού, τον επισκίασε η νεφέλη η φωτεινή, που είναι η άκτιστη σκηνή του Θεού, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και άκουσε μέσα από την νεφέλη την φωνή του Πατρός.
Στην συνέχεια παρευρέθηκε στον Γολγοθά κατά την ώρα της σταυρώσεως, αξιώθηκε να παραλάβη την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία, ήταν ο Μαθητής της αγάπης και με τον θεολογικό λόγο και τρόπο που είχε κατέγραψε αυτές τις θεοπτικές του εμπειρίες τόσο στο Ευαγγέλιο, που είναι το τέταρτο κατά σειρά, όσο και στις Καθολικές επιστολές του.
Το Ευαγγέλιο που συνέγραψε είναι το πιο θεολογικό, γι' αυτό και χαρακτηρίσθηκε από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ως «πνευματικό» Ευαγγέλιο και καθορίσθηκε να διαβάζεται στην Εκκλησία από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Καθ' όλο το εκκλησιαστικό έτος τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας επιλέγονται από τα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά). Κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, που είναι μια προβαπτισματική περίοδος και προετοιμάζονται οι Κατηχούμενοι να βαπτισθούν, ακούμε τον Χριστό από το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο να διδάσκη, να θαυματουργή, να εκδιώκη τα δαιμόνια. Από την ημέρα, όμως, της Αναστάσεως, που βαπτίσθηκαν τα νέα μέλη της Εκκλησίας, διαβάζεται το θεολογικό Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, γιατί μετά το Βάπτισμα και μέσα στην περίοδο της Αναστάσεως του Χριστού μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα θεολογικά νοήματα που περιέχει.
Το Ευαγγέλιο αρχίζει με την ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 1-5). Εδώ σαφέστατα συνδέεται η θεότητα του Χριστού με την ζωή και το Φως.
Σε όλο το τέταρτο Ευαγγέλιο διαβάζουμε για την αναγέννηση του ανθρώπου· την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στην Σαμαρείτιδα· την θεολογία ότι ο Χριστός είναι ο άρτος της ζωής, το ύδωρ το ζων, το φως του κόσμου, η θύρα δια της οποίας εισέρχεται κανείς στην οικία του Πατρός του, η αιώνιος ζωή, ο καλός ποιμήν· ότι αυτός που πιστεύει στον Χριστό αισθάνεται εν Αγίω Πνεύματι ότι εξέρχονται από την κοιλία-καρδία του ποταμοί ύδατος ζώντος κλπ. Εκπληκτική είναι η τελευταία διδαχή του Χριστού στους Μαθητές Του προ του πάθους Του, αλλά και η αρχιερατική προσευχή Του προς τον Πατέρα στην οποία κάνει λόγο για την ενότητα των Αποστόλων μέσα στην θεωρία-όραση της δόξης του Θεού, πράγμα που πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής κλπ.
Θεολογικότατες είναι και οι Καθολικές επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, κυρίως η πρώτη, που είναι καρπός της θείας εμπειρίας που είχε ο ίδιος αποκτήσει. Χαρακτηριστικός είναι ο πρόλογος της Α' Καθολικής του επιστολής:
«Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· - και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν· - ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και μετά του υιού αυτού Ιησού Χριστού. και ταύτα γράφομεν υμίν, ίνα η χαρά ημών η πεπληρωμένη» (Α΄ Ιω. α΄, 1-4).
Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης απέκτησε την εμπειρία του Θεού με την ακοή, την όραση και την αφή. Άλλωστε, από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων γνωρίζουμε ότι όλες οι σωματικές αισθήσεις του ανθρώπου, κατά την εμπειρία, μεταμορφώνονται και αξιώνονται να βιώσουν τον Θεό και ότι κατά την εμπειρία όλες οι αισθήσεις γίνονται μία αίσθηση.
Έπειτα, φαίνεται καθαρά ότι το κήρυγμα, η αγγελία του Ευαγγελιστού Ιωάννου προς τους Χριστιανούς δεν είναι ιδεολογική, αλλά κατ' εξοχήν καρπός εμπειρίας. Είδε τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού, φανερώθηκε σε αυτόν η αληθινή ζωή, που ήταν από την αρχή του κόσμου. Έτσι, δεν πρόκειται για κηρύγματα ιδεολογικά, στοχαστικά, κοινωνικά, αλλά για κηρύγματα κατ΄ εξοχήν θεολογικά, εμπειρικά, είναι αγγελία της αιωνίου ζωής. Κηρύττει κανείς αυτό το οποίο γνώρισε εμπειρικά με την Χάρη του Θεού.
Ακόμη, βλέπουμε ότι ο σκοπός του κηρύγματος και της ποιμαντικής γενικότερα αποβλέπει στο να αποκτήσουν οι άνθρωποι κοινωνία με τους θεόπτες αγίους και δι' αυτών με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό δείχνει τι είναι η Εκκλησία, ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό, φιλανθρωπικό και θρησκευτικό σωματείο, αλλά ο χώρος στον οποίον αποκτά κανείς κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και τους αγίους και αυτός είναι ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής.
Μελετώντας κανείς το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και τις επιστολές του, διακρίνει όλη την ατμόσφαιρα της θεολογίας, που είναι η σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που είναι το άκτιστο Φως, και αυτή η σχέση έχει αποτελέσματα, όπως ότι ο άνθρωπος αποκτά την θεολογική αρετή της αγάπης. Γι' αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίσθηκε από την Εκκλησία Θεολόγος.
β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, έζησε τον 4ο αιώνα και οφείλει την προσηγορία του Θεολόγου στους περίφημους θεολογικούς λόγους, τους οποίους εξεφώνησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν τον κάλεσαν οι εναπομείναντες ελάχιστοι Ορθόδοξοι για να αντιμετωπίση την αρειανική αίρεση που είχε την εποχή εκείνη κυριαρχήσει στην Εκκλησία.
Στους λόγους αυτούς όχι μόνον αναπτύσσει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και αποδεικνύει θεολογικά ότι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι άκτιστος και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός και άκτιστο, αλλά χρησιμοποιεί επιχειρήματα του προέρχονται από την πνευματική προσωπική πείρα που ο ίδιος είχε αποκτήσει. Έτσι δείχνει την σχέση μεταξύ του δόγματος και της βιώσεως της Χάριτος της Αγίας Τριάδος.
Στον πρώτο θεολογικό λόγο του προσδιορίζει ποιος είναι θεολόγος στην Εκκλησία. Γράφει ότι δεν πρέπει όλοι να θεολογούν «ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ' εστιν ότε και οίς και εφ΄ όσον». Η θεολογία δεν είναι υπόθεση όλων, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον»[2].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, θεολόγοι είναι εκείνοι που πέρασαν τις εξετάσεις, δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, και έφθασαν στην θεωρία του Θεού ή τουλάχιστον εκείνοι που αγωνίζονται να καθαρθούν. Υπάρχουν δε σοβαρές προϋποθέσεις για να θεολογή κανείς, όπως ο κατάλληλος τρόπος, που είναι η ησυχία, ο κατάλληλος καιρός, για όσα είναι εφικτά και για όσα έχει την δύναμη ο ακροατής[3].
Μιλώντας για την σχέση μεταξύ προσευχής και θεολογίας γράφει ότι μπορεί κανείς πάντοτε να έχη μνήμη του Θεού «μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», αλλά δεν μπορεί να θεολογή. Με αυτό που λέγει δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να έχη μνήμη του Θεού, αλλά να θεολογή, ούτε εμποδίζει την θεολογία, αλλά την ακαιρία, ούτε εμποδίζει την διδασκαλία, αλλά την αμετρία[4].
Σε άλλη ομιλία του, αναφερόμενος στο ποιος πρέπει να θεολογή, γράφει ότι συνέχει τάξη όλα τα πράγματα, τα επουράνια και τα επίγεια, τα νοητά και τα αισθητά. Όλοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας, αλλά ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα. Ένα είναι το Άγιον Πνεύμα, αλλά τα χαρίσματα δεν είναι ίσα, αφού ούτε και τα δοχεία του Πνεύματος είναι ίσα. Στην συνέχεια αναφέρεται στην διαφορά των πνευματικών καταστάσεων μεταξύ Μωϋσέως, Ααρών, Αρχιερέων, Λευϊτών. Πάντως, μόνον ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, αυτός εισήλθε μέσα στον γνόφο και ήλθε σε κοινωνία με τον Θεό[5].
Μιλώντας για την εμπειρία του Θεού λέγει ότι ο Θεός είναι Φως και μάλιστα Φως «το ακρότατον», «φως άπαν, καν υπέρλαμπρον φαίνηται». Μπορεί κανείς να δη το Φως μόνον με την λάμψη του. Το Φως αυτό ελκύει τον νού του ανθρώπου προς το ύψος δια της εφέσεως και ο κεκαθαρμένος νους πλησιάζει τον καθαρώτατο Θεό[6]. Αυτό σημαίνει ότι ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται από το Φως του Θεού, ελκύεται προς το ύψος, δια της αγάπης προς το Φως και τελικά βλέπει τον Θεό ως Φως.
Έχοντας υπ' όψη του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον Μωϋσή που ανέβηκε στο όρος Σινά, σαφέστατα περιγράφει και την δική του πνευματική εμπειρία του Θεού που είχε και μιλώντας για τον Θεό παρουσιάζει και δική του πνευματική θεωρία του Θεού, κατά την οποία είδε τα οπίσθια του Θεού, δηλαδή είδε την άκτιστη ενέργεια και δόξα Του, η οποία καλείται «μεγαλοπρέπεια» και όχι την «ακήρατον φύσιν» της Αγίας Τριάδος[7].
Η ενασχόληση των αιρετικών με τον Θεό, χωρίς τις πιο πάνω προϋποθέσεις, είναι «η περί τον λόγον φιλοτιμία και γλωσσαλγία». Αναφερόμενος στον αρχηγό των Ευνομιανών τον κατηγορεί που πλάθει αυθημερόν αγίους και χειροτονεί θεολόγους, τους εμφυσά την παίδευση και κάνει πολλά συνέδρια με αμαθείς λογίους[8].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η εμπειρική θεολογία δεν είναι υπόθεση Συνεδρίων και κατά κόσμο σοφίας, αλλά καθαρότητας της καρδίας και ελλάμψεως του Ιδίου του Θεού στους ανθρώπους εκείνους που έχουν τα απαραίτητα προσόντα για να θεολογήσουν. Η θεολογία είναι μια χαρισματική κατάσταση, πνευματική εμπειρία και όχι μια γυμναστική της διανοίας και οι θεολόγοι αναδεικνύονται από τον Θεό και δεν είναι αυτοχειροτόνητοι.
γ) Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Τον 11ο αιώνα μ.Χ., μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, ακόμη και οι μοναχοί, μιλούσαν για τον Θεό, αλλά με τρόπο στοχαστικό και όχι εμπειρικό, η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου αποτέλεσε σταθμό στην εκκλησιαστική ζωή, και προξένησε μια αληθινή επανάσταση στην Εκκλησία, γιατί έθεσε τον ησυχασμό ως την βάση της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ζούσε μέσα στο άκτιστο Φως, έβλεπε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως Φως, και όταν χρειάσθηκε να ομιλήση ή να γράψη για τον Θεό αναφερόταν και στο Φως του Θεού και στην μέθεξη αυτού του Φωτός από τον άνθρωπο. Υπάρχουν πολλά χωρία στα έργα του που κάνουν λόγο για το τι είναι θεολογία και ποιοί είναι οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Θα μνημονευθούν μερικά από αυτά.
Κατ' αρχάς διακρίνει την μετάνοια από την θεολογία. «Ούτε τω θεολογούντι αρμόζει μετάνοια ούτε τω μετανοούντι θεολογία». Μεταξύ μετανοίας και θεολογίας η διαφορά είναι μεγάλη, όπως απέχει η ανατολή από την δύση. Εκείνος που ζη εν μετανοία ομοιάζει με τον ασθενή και τον ρακένδυτο πτωχό που ζητά ελεημοσύνη, ενώ εκείνος που θεολογεί ομοιάζει με αυτόν που αναστρέφεται μέσα στα βασίλεια, φορά λαμπρή βασιλική στολή, είναι οικείος στον βασιλέα, ομιλεί μαζί του και ακούει από αυτόν τα προστάγματα και τα θελήματά του[9].
Η θεολογία είναι η βίωση της Πεντηκοστής. Όταν οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα φωτίσθηκαν τελειότερα και διδάχθηκαν δια του Φωτός ότι ο Θεός «άρρητος και ανέκφραστος, άκτιστος και αιώνιος και αΐδιος και ακατάληπτος». Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος έλαβαν λόγο σοφίας και γνώσεως, ενέργεια θαυμάτων και προφητείας, γένη γλωσσών και ερμηνεία γλωσσών, αντιλήψεις, κυβερνήσεις των πόλεων και του λαού. Οι άγιοι απέκτησαν την υιοθεσία, ενδύθηκαν τον Χριστό και γνώρισαν όλα τα μυστήρια και της θείας οικονομίας και των μελλόντων αγαθών[10].
Η εμπειρία των Αποστόλων συνεχίζεται δια μέσου των αιώνων. Και αυτός ο ίδιος ο άγιος Συμεών, όπως φαίνεται στα κείμενά του, έφθασε στην εμπειρία της Πεντηκοστής και είδε δόξα Θεού. Σε ένα από τα ποιήματά του γράφει με καταπληκτική ακρίβεια πως δια του Χριστού είδε το Τρισάγιον, πως είδε τρία Φώτα, τα οποία είχαν μια ενέργεια και έλαμπαν υπεράνω του φωτός του ηλίου. Γράφει :
«Και γαρ και εν αυτή νυκτί και εν αυτώ τω σκότει
βλέπω Χριστόν τους ουρανούς φρικτώς ανοίγοντά μοι,
αυτόν τε παρακύπτοντα και καθορώμενόν μοι
άμα Πατρί και Πνεύματι, φωτί τω τρισαγίω,
εν ον εν τοις τρισί και εν ενί τα τρία.
Αυτά το φως πάντως εισί, και το φως εν τα τρία,
ό και υπέρ τον ήλιον φωτίζει την ψυχήν μου
και καταλάμπει μου τον νουν όντα εσκοτισμένον»[11].
Κατά την αποκάλυψη του Θεού ο θεόπτης βλέπει την μεγαλωσύνη του Θεού, την απλότητα και το ασύνθετό Του, αλλά και το ανείδεο, γνωρίζει ότι ο ίδιος έχει μετουσία του Θεού, χωρίς όμως να βλέπη την ουσία Του. Γράφει:
«Βλέπει και βούλεται ειπείν και λόγον ουχ ευρίσκει·
αόρατα γαρ καθορά, ανείδεα εις άπαν,
απλά, πάντη ασύνθετα, άπειρα τω μεγέθει.
Ούτε αρχήν γαρ καθορά, ου τέλος όλως βλέπει,
μέσην δε πάντη αγνοεί· και πως είπη, τι βλέπει;
Ανακεφαλαιούμενον όλον, δοκώ, οράται·
ου τη ουσία πάντως δε, αλλά τη μετουσία»[12].
Μάλιστα φθάνει στο σημείο ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος να πη ότι κατηχούμενος δεν λέγεται μόνον ο άπιστος, ο μη βαπτισμένος, «αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[13]. Όταν ο άνθρωπος φθάση στην όραση της δόξης του Θεού, γίνεται πιστός, διαφορετικά είναι κατηχούμενος στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Επομένως, η πραγματική θεολογία είναι εμπειρική, χαρισματική, και θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στο ύψος της Πεντηκοστής και είδε την δόξα του Θεού.
δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Τον 14ο αιώνα δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στην Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ορθόδοξη Ανατολή η σχολαστική θεολογία της Δύσεως. Όταν κανείς δεν θεολογή από την εμπειρία του, στοχάζεται πάνω στην αλήθεια περί του Θεού, αναμειγνύει την φιλοσοφία με την φαντασία και στην συνέχεια καταλήγει στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αυτός ο κίνδυνος παρατηρήθηκε την περίοδο εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος, γιατί είδε τον Θεό και γνώρισε την δόξα Του και με αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις αντιμετώπισε την αίρεση του Βαρλαάμ.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην βιογραφία που συνέταξε για τον άγιο Γρηγόριο μας πληροφορεί για όλη την ησυχαστική του ζωή από την μικρή του ηλικία, μέσα στα ανάκτορα που ζούσε, αλλά και κατά την άσκησή του στο Άγιον Όρος. Ιδίως στο Άγιον Όρος στην αρχή της μοναχικής του ζωής προσευχόταν συνεχώς με την προσευχή «φώτισόν μου το σκότος»[14]. Ζούσε την άσκηση και την νοερά ησυχία «μεθ' υπερβολής»[15]. Προσέφερε στα κρυφά την αδιάλειπτη προσευχή του νού εν πνεύματι και την λατρεία σε Αυτόν που βλέπει στα κρυπτά και αξιώθηκε πολλών δωρεών[16]. Δέχθηκε πολλές αποκαλύψεις, όπως τις εμφανίσεις του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, της Θεομήτορος, ιδιαιτέρως όμως είδε πολλές φορές το άκτιστο Φως, την Βασιλεία των Ουρανών, αφού αυτή η εποψία είναι άμεση ένωση, έλλαμψη και θέωση, και όσοι φθάνουν εκεί αποκτούν την ακροτάτη αγάπη και την θεία καθ' ομοίωση και μάλιστα «και την υψηλήν τε και άπταιστον θεολογίαν, δι' ευχής αδιαλείπτου και νοεράς ησυχίας και ταπεινώσεως και πένθους»[17]. Εδώ η εποψία συνδέεται με την θέωση και την «υψηλήν και άπταιστον θεολογίαν». Ο άγιος Γρηγόριος έβλεπε συχνά το θείο Φως[18]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς στα κείμενά του κάνει λόγο για το άκτιστο Φως της θεότητος.
Είναι χαρακτηριστικό ένα όραμα που είδε και διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον φίλο και μαθητή του Δωρόθεο και το καταγράφει ο άγιος Φιλόθεος.
Ευρισκόμενος σε ιερά ησυχία και προσευχή μέσα σε μια σκιά ύπνου, είδε ότι κρατούσε ένα σκεύος στα χέρια του γεμάτο γάλα που άρχιζε να χύνεται έξω από το σκεύος, να μεταβάλλεται σε κάλλιστο και ευωδιαστό οίνο που κατέβρεχε τα ενδύματα και τα χέρια του, με αποτέλεσμα να τα γεμίζη όλα με ευωδία. Τότε εμφανίσθηκε ένας επιφανής άνδρας, πλήρης φωτός, και του υπέδειξε να μεταδίδη και στους άλλους αυτό το ποτό και να μη το αφήση να χύνεται μάταια. Ασφαλώς πρόκειται για την μετατροπή του ηθικού λόγου σε θεολογικό και δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας. Όταν ο Άγιος προέβαλε την αδυναμία του να κάνη αυτό το έργο, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούν τέτοιους θεολογικούς λόγους, ο θείος εκείνος άνδρας τον προέτρεψε να το κάνη και να αφήση τον Θεό να ενεργή κατάλληλα. Μετά που έφυγε ο λαμπρός εκείνος άνδρας, διηγείται ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «εγώ δε και την σκιάν εκτιναξάμενος εκείνην του ύπνου, την τε νύκτα πάσαν ομού και της ημέρας το πλείστον εκαθήμην εκεί, τω θείω φωτί πλουσίως όλος περιλαμπόμενος»[19].
Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται για πολλή ώρα μέσα στο Φως και να περιλάμπεται από αυτό. Τέτοια πνευματική εμπειρία μετατρέπει τον ηθικό λόγο σε θεολογικό. Πράγματι, μετά από αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία ο άγιος Γρηγόριος έγραψε τον πρώτο λόγο του που αναφερόταν στον όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, στον οποίο παρουσιάζει την αξία του αγιορείτου μοναχού, και έπειτα έγραψε την ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου, που παρουσιάζει την Θεοτόκο ως υπόδειγμα ησυχαστού και κατ΄ εξοχήν θεολόγου.
Σε ένα κείμενό του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ομιλώντας για την θεολογία, την ταυτίζει με την θεωρία του Θεού. Γράφει: «Έστι γαρ και η περί Θεού και των κατ' αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ό θεολογίαν ονομάζομεν»[20]. Ταυτίζεται η γνώση των δογμάτων με την θεωρία του Θεού και την θεολογία. Θεόσοφοι θεολόγοι είναι οι «υπέρ νουν τοις υπέρ νουν ωμιληκότες» με τον Θεό, και εκείνοι οι οποίοι «θεοχαρίστως τε εδιδάχθησαν και θεομιμήτως ημάς εδίδαξαν»[21].
Αλλού καταγράφει την διαφορά μεταξύ θεολόγων που είναι θεόπτες και θεολόγων που θεολογούν εξ αφαιρέσεως. «Οι εξ αφαιρέσεως θεολογούντες» θεολογούν «από του μη οράν», αλλά οι Άγιοι θεολογούν από το ότι γνωρίζουν «αυτή τη οράσει το υπέρ όρασιν», «πάσχοντες οίον την αφαίρεσιν, αλλά ου διανοούμενοι»[22]. Κάνοντας λόγο για τον Γρηγορά, φίλο και οπαδό του Βαρλαάμ, που παρουσιαζόταν ως θεολόγος, χωρίς όμως να έχη προσωπική εμπειρία του Θεού, γράφει ότι έχει χειροτονηθή από την δική του γραφίδα «και αυτόπλαστός εστι διδάσκαλος, διο και ψευδοδιδάσκαλος μάλλον η διδάσκαλος»[23]. Θεολόγοι είναι όσοι βλέπουν τον Θεό εν τω Φωτί και αυτόπλαστοι διδάσκαλοι όσοι ομιλούν από το μυαλό τους και την φαντασία τους.
Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι όσοι δεν έχουν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, στην πραγματικότητα είναι άθεοι. Αυτό λέγεται με την έννοια ότι οι άνθρωποι αυτοί στοχάζονται και ομιλούν για έναν Θεό που δεν υπάρχει. Έτσι, δεν έχουν γνώση του αληθινού Θεού, αλλά του θεού του στοχασμού και της φαντασίας, που είναι ανύπαρκτος.
 Σε επιστολή του προς τον Μοναχό Διονύσιο καταγράφει τα τρία γένη της αθεΐας. Το πρώτο γένος αθεΐας είναι «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» από τους οποίους έλαβε ο Βαρλαάμ τις ιδέες και τις μετέδωσε στον Ακίνδυνο, ισχυριζόμενος ότι δεν διαφέρει η ενέργεια του Θεού από την ουσία Του. Το δεύτερο είδος αθεΐας είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών» που δεν διαφέρουν από τους αθέους, αφού έχουν πεπλανημένη ιδέα για τον Θεό, στους οποίους ανήκουν και ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αφού τον ένα Θεό κατατέμνουν σε κτιστά και άκτιστα. Το τρίτο γένος αθεΐας είναι το να μην αναφέρη κανείς τα δόγματα περί του Θεού, λόγω ανευλαβούς ευλαβείας, να μη θέλη να υμνή τον Θεό με αυτόν τον τρόπο, διότι υπερβαίνουν την διάνοια των πολλών και να μην εξηγή στους μη γνωρίζοντες τις θεολογίες των ιερών Πατέρων, αλλά να τις απορρίπτη και να τις αθετή, προφασιζόμενος το μεγαλόνουν και το υψηγόρον που δε είναι εύληπτο στους πολλούς ούτε είναι εφικτό σε όλους ακόπως και ευκόλως[24]).
Και οι τέσσερεις αυτοί Άγιοι, άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος και άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τέταρτος Θεολόγος, είναι θεόπτες και γι' αυτό χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία ως Θεολόγοι.
Το συμπέρασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη και ως χάρισμα-εμπειρία.
Η εικόνα του νοσοκομείου δείχνει αυτόν τον διττό τρόπο της θεολογίας. Σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό που ενδιαφέρονται για την υγεία των αρρώστων, αλλά υπάρχουν και τα διοικητικά όργανα, ήτοι διευθυντές, συμβούλια, λογιστές, γραμματείς και άλλοι που εργάζονται επιστημονικά για την καλή διοικητική οργάνωση του νοσοκομείου. Η διοικητική διάρθρωση του νοσοκομείου δεν μπορεί να υποκαταστήση το θεραπευτικό του έργο, αλλά και η ιατρική-θεραπευτική του προσφορά δεν μπορεί να λειτουργήση αποδοτικά χωρίς την υλική, οικονομική και διοργανωτική υποδομή.
Η εικόνα αυτή δείχνει και την σχέση μεταξύ της θεολογίας ως χάρισμα που θεραπεύει τον άρρωστο πνευματικά άνθρωπο στο πνευματικό νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία, και της θεολογίας ως επιστήμη που διερευνά τα εξωτερικά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής.
Η κατ' εξοχήν θεολογία είναι η πνευματική γνώση του Θεού μέσα στο Φως, είναι η συμμετοχή «εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί» (Κολ. β΄ 12). Μια τέτοια θεολογία προσφέρει την απλανή γνώση του Θεού και βοηθά τους ανθρώπους, που διψούν και πεινούν για Θεό, να ικανοποιήσουν αυτόν τον πόθο τους. Έτσι, η χαρισματική θεολογία λειτουργεί περισσότερο ως ποιμαντική και, φυσικά, η ποιμαντική αποβλέπει στην πορεία του ανθρώπου από το κατ' εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, από το είναι στο ευ είναι, από την ανθρωποκεντρική θεώρηση της ζωής, στην θεοκεντρική θεώρησή της, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Μια τέτοια θεολογία αναπτυσσόταν στα Μοναστήρια και οι πραγματικοί καθηγητές είναι οι καθηγητές της ερήμου, οι μοναχοί εκείνοι, Κληρικοί και Επίσκοποι, που γνώρισαν προσωπικά και εμπειρικά τον Θεό.
Επίσης, η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη που ασχολείται με την πορεία της Εκκλησίας στην ιστορία και τον χρόνο, με τον πολιτισμό που καλλιεργείται από τα μέλη της Εκκλησίας, με τις εξουσιαστικές και εθνοφυλετικές τάσεις τους με την διοργάνωση της Εκκλησίας. Η ανάλυση και ερμηνεία των καταστάσεων αυτών καλλιεργείται και διδάσκεται στις Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές, και Καθηγητές είναι εκείνοι που σπουδάζουν και γνωρίζουν όλα αυτά τα προβλήματα που αναφύονται στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Αυτή η θεολογία πρέπει να βοηθά την Εκκλησία στον σκοπό της που είναι η καθοδήγηση των Χριστιανών προς την θέωση. Αν, όμως, μια τέτοια επιστημονική, ακαδημαϊκή θεολογία δεν εμπνέεται από την χαρισματική θεολογία, δεν έχει ιδιαίτερη διαχρονική και σωτηριολογική αξία, γιατί κάποτε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τα πάντα θα καταργηθούν και αυτή η γνώση και εκείνο που θα παραμείνη είναι η αγάπη, ως κοινωνία με τον Θεό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).
Εγώ τουλάχιστον βοηθήθηκα από τους Πνευματικούς μου Πατέρες και από τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής που με οδήγησαν στην μελέτη των αγιογραφικών και πατερικών κειμένων της Εκκλησίας και μου άνοιξαν τον δρόμο για το Άγιον Όρος όπου συνάντησα πεπειραμένους ασκητές, οι οποίοι έβλεπαν τον Θεό ως Φως και οι οποίοι μου υπέδειξαν αυτόν τον δρόμο της εμπειρικής θεολογίας. Έτσι, στην ζωή μου είδα πως μπορεί να συνεργασθούν αρμονικά η θεολογία ως επιστήμη και η θεολογία ως χάρισμα-εμπειρία, πως μπορούν να συνδεθούν οι Θεολογικές Σχολές με την ησυχαστική και θεοπτική παράδοση της Εκκλησίας.
 Είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έδειξε αυτήν την οδό και ευχαριστώ και εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.


Read more: http://www.egolpion.com/8eologia_episthmh_empeiria.el.aspx#ixzz2aMrEWJ9T

Ο Λόγος σαρξ εγένετο Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Ο Λόγος σαρξ εγένετο Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου


Γνήσιος φορέας της Ορθόδοξης Παράδοσης και αποκάλυψης, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μας εισάγει σε μυστήρια της ενανθρώπισης.
Για να προσεγγίσουμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να κατανοήσουμε καλά το μυστήριο της οικονομίας για την σωτηρία του γένους μας το κρυμμένο προ των αιώνων (Εφεσίους 3:9), θα μας βοηθήσει η εξής γνωστή εικόνα:
Κατά την δημιουργία της προμήτορος Εύας ο Θεός πήρε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την ολοκλήρωσε σε γυναίκα, γι’ αυτό δεν εμφύσησε σ’ αυτήν πνοή ζωής καθώς και στον Αδάμ, αλλά το μέρος που έλαβε από την σάρκα του το τελειοποίησε σε ολόκληρο σώμα γυναικός, την δε απαρχή του πνεύματος που έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα την τελειοποίησε σε ψυχή ζωντανή δημιουργώντας με τα δυο μαζί έναν άλλον άνθρωπο.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από την Αγία Μαρία έμψυχη σάρκα σαν ζύμη και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας – δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί – και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα. Ή μάλλον ένωσε πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση, την έσμιξε άμικτα μ’ αυτή και την έκανε άγιο ναό του. Έτσι ο ποιητής του Αδάμ έγινε ατρέπτως και αναλλοιώτως τέλειος άνθρωπος.
Όπως ακριβώς λοιπόν από την πλευρά του Αδάμ έπλασε την γυναίκα, έτσι, αφού δανείστηκε την σάρκα από την θυγατέρα του Αδάμ την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και την έλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρωτόπλαστο. Ώστε όπως ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία.
Αυτό εννοεί ο θείος Παύλος όταν λέει: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι επουράνιος. Ό,τι λογής ήταν ο χοϊκός τέτοιοι είναι και όλοι οι χοϊκοί και ό,τι λογής είναι ο επουράνιος τέτοιοι είναι και όλοι όσοι γίνονται επουράνιοι δι’ αυτού.» (Α’ Κορινθίους 15:47-48). Και πάλι: «Η απαρχή είναι ο Χριστός, έπειτα όσοι είναι του Χριστού.» (Α’ Κορινθίους 15:23).
Επειδή λοιπόν ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα, όμοιος με μας σε όλα εκτός από την αμαρτία, μας μεταδίδει την Θεότητά του λόγω της πίστης μας σ’ αυτόν και μας καθιστά συγγενείς του κατά την φύση και την ουσία της Θεότητάς του. Πρόσεξε το νέο και παράδοξο μυστήριο: Ο Θεός Λόγος έλαβε από μας σάρκα, που δεν είχε εκ φύσεως και έγινε άνθρωπος, που δεν ήταν. Από τότε μεταδίδει στους πιστούς την Θεότητά του – την οποία κανείς από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν είχε αποκτήσει – και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη και θέση, που δεν ήταν. Έτσι χαρίζει σ’ αυτούς την εξουσία να γίνονται τέκνα Θεού (κατά Ιωάννην 1:12) γι’ αυτό και έγιναν και πάντοτε θα γίνονται και ποτέ δεν θα πάψουν να γίνονται. Άκουσε και τον θείο Παύλο που παρακινεί σ’ αυτό: «Όπως φορέσαμε την εικόνα του γήινου, ας φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου.» (Α’ Κορινθίους 15:49).
Ο Θεός λοιπόν του παντός με την σωματική του παρουσία στην γη ήλθε για να αναπλάσει και να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να ευλογήσει όλη την κτίση που επέσυρε επάνω της την κατάρα εξαιτίας του ανθρώπου. Και πρώτα ζωοποίησε την ψυχή που έλαβε και αφθαρτώντας την την θέωσε, ενώ το άχραντο σώμα του, αν και το θέωσε, όμως το κρατούσε ακόμη φθαρτό και υλικό. Γιατί το σώμα που τρώει και πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, δένεται και σέρνεται, υψώνεται στον σταυρό και καρφώνεται, είναι βέβαια φθαρτό και υλικό, αφού μάλιστα πέθανε και τοποθετήθηκε νεκρό στο μνημείο. Μετά δε την ανάστασή του συνανέστησε και το σώμα του άφθαρτο, πνευματικό, όλο θείο και άυλο, γι’ αυτό και δεν συνέτριψε τις σφραγίδες του μνήματος, εισερχόταν δε και εξερχόταν ελεύθερα μέσα από τις κλειστές πόρτες.
Αλλά γιατί μαζί με την ψυχή δεν έκανε αμέσως και το σώμα πνευματικό και άφθαρτο; επειδή και ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ευθύς μεν με την παράβαση πέθανε κατά την ψυχή, ενώ κατά το σώμα ύστερα από πολλά χρόνια. Γι’ αυτό και ο Χριστός πρώτα ανέστησε και ζωοποίησε την ψυχή που τιμωρήθηκε με το επιτίμιο του θανάτου, έπειτα δε οικονόμησε να απολαύσει και το σώμα την αφθαρσία δια της αναστάσεως, αυτό που δια του θανάτου επέστρεφε στην γη κατά την αρχαία απόφαση. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη ελευθερώνοντας από τα δεσμά τις ψυχές των εκεί φυλακισμένων αγίων και τις κατέταξε σε τόπο αναπαύσεως και ανεσπέτρου φωτός. Τα σώματά τους όμως δεν τα ανέστησε, αλλά τα άφησε στους τάφους μέχρι την κοινή ανάσταση.
Το μυστήριο λοιπόν αυτό που συντελέστηκε για όλο τον κόσμο με την ένσαρκη οικονομία του Χριστού, τούτο το ίδιο γινόταν και σε κάθε άγιο και γίνεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα σε κάθε πιστό. Γιατί λαμβάνοντας το πνεύμα του Δεσπότη και Θεού μας συμμετέχουμε στην θεότητά του, τρώγοντας δε την πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε αληθινά και εξ ολοκλήρου σύσσωμοι του Χριστού και συγγενείς του, καθώς και αυτός ο θείος Παύλος βεβαιώνει: «Είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του» (Εφεσίους 5:30) και αλλού: «από τον πλούτο της θεότητός του όλοι εμείς λάβαμε αλλεπάλληλες δωρεές» (κατά Ιωάννην 1:16 και Κολασσαείς 2:9). Έτσι γινόμαστε κατά χάριν όμοιοι με τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας ανακαινισμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι από νεκροί που ήμαστε. Τότε βλέπουμε αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει όμοιός μας και βλεπόμαστε απ’ αυτόν, που μας αξίωσε να γίνουμε όμοιοί του, όπως κάποιος βλέπει από μακριά το πρόσωπο του φίλου του και διαλέγεται μ’ αυτόν και συνομιλεί και ακούει την φωνή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο και οι απ’ αιώνος άγιοι και οι παλαιοί και οι τωρινοί πνευματικά βλέποντες δεν βλέπουν σχήμα ή είδος ή ομοίωμα, αλλά φως ασχημάτιστο, επειδή και αυτοί είναι φως εκ του φωτός, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος. Όμως αν και φτάνουν σ’ αυτή την κατάσταση, τα σώματά τους δεν γίνονται αμέσως άφθαρτα και πνευματικά, αλλά όπως ακριβώς το σίδερο που πυρακτώνεται στην φωτιά παίρνει την λαμπρότητά της, όταν όμως απομακρυνθεί απ’ αυτήν γίνεται πάλι ψυχρό και μαύρο, έτσι ακριβώς και τα σώματα των αγίων: Μετέχοντας και αυτά στο θείο πυρ, δηλαδή στην χάρη του Θεού, αγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγή και πολυτιμότερα από τα άλλα σώματα.
Αλλά όταν η ψυχή βγει από το σώμα, αμέσως και αυτά παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται σιγά-σιγά. Άλλα όμως διατηρούνται για πολλά χρόνια χωρίς να είναι ούτε εντελώς άφθαρτα ούτε πάλι τελείως φθαρτά, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα και της αφθαρσίας και της φθοράς, ώσπου να φτάσουν στην τέλεια αφθαρσία και να ανακαινιστούν την τελευταία και κοινή ανάσταση των νεκρών.
Για ποιο λόγο; Διότι δεν έπρεπε να αναστηθούν και να αφθαρτωθούν τα ανθρώπινα σώματα, πριν από την ανακαίνιση των κτισμάτων, αλλά όπως ακριβώς πρώτα πλάστηκε η φύση άφθαρτη και έπειτα ο άνθρωπος, έτσι πάλι πρώτα η κτίση πρέπει να μεταποιηθεί από την φθορά στην αφθαρσία και μετά μαζί μ’ αυτήν ν’ αλλάξουν και να ανακαινιστούν τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων, ώστε ο άνθρωπος πνευματικός πια και αθάνατος να κατοικήσει σε τόπο άφθαρτο, αιώνιο και πνευματικό. Και ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε τον Απόστολο Πέτρο που το βεβαιώνει: «Θα έρθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύχτα και τότε οι ουρανοί θα διαλυθούν από την φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λυώσουν» (Β’ Πέτρου 3:10,12), όχι για να εξαφανιστούν, αλλά για να αναχωνευθούν και να αναστοιχειωθούν σε καλύτερη και αιώνια κατάσταση. Από που γίνεται φανερό αυτό;
Από τα λόγια που προσθέτει στην συνέχεια ο Απόστολος: «Καινούριους ουρανούς και καινούρια γη προσδοκούμε κατά την επαγγελία σου» (Β’ Πέτρου 3:13). Τίνος την επαγγελία; Ασφαλώς του Χριστού που είπε: «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν» (κατά Ματθαίον 24:35). Παρέλευση του ουρανού εννοεί την αλλαγή του, γι’ αυτό λέει ότι αν και ο ουρανός θα αλλάξει, όμως οι δικοί του λόγοι θα μένουν αναλλοίωτοι και σταθεροί. Αυτό προανήγγειλε και ο προφήτης Δαυίδ: «Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις και θα αλλάξουν, εσύ όμως θα παραμείνεις ο ίδιος και τα έτη της ζωής σου δεν θα εκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τι θα μπορούσε να γίνει σαφέστερο από αυτά τα λόγια;
Κεφάλαιο ι΄: Ότι και πάντες οι Άγιοι τον Λόγον του Θεού εν εαυτοίς συλλαμβάνουσι τη Θεοτόκω παραπλησίως και γεννώσιν αυτόν και γεννάται εν αυτοίς και γεννώνται υπ’ αυτού και πως υιοί και αδελφοί και μητέρες αυτού χρηματίζουσιν.
Ο Υιός του Θεού και Θεός, αφού εισήλθε στα σπλάχνα της Παναγίας Παρθένου και έλαβε σάρκα απ’ αυτήν, γεννήθηκε, όπως είπαμε, τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός ασυγχύτως. Τι σημαντικότερο έγινε ποτέ για μας; Όλοι μας πιστεύουμε σ’ αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και γι’ αυτό δεχόμαστε τον περί αυτού λόγο με εμπιστοσύνη. Αν τον ομολογούμε λοιπόν και μετανοούμε από τα βάθη της ψυχής μας για τις προηγούμενες αμαρτίες μας, τότε ο λόγος της ευσεβείας, τον οποίο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σαν σπόρος, όπως ακριβώς ο Λόγος του Πατρός εισήλθε στην γαστέρα της Παρθένου. Θαύμασε το μέγα τούτο και εκπληκτικό μυστήριο και δέξου το με κάθε πληροφορία και πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπόν αυτόν τον Λόγο όχι σωματικά, όπως τον συνέλαβε η Παρθένος και Θεοτόκος, αλλά πνευματικά μεν πραγματικά όμως. Και έχουμε μέσα στις καρδιές μας αυτόν που τον ίδιο που συνέλαβε και η Αγνή Παρθένος, όπως λέει ο θείος Παύλος: «Ο Θεός που είπε να λάμψει φως μέσα στις καρδιές μας προς φωτισμόν της γνώσεως του Υιού του» (Β’ Κορινθίους 4:6), σαν να λέει: Αυτός όλος γεννήθηκε αληθινά μέσα μας. Και ότι είναι έτσι το φανερώνει με όσα παραθέτει στην συνέχεια: «Έχουμε δε τον θησαυρόν αυτόν μέσα σε πήλινα σκεύη» (Β’ Κορινθίους 4:6), ονομάζοντας θησαυρό το Άγιο Πνεύμα.
Και σε άλλο σημείο ονομάζει το Πνεύμα Κύριο: «Γιατί το Πνεύμα» λέει «είναι ο Κύριος» (Β’ Κορινθίους 4:6), ώστε όπου ακούς Υιόν Θεού να εννοείς μαζί και το Πνεύμα και αν πάλι ακούσεις για το Άγιο Πνεύμα να εννοείς μαζί με αυτό και τον Πατέρα, επειδή και γι’ αυτόν λέει: «Πνεύμα ο Θεός» (κατά Ιωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντού το αχώριστο και ομοούσιο της Αγίας Τριάδος, ότι δηλαδή όπου είναι ο Υιός εκεί είναι και ο Πατήρ, και όπου ο Πατήρ εκεί και το Πνεύμα, και όπου το Άγιο Πνεύμα εκεί όλη η τρισυπόστατη Θεότητα, ο ένας Θεός και Πατήρ μαζί με τον Υιό και το Πνεύμα τους ομοουσίους, «αυτός που είναι ευλογητός στους αιώνες, αμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Έτσι όταν πιστεύσουμε ολόψυχα και μετανοήσουμε θερμά θα συλλάβουμε όπως ειπώθηκε τον Λόγο του Θεού στις καρδιές μας, καθώς τον συνέλαβεν η Παρθένος, προσφέροντας του κι εμείς τις ψυχές μας παρθενικές και αγνές. Και όπως εκείνη δεν την κατέφλεξε το πυρ της θεότητας, επειδή ήταν αγνή και υπεράμωμη, έτσι ούτε και εμάς μας κατακαίει, όταν του προεφέρουμε τις καρδιές μας αγνές και καθαρές, αλλά γίνεται εντός μας δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και ρείθρον αθάνατης ζωής. Ότι δεχόμαστε και εμείς παρόμοια το άστεκτον πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που το λέει: «Πυρ ήλθα να βάλω στην γη» (κατά Λουκάν 12:49). Τι άλλο εννοεί, παρά το ομοούσιο προς την θεότητά του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται μέσα μας και ο ίδιος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα;
Επειδή ο Λόγος του Θεού μια φορά σαρκώθηκε από την Παρθένο και γεννήθηκε από αυτήν σωματικά, ανέκφραστα και υπέρ λόγον και δεν είναι δυνατόν να σαρκωθεί πάλι ή να γεννηθεί σωματικά από τον καθένα από μας, τι προνοεί; Μας μεταδίδει για τροφή εκείνη την άχραντη σάρκα που προσέλαβε από την πανάχραντη Θεοτόκο, κατά την σωματική του γέννηση. Αν την μεταλαμβάνουμε άξια, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωθέντα Θεό και Κύριό μας Ιησού Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και Υιό της Παρθένου τον καθήμενο στα δεξιά του Θεού, ο οποίος λέει: «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του» (κατά Ιωάννη 6:56), χωρίς όμως να προέρχεται ή να γεννιέται σωματικά από εμάς, αλλά ούτε και να μας αποχωρίζεται ποτέ. Διότι εμείς δεν τον αισθανόμαστε σαν σάρκα, αν και βρίσκεται μέσα μας όπως ακριβώς ένα βρέφος, αλλά υπάρχει ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος ανέκφραστα με την φύση μας και την ουσία μας και θεοποιώντας μας, επειδή γίναμε σύσσωμοι και μ’ αυτόν δηλαδή σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του. Αυτό είναι το μεγαλύτερο και φρικτότερο μυστήριο της ανέκφραστης οικονομίας και συγκαταβάσεως του, που δίσταζα να το γράψω και έτρεμα να το επιχειρήσω.
Ο Θεός όμως πάντοτε θέλει να αποκαλύπτεται και να φανερώνεται η αγάπη του σ’ εμάς, ώστε και εμείς κάποτε κατανοώντας την μεγάλη του αγαθότητα και αισθανόμενοι ντροπή να προθυμοποιηθούμε να τον αγαπήσουμε. Γι’ αυτό και εγώ παρακινήθηκα από το Άγιο Πνεύμα που φωτίζει τις καρδιές μας και σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια γραπτώς, όχι για να σας αποδείξω ότι ο άνθρωπος είναι όμοιος μ’ αυτήν που γέννησε τον Κύριο – μη γένοιτο – αυτό είναι αδύνατο. Διότι άλλη είναι η ένσαρκη και άφραστη γέννηση του Θεού Λόγου από την Παρθένο και άλλη που συντελείται σε μας πνευματικώς. Εκείνη γεννώντας ένσαρκο τον Υιό και Λόγο του Θεού απεργάστηκε στην γη το μυστήριο της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους μας και την σωτηρία όλου του κόσμου, που είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και Θεός, αυτός που ένωσε στον εαυτό του τα διεστώτα και εξάλειψε την αμαρτία του κόσμου. Ενώ αυτή (που συντελείται σε μας) γεννώντας εν Αγίω Πνεύματι τον Λόγο της γνώσεως του Θεού, απεργάζεται ακατάπαυστα στις καρδιές μας το μυστήριο της ανακαινίσεως των ανθρώπινων ψυχών και την κοινωνία και ένωση με τον Θεό Λόγο, αυτήν υπαινίσσεται και το θείο λόγιο: «Δι’ αυτού συλλάβαμε και εγεννήσαμε με πόνο το πνεύμα της σωτηρίας, το οποίο κυοφορήσαμε πάνω στην γή» (Ησαϊας 26:18).
Λοιπόν δεν σας φανέρωσα αυτά τα μυστήρια για να αποδείξω ότι ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Χριστό κατά τον ίδιο τρόπο που τον γέννησε η Παναγία, αλλά για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη του σ’ εμάς και ότι αν το θέλουμε όλοι μπορούμε να γίνουμε μητέρα και αδελφοί του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, καθώς και ο ίδιος το διακηρύττει: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον εκτελούν» (κατά Λουκάν 8:21). Έτσι θα γίνουμε ίσοι με τους μαθητές και αποστόλους του, όχι κατά την αξία, ούτε κατά τις περιοδίες και τους κόπους που υπέφεραν, αλλά κατά την χάρη του Θεού και την δωρεά την οποία εξέχεε σ’ όλους που τον πίστευαν και τον ακολουθούσαν, χωρίς να στραφούν ποτέ πίσω. Είδες πως όλους εκείνους που ακούνε και πράττουν τον λόγο του τους ανύψωσε στην αξία της μητέρας του και τους αποκαλεί αδελφούς και συγγενείς του; Όμως μόνο εκείνη υπήρξε η κυρίως μητέρα του, επειδή όπως ανέφερα τον γέννησε ανερμηνεύτως και χωρίς άνδρα, ενώ όλοι οι άγιοι τον συλλαμβάνουν και τον κατέχουν κατά χάριν και δωρεάν. Και από μεν την άμωμη μητέρα του δανείστηκε την παναμώμητη σάρκα του και σε αντάλλαγμα της δώρισε την θεότητα – ω τι παράξενη και ασυνήθιστη συναλλαγή – ενώ από τους αγίους δεν παίρνει σάρκα, αλλά αντίθετα αυτός τους μεταδίδει την θεωμένη σάρκα του. Ας εξετάσουμε λοιπόν το βάθος αυτού του μυστηρίου.
Η χάρη του Πνεύματος στον Χριστό, δηλαδή το πυρ της θεότητος, προέρχεται από την θεία του φύση και ουσία. Όμως το σώμα του δεν έχει την ίδια προέλευση, αλλά προέρχεται από την πάναγνη και αγία σάρκα της Θεοτόκου, την οποία προσέλαβε κατά το ιερό λόγιο: «ο Λόγος έγινε σάρκα» (κατά Ιωάννην 1:14). Έκτοτε ο Υιός του Θεού και της αχράντου Παρθένου μεταδίδει στους αγίους, από μεν την φύση και την ουσία του συναϊδιου Πατρός του την χάρη του Πνεύματος, δηλαδή την θεότητα, καθώς και μέσω του προφήτη λέγει: «Θα συμβεί τούτο κατά τις έσχατες ημέρες, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο» (Ιωήλ 3:1), εννοώντας κάθε πιστό, από δε την φύση και ουσία εκείνης που κυρίως και αληθώς τον γέννησε την σάρκα, την οποία έλαβε από αυτή.
Και όπως από την πληρότητά του λάβαμε όλοι εμείς, έτσι ακριβώς μεταλαμβάνουμε από την άμωμη σάρκα της Παναγίας μητέρας του, την οποία και εκείνος προσέλαβε και όπως έγινε υιός και Θεός της ο Χριστός και Θεός μας γενόμενος και αδελφός μας, έτσι ακριβώς και εμείς ω τι ανέκφραστη φιλανθρωπία γινόμαστε υιοί της Θεοτόκου μητέρας του και αδελφοί του Χριστού, επειδή χάρη στον υπεράμωμο και υπεράγνωστο γάμο που τελέστηκε μ’ αυτήν και σ’ αυτήν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού και απ’ αυτόν πάλι όλοι οι άγιοι. Πράγματι, όπως από την συνουσία και την σπορά του Αδάμ πρώτη η Εύα γέννησε και από εκείνη και μέσω εκείνης γεννήθηκαν όλοι οι άνθρωποι, έτσι και η Θεοτόκος, αφού δέχτηκε αντί σποράς τον Λόγο του Θεού συνέλαβε και γέννησε μόνο τον προ αιώνων μονογενή του Πατρός και μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Και μολονότι η ίδια έπαψε να συλλαμβάνει και να γεννά, ο Υιός της γέννησε και γεννά καθημερινά όσους πιστεύουν σ’αυτόν και τηρούν τις άγιες εντολές του. Ασφαλώς έπρεπε η πνευματική μας αναγέννηση και ανάπλαση να γίνει δια του αντρός, δηλαδή του δευτέρου Αδάμ και Θεού, επειδή η γέννησή μας στην φθορά έγινε δια της γυναικός Εύας.
Και πρόσεχε την ακρίβεια του λόγου: ανδρός θνητού και φθαρτού η σπορά φθαρτούς υιούς και θνητούς δια γυναικός γέννησε και γεννά, αθανάτου και αφθάρτου Θεού ο αθάνατος και άφθαρτος Λόγος αθάνατα και άφθαρτα τέκνα γέννησε και διαρκώς γεννά, αφού πρώτα αυτός γενννήθηκε από την Παρθένο εν αγίω Πνεύματι βεβαίως.
Γι’ αυτό λοιπόν είναι δέσποινα και βασίλισσα και κυρία και μητέρα όλων των αγίων η μητέρα του Θεού, ενώ όλοι οι άγιοι είναι και δούλοι της αφού είναι μητέρα του Θεού και παιδιά της αφού μεταλαμβάνουν από την πανάχραντη σάρκα του Υιού της. Πιστός ο λόγος: η σάρκα του Υιού της είναι σάρκα της Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας και εμείς απ’ αυτήν την θεωμένη σάρκα του Κυρίου, ομολογούμε και πιστεύουμε ότι μεταλαμβάνουμε ζωήν αιώνια, εκτός αν αναξίως και εις κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι όλοι οι άγιοι είναι συγγενείς προς την Παναγία μητέρα του Θεού κατά τρεις τρόπους: Πρώτον επειδή προέρχονται από τον ίδιο πηλό μ’ αυτήν και την ίδια πνοή, δηλαδή την ψυχή. Δεύτερον επειδή έχουν κοινωνία και μετουσία με αυτήν δια της προσλήψεως της σαρκός της από τον Χριστό. Και τρίτον επειδή, λόγω της εν Πνεύματι αγιωσύνης που ενυπάρχει σε αυτούς, καθένας συλλαμβάνει εντός του και κατέχει τον Θεό των όλων, όπως ακριβώς και εκείνη τον είχε εντός της. Διότι αν και τον γέννησε σωματικώς, όμως πάντοτε τον είχε όλον και πνευματικώς μέσα της και εξακολουθεί να τον έχει και τώρα και πάντοτε αχώριστον από αυτήν.
Σ’ αυτόν πρέπει η δόξα και το κράτος στους αιώνες
Αμήν.
Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: Βίβλος των Ηθικών Λόγος Α΄. Κεφάλαιο γ΄: Περί της του Λόγου Σαρκώσεως και κατά τίνα τρόπον δι’ υμάς εσαρκώθη. Έκδοση Ι. Μονής Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Αττικής

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας - Κάθαρση, Έλλαμψη, Θέωση

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας - Κάθαρση, Έλλαμψη, Θέωση



1. Στά προηγούμενα κηρύγματά μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί χριστιανοί, λέγαμε ὅτι τό χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας εἶναι τό ὅτι τονίζει νά καθαριστεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τά
ἁμαρτωλά πάθη. Αὐτό εἶναι τό πᾶν: Ὁ καθαρμός τοῦ νοῦ ἀπό τον σκοτασμό τῆς ἁμαρτίας. «Κάθαρση» λέγεται τό πρῶτο καί κύριο αὐτό στάδιο. Κι ὅταν καθαριστεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τά
πάθη, ἔρχεται, εἴπαμε, ὁ Χριστός καί κατοικεῖ σ᾽ αὐτήν. «Ἔλλαμψη» ἤ «Φωτισμός» λέγεται τό δεύτερο αὐτό στάδιο, γιατί ὁ Χριστός πού κατοικεῖ στήν ψυχή, εἶναι Φῶς. «Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ
κόσμου» (Ἰωάν.8,12), εἶπε. Καί ἡ πρόοδος στό δεύτερο αὐτό στάδιο τῆς Ἔλλαμψης ὁδηγεῖ στην «Θέωση», πού εἶναι ὁ προορισμός μας, γιατί γι᾽ αὐτήν πλαστήκαμε ἀπό τόν Θεό.

2. Κοιτάξτε, ἀγαπητοί μου, στήν Ἐκκλησία μας τά ἱερά εἰκονίσματα. Κοιτάξτε ὀμορφιές! Εἶναι ὁ φωτισμός πού λάμπει στό πρόσωπό τους ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού κατοικεῖ στήν καθαρή τους
ψυχή. Μέ τό φωτοστέφανο πού ἔχει ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῶν ἁγίων μας δείχνεται καθαρά ὅτι ὁ ἅγιος πέρασε ἀπό τήν κάθαρση καί ἔφτασε στον φωτισμό καί στήν θέωση. Ἀλλά Ἐκείνη πού
λάμπει περισσότερο ἀπό ὅλους γιά την ἁγιότητά Της, Ἐκείνη πού εἶναι «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», εἶναι ἡ Παναγία μας. Στό 12ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης ἡ
Παναγία γιά τήν καθαρότητά Της, τήν λαμπρότητά Της καί τήν δόξα Της παριστάνεται νά φοράει τόν ἥλιο! Κάποιος εὐλαβής μοναχός, πού διάβαζε τά βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί ἄκουγε στά
τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν δόξα τῆς Παναγίας, Τήν παρακάλεσε θερμά νά ἀξιωθεῖ νά δεῖ τό λαμπρό Της Πρόσωπο κι ἄς χάσει τό ἕνα του μάτι! Καί ἔγινε, χριστιανοί μου, ὅπως τό εἶπε. Τοῦ
ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία μας ἀνάμεσα σέ οὐράνια στρατεύματα, καί, Θεέ μου! Πόσο λαμπερή ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ! Σάν νά ἦταν ἑβδομήντα ἥλιοι μαζί καί ἀκόμη περισσότερο! Ὁ
μοναχός γιά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς πού εἶχε, εἶδε θεοπτία! Εἶδε τήν Παναγία! Ὅμως, ἀπό τήν λαμπρότητα καί τήν φωτεινότητα τῆς Παναγίας πού εἶδε, θαμπώθηκε ὁ μοναχός καί ἔχασε τό ἕνα
του μάτι, ὅπως καί τό εἶπε στήν προσευχή του. Ἀλλά, τί νομίζετε, χριστιανοί μου, στενοχωρήθηκε γιά τό ὅτι ἔχασε τό μάτι του; Ὄχι! Ἦταν τόση ἡ χαρά του καί ἡ ἀπορρόφηση τῆς ψυχῆς του, γιατί
εἶδε τήν δόξα τῆς Παναγίας, ὥστε Τήν παρακάλεσε πάλι νά τοῦ ἐμφανιστεῖ ὅπως πρῶτα καί ἄς χαθεῖ καί τό δεύτερό του μάτι! Πραγματικά ἡ Παναγία τοῦ ἐμφανίστηκε πάλι, ὅπως καί πρῶτα,
ὄχι ὅμως γιά νά τυφλωθεῖ καί τό δεύτερό του μάτι, ἀλλά για νά τοῦ θεραπεύσει καί τό πρῶτο του μάτι!
Οἱ ἅγιοι λοιπόν, χριστιανοί μου, καί πάνω ἀπό ὅλους ἡ Παναγία μας, ἐπειδή εἶχαν καθαρότητα ψυχῆς, ἦταν κατοικητήρια Θεοῦ, εἶχαν πλούσια τήν θεϊκή δόξα πάνω τους καί ἡ ἀλήθεια αὐτή
ἐκφράζεται, εἴπαμε, στά ἅγια εἰκονίσματα μέ τό φωτοστέφανο.

3. Ὥστε, ξαναλέγουμε, τρία εἶναι τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τά ὁποῖα πρέπει νά περάσουμε, γιά νά δοῦμε τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέ καθαρότητα: Ἡ «κάθαρση», ἡ «ἔλλαμψη» καί
ἡ «θέωση». Ναί! Γιά νά γευόμαστε τόν Θεό στήν παρούσα ζωή καί γιά νά δοῦμε ἀπολαυστικά τό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, θά πρέπει νά εἴμαστε
καθαροί στήν καρδιά καί νά ἔχουμε την Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Ὅλοι, ἀδελφοί μου, ὅλοι θά δοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό την ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὄχι μόνο οἱ δίκαιοι, ἀλλά καί οἱ ἁμαρτωλοί θά
δοῦν τότε τον Χριστό·ἀκόμη θά Τόν δοῦν τότε καί αὐτοί πού Τόν σταύρωσαν. Τό λέει αὐτό καθαρά ἡ Ἁγία Γραφή: «Καί ὄψεται – λέει – Αὐτόν πᾶς ὀφθαλμός καί οἵτινες Αὐτόν
ἐξεκέντησαν» (Ἀπ. 1,7). Ἀλλά, οἱ μέν δίκαιοι, πού ἔχουν καθαρή καρδιά, θά δοῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως καί θά ἀλαλάξουν ἀπό χαρά, γιατί θά ἀντέχει τό μάτι τῆς ψυχῆς
τους, δηλαδή ὁ νοῦς τους, νά ἀτενίζει τήν θεία δόξα καί θά τήν ἀπολαμβάνουν. Καί αὐτό θά εἶναι ὁ παράδεισός τους. Οἱ ἁμαρτωλοί ὅμως, μέ τό ἀρρωστημένο τους πνευματικό μάτι – δηλαδή τόν
νοῦ τους – δέν θά ἀντέχουν νά βλέπουν τό Θεῖο Φῶς τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, γιατί θά τούς καίει. Καί αὐτό θά εἶναι ἡ κόλασή τους.

Προσέξτε! Τό ἴδιο πράγμα, τό Θεῖο Φῶς, πού εὐφραίνει τούς δίκαιους γιά τήν καθαρότητά τους, αὐτό τό ἴδιο πράγμα ἐνοχλεῖ τούς ἁμαρτωλούς γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους. Σάν τόν ἥλιο,
χριστιανοί μου: Ὅσοι ἔχουν γερά μάτια βλέπουν τό λαμπερό του φῶς καί χαίρονται. Ὅσοι ὅμως ἔχουν ἄρρωστα τά μάτια τους, δέν ἀντέχουν νά κοιτάξουν τό φῶς του, γιατί τούς ἐνοχλεῖ καί τούς
βλάπτει. Καί σ᾽ αὐτό βέβαια δεν φταίει ὁ ἥλιος, ἀλλά φταῖνε τά ἀρρωστημένα μάτια.

4. Τό συμπέρασμα λοιπόν, ἀδελφοί μου, εἶναι αὐτό πού εἴπαμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι εἶναι τό χαρακτηριστικό τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας: Τό νά προσπαθοῦμε νά καθάρουμε τήν ψυχή μας ἀπό
τά πάθη τό νά ἀγωνιζόμαστε νά ξεθολώσουμε τόν νοῦ μας, πού εἶναι ὁ πνευματικός μας ὀφθαλμός, ὥστε νά ἀντέχει στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τό
πέτυχε αὐτό ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή ἀτενίζοντας τό Θεῖο Φῶς σέ χίλιες μέρες καί χίλιες νύχτες ἀδειάλλειπτης προσευχῆς.

Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Πηγή: aktines.blogspot.gr

_________________
«όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου.
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ και κινούνται εναντίον μας»

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΣΑΤΑΝΙΣΜΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

Ιουλίου 19, 2013
304798
[,,,]
- Στον προσηλυτισμό σου χρησιμοποίησαν και την αγία Γραφή; Διαβάζουν οι σατανιστές τη Γραφή;
- Μπορώ να πω πως την αγία Γραφή και τα χριστιανικά βιβλία τα ξέρουνε και πιο καλύτερα και από τους χριστιανούς…
- Όταν σε μυήσανε, σε ηλικία 14 χρόνων, επικαλέσθηκαν για να σε πείσουν εδάφια από την αγία Γραφή;
- Τρία εδάφια από αυτά και (ειρωνικά) το πιο καλό είναι ότι με βάλανε, όχι μόνο αυτό άλλα και το λεγόμενο κλειδί, υποτίθεται το Χριστό, αν ήμουνα καθαρός να μπω στην ομάδα.
- Αν ήσουνα άξιος από πλευράς ηθικής ακεραιότητας;
- Ακριβώς, αν ήμουνα άξιος.
- Αν τότε ήξερες την αγία Γραφή, έστω και λίγο, θα ήξερες να τους απαντήσεις στον ισχυρισμό τους πως κυβερνάει τον κόσμο ο Σατανάς;
- Ναι, βέβαια θα το ήξερα.
- Η δική σου περίπτωση δεν είναι ασφαλώς o ανόνας. Πες μου, πώς γίνεται συνήθως ο προσηλυτισμός;
- Κοιτάξτε- έχουν δύο-τρία όμορφα κορίτσια, τα οποία τα μαθαίνουν, τα διδάσκουν κάποιον τρόπο, ώστε να μπορούνε να ρίξουν ακόμη και το πιο όμορφο αγόρι.. Αυτό γίνεται και με τα αγόρια. Όταν θέλουν κορίτσια, μαθαίνουνε τα αγόρια, τα ντύνουνε, έτσι ώστε να μπορέσουνε να καταφέρουνε να τραβήξουνε τη γυναίκα κοντά τους.
-Παρουσιάζονται τα αγόρια αυτά με προτάσεις άσχημες στις κοπέλες, τους λένε περί τίνος πρόκειται η μήπως υποκρίνονται ότι έχουν καλό σκοπό;
- Όχι. θα πω ένα παράδειγμα, όπως και το δικό μου. Πάντα πάμε πρώτα στη γνωριμία και μετά αρχίζουμε το χαρτί, να λέμε τα ταρώ. Από κει και πέρα λέμε ότι ασχολούμαστε καθαρά με τη λευκή μαγεία. Στην ουσία λευκή και μαύρη μαγεία είναι το ίδιο, μόνο που τα καλούμε με άλλα ονόματα.
- Δηλαδή αρχίζει κανείς με τα χαρτιά, με το τραπεζάκι και δεν μένει εκεί, άλλα προχωράει.
- Όταν δει ότι αυτά πού λέει οι άλλοι τα δέχονται, τότε προχωράει και φθάνει στο σημείο σιγά σιγά, όχι μόνο στο τραπεζάκι, άλλα στην επίκληση. Από κει και πέρα αρχίζουνε τα ταξίματα, αρχίζει πλέον να πείθεται η κοπέλα ή το αγόρι γι’ αυτά πού λέει το καμάκι, να το πω έτσι. Αρχίζουν πλέον να πείθονται και να υποκύπτουνε και μετά αρχίζει…
- Υπάρχει περίπτωση μια κοπέλα να προσηλυτίζεται, επειδή ενδιαφέρεται για ένα νεαρό, να πάει σε μια δήθεν αθώα συνάντηση και να βρεθεί ξαφνικά ότι αυτή η αθώα συνάντηση είναι μία μαύρη λειτουργία;
-Ναι πολλές φορές έχει γίνει αυτό.
- Μήπως εκεί υπάρχουν διάφορα στάδια, ας πούμε κατ’ αρχήν μπαίνει σ’ ένα ευχάριστο περιβάλλον και μετά, αφού της ρίξουν κάτι και αλλοιωθεί πλέον η προσωπικότητα της ή χάσει τον έλεγχο, τότε προχωρούν πιο πέρα;
- Φροντίζουνε πάντα να υπάρχει καθαρό το μυαλό. Να μπορούνε στην αρχή με καθαρό μυαλό, να τους δώσουνε το πρώτο ψωμί πού λέμε, να τους δώσουνε το πρώτο νόημα, το πρώτο πιστεύω, να τις κάνουνε να πιστέψουμε πρώτα με καθαρό μυαλό να συνειδητοποιηθούνε βαθιά μέσα τους το πιστεύω, γιατί αρχίζουνε με χρυσαφικά, με βόλτες, με δωράκια, με έρωτα, με τα πάντα. Αρχίζουνε δηλαδή και πείθουνε τις κοπέλες ότι πάνε για σοβαρό σκοπό, ότι έχουνε ένα πιστεύω και αυτό το πιστεύω είναι το σωστό, ότι ό Σατανάς θα βοηθήσει και θα βοηθά για όλη τους τη ζωή, και αυτό γίνεται και με διάφορα τρικ πού κάνουνε.
- Υπάρχει το συμβόλαιο, πού υπογράφει κανείς με το αίμα του. Μήπως θυμάσαι τι λέει αυτό το συμβόλαιο;
- (Τρέμουλο). Να το πω;
- Ναι.
- Ξεκάνει πρώτα με το όνομά του.
- Του δαίμονα;
- Ναι λέει: Μεγάλε Σατανά… εγώ ο τάδε, αυτή τη στιγμή με το αίμα μου ορκίζομαι σε σένανε και παραδίδω την ψυχή μου, παραδίδω την ψυχή μου, παραδίδω το σώμα μου, αλλά ζητώ από σένα… Αυτό συνήθως γίνεται Δευτέρα ή Παρασκευή βράδυ. Αυτό γίνεται και μέσα από την εκκλησία ή σε σταυροδρόμι ή στο νεκροταφείο.
- Τι υποσχέσεις δίνουν στο Σατανά, μήπως ότι απαρνούνται τον Χριστό, ότι θα του προσφέρουν αυτό ή εκείνο ή ακόμη και θυσίες;
- Αυτό είναι λογικό να το ρωτάτε κι είναι και σωστό.
- Δηλαδή;
- Μαζί με τα ταξίματα είναι και το πάτημα του σταυρού ή της εικόνας, και πολλές φορές της αγίας Γραφής. Έχω δει άτομα να παίρνουνε την αγία Γραφή και την εικόνα του Χριστού, να την πετάνε κάτω και πάνω της να κάνουν ακαθαρσίες, όπως τον σταυρό να τον κρεμάνε ανάποδα και από κει και πέρα πλέον αρχίζουν τα ταξίματα…
- Στην ομάδα τη δική σας προσπαθούσατε να προσηλυτίσετε νεαρά κορίτσια;
- Εμείς είχαμε σκοπό να φτάσουμε τους 30 και να σταματήσουμε. Να κρατήσουμε μόνο εμείς. Φοβόμασταν πλέον ν’ ανοιχτούμε πιο πολύ. Θέλαμε να μείνουμε εμείς, να κρατηθούμε σ’ αυτή την ομάδα, έστω και 30 άτομα, και μέσα από κει να μπορέσουμε να βοηθήσουμε, δηλαδή να παίξουμε το ρόλο του παραψυχολόγου, του πνευματιστή, δεν ζητάμε δηλαδή εμείς πράγματα, όπως κάνουνε σήμερα οι νέοι, να κάνουν ανθρωποθυσίες και τέτοια. Θέλαμε μείς τότε να βοηθήσουμε. Αλλά το μόνο πού καταφέραμε να κάνουμε είναι κακό και όχι να βοηθήσουμε. Καταστρέψαμε και δεν βοηθήσαμε.
- Εσύ, εκτός από το ότι διηύθυνες αυτή την κλειστή ομάδα, πώς διαφορετικά παρουσιαζόσουν στο κοινό, ποιές δραστηριότητες είχες αναπτύξει;
- Ερχόμουν σ’ επαφή με διάφορα άτομα, έξω, σε καφενεία, σε γνωστούς κύκλους, φιλικούς κύκλους, στους οποίους έλεγα τα χαρτιά, ορισμένα από αυτά βγαίνανε αλήθεια, γιατί έκανα χρόνια ψυχολογία, προσπάθησα, διάβασα ψυχολογία, έμαθα τον άνθρωπο, είδα τα προβλήματα του άνθρωπου και από κει και πέρα ήξερα πώς θα καταφέρω κάποιον, για να τον πείσω ότι αυτό πού του είπα είναι σωστό και ότι αυτό πού του είπα θα το κάνει.
- Αυτά τα άτομα πού έδειχναν συνεργάσιμο πνεύμα προσπάθησες να τα βάλεις πιο μέσα;
- Προσπάθησα.
- Αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς σου;
- Ακριβώς.
- Εκτός από τα χαρτιά, τι άλλο έκανες για να τραβήξεις ανθρώπους;
- (Τρέμουλο). Περισσότερο λυσίματα, δηλαδή, αν καταλάβαινα πώς κάποιος είχε μαγεία, προσπαθούσα να τα λύσω, επικαλούμενος πάντα σκοτεινές δυνάμεις.
Read more:http://www.egolpion.com/empeiries_satanistwn.el.aspx#ixzz2ZTE4iyey

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία

1. Εισαγωγή

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στη νότια Ρωσία κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Βασικές αιτίες ήταν η κοινή ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά Ρώσων και Ελλήνων, το γεγονός ότι η Αικατερίνη Β΄ ήταν αποφασισμένη να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, καθώς και το ότι οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας συνέπεσαν χρονικά με τις επιθυμίες των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση από την οθωμανική κυριαρχία.
Ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, δύο Έλληνες κληρικοί στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έγιναν οι κύριοι πρωταγωνιστές του ελληνικού διαφωτιστικού ρεύματος στη νότια Ρωσία. Τα επιτεύγματά τους ως κληρικών, οι επιτυχίες τους στη διοίκηση, στη μετάφραση φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων της Δύσης, στην εισήγηση και τη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας, στην ενίσχυση της ελεύθερης έρευνας, στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, καθώς και στην προάσπιση των Ελλήνων της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συναπαρτίζουν ό,τι ονομάζουμε Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η δραστηριότητά τους μετέτρεψε τη νότια Ρωσία στο χωνευτήρι μέσα στο οποίο συντελέστηκε η ανανέωση του ελληνικού κόσμου.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία ξεκίνησε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία το 1774. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή εξασφάλισε για τη Ρωσία, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά οφέλη, την κατοχή των πλούσιων εδαφών στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η Αικατερίνη ονόμασε τα εδάφη αυτά Νέα Ρωσία και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που αποσκοπούσαν στην πολιτική σταθεροποίηση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Για τον ίδιο σκοπό η κυβέρνηση της Αικατερίνης ενθάρρυνε τον εποικισμό των αραιοκατοικημένων νέων εδαφών με ρωσικούς και ξένους πληθυσμούς. Η Ρωσία παρότρυνε ελληνικούς πληθυσμούς να μετοικήσουν στα εδάφη της Νέας Ρωσίας με υποσχέσεις για προστασία από τους Οθωμανούς, οικονομικά κίνητρα για την προώθηση των επιχειρήσεων και του εμπορίου και ελευθερία στη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Προς τις περιοχές αυτές μετακινήθηκαν και πολλοί οπαδοί μιας από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές αιρέσεις, των παλαιοπίστων, στους οποίους η Αικατερίνη υποσχέθηκε περιορισμένη θρησκευτική ανοχή με αντάλλαγμα την πολιτική υπακοή τους στην Αγία Πετρούπολη.
2. Ευγένιος Βούλγαρης
Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη και ο πρίγκιπας Γρηγόριος Ποτέμκιν κατανοούσαν ότι η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατούσε στη Νέα Ρωσία απαιτούσε και ανάλογη διοικητική ηγεσία. Η Αικατερίνη διόρισε τον Ποτέμκιν γενικό κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας το 1774 και της Αζοφικής το 1775. Επίσης το 1775 έχρισε τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806) αρχιεπίσκοπο της νεοσύστατης αρχιεπισκοπής Σλαβονίου και Χερσώνος, της οποίας τα σύνορα συμπλήρωναν αυτά των δύο νέων επαρχιών. Ο Βούλγαρης, από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στα Ιόνια νησιά, τα Ιωάννινα και την Ιταλία. Αφού εκάρη μοναχός, εργάστηκε είκοσι χρόνια ως δάσκαλος στην ελληνική Ανατολή, σε μέρη όπως τα Ιωάννινα (Μαρουτσαία Σχολή), στην Αθωνιάδα Ακαδημία και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια περίοδο μετέφρασε πολυάριθμα φιλοσοφικά και μαθηματικά έργα της Δύσης. Το 1764 ο Βούλγαρης ταξίδεψε στη Σαξονία, όπου εξέδωσε ακόμη περισσότερες μεταφράσεις, καθώς και το έργο του Λογική. Στη Λιψία γνώρισε το Βολτέρο και μετέφρασε στα ελληνικά το δοκίμιό του Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας το 1768. Η μετάφραση του Βολτέρου, καθώς και εκείνη του έργου Νακάζ (Οδηγίες) της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, του εξασφάλισε μια πρόσκληση στη Ρωσία το 1771. Ο Βούλγαρης υπηρέτησε στη ρωσική αυλή, όπου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τις μεταφράσεις και την υποστήριξη από μέρους του της ρωσικής εμπλοκής στην ελληνική Ανατολή.1

Καθώς ένα από τα κυριότερα ερείσματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε η εκπαίδευση, το 1774 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη ζήτησε από το Βούλγαρη να τη βοηθήσει να ιδρύσει μια σχολή, ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στη ρωσική κοινωνία εκείνοι οι Έλληνες που είχαν συνδράμει τους Ρώσους στον πρόσφατο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σχολή εξελίχθηκε στο φημισμένο Ελληνικό Γυμνάσιο και το πρόγραμμα μαθημάτων της έγινε υπόδειγμα της εκπαίδευσης του Διαφωτισμού: οι σπουδαστές διδάσκονταν ορθόδοξη θεολογία, γλώσσες (ρωσικά, ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά), μαθηματικά, ιστορία και γεωγραφία.
2
3. Νικηφόρος Θεοτόκης
Όταν ο Βούλγαρης έφτασε στην Πολτάβα, το διοικητικό κέντρο της νέας του αρχιεπισκοπής, το χαμηλό επίπεδο των κληρικών τον έκανε να δυσανασχετήσει και πολύ σύντομα αποφάσισε να οργανώσει μια ιερατική σχολή. Για βοήθεια στο έργο του αυτό προσκάλεσε το φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800).3Έως το 1776 ο Θεοτόκης είχε επίσης αναδειχτεί σε μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όπως και ο Βούλγαρης, έτσι και αυτός είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν υπερασπιστής των σπουδών στη «νέα φιλοσοφία», δηλαδή στη γραμματική, ρητορική, ποιητική, λογική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά, φυσική και αστρονομία. Μετά την παραμονή του στην Ιταλία επέστρεψε στην Κέρκυρα, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ίδρυσε μια δημόσια σχολή όπου διδασκόταν η «νέα φιλοσοφία». Το 1765 εγκατέλειψε την Κέρκυρα και, προτού φτάσει στη Ρωσία περίπου δέκα χρόνια αργότερα, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και το κήρυγμα στην Κωνσταντινούπολη και το Ιάσιο (στην Ακαδημία), δημοσίευσε έργα φυσικής, θεολογίας και ομιλητικής στη Λιψία και απέρριψε την πρόταση ανάδειξής του σε μητροπολίτη Φιλαδελφείας στη Βενετία.
Το 1779 ο Βούλγαρης αποχώρησε από την αρχιεπισκοπή και η Αικατερίνη ονόμασε διάδοχό του το Θεοτόκη. Ο Βούλγαρης παρέμεινε στην Πολτάβα για δύο χρόνια και το 1781, μετακινήθηκε προς την πόλη της Χερσώνας. Τελικά, απαλλαγμένος από τις ευθύνες του ως μητροπολίτη, ο Βούλγαρης στράφηκε ξανά προς τη διδασκαλία.
Συνέταξε μια σειρά από λόγια έργα που συνδέονταν με το γεωγραφικό χώρο στον οποίο δρούσε, και μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου. Το 1779 η μικρή σχολή που ίδρυσε ο Βούλγαρης καθιερώθηκε ως η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα. Ο Θεοτόκης προχώρησε στη διεύρυνση του προγράμματος σπουδών, ώστε να συμπεριλάβει την ελληνική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, την αριθμητική και το σχέδιο. Η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα υπήρξε το πρώτο ιερατικό ίδρυμα στη Ρωσία που δίδασκε ελληνικά και σύγχρονες γλώσσες. Έως το 1786 προστέθηκαν η φιλοσοφία και η θεολογία. Αυτή καθαυτή η παρουσία του Βούλγαρη και του Θεοτόκη στην Πολτάβα (και η κληρονομιά που άφησαν) προσέδωσε στη σχολή ένα νεοελληνικό χαρακτήρα και προσέλκυσε προσωπικότητες, όπως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1754-1819) και τον Αθανάσιο Ψαλίδα (1767-1829). Ανάμεσα στους καλύτερους μη Έλληνες σπουδαστές της ήταν οι κατοπινοί φιλέλληνες Ιβάν Ι. Μαρτίνοφ (1771-1833) και Νικολάι Ι. Γκνέντιτς (1784-1833). Ο Μαρτίνοφ σπούδασε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, ενώ ο Γκνέντιτς μία δεκαετία αργότερα. Φαίνεται ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής είχε πολύ μεγάλη επίδραση επάνω τους, αφού και οι δύο εξελίχθηκαν σε σημαντικούς μεταφραστές των Ελλήνων κλασικών στα ρωσικά. Στα συγγραφικά επιτεύγματά τους συγκαταλέγονται η έκδοση του μνημειώδους έργου Έλληνες Κλασικοί (26 τόμοι) από το Μαρτίνοφ και η μετάφραση της Ιλιάδας από τον Γκνέντιτς. Επίσης εξέδωσαν νεοελληνικά έργα και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Θεοτόκης γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της συγκροτημένης εκπαίδευσης για την ανάπτυξη των ικανοτήτων με σκοπό την κοινωνική εξέλιξη, καθώς και για τη διατήρηση παραδόσεων και συνηθειών. Η σταδιοδρομία του στην εκπαίδευση στο χώρο της ελληνικής Ανατολής, και ειδικά στο νησί της καταγωγής του, την Κέρκυρα, αντικατόπτριζε τη φλογερή του επιθυμία να στηρίξει το «έθνος» του (γένος) στη διατήρηση της ταυτότητάς του. Ο Θεοτόκης ενδιαφερόταν ειδικά για τους Έλληνες μετανάστες στη Ρωσία, τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητάς τους, αλλά και την ανάδειξή τους σε μορφωμένους και δημιουργικούς πολίτε. Το 1781, σε ένα γράμμα του προς την ελληνική κοινότητα του Ταϊγκανρόκ, συνιστούσε με έμφαση στους Έλληνες της κοινότητας να στείλουν τα παιδιά τους στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αγίας Πετρούπολης ή στη Σχολή της Πολτάβα. Έγραφε ότι η Αικατερίνη είχε ιδρύσει το σχολείο για το ελληνικό έθνος και πως άλλοι Έλληνες που είχαν φοιτήσει εκεί κατείχαν τώρα θέσεις στη ρωσική κυβέρνηση.
Ο Θεοτόκης πίστευε ακόμη ότι το σχολεία συνιστούσαν υψηλή προτεραιότητα και αγωνίστηκε για να διασφαλίσει τη σύστασή τους στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας. Το 1786 προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες της Μαριούπολης να ιδρύσουν σχολείο στην πόλη τους. Τους εμφύσησε την ιδέα πως η σπουδή των Γραφών οδηγεί στη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής. Υπογράμμισε πως η μελέτη της ελληνικής γλώσσας ενισχύει τη διατήρηση των παραδόσεων, ενώ της ρωσικής οδηγεί στην κοινωνική καταξίωση. Τόνισε ότι αυτή η καταξίωση θα ήταν στη διάθεση όλων, αφού το σχολείο θα δεχόταν και φτωχούς και ορφανά και θα πρόσφερε εκπαίδευση, τρόφιμα και ρουχισμό. Ήταν τόσο βέβαιος για τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, ώστε πρότεινε τα χρήματα και οι δωρεές που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί για την ίδρυση μοναστηριού να χρησιμοποιηθούν για το σχολείο. Ο Θεοτόκης έδωσε την ώθηση και σε άλλες κοινότητες να συστήσουν σχολεία όπου θα καλλιεργούνταν και θα διατηρούνταν η γλώσσα και ο πολιτισμός της Ελλάδας. Ίσως μάλιστα να ήταν αποτέλεσμα της δικής του επιμονής στην ανάδειξη της σημασίας της εκπαίδευσης το γεγονός ότι οι Έλληνες του Ταϊγκανρόκ ίδρυσαν Εμπορικό Γυμνάσιο το 1807 και οι ομοεθνείς τους στη Μαριούπολη σχολείο το 1818.4

4. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στην Οδησσό
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, με την προτεραιότητα που έδινε στην εκπαίδευση, έκανε αισθητή την παρουσία του στην ελληνική εμπορική κοινότητα της Οδησσού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Ιγγλέσης (1773-1844), γεννημένος στην Κεφαλλονιά, ήρθε στο Ταϊγκανρόκ με το θείο του το 1787. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε πλούσιο έμπορο της Οδησσού. Διέθεσε την αξιοσημείωτη περιουσία του και αξιοποίησε την κοινωνική και πολιτική θέση του για να ευεργετήσει την ελληνική κοινότητα της Οδησσού. Το 1817, μαζί με τρεις ακόμη εμπόρους, ίδρυσε το Ελληνικό Εμπορικό Γυμνάσιο. Κατά την παράδοση του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, στο σχολείο αυτό προσφέρονταν μαθήματα εμπορίου, ναυπηγικής, ναυσιπλοΐας, γεωγραφίας, ιστορίας, θρησκευτικών, φυσικών επιστημών, αρχαίων και νέων ελληνικών, ρωσικών, ιταλικών και γερμανικών. Πολλοί από τους εκπαιδευτές της σχολής ήταν Έλληνες, όπως ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Γεώργιος Λασσάνης και ο Ιωάννης Μακρής. Αυτοί οι διδάσκαλοι ήταν εξαιρετικά συγκροτημένοι και προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό ταλαντούχων σπουδαστών. Έως το τέλος της δεκαετίας είχαν γραφτεί στη Σχολή σχεδόν τριακόσιοι σπουδαστές.
5. Θρησκευτική ανοχή και εκκλησιαστική πολιτική στη Νέα Ρωσία
Η θρησκευτική ανοχή υπήρξε ένα ακόμη συστατικό στοιχείο του Διαφωτισμού, το οποίο και αναδείχτηκε στη Νέα Ρωσία. Η ερμηνεία που έδινε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη για το ρόλο που είχε η θρησκεία στο πλαίσιο του διαφωτιστικού ρεύματος προσδιορίστηκε στο έργο της Νακάζ το 1767: έγραφε ότι θα ήταν προς όφελος του κράτους αν όλοι οι υπήκοοι είχαν θρησκευτικές πεποιθήσεις και ήταν ελεύθεροι να τις ακολουθούν χωρίς το φόβο των διώξεων. Ακολουθώντας αυτή την άποψη η Αικατερίνη επέτρεψε στους παλαιοπίστους να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους από την περιφέρεια της αυτοκρατορίας και να επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οι παλαιόπιστοι, γνωστοί και ως ρασκόλνικι, σχισματικοί και παλαιόδοξοι , ήταν εκείνοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί που είχαν απορρίψει τις λειτουργικές και δογματικές μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα στη Σύνοδο του 1666-1667 στη Μόσχα.
Το 1777 οι κάτοικοι ενός συνοικισμού παλαιοπίστων σε ένα μικρό χωριό, τη Ζναμένκα, κατέθεσαν αίτημα στον αρχιεπίσκοπο Ευγένιο να τους επιτραπεί η κατασκευή παρεκκλησιού (οι παλαιόπιστοι νομικά δεν είχαν το δικαίωμα να ανεγείρουν εκκλησίες, γι’ αυτό και έχτιζαν παρεκκλήσια) και να μπορούν να έχουν δικό τους κληρικό για να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα. Ο Βούλγαρης τους ζήτησε να αποκηρύξουν το σχίσμα και, μετά την άρνησή τους, απέρριψε το αίτημα.
Αναμφίβολα, ο Βούλγαρης είχε δημιουργήσει προηγούμενο, έστω και με το να προτείνει τη δυνατότητα συμβιβασμού, και ο Θεοτόκης ακολούθησε το παράδειγμά του. Όταν ο Θεοτόκης ανέλαβε αρχιεπίσκοπος, δημοσιοποίησε μια ποιμαντορική επιστολή προς τους παλαιοπίστους εκφράζοντας την πρόθεσή του να τους δεχτεί στο ορθόδοξο ποίμνιο. Διαμόρφωσε κοινά σημεία αναφοράς τονίζοντας τη μη ρωσική καταγωγή του, καθώς και τη μακρά θητεία του στην ελληνική Ανατολή (οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα προέρχονταν από τη Μολδαβία και τη Βλαχία). Ο Θεοτόκης, με τη μεγάλη του εμπειρία στην ελληνική Ανατολή, είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως οι Παλαιόπιστοι και οι διαφορές τους με τη Ρωσική Εκκλησία δεν είχαν ανάλογο στο χώρο της Ορθοδοξίας, αλλά θα μπορούσαν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του ορθόδοξου οικουμενισμού.
Το 1780 οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα, παρακινημένοι ίσως και από την αρχιεπισκοπική επιστολή, κατέθεσαν ένα αίτημα στο Θεοτόκη. Σε αυτό αποκήρυτταν το σχίσμα και ζητούσαν την άδεια για την κατασκευή παρεκκλησιού και την πρόσκληση ενός κληρικού. Με την αποκήρυξη ο Θεοτόκης αποδέχθηκε το αίτημα και τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα παλαιά βιβλία και το τελετουργικό τους υπό τον όρο να αναγνωρίσουν τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των κληρικών της. Αυτή η συνένωση με την εκκλησία ονομάστηκε edinoverie (κυριολεκτικά: ενωμένη πίστη). Ο Θεοτόκης ταξίδεψε προσωπικά στη Ζναμένκα για να καθαγιάσει την πρώτη εκκλησία των edinovertsy και να διακηρύξει επίσημα ότι επρόκειτο για χριστιανούς αφοσιωμένους στην αληθινή πίστη και ότι συνεπώς κανείς δε θα έπρεπε να τους αποκαλεί σχισματικούς.
Ωστόσο, το διοικητικό σώμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος, τον επέκρινε για την πολιτική της συνένωσης και τον προειδοποίησε για πιθανή αναίρεση της πράξης του. Ο Θεοτόκης έσπευσε να προετοιμάσει ένα αιτιολογικό της δραστηριότητάς του με την ελπίδα να αποφύγει την αναίρεση ή μια επίσημη αποδοκιμασία. Στο κείμενο υπεράσπισής του κατέθεσε ένα πειστικό διττό επιχείρημα για να υποστηρίξει την άποψή του: 1) οι παλαιές γραφές και τελετουργίες δεν ήταν «παράνομες» ή βλάσφημες και ορισμένες χρησιμοποιούνταν ακόμη από τη Ρωσική Εκκλησία, συνεπώς δεν αποτελούσαν εμπόδιο στην επανένωση, και 2) η επίσημη Εκκλησία είχε καταδείξει στο παρελθόν αξιοσημείωτη επιείκεια προς διαφορετικά τελετουργικά. Ο Θεοτόκης υποστήριζε ότι δεν ήταν η ενότητα των τελετουργικών αλλά η ενότητα στην πίστη που δημιουργούσε την πνευματική ένωση Εκκλησιών και πιστών. Η απόφαση του Θεοτόκη να επιτρέψει την είσοδο των παλαιόδοξων στην Εκκλησία στη βάση της ένωσης υπό όρους δεν ακυρώθηκε και οι όροι που τέθηκαν από το Θεοτόκη αποτέλεσαν τον καταλύτη για την εφαρμογή της πολιτικής του edinoverie, που τελικά εφαρμόστηκε το 1800 από τον αυτοκράτορα Παύλο Ι.5

6. Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία, κυρίως στα πρόσωπα του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, συνέβαλε ουσιαστικά στη διάδοση της «νέας φιλοσοφίας» στην εκπαίδευση, άνοιξε τις πύλες στη θρησκευτική ανοχή, βοήθησε τις ελληνικές κοινότητες της περιοχής να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, στήριξε την υπόθεση της ανεξαρτησίας των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη μετάφραση των δυτικών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων που προορίζονταν για τους Έλληνες της οθωμανικής επικράτειας και, κατά κάποιον τρόπο, έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.


1. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 13-22.
2. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 30-32.
3. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 52-54.
4. Bruess, G.L., Religion, Identity, and Empire. A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997), σελ. 61-93.
5. Bruess, G.L., Religion, Identity, and Empire. A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997), σελ. 135-159.

FLORENSKIJ-Φλωρενσκι

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΡΩΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ V

Συνέχεια από : Πέμπτη, 30 Δεκεμβρίου 2010

FLORENSKIJ-Φλωρενσκι

Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε μια τέτοια συγκεκριμένη αλήθεια; Η αλήθεια πρέπει να ικανοποιεί τρείς συνθήκες α)Η αλήθεια είναι απόλυτη δηλ. είναι απόλυτη πραγματικότης, β) γνωρίζεται δηλ. είναι απόλυτη γνώση, γ) δίνεται σαν γεγονος δηλ. είναι η τελική έμπνευση. Είναι όμως ταυτοχρόνως και απολύτως αποδεικνυόμενη. Διότι έχει την δομή ενός απείρου διαλόγου. Η έμπνευση είναι η αμεσότης της υπάρξεως, ενώ η διαλογικότης είναι η ιδεατή δυνατότης της γνώσεως.

Έτσι λοιπόν εάν η αλήθεια είναι, είναι πραγματική λογικότης και μια λογική πραγματικότης, ένα άπειρο που σχηματίζεται στη σκέψη σαν ολοκληρωμένη ενώτης σαν ένα υποκείμενο καθ’εαυτό πεπερασμένο. Η αλήθεια είναι κινητή ακινησία που κινείται, ενότης των αντιθέτων, coincidentia oppositorum.

Έχει ανάγκη όμως απο ένα σίγουρο λιμάνι για να αγκυροβολήσει. Έτσι ο αντινομικός χαρακτήρας της αλήθειας, το είναι της, καταστατικά ή coincidentia oppositorum, βρίσκει το νόημα της υπάρξεως της στο άνοιγμα της στην Τριαδική προοπτική, δηλ. στην πεποίθηση του Φλωρένσκι ότι πρέπει να επεξεργαστούμε μια μεταφυσική που να έχει σαν αρχή το Τριαδικό ομοούσιο. Δέν είναι τυχαίο πώς η έννοια κλειδί του ηθικού του στοχασμού είναι η έννοια της αλήθειας δεμένης στην δυνατότητα γνώσεως της, πράγμα που μας κάνει να διαισθανθούμε την ύπαρξη ενός στενού δεσμού ανάμεσα στην ηθική και στην γνωσιολογία δηλ. ανάμησα στο ήθος και στην γνώση της αλήθειας, ενός δεσμού ο οποίος αναγκαίως έχει τις ρίζες του στην οντολογία. Για δύο κυρίως λόγους : Κατ’αρχάς λόγω της οντολογικής κατανοήσεως της αληθείας, διότι δέν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένα ζωντανό όν και δεύτερον είναι η οντολογική κατανόηση της ενέργειας της γνώσεως της αληθείας. Δέν πρόκειται δηλ. για μία καθαρή εξωτερική ενέργεια του νού (απ’έξω) αλλά για μια οντολογική συμμετοχή (απο μέσα) στην ζωή της αλήθειας, μιας μεταμορφώσεως σε αυτή. Η γνώση της αλήθειας έχει ένα σοβαρό ηθικό νόημα για τον Φλωρένσκι, διότι η ενέργεια της γνώσεως συμπαρασύρει τις πιο βαθιές σφαίρες του είναι και επομένως της ανθρώπινης πράξεως.

Με αυτή την οπτική φαίνεται ξεκάθαρα πώς το ήθος του ανθρώπου δέν είναι παρα η έκφραση της πορείας του προς ή καλύτερα, του γεγονότος της κατοίκησης του μέσα στην αλήθεια, της εμπειρίας του της αληθείας. Η ποιότης του ήθους εξαρτάται απο τον ίδιο τον άνθρωπο διότι καθώς είναι ελεύθερος επιλογής, αποφασίζει πια αλήθεια είναι δική του, για να την τοποθετήσει στο κέντρο της υπάρξεως του, των πολικό αστέρα της συνειδησεως του και επομένως την καταγωγή το μέτρο και τον κανόνα της πράξεως του.

Σαν πολικό αστέρα της σκέψης του και τις πράξεως του υιοθετεί μια έννοια της αλήθειας η οποία συνδέεται με ένα θέμα που είχε ήδη θέσει στο κέντρο του στοχασμού του ο Ντοστογιέφσκι και το οποίο παίζει κυρίαρχο ρόλο στα μυθιστορήματα του. Το θέμα της αλλαγής, της αναγεννήσεως, της δυνατότητος δηλ. που διαθέτουν τα ανθρώπινα όντα να βρίσκουν ακόμη και στις πιο απελπιστικές συνθήκες και στις πιο αδιέξοδες, μια έξοδο που τους ξαναδίνει ησυχία στη ζωή τους. «Αδελφέ μου, εξομολογείται ο Δημήτριος Καραμαζώφ στον Αλιόσα, μέσα μου αυτούς τους τελευταίους δύο μήνες αισθάνθηκα την παρουσία ενός νέου ανθρώπου, ενός νέου ανθρώπου αναστημένου μέσα μου. Ήταν κλεισμένος στο εσωτερικό μου αλλά δέν θα εμφανιζόταν ποτέ εάν δέν παρουσιαζόταν εκείνο το χτύπημα του κεραυνού, εκείνος ο φωτισμός.

Ο βαθύς δεσμός που είδαμε πρίν λίγο ανάμεσα στην οντολογία, στην ανθρωπολογία, και την ηθική, βρίσκει την συγκεκριμένη της έκφραση στο γεγονός πώς ο Φλωρένσκι εξισώνει την ιδέα της αυτοαναγεννήσεως του ανθρώπου και την έννοια της εν Χριστώ ζωής σαν νέα δημιουργία, σαν νέο όν. Θέτει δηλ. ένα βαθύ δεσμό ανάμεσα στην έννοια της γνώσεως της αληθείας και σε εκείνη της αναγεννήσεως απο τον Θεό σε μια νέα ζωή. Στην σκέψη του δηλ. η αλήθεια έχει μια Τριαδική βάση και προσδιορίζεται επαρκώς με την ιδέα του ομοουσίου. Ο νέος άνθρωπος, αυτός μέσα στις φλέβες του οποίου κυκλοφορεί το ίδιο το αίμα της Θείας αγάπης, χαρακτηρίζεται με μια κατάσταση την οποία ονόμασε με την Ρωσική λέξη Celomundrie.

Σημαίνει καθαρότητα καί παρθενία αλλά ετυμολογικά επίσης παραπέμπει στήν έννοια τής ολότητος, τού συνόλου καί τής σοφίας, παραπέμπει στήν πληρότητα, στήν υγεία, στήν ενότητα, στήν αδιαίρετη δύναμη τού ανθρώπου, στίς πνευματικές ενέργειες, στήν πνευματική αρμονία τού εσωτερικού ανθρώπου καί γενικώς στήν φυσιολογική κατάσταση τής εσωτερικής ζωής.

Είναι τό ίδιο πράγμα μέ τήν ακεραιότητα τής σκέψης, τήν ακεραιότητα νοήσεως, τήν υγεία τής λογικής καί τού νού. Αυτή είναι η σημασία τού όρου ακόμη καί στούς αγίους πατέρες καί στούς αρχαίους φιλοσόφους. Η Celomundrie είναι απλότης δηλ. οργανική ενότης ή ακόμη καλύτερα ακεραιότης τού προσώπου. Σ’αυτή τήν κατάσταση μπορούμε νά αισθανθούμε τήν ακεραιότητα καί τήν αρμονία τής υπάρξεώς μας. Η ζωτική μας δύναμις- όλη η σκέψη καί η θέληση, η φαντασία καί οι ιδέες, η απόφαση καί η πράξη- γεννιούνται από τό κέντρο περισυλλογής όλου μας τού είναι, από τήν κεκαθαρμένη καρδιά μέ τήν ενέργεια τής χάριτος τού Αγίου Πνεύματος. Η κατάσταση τής Celomundrie χαρακτηρίζεται από τήν δωρεά τού νέου οράματος, τό οποίο ειναι έκφρασις τής ουσιαστικής μεταμορφώσεως τού ανθρώπου, στόν οποίο εχει δοθεί η συμμετοχή, όση είναι δυνατόν νά δοθεί σέ ένα κτιστό όν, στήν αιώνια ζωή, πραγματοποιούμενη στήν δυναμική τού Τριαδικού ομοουσίου.