Περὶ θείας ἀγάπης, του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,
- Γράφτηκε από τον Zoiforos.GR
- Εκτύπωση
Περὶ θείας ἀγάπης
του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε
στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἐλευθερουπόλεως - Καβάλας τὴν 9-9-1984.
Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
«Οὕτω
γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ
ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν
αἰώνιον»(Ἰω. 3,16)
ΑΡΧΙΖΩ, ἀγαπητοί μου, μ᾽ ἕνα ἀνέκδοτο. Ἕνας βασιλιᾶς τῆς ἀρχαιότητος μιὰ νύχτα δὲ μποροῦσε νὰ κοιμηθῇ. Τὸν ἀπασχολοῦσε μιὰ ἀπορία. Τὸ πρωὶ κάλεσε στὰ ἀνάκτορα ἕνα σοφὸ καὶ τοῦ λέει· ―Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ τί εἶνε Θεός; πές μου ἐσὺ ποὺ ἔχεις διαβάσει.
Ὁ σοφὸς στάθηκε σκεπτικός. ―Δός μου, λέει, προθεσμία τρεῖς μέρες. Μετὰ τὶς τρεῖς μέρες παρουσιάστηκε
στὸ βασιλιᾶ καὶ δήλωσε· ―Δὲν ἔλυσα τὸ πρόβλημα. Ζήτησε νέα προθεσμία.
Ὅταν ἔληξε κι αὐτή, παρουσιάζεται πάλι καὶ λέει· ―Οὔτε στὸ ἄλφα δὲν
εἶμαι… Καί, γιὰ νὰ μὴν πολυλογῶ, πολλὲς προθεσμίες ζήτησε ἕως ὅτου τέλος
ὡμολόγησε· ―Δὲν μπορῶ ν᾽ ἀπαντήσω.
Δίκιο εἶχε. Διότι τὸ μυστήριο καλύπτει ὅλο τὸ σύμπαν. Τὸ ὑλικὸ σύμπαν (οὐρανός, ἄστρα, γῆ, φύσι), τὰ ἐλάχιστα καὶ τὰ μέγιστα, περιέχουν καταπληκτικὰ μυστήρια. Καὶ ἡ ἐπιστήμη ἁπλῶς τὰ περιγράφει, δὲν τὰ ἐξηγεῖ, δὲν εἰσέρχεται πιὸ βαθειά.
Κι ἀφοῦ τὸ ὑλικὸ σύμπαν ἔχει μυστήρια, πόσῳ μᾶλλον τὸ πνευματικό; Τὸ
πνευματικὸ σύμπαν εἶνε μία πυραμίδα, ποὺ κορυφή της εἶνε ὁ Θεός, τὸ
μυστήριο τῶν μυστηρίων. Ἂν δὲν μποροῦμε νὰ λύσουμε τὰ μυστήρια τῆς ὕλης,
πῶς νὰ εἰσέλθουμε στὰ ἄδυτα τοῦ πνεύματος καὶ νὰ βροῦμε ἀπάντησι στὸ τί εἶνε ὁ Θεός;
Δόξα
τῷ Θεῷ ὅμως. Ἐὰν ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἀδυνατῇ ν᾽ ἀπαντήσῃ στὸ ἐρώτημα
αὐτό, ἀπαντᾷ ἡ θεία ἀποκάλυψις, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα,
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἀπαντᾷ μὲ τὰ λόγια· «Οὕτω
γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν,
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν
μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»(Ἰω. 3,16). Εἶνε λόγια τοῦ
εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος στὴν Πρώτη καθολικὴ Ἐπιστολή του δίδει
τὴν ἀπάντησι ποὺ ζητοῦμε ἀκόμα πιὸ λακωνικά, μὲ τρεῖς λέξεις· «Ὁ Θεὸς
ἀγάπη ἐστίν»(Α΄ Ἰω. 4,8,16).
Τὸ σημερινὸ ῥητό, «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…», εἶνε, ὅπως εἶπαν, ἡ Βίβλος ἐν μικρογραφίᾳ, ἡ καρδιὰ τοῦ Εὐαγγελίου.
Πῶς νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε!
Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τί θὰ πῇ ἀγάπη; Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ἐκδηλώνεται ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ ἔργα. Εἶνε θυσία, προσφορά, μετάδοσις· νὰ
μὴ κρατᾷς τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλ᾽ ὅπως εἶπε ὁ
Πεσταλότσι(1746-1827), σπουδαῖος Ἑλβετὸς παιδαγωγός, νὰ τὰ δίνῃς ὅλα γιὰ
τὸν ἄλλο.
Ὑπόδειγμα ἁγνῆς ἀγάπης εἶνε ἡ ἀγάπη τῆς μάνας. Συνεχῶς μεταδίδει. Λένε γιὰ μιὰ μάνα ποὺ βρέθηκε στὴ Σαχάρα κ᾽ ἐκεῖ ἐστείρευσαν οἱ
πηγὲς τοῦ γάλακτος καὶ δὲν εἶχε πῶς νὰ ταΐσῃ τὸ παιδί της, ὅτι ἄνοιξε
τὶς φλέβες της καὶ τὸ πότισε μὲ τὸ αἷμα της γιὰ νὰ μὴν πεθάνῃ. Ἐὰν
λοιπὸν ἡ μάνα, ποὺ εἶνε ἕνας ἄνθρωπος ἀτελής, ἔχῃ ἀγάπη, πόσῳ μᾶλλον ὁ
Θεός;
Ὁ
Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Πολλὲς φορὲς τονίζουμε τὴν ἄλλη ὄψι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε
δικαιοσύνη. Ἀλλὰ στὸν αἰῶνα τοῦ μίσους μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε
ἀγάπη.Ἔχουμε ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης του; Πλῆθος!
Ἀγάπη εἶνε οἱ ὑλικὲς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, ποὺ φτάνει στὴ γῆ ἀπὸ τόση ἀπόστασι καὶ θωπεύει τὸ μέτωπό μας, τί εἶνε; ἕνας ἀσπασμός, ἕνα φίλημα τῆς Θεότητος.
Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους»(Ματθ. 5,45). Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
εἶνε ὁ ἥλιος, τὸ νερό, ὁ ἀέρας καὶ τὸ ὀξυγόνο, τὰ δέντρα, τὰ ζῷα, τὰ
πουλιὰ ποὺ κελαϊδοῦν, τὰ λουλούδια ποὺ εὐωδιάζουν. Μόνο στὸν πλανή τη
μας ὑπάρχουν αὐ τὰ τὰ ἀγαθά· στὸ φεγγάρι ἐπικρατεῖ ξηραΰλα.
Καὶ
δὲν εἶνε μόνο αὐτά. Ὁ Θεὸς ἀκόμη ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κορωνίδα τῆς
δημιουργίας, τέλειο δημιούργημα, «κατ᾽ εἰκόνα» δική του «καὶ καθ᾽
ὁμοίωσιν»(Γέν. 1,26). Καὶ τί δὲ μᾶς ἔδωσε! Ἕνας καθηγητὴς τοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μοῦ ἔλεγε· Πιστεύω στὸ Θεό· καὶ μόνο ὅτι κου νῶ τὸ
δάχτυλό μου, τὸ βλέπω ὡς ἕνα θαῦμα… Πῶς κινεῖται τὸ δάχτυλό σου; ἰδού
μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ! Μᾶς ἔδωσε χέρια νὰ δουλεύουμε, πόδια νὰ τρέχου με,
αὐτιὰ νὰ ἀκοῦμε, μάτια
νὰ
βλέπουμε, καρδιὰ νὰ κινῇ τὸ αἷμα, πνευμόνια ν᾽ ἀναπνέουμε…. Μᾶς ἔδωσε
ἀναρίθμητα σωματικὰ καὶ πρὸ παντὸς ψυχικὰ προσόντα. Διότι τὰ σωματικὰ τά
᾽χουν καὶ τὰ ζῷα. Ἐκεῖ ποὺ ὑπερέχει ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ
᾽δωσε νοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο σκέπτεται, κρίνει, δημιουργεῖ, ἐφευρίσκει,
ἀνακαλύπτει· τοῦ ἔδωκε συνείδησι, ποὺ ἄλλοτε μὲν ἐπαινεῖ καὶ ἄλλοτε
ἐλέγχει· τοῦ ἔδωσε ψυχὴ ἀθάνατη καὶ αἰωνία. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως ἀκόμα
τίποτα. Ἀπείρως ἀνώτερα εἶνε τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεός.
Ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη εὐεργεσία του, τὸ πιὸ τρανὸ δεῖγμα τῆς ἀγάπης
του;
Θεέ μου, δός μου γλῶσσα νὰ τὸ περιγράψω, γιατὶ δὲν τὸ αἰσθανόμεθα. Ἐὰν ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας
ἐπισκεπτόταν τὴν καλύβα ἑνὸς ῥακενδύτη…, ἐὰν κάποιος χρωστοῦσε ἕνα
δισεκατομμύριο κι ὁ δανειστὴς τοῦ ἔσβηνε τὸ χρέος…, ἐὰν κάποιος ἦταν
καταδικα σμένος εἰς θάνατον καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ὁ ἀνώτατος ἄρχων τοῦ ἔδινε
ἀμνηστία…, τί θὰ λέγατε; Ἀλλὰ τί εἶνε ἕνας πρόεδρος δημοκρατίας ἐμ πρὸς
στὸν«βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ κύ ριον τῶν κυριευόντων»(Α΄ Τιμ.
6,15); Καὶ τί εἶνε τὰ χρέη μας σὲ διαφόρους ἀνθρώπους ἐμπρὸς στὸ
ἀσύλληπτο χρέος μας ἀπέναντι στὸν Κύριο; Καὶ τί εἶνε οἱ ποινὲς αὐτῆς τῆς
γῆς, ἐμπρὸς στὴν ποινὴ ἐκείνη ποὺ ἔλεγε «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»(Γέν.
2,17);
Λοιπὸν
ἡ πιὸ μεγάλη ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐμᾶς εἶνε, ὅτι κατέβηκε ὁ
ἴδιος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. Πάτησε στὴ γῆ ὁ Χριστός, γεννήθηκε σὲ
σπήλαιο, δίδαξε τὴν πιὸ ὑψηλὴ διδασκαλία, ἔκανε τὰ μεγαλύτερα θαύματα,
καὶ τέλος ―ἐδῶ πλέον τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης του ἔφθασε στὴν ἀποκορύφωσί
του― σταυρώθηκε. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, γιὰ σένα,
γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Μία σταγόνα ―τί λέω;―, ἕνα μικρὸ μόριο τοῦ αἵματος
ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου, εἶνε ὠκεανὸς μέσα στὸν ὁποῖο
πλένονται ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ
ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Ἀδελφοί
μου, ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾷ. Κ᾽ ἐμεῖς; ἀνταποδίδουμε τὴν ἀγάπη, ἀγαποῦμε τὸ
Θεό; «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!»(Ματθ. 17,17).
Μικρὰ
καὶ ἀσήμαντα πράγματα ἀγαποῦμε· τὸ Θεὸ δὲν τὸν ἀγαποῦμε ὅπως τὸν
ἀγάπησαν οἱ ἅγιοι τῆς πίστεώς μας. Κρύα εἶνε ἡ καρδιά μας. Φταῖνε οἱ
μανάδες καὶ οἱ γιαγιάδες.
Ὅταν ἤμασταν μικρά, μιὰ ἀγράμματη γιαγιὰ μᾶς ἔπαιρνε τὰ ἐγγονάκια της καὶ μᾶς ἔλεγε·
—Ἀγαπᾶτε
τὰ ἀδερφάκια σας; ―Ναί, ἀπαντούσαμε. ―Πόσο; Ἐμεῖς ἀνοίγαμε τὰ χέρια καὶ
λέγαμε· ―Τόσο. —Τὸν πατέρα; —Τόσο, κι ἀνοίγαμε περισσότερο τὰ χέρια.
—Τὴ μητέρα; ―Τόσο, κι ἀνοίγαμε τὰ χέρια πιὸ πολύ. ―Τὸ Χριστό;
―Τόσο,
κι ἀνοίγαμε τὰ χέρια ὅσο περισσότερο μπορούσαμε. Μὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἡ
γιαγιὰ μᾶς δίδασκε, ὅτι περισσότερο ἀπ᾽ ὅ λους πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ
Χριστό, τὸ μεγάλο εὐεργέτη μας. Σκληρὰ χρόνια, ἀπαίσια. Θυμᾶμαι σ᾿ ἕνα
νησὶ ποὺ ἤμουν ἁπλὸς δάσκαλος, μιὰ μέρα ἑρμήνευα τὸ χωρίο «Ὁ φιλῶν
πατέρα ἢ μητέρα ἢ τέκνα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»(Λουκ. 10,37). Καὶ
κάποιος, ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ μὲ χρυ σᾶ δαχτυλίδια κ.λπ.,
εἰρωνεύθηκε. ―Ἄκου ᾽κεῖ τί εἶπε ὁ θεολόγος, ν᾿ ἀγαποῦμε τὸ Χριστὸ
παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα. Κολοκύθια! ὅσο ἔχω τὸ νυχάκι τοῦ παιδιοῦ μου, δὲν ἔχω
τὸ Χριστό… Κι αὐτὸς μὲν τὸ εἶπε μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ πόσοι ἄλλοι τὸ λένε μὲ
τὴν ὅλη συμπεριφορά τους;
Ὄχι μόνο δὲν ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ τὸν βλαστημοῦν χυδαῖα. Πῶς μᾶς ἀνέχεται καὶ δὲ μᾶς κατέστρεψε ἀκόμα! Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία μας, ἀγαπητοί μου, εἶνε αὐτή. Ἂς ἀγαπήσουμε τὸ Θεό. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ ζῇ ἔξω
ἀπ᾽ τὴ θάλασσα καὶ τὸ πουλὶ ἔξω ἀπ᾽ τὸν ἀέρα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς δὲν
μποροῦμε νὰ ζήσουμε μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό. Ἡ ἀγωνία καὶ τὸ ἄγχος, ποὺ μαστί ζουν τὴν ἐποχή μας, εἶνε συνέπεια τῆς ἀ - πωθήσεως τοῦ εὐγενεστέρου συναισθήματος, τοῦ δεσμοῦ μὲ τὸ Θεό. Ναί. Χωρὶς σπίτια καὶ ἀνέσεις, χωρὶς γυναῖκα ἢ ἄντρα καὶ παιδιὰ μπορεῖ νὰ ζήσῃς, χωρὶς Θεὸ δὲν μπορεῖς! Αὐτὸς εἶνε ἡ ὑψίστη ἀνάγκη.
Ὁ
ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς
μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψ υ χ ὴ κ α ὶ Χ ρ ι στὸς σᾶς
χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσῃ, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πά
ρῃ, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας»(ἡμ. ἔργ. σ. 193). Ἂς μείνουμε
λοιπὸν φτωχοί, ἀλλὰ μὲ τὸ Χριστό. Ὅποιος εἶνε μὲ τὸ Χριστὸ εἶνε
μακάριος. Μὴ ξεχνᾶμε ποτέ τὰ ὑπέροχα λόγια «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
πηγή: http://aktines.blogspot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου