Πρόλογος
Ἡ διδασκαλία τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ποὺ περιέχεται στὸν 78ο τόμο τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας τοῦ Migne μὲ τὸν τίτλο «Διαλογισμοί», εἶναι πολὺ ὠφέλιμη καὶ κατανυκτική. Ἐπέδρασε σημαντικὰ στοὺς κατοπινοὺς ἀσκητικοὺς συγγραφεῖς καὶ χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθολόγους πατερικῶν ἔργων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, πού, ὅπως φαίνεται, τὴν κατέγραψε, οἱ μοναχοὶ Ἰωάννης Μόσχος (619) καὶ Παῦλος Εὐεργετινὸς (1054) ἔχουν συμπεριλάβει μεγάλο μέρος της στὰ γνωστὰ ἔργα τους «Λειμωνάριον» καὶ «Συναγωγὴ τῶν Πατέρων» ἀντίστοιχα.
Τοὺς πάντερπνους καὶ ἀληθινὰ πνευματοφόρους «Διαλογισμούς» τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἀποδώσαμε ἐλεύθερα στὴ σημερινή μας γλῶσσα, παραλείποντας ἐλάχιστα τμήματα, λόγῳ τῆς συντομίας ποὺ ἀπαιτεῖ «Ἡ Φωνὴ τῶν Πατέρων» καὶ τῆς ὁμαλότερης ροῆς στὸν νεοελληνικὸ λόγο. Διαπιστώνοντας μάλιστα ὅτι μποροῦν νὰ ὑποταχθοῦν σ` ἕνα γενικὸ θέμα μὲ τὸν τίτλο «Ὅταν σὲ ἀδικοῦν», δώσαμε ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν τίτλο στὸ παρὸν τεῦχος, ποὺ προσφέρεται «εἰς κοινὴν τῶν ὀρθοδόξων ὠφέλειαν».
Ὅταν σὲ ἀδικοῦν
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ τόση χάρη πρόσφερε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του σ' ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ πιστεύουν σ' Αὐτόν -γιατὶ εἶναι δυνατὸν καὶ τώρα νὰ πιστέψουμε, καὶ ἀπὸ σήμερα νὰ βάλουμε ἀρχή, ἂν θέλουμε-, ὥστε ὅποιος θέλει μπορεῖ νὰ θεωρεῖ ὁλόκληρο τὸν κόσμο σὰν κάτι τιποτένιο. Φτάνει νὰ τὸ ποθεῖ ἡ προαίρεση μας καὶ νὰ συνεργήσει ἡ θεία χάρη.
Κι ἔπαιρνε ὅ,τι ἔβρισκε, ἄχυρο ἢ κουρέλι ἢ κάποιο ἄλλο ἀσήμαντο πρᾶγμα, κι ἔλεγε:
Ποιὸς εἶν' αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται ἢ τσακώνεται ἢ μνησικακεῖ ἢ θλίβεται γιὰ τοῦτο 'δῶ, ἂν δὲν ἔχει στ' ἀλήθεια χάσει τὸ μυαλό του; Λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προχωρώντας καὶ προκόβοντας πνευματικά, ὅλα τὰ θεωρεῖ σὰν σκουπίδι, ἔστω κι ἂν εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος δικός του. Γιατί, ὅπως λέω, δὲν βλάπτει τὸ νὰ ἔχεις, ἀλλὰ τὸ νὰ εἶσαι προσκολλημένος σ' αὐτά ποὺ ἔχεις.
Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι τὸ πολυτιμότερο ἀπ' ὅλα ὅσα ἔχουμε; Πῶς λοιπόν, ὅταν οἱ περιστάσεις τὸ καλοῦν, ἔχουμε ἐντολὴ νὰ τὸ καταφρονοῦμε; Καὶ ἐφόσον ἔχουμε ἐντολὴ νὰ καταφρονοῦμε ἄκομα καὶ τὸ σῶμα, πολὺ περισσότερο ὅσα εἶναι ἔξω ἀπ' αὐτό.
Θυμήθηκε τότε τὴν περίπτωση τοῦ ἀδελφοῦ μὲ τὰ λαχανικὰ καὶ ἀναρωτήθηκε:
Μήπως δὲν ἔσπειρε, δὲν κοπίασε, δὲν τὰ καλλιέργησε; Μήπως τὰ ξερίζωσε καὶ τὰ πέταξε; Ὄχι. Καὶ ὅμως, τὰ εἶχε σὰν νὰ μὴν τὰ εἶχε. Ἀπόδειξη, πώς, ὅταν πῆγε ὁ γέροντας ἐκεῖνος, θέλοντας νὰ τὸν δοκιμάσει, καὶ ἄρχισε νὰ τὰ καταστρέφει, δὲν τὰ λογάριασε καθόλου ὁ ἀδελφός. Ἀλλὰ σὰν ἀπόμεινε μία ρίζα μόνο, τοῦ εἶπε:
- Ἂν θέλεις, πάτερ, ἄφησέ την αὐτὴ τὴ ρίζα, γιὰ νὰ σοῦ κάνω τὸ τραπέζι.
Τότε κατάλαβε ὁ γέροντας πὼς ὁ ἀδελφὸς ἦταν γνήσιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῶν λαχανικῶν, καὶ τοῦ λέει:
⇛
- Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ, ἔχει ἀναπαυθεῖ ἐπάνω σου!
Ἂν εἶχε προσπάθεια 2 στὰ λαχανικά, θὰ φανερωνόταν ἀμέσως μὲ τὴ θλῖψη καὶ τὴν ταραχή του. Ἐκεῖνος ὅμως ἔδειξε ὅτι τὰ εἶχε σὰν νὰ μὴν τὰ εἶχε.
Κάτι τέτοια, ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, τὰ ἐπισημαίνουν οἱ δαίμονες. Καὶ ἂν δοῦν κάποιον ν' ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα χωρὶς προσπάθεια, ἀφοῦ οὔτε ταράζεται οὔτε θλίβεται, γνωρίζουν ὅτι αὐτός, μολονότι βρίσκεται στὴ γῆ, δὲν ἔχει μέσα του γήινο φρόνημα.
Θυμήθηκε τότε τὸν ἅγιο Παχώμιο, ποὺ ἤθελε νὰ μεγαλώσει τὸ μοναστήρι, καὶ γι' αὐτὸ τὸν μάλωσε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, λέγοντας:
- Πᾶψε νὰ εἶσαι φαντασμένος!
Καὶ ὁ ἅγιος Παχώμιος, ἂν καὶ εἶχε δεχθεῖ θεῖα ἀποκάλυψη γι' αὐτὸ τὸ ἔργο, εἶπε μόνο:
- Παρακινήθηκα ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ ἦταν καλό.
Κυριάρχησε στὴν καρδιά του καὶ δὲν ἀντιμίλησε καθόλου. Τὴ νύχτα κατέβηκε σ' ἕνα μικρὸ ὑπόγειο καὶ ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ προσεύχεται λέγοντας:
- Ὢ Θεέ μου, τὸ σαρκικὸ φρόνημα ζεῖ ἀκόμα μέσα μου... Ἀλίμονό μου! Μετὰ ἀπὸ τόση ἄσκηση καὶ προετοιμασία τῆς καρδιᾶς, πάλι ἁρπάζομαι ἀπὸ τὸ θυμό, ἔστω καὶ γιὰ καλό. Ἐλέησέ με, νὰ μὴ χαθῶ, Κύριε!
Μ' αὐτὰ τὰ λόγια προσευχόταν. Ἔμεινε ὅλη τὴ νύχτα ἐπαναλαμβάνοντάς τα μὲ κλάματα, ὥσπου ξημέρωσε. Καὶ ἦταν τόσος ὁ ἱδρῶτας ποὺ ἔχυσε - γιατὶ ἦταν καλοκαίρι καὶ καιγόταν ὁ τόπος - ὥστε τὸ χῶμα κάτω ἀπ' τὰ πόδια του ἔγινε λάσπη.
Μίαν ἄλλη φορὰ εἶπε:
Ἂν κανεὶς φέρει στὸ νοῦ του κάποιον ποὺ τὸν λύπησε ἢ τὸν ζημίωσε ἢ τὸν ντρόπιασε ἢ τὸν κατηγόρησε χωρὶς λόγο ἥ τοῦ ἔκανε ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό, καὶ ἀρχίσει νὰ πλέκει λογισμοὺς ἐναντίον του, αὐτὸς ἐπιβουλεύεται τὴν ἴδια του τὴν ψυχή, ὅπως οἱ δαίμονες, καὶ εἶναι ἀρκετὸς μόνος του γιὰ τὴν καταστροφή του. Ἀλλὰ τὶ λέω "νὰ πλέκει λογισμούς"; Ἂν δὲν τὸν θυμᾶται σὰν εὐεργέτη του, ἀδικεῖ τρομερὰ τὸν ἑαυτό του! Γιατὶ λές ὅτι πάσχεις; Αὐτὸς σὲ καθαρίζει, καὶ ὀφείλεις νὰ τὸν θεωρεῖς σὰν γιατρὸ σταλμένο ἀπὸ τὸ Χριστό. Αὐτὸ καθεαυτό, ἄλλωστε, τὸ ὅτι πάσχεις, εἶναι δεῖγμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Ἂν δὲν ἤσουν ἄρρωστος, δὲν θὰ ἔπασχες. Καὶ πρέπει νὰ εὐγνωμονεῖς τὸν ἀδελφό, γιατὶ χάρη σ' αὐτὸν ἔμαθες τὴν πορεία τῆς ἀρρώστιας σου. Ὀφείλεις ἐπομένως νὰ δέχεσαι ὅσα σοῦ κάνει σὰν θεραπευτικὰ φάρμακα σταλμένα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.
Ἂν ὅμως ὄχι μόνο δὲν τὸν εὐχαριστεῖς, ἀλλὰ καὶ λυπᾶσαι καὶ τὸν κατηγορεῖς καὶ πλέκεις λογισμοὺς ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ λές στὸν Ἰησοῦ:
- Δὲν θέλω νὰ γιατρευτῶ ἀπὸ Σένα! Δεν θέλω τὰ φάρμακά Σου! Θέλω νὰ σαπίσω στὰ τραύματά μου! Θέλω νὰ γίνω δοῦλος τῶν δαιμόνων!
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀντίδραση εἶναι ὄλεθρος καὶ κολάση αἰώνια γιὰ τὴν ψυχή. Ἐνῶ, ἀντίθετα, σωτηρία της εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ αὐτές, σὰν ὄργανα καυτηριασμοῦ καὶ καθαρτικά, τὴν καθαρίζουν ἀπὸ τὶς κακίες. Ὄποιος ἑπομένως θέλει καὶ ποθεῖ νὰ γιατρευτεῖ, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπομείνει ὅσα ἐπιβάλλει ὁ γιατρός. Ἄλλωστε, οὔτε ὁ ἄρρωστος ἐγχειρίζεται ἢ καυτηριάζεται ἢ πίνει καθάρσιο μὲ εὐχαρίστηση. Πείθει ὅμως τὸν ἑαυτό του ὅτι χωρὶς αὐτὰ εἶναι ἀδύνατο ν' ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Παραδίνεται λοιπὸν στὸ γιατρό, ξέροντας ὅτι μὲ λίγη ταλαιπωρία θὰ γλυτώσει ἀπὸ πολλὴ ἀδιαθεσία καὶ πολυχρόνια ἀρρώστια.
Καυτῆρας τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὄποιος μᾶς βλάπτει.
"Ἀφαίρεσε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὸν πόλεμο τῶν λογισμῶν, καὶ κανεὶς δὲν γίνεται ἅγιος. Ὄποιος ἀποφεύγει ὠφέλιμο πειρασμό, ἀποφεύγει τὴν αἰώνια ζωή", εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες.
Ποιὸς προξένησε στοὺς ἁγίους μάρτυρες ἐκεῖνα τὰ στεφάνια, ἂν ὄχι ὅσοι τοὺς ἀδίκησαν; Ποιὸς ἔγινε αἴτια νὰ χαριστεῖ στον ἅγιο Στέφανο τέτοια δόξα, ἂν ὄχι ὅσοι τὸν λιθοβόλησαν;
Ἂν γίνουν τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων γλῶσσες γιὰ νὰ μᾶς κατηγοροῦν, εἶμαι βέβαιος ὅτι καὶ πάλι κανένας δὲν θὰ μπορέσει νὰ περιγράψει ἄξια τὴν ἀναξιότητά μας. Γιατὶ καθένας ποὺ μᾶς κατηγορεῖ, λέει μόνο ἕνα μέρος. Ὅλα εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ ξέρει.
Ἂν ὁ δίκαιος Ἰὼβ εἶπε, «εἶμαι γεμᾶτος ἀτιμία» (Ἰὼβ 10:15) -καὶ τὸ «γεμᾶτος» δὲν παίρνει καμιὰ προσθήκη-, τὶ νὰ ποῦμε ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε πέλαγος ὅλων τῶν κακιῶν; Ὁ διάβολος μᾶς ταπείνωσε μὲ κάθε ἁμάρτημα. Ὀφείλουμε ὡστόσο νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸ Θεό, ποὺ ἔτσι ταπεινωθήκαμε. Ὅσοι εὐγνωμονοῦν γιατὶ ταπεινώθηκαν, συντρίβουν τὸ διάβολο, ἀφοῦ, καθῶς εἶπαν οἱ πατέρες, ἂν κατέβει ἡ ταπείνωση στὸν ἄδη, ὑψώνεται ὡς τὸν οὐρανό 3 καὶ ἂν ἡ ὑπερηφάνεια ὑψωθεῖ ὡς τὸν οὐρανό, καταποντίζεται στὸν ἄδη.
Ποιός μπορεῖ τάχα νὰ πείσει τὸν ταπεινὸ νὰ πλέξει λογισμοὺς ἐναντίον καποίου ἤ νὰ τὸν κατηγορήσει ἤ ἔστω ν' ἀνεχθεῖ μομφὴ γιὰ τὸν πλησίον; Ὅ,τι πάθει ἤ ἀκούσει ὁ ταπεινός, παίρνει ἀφορμὴ γιὰ νὰ κατηγορεῖ καὶ νὰ βρίζει τὸν ἑαυτό του.
Καὶ ἔφερε σὰν παράδειγμα τὸν ἀββᾶ Μωυσή, ποὺ τὸν ἐδίωξαν οἱ κληρικοὶ ἀπὸ τὸ ἱερό, λέγοντάς του:
- Πήγαινε ἔξω, ἀράπη!
Κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ τὰ βάζει μὲ τὸν ἑαυτό του:
- Ἀκάθαρτε! Μαῦρε! Καλὰ σοῦ κάνανε! Ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, τὶ θὲς καὶ πᾶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους;
Πράγματι, πρόσθεσε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμάς, ὁποῖος ποθεῖ τὸν ἀληθινὸ ἴσιο δρόμο, μαλώνει αὐστηρὰ τὸν ἑαυτό του, ὅταν ταράζεται, καὶ τὸν ἐλέγχει ἀδιάκοπα: "Τὶ μανιάζεις, ψυχή μου; Τὶ ταράζεσαι κι ἀφρίζεις; Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνεις πὼς εἶσαι ἄρρωστη. Ἂν δὲν ἤσουν, δὲν θὰ πονοῦσες! Γιατί, ἀντὶ νὰ μέμφεσαι τὸν ἑαυτό σου, τὰ βάζεις μὲ τὸν ἀδελφό, ποῦ σοῦ φανέρωσε τὴν ἀρρώστια σου; Μάθε ἀληθινὰ καὶ στὴν πράξη τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος «τὶς λοιδορίες δὲν τὶς ἀνταπέδιδε, κι ὅταν ἔπασχε δὲν ἀπειλοῦσε» (Α' Πέτρ. 2:23). Ἀκουσέ Τον νὰ λέει καὶ ἔμπρακτα νὰ τὸ δείχνει: «Ἔδωσα τὴ ράχη μου σὲ μαστίγωμα καὶ τὰ σαγόνια σὲ ραπίσματα 4 δὲν γύρισα ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό μου, γιὰ ν' ἀποφύγω τὴν ντροπὴ ἀπὸ τὰ φτυσίματα » (Ἠσ. 50:6). Κι ἐσύ, ἄθλια ψυχή, γιὰ μία βρισιὰ ἢ προσβολή, παραδίνεσαι στὸ πλέξιμο χιλίων δύο λογισμῶν, κι ἔτσι ἐπιβουλεύεσαι τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, ὅπως οἱ δαίμονες".
Τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ τὸν βλέπουμε. Τὰ πάθη Του, ποὺ πέρασε γιὰ μᾶς, τὰ διαβάζουμε κάθε μέρα. Καὶ ὅμως, δὲν ἀνεχόμαστε καμιὰ προσβολή... Πάει, ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο.
Κάποτε τὸν ρώτησαν:
- Πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν τὸν κακολογοῦν καὶ τὸν ἐξευτελίζουν, νὰ μὴ θυμώνει;
Καὶ ἀποκρίθηκε:
- Ὅποιος θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του τιποτένιο, δὲν ταράζεται, καθῶς εἶπε καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: "Ἂν ἐξευτελίσεις τὸν ἑαυτό σου, θὰ βρεῖς ἀνάπαυση".
Ἔνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς ποὺ ἔμειναν μαζί μου καὶ πῆραν ἀπὸ μένα τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μοῦ λέει μία μέρα:
- Ἀββᾶ μου, σ' ἀγαπῶ πολύ.
- Δὲν βρῆκα ἀκόμα κάποιον ποὺ νὰ μ' ἀγαπάει ὅπως τὸν ἀγαπῶ ἐγῶ, τοῦ ἀπάντησα. Νά, τώρα λὲς ἐσὺ "σ' ἀγαπῶ". Τὸ πιστεύω. Ἂν ὅμως γίνει κάτι ποὺ δὲν σ' ἀρέσει, δὲν θὰ μείνεις ὁ ἴδιος. Ἐνῶ ἐγώ, ὅ,τι κακὸ κι ἂν πάθω ἀπὸ σένα, δὲν θὰ σταθεῖ ἰκανὸ νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καί -δεν ξέρω τὶ τὸν ἔπιασε- ἄρχισε νὰ λέει πολλὰ ἐναντίον μου, ἄκομα κι αἰσχρολόγα. Τὰ μάθαινα ὅλα, ἀλλὰ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου: "Εἶναι ὁ καυτῆρας τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ στάλθηκε γιὰ νὰ γιατρέψει τὴν κενοδόξη ψυχή μου. Ἀπὸ κάτι τέτοιους μπορεῖ νὰ βγεῖ κανεὶς κερδισμένος, ἂν βρίσκεται σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ἐνῶ ἀπὸ κείνους ποὺ τὸν ἐπαινοῦν ζημιώνεται. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς εὐεργέτης μου".
Ἔλεγα μάλιστα σ' ἐκείνους πού μοῦ 'φερναν τὰ μαντάτα:
- Μόνο τὰ φανερά μου κακὰ ξέρει. Κι αὐτὰ ὄχι ὅλα, ἕνα μέρος μόνο. Τὰ κρυφά μου ὅμως εἶναι ἀναρίθμητα.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ μὲ συναντάει στὴν Καισάρεια. Ἔρχεται, ὅπως συνήθιζε, μὲ ἀγκαλιάζει καὶ μὲ φιλάει μὲ θέρμη. Κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο, σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα. Γιατὶ ὅσον καιρό μοῦ ἔσερνε ὅλα τοῦτα, κάθε φορά ποὺ μὲ συναντοῦσε μ' ἀγκάλιαζε ἐγκάρδια. Κι ἐγὼ δὲν τοῦ ἔδειχνα καμιὰν ἐπιφυλακτικότητα οὔτε τὸ παραμικρὸ σημάδι πικρίας, ἂν καὶ τὰ μάθαινα ὅλα.
Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως πέφτει στὰ πόδια μου καὶ μοῦ λέει:
- Συγχώρεσε μέ, ἀββᾶ μου, γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Κυρίου, γιατὶ πολλὰ καὶ φοβερὰ ξεστόμισα ἐναντίον σου.
Κι ἐγώ, ἀφοῦ τὸν φίλησα μὲ θέρμη, τοῦ ἀποκρίθηκα χαριτολογώντας:
- Θυμᾶται ἡ θεοφιλία σου τὸ λόγο ποὺ μοῦ εἶπες κάποτε; Ἂς πληροφορηθεῖ λοιπὸν ἡ καρδία σου, ὅτι τίποτα δὲν μοῦ ξέφυγε ἀπ' ὅσα εἶπες. Ὅλα τὰ ἔμαθα, καὶ ποὺ καὶ σὲ ποιοὺς τὰ εἶπες. Δὲν εἶπα ὅμως ποτὲ ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι, οὔτε μ' ἔπεισε κανεὶς νὰ πῶ κακὸ λόγο γιὰ σένα. Οὔτε παρέλειψα ποτὲ νὰ σὲ μνημονεύω στὶς προσευχές μου. Καὶ θὰ σοῦ φέρω ἕνα τεκμήριο τῆς ἀγάπης μου: Κάποτε πόνεσε πολὺ τὸ μάτι μου. Τότε σ' ἔφερα στὸ νοῦ μου καί, σταυρώνοντάς το, εἶπα: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μὲ τις εὐχὲς τοῦ ἀδελφοῦ, θεράπευσέ με". Καὶ ἀμέσως γιατρεύτηκα!
Θυμήθηκε τότε ὁ μακάριος κάποιον ἀββᾶ πραότατο, πού, γιὰ τὴ μεγάλη του ἀρετὴ καὶ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε, ὅλη ἡ χώρα τὸν τιμοῦσε σὰν ἄγγελο Θεοῦ.
Μία μέρα πῆγε κάποιος, παρακινημένος ἀπὸ τὸν πονηρό, καὶ τὸν ἔβρισε βαριὰ μπροστὰ σὲ ὅλους. Ὁ γέροντας στεκόταν προσέχοντάς τον μέσα στὸ στόμα καὶ λέγοντας:
- Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ στόμα σου, ἀδελφέ.
- Ναί, ἐλεεινέ, γεροφαγά!... συνέχιζε μανιασμένος ἐκεῖνος. Αὐτὰ τὰ λὲς γιὰ νὰ φανεῖς στοὺς ἄλλους πρᾶος.
- Πράγματι, ἀδελφέ μου, παραδέχτηκε ὁ γέροντας, αὐτό ποὺ λὲς εἶναι ἀληθινό.
Μετὰ τὸ ἐπεισόδιο, τὸν ρώτησε κάποιος:
- Δὲν ταράχτηκες καθόλου, καλόγερε;
- Ὄχι! ἀποκρίθηκε. Ἔνιωθα σὰν νὰ σκέπαζε τὴν ψυχή μου ὁ Θεός.
Ὅταν ἤμουν σ' ἕνα μοναστήρι τῆς Τύρου, πρὶν βγῶ στὴν ἔρημο, μᾶς ἐπισκέφθηκε ἕνας ἐνάρετος ἀσκητὴς τὴν ὥρα ποὺ διαβάζαμε τὰ «Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων».
Διαβάζοντας, φτάσαμε στο γέροντα ἐκεῖνο, ποὺ πῆγαν ληστὲς καὶ τοῦ εἶπαν:
- Θέλουμε ὅλα ὅσα ἔχεις στὸ κελλί σου.
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
- Ὅσα σᾶς φαίνονται καλά, παιδιά μου, πᾶρτε τα.
Τὰ πῆραν λοιπὸν ὅλα κι ἔφυγαν. Ἄφησαν μόνο ἕνα σκαλιστήρι. Τὸ παίρνει ἀμέσως ὁ γέροντας καὶ τρέχει ξοπίσω τους φωνάζοντας:
- Παιδιά, πᾶρτε κι αὐτό που ξεχάσατε!
Οἱ ληστὲς τότε, θαυμάζοντας τὴν ἀνεξικακία του, τὰ ἐπέστρεψαν ὅλα στο κελλί του καὶ μετανοημένοι, εἶπαν μεταξύ τους:
- Πραγματικά, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦτος ἐδῶ...
Μόλις λοιπὸν διαβάσαμε αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο, μοῦ λέει ὁ ἐπισκέπτης μας ἀσκητής:
- Ξέρεις, ἀββᾶ μου, αὐτὸ τὸ περιστατικὸ πολὺ μὲ ὠφέλησε.
- Πῶς, πάτερ; τὸν ρώτησα.
Καὶ μοῦ διηγήθηκε:
- Κάποτε, ποὺ ἔμενα στὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, τὸ διάβασα, θαύμασα τὸ γέροντα κι ἔκανα προσευχή: "Κύριε, Ἐσύ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ πάρω τὸ σχῆμα τῶν ἁγίων αὐτῶν γερόντων, ἀξίωσέ με ν' ἀκολουθήσω καὶ τὰ ἴχνη τους".
Καθῶς λοιπὸν εἶχα τοῦτον τὸν πόθο, μετὰ ἀπὸ δύο μέρες κάποιοι μοῦ χτύπησαν τὴν πόρτα. Κατάλαβα πῶς ἦταν ληστὲς καὶ εἶπα μέσα μου: "Δόξα τῷ Θεῷ, τώρα εἶναι καιρὸς νὰ δείξω τὸν καρπὸ τοῦ πόθου μου". "Ἄνοιξα καὶ τοὺς δέχτηκα μὲ ἱλαρότητα. Ἄναψα ἕνα λυχνάρι καὶ ἄρχισα νὰ τοὺς δείχνω τὰ πράγματα, λέγοντας:
- Μὴν ἀνησυχεῖτε. Πιστεύω ὅτι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ σᾶς κρύψω τίποτα.
- Ἔχεις χρυσάφι; μὲ ρώτησαν.
- Ναί, ἔχω τρία νομίσματα.
Καὶ ἄνοιξα μπροστά τους ἕνα κουτί. Τὰ πῆραν κι ἔφυγαν εἰρηνικά.
Τότε ἐγὼ -συνέχισε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμάς- ἀστειευόμενος τοῦ εἶπα:
- Γύρισαν πίσω κι αὐτοί, ὅπως οἱ ἄλλοι στὸ γέροντα;
- Θεὸς φυλάξοι! μοῦ ἀπάντησε ἀμέσως. Μὰ δὲν ἤθελα νὰ ἐπιστρέψουν!
Ὁ μακάριος Σέργιος μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:
Βαδίζαμε κάποτε μ' ἔναν ἅγιο γέροντα καὶ χάσαμε τὸ δρόμο. Χωρὶς νὰ ξέρουμε ποὺ πᾶμε, βρεθήκαμε σ' ἕνα σπαρμένο χωράφι καὶ πατήσαμε κατὰ λάθος λίγα σπαρτά. Μόλις μᾶς πῆρε εἴδηση ὁ γεωργός, ἔγινε ἔξω φρενῶν κι ἄρχισε νὰ μᾶς βρίζει:
- Μοναχοὶ εἶστε σεῖς; Ἂν εἶχατε φόβο Θεοῦ, τέτοιο πρᾶγμα δὲν θὰ κάνατε!
Τότε μᾶς λέει ὁ ἅγιος γέροντας:
- Γιὰ τ' ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὴ μιλήσει κανείς!
Καὶ εἶπε στὸ γεωργὸ μὲ πραότητα:
- Καλὰ λές, παιδί μου! Ἂν εἶχαμε φόβο Θεοῦ, δὲν θὰ τὸ κάναμε.
Ἐκεῖνος ὅμως συνέχισε νὰ μᾶς βρίζει ἀγριεμένος.
Ὁ γέροντας πάλι παραδέχτηκε:
- Ἔχεις δίκιο. Ἂν ἤμασταν πραγματικοὶ μοναχοί, δὲν θὰ σοῦ κάναμε τέτοια ζημία! Ἀλλά, γιὰ τὸν Κύριο, συγχώρεσέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, ποὺ ἁμαρτήσαμε.
Κατάπληκτος τότε ἐκεῖνος, ρίχνεται στα πόδια τοῦ γέροντα, λέγοντας:
- Ἐσὺ συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, γιὰ τὸν Κύριο, καὶ πᾶρε με μαζί σου.
Καὶ ὁ μακάριος Σέργιος μὲ βεβαίωσε:
- Πραγματικά, μᾶς ἀκολούθησε καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα.
Καὶ τόνιζε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμάς:
Νὰ τὶ κατόρθωσε, μετὰ τὸ Θεό, ἡ πραότητα καὶ ἡ εἰλικρινὴς ὁμολογία τοῦ ἁγίου: Νὰ σώσει ψυχὴ πλασμένη «κατ' εἰκόνα Θεοῦ», ποὺ τὴν προτιμάει ὁ Κύριος περισσότερο ἀπὸ μύριους κόσμους μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά τους!...
Μοῦ διηγήθηκε ἔνας ἀδελφὸς τὰ ἀκόλουθα:
Εἴχαμε πολλὴ ἀγάπη μὲ κάποιο διάκο τῆς λαῦρας τοῦ ἀββᾶ Γερασίμου στον Ἰορδάνη. Κάποτε ὅμως, χωρὶς νὰ ξέρω γιὰ ποιὸ λόγο, ἄρχισε νὰ μοῦ φέρεται ψυχρά. Τὸν ρώτησα νὰ μάθω τὴν αἰτία, καί μοῦ εἶπε:
- Αὐτὸ κι αὐτὸ ἔκανες.
Ἐγὼ τὸν βεβαίωσα ὅτι δὲν εἶχα κάνει τίποτα τέτοιο, μὰ ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε:
- Συγχώρεσέ με, ἀλλὰ δὲν πείθομαι ὅτι εἶναι ἔτσι ποὺ τὰ λές.
Γυρίζοντας στὸ κελλί μου, ἄρχισα νὰ ἐρευνῶ τὴ συνείδησή μου, ἂν εἶχα κάνει τέτοιο πρᾶγμα, ἀλλὰ δὲν ἔβρισκα.
Ἡ ψυχρότητα ὅμως μὲ τὸ διάκο συνεχιζόταν. Τότε θυμήθηκα τὰ λόγια τῶν ἁγίων Πατέρων καί, στρέφοντας λίγο τὸ λογισμό μου, λέω στὸν ἑαυτό μου: "ὁ διάκος μ' ἀγαπάει γνήσια, καὶ γι' αὐτὸ πῆρε τὸ θάρρος νὰ μοῦ φανερώσει ὅ,τι εἶχε ἡ καρδιά του γιὰ μένα, ὥστε νὰ μὴν τὸ ξανακάνω. Ἀλλὰ ἐσύ, ἄθλια ψυχή, λὲς ὅτι δὲν τὸ ἔκανες αὐτό. Μύρια ὅμως κακὰ ἔχεις κάνει καὶ τὰ ἔχεις λησμονήσει. Ποῦ εἶναι ὅσα ἔκανες χθὲς ἢ πρὶν δέκα μέρες; Τὰ θυμᾶσαι; Κι αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔκανες, ὅπως κι ἐκεῖνα, καὶ τὸ ξέχασες, ὅπως κι ἐκεῖνα".
Μὲ τέτοιο λογισμὸ σηκώθηκα καὶ πῆγα νὰ τοῦ βάλω μετάνοια. Χτύπησα τὴν πόρτα. Ἀλλὰ μόλις ἄνοιξε, μοῦ ἔβαλε πρῶτος μετάνοια, λέγοντας:
- Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, γιατὶ μὲ ἐξαπάτησαν οἱ δαίμονες καὶ σὲ ὑποψιάστηκα ἄδικα γιὰ κείνη τὴν περίπτωση. Μὲ πληροφόρησε ὅμως ὁ Θεός, ὅτι πραγματικὰ ἐσὺ εἶσαι ἀθῶος.
Καὶ δὲν μὲ ἄφησε νὰ τοῦ πῶ τίποτα, ἐπιμένοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος.
Θαύμαζε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμὰς τὴν εὐσπλαχνία τῶν ἁγίων ἀκόμα καὶ σ' ὅσους τοὺς ἀδικοῦσαν, καὶ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη διδακτικὴ ἱστορία, ὅπως τοῦ τὴν περιέγραψε κάποιος ἡγούμενος:
Κοντὰ στὸ κοινόβιό μας ἀσκήτευε ἔνας γέροντας μὲ ἀγαθότατη ψυχή.
Μιὰ φορά ποὺ ἀπουσίασε, κάποιος γείτονάς του μοναχὸς πῆγε στὸ κελλί του καὶ τοῦ πῆρε ὅλα τὰ σκεύη καὶ τὰ βιβλία.
Ὅταν γύρισε ὁ γέροντας καὶ δὲν βρῆκε τὰ πράγματά του, πῆγε ἀνυποψίαστος νὰ τὸ πεῖ στον ἀδελφό. Βρίσκει λοιπὸν ἐκεῖ ὅλα τὰ σκεύη του μὲς στὴ μέση, γιατὶ ὁ ἄλλος δὲν εἶχε προλάβει νὰ τὰ κρύψει. Ὁ γέροντας, μὴ θέλοντας νὰ τὸν ντροπιάσει οὔτε νὰ τὸν μαλώσει, προσποιήθηκε ὅτι τὸν ἔπιασε τάχα «κόψιμο». Βγῆκε ἀμέσως, πῆγε στὸ ἀποχωρητήριο κι ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα, ὥσπου νὰ κρύψει ὁ ἀδελφὸς τὰ πράγματα. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας, ἄρχισε νὰ συζητάει γι' ἄλλα θέματα. Για τὴν κλοπὴ δὲν τοῦ εἶπε τίποτα.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὅμως κάποιοι ἄλλοι ἀναγνώρισαν τὰ κλεμμένα σκεύη κι ἔβαλαν τὸν κλέφτη στὴ φυλακή, χωρὶς νὰ τὸ μάθει ὁ ἴδιος ὁ γέροντας. Ὅταν ἀργότερα πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἀδελφὸς εἶναι στὴ φυλακή, λυπήθηκε πολύ. Δεν ἤξερε ὅμως γιὰ ποιάν αἴτια φυλακίστηκε. Ἦρθε λοιπὸν σὲ μένα -συνεχίζει ὁ ἡγούμενος- καὶ μοῦ λέει:
- Κάνε ἀγάπη, ἀββᾶ, δῶσε μου μερικὰ αὐγὰ καὶ λίγο ἄσπρο ψωμί.
- Ἔχεις κάποιον φιλοξενούμενο; τὸν ρώτησα.
- Ναί, μοῦ ἀπάντησε.
Στὴν πραγματικότητα τὰ ἤθελε γιὰ νὰ τὰ πάει στὴ φυλακὴ καὶ νὰ παρηγορήσει λίγο τὸν ἀδελφό.
Μόλις τὸν εἶδε ἐκεῖνος, πέφτει στὰ πόδια του, λέγοντας:
- Γιὰ σένα εἶμαι ἔδω, ἀββᾶ, γιατὶ ἐγὼ ἔκλεψα τὰ πράγματά σου. Ἀλλὰ νά, τὸ βιβλίο σου εἶναι στὸν τάδε, τὸ ἰμάτιό σου στὸν δεῖνα...
- Ἂς πληροφορηθεῖ ἡ καρδία σου, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας, ὅτι δὲν ἦρθα ἐδῶ γι' αὐτὸ οὔτε ἔμαθα ὁλότελα ὅτι εἶσαι στὴ φυλακὴ ἐξαιτίας μου. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσα πῶς βρίσκεσαι ἐδῶ, λυπήθηκα καὶ ἦρθα νὰ σὲ παρηγορήσω -νά, δὲς καὶ τ' αὐγὰ καὶ τὸ ψωμί. Τώρα ὅμως ποὺ τὸ μαθαίνω, θὰ κάνω τὸ πᾶν, ὥσπου νὰ σὲ βγάλω ἀπ' τὴ φυλακή.
Πράγματι, πῆγε καὶ παρακάλεσε μερικοὺς μεγάλους, ποὺ τοὺς ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του, κι αὐτοὶ ἔστειλαν καὶ τὸν ἐλευθέρωσαν.
Εἶχαν νὰ λένε πάλι γιὰ τὸν ἴδιο γέροντα, ὅτι πῆγε κάποτε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀγόρασε ἕνα ἰμάτιο. Ἔδωσε ἕνα χρυσὸ νόμισμα κι ἔπρεπε νὰ συμπληρώσει ἀκόμα μερικὰ κέρματα. Κάθησε πάνω στο ἰμάτιο καὶ ἄρχισε νὰ μετράει στὸν πάγκο.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔνιωσε ὅτι κάποιος προσπαθοῦσε νὰ τοῦ κλέψει τὸ ἰμάτιο. Μόλις τὸ κατάλαβε ὁ γέροντας, ὄντας στὸ ἔπακρο σπλαχνικός, λίγο λίγο ἀνασηκωνόταν, τάχα γιὰ νὰ φτάνει τὰ κέρματα στὸν πάγκο, ὥσπου ὁ ἄλλος πῆρε τὸ ἰμάτιο κι ἔφυγε.
Καὶ ἔλεγε ὁ μακάριος Ζωσιμᾶς:
Πόση ἀξία εἶχαν τὰ σκεύη ἣ τὸ ἰμάτιο ποὺ ἔχασε; Ἀλλὰ ἡ προαίρεσή του ἦταν μεγάλη. Ἀπόδειξη, ὅτι, κι ὅταν τοῦ τὰ πῆραν, ἔμεινε ὁ ἴδιος: οὔτε λυπημένος, οὔτε ταραγμένος.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους Πατέρες, ὥστε νὰ φέρουμε καρποὺς πνευματικοὺς κι ἔτσι νὰ κερδίσουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Σημειώσεις
1 (Ἄλλος εἶναι ὁ ὁμώνυμος ἀββᾶς, ποὺ ἀνακάλυψε καὶ κήδεψε τὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια. Αὐτὸς ἔζησε τόν 7ο αἰῶνα καὶ ἑορτάζεται στὶς 4 Ἀπριλίου)
2 (Ἀσκητικὸς ὅρος, ποὺ σημαίνει τὴν ἐμπαθὴ προσκόλληση σὲ κάτι. Ἀπροσπάθεια, τὸ ἀντίθετο)
3 Πρέπει νὰ καταλάβουμε, ὅτι κανένας δὲν λέει τόσο τὴν ἀλήθεια, ὄσο αὐτοί ποὺ μᾶς κατηγοροῦν. Ξέρει ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι, κι ἂν ἀκόμα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπαινοῦν καὶ μακαρίζουν τις πράξεις μου, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀξιοκατάκριτες καὶ ἀξιοκαταφρόνητες. Ἐνῶ ἂν ποῦν, "Αὐτὸ κι αὐτὸ τὸ κακὸ ἔκανες", ἐγὼ θὰ πῶ, "Μὰ μήπως ἔκανα καὶ κανένα καλό;". Γιατὶ κανένας δὲν λέει τόσο χοντρὸ ψέμα, ὄσο αὐτοὶ ποὺ μ' ἐπαινοῦν καὶ μὲ μακαρίζουν. Καὶ κανένας δὲν λέει τὴν ἀλήθεια τόσο, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ μὲ κατηγοροῦν καὶ μ' ἐξευτελίζουν, καθῶς εἶπα. Καὶ πάλι δὲν λένε ὅλη τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ ἂν μποροῦσαν νὰ δοῦν, δὲν λέω τὸ πέλαγος τῶν κακῶν μου, ἀλλὰ ἔστω κι ἕνα μικρὸ μέρος ἀπ' αὐτά, θ' ἀποστρέφονταν τὴν ἀκαθαρσία, τὸ βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία τῆς ψυχῆς μου.
4 Ἔλεγε πάλι, πὼς ὑπάρχουν διάφορες βαθμίδες προαιρέσεων. Καὶ μπορεῖ προαίρεση θερμὴ νὰ προσφέρει στὸ Θεὸ μέσα σὲ μία ὥρα τόσα, ὅσα ἅλλη προαίρεση νωθρὴ δὲν προσφέρει οὔτε σὲ πενῆντα χρόνια. Καὶ ἂν δοῦν οἱ δαίμονες ὅτι κάποιος βρίστηκε ἢ ἀτιμάστηκε ἢ ζημιώθηκε ἢ ἔπαθε ὁτιδήποτε παρόμοιο, καὶ θλίβεται ὄχι ἐπειδὴ ἔπαθε ἄδικα, μὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα, φοβοῦνται. Γιατὶ ξέρουν ὅτι μπῆκε στὸ δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ θέλει νὰ βαδίσει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου